Τού Αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου
Εις τους Μακκαβαίους
Λόγος ιε'
Πηγή: Ευγενίας Σοφρά - Μάθεση: "Οι Μακκαβαίοι Παίδες" Βιβλικά Πατήματα Ζ΄. Μέγαρα 2013. Επτάλοφος ΑΒΕΕ. Σελ. 95-111.
Μετάφραση τού κ. Ιγνατίου Σακαλή, Φιλολόγου, από την έκδοση: Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας των πατερικών εκδόσεων Γρηγόριος ο Παλαμάς του βιβλιοπωλείου Βυζάντιον, Θεσσαλονίκη, του κ. Ελευθερίου Μερετάκη, έκδοση 1980, σελ. 15-39.
Αναδημοσίευση αρχαίου κειμένου από: http://users.uoa.gr
Αρχαίο κείμενο από: http://users.uoa.gr
1. Τι δε οι Μακκαβαίοι; τούτων γαρ η παρούσα πανήγυρις, ου παρά πολλοίς μεν τιμωμένων, ότι μη μετά Χριστόν η άθλησις· πάσι δε τιμάσθαι αξίων, ότι περί των πατρίων η καρτερία· και οι προ των Χριστού παθών μαρτυρήσαντες, τι ποτε δράσειν έμελλον μετά Χριστόν διωκόμενοι, και τον εκείνου υπέρ ημών μιμούμενοι θάνατον; Οι γαρ χωρίς υποδείγματος τοιούτου, τοσούτοι την αρετήν, πως ουκ αν ώφθησαν γενναιότεροι, μετά του υποδείγματος κινδυνεύοντες;
Και άμα μυστικός τις και απόρητος ούτος ο λόγος, και σφόδρα πιθανός εμοί γουν και πάσι τοις φιλοθέοις· μηδένα των προ της Χριστού παρουσίας τελειωθέντων, δίχα της εις Χριστόν πίστεως τούτου τυχείν. Ο γαρ Λόγος επαρησιάσθη μεν ύστερον καιροίς ιδίοις, εγνωρίσθη δε και πρότερον τοις καθαροίς την διάνοιαν. ως εκ πολλών δήλον των προ εκείνου τετιμημένων.
Μετάφραση Ιγνατίου Σακαλή, Φιλολόγου
1. Και οι Μακκαβαίοι1; Δι' αυτούς γίνεται ο πανηγυρισμός αυτός και ας μη τους τιμούν πολλοί, επειδή η άθλησίς των δεν έγινε μετά Χριστόν. Αξίζει όμως να τους τιμούν όλοι, διότι η υπομονή των αφωρούσε την υπεράσπισιν της θρησκείας των προγόνων των. Και εκείνοι που εμαρτύρησαν πριν από τα πάθη του Χριστού, τι τάχα θα έκαναν εάν κατεδιώκοντο μετά Χριστόν και ήθελαν να μιμηθούν τον θάνατον εκείνου προς χάριν μας; Αυτοί που χωρίς παράδειγμα έδειξαν τόσην ανδρείαν, πως δεν θα εφαίνοντo πολύ πιο γενναίοι, εάν αντιμετώπιζον τον κίνδυνον έχοντες εμπρός των τέτοιο παράδειγμα;
Και υπάρχει και ένας μυστικός και απόρρητος λόγος πολύ πιθανός, δι' εμένα βέβαια και όλους τους φίλους του Θεού, ότι κανείς από όσους ετελειώθησαν2 προ Χριστού δεν το επέτυχε χωρίς πίστιν εις τον Χριστόν. Ο Λόγος δηλαδή παρουσιάσθη αργότερα, όταν ήτο ο ωρισμένος καιρός, είχε γίνει όμως γνωστός και πρωτύτερα εις όσους ήσαν καθαροί εις τον νουν, όπως γίνεται φανερόν από όσους έχουν τιμηθή πριν από την εμφάνισίν του.
2. Ούκουν, ότι προ του σταυρού, τοιούτοι περιοπτέοι· αλλ ότι κατά τον σταυρόν, επαινετέοι, και της εκ των λόγων τιμής άξιοι· ουχ ίνα προσθήκην η δόξαν λάβοιεν· (τίνα γαρ ων η πράξις έχει το ένδοξον;) αλλ' ίνα δοξασθώσιν οι ευφημούντες, και ζηλώσωσι την αρετήν οι ακούοντες, ώσπερ κέντρω τη μνήμη προς τα ίσα διανιστάμενοι.
Ούτοι τίνες μεν όντες, και όθεν, και εξ οίας ορμώμενοι το απαρχής αγωγής και παιδεύσεως, εις τοσούτον αρετής τε και δόξης προεληλύθασιν, ώστε και ταις ετησίοις ταύταις τιμάσθαι πομπαίς τε και πανηγύρεσι, και μείζονα των ορωμένων την περί αυτών δόξαν εναποκείσθαι ταις απάντων ψυχαίς, η περί αυτών βίβλος δηλώσει τοις φιλομαθέσι και φιλοπόνοις, η περί του αυτοκράτορα είναι των παθών τον λογισμόν φιλοσοφούσα, και κύριον της επ άμφω ροπής, αρετήν τε φημι και κακίαν. Άλλοις τε γαρ ουκ ολίγοις εχρήσατο μαρτυρίοις, και δη και τοις τούτων αθλήμασιν· εμοί δε τοσούτον ειπείν εξαρκέσει.
2. Δεν πρέπει λοιπόν να τους περιφρονούμε, επειδή έδειξαν την αρετή των πριν από τον σταυρόν είναι αξιέπαινοι, διότι έπραξαν κατά την υπόδειξιν του σταυρού, και είναι άξιοι της τιμής, που προήλθεν από τα κίνητρα της πράξεώς των. Διότι δεν εμαρτύρησαν, δια να λάβουν κάποιο κέρδος ή δόξαν Θεού (ποίαν άλλην δόξαν να λάβουν, αφού η πράξις των είναι καθεαυτή ένδοξος;) αλλά δια να δοξασθούν όσοι τους δοξάζουν και όσοι ακούουν να ζηλέψουν την ανδρείαν των, ορμώντας εις τους ιδίους άθλους κεντρισμένοι από την μνήμην των.
Ποιοι είναι αυτοί και από πού κατάγονται και με ποίαν ανατροφήν και διαπαιδαγώγησιν εξεκίνησαν από την αρχήν, δια να φθάσουν εις τέτοιο σημείον ανδρείας και δόξης, ώστε να τους τιμώμεν με αυτούς τους ετησίους εορτασμούς και πανηγυρισμούς και όμως όλοι να πιστεύουν ότι η δόξα των αξίζει δια πολύ περισσότερα, αυτά όλα θα τα εξηγήση εις τους φιλομαθείς, και φιλόπονους το σχετικόν με εκείνους βιβλίον3, που διδάσκει ότι κυρίαρχος των παθών είναι το λογικόν, καθώς επίσης είναι κύριος και της ροπής που χωρίζεται εις δύο, εννοώ την αρετήν και την κακίαν. Το βιβλίον αυτό εχρησιμοποίησε και πολλάς άλλας αποδείξεις, αλλά και τα μαρτύρια τούτων. Δι' εμενα θα είναι αρκετόν να περιορισθώ εις όσα ακολουθούν.
3. Ελεάζαρ ενταύθα, των προ Χριστού παθόντων η απαρχή, ώσπερ των μετά Χριστόν Στέφανος, ανήρ ιερεύς και πρεσβύτης, πολιός την τρίχα, πολιός την φρόνησιν· πρότερον μεν και προθυόμενος του λαού, και προσευχόμενος, νυν δε και τελεώτατον θύμα προσάγων εαυτόν τω Θεώ, παντός του λαού καθάρσιον, προοίμιον αθλήσεως δεξιόν, και φθεγγομένη και σιωπώσα παραίνεσις· προσάγων δε και τους επτά παίδας, τα της εαυτού παιδείας αποτελέσματα, θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ, πάσης νομικής ιερουργίας λαμπροτέραν τε και καθαρωτέραν. Τα γαρ των παίδων, τω πατρί λογίζεσθαι, των εννομωτάτων τε και δικαιωτάτων.
Παίδες εκεί γενναίοι και μεγαλόψυχοι, μητρός ευγενούς ευγενή βλαστήματα, φιλότιμοι της αληθείας αγωνισταί, των Αντιόχου καιρών υψηλότεροι, του Μωϋσέως νόμου μαθηταί γνήσιοι, των πατρίων εθών ακριβείς φύλακες αριθμός των παρ Εβραίοις επαινουμένων, τω της εβδοματικής αναπαύσεως μυστηρίω τιμώμενος, εν πνέοντες, προς εν βλέποντες, μίαν ζωής οδόν ειδότες, τον υπέρ του Θεού θάνατον, ουχ ήττον αδελφοί τας ψυχάς ή τα σώματα, ζηλοτυπούντες αλλήλους της τελευτής, (ω του θαύματος!) προαρπάζοντες ώσπερ θησαυρούς τας βασάνους, του παιδαγωγού νόμου προκινδυνεύοντες, ου τας προσαγομένας των βασάνων μάλλον φοβούμενοι, ή τας λειπομένας επιζητούντες· εν τούτο φοβούμενοι μόνον, μη απείπη κολάζων ο τύραννος, και απέλθωσί τινες αυτών αστεφάνωτοι, και διαζευχθώσι των αδελφών άκοντες, και την κακήν νίκην νικήσωσι το μη παθείν κινδυνεύσαντες.
3. Ο Ελεάζαρος4 είναι εδώ ο αρχηγός όσων εμαρτύρησαν πριν από τον Χριστόν (όπως ο Στέφανος των μετά τον Χριστόν). Ήτο Ιερεύς, γέρων, λευκός εις τα μαλλιά και εις την φρόνησιν, που έκαμε τας θυσίας του λαού και παρακαλούσε δι' αυτόν, και τώρα προσφέρει τον εαυτόν του εις τον Θεόν τελειότερον θύμα, εξιλαστήριον όλου του λαού (ευοίωνον προσοίμιον του μαρτυρίου, προτροπήν με λόγους και χωρίς λόγους). Προσφέρει μαζί και τα επτά παιδιά, τα αναστήματα των κόπων του, θυσίαν ζωντανήν, Αγίαν, αρεστήν εις τον Θεόν, λαμπροτέραν και καθαροτέραν από κάθε ιερουργίαν του Μωσαϊκού Νόμου. Από τα νομιμώτερα και δικαιότερα είναι να καταλογίζεται η συμπεριφορά των παιδιών εις τον πατέρα.
Υπάρχουν εκεί παιδιά γενναία και μεγαλόψυχα, αρχοντικής μητέρας αρχοντικά βλαστάρια, φιλότιμοι αγωνισταί της αληθείας, που διασκελίζουν την εποχήν του Αντιόχου5 και γίνονται γνήσιοι μαθηταί του Μωσαϊκού νόμου, έχομεν τους πιστούς φύλακας των προγονικών παραδόσεων, αριθμόν από τους ιερούς των Εβραίων, τιμημένον με το μυστήριον της επταημέρου αναπαύσεως. Κοινή η πνοή των, κοινός ο στόχος των, ένας ο τρόπος της ζωής των, ο θάνατος δια τον Θεόν, όχι ολιγώτερον αδελφοί εις τας ψυχάς απ' ό,τι εις τα σώματα, ζηλεύοντες ο ένας τον άλλον δια τον θάνατόν του. Ω, το πρωτάκουστον θαύμα! Ως θησαυρόν άρπαζαν τα μαρτύρια πριν τους επιβληθούν, κινδυνεύοντες τολμηρά προς χάριν του παιδαγωγού νόμου· δεν φοβούνται τόσον τα μαρτύρια που επάθαιναν, όσον επιζητούσαν αυτά που τους επερίμεναν ακόμη. Τούτο μόνον ετρόμαζαν μη κουρασθή να τους βασανίζη ο τύραννος και φύγουν αστεφάνωτοι μερικοί από αυτούς, χωρισμένοι, παρά την θέλησίν των, από τους αδελφούς των με το κέρδος μιας κακής νίκης· να μη πάθουν δηλαδή τίποτε παρά τον αγώνα των.
4. Μήτηρ εκεί νεανική και γενναία, φιλόπαις ομού και φιλόθεος, και τα μητρώα σπλάγχνα σπαρασσομένη παρά το εικός της φύσεως. Ου γαρ πάσχοντας ηλέει τους παίδας, αλλ ηγωνία το μη παθείν· ουδέ τους απελθόντας επόθει μάλλον, ή προστεθήναι τους υπολειφθέντας ηύχετο· και τούτων ην αυτή πλείων ο λόγος, ή των μεταστάντων. Των μεν γαρ αμφίβολος η πάλη, των δε ασφαλής η κατάλυσις· και τους μεν ήδη Θεώ παρετίθετο, τους δε όπως λάβη Θεός εφρόντιζεν.
Ω ψυχής ανδρείας εν γυναικείω τω σώματι! ω θαυμασίας επιδόσεως και μεγαλοψύχου! ω της Αβραμιαίου θυσίας εκείνης ει μη τι τολμητέον, και μείζον! Ο μεν γαρ ένα προσάγει προθύμως, ει και τον μονογενή, και τον εκ της επαγγελίας, και εις ον η επαγγελία· και το μείζον, ότι μη του γένους μόνον, αλλά και των τοιούτων θυμάτων, απαρχή και ρίζα καθίσταται· η δε δήμον όλων παίδων καθιέρωσε τω Θεώ, νικήσασα και μητέρας, και ιερέας, τοις θύμασι προθύμοις εις σφαγήν, ολοκαυτώμασι λογικοίς, ιερείοις επειγομένοις· η μαστούς παρεδείκνυ, και ανατροφής υπεμίμνησκε, και προέτεινε την πολιάν, και το γήρας ανθ' ικετηρίας προυβάλλετο·
ου σωτηρίαν ζητούσα, το δε παθείν επείγουσα, και κίνδυνον ηγουμένη την αναβολήν, ου τον θάνατον· ην ουδέν έκαμψεν, ουδέ εμαλάκισεν, ουδέ ατολμοτέραν εποίησεν· ουκ αρθρέμβολα προτεινόμενα, ου τροχοί προβαλλόμενοι, ου τροχαντήρες, ου καταπέλται, ουκ ακμαί σιδηρών ονύχων, ου ξίφη θηγόμενα, ου λέβητες ζέοντες, ου πυρ εγειρόμενον, ου τύραννος απειλών, ου δήμος, ου δορυφόρος κατεπείγων, ου γένος ορώμενον, ου μέλη διασπώμενα, ου σάρκες ξαινόμεναι, ουχ αίματος οχετοί ρέοντες, ου νεότης δαπανωμένη, ου τα παρόντα δεινά, ου τα προσδοκώμενα χαλεπά· και ό τοις άλλοις βαρύτατόν εστιν εν τοις τοιούτοις, η του κινδύνου παρέκτασις, τούτο εκείνη το κουφότατον ην· ενετρύφα γαρ τω θεάματι· και γαρ πως και τριβήν ενεποίει τοις πάθεσιν, ου το ποικίλον των προσαγομένων βασάνων μόνον, ων πασών, ως ουδέ εις μιας, κατεφρόνουν· αλλά και οι του διώκτου λόγοι πολυειδείς όντες, υβρίζοντος, απειλούντος, θωπεύοντος· τι γαρ ου κινούντος προς το τυχείν ων ήλπιζε;
4. Και κοντά τους μία μητέρα τολμηρή και γενναία, φιλότεκνος μαζί και φιλόθεος. Σπαράζονται τα μητρικά σπλάχνα της, όχι όμως με τον γνωστό κανόνα της φύσεως. Δεν επονούσε τα παιδιά της που εβασανίζοντο, αγωνιούσε μήπως δεν βασανισθούν. Δεν εποθούσεν όσους είχαν αποθάνει, όσον παρακαλούσε να πάνε κοντά τους και όσοι είχαν απομείνει. Πιο πολύ ενδιαφέροντα δι' αυτούς παρά δια τους νεκρούς· διότι η πάλη των πρώτων ήτο ακόμη άκριτος, ενώ των άλλων το τέλος ήτο ασφαλισμένον. Τους πρώτους τους είχεν εμπιστευθή εις τα χέρια του Θεού και εφρόντιζε να πάρη ο Θεός και τους άλλους.
Ω ψυχικός ανδρισμός εις γυναικείον σώμα! Ω αξιοθαύμαστη μεγαλόψυχη πρόοδος! Ω θυσία ανωτέρα και από του Αβραάμ, αν δεν είναι τολμηρός ο λόγος μου! Διότι εκείνος προσφέρει πρόθυμα βέβαια ένα μόνον υιόν και ας ήτο μονογενής και ας τον είχεν αποκτήσει έπειτα από υπόσχεσιν προς αυτούς, που είχεν εκπληρωθή και το μεγαλύτερον, ότι δεν είναι μόνον το πρώτον θύμα του λαού του, αλλά γίνεται αρχή και ρίζα των θυμάτων αυτών. Ενώ εκείνη αφιερώνει εις τον Θεόν παράταξιν ολόκληρον παιδιών και ενίκησε και μητέρας και Ιερείς με τα πρόθυμα δια την σφαγήν θύματά της και τα λογικά ολοκαυτώματα, τα ολοπρόθυμα σφάγια. Τους έδειχνε το στήθος6 που τους εθήλασε, τους υπενθύμιζε την ανατροφήν των, άπλωνε τα άσπρα μαλλιά της και επρότεινε τα γηρατειά της αντί άλλης παρακλήσεως.
Δεν εζητούσε την σωτηρίαν, αλλά επετάχυνε το τέλος των, θεωρούσα κίνδυνον την αναβολήν και όχι τον θάνατον. Τίποτε δεν την ελύγισε, τίποτε δεν την εμαλάκωσε, τίποτε δεν την έκανε πιο δειλήν. Τα στρεβλωτήρια των μελών που έφεραν, οι τροχοί που κουβαλούσαν, οι βασανιστικοί εκσφενδονισταί, αι αιχμαί των σιδερένιων νυχιών, τα εξαγριωμένα θηρία, τα ακονισμένα ξίφη, το ζεματιστό νερό, η φωτιά που ελαμπάδιζεν, ο απειλητικός τύραννος, ο κόσμος, ο στρατιώτης που τους έσπρωχνεν, η γύμνωσίς των, τα τσακισμένα των μέλη, αι ξεσχισμέναι σάρκες των, τα αυλάκια του αίματος που εκυλούσαν, τα νιάτα που εθυσιάζοντο, τα παρόντα δεινά των και τα χειρότερα που τους επερίμεναν, και αυτό που εις ανάλογους περιστάσεις είναι το βαρύτερον δι' άλλους, η παράτασις του κινδύνου, ήτο δι' εκείνην το ελαφρότερον. Εχαίρετο με το θέαμα και κατά κάποιον τρόπον επροσπαθούσε να παρατείνη τα παθήματά των. Δεν ήτο μόνον το πλήθος των βασανιστηρίων που τους έκαναν και που τα επεριφρονουσαν όλα με την ιδίαν ορμήν που κάποιος άλλος δεν θα επεριφρονούσεν ούτε ένα μόνον από αυτά. Ήσαν και οι λόγοι, λόγοι κάθε είδους του διώκτου των, που ύβριζεν, εφοβέριζεν, εκολάκευε, και τι δεν έκαμε δια να επιτύχη αυτά που ήθελε.
5. Και μέντοι και των παίδων αι προς τον τύραννον αποκρίσεις, τοσούτον έχουσαι το σοφόν ομού και γενναίον, ώστε μικρά μεν είναι προς την εκείνων καρτερίαν άπαντα τα των άλλων καλά εις εν συναχθέντα· μικράν δε την καρτερίαν προς την εκείνων εν λόγοις σύνεσιν· και των αυτών είναι μόνων, πάσχειν τε ούτω και φιλοσοφείν εν ταις αποκρίσεσι προς τας του διώκοντος απειλάς, και τους προτεινομένους φόβους, ων ουδενός ηττώντο οι γενναίοι παίδες, και η γενναιοτέρα τεκούσα· πάντων δε εαυτήν υπεράνω θείσα, και τω φίλτρω τον θυμόν μίξασα, καλόν εντάφιον δίδωσι τοις παισίν εαυτήν, επαπελθούσα τοις προαπελθούσι· και τούτο πως; εκουσίως επί τους κινδύνους χωρήσασα· και μεθ οίων των επιταφίων; Καλοί μεν γαρ και οι των παίδων προς τον τύραννον λόγοι, και καλών κάλλιστοι· πως γαρ ου; μεθ ων παρετάξαντο, και οις τον τύραννον έβαλον· καλλίους δε και οι της μητρός, και παρακλητικοί πρότερον, και ύστερον επιτάφιοι.
Τίνες ουν οι των παίδων λόγοι; Καλόν γαρ απομνημονεύσαι και τούτων υμίν, ίν έχητε τύπον, ώσπερ αθλήσεως, ούτω και λόγων μαρτυρικών εν τοις τοιούτοις καιροίς. Άλλου μεν άλλοι, και ως έκαστον οι του διώκοντος λόγοι, ή των κινδύνων η τάξις, ή της ψυχής το φιλότιμον ώπλιζεν· ως δ ουν τύπω περιλαβείν, ήσαν τοιούτοι· Ημίν, Αντίοχε, και πάντες οι περιεστηκότες, εις μεν βασιλεύς ο Θεός, παρ ου γεγόναμεν, και προς ον επιστρέψομεν. Εις δε νομοθέτης ο Μωϋσής, ον ου προδώσομεν, ουδέ καθυβρίσομεν· ου μα τους υπέρ αρετής του ανδρός κινδύνους, και τα πολλά θαύματα, ουδ αν ημίν άλλος Αντίοχος απειλή σου χαλεπώτερος. Μία δε ασφάλεια, της εντολής η τήρησις, και το μη ραγήναι τον νόμον, ω τετειχίσμεθα. Μία δε δόξα, το δόξης απάσης υπεριδείν επί τηλικούτοις. Εις δε πλούτος, τα ελπιζόμενα· φοβερόν δε ουδέν, ή το φοβηθήναί τι προ Θεού. Μετά τούτων παρατετάγμεθα των λογισμών, και ούτως ωπλίσμεθα· προς τοιούτους σοι νεανίας ο λόγος.
Ηδύ μεν και ο κόσμος ούτος, και το πατρώον έδαφος, και φίλοι, και συγγενείς, και ηλικιώται, και ο ναός ούτος το μέγα και περιβόητον όνομα, και πανηγύρεις πατρικαί, και μυστήρια, και πάντα οις ημείς των άλλων διαφέρειν δοκούμεν. Ούπω δε ηδίω Θεού, και των υπέρ του καλού κινδύνων· μη τούτο νομίσης. Κόσμος τε γαρ άλλος ημίν, πολύ των ορωμένων υψηλότερός τε και μονιμώτερος· πατρίς τε η άνω Ιερουσαλήμ, ην ουδείς Αντίοχος πολιορκήσει, ουδέ προσδοκήσει παραστήσεσθαι, η καρτερά και ανάλωτος. Συγγένεια δε, η έμπνευσις, και οι κατ αρετήν γεννηθέντες. Φίλοι δε, προφήται, και πατριάρχαι, παρ ων ημίν και ο τύπος της ευσεβείας. Ηλικιώται δε, οι σήμερον ημίν συγκινδυνεύοντες, και την καρτερίαν ομόχρονοι. Ναού δε, ουρανός μεγαλοπρεπέστερος, πανήγυρις δε, αγγέλων χοροστασία· και μυστήριον εν μέγα, και μέγιστον, και τοις πολλοίς απόκρυφον, ο Θεός, προς ον βλέπει και τα τήδε μυστήρια.
5. Αλλά και οι απαντήσεις των παιδιών προς τον τύραννον, μεσταί από τόσην σοφίαν μαζί και γενναιότητα, ώστε εμπρός εις την ιδικήν των καρτερίαν να είναι ασήμαντα τα κατορθώματα όλων των άλλων μαζεμένα. Αλλά και η καρτερία ήτο μικρή εμπρός εις την σύνεσιν των απαντήσεών των. Και είναι ιδικόν των γνώρισμα μόνον να βασανίζωνται με τέτοιον τρόπον και να φιλοσοφούν συνάμα με τας απαντήσεις των, με όλας τας απειλάς του διώκτου και τα φοβερά που τους επρότεινε. Τίποτε δεν ενικούσε τα γενναία παιδιά και την γενναιοτέραν μητέρα. Αφού ανέδειξε τον εαυτόν της ανώτερον από όλους και αφού ανέμειξε την αγάπην με το σθένος, προσφέρει τον εαυτόν της ωραίον εντάφιον δώρον εις τα παιδιά της ακολουθούσα αυτά εις τον θάνατον των. Και τούτο με αυτόν τον τρόπον εβάδισε με την θέλησίν της προς τους κινδύνους, ώστε να μη εγγίση καν άναγνον σώμα το σώμα το ιδικόν της, το αγνόν και γεναίον. Και τι λογής ήσαν οι επιτάφιοι λόγοι της; Καλά όσα είπαν τα παιδιά εις τον τύραννον καλά, κάλλιστα. Πώς όχι; όσα είχαν αντιτάξει εις τον τύραννον και τον ενίκησαν με αυτά. Ακόμα καλύτεροι οι λόγοι της μητέρας, οι ενθαρρυντικοί εις την αρχήν και έπειτα επιτάφιοι.
Ποίοι ήσαν οι λόγοι των παιδιών; Είναι καλό να τους αναφέρω, δια να έχετε παράδειγμα όχι μόνον αθλήσεως, αλλά και παράδειγμα λόγων μαρτύρων εις τους καιρούς τούτους. Διαφορετικοί βέβαια ήσαν οι λόγοι καθενός και όπως ενεπνέετο ο καθείς από τους λόγους του τυράννου, από την σειράν των μαρτυρίων των, από την φιλοτιμίαν της ψυχής των. Είχον αυτόν τον τύπον οι απαντήσεις των. «Δι' εμάς, Αντίοχε και όσοι στέκεσθε γύρω, ένας βασιλεύς υπάρχει, ο Θεός, από τον οποίον επλάσθημεν και εις τον οποίον θα επιστρέψωμεν, και ένας νομοθέτης, ο Μωυσής. Αλλά τους αγώνας του ανδρός δια την αρετήν και τα πολλά θαύματα του δεν θα τα προδώσωμεν ούτε θα τους προσβάλωμεν, ούτε και αν μας φοβερίζη ένας Αντίοχος ακόμη φοβερώτερος από εσένα. Και η ασφάλειά μας είναι μία, η τήρησις της εντολής και να μη ραγίση ο νόμος που μας περιτειχίζει. Και η δόξα μας είναι μία, να περιφρονήσωμεν κάθε δόξαν, που μας υπόσχεσαι. Και ο πλούτος μας ένας· όσα ελπίζομεν. Φοβερό κανένα δι' ημάς, μόνον το να φοβηθώμεν κάτι περισσότερον από τον Θεόν. Με αυτάς τας σκέψεις στεκόμεθα απέναντι σου και αυτός είναι ο οπλισμός μας. Προς τέτοια παλληκάρια απευθύνεσαι.
Είναι γλυκύς δεν λέγομεν ο κόσμος αυτός, και το χώμα της πατρίδας και οι φίλοι και οι συγγενείς και οι συνομήλικοι και ο ναός αυτός ο μεγάλος και εξακουστός και αι προγονικαί εορταί, τα μυστήρια και όσα νομίζομεν ότι μας κάνουν να διαφέρωμεν από τους άλλους. Δεν είναι όμως γλυκύτερα από τον Θεόν και τους κινδύνους δια το καλόν. Μη σου περάση τέτοια ιδέα. Υπάρχει ένας άλλος κόσμος δι' ημάς, ανώτερος από ό,τι βλέπομεν και πιο μόνιμος. Μια άλλη πατρίδα, η ουρανία Ιερουσαλήμ, που κανείς Αντίοχος δεν θα πολιορκήση, ούτε θα ελπίση πως θα την υποτάξη, ισχυρά και άπαρτη. Συγγενείς μας είναι η χάρις του Πνεύματος και όσοι εγεννήθησαν μέσα εις την αρετήν. Φίλοι μας, οι Προφήται και οι Πατριάρχαι, που μας έχουν δώσει ήδη το παράδειγμα της ευσέβειας. Συνομήλικοι μας αυτοί που σήμερα κινδυνεύουν μαζί μας και συγκαρτερούν. Από τον Ναον, πιο μεγαλοπρεπής ο Ουρανός. Πανήγυρις η συνάθροισις των αγγέλων και μυστήριον, μεγάλο και τρισμεγάλο, και εις τους πολλούς ολότελα κρυφόν, ο Θεός, εις τον οποίον αναφέρεται και η τωρινή μυστική θυσία.
6. Παύσαι τοίνυν υπισχνούμενος ημίν τα μικρά, και του μηδενός άξια. Ου γαρ τιμησόμεθα τοις ατίμοις, ουδέ κερδανούμεν επιζήμια· ουχ ούτως αθλίως εμπορευσόμεθα. Παύσαι και απειλών, ή ανταπειλήσομεν, ελέγξειν σου την ασθένειαν, και προς τούτω τα ημέτερα κολαστήρια· έχομεν και ημείς πυρ, ω τους διώκτας κολάζομεν. Οίει προς έθνη και πόλεις είναί σοι τον αγώνα, και βασιλέων τους ανανδροτάτους, ων οι μεν κρατήσουσιν, οι δε ίσως ηττηθήσονται; ουδέ γαρ περί τηλικούτων αυτοίς ο κίνδυνος.
Προς νόμον Θεού παρατάσση, προς πλάκας θεοχαράκτους, προς πάτρια και λόγω και χρόνω τετιμημένα, προς αδελφούς επτά μια ψυχή συνδεδεμένους, επτά τροπαίοις σε στηλιτεύσοντας· ων κρατήσαι μεν ου μέγα, ηττηθήναι δε και λίαν αισχρόν. Εκείνων εσμέν και γένος και μαθηταί, ους στύλος πυρός και νεφέλης ωδήγει, οις θάλασσα διίστατο, και ποταμός ίστατο, και ήλιος ανεκόπτετο, και άρτος ύετο, και χειρών έκτασις ετροπούτο μυριάδας, δι ευχών βάλλουσα· ων θήρες ηττώντο, και πυρ ουχ ήπτετο, και βασιλείς απήεσαν, το γενναίον θαυμάζοντες.
Είπωμέν τι και των σοί γνωρίμων· Ελεαζάρου μύσται ημείς, ου την ανδρείαν έγνως. Προηγωνίσατο πατήρ, επαγωνιούνται παίδες· απήλθεν ο ιερεύς, επακολουθήσει τα θύματα· πολλά δεδίττη, προς πλείω παρεσκευάσμεθα. Τι και δράσεις ημάς, υπερήφανε, ταις απειλαίς; τι και πεισόμεθα; Ουδέν ισχυρότερον των πάντα παθείν ετοίμων. Ω δήμιοι, τι μέλλετε; τι δε αναδύεσθε; τι το πρόσταγμα το χρηστόν αναμένετε; Που τα ξίφη; που τα δεσμά; ζητώ το τάχος. Πλείον αναπτέσθω το πυρ, οι θήρες ενεργέστεροι, αι στρέβλαι περιεργότεραι· πάντα έστω βασιλικά και πολυτελέστερα.
Εγώ πρωτότοκός ειμι, πρώτόν με καθιέρωσον· εγώ τελευταίος, η τάξις εναμειφθήτω; έστω τις και των μέσων εν πρώτοις, ίνα τιμηθώμεν ισομοιρία. Φείδη δε; προσδοκάς τι τυχόν και των εναντίων; Πάλιν και πολλάκις ερούμεν τον αυτόν λόγον· Ου μιαροφαγήσομεν, ουκ ενδώσομεν. Θάττον συ σεβασθήση τα ημέτερα, ή τοις σοίς ημείς είξωμεν. Κεφάλαιον του λόγου· Ή καινότερα επινόησον κολαστήρια, ή τα παρόντα ίσθι καταφρονούμενα.
6. «Παύσε λοιπόν να υπόσχεσαι μικρά και εντελώς ανάξια πράγματα. Δεν θεωρούμε τιμήν μας αυτά που είναι άτιμα τα ίδια, ούτε θα βγάλωμε κέρδος από πράγματα βλαβερά. Δεν θα κάνωμεν αυτό το θλιβερόν εμπόριον. Παύσε και να μας απειλής, αλλιώς θα σού ανταποδώσωμεν την απειλήν, ότι θα εκθέσωμεν την αδυναμίαν σου και κοντά εις αυτό και τα βασανιστήρια που μάς κάνεις. Έχομε και εμείς φωτιά, δια να τιμωρούμε τους διώκτας μας. Νομίζεις ότι πολεμάς με λαούς και πόλεις και με τους πιο ανάνδρους βασιλείς, που άλλοι θα νικήσουν και άλλοι μπορεί και να νικηθούν, και που δεν αντιμετωπίζουν τους ιδίους με σένα αντιπάλους.
Συ πολεμάς τον νόμον του Θεού, τας θεοχαράκτους πλάκας, τους πατροπαράδοτους θεσμούς, καθιερωμένους από ρητήν αναγνώρισιν και από τον χρόνον, πολεμάς επτά αδελφούς δεμένους με μίαν ψυχήν, που με επτά τρόπαια θα σε εξευτελίσουν. Να τους νικήσης δεν είναι σπουδαίον, μεγάλη εντροπή να νικηθής. Είμεθα γενεά και μαθηταί εκείνων, που τους ωδηγούσεν ο στύλος από φωτιάν και η νεφέλη, που η θάλασσα εχωρίζετο εμπρός των και το ποτάμι εστέκετο, ο ήλιος εσταματούσε, το ψωμί εμουσκεύετο και το άπλωμα μόνον των χεριών κατετρόπωνε μυριάδας με την δύναμιν της προσευχής· που ενικούσαν τα θηρία και η φωτιά δεν τους ήγγισε και αποχωρούσαν οι βασιλείς θαυμάζοντες την γενναιότητά των.
Θα σού ειπούμε και κάτι από αυτά που γνωρίζεις. Είμεθα μαθηταί του Ελεαζάρου, που εγνώρισες την γενναιότητά του. Προηγήθη εις τον αγώνα ο Πατέρας, ακολουθούν τα παιδιά. Έφυγεν ο ιερεύς, θα τον ακολουθήσουν τα θύματα. Με πολλά μάς τρομάζεις; Δια περισσότερα ετοιμάσθημεν. Τι θα μας κάμης με τας απειλάς σου, υπερήφανε, και τι θα πάθωμεν; Τίποτε πιο ισχυρόν από τον πρόθυμον να υποφέρη τα πάντα. Διατί αργείτε, δήμιοι; Διατί αναβάλλετε; Διατί περιμένετε την χαριστικήν διαταγήν; Πού είναι τα ξίφη; τα δεσμά πού; Τα ζητώ το ταχύτερον. Ας ανάψη περισσότερον η φωτιά, πιο επιθετικά τα θηρία, αι στρέβλαι πιο λεπτολογημέναι. Ας γίνουν όλα βασιλικά και υπερβολικώτερα.
Εγώ είμαι πρωτότοκος, θυσίασε με πρώτον. Εγώ τελευταίος, ας αλλάξη η σειρά. Ας περάση και ένας μεσαίος εις την πρώτην, δια να μοιρασθούμε εξ ίσου την τιμήν. Διστάζεις; Περιμένεις μήπως καμμίαν μεταβολήν; Πολλές φορές τον ίδιον λόγον θα σου ξαναπούμε. Δεν θα ακολουθήσωμεν την μερίδα των μικρών, δεν θα υποχωρήσωμεν. Γρηγορώτερα θα σεβασθής εσύ την ιδικήν μας πίστιν από ό,τι θα υποχωρήσωμεν εμείς εις τας διαταγάς σου. Και το συμπέρασμά μας· ή επινόησε καινούργιους τρόπους βασανισμού ή κατάλαβε ότι περιφρονούμε τους τωρινούς.
7. Ταύτα μεν προς τον τύραννον. Α δε αλλήλοις διεκελεύοντο, α δε παρείχον οράν, ως καλά τε και ιερά, και παντός άλλου θεάματος και ακούσματος ηδίω τοις φιλοθέοις! Έγωγ ουν αυτός ηδονής εμπίμπλαμαι μνημονεύων, και μετ αυτών αθλούντων ειμί τη διανοία, και τω διηγήματι καλλωπίζομαι.
Περιέβαλλον αλλήλους, περιεπτύσσοντο, πανήγυρις ην, ως επ άθλοις τετελεσμένοις· Ίωμεν, αδελφοί, προς τους κινδύνους, εβόων, ίωμεν, επειγώμεθα, έως ζέει καθ ημών ο τύραννος, μη τι μαλακισθή, και ζημιωθώμεν την σωτηρίαν. Πανδαισία πρόκειται· μη απολειφθώμεν. Καλόν μεν και συνοικούντες αλλήλοις αδελφοί, και συμποσιάζοντες, και συνασπίζοντες· κάλλιον δε υπέρ αρετής συγκινδυνεύοντες. Ει μεν οίόν τε ην, και τοις σώμασιν αν ηγωνισάμεθα υπέρ των πατρίων· έστι και ούτος των επαινετών ο θάνατος. Επεί δε ου τούτου καιρός, αυτά τα σώματα εισενέγκωμεν. Τι γαρ; Καν μη νυν αποθάνωμεν, ου τεθνηξόμεθα πάντως; ου τη γενέσει τα οφειλόμενα λειτουργήσομεν; Ποιήσωμεν την ανάγκην φιλοτιμίαν· σοφισώμεθα την διάλυσιν· το κοινόν ίδιον ποιησώμεθα· θανάτω ζωήν ωνησώμεθα. Μη τις ουν ημών έστω φιλόψυχος, μηδέ άτολμος.
Απογνώτω και των άλλων ο τύραννος, ημίν εντυχών. Τοις μεν κινδύνοις την τάξιν αυτός επιθήσει, ημείς δε επιθήσομεν τέλος τοις διωκομένοις· μηδέν περί τούτου διαφερώμεθα τη ζέσει της προθυμίας. Και ο πρώτος έσται τοις άλλοις οδός, και ο τελευταίος σφραγίς αθλήσεως. Ημίν δε τούτο εμπεπήχθω πάσιν ομοίως, πανοικεσία στεφανωθήναι, και μη τινα λαβείν μερίδα εξ ημών τον διώκτην, ίν ως πάσιν εγκαυχήσηται τω ενί, φλεγμαίνων τη πονηρία. Φανώμεν αλλήλων αδελφοί, και τη γενέσει, και τη μεταστάσει· και πάντες, ως εις, κινδυνεύσωμεν, και αντί πάντων έκαστος.
Ελεάζαρ, υπόδεξαι· μήτερ, επακολούθησον· Ιερουσαλήμ, θάψον τους εαυτής νεκρούς μεγαλοπρεπώς, αν τι τοις τάφοις υπολειφθή. Διηγού τα ημέτερα, και τοις ύστερον δείκνυ, και τοις σοίς ερασταίς το της μιας γαστρός ευσεβές πολυάνδριον.
7. Αυτά έλεγαν εις τον τύραννον. Τι έλεγαν τώρα ο ένας εις τον άλλον, σαν να αλληλοενθαρρύνοντο εις την μάχην, είναι δια τους φιλόθεους πιο ευχάριστα από κάθε άλλο θέαμα ή ακρόαμα. Εμένα τουλάχιστον γεμίζει η ψυχή μου από αγαλλίασιν να τα ενθυμούμαι και να τους παραστέκομαι νοερά εις το μαρτύριόν των και αισθάνομαι ικανοποίησιν με την εξιστόρησίν του.
Επερικύκλωναν όλοι ένα, αγκαλιάζονταν, ήτο πανηγύρι, σαν να είχε τελειώσει το άθλημά τους. «Πάμε εις τον κίνδυνον, αδελφοί, εφώναζαν, πάμε. Ας βιασθούμε, όσο βράζει εναντίον μας ο τύραννος. Μη μαλακώση και ζημιωθούμε την σωτηρίαν μας. Στρωμένο το τραπέζι μπροστά μας, ας μη λείψωμεν. Είναι ωραίον, αδέλφια, να μένωμεν μαζί, να τρώμε μαζί, να πολεμούμε μαζί, ωραιότερον όμως να κινδυνεύσωμεν μαζί χάριν της αρετής. Αν ήτο δυνατόν, θα επροτείναμε τα στήθη μας εις την μάχην, δια να υπερασπισθούμε την πατρικήν κληρονομιάν. Είναι και αυτός ο θάνατος αξιέπαινος. Επειδή όμως δεν είναι ώρα πολέμου, ας προσφέρωμεν θυσίαν τα ίδια τα σώματά μας. Και αν δεν πεθάνωμεν τώρα, δεν θα πεθάνωμεν οπωσδήποτε αργότερα; Δεν θα δεχθώμεν τας συνεπείας της γεννήσεως; Ας κάνωμεν την ανάγκην φιλοτιμίαν, ας σοφιτευθούμε τον θάνατον, ας κάνωμεν ατομικήν μας την κοινήν μοίραν, ας εξαγοράσωμεν με τον θάνατον την ζωήν. Ας μη σταθή λοιπόν κανείς από μας φιλόψυχος ούτε άτολμος.
Ας απελπισθή ο τύραννος ότι θα λυγίση και τους άλλους, αφού συνήντησεν εμάς. Αυτός θα βάλη εις σειράν τα βασανιστήρια και εμείς θα βάλωμεν τέλος εις την σειράν εκείνων που καταδιώκονται. Καμία διαφορά μεταξύ μας εις τούτο, εις τον βαθμόν της προθυμίας, και ο πρώτος ας άνοιξη τον δρόμον δια τους άλλους και ο τελευταίος ας βάλη εις την άθλησιν την σφραγίδα. Εις όλους εμάς ας ισχύση χωρίς εξαίρεσιν τούτο, να στεφανωθή όλη η οικογένεια, να μη αρπάξη ο διώκτης κάποιον από μάς και καυχηθή δια τον ένα, σαν να πρόκειται δι' όλους, βράζων από κακίαν. Ας αποδειχθούμε ο ένας αδελφός του άλλου και εις την γέννησιν και εις τον θάνατον. Όλοι σαν ένας ας κινδυνεύσωμεν και καθένας δι' όλους.
Δέξου μας, Ελεάζαρε· ακολούθησέ μας, μητέρα. Ιερουσαλήμ θάψε τους νεκρούς σου μεγαλόπρεπα, αν ευρεθή κανένα απομεινάρι δια τον τάφον. Διηγήσου την Ιστορίαν μας εις τους κατοπινούς, δείξε εις τους φίλους σου της μιας μητέρας το ευλαβικόν πολυάνδριον»7.
8. Οι μεν δη ταύτα και ειπόντες, και πράξαντες, και ως συών οδόντες αλλήλους θήξαντες εν τάξει της ηλικίας, και ισότητι της προθυμίας διεκαρτέρουν. Ηδονή και θαύμα τοις ομοφύλοις· φόβος και κατάπληξις τοις διώκουσιν, οι κατά παντός του έθνους στρατεύσαντες, αδελφών επτά συμψυχίας υπέρ ευσεβείας αγωνιζομένων, τοσούτον ηττήθησαν, ώστε μηδέ περί των άλλων έχειν έτι χρηστάς τας ελπίδας.
Η δε γενναία μήτηρ, και όντως εκείνων των τοσούτων και τοιούτων την αρετήν, το μέγα του νόμου θρέμμα και μεγαλόψυχον, τέως μεν χαρά και φόβω σύμμικτος ην, και δύο παθών εν μεταιχμίω· χαρά, δια την ανδρείαν και τα ορώμενα· φόβω, δια το μέλλον, και την υπερβολήν των κολάσεων· και ως νεοσσούς όρνις, όφεως προσερπύζοντος, ή τινος άλλου των επιβούλων, περιίπτατο, περιέτρυζεν, ηντιβόλει, συνηγωνίζετο, τι μεν ου λέγουσα; τι δε ου πράττουσα των προς νίκην επαλειφόντων;
Ήρπαζε τας ρανίδας του αίματος, υπεδέχετο τα λακίσματα των μελών, προσεκύνει τα λείψανα· τον μεν συνέλεγε, τον δε παρεδίδου, τον δε παρεσκεύαζεν. Επεφώνει πάσιν. Εύγε, ω παίδες, εύγε, αριστείς εμοί, εύγε, ασώματοι σχεδόν εν σώμασιν, εύγε, προστάται του Νόμου, και της εμής πολιάς, και της θρεψαμένης υμάς πόλεως, και εις τόδε αρετής προαγούσης. Έτι μικρόν, και νενικήκαμεν. Κεκμήκασιν οι βασανισταί, τούτο φοβούμαι μόνον. Έτι μικρόν, και μακαρία μεν εν μητράσιν εγώ, μακάριοι δε υμείς εν νέοις. Αλλά ποθείτε την μητέρα; Ουκ απολείψομαι υμών, τούτο υμίν υπισχνούμαι· ουχ ούτως εγώ μισότεκνος.
8. Αυτά είπαν και έκαμαν, και αφού επτέρωσαν ο ένας το φρόνημα του άλλου, επερίμεναν την σειράν της ηλικίας με την ιδίαν προθυμίαν. Χαρά και θαυμασμός των ομοφύλων, φόβος και ξάφνιασμα δια τους διώκτας, που ενώ είχαν εκστρατεύσει εναντίον όλου του έθνους μας, έπαθαν τέτοιαν ήτταν από την ψυχικήν ενότητα των επτά αδελφών, που ηγωνίζοντο χάριν της ευσέβειας, ώστε μήτε δια τους υπολοίπους να μην έχουν ενθαρρυντικάς ελπίδας.
Και η γενναία μητέρα των, η αληθινά ανταξία των παιδιών, που είχαν τόσην και τέτοιαν αρετήν, το θαυμαστόν και μεγαλόψυχον ανάθρεμμα του νόμου, ήτο έρμαιον της χαράς και του φόβου, εις το μεταίχμιον δύο συναισθημάτων της χαράς, δια την γενναιότητα των παιδιών και ό,τι εβλεπε· του φόβου, δια το μέλλον και το υπερβολικόν πλήθος των βασανιστηρίων. Και όπως η πουλομάνα προστατεύει τα μικρά της8, όταν τα πλησιάζη το φίδι ή κάποιος άλλος εχθρός των, έτσι και αυτή επετούσε γύρω των, φώναζε σαν τρυγόνα, επαρακαλούσε, εσυμμερίζετο τον αγώνα των, χωρίς να παραλείπη τίποτε απ' όσα λέγουν και πράττουν όσοι προετοιμάζουν αθλητάς δια την νίκην.
Άρπαζε τας σταγόνας του αίματος, εδέχετο τα κομμάτια της σαρκός των, επροσκυνούσε τα λείψανά των, τον ένα περιεμάζευε, τον άλλον παρέδιδε, τον άλλον προετοίμαζε. Και έλεγεν εις όλους· Μπράβο, παιδιά μου, μπράβο, υπερασπισταί του νόμου και των γηρατειών μου και της πόλεως που σας εμεγάλωσε και σας έφερεν εις αυτό το σημείον της αρετής. Ολίγη υπομονή ακόμη και ενικήσαμεν. Εκουράσθησαν οι βασανισταί σας, τούτο μονάχα φοβούμαι. Ολίγον ακόμη και θα είμαι μακαρισμένη ανάμεσα εις τας μητέρας, μακαρισμένοι και εσείς ανάμεσα εις τους νέους. Αλλά μήπως ποθείτε την μητέρα σας; Μα δεν θα σας αφήσω. Αυτό σας το υπόσχομαι, δεν θα φανώ εχθρά των παιδιών μου.
9. Επεί δε τελειωθέντας είδεν, και το ασφαλές είχεν εκ της συμπληρώσεως, διάρασα την κεφαλήν μάλα φαιδρώς, ώσπερ τις Ολυμπιονίκης, εν υψηλώ τω φρονήματι, και τας χείρας εκτείνασα, μεγάλη και λαμπρά τη φωνή· Ευχαριστώ σοι, φησί, Πάτερ άγιε, και σοί, παιδευτά νόμε, και σοί πάτερ ημών και προαγωνιστά των τέκνων των σων Ελεάζαρ, ότι τον των εμών ωδίνων καρπόν παρεδέξασθε, και ότι μήτηρ εγενόμην πασών μητέρων ιερωτέρα. Ουδέν υπελιπόμην κόσμω, πάντα Θεώ παραδέδωκα, τον εμόν θησαυρόν, τας εμάς γηροκόμους ελπίδας,
Ως μεγαλοπρεπώς τετίμημαι! ως υπερβαλλόντως γεγηροκόμημαι! Απέχω τα τροφεία, ω παίδες. Είδον υπέρ αρετής αγωνιζομένους υμάς, πάντας στεφανίτας εθεασάμην. Ως ευεργέτας ορώ τους βασανιστάς· μικρού και τω τυράννω χάριτας ομολογώ της τάξεως, ότι με τελευταίαν εταμιεύσατο τοις κινδύνοις· ίνα τον εμόν τόκον πρότερον θεατρίσασα, και καθ έκαστον των παίδων αθλήσασα, ούτως επαπέλθω συν ασφαλεία τελεία τελείοις θύμασιν. Ου σπαράξομαι κόμην, ου διαρήξω χιτώνα, ου ξανώ σάρκας όνυξιν, ουκ εγερώ θρήνον, ου καλέσω τας συνθρηνούσας, ου συγκλείσω εις σκότος, ίνα και αήρ συνθρηνήση μοι, ουκ αναμενώ παρακλήτορας, ουκ άρτον πένθιμον παραθήσομαι. Ταύτα γαρ των αγεννών μητέρων, αι σαρκών μόνον εισί μητέρες, αις οίχονται παίδες άνευ σεμνού τινος διηγήματος.
Εμοί δε ου τεθνήκατε, φίλτατοι παίδων, αλλ εκαρποφορήθητε· ουκ εκλελοίπατε, αλλά μετεληλύθατε· ου κατεξάνθητε, αλλά συνεπάγητε· ου θηρίον ήρπασεν υμάς, ου κύμα επέκλυσεν, ου ληστής διέφθειρεν, ου νόσος διέλυσεν, ου πόλεμος παρανάλωσεν, ουκ άλλο ουδέν ή μικρόν ή μείζον των ανθρωπίνων. Εθρήνησα αν και μάλα σφοδρώς, ει τι τούτων υμίν συνέπεσεν. Εφάνην αν τότε τοις δάκρυσιν, ως νυν τω μη δακρύσαι, φιλότεκνος.
Έτι και ταύτα μικρά. Όντως αν υμάς απεκλαυσάμην, ει κακώς εσώθητε, ει των βασάνων ηττήθητε, ει τινος υμών εκράτησαν, ως ηττήθησαν νυν οι διώκοντες. Τα δε νυν, ευφημία, χαρά, δόξα, χοροστασίαι, φαιδρότητες τοις υπολειφθείσιν. Εγώ γαρ υμίν επισπένδομαι. Μετά Φινεές ταχθησόμεθα, μετά Άννης δοξασθησόμεθα. Πλήν όσον ο μεν εις, υμείς δε τοσούτοι ζηλωταί πορνοκτόνοι, ου σωμάτων πορνείαν, αλλά ψυχών εγκεντήσαντες. Και η μεν, ένα θεόσδοτον, αρτιγενή και τούτον· εγώ δε άνδρας επτά, και τούτους εκόντας Θεώ καθιέρωσα.
Συμπληρούτω μοι και Ιερεμίας τον επιτάφιον, ου θρηνών, αλλ ευφημών τελευτήν οσίαν. Υπέρ χιόνα ελάμψατε, υπέρ γάλα ετυρώθητε, υπέρ λίθον σάπφειρον το σύνταγμα υμών, Θεώ και γεγεννημένων και δεδομένων. Τι έτι; Πρόσθες, ω τύραννε, καμέ τοις παισίν, ει τις και παρ εχθρών χάρις, ίν η σοι σεμνότερον το αγώνισμα. Είθε μεν και δια πασών ήλθον των κολάσεων, ίνα αναμίξω τους εμούς ιχώρας τοις εκείνων ιχώρσι, και ταις σαρξί τας γηραιάς σάρκας. Αγαπώ δια τους παίδας και τα κολαστήρια· ει δε μη τούτο, αλλά την γε κόνιν τη κόνει, και τάφος εις ημάς υποδέξηται. Μη φθονήσης τελευτής ομοτίμου, τοις ομοτίμοις την αρετήν.
Χαίρετε, ω μητέρες, χαίρετε, ω παίδες. Ούτως εκτρέφετε τους εξ υμών προελθόντας· ούτως εκτρέφεσθε. Καλόν υπόδειγμα δεδώκαμεν υμίν· αγωνίζεσθε.
9. Όταν είδεν ότι είχαν πλέον τελειωθή9 και ησφαλίσθη ότι το μαρτύριον όλων είχε συντελεσθή, αφού εσήκωσε το κεφάλι γεμάτη χαρά, σαν κάποιος ολυμπιονίκης με πτερωμένον φρόνημα, και με τα χέρια απλωμένα εις προσευχήν φωνάζει με δυνατήν ολοκάθαρον φωνήν: Σε ευχαριστώ, Πατέρα Άγιε, και εσένα. Νόμε παιδαγωγέ, και εσένα πατέρα μας, Ελεάζαρε, οδηγέ των παιδιών σου εις τον αγώνα. Σας ευχαριστώ που εδέχθητε τον καρπόν των πόνων μου και που έγινα από όλας τας μητέρας πιο σεβαστή. Χωρίς να κρατήσω τίποτε μέσα εις τον κόσμον, τα εδωσα όλα εις τον Θεόν, τον θησαυρόν μου, τας ελπίδας των γηρατειών μου.
Τι μεγαλόπρεπο τιμήν που εκέρδισα, τι γηροκόμησιν υπερβολικήν! Δεν ζητώ τα τροφεία, παιδιά μου· σάς είδα να αγωνίζεσθε δια την αρετήν, σάς είδα όλους στεφανωμένους, βλέπω ως ευεργέτας τους βασανιστάς σας. Ολίγον ακόμη και θα ευχαριστήσω τον τύραννον, που με εκράτησε δια τον κίνδυνον τελευταίαν εις την σειράν. έτσι αφού όπως εις θέατρον επαρουσίασα πρώτα τα παιδιά μου, και αφού μαζί με καθένα από αυτά εμαρτύρησα, θα τα ακολουθήσω, θύματα τέλεια, εις τον θάνατον με τέτοιαν ασφάλειαν. Δεν θα μαδήσω τα μαλλιά μου, δεν θα κομματιάσω τα ρούχα μου, δεν θα ξεσχίσω τας σάρκας μου, δεν θα σηκώσω θρήνον, δεν θα καλέσω γυναίκας δια να θρηνήσουν μαζί μου, δεν θα κλεισθώ εις το σκοτάδι, δια να θρηνήση και ο αέρας μαζί μου, δεν θα περιμένω παρηγορητάς, δεν θα κάμω πένθιμον τραπέζι. Αυτά είναι δια τας αναξίους μητέρας, που είναι μητέρες σωμάτων μονάχα, που τα παιδιά των φεύγουν, χωρίς να αφήσουν ένα θρύλον ηρωισμού.
Δι' εμενα δεν επεθάνατε, πολυαγαπημένα μου, αλλά ήλθε η ώρα του ωριμάσματός σας. Δεν εχάθητε, αλλάξατε κατοικίαν. Δεν σάς εχώρισαν, σάς συνήνωσαν. Δεν σάς άρπαξε θηρίον, δεν σάς κατεπόντισε το κύμα, δεν σάς εσκότωσε ληστής, δεν σάς έλειωσεν η αρρώστια, δεν εγίνατε θύματα του πολέμου, τίποτε άλλο μικρόν ή μεγαλύτερον από όσα συμβαίνουν εις τους ανθρώπους. Θα σάς εθρηνούσα και μάλιστα γοερά, αν σάς ετύχαινε κάτι τέτοιο. Θα εφαίνετο τότε με το κλάμα μου πόσο σάς αγαπούσα, όπως φαίνεται τώρα με το να μη θρηνώ.
Προσθέτω και τούτα τα λόγια. Θα σάς έκλαιγα αληθινά, αν εγλυτώνατε αισχρά, αν σάς ελύγιζαν τα μαρτύριά σας, αν ενικούσε κάποιον από σάς, όπως ενικήθησαν τώρα οι διώκται σας. Τώρα όμως έπαινος, χαρά, δόξα, χοροί, ευθυμία εις όσους έμειναν. Εγώ γίνομαι σπονδή εις τον τάφον σας, θα σταθώ απέναντι στο Φινεές, θα δοξασθώ μαζί με την Άνναν. Εκτός μόνον που αυτός ήτο ένας, ενώ σεις τόσον πολλοί ζηλωταί πορνοκτόνοι, που εσκοτώσατε όχι την σωματικήν πορνείαν, αλλά την ψυχικήν και εκείνη προσέφερε ένα παιδί δωρημένον από τον Θεόν και μάλιστα νεογέννητον, ενώ εγώ αφιέρωσα εις τον Θεόν επτά τελείους άνδρας με την θέλησίν των.
Ας συμπλήρωση τα επιτάφια λόγια μου ο Ιερεμίας όχι δια θρήνους, αλλά με τελικόν Ιερόν ύμνον. «Περισσότερον από το χιόνι ελάμψατε, εδώσατε τυρί καλύτερον από ό,τι το γάλα, περιδέραιον με λίθους πολυτιμότερους από ζαφείρια, εγεννήθητε δια τον Θεόν και εις αυτόν προσεφέρθητε». Τι άλλο απομένει; Πρόσθεσε, τύραννε, και εμένα εις τα παιδιά μου, αν κάμνουν χάριν και οι εχθροί, δια να γίνη επιβλητικώτερον το αγώνισμα που εκήρυξες. Μακάρι να επερνούσα από όλα τα μαρτύρια, δια να αναμείξω το αίμα μου εις το αίμα των, εις τας σάρκας των τα γέρικα κρέατά μου. Προς χάριν των παιδιών μου αγαπώ και τα βασανιστήρια. Και αν όχι τούτο ρίψε τουλάχιστον την σκόνην μου εις την σκόνην των και ας μας δεχθή κοινός τάφος. Μη μάς στέρησης από το κοινόν τέλος, εμάς που είμεθα ίδιοι εις την αρετήν.
Χαρήτε, μητέρες, χαρήτε, παιδιά. Έτσι να μεγαλώνετε τα παιδιά σας, έτσι σάς εμεγαλώναμεν. Ωραίον παράδειγμα σάς εχω δώσει, δια να αγωνισθήτε τον καλόν αγώνα».
10. Ταύτα έλεγε, και προσετίθει τοις παισίν εαυτήν. Τίνα τρόπον; Ως επί νυμφώνα την πυρκαιάν δραμούσα (ταύτην γαρ κατεκρίθ)η, και ουδέ τους άγοντας αναμείνασα, ίνα μηδέ σώμα ψαύσειεν άναγνον αγνού και γενναίου σώματος.
Ούτως απέλαυσε της ιερωσύνης Ελεάζαρ, μυηθείς και μυήσας τα επουράνια, και ου τοις έξωθεν ραντισμοίς τον Ισραήλ αγιάσας, αλλ οικείοις αίμασι, και ποιήσας την τελευτήν τελευταίον μυστήριον· ούτω της νεότητος οι παίδες, ου ταις ηδοναίς δουλεύσαντες, αλλά των παθών κυριεύσαντες, και το σώμα καθαγνίσαντες, και προς την απαθή ζωήν μεταθέμενοι. Ούτως απέλαυσε της πολυτεκνίας η μήτηρ· ούτω και ζώσιν εκαλλωπίσατο, και απελθούσι συνανεπαύσατο· ους εγέννησε κόσμω, Θεώ παραστήσασα, και τας εαυτής ωδίνας τοις άθλοις απαριθμήσασα, και του τόκου την ακολουθίαν τοις θανάτοις γνωρίσασα. Από γαρ του πρώτου των παίδων μέχρι του τελευταίου τα της αθλήσεως, και ώσπερ εν κυμάτων επαναστάσεσιν, άλλος επ άλλω την αρετήν επεδείκνυτο, και εις το πάσχειν ην προθυμότερος, τοις του προειληφότος κινδύνοις στομούμενος· ώστε αγαπάν τον τύραννον, ότι μη πλειόνων εγεγόνει μήτηρ· μάλλον γαρ αν απήλθε κατησχυμμένος, και ηττημένος.
Και τότε πρώτον έγνω, μη πάντα τοις όπλοις ισχύων, οπότε παισίν αόπλοις προσέβαλεν, ενί μόνω, τη ευσεβεία, καθωπλισμένοις, και τω πάντα πάσχειν προθυμοτέροις, ή δραν εκείνος παρεσκευάζετο.
10. Αυτά έλεγε και επρόσθετε τον εαυτόν της εις τα παιδιά. Με ποίον τρόπον; Ώρμησε εις την φωτιάν όπως εις νυφικόν θάλαμον και εις αυτήν κατεδικάσθη. Δεν επερίμενεν αυτούς που θα την ωδηγούσαν, δια να μη εγγίση καν το άναγνον σώμα των το σώμα της το αγνόν και άγιον.
Έτσι εχάρηκε την Ιερωσύνην ο Ελεάζαρος, μυημένος ο ίδιος εμύησε εις τα μυστήρια του ουρανού. Δεν αγίασε τον Ισραήλ με εξωτερικούς ραντισμούς, αλλά με τα ιδικά του αίματα, και τελών τελευταίον μυστήριον, τον θάνατόν του. Έτσι οι νέοι δεν έγιναν δούλοι εις τας ηδονάς της νεότητος, αλλά κύριοι των παθών τους, εκράτησαν αγνόν το σώμα των και έφθασαν εις την απαθή ζωήν. Έτσι εχάρηκε την πολυτεκνίαν της η μητέρα των και ζωντανούς τους εκαμάρωσε και όταν απέθαναν ανεπαύθη μαζί των. Παρέταξε κοντά εις τον Θεόν αυτούς που εγέννησε μέσα εις τον κόσμον, με τα μαρτύρια των εμέτρησε τους πόνους της και εγνώρισε με τους θανάτους των τα επακολουθήματα της γεννήσεως. Διότι η άθλησις επανελήφθη εις όλους από τον πρώτον μέχρι του τελευταίου. Και όπως εις τον σάλον των κυμάτων, ο ένας μετά τον άλλον επαρουσίαζε την αρετήν του και ήτο προθυμότερος να υποφέρη και ενδυνάμωνε με τους κινδύνους του προηγουμένου, ώστε ο τύραννος έμεινεν ικανοποιημένος, που δεν είχε γίνει μητέρα περισσοτέρων παιδιών. Διότι θα ήτο μεγαλύτερα η εντροπή και η ήττα του.
Τότε δια πρώτην φοράν εκατάλαβεν ότι δεν ήτο πανίσχυρος με τα όπλα του, όταν εκτύπησεν άοπλα παιδιά ωπλισμένα μ' ένα όπλον μονάχα, την ευσέβειαν και την προθυμίαν να υπομένουν περισσότερα από ό,τι είχε προετοιμασθή εκείνος να τους χτυπήση.
11. Τούτο της Ιεφθάε θυσίας ασφαλέστερον, και μεγαλοπρεπέστερον. Ου γαρ αναγκαίαν εποίει την επίδοσιν, ώσπερ εκεί, επαγγελίας θερμότης, και νίκης έρως απεγνωσμένης· αλλ εκούσιος ιερουργία, και μισθόν έχουσα μόνα τα ελπιζόμενα. Τούτο των Δανιήλ άθλων ουκ ατιμότερον, παραδοθέντος εις βοράν λέουσι, και τη των χειρών εκτάσει τους θήρας νικήσαντος. Τούτο των εν Ασσυρία νεανίσκων ου δεύτερον, ους άγγελος ανέψυξεν εν πυρί, τον πατρώον νόμον μη καταλύσαντας, μηδέ τροφήν προσιεμένους βέβηλον και ανίερον. Τούτο των ύστερον υπέρ Χριστού θυμάτων, εις φιλοτιμίαν ουκ έλαττον. Οι μεν γαρ, ό και αρχόμενος είπον του λόγου, τω Χριστού κατηκολούθησαν αίματι· και Θεός ην οδηγός των τοιούτων άθλων, τοσαύτην υπέρ ημών ειςενεγκών εισφοράν και ούτω παράδοξον· τοις δε, ου πολλά, ουδέ τοιαύτα τα της αρετής υποδείγματα.
Τούτων την καρτερίαν εθαύμασε μεν η Ιουδαία πάσα, και ως αυτή στεφανωθείσα ηγάλλετο και διανίστατο. Και γαρ ην αγών ούτος, και αγώνων μέγιστος των πώποτε περισχόντων την πόλιν, ή καταλυθήναι τον νόμον κατά την ημέραν εκείνην, ή δοξασθήναι· και ως επί ξυρού τα πράγματα ειστήκει τότε παντί τω των Εβραίων γένει, τα της εκείνων αθλήσεως. Ηγάσθη δε και Αντίοχος, ούτω μεταβαλών εις θαύμα την απειλήν. Ίσασι γαρ θαυμάζειν ανδρών αρετήν και πολέμιοι, όταν, του θυμού λήξαντος, η πράξις εφ εαυτής δοκιμάζηται. Ώστε και απήλθεν άπρακτος, πολλά μεν τον πατέρα Σέλευκον επαινέσας της εις το έθνος τιμής, και της εις το ιερόν μεγαλοψυχίας· πολλά δε Σίμωνα τον επαγαγόντα μεμψάμενος, ως και της απανθρωπίας αίτιον και της αδοξίας.
11. Το κατόρθωμα τούτο είναι θυσία πιο ασφαλισμένη και πιο μεγαλόπρεπη από του Ιεφθάε 10. Δεν έκαμε εδώ την προσφοράν απαραίτητον η θερμότης του ταξίματος και η επιθυμία να κερδηθή μία απελπισμένη μάχη, όπως εκεί. Αλλά μία θεληματική προσφορά θυσίας και που μοναδική αμοιβή της ήτο αγαθαί ελπίδες. Τούτο δεν είναι κατώτερον από τους άθλους του Δανιήλ, που ερρίφθη τροφή των λιονταριών και νίκησε τα θηρία με το άπλωμα των χεριών του μονάχα. Τούτο δεν είναι δεύτερον μετά το αγώνισμα των νέων εις την Ασσυρίαν, που ο Άγγελος τους εδρόσισε μέσα εις την φωτιάν, αφού δεν κατεπάτησαν τον νόμον των πατέρων των, ούτε εδέχθησαν τροφήν βέβηλον και ανίερον. Τούτο δεν είναι από τα κατοπινά χάριν του Χριστού θαύματα μικρότερον εις μεγαλείον. Διότι εκείνα, όπως είπα εις την αρχήν του λόγου μου, ηκολούθησαν τα αιμάτινα ίχνη του Χριστού και ήτο οδηγός των εις τους θαυμαστούς αυτούς άθλους ο Θεός, που έκαμε προς χάριν μας τόσον μεγάλην, τόσον παράδοξον προσφοράν. Αυτοί όμως δεν είχαν πολλά ούτε τέτοιου είδους παραδείγματα.
Ολόκληρη η Ιουδαία εθαύμασε την αντοχήν των και σαν να είχε στεφανωθή η ιδία εχαίρετο και εσκιρτούσε. Διότι ήτο αγών, ο μέγιστος από όσους είχαν τύχει έως τότε εις την πόλιν ή να καταλυθή ο νόμος κατά την ημέραν εκείνην ή να δοξασθή. Και είχε σταθή η τύχη όλου του Ιουδαϊκού έθνους τότε με την άθλησιν εκείνων εις το κρισιμώτερον σημείον. Την γενναιότητα των ανδρών ημπορούν να την θαυμάζουν και οι αντίπαλοί των, όταν κρίνεται η πράξις ανδρείας μόνη της μετά την παύσιν του θυμού. Έτσι εθαύμασε και ο Αντίοχος, που με αυτόν τον τρόπον ήλλαξε σε θαύμα η απειλή. Φεύγει λοιπόν άπρακτος, αφού επαίνεσε πολύ τον πατέρα του Σέλευκον, που είχε τιμήσει το έθνος και είχε δείξει μεγαλοψυχίαν εις τον ναόν και αφού εκατηγόρησε πολύ τον Σίμωνα που τον είχε συμβουλεύσει, διότι έγινεν αίτιος και απανθρωπίαν να δείξη ο βασιλεύς και να εξευτελισθή.
12. Τούτους μιμώμεθα, και ιερείς, και μητέρες, και παίδες· οι μεν, εις την Ελεαζάρου τιμήν του πνευματικού πατρός, και λόγω, και έργω το βέλτιστον παραδείξαντος· αι δε, της γενναίας μητρός, αληθώς φιλότεκνοι φανείσαι, και Χριστώ τους εξ αυτών παραστήσασαι, ίνα και γάμος αγιασθή δια της τοιαύτης θυσίας· οι δε, τους ιερούς αιδούμενοι παίδας, και την νεότητα δαπανώντες, ουκ εν τοις αισχροίς πάθεσιν, αλλ εν τοις κατά των παθών αγωνίσμασι, και προς τον καθ ημέραν Αντίοχον γενναίως ανδριζόμενοι πάσι μέλεσι πολεμούντα, και διαφόρως διώκοντα.
Ποθώ γαρ αθλητάς έχειν, κατά πάντα καιρόν και τρόπον, και γένος άπαν, και ηλικίαν άπασαν, και φανερώς πολεμουμένην, και αφανώς επιβουλευομένην· και βοηθείσθαι μεν τοις παλαιοίς διηγήμασι, βοηθείσθαι δε και τοις νέοις, και πανταχόθεν, ώσπερ αι μέλισσαι, συλλέγειν τα χρησιμώτατα εις ενός κηρίου φιλοτεχνίαν και γλυκασμόν, ίνα και δια Παλαιάς και Νέας ευδοκιμή Θεός εν ημίν, ο εν Υιώ και Πνεύματι δοξαζόμενος, και γινώσκων τους ιδίους, και γινωσκόμενος υπό των ιδίων, ομολογούμενός τε και ομολογών, δοξαζόμενός τε και δοξάζων, εν αυτώ τω Χριστώ, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
12. Αυτούς ας μιμούμεθα και Ιερείς και μητέρες και παιδιά. Οι Ιερείς προς τιμήν του πνευματικού των πατέρα, του Ελεαζάρου, που μας έδειξε το καλύτερον με λόγον και έργον. Αι μητέρες προς τιμήν της γενναίας μητέρας των, να φανούν αληθινά φιλότιμαι, αφού φέρουν κοντά εις τον Χριστόν τους υιούς των, δια να αγιασθή και ο γάμος των από μίαν τέτοιαν θυσίαν. Οι νέοι από σεβασμόν προς τους Αγίους αυτούς νέους, ας δαπανούν την νεότητάν των όχι εις πάθη αισχρά, αλλά εις αγωνίσματα κατά των παθών, παλεύοντες γενναία προς τον καθημερινόν Αντίοχον, που πολεμά κάθε μέλος του σώματος και με διαφόρους τρόπους μάς καταδιώκει.
Ποθώ να έχωμεν αθλητάς εις κάθε στιγμήν και με κάθε τρόπον εις κάθε γένος και κάθε ηλικίαν, που και φανερά να πολεμούνται και κρυφάς επιβουλάς να δέχωνται, να βοηθούνται από τας παλαιάς διηγήσεις, καθώς επίσης και από τας νέας και από παντού, καθώς αι μέλισσαι, να μαζεύουν τα πιο χρήσιμα, δια να φιλοτεχνήσουν μία λαμπάδα με το γλυκύ φως των. Και έτσι με την βοήθειαν της παλαιάς και της Νέας Διαθήκης να κυριαρχή μέσα μας ο Θεός, που δοξάζεται και εις το όνομα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, που γνωρίζει τους ιδικούς του και οι ιδικοί του τον γνωρίζουν και αυτοί, που τον ομολογούμεν αλλά και μάς ομολογεί, που τον δοξάζομεν και μάς δοξάζει εις το όνομα του Χριστού, εις τον οποίον ανήκει η δόξα εις τους αιώνας.
Αμήν.
Σημειώσεις:
1. Δηλ. δεν είναι άξιοι να τιμώνται ως μάρτυρες.
2. «Ετελειώθησαν» δηλαδή ετελείωσαν την ζωήν των και ωλοκληρώθησαν εις την πίστιν.
3. Το βιβλίον τούτο είναι του Ιωσήφ, Περί αυτοκράτορος λογισμού.
4. Β΄ Μακκαβ. VI, 18.
5. Τού Επιφανούς.
6. Ομήρου Ιλιάς Χ, 79. Εκεί κάνει το ίδιο η Εκάβη εις τον Έκτορα δια να τον εμπόδιση να συγκρουσθή με τον Αχιλλέα.
7. Τα πολυάνδρια ήσαν κοινοί τάφοι συνήθως πτωχών και ασήμαντων ανθρώπων· αλλ' εδώ ο Γρηγόριος τα μεταβάλλει εις κοινά προσκυνήματα.
8. Ομήρου Ιλιάς Β΄, 315.
9. Βλέπε Σημ. 2.
10. Κριταί 11,30.
Δημιουργία αρχείου: 11-11-2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου