Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ: «ΑΙΡΕΣΗ Η “ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ”-



”-προσβάλλονται ὕπουλα οἱ προϋποθέσεις τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας. Γράφεται καὶ λέγεται ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν 3ο αἰώνα καὶ μετὰ ἀλλοίωσαν τὴν ἀρχέγονη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση»

  • Ἡ μελέτη αὐτὴ τοῦ Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου πρωτοδημοσιεύθηκε τὴν Τρίτη 12 Ἰουλίου 2011


«Μία κυοφορούμενη αἵρεση στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία»
Τοῦ Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου

[Α´]

.       Ἡ λέξη αἵρεση προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα αἱρέομαι-οῦμαι καὶ δηλώνει τὴν ἐπιλογὴ καὶ προτίμηση μιᾶς ἐπὶ μέρους πλευρᾶς μιᾶς διδασκαλίας ποὺ ἀπολυτοποιεῖται εἰς βάρος τῆς καθολικότητος, τῆς ὅλης ἀληθείας.
.       Ἀπὸ πλευρᾶς Ὀρθοδοξίας αἵρεση εἶναι ἡ ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν καθιερωμένη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διατυπώθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως στὶς Τοπικὲς καὶ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Γιὰ παράδειγμα, ἡ διδασκαλία γιὰ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστὸ διατυπώθηκε στὴν Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώθηκαν «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως» στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου.
.       Ὅταν κάποιος ὑπερτονίζη τὴν θεία φύση εἰς βάρος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, περιπίπτει στὴν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ. Ὅταν κάποιος ἄλλος ὑπερτονίζη τὴν ἀνθρωπίνη φύση εἰς βάρος τῆς θείας φύσεως καὶ κυρίως εἰς βάρος τῆς ἑνότητος τῶν δύο φύσεων, τότε περιπίπτει στὴν αἵρεση τοῦ νεστοριανισμοῦ.
.       Τὸ προηγούμενο δείχνει ὅτι πρέπει νὰ ἀποδεχόμαστε τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας τὰ ὁποία διατυπώθηκαν στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση, δηλαδὴ στὰ κείμενα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων, οἱ τελευταῖοι δὲ τὰ διετύπωσαν στὶς Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, γιατί διαφορετικά, ἀλλοιώνεται ἡ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια τῆς πίστεως, καὶ κυρίως αὐτὴ ἡ ἀλλοίωση γίνεται μὲ στοχασμοὺς καὶ εὐσεβεῖς σκέψεις πάνω σὲ δογματικὲς ἀλήθειες τῆς Ἐκκλησίας.

1. Οἱ δῆθεν δύο τύποι ἐκκλησιολογίας στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία

.         Τὸν τελευταῖο καιρὸ ὑφέρπει καὶ κυοφορεῖται μία αἱρετικὴ διδασκαλία ποὺ ὑπονομεύει ὅλο τὸ οἰκοδόμημα τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας. Δὲν θὰ ἔδινα ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καὶ προσοχή, ἂν δὲν ἔβλεπα ὅτι ατ κακοδοξία διαδίδεται σν λύμη, τν ποία συναντ σ βιβλία κα κείμενα, θεολόγων κα φιλοσοφούντων, σρθρα, σ προφορικς μιλίες ποκούγονται π ραδιοφωνικος σταθμούς. Δὲν κτυπιέται εὐθέως ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλὰ κυρίως προσβάλλονται πουλα ο προϋποθέσεις τς ρθοδόξου θεολογίας. Γράφεται κα λέγεται τι ο Πατέρες τς κκλησίας π τν 3ο αώνα κα μετλλοίωσαν τν ρχέγονη κκλησιαστικ παράδοση.
.       Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία, ὅπως ὑποστηρίζεται, ζοῦσε τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας στὴν θεία Εὐχαριστία, ἡ ὁποία θεία Εὐχαριστία «ἀποτελεῖ εἰκόνα καὶ προληπτικὴ φανέρωση τῆς ἐσχατολογικῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ», ὁπότε ἡ θεία Εὐχαριστία ἐξομοιώνει, κατὰ τὸ δυνατόν, τὶς ἱστορικὲς κατὰ τόπους χριστιανικὲς κοινότητες ὡς «αὐθεντικὴ ἔκφραση τῆς ἐσχατολογικῆς δόξας τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ».
.       Οἱ ἀπόψεις μποροῦν νὰ φαίνονται ὡς εὐλογοφανεῖς, οὐσιαστικὰ ὅμως δημιουργοῦν πρόβλημα, ὅταν δὲν ἐρμηνεύωνται ὀρθόδοξα τὰ περὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας ὡς φανερώσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ τὰ περὶ τῆς μεθέξεως τῆς ἐσχατολογικῆς δόξας τῆς Βασιλείας.
.       Λέγεται αὐτό, γιατί ὅσοι χρησιμοποιοῦν τέτοιες ἐκφράσεις συνήθως γνοον περιφρονον τν διδασκαλία τν Πατέρων τς κκλησίας, διαιτέρως τογίου Γρηγορίου το Παλαμ, γι ττι Βασιλεία το Θεο εναι φανέρωση το Θεος Φωτός, πως γινε στὸ ὄρος τς Μεταμορφώσεως.
.        Ἐπίσης, δν ρμηνεύουν τν δόξα το Θεος τκτιστο Φς κα τν βίωση τς σχατολογικς δόξας ς μέθεξη τοκτίστου Φωτός, κατ τν διάρκεια τς θεοπτίας, πως τζησαν ο τρες Μαθητς στρος τς Μεταμορφώσεως κα οπόστολοι τν μέρα τς Πεντηκοστς, πολαβαν τγιον Πνεμα καὶ γιναν μέλη τοῦ ναστημένου Σώματος το Χριστο. Αὐτὴ ἡ θεοπτία καὶ ἡ μέθεξη τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ βίωση τῆς ἐσχατολογικῆς δόξας τῆς Βασιλείας καὶ κατὰ τὴν θεία Λειτουργία ἀπὸ τοὺς ἀξίους αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας, τοὺς θεουμένους.
.       Ὅμως, ὅσοι χρησιμοποιοῦν τέτοιες ἐκφράσεις, ὅπως Ἐκκλησία, θεία Εὐχαριστία καὶ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὶς ἑρμηνεύουν πολὺ ἐξωτερικά, συναισθηματικὰ ἢ τουλάχιστον μὲ ἕναν ἀφηρημένο στοχαστικὸ θεολογικὸ λόγο. Στν θεία Εχαριστία βιώνουν τν σχατολογικ δόξα τς Βασιλείας σοι φθάνουν στν θεοπτία καὶ χι πλς σοι νομίζουν τι συμμετέχουν σ ατν μηχανικ μ τ πάθη τους κα τς δυναμίες τους.
.       μπειρία τς σχατολογικς δόξας τς Βασιλείας δν γίνεται πλς μ τραῖα μφια κα τς ψαλμωδίες οτε μ τν μετάληψη το Σώματος κα το Αματος το Χριστο, χωρς τς παραίτητες προϋποθέσεις, λλ μ τν μπειρία τς θεώσεως στν θεία Εχαριστία κα κατ τν θεία Κοινωνία. Αὐτὸ δείχνει ἡ ἐμπειρία τῆς δόξας τῆς Βασιλείας ποὺ εἶχε ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, καὶ τὴν περιγράφει στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. Οὐσιαστικὰ περιγράφεται ἡ οὐράνια θεία Λειτουργία.
.       Ἡ ἀνησυχία, ὅμως, καὶ ὁ ἔντονος προβληματισμὸς εἶναι κυρίως στὸ ὅτι ὅσοι ὁμιλοῦν κατὰ τέτοιον ἀφηρημένο, συναισθηματικὸ καὶ στοχαστικὸ τρόπο, φ᾽ νς μν παραθεωρον τς ρθόδοξες προϋποθέσεις μεθέξεως τς «σχατολογικς δόξας», φ᾽ τέρου δ προχωρον κόμη πι πέρα γι ν τς παρερμηνεύσουν.
.      Ἰσχυρίζονται, δηλαδή, τι ατν τν ζω τς πρώτης κκλησίας, ποὺ κφραζόταν ς «σχατολογικ δόξα τς Βασιλείας το Θεο», τν λλοίωσαν οδιοι ογιοι Πατέρες στος μεταγενέστερους αἰῶνες! Δηλαδή, ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἐκφράζεται διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων, τοὺς ὁποίους ἐκείνη τιμᾶ καὶ γεραίρει, καὶ τελικὰ ἀποδέχεται τὴν διδασκαλία τους, δῆθεν ἀλλοίωσε αὐτὴν τὴν «βασικὴ βιβλικὴ καὶ ἀρχέγονη χριστιανικὴ ἐκκλησιολογία καὶ πνευματικότητα».
.       Αὐτὸ ἔγινε, γιατί ἀσκήθησαν, ὅπως ὑποστηρίζουν, «ἔντονες ἰδεολογικὲς πιέσεις τοῦ χριστιανικοῦ γνωστικισμοῦ καὶ κυρίως τοῦ (νεο-) πλατωνισμοῦ», ποὺ ἄρχισαν ἀπὸ τὸν 3ο αἰώνα, ὁπότε ὑπεχώρησε ἡ ἀρχέγονη ἐκκλησιολογία. Στὴν καλύτερη, ὅμως, περίπτωση «συνυπάρχει μὲ μίαν ἄλλην πνευματικότητα (ἀλλὰ καὶ ἐκκλησιολογία)».

.       πομένως, ο Πατέρες συνετέλεσαν στ νποχωρήση ἡ ρχέγονη κκλησιολογία, κα ατ τὸ ποδέχθηκε σιωπηρς ἡ κκλησία, (δηλαδὴ ἡ μία ἐκκλησιολογία στρέφεται ἐναντίον τῆς ἄλλης ἐκκλησιολογίας) ἢ συνυπάρχουν δύο ἐκκλησιολογίες παράλληλα.
.       Ἡ μεταγενέστερη δὲ αὐτὴ «πνευματικότητα» καὶ «ἐκκλησιολογία» «ἔχει τὶς ρίζες της στὴ νέο-πλατωνίζουσα εὐαγριανὴ καὶ τὴ μεσσαλιανίζουσα μακαριανὴ μυστικὴ θεολογία, ἀλλὰ θεμελιώνονται καὶ ἐπιστημονικὰ ἀπὸ τὴν κατηχητικὴ Σχολὴ τῆς Ἀλεξανδρείας».
.       Αὐτὴ δὲ ἡ μεταγενέστερη «ἐκκλησιολογία» χαρακτηρίζεται «ὄχι ἁπλῶς τροπὴ ἀλλὰ ἀνατροπή», τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς πρώτης Ἐκκλησίας!
.            Ὅταν γίνεται λόγος γιὰ «νεο-πλατωνίζουσα εὐαγριανὴ» καὶ «μακαριανὴ μυστικὴ θεολογία», ἐννοοῦνται τὰ ἔργα τοῦ Εὐαγρίου τοῦ Ποντικοῦ καὶ τὰ ἔργα τοῦ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου. Ἐννοεῖται ὅτι τὰ ἔργα αὐτῶν τῶν δύο, στὸ θέμα ὅμως τῆς ἀσκητικῆς καὶ τῆς προσευχῆς, ἐπηρέασαν ὅλην τὴν μεταγενέστερη πατερικὴ παράδοση, ποὺ φθάνει μέχρι τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, καὶ καταγράφεται στὸ γνωστὸ ἔργο «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν», τὴν ὁποία κατήρτισαν οἱ ἅγιοι Μακάριος πρώην Κορίνθου Νοταρᾶς καὶ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἀπὸ διάφορες συλλογὲς ποὺ εἶχαν ἤδη συγκροτηθῆ. Αὐτὴν τὴν συλλογή, μὲ προσθαφαιρέσεις ἔργων, μετέφρασε στὴν ρωσοβλαχικὴ γλῶσσα ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, δημιούργησε μία θαυμαστὴ στροφὴ στὶς χῶρες τοῦ Βορρᾶ καὶ ἀνέδειξε πλῆθος ὁσίων καὶ ἀσκητῶν καὶ τελικὰ ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας.
.       Γι’ ατσοι ποστηρίζουν τν πι πάνω ποψη καταφέρονται σκληρ καὶ ναντίον το βιβλίου τς Φιλοκαλίας τν ερν νηπτικν, τῆς ὁποίας ὁ ὑπότιτλος εἶναι «ἐν ᾗ διὰ τῆς κατὰ τὴν Πράξιν καὶ θεωρίαν Ἠθικῆς Φιλοσοφίας ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καὶ τελειοῦται». Γι’ αὐτὸ τὸ συλλεκτικὸ ἔργο τῶν ἁγίων Νικοδήμου Ἁγιορείτου καὶ Μακαρίου Νοταρᾶ, τοὺς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία συμπεριέλαβε στὸ ἁγιολόγιό της, πράγμα ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι ἡ νηπτικὴ-φιλοκαλικὴ παράδοση ἀναγνωρίζεται ὡς ἡ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας καὶ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, σὲ ἀπαραίτητο συνδυασμὸ βέβαια μὲ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι σημαντική.
.       Ὅσοι ἔχουν τὴν ἄποψη ποὺ παρατέθηκε πιὸ πάνω, χαρακτηρίζουν τν Φιλοκαλία ς «τ μηδενιστικδιέξοδα τοῦ φιλοκαλικοντινεωτερικο προγράμματος τν Νικοδήμου-Μακαρίου».
.       Ἔτσι, λοιπόν, κατὰ τὴν μοντέρνα καὶ προτεσταντίζουσα αὐτὴ ἄποψη, ἡ ἀρχέγονη «ἐκκλησιολογία» ὑπεχώρησε γιὰ νὰ ἔλθη μία ἄλλη «ἐκκλησιολογία» ἢ στὴν καλύτερη περίπτωση λειτουργοῦν παράλληλα οἱ δύο ἐκκλησιολογίες μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
.       Μία τέτοια, ὅμως, ἄποψη δημιουργεῖ σύγχυση στοὺς πιστούς. Καὶ τὸ ἐκπληκτικότερο εἶναι ὅτι ατ σύγχυση, σύμφωνα μ τ λεγόμενα π τος μφισβητίες ατούς, γινε δθεν π τν δια τν κκλησία δι τν Πατέρων της, δηλαδή, κατ’ ατούς, δια κκλησία ατοαναιρεται. Πιστεύω κράδαντα τι ατ προτεσταντίζουσα θεωρία ποτελε πραγματικ αρεση, κα δυναμίτιδα μέσα στ θεμέλια τῆς διας τῆς κκλησίας.
.       Ἑπομένως, σύμφωνα μὲ τὴν θεωρία αὐτὴ ἀπὸ τὸν 3ο αἰώνα καὶ μετὰ περνᾶ μία ἀλλαγὴ στὴν θεολογία καὶ τὴν ἐκκλησιολογία τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ αὐτὸ συνετέλεσαν ὁ Εὐάγριος ὁ Ποντικὸς μὲ τὸν Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο. Ὁ Εὐάγριος χωρίζει τὸν νοῦ ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὴν διάνοια καὶ αὐτὸ θεωρεῖται ὡς ἕνας «θεωρητικὸς μυστικισμός».
.       Ἀντίθετα, ὁ Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ἐπαναφέρει τὸν νοῦ στὴν καρδιά, ὁπότε ἐκφράζεται ἕνας «πνευματικὸς ὑλισμός». Ἔτσι, λοιπόν, ἡ «εὐαγριομαξιμιανὴ προβληματική», «τὸ (νεο) πλατωνικὸ ὑπόβαθρο τῆς εὐαγριανῆς θέσεως» γίνεται «ὑπόβαθρο ἐπίσης τοῦ Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ καὶ τοῦ Γρηγορίου Νύσσης».
.         Ἡ θεολογία τῆς προσευχῆς, ὅπως τὴν διετύπωσε ὁ Εὐάγριος, ἀλλὰ καὶ ὁ Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, «διέσχισε τοὺς αἰῶνες μὲ τὸ κύρος σημαντικῶν προσωπικοτήτων ποὺ τὴν ἐφήρμοσαν, ὅπως ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος, ὁ Φιλόθεος ὁ Σιναΐτης, ὁ Ἰσαὰκ ὁ Σύρος καὶ πλῆθος ἄλλοι, γιὰ νὰ λάβη περίπου δογματικὴ κατοχύρωσι τὸν δεκατέταρτο αἰώνα μὲ τὸν Γρηγόριο τὸν Παλαμὰ καὶ τοὺς ἡσυχαστὲς τοῦ Ἄθω». «Ὁ ψευδο-Διονύσιος παρέλαβε τὸ εὐαγριανὸ σχῆμα: κάθαρσι, φωτισμός, θέωσι» καὶ ἐπηρέασε καὶ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν σχολιαστὴ τοῦ «ψευδοδιονυσίου».
.       Φαίνεται καθαρὰ ὅτι σύμφωνα μὲ τὴν θεωρία αὐτή, οἱ δύο ἐκφράσεις τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, δηλαδὴ ὁ «θεωρητικὸς μυστικισμὸς» τοῦ Εὐαγρίου καὶ ὁ «πνευματικὸς ὑλισμὸς» τοῦ Μακαρίου του Αἰγυπτίου πέρασαν διὰ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ κατέληξαν στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά. Ἔτσι, κατ’ αὐτούς, ὁ ἡσυχασμὸς καὶ ὁ σύγχρονος μοναχισμὸς μορφοποιήθηκε ἀπὸ τὶς δύο αὐτὲς κατευθύνσεις.
.       Ατ νέα θεωρία, πο προσπαθε νὰ νατρέψη τν παραδοσιακὴ σκητικ ζω τς κκλησίας, διατείνεται τι ο βαθμο τς πνευματικς ζως, κάθαρση, φωτισμός, θέωση εναι πίδραση ριγενιστική.
.       Σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη αὐτὴ ὁ Εὐάγριος ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὸν Ὠριγένη καὶ ὅλος αὐτὸς ὁ ἐπηρεασμὸς ἐπέδρασε στοὺς μεταγενεστέρους Πατέρας (Μακάριο Αἰγύπτιο, Καππαδόκες, Μάξιμο Ὁμολογητή, Συμεὼν Νέο Θεολόγο, ἅγιο Γρηγόριο Παλαμὰ κ.α.) καὶ ἔφθασε μέχρι τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη καί, βεβαίως, στοὺς Πατέρας τῆς Φιλοκαλίας.
.       Μερικοὶ φθάνουν στὸ σημεῖο νὰ θεωροῦν ὅτι οἱ θεοπτίες τῶν ἱερῶν ἡσυχαστῶν εἶναι «δαιμονοφαντάσματα», «δαιμονικαὶ φαντασιώσεις», «δαιμονοκίνητοι», «ἀλλοπρόσαλλα», «ἀλλόκοτα», «τραγελαφικά», «ἐκτρωματικὰ» κ.λ.π. καὶ ὅτι ὁ ἱερὸς ἡσυχασμός, ἡ ζωὴ τῶν συγχρόνων ἡσυχαστῶν εἶναι μαγικὲς καταστάσεις καὶ ἐπίδραση τοῦ Ἰνδουϊσμοῦ. Ἄλλοι τὰ περὶ τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας καὶ τῆς ὁράσεως τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς τὰ ἑρμηνεύουν ὡς συναισθηματικὲς καταστάσεις, ἀσθένεια τῶν νεύρων, φαντασιώσεις κλπ..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου