Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Περί Θείων Ονομάτων - (Κεφάλαιο 9)

Για το μεγάλο και το μικρό, την ταυτότητα και την ετερότητα, το όμοιο και το ανόμοιο, τη στάση, την κίνηση και την ισότητα.
 

1. Επειδή τώρα και τα ονόματα μέγας και μικρός αποδίδονται στον αίτιο των πάντων, καθώς και η ταυτότητα και η ετερότητα, η ομοιότητα και η ανομοιότητα, η στάση και η κίνηση, εμπρός ας εξετάσουμε και απ' αυτά τα θεωνυμικά εγκαλλωπίσματα όσα είναι φανερά σε μας.

Ο Θεός λοιπόν υμνείται στις Γραφές με το όνομα «μέγας» και ως αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγαλοσύνη, αλλά και ως αύρα λεπτή, που υποδηλώνει τη θεία μικρότητα. Χαρακτηρίζεται και ως «ένας και ο αυτός», όταν λέει η Γραφή «Εσύ όμως είσαι ο ίδιος», και ως «έτερος», όταν πάλι από τις ίδιες Γραφές παρουσιάζεται ότι έχει πολλά σχήματα και πολλές μορφές.

Χαρακτηρίζεται επίσης όμοιος, επειδή δίνει υπόσταση σε όντα όμοια με αυτόν και στην ομοιότητά τους, αλλά και ανόμοιος από όλα αυτά, επειδή δεν υπάρχει κανένα ον που να είναι όμοιό του.

Χαρακτηρίζεται ακόμα ως αυτός που στέκεται, που είναι ακίνητος, που κάθεται στον αιώνα, αλλά και αυτός που κινείται, επειδή πορεύεται προς όλα τα όντα. Αυτές και πολλές άλλες θείες ονομασίες, ισοδύναμες μ' αυτές, δίνονται από τις Γραφές στο Θεό.


2. Ονομάζεται λοιπόν ο Θεός «μέγας», σύμφωνα με τη δική του εξαίρετη μεγαλοσύνη, η οποία μεταδίδει μέρος του εαυτού του σε όλα τα πράγματα που είναι μεγάλα. Αυτή διαχέεται και εκτείνεται έξω και υπεράνω κάθε μεγέθους, περιέχει κάθε τόπο, υπερβάλλει κάθε αριθμό, υπερβαίνει κάθε έννοια του απείρου και κατά την απόλυτη πληρότητά του και μεγαλουργία αλλά και κατά τις πηγαίες δωρεές του, αφού αυτές, αν και λαμβάνονται από όλα τα όντα με μια γενναιόδωρη διάχυση, είναι παντελώς αμείωτες και έχουν την ίδια απόλυτη πληρότητα και δεν ελαττώνονται με τις μεθέξεις, αλλά μάλλον υπερχειλίζουν περισσότερο.

Η μεγαλοσύνη αυτή είναι χωρίς πέρας, ποσό και αριθμό· αυτή είναι η υπεροχή που εκδηλώνεται κατά την απόλυτη και υπερεκτεταμένη διάχυση της απεριόριστης μεγαλειότητας.


3. Το μικρός, δηλαδή λεπτός, λέγεται για τον Θεό, επειδή είναι απαλλαγμένος από κάθε όγκο και διάστημα και διέρχεται ακώλυτα διαμέσου των πάντων. Και βέβαια το μικρός είναι επίσης αιτία θεμελιώδης για τα πάντα, γιατί δεν πρόκειται να βρεις κανένα μέρος του σύμπαντος που να μη μετέχει στην ιδέα του μικρού.

Έτσι, λοιπόν, πρέπει να εκλάβουμε το μικρός για τον Θεό: προχωρεί και ενεργεί ανεμπόδιστα στα πάντα και διαμέσου των πάντων και «εισχωρεί μέχρι το σημείο διαχωρισμού ψυχής και πνεύματος, στις αρθρώσεις και τους μυελούς και στις αφανείς σκέφεις της καρδιάς» ή μάλλον των όντων όλων.

Γιατί δεν υπάρχει «κτίση αφανής ενώπιον του Θεού». Αυτό λοιπόν το μικρό στερείται ποσότητας και ποιότητας και είναι απεριόριστο, άπειρο και αόριστο· ενώ περιλαμβάνει τα πάντα, το ίδιο δεν περιλαμβάνεται πουθενά.


4. Η ταυτότητα, τώρα, αποδίδεται στον Θεό, γιατί είναι κατά τρόπο υπερούσιο αΐδιος και αμετάβλητος, παραμένει στον εαυτό του διατηρώντας πάντοτε την ίδια απαράλλαχτη κατάσταση και είναι σε όλα κατά τον ίδιο τρόπο παρών.

Είναι εδραιωμένος αυτός καθ' εαυτόν στον εαυτό του κατά τρόπο σταθερό και άχραντο στα κάλλιστα πέρατα της υπερούσιας ταυτότητας. Είναι αμετάβλητος, αμετακίνητος, ακλόνητος, αναλλοίωτος, αμιγής, άυλος, απλούστατος, αυτάρκης, αναύξητος, αμείωτος.

Είναι αγένητος, όχι γιατί δεν έχει γίνει ακόμα ή δεν έχει τελειοποιηθεί, ούτε γιατί δεν έχει γίνει από τον ένα ή δεν έχει γίνει το άλλο ούτε γιατί δεν υπάρχει ποτέ με κανένα τρόπο, αλλά γιατί βέβαια είναι υπεράνω των πάντων και απολύτως αγένητος και υπάρχει πάντοτε και είναι αφ' εαυτού τέλειος και είναι ο ίδιος με τον εαυτό του και καθορίζεται από τον εαυτό του μέσα στην μοναδικότητα και ταυτότητά του.

Επιλάμπει την ταυτότητα από τον εαυτό του σε όλα τα όντα που είναι ικανά να μετέχουν σ' αυτήν και συντάσσει μεταξύ τους τα διαφορετικά. Είναι πλεόνασμα και αιτία ταυτότητας, εμπεριέχοντας εκ των προτέρων στον εαυτό του τα αντίθετα κάτω από τη μορφή της ταυτότητας, σύμφωνα με τη μια και ενιαία υπερέχουσα αιτία της όλης ταυτότητας.


5. Την ετερότητα την αποδίδουμε στον Θεό, επειδή είναι μέσω της πρόνοιάς του παρών σε όλα τα όντα και γίνεται τα πάντα μέσα στα πάντα για τη σωτηρία των πάντων, ενώ ταυτόχρονα παραμένει στον εαυτό του, χωρίς να εξέρχεται από τη δική του ταυτότητα, διατελώντας σταθερά σε μία και ακατάπαυστη ενέργεια· έτσι με μια σταθερή δύναμη παρέχει τον εαυτό του για τη θέωση όσων έχουν στραφεί σ' αυτόν.

Γι' αυτό η ετερότητα των ποικίλων σχημάτων του Θεού, που προκύπτει μέσα από τις πολύμορφες οράσεις του, πρέπει να εκληφθεί ότι σημαίνει πράγματα διαφορετικά από ό,τι δείχνουν τα φαινόμενα.

Αν, για παράδειγμα, ο λόγος διέπλαθε την ψυχή με μορφή σώματος και διαμόρφωνε σωματικά μέρη για την αμερή ψυχή, διαφορετικά θα εννοούσαμε στην περίπτωσή της τα παρατιθέμενα μέρη, ώστε να συνάδουν στην αμερή φύση της ψυχής.

Έτσι θα λέγαμε κεφαλή το νου, αυχένα τη γνώμη, γιατί βρίσκεται ενδιάμεσα στη λογική και στο άλογο μέρος της ψυχής, στήθος το θυμικό, γαστέρα την επιθυμία, ενώ σκέλη και πόδια τη φύση, χρησιμοποιώντας ως σύμβολα για τις δυνάμεις τα ονόματα των μερών του σώματος.

Πολύ περισσότερο τώρα, όταν αναφερόμαστε στον επέκεινα των πάντων, πρέπει να εξαγνίζουμε την ετερότητα των μορφών και των σχημάτων με ιερές, θεοπρεπείς και μυστικές αναπτύξεις. Και αν θέλεις να αποδώσεις στον απρόσιτο και άμορφο Θεό τις τρεις διαστάσεις των σωμάτων, θείο πλάτος πρέπει να ονομάσεις την υπεράνω εύρους επενέργεια του Θεού σε όλα τα όντα· μήκος τη δύναμη που εκτείνεται υπεράνω όλων βάθος την ακατανόητη από όλα τα όντα κρυφιότητα και αγνωσία.

Αλλά για να μην αφαιρεθούμε από την ανάπτυξη διαφόρων σχημάτων και μορφών, συμφύροντας τα ασώματα θεία ονόματα με τα ονόματα αισθητών συμβόλων, γι' αυτό θα ασχοληθούμε μ' αυτά στη Συμβολική θεολογία.

Τώρα θέλω να τονίσω μόνο αυτό: να μη θεωρήσουμε τη θεία ετερότητα ως κάποιου είδους αλλοίωση της υπεράνω κάθε τροπής ταυτότητας, αλλά ως τον ενιαίο πολλαπλασιασμό του Θεού και ως τις ενιαίες επενέργειες της πολυγονίας του σε όλη τη κτίση.


6. Δεν θα απορρίψουμε τη θεϊκή ονομασία «όμοιος», αν βέβαια κανείς ονομάσει όμοιο τον Θεό με την έννοια της ταυτότητας, επειδή είναι ολωσδιόλου όμοιος με τον εαυτό του κατά τρόπο μόνιμο και αδιαίρετο.

Οι θεολόγοι ωστόσο λένε ότι ο υπέρ πάντα Θεός καθ' εαυτόν δεν είναι όμοιος με τίποτα, δωρίζει όμως τη θεία ομοιότητα ο ίδιος σε όσους στρέφονται προς αυτόν με την κατά δύναμη μίμηση αυτών που βρίσκονται υπεράνω κάθε ορίου και κάθε λογικής.

Και η δύναμη της θείας ομοιότητας είναι αυτή που στρέφει όλα τα δημιουργήματα προς τον αίτιό τους. Αυτά επίσης μπορούν να ονομαστούν όμοια με τον Θεό και σύμφωνα με το «κατ' εικόνα και ομοίωση» του Θεού, αλλά δεν μπορεί να ονομαστεί ο Θεός όμοιος με αυτά, γιατί ούτε ο άνθρωπος είναι όμοιος με τη δική του εικόνα.

Γιατί όσα πράγματα ανήκουν στην ίδια τάξη είναι δυνατόν να είναι όμοια μεταξύ τους και να γίνει αμοιβαία αντιστροφή της ομοιότητας και να είναι και τα δύο όμοια το ένα με το άλλο σύμφωνα με μια υπέρτερη αρχή ομοιότητας.

Αλλά για το αίτιο και το αιτιατό δεν αποδεχόμαστε την αντιστροφή. Ο Θεός δηλαδή δεν δωρίζει μόνο στο ένα ή στο άλλο είδος τη δυνατότητα να είναι όμοια, αλλά γίνεται αίτιος του να είναι όμοια όλα όσα μετέχουν στην ομοιότητα, ενώ είναι και ο δημιουργός της ίδιας της καθαυτό ομοιότητας· όλη η ομοιότητα στο σύμπαν είναι όμοια με ένα ίχνος μόνο της θείας ομοιότητας και έτσι συμπληρώνει την ένωση των δημιουργημάτων.


7. Αλλά ποια η ανάγκη να μιλήσουμε γι' αυτό; Η ίδια η θεολογία πρεσβεύει ότι αυτός είναι ανόμοιος και ότι δεν συντάσσεται με τίποτα και ότι είναι διαφορετικός απ' όλα· και το πιο παράδοξο, λέει ότι δεν μπορεί να υπάρχει κάτι όμοιο μ' αυτόν.

Ωστόσο, ο λόγος αυτός δεν είναι αντίθετος στην ομοιότητα με τον Θεό, γιατί τα ίδια πράγματα είναι και όμοια και ανόμοια προς τον Θεό. Όμοια λόγω της κατά το δυνατόν μίμησης του αμίμητου και ανόμοια λόγω της υστέρησης των αιτιατών προς τον αίτιο, καθότι υπολείπονται απ' αυτόν κατά μέτρα άπειρα και ασύγκριτα.


8. Τώρα τι να πούμε για τη θεϊκή στάση, δηλαδή την καθέδρα; Τίποτα άλλο εκτός από το ότι ο Θεός μένει ο ίδιος στον εαυτό του και ότι είναι παγιωμένος μόνιμα σε μια αμετακίνητη ταυτότητα και είναι εδραιωμένος υπεράνω όλων κατά τρόπο ακλόνητο και ότι ενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο, γύρω από το ίδιο κέντρο και κάτω από τις ίδιες συνθήκες· ότι υπάρχει κατά τρόπο απολύτως αμετάθετο ο ίδιος από τον εαυτό του, μέσα στο καθαυτό αμετακίνητο και στο παντελώς ακίνητο, και όλα αυτά κατά τρόπο υπερούσιο· γιατί αυτός είναι ο αίτιος της στάσης και εδραίωσης όλων των όντων, αυτός που είναι υπεράνω κάθε εδραίωσης και στάσης, «που εμπεριεχει και συνέχει στον εαυτό του τα πάντα» και τα διαφυλάσσει αμετακίνητα από τη στάση των αγαθών της φύσης τους.


9. Τι συμβαίνει όμως, όταν πάλι οι θεολόγοι λένε ότι ο ακίνητος Θεός προχωρεί σε όλα τα όντα και ότι κινείται; Δεν πρέπει και αυτό να το εννοήσουμε κατά τρόπο που αρμόζει στον Θεό;

Πρέπει, λοιπόν, με ευσέβεια να θεωρήσουμε ότι κινείται, όχι όμως με την έννοια της φοράς ή της αλλοίωσης ή της διαφοροποίησης ή της εκτροπής ή της κίνησης σε τόπο· ούτε ότι κινείται σε ευθεία γραμμή ή κυκλικά ή και με τους δύο τρόπους ή νοερά ή ψυχικά ή φυσικά· αλλά με την έννοια ότι ο Θεός οδηγεί στην ύπαρξη και συνέχει τα πάντα και προνοεί ποικιλότροπα για τα πάντα και είναι παρών σε όλα, καθώς περιέχει όλα τα όντα στον εαυτό του κατά τρόπο που δεν προκαλεί συνάφεια και καθώς επιδεικνύει τις προνοητικές εκπορεύσεις και ενέργειές του προς όλα τα όντα.

Αλλά πρέπει να επιτρέψουμε στο λόγο μας να υμνήσει κατά τρόπο θεάρεστο και τις κινήσεις του ακίνητου Θεού. Με την ευθεία κίνηση πρέπει να εννοήσουμε το απαρασάλευτο του Θεού και την απαρέγκλιτη εκπόρευση των ενεργειών του και τη γένεση του σύμπαντος απ' αυτόν.

Με την ελικοειδή κίνηση τη σταθερή πρόοδο και τη δημιουργική στάση. Τέλος, με την κυκλική κίνηση την ταυτότητα, με την οποία αυτός συνέχει τα ενδιάμεσα και τα άκρα, που περιέχουν και περιέχονται, και την επιστροφή σ' αυτόν των όντων που προήλθαν απ' αυτόν.


10. Αν τώρα κάποιος εννοήσει τη θεϊκή ονομασία της ταυτότητας, που δίνει η Γραφή, ή αυτήν της δικαιοσύνης με την έννοια της ισότητας, μπορούμε να ονομάσουμε «ίσο» τον Θεό, όχι μόνο επειδή είναι αμερής και απαρέγκλιτος, αλλά επίσης επειδή μεταβαίνει προς όλα και διέρχεται διαμέσου όλων κατά τρόπο απόλυτα ίσο και επειδή δίνει υπόσταση στην καθαυτό ισότητα, με την οποία εξισώνει την ομοιόμορφη αλληλοπεριχώρηση όλων των στοιχείων και την επί ίσοις όροις συμμετοχή όλων όσοι μετέχουν σ' αυτόν, ανάλογα με την ικανότητα του καθενός, και την ίση κατά την αξία τους κατανομή της δωρεάς των αγαθών σε όλα τα όντα.

Ακόμη, ο Θεός ονομάζεται ίσος και επειδή έχει περιλάβει εκ των προτέρων στον εαυτό του κατά τρόπο εξαιρετικό και ενιαίο κάθε είδους ισότητα, νοητή, νοερή, λογική, αισθητική, ουσιώδη, φυσική ή προαιρετική, σύμφωνα με την υπεράνω όλων δύναμη που δημιουργεί κάθε ισότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου