1. Αλλά
τώρα, επειδή οι θεολόγοι υμνούν τη θεία
«αληθότητα» και υπέρσοφη σοφία και ως
δύναμη και ως δικαιοσύνη, ενώ την
αποκαλούν και σωτηρία και απολύτρωση,
εμπρός λοιπόν να αναπτύξουμε, όσο μας
είναι εφικτό, και αυτά τα θεία ονόματα.
Και
βέβαια δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος
που έχει ανατραφεί με τις Γραφές, ο
οποίος να αγνοεί ότι η απόλυτη θεία αρχή
υπερβαίνει και ξεπερνά κάθε δύναμη,
όπως κι αν υπάρχει ή όπως κι αν την
φανταζόμαστε. Γιατί πολλές φορές η
θεολογία έχει αποδώσει σ' αυτήν την
απόλυτη κυριότητα, ξεχωρίζοντάς την
ακόμα και από τις υπερουράνιες δυνάμεις.
Πώς λοιπόν οι θεολόγοι την υμνούν και
ως δύναμη, αυτήν που υπερβαίνει κάθε
δύναμη; Ή με ποια έννοια θα μπορούσαμε
να εκλάβουμε το όνομα της δύναμης όταν
δίνεται σ' αυτήν;
2. Απαντούμε
λοιπόν και λέμε ότι ο Θεός είναι δύναμη,
επειδή συγκεντρώνει στον εαυτό του εκ
των προτέρων κατά τρόπο υπεροχής κάθε
δύναμη και επειδή είναι ο αίτιος κάθε
δύναμης· επειδή παράγει τα πάντα σύμφωνα
με μια σταθερή και απεριόριστη δύναμη
και επειδή είναι ο αίτιος της καθαυτό
ύπαρξης της δύναμης, είτε της καθολικής
είτε των επιμέρους δυνάμεων.
Είναι
επίσης δύναμη, επειδή έχει άπειρη δύναμη,
όχι μόνο στο να παράγει κάθε δύναμη,
αλλά και στο να υπάρχει υπεράνω κάθε
δύναμης και της καθαυτό δύναμης και στο
να κατέχει σε απόλυτο βαθμό τη δύναμη,
ώστε να δημιουργεί επ' άπειρον άπειρες
δυνάμεις, διαφορετικές από τις υπάρχουσες·
ακόμα στο ότι δεν θα μπορέσουν με κανένα
τρόπο οι άπειρες και επ' άπειρον
παραγόμενες δυνάμεις να αμβλύνουν την
υπεράνω του απείρου δραστηριότητα της
δύναμής του, από την οποία προέρχονται
όλες οι δυνάμεις.
Τέλος,
ο Θεός έχει άπειρη δύναμη λόγω του
ανέκφραστου και ακατάληπτου και
ακατανόητου της υπερέχουσας απ' όλα
δύναμής του, η οποία εξαιτίας του
περισσεύματος της δύναμης ενδυναμώνει
και την αδυναμία, ενώ συνέχει και
συγκρατεί και τα τελευταία απηχήματα
της δύναμης, όπως ακριβώς βλέπουμε ότι
γίνεται με αυτά που είναι δυνατά με τις
αισθήσεις: τα υπέρλαμπρα φώτα, για
παράδειγμα, φτάνουν και μέχρι και τις
αμβλείες οράσεις, ενώ επίσης, καθώς
λένε, οι μεγάλοι κρότοι εισδύουν και
στις ακοές που δεν αντιλαμβάνονται πολύ
εύκολα τους ήχους. Γιατί, φυσικά, αυτό
που είναι εντελώς ανήμπορο να ακούσει
δεν είναι ούτε ακοή και αυτό που καθόλου
δεν μπορεί να δει δεν είναι ούτε όραση.
3. Αυτή
λοιπόν η μετάδοση της άπειρης δύναμης
του Θεού προχωρεί σε όλα τα όντα και δεν
υπάρχει κανένα ον, το οποίο αποκλείεται
εντελώς από το να έχει κάποια δύναμη,
αλλά όλα έχουν οπωσδήποτε δύναμη, είτε
νοερή είτε λογική είτε αισθητική είτε
ζωτική είτε υπαρκτική. Ακόμα και το
καθαυτό είναι, αν επιτρέπεται να μιλήσω
έτσι, τη δύναμη για να υπάρχει την έχει
από την υπερούσια δύναμη.
4. Απ'
αυτήν προέρχονται οι θεόμορφες δυνάμεις
των αγγελικών τάξεων. Απ' αυτήν λαμβάνουν
το να υπάρχουν κατά τρόπο αμετάβλητο,
καθώς και όλες τις νοερές και αθάνατες
αεικινησίες τους. Και τη σταθερότητα
καθαυτή και την αμείωτη έφεση του αγαθού
την έχουν λάβει από την απείρως αγαθή
δύναμη. Η ίδια εμφύτευσε σ' αυτές το να
δύνανται και το να είναι σ' αυτή την
κατάσταση και το να επιθυμούν να είναι
παντοτινά, καθώς και την καθαυτό δύναμη
να επιθυμούν το να δύνανται παντοτινά
.
5. Οι
ενέργειες αυτής της αδιάλειπτης δύναμης
μεταβαίνουν και στους ανθρώπους και
στα ζώα και στα φυτά και σ' όλη τη φύση
του σύμπαντος. Αυτή ενδυναμώνει τα
ενωμένα όντα για να έχουν αμοιβαία φιλία
και επικοινωνία, ενδυναμώνει και τα
διαχωρισμένα για να υπάρχουν ασύγχυτα
και ασύμφυρτα, ανάλογα με τους φυσικούς
νόμους και ιδιότητες του καθενός.
Διασώζει
επίσης την τάξη και αρμονία του σύμπαντος
στην κατεύθυνση της επίτευξης του δικού
του αγαθού σκοπού. Διαφυλάττει αλώβητες
τις αθάνατες ζωές των αγγελικών μονάδων
και αναλλοίωτες τις υπάρξεις και
νομοτέλειες των ουρανίων σωμάτων,
φωστήρων και άστρων, ενώ δίνει στην
αιωνιότητα τη δύναμη να υπάρχει.
Και τις
περιστροφές του χρόνου τις διακρίνει
με την έναρξη της περιφοράς των άστρων
και τις συνάγει με τις επανόδους των
άστρων στην προηγούμενη θέση. Καθιστά
άσβηστες τις δυνάμεις του πυρός και
αδιάλειπτες τις άφθονες ροές των υδάτων,
ενώ καθορίζει και τη διάχυση του αέρα.
Εγκαθιδρύει
τη γη πάνω στο κενό και διαφυλάσσει
άφθαρτη τη ζωογόνα γονιμότητά της.
Διατηρεί ασύγχυτη και αδιαίρετη την
αμοιβαία αρμονία των στοιχείων που
αναμειγνύονται, συσφίγγει τη σύνδεση
ψυχής και σώματος και ενεργοποιεί τις
θρεπτικές και αυξητικές δυνάμεις των
φυτών.
Διακυβερνά
τις ουσιώδεις δυνάμεις όλων των όντων,
διασφαλίζει την αδιάλυτη διατήρηση του
σύμπαντος και δωρίζει και την ίδια τη
θέωση, παρέχοντας τη δύναμη γι' αυτό το
σκοπό σε όσους θεώνονται. Και γενικά
δεν υπάρχει απολύτως κανένα ον στο
σύμπαν που να έχει στερηθεί την
παντοκρατορική ασφάλεια και περιφρούρηση
της θεϊκής δύναμης.
Γιατί
αυτό που δεν έχει καμιά απολύτως δύναμη
ούτε υπάρχει γενικά ούτε είναι κάτι
συγκεκριμένο ούτε έχει καμιά απολύτως
θέση στο σύμπαν.
6. Αλλά
ο μάγος Ελύμας διατυπώνει την εξής
αντίρρηση· «Αν είναι παντοδύναμος ο
Θεός, πως λέει ο δικός σας ο θεολόγος
ότι σε κάτι αδυνατεί;» Χλευάζει έτσι
τον θεϊκό Παύλο που είπε ότι «δεν μπορεί
ο Θεός να αρνηθεί τον εαυτό του».
Προτάσσοντας
βέβαια αυτή την αντίρρηση, πολύ φοβούμαι
μήπως προκαλέσω το γέλιο σας για τυχόν
ανοησία μου, επειδή επιχειρώ να καταλύσω
τα ασθενή οικοδομήματα παιδιών που
παίζουν στην άμμο και επειδή σπεύδω,
σαν να επιδιώκω έναν ανέφικτο στόχο, να
σκεφτώ βαθυστόχαστα το θεολογικό νόημα
της αντίρρησης αυτής.
Η άρνηση
λοιπόν του εαυτού του είναι έκπτωση από
την αλήθεια. Η αλήθεια όμως είναι ον και
η έκπτωση από την αλήθεια είναι έκπτωση
από το ον. Αν λοιπόν η αλήθεια είναι ον
και η άρνηση της αλήθειας έκπτωση από
το ον, ο Θεός δεν μπορεί να εκπέσει από
το ον και δεν είναι δυνατόν να μην έχει
ύπαρξη. Θα μπορούσε κάποιος να το
διατυπώσει ως εξής: δεν μπορεί να μην
μπορεί και δεν γνωρίζει κατά στέρηση
το να μην γνωρίζει.
Αυτό δεν
κατανόησε ο «σοφός» Ελύμας και μιμείται
έτσι τους αθλητές που είναι άπειροι
στις νίκες, οι οποίοι πολλές φορές
υποθέτουν ότι οι ανταγωνιστές τους
είναι αδύναμοι και σκιαμαχώντας γενναία
προς απόντες αντιπάλους και καταφέροντας
με θάρρος κούφια κτυπήματα στον αέρα
σχηματίζουν στον εαυτό τους την εντύπωση
ότι έχουν επικρατήσει των αντιπάλων
τους και ανακηρύσσουν τους εαυτούς τους
νικητές, χωρίς καν να γνωρίζουν τη δύναμη
των άλλων.
Εμείς
όμως κατανοώντας κατά το εφικτό τον
λόγο του αποστόλου υμνούμε τον υπεράνω
κάθε δύναμης Θεό ως παντοδύναμο, ως
μακάριο και μοναδικό κυρίαρχο, ως αυτόν
που δεσπόζει με τη δυναστεία του στην
καθαυτό αιωνιότητα, ως αυτόν που δεν
έχει εκπέσει σε τίποτα από τα όντα. Ή
καλύτερα ως αυτόν που υπερβαίνει τα
όντα και κατέχει εκ των προτέρων όλα τα
όντα με την υπερούσια δύναμή του, που
έχει δωρίσει σε όλα τα όντα -με άφθονη
διάχυση και σύμφωνα με το περίσσευμα
της υπερβάλλουσας δύναμής του- και τη
δυνατότητα να υπάρχουν και τη δυνατότητα
να έχουν συγκεκριμένη ύπαρξη.
7. Ο Θεός
υμνείται επίσης ως «δικαιοσύνη», επειδή
απονέμει σε όλα τα όντα αυτά που τους
αξίζουν, καθορίζοντας για το καθένα και
τη συμμετρία και την ομορφιά και την
ευταξία και τη διακόσμηση και όλες τις
κατανομές και τάξεις, σύμφωνα με τον
πραγματικά δικαιότατο κανόνα, και επειδή
είναι αίτιος της αυτενέργειας για το
καθένα ξεχωριστά από τα όντα.
Γιατί η
θεία δικαιοσύνη ταξινομεί και οριοθετεί
τα πάντα, διατηρεί τα πάντα αμιγή και
ασύμφυρτα το ένα από το άλλο και δωρίζει
σε όλα τα όντα ό,τι ταιριάζει στο καθένα,
σύμφωνα με την ιδιαίτερη αξία της φύσης
του.
Κι αν
αυτοί οι συλλογισμοί μας είναι ορθοί,
όσοι καθυβρίζουν τη θεία δικαιοσύνη,
χωρίς να το αντιλαμβάνονται καταδικάζουν
τους εαυτούς τους για κατάφωρη αδικία.
Γιατί υποστηρίζουν ότι επιβάλλεται να
ενυπάρχει η αθανασία στους θνητούς, η
τελειότητα στους ατελείς, η ετεροκίνητη
ανάγκη στους αυτεξούσιους, η ταυτότητα
στους μεταβαλλόμενους και η τέλεια
δύναμη στους αδύναμους.
Επίσης,
ότι πρέπει να είναι αΐδια αυτά που
βρίσκονται μέσα στο χρόνο, αμετάβλητα
αυτά που από τη φύση τους κινούνται και
να είναι αιώνιες οι πρόσκαιρες ηδονές·
γενικά αποδίδουν σε άλλα όσα ανήκουν
σε άλλα.
Πρέπει
όμως να γνωρίζουν ότι η θεία δικαιοσύνη
σ' αυτό ακριβώς είναι όντως αληθινή
δικαιοσύνη, ότι απονέμει σε όλους τις
ιδιότητες που τους ταιριάζουν, ανάλογα
με την αξία του κάθε είδους, και ότι
διατηρεί τη φύση του καθενός πάνω στην
αντίστοιχη τάξη και δύναμη.
8. Αλλά
θα μπορούσε να πει κάποιος· Δεν είναι
έργο δικαιοσύνης να μένουν όσιοι άνθρωποι
αβοήθητοι να υφίστανται βασανιστήρια
από τους αχρείους.
Σ' αυτόν
πρέπει να απαντήσουμε ως εξής· Αν αυτοί
που εσύ αποκαλείς οσίους αγαπούν τα
επίγεια, αυτά που επιδιώκουν με ζήλο οι
προσκολλημένοι στην ύλη, αυτοί έχουν
οπωσδήποτε εκπέσει από τον θείο έρωτα.
Και δεν γνωρίζω πώς θα μπορούσαν να
ονομαστούν όσιοι, όταν συμπεριφέρονται
άδικα σ' αυτά που όντως είναι αξιέραστα
και θεϊκά, προκρίνοντας αντί αυτών κατά
τρόπο ασεβή εκείνα που δεν αξίζουν ούτε
ζήλο ούτε αγάπη.
Αν όμως
αυτοί ερωτεύονται τα αληθινά όντα,
πρέπει να ευφραίνονται όσοι επιθυμούν
κάτι, όταν επιτυγχάνουν το επιθυμητό.
Μήπως τότε δεν πλησιάζουν περισσότερο
στις αγγελικές αρετές, όταν από επιθυμία
των θείων αγαθών απομακρύνονται όσο
είναι δυνατόν από την προσπάθεια
επίτευξης των υλικών, αγωνιζόμενοι γι'
αυτό το σκοπό πολύ γενναία στον υπέρ
του καλού αγώνα;
Επομένως,
είναι αλήθεια να πούμε ότι αυτό περισσότερο
είναι το χαρακτηριστικό της θείας
δικαιοσύνης: να μη γοητεύει τους άριστους
και να μην καταστρέφει την ανδρεία τους
με τις μεταδόσεις των υλικών αγαθών και
να μην τους αφήνει αβοήθητους, αν κάποιος
επιχειρήσει να το κάνει αυτό, αλλά να
τους εδραιώνει στην καλή και αμετακίνητη
στάση και να απονέμει σ' αυτούς, αφού
κρατούν τέτοια στάση, τα αγαθά που τους
αξίζουν.
9. Αυτή
λοιπόν η θεία δικαιοσύνη υμνείται και
ως σωτηρία των πάντων, επειδή διασώζει
και διαφυλάσσει καθαρή την ιδιαίτερη
ουσία και τάξη του κάθε είδους σε σχέση
με τα υπόλοιπα και επειδή είναι η καθαρή
αιτία της ιδιαίτερης δράσης των όντων
σε όλο το σύμπαν.
Αν τώρα
υμνεί κανείς τη σωτηρία και ως τη σωτήρια
δύναμη που αναρπάζει τα πάντα από τα
χειρότερα, θα αποδεχτούμε οπωσδήποτε
και αυτόν τον υμνωδό της παντοειδούς
σωτηρίας και μάλιστα θα αξιώσουμε να
την ορίσει και ως πρωταρχική σωτηρία
του κόσμου, αυτήν δηλαδή που διασώζει
τα πάντα στη δική τους ιδιαίτερη θέση
χωρίς μεταβολή, ταραχή ή ροπή προς τα
χειρότερα· που φρουρεί τα πάντα και τα
κρατεί χωρίς διαμάχες και αντιπαραθέσεις
να υπακούνε το καθένα τους δικούς του
νόμους· που εξορίζει από τα πάντα κάθε
ανισότητα και ξένη επέμβαση και οικοδομεί
τις ιδιότητες που αναλογούν στο καθένα,
έτσι ώστε αυτές να μην μεταπίπτουν στα
αντίθετά τους ούτε να υφίστανται
μεταχωρήσεις.
Επίσης,
δεν θα ξεφύγει κανείς από τους σκοπούς
της ιερής θεολογίας, αν υμνήσει αυτή τη
σωτηρία ως τη δύναμη που με τη σωτήρια
για τα πάντα αγαθότητά της απολυτρώνει
όλα τα όντα, ώστε να μην εκπίπτουν από
τα δικά τους αγαθά, στο βαθμό βέβαια που
επιδέχεται η φύση του καθενός από τα
σωζόμενα.
Γι' αυτό
και οι θεολόγοι ονομάζουν αυτή τη σωτηρία
«απολύτρωση», τόσο γιατί δεν αφήνει τα
όντως όντα να διολισθήσουν στο μη είναι
όσο και γιατί, όταν κάποιο ον υποπέσει
σε πλημμέλημα και αταξία και υποστεί
κάποιου είδους μείωση της τελειότητας
των αγαθών της φύσης του, και αυτό το
απολυτρώνει από το πάθος και την αδράνεια
και τη στέρηση: αναπληρώνει αυτό που
λείπει και στηρίζει με πατρικό τρόπο
την ατονία και το ανασηκώνει από το
κακό· ή μάλλον το στήνει μέσα στο καλό
και αναπληρώνει το αγαθό που είχε
διαρρεύσει και το ταξινομεί και συγυρίζει
την αταξία και την ακοσμία του, καθιστώντας
το τέλειο και απαλλάσσοντάς το από όλα
όσα προκαλούν βλάβη.
Αλλά
έχουμε μιλήσει ικανοποιητικά και γι'
αυτά και για τη δικαιοσύνη. Σύμφωνα με
τη δικαιοσύνη μετρείται και ορίζεται
η ισότητα των πάντων και παράλληλα
εξοβελίζεται κάθε ανισότητα που προκύπτει
από τη στέρηση της ισότητας των επιμέρους
στοιχείων.
Γιατί
αν κάποιος εννοήσει την ανισότητα ως
τις διαφορές όλων των όντων προς όλα τα
όντα μέσα στο σύμπαν, και αυτήν την
διαφυλάσσει η δικαιοσύνη, η οποία δεν
επιτρέπει να ανακατευτούν τα όντα μεταξύ
τους ή να διαταραχτούν και διαφυλάσσει
όλα τα όντα, το καθένα στο είδος στο
οποίο ανήκει απο τη φύση του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου