H
ορθόδοξη θεολογία διακρίνεται σε
καταφατική και αποφατική. Στὴ καταφατική
της Αγίας Γραφής , δύναται να προσδιοριστεί
τί είναι Θεός ενώ στὴν αποφατική να
προσδιοριστεί τί δεν είναι Θεός. Έτσι,
μὲ καταφάσεις και αρνήσεις, να προσεγγίσει
ο άνθρωπος τὸ μυστήριό του Θεού.
Ωστόσο
η ενέργεια του καταφάσκω, αποτελεί πράξη
επιβεβαίωσης και αποδοχής της
πραγματικότητας όπως την ορίζει ο
ανθρώπινος κοινός νους. Συμβαίνει το
ίδιο και με την απόφαση; Υπάρχει
συγκατάθεση και συναίνεση του ανθρώπινου
νου ή ενδόμυχα προκύπτει πνεύμα
αποδοκιμασίας;
Η
προσέγγιση ενός όρου όπως η απόφαση,
αποτελεί επιτυχής θεολογική επίτευξη
στην εποχή μας διότι δεν είναι εύκολο
να κατανοήσει και να παραδεχθεί τη
γνωσιολογική σημασία του αποφατισμού.
Η γνώση γι’ αυτόν έχει αποκλειστικά
καταφατικό χαρακτήρα και γι’ αυτό ο
αποφατισμός νοείται ως άρνηση της
γνώσης. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι η
άποψη αυτή γίνεται ανεπιφύλακτα αποδεκτή,
όχι μόνο από τον απλό μέσο άνθρωπο, αλλά
ακόμη και από την επιστήμη. Αν όμως μια
τόσο γνωσιολογική άποψη θα μπορούσε
ενδεχομένως να είναι σωστή και να ισχύει
για την επιστήμη, τη φύση και γενικότερα
για την κτιστή πραγματικότητα, δεν
μπορεί να έχει καμιά ισχύ για την άκτιστη
φύση του Θεού.
Στα
πλαίσια της έρευνας, αντλώντας πολύτιμο
θεολογικό υλικό από συγγραφείς μελετητές
της ορθοδόξου κληρονομιάς, αλλά ιδιαίτερα
από τον Μάξιμο τον Ομολογητή, έναν από
τους σημαντικότερους Θεολόγους και
εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Βυζαντίου,
θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε και να
αναλύσουμε με βάση την ορθόδοξη θεολογική
προσέγγιση, τους όρους «κατάφαση» και
«απόφαση», καθώς και τον ρόλο τους στην
ορθόδοξη χριστιανική θεολογία.
Η
Κατάφαση ως παιδαγωγική εναρκτήρια
οδό, της θεολογίας
Στην
Ορθόδοξη θεολογία υπάρχουν δύο θεολογικοί
δρόμοι προσπέλασης προς το Θείο μυστήριο.
Οι δρόμοι αυτοί οδηγούν ο μεν πρώτος
στην καταφατική ο δε δεύτερος, στην
αποφατική θεολογία. Η πρώτη μορφή της
θεολογίας αποτελεί την αρχική και
παιδαγωγική οδό, και χωρίς αυτή δεν
πρόκειται ποτέ κανείς να φθάσει
"ακινδύνως" στην δεύτερη. Η καταφατική
θεολογία, αποτελεί αρχή και οδηγό. Είναι
κατήχηση. Είναι γνώση της διδασκαλίας
της Εκκλησίας. Είναι κήρυγμα προς τους
ορθοδόξους, ως αρχικό στάδιο πνευματικής
ζωής. Είναι κάλυψη λογική των "δούλων"
και των "μισθωτών." Όσο άσχημο είναι
να μείνει κανείς μόνιμα στην αρχή, άλλο
τόσο, ίσως και περισσότερο επικίνδυνο,
είναι να νομίσει κανείς, ότι η θεογνωσία
αποτελεί νοησιαρχική κατάκτηση, που
προκύπτει χωρίς προσωπική εμπειρία.
Άλλωστε χωρίς παιδαγωγική μέθοδο, είναι
αδύνατο από την Εκκλησία να φτάσει
κανείς υπερβατικά, στην πνευματική
κατάσταση να βλέπει το Θείο και άκτιστο
φώς.
Η
κατάφαση, ως φυσική ανάγκη για την
ερμηνεία της δημιουργίας
Ενδείξεις
περί της υπάρξεως του Θεού, εκτός της
ορθοδόξου θεολογικής προσέγγισης,
υπήρχαν ανέκαθεν στα πλαίσια της
κοσμολογίας, η οποία ως αφετηρία έχει
την υπόσταση γενικά του κόσμου ως
δημιουργήματος, καθώς και την σκόπιμη
συγκρότησή του. Η παρατήρηση των γεγονότων
που συμβαίνουν στο σύμπαν, έχει πείσει
ότι τίποτε τυχαίο και αναίτιο δεν υπάρχει
στη γένεση και τη ζωή των όντων. Κάθε τι
που υπάρχει, κάθε ζωντανό ον, είναι
αποτέλεσμα μιας άλλης αρχής, η οποία το
γέννησε και το παρήγαγε. Η όλη παραπάνω
τέλεια συγκρότηση, συνηγορεί καταφατικά
στο ενδεχόμενο της συμμετοχής, μιας
ανώτερης δύναμης στο έντεχνο συντονισμό
της «θείας καταφατικής διοικήσεως» του
σύμπαντος. Για τον παραπάνω λόγο και
πριν καν ο ανθρώπινος νους κατανοήσει
χαρισματικά την βιβλική δημιουργία της
πλάσης, έχει τις τέλειες καταφατικές,
κοσμολογικές ενδείξεις, ότι ένα υπερτέλειο
θείο ον, με αγαθότητα, δικαιοσύνη,
αγιότητα και αγάπη δημιούργησε κάτι το
πολύ ανώτερο, δημιούργησε τα πάντα. Στη
σκέψη του αυτή, ο άνθρωπος για πρώτη
φορά συναντά, την κατάφαση στη θεολογία.
Ο
όρος κατάφαση, στην αναζήτηση του Θεού
Στα
πλαίσια της οντολογικής αναζήτησης του
Θεού, ως εσωτερική ανάγκη και επιθυμία,
ο θεολόγος, δύναται να Του αποδώσει
πολλές ονομασίες τις λεγόμενες θεωνυμίες.
Οι θεωνυμίες προέρχονται κατά βάση από
την αρχική θεολογική εμπειρία και λόγω
της συνειρμικής νοητικής αδυναμίας της
αντίληψης του άυλου και υπερβατικού
Θεού, αιτιωδώς, ο Θεός παρουσιάζεται με
συμβολικές παραστάσεις ακόμα και με
χέρια και πόδια. Ο συμβολικός αυτός
τρόπος, που προέρχεται από την εμπειρία
της ζωής του Χριστιανού, εκ των πραγμάτων
και λόγω της ενδοκοσμικότητας του
ανθρώπου, έχει προτεραιότητα στη ζωή,
«εκ φύσεως». Ότι χειροπιαστό κατέχει
και αισθάνεται, μπορεί να το αποδείξει,
άρα και να το κατανοήσει.
Αποδέχεται
λοιπόν ο άνθρωπος την καταφατική
θεολογική σκέψη, πρωταρχικά ενστικτωδώς,
μελετώντας το Θεό ως οντότητα.
Η
καταφατική προσιτή φύση του Θεού
Η
καταφατική θεολογία, στηρίζεται σε
καταφατικούς περί Θεού ορισμούς,
σημαντικότερος των οποίων είναι η
απόλυτη ιδέα του όντος. «Εγώ ειμί ο ών».
Έτσι αποκαλύπτεται ο Θεός της Παλαιάς
Διαθήκης στον Μωυσή, δίνοντας την πρώτη
Του, οντολογική υπόσταση. Συνεπώς η
κατάφαση στο «θεολογείν» λαμβάνει «θείο
εναρκτήριο λάκτισμα» Η θεμελίωση της
στη συνέχεια, γίνεται από τον ίδιο το
Χριστό, κατά το μυστήριο της θείας
ευχαριστίας, την ανάμνηση του μυστικού
δείπνου με τους μαθητές του. Η θέληση
του θεανθρώπου να εισάγει στην τελευταία
του συνάντηση με τους συνεχιστές του
Χριστιανισμού, Αποστόλους μαθητές Του,
την υλική, κοσμική, περιγραφική, συμποσιακή
συνάθροιση, δίνει την εξ αρχής διαπίστευση
στην καταφατική προσέγγιση της μετέπειτα
χριστιανικής λατρείας.
Ο
όρος της αποφατικής θεολογίας
Η
αποφατική θεολογία αποτελεί, την ανώτερη
ορθόδοξη θεολογία. Είναι η ταπείνωση
της σκέψης μπρος στην απεραντοσύνη του
μυστηρίου του Θεού. Είναι η άρνηση να
εξαντλήσει κανείς σε σκέψεις και νοήματα
την γνώση του Θεού, ο οποίος υπερβαίνει
κάθε σκέψη και κάθε νόημα. Αρχίζει όταν
«καταλάβει ο άνθρωπος ότι δεν πρέπει
να θεωρεί ως "κάτι" το μυαλό του,
ούτε να καμαρώνει γι' αυτό. Είναι ο λόγος
του Σιλουανού, ότι ο Θεός και βλεπόμενος
παραμένει μυστήριο.
H
αποφατική θεολογία κατά την ερμηνεία
της, θεωρήθηκε ως φιλοσοφία επηρεασμένη
από την αρχαιοελληνική πλατωνική
θεώρηση. Αναμφίβολα υπάρχουν κάποιες
εξόφθαλμες ομοιότητες, που αφορούν στην
ορολογία μεταξύ του Πλάτωνα (ή και των
Νεοπλατωνικών ακόμα) και των Πατέρων
της Εκκλησίας. Κάνοντας όμως μια βαθύτερη
διερεύνηση, εντοπίζουμε ότι υπάρχει,
μία ουσιαστική διαφορά, μεταξύ της
ορθόδοξης αποφατικής θεολογίας και της
ελληνικής αντίληψης περί του Θεού.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, φτάνουμε στη
γνώση του Θεού μέσω της προγενέστερης
θεώρησης «της ψυχής», ιδιαίτερα καθ’
όσον αυτή γεννά κάτι και μεταφέρει «μια
διαρκή ροή του είναι» και στη συνέχεια
μέσω της θεώρησης «της τάξης, η οποία
υπάρχει στην κίνηση των άστρων», δηλαδή
«ο λόγος, ο οποίος ταξινόμησε το σύμπαν»
Η γνώση του Θεού κατά τον Πλάτωνα, γίνεται
μέσα από την έκσταση, η οποία είναι μία
εμπειρία, που για τους Πατέρες της
Εκκλησίας είναι δαιμονική. Κατά την
έκσταση εξέρχεται το λογιστικό του
ανθρώπου από το χώρο και τον χρόνο, καθώς
και από την διαδοχική σκέψη και ενώνεται
με το αμετάβλητο. Μέσα σ’ αυτή την
διαδικασία το σώμα , είναι κάτι το κακό
ή το αρνητικό, για τον λόγο αυτό δεν
συμμετέχει στην εμπειρία της εύρεσης
του Θεού.
Η
όλη «αποφατική Θεολογία» του Πλάτωνα
αφορά τελικά, στην αφαίρεση από την
ανθρώπινη σκέψη όλων των ελαττωμάτων
της περιορισμένης ανθρώπινης σκέψεως.
Είναι εμφανής, η προσπάθεια να απαλλαγεί
ο άνθρωπος, όχι από τα κτιστά, αλλά από
τα μεταβλητά. Και αυτό διότι για τον
Πλάτωνα, δεν υπάρχει η δημιουργία εκ
του μηδενός και άκτιστος ύπαρξη δεν
υπάρχει διάκριση δηλαδή μεταξύ κτιστού
και ακτίστου. Ενώ το βασικό δόγμα, της
Χριστιανικής θεολογίας είναι η σαφής
διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου,
καθώς και το ότι μεταξύ κτιστού και
ακτίστου δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα.
Διάκριση
καταφατικής - αποφατικής οδού, από την
σχολαστική θεολογία
Ότι
φαίνεται όμοιο, ή μοιάζει με όμοιο, κατά
κανόνα αν δεν διέπεται από τις ίδιες
δογματικές αρχές, φέρει πηγαία και
ουσιαστική διαφορετικότητα. Στην μακρά
διαφορετική πορεία του ορθοδόξου
δόγματος από την δυτική μεθοδολογία
και λόγω της ομόηχης προσέγγισης, υπάρχει
η σύγχυση σε ορθόδοξα εγχειρίδια
δογματικής κατόπιν απλούστευσης, ότι
η κατάφαση και η απόφαση αποτελούν αν
όχι ταυτόσημες, ανάλογες έννοιες και
μέθοδοι, με την δυτική διαλεκτική και
προβληματική της θετικής και αρνητικής
θεολογίας των σχολαστικών.
Η
δυτική μεθοδολογία των σχολαστικών,
στηρίζεται κατά βάση, στην ενιαία
διαλεκτική, ανεξάρτητα τα γνωρίσματα,
τις έννοιες και τα ονόματα που
χρησιμοποιούνται ως περιβολή. Η όλη
λογική αναζήτηση και ανάλυση που
χρησιμοποιείται κατά την μεθοδολογία
αυτή, οδηγεί πρωτίστως στην θετική οδό,
(via affirmationis), όπου κατά την «σύλληψη» του
θείου, του αποδίδονται γνωρίσματα και
ονόματα. Το περιεχόμενο των ονομάτων
που αποδίδονται στο Θεό, αποτελεί
υποσύνολο της κτιστής πραγματικότητας.
Στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη οδός,
η αρνητική (via negationis), όπου πλέον ο Θεός
παρουσιάζεται ως άυλος και αιώνιος.
Είναι αντιληπτό στην παραπάνω θεώρηση,
ότι απουσιάζει η εμπειρία των ορθοδόξων
από την οποία πηγάζει η καταφατική
ορθόδοξη θεολογία, καθώς επίσης δεν
γίνεται, καμία συσχέτιση των ορισμών
τις αρνητικής θεολογίας, με την φωτοφάνεια,
την θέα του Θεού, το θείο και άκτιστο
φώς των ορθοδόξων. Απεναντίας στην όλη
θεώρηση της δυτικής μεθοδολογίας,
γίνεται αντιληπτή μια διαλεκτική και
νοητική πορεία που με λογικές ερμηνείες
και ονοματισμούς, διαμέσου της κτιστής
πραγματικότητας, χωρίς Θεοφάνεια γίνεται
η αναζήτηση της ύπαρξης του Θεού.
Στη
θεολογία των Σχολαστικών θεολόγων είναι
σαφές, ότι με την θετική οδό, αποδίδονται
ονόματα στο Θεό, αλλά και με την αρνητική,
στερητική οδό, αφαιρούμε αυτά τα ονόματα
από το Θεό, όχι για να μη τα αποδώσουμε
σε Αυτόν , αλλά για να καθαρίσουμε τα
ονόματα αυτά από όλα τα ελαττώματά τους.
Κάτι τέτοιο όμως δεν γίνεται στης
ορθόδοξη καταφατική και αποφατική
θεολογία όπου, η μέθοδος αποδόσεως
ονομάτων στο Θεό είναι απλή. Δηλαδή
αποδίδονται ονόματα και αφαιρούνται
ονόματα, χωρίς να γίνονται αποδεκτοί,
κανόνες της λογικής, γιατί οι κανόνες
της λογικής ισχύουν, μόνο για τα κτίσματα
του Θεού. Για το Θεό δεν ισχύουν κανόνες
της λογικής ή της φιλοσοφίας. Κανένα
φιλοσοφικό σύστημα δεν μπορεί να
εφαρμοσθεί στο Θεό, καθώς και κανένα
σύστημα λογικής. Μεταξύ κτιστού και
ακτίστου δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα.
Αυτά, που ισχύουν για τα κτιστά, δεν
ισχύουν για την άκτιστη πραγματικότητα,
που είναι ο Θεός. Δεν υπάρχουν κανόνες
των κτισμάτων, που να εφαρμόζονται στα
άκτιστα .
Η
κατάφαση και η απόφαση στην ορθόδοξη
θεολογία δεν προέρχονται από φιλοσοφικό
στοχασμό. Ο στοχασμός απαγορεύεται στον
ορθόδοξο θεολόγο της Εκκλησίας, όταν
πρόκειται να θεολογήσει. Γι’ αυτό, ο
μόνος συνετός τρόπος του να μελετά
κανείς την Αγία Γραφή δεν είναι ο
στοχασμός, αλλά η προσευχή. Ποια όμως
προσευχή; Η νοερά προσευχή. Διότι, όταν
έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και επισκέπτεται
τον άνθρωπο και προσεύχεται μέσα στην
καρδιά του ανθρώπου, τότε ο άνθρωπος
φωτίζεται και γίνεται ικανός να κατανοεί
ορθά τα νοήματα της Παλαιάς και Καινής
Διαθήκης και να οδηγηθεί από φωτισμένος,
που είναι, στην θέωση.
Η
καταφατική και αποφατική οδός, ως
αναπόσπαστη και ενιαία μέθοδος
Μεταξύ
της καταφατικής και της αποφατικής
θεολογίας φαίνεται να υπάρχει μια
διαλεκτική αντίθεση, ωστόσο για την
ορθόδοξη πατερική παράδοση καμιά
αντίθεση δεν είναι νοητή μεταξύ τους.
Απεναντίας, ανάμεσά τους υπάρχει μια
άρρηκτη και λειτουργική ενότητα και
σχέση. Τόσο η καταφατική όσο και η
αποφατική θεολογία , δεν αποτελούν
καρπούς νοησιαρχικού στοχασμού, αλλά
θεμελιώνονται εξολοκλήρου στη θεία
αποκάλυψη και στην εμπειρία. Είναι
άρρηκτα συνδεδεμένες, με την ορθόδοξη
παράδοση και εξετάζονται από κοινού,
ως κοινή θεολογική σκέψη και ζωή. Ο
θεολόγος δεν δύναται ούτε να εξετάσει
την κάθε μια ξεχωριστά, αλλά ούτε και
να χρησιμοποιεί την κατάφαση ανεξάρτητα
από την απόφαση. Μια τέτοια θεώρηση,
πέραν ότι τον απομακρύνει από την
ορθόδοξη παράδοση, όπου η γνωσιολογία
με την οντολογία συνυπάρχουν και
αλληλοσυμπληρώνονται, εγκυμονεί
θεσμικούς και δογματικούς κινδύνους.
Η πρώτη και κύρια μορφή κινδύνου που
γεννά η διαφορετική μελέτη της κατάφασης
από την απόφαση, αφορά στην προσπάθεια
εντοπισμού και καταγραφής των ιδιοτήτων
του Θεού ως ανεξάρτητη προσέγγιση. Άμεσα
ο διενεργών τη μελέτη, παγιδεύεται στις
γνωσιολογικές προσεγγίσεις του θείου
και αναζητά, σ αυτόν φυσικές ιδιότητες.
Τότε ο Θεός δύναται να μεταβληθεί σε
φυσικό ή μαθηματικό μέγεθος, που αιτιωδώς
θα ερμηνεύεται αποκλειστικά με ποσότητες
και αξιώματα καθώς και με ενδοκοσμικές
παραδοχές κτισιολογίας.
Στην
αντί πέρα όχθη, της επικινδυνότητας,
παρουσιάζεται η αποσύνδεση και απομάκρυνση
της αισθητής και νοητής ύπαρξης του
θείου, επικρατώντας ένας άκρατος
αποφατισμός. Η αυτή και ανέκφραστη
μορφή, προσδίδει στο Θεό, μια ελλιπή
αναγνωσιμότητα, κυρίως στα πρώτα στάδια
του «θεολογείν» όπου τα ανθρώπινα
δεδομένα δεν θα περιέχουν την εμπειρία
των ορθοδόξων και θα είναι αδύνατο να
ανταποκριθούν. Οι έννοιες της αγάπης,
του θείου έρωτα, της προσκόλλησης και
εμμονής στον επιδιωκόμενο θείο σκοπό
που οδηγεί στη θεοπτία, απομακρύνονται
λόγω της αδυναμίας διείσδυσης στα όρια
του επιστητού. Η γνώση διασπά το
χαλινωτήριο λίκνο με την πράξη, η εμπειρία
καταλαμβάνεται από νοητική ανυπαρξία
με αποτέλεσμα η διαπροσωπική σχέση του
ανθρώπου με το Θεό να ασθενεί.
Η
έννοια της καταφατικής και της αποφατικής
θεολογίας
Η
έννοια του Θεού στη σχέση του με τον
κόσμο ή ακόμη και στις εμπειρίες που
έχουν με Αυτόν, είναι ο καταφατικός και
αποφατικός τρόπος, με τον οποίο τις
περιγράφουν. Η διάκριση μεταξύ ακτίστου
Θεού και κτιστού κόσμου δεν αποτελεί
απλώς και μόνο μια οντολογική διάκριση,
την οποία μπορεί ο θεολόγος να αποδεχθεί,
χωρίς να συνειδητοποιήσει τις άμεσες
και βαθύτερες γνωσιολογικές συνέπειες
και προεκτάσεις της. Ωστόσο ο άκτιστος
Θεός σχετίζεται με τον κτιστό κόσμο
διαμέσου των ενεργειών του .Έτσι γίνεται
γνωστός από αυτές τις ενέργειες κατά
την εκδήλωσή τους στην κτίση και στην
ιστορία. Άλλα κατά την ουσία του, τη φύση
και τον τρόπο των ενεργειών του, καθώς
και τον τρόπο της υπάρξεώς του ως Αγία
και ομοούσια Τριάδα, παραμένει τελείως
υπερβατικός και απρόσιτος. Παραμένει
λοιπόν γνωστός και άγνωστος. Αυτές οι
δύο διαφορετικές όψεις του Θεού αποτέλεσαν
τη βάση, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε
η θεολογία με τις δυο διαφορετικές και
φαινομενικά αντίθετες οδούς, της
κατάφασης και την απόφασης.
Το
δογματικό πλαίσιο της αποφατικής και
καταφατικής Θεολογίας
Έχοντας
υπόψη του ο θεολόγος, ότι ο Θεός υπερβαίνει
κάθε τελειότητα, αναλαμβάνει να του
αποδώσει, εκείνα τα χαρακτηριστικά
γνωρίσματα, σύμφωνα με τα οποία παρόλη
την αγνωσία Του, θα αναγνωρίζεται (μορφή
αναγνώρισης), ως το ύψιστο αγαθό. Η
παραπάνω θεολογική προσέγγιση είναι
φανερό ότι αποτελεί, όχι μόνο δυσβάσταχτη
ευθύνη, αλλά επίπονο και δύσκολο έργο,
δεδομένου ότι οι πηγές αποκάλυψης και
περιγραφής Του θείου πλάσματος,όχι μόνο
είναι αδύνατο να τις χωρέσει ανθρώπινος
νους, αλλά ελλοχεύουν θεολογικά ατοπήματα
όταν παρερμηνευτούν τα της θείας
Αποκαλύψεως και Αγίας Γραφής. Για τον
λόγο αυτό η διατύπωση των θείων ονομάτων
είτε αυτά αφορούν στο τι είναι ο Θεός
(καταφατική όψη), είτε αφορούν στο τι
δεν είναι (αποφατική όψη), προκύπτουν
από την αποστολική παράδοση, από
θεοφώτιστους ανθρώπους, όπου η θεία
χάρη τους έχει κυριεύσει.
Αν
ο θεολόγος με λογικές συνειρμικές
ερμηνείες προσπαθήσει να αποδώσει τα
«του Θεού» γνωρίσματα, κινδυνεύει να
καταληφθεί από την θεωρεία των δυτικών
σχολαστικών. Αν πάλι εκ παραδρομής
αγνοήσει την καταφατική όψη του Θεού
και απομονωθεί προς τον αποφατισμό,
οδεύει προς την πλάνη και την υπερβολή.
Η γνώση του Θεού, έχει αποφατικό και
καταφατικό χαρακτήρα, και είναι τόση,
όση εκείνος έχει επιτρέψει.
--------------------------
Βιβλιογραφία
-
Ματσούκα, Ν. Δογματικὴ καὶ συμβολικὴ
θεολογία, Α΄ (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις
Π. Πουρναρᾶς, 1988) 203-210.
-
Μεταλληνός, Γεώργιος Δ., Σχέσεις καὶ
αντιθέσεις . Ανατολή καὶ Δύση στὴν
πορεία τοῦ Νέου Ελληνισμού,( Αθήνα,
Εκδόσεις Ακρίτας, 1998)
-
Στανιλοάε Δημήτριος, Εισαγωγή στη
«Μυσταγωγία» τοῦ Αγ. Μάξιμου του
Ομολογητού, Μετάφ. Ιγνάτιος Σακαλής
(Αθήνα, Εκδόσεις Αποστολικὴ Διακονία,
1997)
-
Ρηγόπουλος Γ.Χ, Ιησούς Χριστός ο
«Παράκλητος», Δελτίο Βιβλικών μελετών
57,τομ 1ος τεύχος 1ο ( Αθήνα εκδόσεις « ο
άρτος της ζωής» 1971)
-
Runciman St., Η Μεγάλη εκκλησία εν Αιχμαλωσία,
μτφρ. Ν. Παπαρρόδου,(Αθήνα Εκδόσεις
Μπεργαδή, 2000)
-
Τρεμπέλα, Π. Μυστικισμός-Ἀποφατισμός-Καταφατικὴ
Θεολογία : Μάξιμος ὁ Ὀμολογητής,
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις
Σωτήρ, 1980)
-
Φλορόφσκυ Γεώργιος, Βυζαντινοί πατέρες
5ου αιώνα,( Θεσσαλονίκη Εκδόσεις Πουρνάρα
1992)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου