Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ: «ΑΙΡΕΣΗ Η “ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ”

 

 

 

 – Οἱ μακαρισμοὶ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ πρώτη διδασκαλία Του, δείχνουν τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ διασώζουν ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς νηπτικῆς-ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας».

«Μιὰ κυοφορουμένη αἵρεση στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία»

Τοῦ Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου


β´. Ἡ ἐμπειρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ διατύπωσή της

.       Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μέλη τοῦ ἀναστημένου Σώματός Του καὶ ζοῦν μυστηριακὰ καὶ ἀσκητικά. Δὲν ὑπάρχουν δύο ἢ καὶ περισσότεροι τύποι ἐκκλησιολογίας οὔτε ὁ ἕνας τύπος ἐκκλησιολογίας ὑποχωρεῖ ὑπὸ τὴν πίεση ἑνὸς ἀλλοῦ τύπου ἐκκλησιολογίας, ἀλλὰ μία εἶναι ἡ ἐκκλησιολογία, ὅπως καθορίζεται ἀπὸ τὴν ὅλη ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀλλοίωσαν τὴν «ἀρχέγονη παράδοση», τὴν ὁποία κληρονόμησαν, ἀλλὰ ζοῦν ὀργανικὰ «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις», ἐντάσσονται μέσα στὴν ἑνότητα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων.
.       Ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, διὰ τῶν Πατέρων ποὺ φωτίζονται ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βιώνουν τὴν ἐμπειρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν διατυπώνουν ἀνάλογα μὲ τὶς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς τους. Ἔτσι, διαφυλάσσεται ἡ ἴδια ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς ἀλλάσσουν οἱ ὅροι καὶ οἱ λέξεις, χωρὶς νὰ χάνεται τὸ πνευματικό τους νόημα.
.       Ἔτσι, ἡ λέξη θέωση δὲν ὑπάρχει στὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ δι’ αὐτῆς διατυπώνονται τὰ νοήματα ποὺ ἔχουν ἄλλες λέξεις, ὅπως τελείωση, δοξασμὸς κλπ. Στὴν Ἁγία Γραφὴ δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε τὴν λέξη ὁμοούσιος οὔτε καὶ ἄλλους παρόμοιους ὅρους. Οἱ Πατέρες προσέλαβαν αὐτὴν τὴν ὁρολογία ἀπὸ τὴν φιλοσοφία, ὅπως τὴν χρησιμοποιοῦσαν οἱ αἱρετικοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τὴν ἀποφόρτισαν ἀπὸ τὸ νόημα ποὺ εἶχε καὶ τῆς ἔδωσαν διαφορετικὸ νόημα. Αὐτό, σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη τῶν στοχαστῶν θεολόγων εἶναι ἀλλοίωση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ τῆς ἐκκλησιολογίας;
.       Αὐτὸ ποὺ ἔκαναν οἱ Πατέρες στὸ δόγμα τὸ ἔκαναν καὶ στὶς προϋποθέσεις τοῦ δόγματος, ποὺ εἶναι ἡ ἱερὰ ἡσυχία, ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ἡ ἐσωτερικὴ νοερὰ προσευχή, ἡ θεοπτία κλπ. Ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ κατηγορήσουμε τοὺς Πατέρας ὅτι δῆθεν ἀλλοίωσαν τὴν «ἀρχέγονη θεολογία» στὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐπειδὴ χρησιμοποίησαν τὴν φιλοσοφικὴ ὁρολογία τῆς ἐποχῆς τους, ἔτσι δὲν μποροῦμε νὰ κατηγορήσουμε τοὺς Πατέρας ἐπειδὴ χρησιμοποίησαν μερικοὺς ὅρους ἀπὸ τὴν νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία ἢ ἐπειδὴ δέχθηκαν ἔστω τοὺς ὅρους ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Εὐάγριος ὁ Ποντικὸς καὶ ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος. Δν πρόκειται γι μιὰ διαφορετικ καντίθετη κκλησιολογία, λλ γι τν δια κκλησιολογία, ποία διατυπώνεται μρους ποπέδιδαν καλύτερα τν μπειρία τν ποία ζοσαν οδιοι ς θεούμενοι.
.       Στὴν πραγματικότητα οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποίησαν διαφόρους ὅρους ἀπὸ τὴν φιλοσοφικὴ γλώσσα τῆς ἐποχῆς τους, γιὰ νὰ ἀνατρέψουν τὶς θέσεις τῆς φιλοσοφίας καὶ τὶς ἀπόψεις τῶν αἱρετικῶν, ὅπως θὰ δοῦμε σὲ ἄλλη ἑνότητα. Ὅποιος δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβη τὴν διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν ἀκτίστων ρημάτων καὶ τῶν κτιστῶν ρημάτων καὶ νοημάτων, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβη στὸ ἐλάχιστον τὴν ὀρθόδοξη θεολογία. Ἄλλο εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλο εἶναι ἡ διατύπωση αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας.
.        Οἱ Πατέρες ἔζησαν σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἐπικρατοῦσε ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ χρειάσθηκε νὰ χρησιμοποιήσουν τὴν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς τους γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς ἐξελληνισμένους Χριστιανούς. Ἂν ζοῦσαν στὴν σημερινὴ ἐποχὴ θὰ χρησιμοποιοῦσαν τὴν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς μας γιὰ τὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ θὰ χρησιμοποιοῦσαν τοὺς βιολογικοὺς ὅρους (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης), ὅταν βέβαια δὲν ἀνατρέπεται ἢ ὑπονομεύεται ἡ ὁρολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Πάντως, ρολογία πο χρησιμοποιήθηκε π τος Πατέρας κα καθιερώθηκε στς Οκουμενικς Συνόδους εναι πλέον δεδομένη, εναι μέρος τς Παραδόσεως ναπαλλοτρίωτο, δὲν μπορεῖ κανείς, ἐν ὀνόματι δῆθεν μιᾶς παλαιᾶς ἐκκλησιολογίας, νὰ τὴν ἀνατρέψη καὶ νὰ τὴν ἀπομυθεύση.
.        Οἱ πρῶτες μελέτες τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη στοὺς Ἀποστολικοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ στὸ Εὐχολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, φανερώνουν ὅτι ἡ νηπτικὴ-ἀσκητικὴ παράδοση εἶναι τὸ οὐσιαστικότερο τμῆμα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δείχνει τὶς πραγματικὲς προϋποθέσεις τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων καὶ τῆς ὅλης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

γ. Ἡ νηπτικὴ παράδοση καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ

.        Τὸ νόημα τῆς νηπτικῆς-ἡσυχαστικῆς παραδόσεως περὶ τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως ἀνευρίσκεται μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ –Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη– ὅταν ἑρμηνεύεται μὲ ὀρθόδοξες προϋποθέσεις καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ τὴν ἑρμηνευτική της προτεσταντικῆς θεολογίας.
.        Στὰ κατὰ καιροὺς ἐκδοθέντα βιβλία μου παρέθεσα ἄφθονο ὑλικὸ γιὰ τὸ θέμα αὐτό, ἀλλὰ ἐδῶ θὰ ἀρκεσθῶ σὲ μερικὰ παραδείγματα.
.        Ο μακαρισμο το Χριστο, πο εναι πρώτη διδασκαλία Του, δείχνουν τί κριβς εναι πνευματικ ζω κα διασώζουν λα τ χαρακτηριστικ γνωρίσματα τς νηπτικς-συχαστικς παραδόσεως τς κκλησίας. Σὲ αὐτοὺς γίνεται λόγος γιὰ τὴν πτωχεία τοῦ πνεύματος, ὡς προϋπόθεση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ· γιὰ τὸ κατὰ Θεὸν πένθος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν παράκληση· γιὰ τὴν πραότητα ὡς προϋπόθεση κληρονομήσεως τῆς γῆς· γιὰ τὴν πείνα καὶ τὴν δίψα· γιὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Χριστοῦ ποὺ φέρνει πνευματικὸ χορτασμό· γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη ποὺ ἀποσπᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ· γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, διὰ τῆς ὁποίας βλέπει κανεὶς τὸν Θεό· γιὰ τὴν εἰρηνοποιΐα, γιατί ἔτσι γίνεται κανεὶς υἱὸς τοῦ Θεοῦ· γιὰ τὸν διωγμὸ γιὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ὀνειδισμὸ ἕνεκέν Του, γιατί ἔτσι ἀποκτᾶται ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγαλλίαση καὶ ὁ μισθὸς στοὺς οὐρανοὺς (Ματθ. ε´ 1-13).
.        Μελετώντας κανεὶς προσεκτικά τους μακαρισμοὺς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι στὴν πραγματικότητα συνιστοῦν τὸν ἀληθινὸ ἐκκλησιαστικὸ τρόπο ζωῆς, βλέπει ὅτι προτρέπονται οἱ Χριστιανοὶ νὰ τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ κυρίως παρατηρεῖ ὅτι ὅλα τὰ μεγάλα ἀγαθά, ἡ ὅραση τοῦ Θεοῦ, ἡ μέθεξη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ βίωση τῆς υἱοθεσίας εἶναι προϋπόθεση τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση, τὸ πένθος, ἡ πραότητα, ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὁ διωγμὸς καὶ τὸ μαρτύριο γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ.
.        Στὴν συνέχεια, ἂν μελετήση κανεὶς τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ στὸ ὄρος Θαβὼρ καὶ τὴν μέθεξη τῆς δόξης τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς Μαθητὲς (Ματθ. ιϛ´ , 28 – ιζ´1-8), σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν φανέρωση τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ καὶ τὴν βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς, τότε καταλαβαίνει σὲ τί συνίσταται ἡ πνευματικὴ ζωή.
.        Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος στὶς καθολικές του ἐπιστολὲς ἀναφέρεται σὲ ὅλην αὐτὴν τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ ποὺ πρέπει νὰ ζοῦν οἱ Χριστιανοί: «Ὡς πάντα ἡμῖν τῆς θείας δυνάμεως αὐτοῦ τὰ πρὸς ζωὴν καὶ εὐσέβειαν δεδωρημένης διὰ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ καλέσαντος ἠμᾶς διὰ δόξης καὶ ἀρετῆς, δι᾽ ὧν τὰ τίμια ἡμῖν καὶ μέγιστα ἐπαγγέλματα δεδώρηται, ἵνα διὰ τούτων γένησθε θείας κοινωνοὶ φύσεως ἀποφυγόντες τῆς ἐν κόσμῳ ἐν ἐπιθυμίᾳ φθορᾶς» (Β´ Πέτρ. α´ 3-4).
.        Πρέπει κανεὶς νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν κοσμικὴ νοοτροπία καὶ νὰ φθάση στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Στὴν συνέχεια ἀναφέρεται στὴν πίστη ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ἀρετή, τὴν γνώση, τὴν ἐγκράτεια, τὴν ὑπομονή, τὴν εὐσέβεια, τὴν φιλαδελφία, τὴν ἀγάπη. Μὲ αὐτὰ φθάνει ὁ ἄνθρωπος στὴν ἐπίγνωση τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει αὐτὰ «τυφλός ἐστι, μυωπάζων, λήθην λαβὼν τοῦ καθαρισμοῦ τῶν παλαιῶν αὐτοῦ ἁμαρτιῶν» (Β´ Πέτρ. α´5-9).
.        Προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἀγωνίζωνται γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὸν σκοπό τους· «διὸ μᾶλλον, ἀδελφοί, σπουδάσατε βεβαίαν ὑμῶν τὴν κλῆσιν καὶ ἐκλογὴν ποιεῖσθαι· ταῦτα γὰρ ποιοῦντες οὐ μὴ πταίσητε πότε. οὕτω γὰρ πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμῖν ἡ εἴσοδος εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β´ Πέτρ. α´ 10-11).
.        Προσδιορίζοντας δὲ τί εἶναι αὐτὴ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀναφέρεται στὴν φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στὸ Ὄρος Θαβώρ, ποὺ διακρίνεται σαφέστατα ἀπὸ τὴν φιλοσοφία, ἡ ὁποία εἶναι «σεσοφισμένοι μύθοι»: «οὐ γὰρ σεσοφισμένοις μύθοις ἑξακολουθήσαντες ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τὴν τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καὶ παρουσίαν, ἀλλ᾽ ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος. Λαβὼν γὰρ παρὰ Θεοῦ πατρὸς τιμὴν καὶ δόξαν φωνῆς ἐνεχθείσης αὐτῷ τοιᾶσδε ὑπὸ τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης, οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς ὃν ἐγὼ εὐδόκησα, καὶ ταύτην τὴν φωνὴν ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐξ οὐρανοῦ ἐνεχθεῖσαν, σὺν αὐτῷ ὄντες ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίω. καὶ ἔχομεν βεβαιότερον τὸν προφητικὸν λόγον, ᾧ καλῶς ποιεῖτε προσέχοντες ὡς λύχνῳ φαίνοντι ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ, ἕως οὐ ἡμέρα διαυγάςῃ καὶ φωσφόρος ἀνατείλῃ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν» (Β´ Πέτρ. α´ 5-19).
.        Στὸ ἀποστολικὸ αὐτὸ κείμενο φαίνεται σαφέστατα ποιά εἶναι ἡ κλήση τῶν Χριστιανῶν, τί εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πῶς ἀξιώνεται κανεὶς αὐτῆς τῆς θεωρίας καί, βεβαίως, ὅτι πρόκειται γιὰ ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου δόξης ποὺ διακρίνεται ἀπὸ κάθε φιλοσοφία, πλατωνικὴ καὶ νεοπλατωνική.
.        Ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση φαίνεται στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Α´ Καθολικῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Ἐκεῖ προτρέπονται ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ περιζώσουν τὴν διάνοιά τους, νὰ εἶναι νήφοντες, νὰ ἐλπίσουν τελείως «ἐπὶ τὴν φερομένην ὑμῖν χάριν ἐν ἀποκαλύψει Ἰησοῦ Χριστοῦ», ὡς τέκνα τῆς ὑπακοῆς νὰ μὴ συσχηματίζονται μὲ τὶς ἐπιθυμίες ποὺ εἶχαν κατὰ τὸν χρόνο τῆς ἀγνοίας, πρὶν τὸ Βάπτισμα, ἀλλὰ νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὴν κλήση τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, νὰ γίνουν καὶ αὐτοὶ ἅγιοι, σὲ κάθε ἀναστροφὴ (Α´ Πέτρ. α´ 13-17). Καὶ ἐδῶ ἡ βίωση τῶν μεγάλων ἀγαθῶν προϋποθέτει τὴν συγκέντρωση τῆς διανοίας, τὴν νήψη, τὴν ἐλπίδα τῆς ἀπολαύσεως τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τῆς θεοπτίας, καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο γίνονται ἅγιοι. Ἡ ἁγιότης δὲν εἶναι κάτι δεδομένο ποὺ δίνεται μηχανικὰ καὶ μαγικά, ἀλλὰ προϋποθέτει τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου.
.        Αὐτὰ εἶναι μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀλλὰ ὑπάρχει πληθώρα τέτοιων χωρίων ποὺ δείχνουν ὅλη τὴν προοπτικὴ τῆς καθάρσεως τῆς καρδιᾶς, τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοῦ καὶ τῆς θεοπτίας, ὥστε νὰ μὴν χρειάζεται νὰ προσλάβουν οἱ Πατέρες αὐτὴν τὴν διδασκαλία ἀπὸ τὸν πλατωνισμὸ καὶ τὸν νεοπλατωνισμό. Πλούσιο ὑλικὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ βρῆ στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅπως τὸ ἔκανα σὲ ἕνα κείμενό μου μὲ τίτλο «Ἡ ἡσυχία καὶ ἡ θεοπτία στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου