Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

Το επιτίμιο της ακοινωνησίας στους Κληρικούς και Μοναχούς, κατά τους ιερούς Κανόνες Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου



Η παρουσία του Επισκόπου στην Εκκλησία είναι σημαντική, γιατί αυτός είναι διάδοχος των αγίων Αποστόλων, αυτός είναι «εις τύπον και τόπον της παρουσίας του Χριστού», και σε αυτόν δίνει την εξουσία ο Θεός δια της Εκκλησίας για να ποιμάνη το συγκεκριμένο ποίμνιο στο οποίο συγκαταλέγονται τόσο οι Κληρικοί όσο και οι μονάζοντες και οι λαϊκοί. Ο Επίσκοπος είναι συνεκτικός και συνδεκτικός κρίκος ενότητος του εκκλησιαστικού πληρώματος, γι αυτό και οι Πρεσβύτεροι δεν μπορούν να τελούν καμμιά εκκλησιαστική ακολουθία, ιδιαιτέρως την θεία Λειτουργία, χωρίς να μνημονεύουν το όνομα του Επισκόπου στον οποίον ανήκουν. Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος γράφει: «Μηδείς χωρίς του επισκόπου τι πρασσέτω των ανηκόντων εις την εκκλησίαν. Εκείνη βεβαία ευχαριστία ηγείσθω, η υπό επίσκοπον ούσα ή ώ αν αυτός επιτρέψη. Όπου αν φανή ο επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω, ώσπερ όπου αν ή Χριστός Ιησούς, εκεί η καθολική εκκλησία. Ουκ εξόν εστιν χωρίς του επισκόπου ούτε βαπτίζειν ούτε αγάπην ποιείν αλλ' ό αν εκείνος δοκιμάση, τούτο και τώ Θεώ ευάρεστον, ίνα ασφαλές ή και βέβαιον πάν ό πράσσεται» (Επιστολή Σμυρναίοις).
Μέσα στις ποιμαντικές αρμοδιότητες του Επισκόπου για την σωτηρία των μελών της Τοπικής Εκκλησίας και για την συγκρότηση της ενότητος του ποιμνίου της συγκεκριμένης Επισκοπής είναι και το επιτίμιο της ακοινωνησίας. Όταν η παράβαση ενός Κληρικού αναφέρεται σε Συνοδικές Αποφάσεις, τότε την ποινή της ακοινωνησίας την επιβάλλη η Ιερά Σύνοδος.
Τα όσα θα γραφούν στην συνέχεια θα αναφερθούν στο επιτίμιο της ακοινωνησίας που δίνεται στους Κληρικούς και τους λαϊκούς, ήτοι την απομάκρυνση από το Θυσιαστήριο, όπως διαγράφεται στους ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας και όχι στο επιτίμιο του μεγάλου αφορισμού, την εκκοπή, δηλαδή, ενός Χριστιανού από το πλήρωμα της Εκκλησίας, γιατί υπάρχει διαφορά μεταξύ της ποινής της ακοινωνησίας, της καθαιρέσεως και του μεγάλου αφορισμού.
Βέβαια, για το επιτίμιο της ακοινωνησίας ισχύει ό,τι και για τα άλλα επιτίμια, ότι δηλαδή δεν είναι πράξεις τιμωρητικές, αλλά ιατρικές για την θεραπεία των αρρώστων μελών της Εκκλησίας. Μέσα από αυτήν την προοπτική βλέπουμε τους ιερούς Κανόνες, όπως το περιγράφει ο ρδ' Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου.
Σύμφωνα με τον Κανόνα αυτό η αμαρτία θεωρείται «αρρώστεια», «ψυχής έλκος», «νόσος» οι Κληρικοί θεωρούνται «θεραπεύοντες» η αντιμετώπιση της πνευματικής ασθενείας εκλαμβάνεται ως «θεραπεία» που αποβλέπει στο να οδηγήση τον άνθρωπο «πρός την άνω λαμπροφορίαν» και η όλη αντιμετώπιση των αμαρτημάτων, των σχισμάτων κλπ. θεωρείται ως «ιατρική εν Πνεύματι επιστήμη». Αυτός ο σκοπός των ιερών Κανόνων ισχύει και για το επιτίμιο της ακοινωνησίας, και αυτό πρέπει να έχει υπ' όψη του ότι αναγνώστης, διαβάζοντας το κείμενο αυτό.

1. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης για την ακοινωνησία

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ερμηνεύοντας τον ν' Αποστολικό Κανόνα, που ορίζει «εί τις ακοινωνήτω, κάν εν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω», δηλαδή αν κάποιος προσευχηθή ακόμη και στο σπίτι με έναν που είναι ακοινώνητος, τότε αυτός να αφορίζεται, καταγράφει τις τρεις περιπτώσεις των ακοινωνήτων.
Η πρώτη περίπτωση ακοινωνήτου είναι όταν κάποιος παρευρίσκεται στην θεία λατρεία, αλλά δεν μεταλαμβάνει του Σώματος και Αίματος του Χριστού, δηλαδή «δηλοί τον συνεστώτα μεν εν τη εκκλησία και συμπροσευχόμενον με τους λοιπούς Χριστιανούς, μη κοινωνούντα δε τα θεία Μυστήρια». Η δεύτερη περίπτωση ακοινωνήτου είναι αυτή που κάποιος ούτε συμμετέχει ούτε κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων ούτε προσεύχεται με τους πιστούς στην Εκκλησία. «Δηλοί τον μήτε κοινωνούντα, μήτε συνιστάμενον εν τη εκκλησία, αλλά αφοριζόμενον από αυτούς και ευγαίνοντα έξω της εκκλησίας και προσευχής». Και η τρίτη περίπτωση ακοινωνήτων είναι αυτή που καθαιρείται κάποιος. «Δηλοί, κάθε κληρικόν οπού γένη από τον κλήρον ακοινώνητος», δηλαδή καθαιρεθή από Κληρικός.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης μετά την αναφορά στις τρεις κατηγορίες ακοινωνήτων, γράφει ότι ο αποστολικός αυτός Κανόνας που παρατέθηκε στην αρχή αναφέρεται στην δεύτερη κατηγορία, δηλαδή όχι σε αυτόν που συμπροσεύχεται και δεν κοινωνεί των θείων Μυστηρίων, ούτε στον Κληρικό που καθαιρείται, αλλά σε αυτόν που δεν μπορεί ούτε να κοινωνήση ούτε και να συμπροσευχηθή με άλλους πιστούς. Γράφει: «Ο δε παρών Κανών, ακοινώνητον εκλαμβάνει κατά την δευτέραν σημασίαν. Δι' ό και λέγει όποιος ήθελε συμπροσευχηθή με εκείνον οπού δια αμαρτίας αφωρίσθη από την ομήγυριν, και την προσευχήν των πιστών, κάν και δεν ήθελε συμπροσευχηθή μέσα εις την εκκλησίαν, αλλά μέσα εις οίκον, ο τοιούτος, ή ιερωμένος είναι, ή λαϊκός, άς αφορίζεται ομοίως με εκείνον, από την εκκλησίαν, και την μετά των Χριστιανών προσευχήν» (Πηδάλιον, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1970, σελ. 13).


Είναι φανερόν ότι η ακοινωνησία ως αποκοπή από την θεία Κοινωνία και την σύναξη είναι κανονικό παράπτωμα και επιβάλλεται από την Εκκλησία για παραπτώματα κανονικά και εκκλησιαστικά, τα οποία προσδιορίζονται από άλλους κανόνες. Η Εκκλησία τηρεί απαρασαλεύτως τους ιερούς Κανόνες, όπως άλλωστε καταγράφεται και στον Καταστατικό της Χάρτη: «Η Εκκλησία της Ελλάδος, ούσα θείον καθίδρυμα και έχουσα κεφαλήν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, είναι αναποσπάστως ηνωμένη δογματικώς μετά της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης και πάσης άλλης Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, στοιχούσα τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και τηρούσα απαρασαλεύτως ως και πάσαι αι λοιπαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι τα δόγματα, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς Κανόνας και τάς ιεράς παραδόσεις».
Και επειδή μερικοί μπορεί να ισχυρισθούν ότι οι ιεροί Κανόνες περί ακοινωνήτων περιέπεσαν σε αχρησία και δεν ισχύουν σήμερα, είναι καλό να αναφερθή ο κανόνας της Πρωτοδευτέρας Οικουμενικής Συνόδου, επί Μεγάλου Φωτίου: «Ουδέν γάρ των παρανόμως και ατάκτως παρυφισταμένων το πρόκριμα των κανονικώς συνισταμένων αποφέρεσθαι δύναται», δηλαδή «τίποτε από αυτά που γίνονται παράνομα και χωρίς τάξη δεν μπορεί να παραβλάψη την καθιερωμένη τάξη όσων γίνονται κανονικά».
Όσοι ισχυρίζονται ότι σήμερα τα θέματα αυτά ρυθμίζονται από τους υφιστάμενους νόμους, τότε αυτοί είναι πολιτειοκράτες και υπονομεύουν το κανονικό δίκαιο της Εκκλησίας.
Στην συνέχεια θα δούμε μερικούς ιερούς Κανόνας που αναφέρονται στο επιτίμιο της ακοινωνησίας.

2. Ο ε' Κανόνας της Α' Οικουμενικής Συνόδου για τους ακοινωνήτους

Καθοριστικός και σημαντικός Κανόνας είναι ο ε' Κανόνας της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Θα τον παραθέσω ολόκληρο και θα καταγράψω μερικές παρατηρήσεις πάνω σε αυτόν. Γράφει ο Κανόνας αυτός:
«Σχετικά μ’ αυτούς που έγιναν «ακοινώνητοι» από τους επισκόπους κάθε επαρχίας, είτε είναι κληρικοί είτε λαϊκοί, άς ισχύει η απόφαση σύμφωνα με τον κανόνα που ορίζει όσοι αφορίστηκαν από κάποιους (επισκόπους) να μη γίνωνται δεκτοί από άλλους (επισκόπους). Όμως να εξετάζεται μήπως έχουν αφοριστή εξαιτίας μικροψυχίας ή φιλονικίας ή κάποιας παρόμοιας εμπάθειας του επισκόπου. Για να εξετάζεται λοιπόν αυτό όπως αρμόζει, αποφασίστηκε ότι είναι καλό κάθε έτος να γίνωνται σύνοδοι σε κάθε επαρχία δύο φορές το χρόνο, για να εξετάζωνται τα τέτοιου είδους ζητήματα από κοινού, αφού συγκεντρωθούν όλοι οι επίσκοποι της επαρχίας στον ίδιο τόπο, και έτσι αυτοί που δικαιολογημένα κατά κοινή ομολογία έχουν συναντήσει την αντίδραση του επισκόπου να φανούν σε όλους ότι δικαιολογημένα έχουν αποκλειστή από τη ζωή της Εκκλησίας, ώσπου η σύνοδος των επισκόπων να αποφασίση να εκφέρη γι’ αυτούς φιλανθρωπότερη κρίση. Οι σύνοδοι να γίνωνται μία πριν από τη σαρακοστή, για να προσφέρεται στο Θεό καθαρό το δώρο, αφού εκλείψει κάθε μικροψυχία, και η δεύτερη την εποχή του φθινοπώρου» (Προδρόμου Ακανθόπουλου, Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησίαστικών Νόμων, Β' έκδοση, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 52-53).
Πάνω στον Κανόνα αυτόν μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
Κατ αρχάς λέγεται ότι ακοινώνητοι γίνονται και οι Κληρικοί και οι λαϊκοί. «Περί των ακοινωνήτων γενομένων, είτε των εν κλήρω, είτε των εν λαϊκώ τάγματι».
Έπειτα σαφώς λέγεται ότι η ακοινωνησία, ήτοι ο μικρός αφορισμός, δίδεται από τον Επίσκοπο της Επαρχίας, αφού αυτός είναι φορεύς της Αρχιερατικής Χάριτος σε μια Επαρχία και στην εξουσία αυτού υπάγονται οι Κληρικοί. Γράφει ο Κανόνας: «υπό των καθ εκάστην επαρχίαν επισκόπων, κρατείτω η γνώμη». Ο Ζωναράς, ερμηνεύοντας τον Κανόνα αυτό, λέγει «μή δέχεσθαι παρά τινων τους παρά των ιδίων επισκόπων αφορισθέντας». Φαίνεται ότι ταυτίζεται ο αφορισμός με την ακοινωνησία. Αυτό κατ επέκταση σημαίνει ότι ο Επίσκοπος είναι εκείνος που επιβάλλει το επιτίμιο της ακοινωνησίας, αλλά και εκείνος είναι που το λύει, όταν φυσικά εκφρασθή μετάνοια. Ο Αριστηνός αναφέρει την παροιμία «ο τρώσας και ιάσεται» λέγοντας «τόν τρώσαντα επαγαγείν και την ίασιν και μη τον υπό του ιδίου επισκόπου αφορισθέντα...».
Ο επιτιμηθείς Κληρικός από τον Επίσκοπό του δεν γίνεται δεκτός σε εκκλησιαστική κοινωνία από άλλους Επισκόπους, όσο καιρό βρίσκεται κάτω από την εξουσία του επιτιμίου της ακοινωνησίας. Γράφει ο Κανόνας: «τούς υφ ετέρων αποβληθέντας υφ ετέρων μη προσίεσθαι». Και πιο κάτω γράφει: «οι ομολογουμένως προσκεκρουκότες τώ επισκόπω, κατά λόγον ακοινώνητοι παρά πάσιν είναι δόξωσι, μέχρις αν τώ κοινώ των επισκόπων δόξη την φιλανθρωποτέραν υπέρ αυτών εκθέσθαι ψήφον». Ο Ζωναράς ερμηνεύει ότι οι επιτιμηθέντες από έναν Επίσκοπο δεν πρέπει να γίνωνται δεκτοί από άλλους Επισκόπους «ήγουν δικαίως ακοινώνητοι έσονται παρά πάσι, μέχρις αν κοινώς τοίς επισκόποις δόξη φιλανθρωπότερόν τι περί αυτών αποφήνασθαι». Ο Βαλσαμών γράφει: «τούς παρά τινων επισκόπων αφορισθέντας, και μη λυθέντας, ωρίσθη μη παρ ετέρων δέχεσθαι». Ο Αριστηνός γράφει: «οι εξ ετέρων αφοριζόμενοι, υφ ετέρων μη προσδεχέσθωσαν...».
Επειδή είναι δυνατόν το επιτίμιο της ακοινωνησίας να δοθή από τον Επίσκοπο σε Κληρικό από μικροψυχία και αδίκως, γι αυτό και ο ιερός Κανόνας ορίζει και τον τρόπο αποκαταστάσεως της ενδεχομένης αδικίας. Γράφει ο Κανόνας: «Εξεταζέσθω δέ, μη μικροψυχία, ή φιλονεικία, ή τινι τοιαύτη αηδία του επισκόπου, αποσυνάγωγοι γεγένηνται». Για τον λόγον αυτό το θέμα αυτό πρέπει να αναφέρεται στην Σύνοδο των Επισκόπων.
Ο Ζωναράς γράφει: «τήν δε εξέτασιν παρά των επισκόπων της επαρχίας γίνεσθαι... εν δε ταίς συνόδοις ταύταις εξετάζεσθαι τα τοιαύτα ζητήματα διετάξαντο». Ο Αριστηνός προσδιορίζει και την αιτιολογία για την οποία πρέπει να εξετάζεται από την Σύνοδο των Επισκόπων. Γράφει: «Ίνα γούν μήτε οι αφοριζόμενοι, ως έτυχεν, αφορίζωνται, μήτε οι αφορίζοντες αυτούς επίσκοποι καταφρονώνται». Δηλαδή το επιτίμιο της ακοινωνησίας χαρακτηρίζεται ως αφορισμός –προφανώς πρόκειται για τον λεγόμενο αφορισμό, που είναι αρμοδιότητα του Επισκόπου– και βεβαίως πρέπει να λαμβάνεται σοβαρή μέριμνα, ώστε ούτε οι Κληρικοί να επιτιμώνται αδίκως, αλλά ούτε και οι Επίσκοποι, οι οποίοι εξαναγκάσθηκαν να επιτιμήσουν να καταφρονώνται. Η λύση και του ζητήματος αυτού, όπως γράφει ο Αριστηνός, πρέπει να γίνεται «κοινή γνώμη πάντων των επισκόπων της αυτής επαρχίας».

3. Οι ιεροί Κανόνες περί του επιτιμίου της ακοινωνησίας

Τά βασικά αὐτά σημεῖα τά ὁποῖα διαλαμβάνει ὁ Κανόνας που παρετέθη προηγουμένως, μπορούμε να τα συναντήσουμε και σε άλλους Κανόνες Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, όπως επίσης και στους Κανόνες των Αγίων Αποστόλων. Θα γίνη μια αναφορά στους κυριοτέρους Κανόνες, για να δούμε πώς δίνεται το επιτίμιο της ακοινωνησίας και με ποιόν τρόπο λύεται.
α) Ο στ' Κανόνας της Β' Οικουμενικής Συνόδου κάνει λόγο για τους ακοινωνήτους και αναφερόμενος στις κατηγορίες που γίνονται εναντίον των Επισκόπων για σοβαρά προβλήματα που είναι κωλυτικά της Ιερωσύνης, λέγει ότι πρέπει να εξετάζωνται σοβαρά όχι μόνον οι καταγγελίες, αλλά πρωτίστως εκείνοι που καταγγέλλουν τον Επίσκοπο. Δηλαδή δεν πρέπει να λαμβάνεται υπ όψη η μαρτυρία των αιρετικών, των αποκεκομμένων από την Εκκλησία, των ακοινωνήτων ή ακόμη και εκείνων που κατηγορήθηκαν για διάφορα αμαρτήματα και δεν έχουν αποδείξει την αθωότητά τους. Για το θέμα των ακοινωνήτων ο ιερός Κανόνας διαλαμβάνει:
«Έπειτα ούτε κι εκείνοι, που είχαν αποκηρυχτή και αποβληθή από την Εκκλησία εξαιτίας κατηγοριών ή είχαν αποκλειστή από την "κοινωνία" είτε των κληρικών είτε των λαϊκών, επιτρέπεται να κατηγορούν έναν επίσκοπο πριν να αποβάλουν προηγουμένως την κατηγορία που τους βαρύνει. Το ίδιο ούτε και όσοι βαρύνονται από προγενέστερη κατηγορία να γίνωνται δεκτοί σε κατηγορία επισκόπου ή άλλων κληρικών, προτού να αποδείξουν ότι οι ίδιοι είναι αθώοι απέναντι στις κατηγορίες που τους αποδίδονται» (Προδρόμου Ακανθόπουλου, ένθ. ανωτ. σελ. 66-67).
Ο Ζωναράς, ερμηνεύοντας τον κανόνα αυτόν γράφει: «τούς δε προς καιρόν αφορισθέντας εδήλωσαν οι θείοι Πατέρες δια του ειπείν ακοινωνήτους, κάν κληρικοί είεν οι τοιούτοι, κάν λαϊκοί».
Στόν Κανόνα αυτό και την ερμηνεία του φαίνεται ότι οι ακοινώνητοι έχουν λάβει τον λεγόμενο μικρό αφορισμό που είναι προσωρινός, έως ότου εκδηλωθή μετάνοια από τον δεχθέντα το επιτίμιο της ακοινωνησίας γι αυτό χαρακτηρίζεται ακοινώνητος «πρός καιρόν». Επίσης φαίνεται ότι το επιτίμιο της ακοινωνησίας δίνεται και στους Κληρικούς και τους λαϊκούς.
β) Το επιτίμιο της ακοινωνησίας στους Κληρικούς επιβάλλεται από τον Επίσκοπο. Ο λβ' Αποστολικός Κανόνας γράφει: «Εί τις πρεσβύτερος, ή διάκονος, υπό επισκόπου γένηται εν αφορισμώ...». Ο Ζωναράς, ερμηνεύοντας τον λθ' Αποστολικό Κανόνα, σύμφωνα με τον οποίον «οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι, άνευ γνώμης του επισκόπου μηδέν επιτελείτωσαν αυτός γάρ έστιν ο πεπιστευμένος τον λαόν του Κυρίου, και τον υπέρ των ψυχών αυτών λόγον απαιτηθησόμενος», γράφει ότι οι πρεσβύτεροι και διάκονοι δεν πρέπει να πράττουν όσα ανήκουν στην αρχιερατική εξουσία «οίον επιτιμάν, και αφορίζειν ούς βούλονται, και οπηνίκα ή λύειν αφορισμόν, ή μειούν, ή επιτείνειν». Το ίδιο ερμηνεύει και ο Βαλσαμών ότι «η διοίκησις, φησίν ο κανών, των επισκοπικών πραγμάτων, και αι ψυχαί του λαού τώ επισκόπω επιστεύθησαν».
Ο η' Κανόνας της Δ' Οικουμενικής Συνόδου σαφώς αναφέρεται στο ότι «οι κληρικοί των πτωχείων, και μοναστηρίων, και μαρτυρίων, υπό την εξουσίαν των εν εκάστη πόλει επισκόπων, κατά την των αγίων Πατέρων παράδοσιν, διαμενέτωσαν...». Και όσοι επιδιώκουν να ανατρέψουν αυτήν την τάξη πρέπει να υπόκεινται σε επιτίμια. Ο Βαλσαμών ερμηνεύοντας τον Κανόνα αυτόν λέγει ότι, επειδή μερικοί ισχυρίζονταν ότι μόνον οι Κληρικοί της Επισκοπής ή της Μητροπόλεως υπόκεινται στον Επίσκοπο όχι δε και οι μοναχοί ή οι Κληρικοί των ορφανοτροφείων, των γηροκομείων, των θείων ναών και των εκκλησιών των μαρτυρίων, γι αυτό ο ιερός Κανόνας επιτάσσει ότι όλοι οι Κληρικοί και μοναχοί υπάγονται στον Επίσκοπο της Επαρχίας και έτσι οι Κληρικοί να επιτιμώνται «παρά του επισκόπου, κατά το δοκούν αυτώ μονάζοντας δέ, ή λαϊκούς, ακοινωνήτους είναι, ήγουν αφωρισμένους».
Ο στ' Κανόνας της Αντιοχείας σαφώς προσδιορίζει ότι υπό του Επισκόπου επιβάλλεται το επιτίμιο της ακοινωνησίας: «εί τις υπό του ιδίου επισκόπου ακοινώνητος γέγονε... ο αυτός δε όρος επί λαϊκών, και πρεσβυτέρων, και διακόνων, και πάντων των εν τώ κανόνι». Το ότι το επιτίμιο της ακοινωνησίας επιβάλλεται στους Κληρικούς από τον Επίσκοπό τους φαίνεται και από τον ιγ' της Σαρδικής.
Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να τεθή και το γραφόμενο από τον θ' Κανόνα της Δ' Οικουμενικής Συνόδου ότι ο Κληρικός, που καταφεύγει στα κοσμικά δικαστήρια παραθεωρώντας τον Επίσκοπό του, υπόκειται στα κανονικά επιτίμια, γι αυτό συνιστά: «πρότερον την υπόθεσιν γυμναζέτω παρά τώ ιδίω επισκόπω, ή γούν, γνώμη αυτού του επισκόπου».
γ) Οι ιεροί Κανόνες διαγορεύουν ότι το επιτίμιο της ακοινωνησίας που επιβάλλεται από τον Επίσκοπο σε κάποιον Κληρικό του πρέπει να γίνεται σεβαστό από τους άλλους Επισκόπους.
Ο ιγ' Κανόνας των αγίων Αποστόλων γράφει: «Ει δε αφωρισμένος είη, επιτεινέσθω αυτώ ο αφορισμός, ως ψευσαμένω, και απατήσαντι την εκκλησίαν του Θεού». Ο Κανόνας αυτός αναφέρεται σε περίπτωση Κληρικών που είναι χειροτονημένοι και δέχθηκαν αφορισμό, ήτοι επιτίμιο ακοινωνησίας και παρά ταύτα πορεύθηκαν σε άλλον Επίσκοπο, αποκρύπτοντας ότι έχουν το επίτιμιο της ακοινωνησίας. Ο Ζωναράς λέγει ότι ο Κληρικός αυτός ο οποίος «μετά τον αφορισμόν αποδυσπετήσας, ετέρω προσήλθεν αρχιερεί, και εδέχθη παρ εκείνου, τον αφορισμόν αγνοούντος τώ γούν τοιούτω επιτείνεσθαι κελεύει ο κανών τον αφορισμόν». Το ίδιο ισχυρίζεται και ο Αριστηνός. Ο στ' της Αντιοχείας διαλαμβάνει το ίδιο: «Εί τις υπό του ιδίου επισκόπου ακοινώνητος γέγονε, μη πρότερον αυτόν παρ ετέρων δεχθήναι, ει μη υπ αυτού παραδεχθείη του ιδίου επισκόπου, ή, συνόδου γενομένης...». Μάλιστα ο ιγ' της Σαρδικής λέγει ότι εκείνος που γίνεται ακοινώνητος δεν πρέπει να γίνεται δεκτός από άλλον επίσκοπο ώστε «μή χρήναι τώ επισκόπω και αδελφώ αυτού ύβριν ποιούντα, παρέχειν αυτώ κοινωνίαν». Κατά τον Αριστηνόν και εκείνος ο Επίσκοπος που θα δεχθή κάποιον αφορισθέντα από άλλον Επίσκοπο και συλλειτουργήση μαζί του «ουκ ανεύθυνος, αλλά αφορισθήσεται και αυτός». Και αυτό έγινε δεκτό από την Σύνοδο της Σαρδικής, όπως φαίνεται από τον ιγ' Κανόνα, γιατί αυτό συντελεί στην ειρήνη και την ομόνοια της Εκκλησίας. «Αύτη η κρίσις και την ειρήνην πάντοτε διαφυλάξει, και διατηρήσει την πάντων ομόνοιαν».
δ) Συνέπεια του προηγουμένου είναι ότι κανείς δεν μπορεί να λύση το επιτίμιο αυτό παρά μόνον ο ίδιος ο Επίσκοπος που το επέβαλε ή, μετά την κοίμηση του Επισκόπου που το επέβαλε, η Σύνοδος στην οποία κατέφυγε ο επιτιμηθείς ή ακόμη και κάποιος άλλος Μητροπολίτης στον οποίο θα καταφύγη ο επιτιμηθείς.
Κατά τον λβ' των αγίων Αποστόλων «άν κάποιος πρεσβύτερος ή διάκονος αφοριστή από επίσκοπο, αυτός να μήν επιτρέπεται να γίνη δεκτός από άλλον (επίσκοπο), παρά μόνο από τον επίσκοπο που τον αφόρισε, εκτός αν τύχη να πεθάνη ο επίσκοπος που τον αφόρισε». Σε περίπτωση που αποθάνει ο Επίσκοπος που επέβαλε τον αφορισμό, τότε κατά τον Βαλσαμώνα «ή ο μετ αυτόν επίσκοπος λύει τον αφορισμόν, ή ο τον τελευτήσαντα προβαλόμενος πρώτος αρχιερέα, πατριάρχης δηλαδή, ή μητροπολίτης, πλήν μετά εξέτασιν. Το δε ετέρας παροικίας επίσκοπον λύειν τον αφορισθέντα μετά τελευτήν του αφορίσαντος, ουκ επιτέτραπται». Και ο Αριστηνός, ερμηνεύοντας αυτόν τον Κανόνα, γράφει: «Άδεκτος ετέροις ο εξ ετέρου περιόντος αφωρισμένος. Ο αφορισθείς παρά του ιδίου επισκόπου πρεσβύτερος, ή διάκονος, ζώντος του αφορίσαντος αυτόν επισκόπου, ουδέ παρ ετέρου προσδεχθήναι οφείλει».
Ο Ζωναράς, ερμηνεύοντας τον λθ' των Αγίων Αποστόλων σχετικά με τα επισκοπικά δίκαια τα οποία δεν έχουν ούτε πρέπει να υφαρπάζουν οι Πρεσβύτεροι, αναφέρει ότι αυτά είναι όχι μόνον το να επιβάλη επιτίμια, αλλά και το «λύειν αφορισμόν, ή μειούν, ή επιτείνειν ταύτα γάρ της αρχιερατικής εισιν εξουσίας».
Ο στ' Κανόνας της Αντιοχείας λέγει ότι ο επιτιμηθείς, με το επιτίμιο της ακοινωνησίας Κληρικός από τον Επισκοπό του δεν πρέπει να γίνεται δεκτός από άλλον Επίσκοπον «ει μη υπ αυτού παραδεχθείη του ιδίου επισκόπου».
ε) Επειδή όμως, όπως γράφηκε προηγουμένως, ενδέχεται ο Κληρικός που επιτιμήθηκε με το επιτίμιο της ακοινωνησίας να αδικήθηκε, γι αυτό και οι ιεροί Κανόνες δίνουν το δικαίωμα της εξετάσεως του επιτιμίου από την Σύνοδο με την προεδρεία του πρώτου, ήτοι του Μητροπολίτου και του Πατριάρχου. Πέρα από όσα λέγονται στον ε' Κανόνα της Α' Οικουμενικής Συνόδου που παραθέσαμε πιο πάνω υπάρχουν και άλλοι ιεροί Κανόνες που αναφέρονται στο θέμα αυτό. Και δεν ήταν δυνατόν να συμβή διαφορετικά, γιατί και η εξουσία του Επισκόπου δεν είναι αυθαίρετη και αυτόνομη, αλλά ελέγχεται από την Σύνοδο των Επισκόπων μιας επαρχίας.
Κατ αρχάς πρέπει να υπογραμμισθή η κανονική αλήθεια ότι η διαφορά που έχει ο Πρεσβύτερος με τον Επίσκοπό του πρέπει να αντιμετωπίζεται από την Σύνοδο. Ο θ' Κανόνας της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, όπως είδαμε προηγουμένως, απαγορεύει στον Κληρικό να καταφεύγη στα κοσμικά δικαστήρια εναντίον άλλου Κληρικού, αλλά οφείλει να απευθύνεται στον Επίσκοπό του. Και εάν ακόμη ο Πρεσβύτερος έχη προβλήματα με τον Επίσκοπό του, πρέπει να καταφεύγη στην Σύνοδο και όχι στα πολιτικά δικαστήρια. Ο ιερός Κανόνας διακελεύει: «Εί δε κληρικός πράγμα έχει προς τον ίδιον, ή και προς έτερον επίσκοπον, παρά τη συνόδω της επαρχίας δικαζέσθω».
Αυτή η βασική κανονική αρχή ισχύει και για την λύση του επιτιμίου της ακοινωνησίας. Άν το επιτίμιο επιβλήθηκε άδικα, και εάν ο Επίσκοπος που το επέβαλε δεν το λύη, για διαφόρους λόγους, τότε το θέμα οδηγείται προς την Σύνοδο για να εξετασθή.
Ο στ' Κανόνας της Αντιοχείας λέγει ότι το επιτίμιο της ακοινωνησίας λύεται από τον Επίσκοπο «ή, συνόδου γενομένης, απαντήσας απολογήσεται, πείσας τε την σύνοδον, καταδέξοιτο ετέραν απόφασιν. Ο αυτός δε όρος επί λαϊκών, και πρεσβυτέρων, και διακόνων, και πάντων των εν τώ κανόνι».
Ο ιδ' της Σαρδικής αναφέρεται διεξοδικώς στο θέμα αυτό. Κατ αρχάς λέγει ότι ο επιτιμηθείς από τον Επίσκοπό του έχει το δικαίωμα να αναφερθή στον Μητροπολίτη της συγκεκριμένης επαρχίας. «Ο εκβαλλόμενος εχέτω εξουσίαν επί τον επίσκοπον της μητροπόλεως της αυτής επαρχίας καταφυγείν». Έπειτα λέγεται ότι κατά τον καιρόν της κρίσεως της υποθέσεως αυτής από την Σύνοδο, αφ ενός μεν ο Επίσκοπος πρέπει να αντιμετωπίση το θέμα αυτό με γενναιότητα, έως ότου βγή τελεσίδικη απόφαση, «καί ή κυρωθή αυτού η απόφασις, ή διορθώσεως τύχη», αφ ετέρου δε ο ακοινώνητος δεν θα πρέπει να παραβή τον αφορισμό πριν εξαχθή απόφαση. «Πρίν δε επιμελώς και μετά πίστεως έκαστα εξετασθή, ο μη έχων την κοινωνίαν προ της διαγνώσεως του πράγματος, εαυτώ ουκ οφείλει εκδικείν την κοινωνίαν». Εάν όμως οι Κληρικοί της Επισκοπής διαπιστώσουν την υπεροψία και την αλαζονεία του επιτιμηθέντος Κληρικού με το να μη υπακούη στον Επίσκοπό του, τότε πρέπει να συνέλθουν και με πικρά και επιπληκτικά λόγια να τον φέρουν σε υποταγή και ταπείνωση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, κατά τον Βαλσαμώνα, δεν είναι υβριστικό για τον Επίσκοπο να ζητή ο αφορισθείς να εξετασθή η αιτία του αφορισμού, αλλά και ο επιτιμηθείς οφείλει να δέχεται τον αφορισμό και να αναμένη την εξέταση του θέματος αυτού. Γράφει: «Σημείωσαι ούν από του παρόντος κανόνος, ότι ουκ έστιν υβριστικόν τώ επισκόπω το τον αφορισθέντα ζητείν κατεξετασθήναι την αιτίαν του αφορισμού και ότι, κάν όπως αν αφορισθή ο κληρικός, οφείλει δέχεσθαι τον αφορισμόν, και αναμένειν την εξέτασιν».
Βέβαια η Σύνοδος των Επισκόπων δεν ασχολείται μόνον με το θέμα εάν δικαίως ή αδίκως ο Επίσκοπος επέβαλε το επιτίμιο της ακοινωνησίας, αλλά επιλαμβάνεται του θέματος και εάν κάποιος Επίσκοπος δέχθηκε έναν Κληρικό σε κοινωνία, ενώ επιτιμήθηκε από άλλον Επίσκοπο και δεν έχει λυθή το επιτίμιο. Ο ιγ' της Σαρδικής γράφει: «Ει δε τολμήσοι τούτο ποιήσαι, γινωσκέτω, συνελθόντων επισκόπων, απολογία εαυτόν υπεύθυνον καθεστάναι».
στ) Οι Κανονικές ποινές, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και το επιτίμιο της ακοινωνησίας, έχουν καθαρά «ευχαριστιακό χαρακτήρα», αφού η θεία Ευχαριστία αποτελεί το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής. Μέ τους Κανόνες η Εκκλησία καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα προσέρχεται κανείς στην θεία Ευχαριστία και την μετάληψη του Σώματος και Αίματος του Χριστού. Έτσι, καθορίζονται τα στάδια των μετανοούντων, εν αναφορά προς την θεία Ευχαριστία και την θεία Κοινωνία. Είναι οι «[προσκλαίοντες», οι «ακροώμενοι», οι «υποπίπτοντες», οι «συνιστάμενοι» και τέλος οι «κοινωνούντες» του Σώματος και Αίματος του Χριστού.
Ο κθ' Κανόνας της Καρθαγένης αποφαίνεται: «Επίσης έγινε δεκτό από όλη την σύνοδο, εκείνος που αποκλείστηκε από την "κοινωνία" εξαιτίας της ραθυμίας του, είτε επίσκοπος είτε οποιοσδήποτε κληρικός, αν τολμήση να έρθη σε "κοινωνία" κατά το διάστημα που είναι αποκλεισμένος απ' αυτήν, πριν να γίνη δεκτός σε ακρόαση, να θεωρηθή ότι ο ίδιος έχει βγάλει εναντίον του εαυτού του την απόφαση της καταδίκης του» (βλ. Προδρόμου Ακανθόπουλου, ένθ. ανωτ. σελ. 313).
Αυτό σημαίνει ότι όποιος τελεί κάτω από το επιτίμιο της ακοινωνησίας, πρέπει να σεβαστή αυτήν την απόφαση και να απόσχη από την θεία Ευχαριστία και την θεία Κοινωνία, διαφορετικά είναι αυτοκατάκριτος. Όπως, όμως, ερμηνεύει τον Κανόνα αυτό ο Ιωάννης Ζωναράς, αυτοί που αφορίζονται «χρή, κάν μη δικαίως λέγωσιν επιτιμηθήναι, εμμένειν τώ επιτιμίω, έως αν ακουσθώσι παρά τον έχοντα δίκαιον ανακρίνειν τα τοιαύτα». Εάν όμως ο ακοινώνητος «τολμήσει εις κοινωνίαν ελθείν προ του εξετασθήναι», «αυτός εαυτόν, φησι, κατεδίκασε».
Το ίδιο περιεχόμενο συναντάμε και στον ιδ' Κανόνα της Σαρδικής, τον οποίον ανέφερα προηγουμένως. Γράφεται: «Πρίν όμως να εξετασθεί το καθετί με προσοχή και με ακρίβεια, δεν πρέπει να απαιτεί την "κοινωνία" για τον εαυτό του αυτός που έχει αποκλεισθή από αυτήν (δηλ. ο ακοινώνητος) πριν από την έρευνα της υπόθεσης».
Εάν όμως προχωρήση σε εκκλησιαστική κοινωνία, τότε οι Κληρικοί βλέποντες «τήν υπεροψία και αλαζονείαν αυτού», «πρέπει να τον επαναφέρουν αυτόν στην τάξη με πιο αυστηρά και σκληρά λόγια, ώστε να υπηρετούν και να υπακούουν σ' αυτόν που προστάζει τα πρέποντα».
Κατά τον Ιωάννη Ζωναρά «ο αφωρισμένος ουκ οφείλει προ της διαγνώσεως αναιδώς προσιέναι τη κοινωνία». Ο δε Θεόδωρος Βαλσαμών ερμηνεύει ότι εκείνος που είναι ακοινώνητος «οφείλει φυλάττειν τον αφορισμόν», όπως και αν επιβλήθηκε «καί μη καταφρονείν αυτού, μέχρις αν δοκιμασθή η τούτου αιτία».
Από όσα κατεγράφησαν πιο πάνω φαίνεται καθαρά ότι ο Επίσκοπος έχει την εξουσία να επιβάλη το επιτίμιο της ακοινωνησίας στους Κληρικούς του, αφού αυτό αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά του, που απορρέει από την αρχιερατική του εξουσία, που συνδέεται με το «δίκαιο των χειροτονιών» και το «δίκαιο των κρίσεων». Δεν είναι δυνατόν το επιτίμιο της ακοινωνησίας να επιβάλλεται σε κάποιον Κληρικό από τον Μητροπολίτη της Επαρχίας ή από την Σύνοδο και όχι από τον Επίσκοπο στον οποίο ανήκει ο συγκεκριμένος Κληρικός.
Σε όλη την βιβλικοπατερική παράδοση ο Επίσκοπος είναι διδάσκαλος και ιατρός. Μέ τις ιδιότητες αυτές διδάσκει αλλά και θεραπεύει. Μέ την αρμοδιότητά του αυτή έχει την δυνατότητα να δίδη κάθε φορά τα απαραίτητα φάρμακα, αλλά ενίοτε να κάνη και χειρουργικές επεμβάσεις. Κανείς δεν μπορεί να στερήση τον Επίσκοπο αυτής της αρμοδιότητός του, αρκεί να γίνεται με διάκριση και αγάπη, η οποία ελέγχεται από την Σύνοδο των Επισκόπων.
Ο επιτιμηθείς οφείλει να υπακούση στην απόφαση του Επισκόπου του, καθώς επίσης και οι άλλοι Επίσκοποι οφείλουν να σεβασθούν την απόφαση του επιτιμήσαντος Επισκόπου. Άν ο ακοινώνητος προσέλθη σε κοινωνία «αναιδής», τότε ο ίδιος είναι «αυτοκατάδικος» μεγαλυτέρας ποινής.
Εκείνος που επέβαλε το επιτίμιο έχει την αρμοδιότητα και να το λύση, όταν βέβαια υπάρξη μετάνοια εκ μέρους του επιτιμηθέντος.
Όμως η Σύνοδος των Επισκόπων επιλαμβάνεται του θέματος καί, κατόπιν επιμελούς εξετάσεως, ή επικυρώνει τελεσίδικα την απόφαση αυτή του Επισκόπου ή μειώνει το επιτίμιο ακοινωνησίας ή το λύει. Βέβαια και στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται να υπάρχη μετάνοια ή λύεται εάν, μετά από την επιμελή εξέταση, διαπιστωθή ότι επιβλήθηκε αδίκως από τον Επίσκοπο στον Κληρικό.
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος σε σχετικό ερώτημα Μητροπολίτου της Εκκλησίας της Ελλάδος απεφάνθη ότι η επιβολή του επιτιμίου της ακοινωνησίας μπορεί να επιβληθή από τον οικείο Επίσκοπο:
«Όσον αφορά δε το θέμα της επιβολής του επιτιμίου της ακοινωνησίας εις την εν τοίς ύπερθεν διαλαμβανομένην Μοναχήν, η Ιερά Σύνοδος έκρινεν ότι η υμετέρα Σεβασμιότης ορθώς ενήργησε εντός των κανονικών πλαισίων της αρμοδιότητος και της ποιμαντικής μερίμνης αυτής» (505/677/4-4-2008 Ιεράς Συνόδου).
Επίσης, η Σύνοδος των Επισκόπων επιβάλλει το επιτίμιο της ακοινωνησίας με την γνώμη του οικείου Επισκόπου, όταν παραβαίνωνται σαφώς εκκλησιαστικές αποφάσεις, όπως για παράδειγμα η μη τήρηση των αποφάσεων των Συνοδικών Δικαστηρίων, προκειμένου να διασφαλισθή το κύρος της Εκκλησίας και η ενότητά της. Στις περιπτώσεις αυτές το επιτίμιο της ακοινωνησίας δεν το επιβάλλει ο Επίσκοπος, αλλά η Σύνοδος με την συγκατάθεση του οικείου Επισκόπου.
Ακόμη, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος σε ερώτημα Μητροπολίτου απεφάνθη ότι οι ιεροτελεστίες οι οποίες τελούνται από ακοινώνητο Κληρικό είναι άκυρες. Συγκεκριμένως απεφάνθη:
«Αι υπό του εν ακοινωνία τελούντος Αρχιερέως γενόμεναι ιεροτελεστίαι, εν αίς ο εγκαινιασμός ναών, τυγχάνουσιν κανονικώς άκυροι και δέον όπως επαναληφθώσι υπό του κανονικού Αρχιερέως» (2730/1219/15-10-1996 Ι.Σ.).
Όλα πρέπει να γίνωνται για την ενότητα της Εκκλησίας. Και το κύρος του επισκοπικού βαθμού πρέπει να διαφυλάσσεται, αλλά και η δικαιοσύνη να επικρατή. Αυτό θα το δούμε στην επόμενη ενότητα.

4. Η ποινή της ακοινωνησίας, κατά τον Καθηγητή Βλάσιο Φειδά

Ο Καθηγητής Βλάσιος Φειδάς στο βιβλίο του «Ιεροί Κανόνες και Καταστατική Νομοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Αθήνα 1997) και στις σελίδες 113 κ.εξ. αναφέρεται στην ποινή της ακοινωνησίας κατά το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας, ήτοι τους ιερούς Κανόνες και τους ερμηνευτές τους.
Θα τονισθούν τα βασικά σημεία από το κείμενο αυτό.
Σε όλο το κείμενο γίνεται διάκριση μεταξύ του πνευματικού επιτιμίου της ακοινωνησίας, που επιβάλλεται από τον εξομολόγο στον εξομολογούμενο στα πλαίσια της θεραπευτικής παρέμβασης, της ποινής της ακοινωνησίας από τον Επίσκοπο και την Σύνοδο, της ποινής του μεγάλου αφορισμού και της ποινής της αργίας που επιβάλλονται από τα αρμόδια Συνοδικά Όργανα κατόπιν της σχετικής διαδικασίας.
Η ποινή της ακοινωνησίας κείται μεταξύ του πνευματικού επιτιμίου της ακοινωνησίας και της ποινής του μεγάλου αφορισμού και μάλιστα συγγενεύει τόσο με το πνευματικό επιτιμίο της ακοινωνησίας, που επιβάλλεται από τον εξομολόγο, όσο και με την ποινή του μεγάλου αφορισμού, «αλλά δεν συμπίπτει πλήρως προς την κανονική ποινή του αφορισμού».
Δηλαδή, «η ποινή της ακοινωνησίας παραδίδεται από την κανονική παράδοση ως μία ιδιώνυμη ποινή με ιδιαίτερο περιεχόμενο και διαφορετικό χαρακτήρα από τις συγγενείς ή συνώνυμες εκκλησιαστικές ποινές του αφορισμού, της αργίας ή και του πνευματικού επιτιμίου της ακοινωνησίας. Η ακοινωνησία, ως "αποκοπή εκ της εκκλησιαστικής κοινωνίας", είναι πράγματι μια εκκλησιαστική ποινή και όχι απλώς ένα πνευματικό επιτίμιο».
«Ωστόσο, η ποινή της ακοινωνησίας είναι βαρυτέρα τόσο σε σύγκριση προς το επιτίμιο της ακοινωνησίας, όσο και σε σύγκριση προς την ποινή της αργίας».
Επομένως, η ακοινωνησία ως «αποκοπή εκ της εκκλησιαστικής κοινωνίας» είναι εκκλησιαστική ποινή και όχι ένα πνευματικό επιτίμιο που επιβάλλεται από τον εξομολόγο στα πλαίσια του μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως. Διαφέρει δε από το πνευματικό επιτίμιο της ακοινωνησίας, διότι επιβάλλεται προληπτικώς και σωφρονιστικώς και «ανεξάρτητα από την εφαρμογή ή μη των καθιερωμένων δικονομικών τύπων στην άσκηση της δικαστικής δικαιοδοσίας της Εκκλησίας».
Το πνευματικό επιτίμιο της ακοινωνησίας επιβάλλεται από τον εξομολόγο στα πλαίσια του Μυστηρίου της ιεράς Εξομολογήσεως και δεν μπορεί ο επιτιμηθείς να κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων.
Η ποινή της ακοινωνησίας επιβάλλεται από τον Επίσκοπο και από την Ιερά Σύνοδο: «Στην ποινή της ακοινωνησίας η αρμοδία εκκλησιαστική αυθεντία (Επίσκοπος, Σύνοδος)...».
Η ποινή της αργίας επιβάλλεται από τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα σε έναν Κληρικό και δεν μπορεί να λειτουργήση ή να τελέση κάποια ιεροπραξία, αλλά μπορεί να κοινωνήση από άλλον κανονικό Κληρικό.
Όμως ο επιτιμηθείς με την ποινή της ακοινωνησίας Κληρικός επιτιμήθηκε από τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα και επί πλέον όχι μόνον δεν μπορεί να τελέση το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και άλλες ιεροπραξίες, αλλά και δεν μπορεί να κοινωνήση από άλλον κανονικό Κληρικό.
Ακόμη, η ποινή της ακοινωνησίας «επιβάλλεται από τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα για συγκεκριμένα εκκλησιαστικά παραπτώματα (αίρεση, σχίσμα, παρασυναγωγή, απειθαρχία κλπ.), όπως ακριβώς και οι άλλες εκκλησιαστικές ποινές».
Η ποινή της ακοινωνησίας επιβάλλεται και σε Κληρικούς και σε λαϊκούς, αλλά έχει τρεις ιδιαιτερότητες:
Έχει προληπτικό χαρακτήρα και σκοπεύει αφ ενός μεν στην επισήμανση του ποιμαντικού προβλήματος, αφ ετέρου δε στην μετάνοια αυτού που δέχθηκε το επιτίμιο της ακοινωνησίας. «Η ποινή της Ακοινωνησίας, η οποία επιβάλλεται προληπτικώς στους κληρικούς και τους λαϊκούς για παραπτώματα πίστεως ή και κανονικής τάξεως», αίρεται όταν εκφράση δημόσια την μεταμέλειά του.
Επιβάλλεται σε κληρικούς και λαϊκούς για ορισμένο και αόριστο χρονικό διάστημα και για συγκεκριμένο σκοπό, που είναι η δημόσια μεταμέλειά τους. Η ποινή της ακοινωνησίας επιβάλλεται «γιά ορισμένο ή και για αόριστο χρόνο και αποσκοπεί αφ ενός μεν στην ποιμαντική επισήμανση του προβλήματος, αφ ετέρου δε στην πρόσκληση του αποκοπτόμενου από την εκκλησιαστική κοινωνία να εκφράση δημόσια τη μεταμέλειά του, οπότε και αίρεται αυτομάτως η ποινή».
Για την ποινή της ακοινωνησίας δεν απαιτείται η τήρηση «τών καθιερωμένων δικονομικών τύπων», δηλαδή δεν απαιτείται απαγγελία κατηγορίας, ανακρίσεις, απολογία κλπ.

5. Το Συμβούλιο της Επικρατείας για το επιτίμιο της ακοινωνησίας

Είναι σημαντικές τρεις αποφάσεις του Σ.τ.Ε. για το επιτίμιο της ακοινωνησίας, οι οποίες αποφάσεις εξεδόθησαν ύστερα από προσφυγή Κληρικών και μοναχών, στους οποίους επεβλήθηκε το επιτίμιο της ακοινωνησίας.
Η πρώτη απόφαση αναφέρεται στο ότι το επιτίμιο της ακοινωνησίας δεν προβλέπεται από τον πολιτειακό νόμο, αλλά επιβάλλεται από την Εκκλησία, σύμφωνα με τους ιερούς Κανόνες. Συγχρόνως προσδιορίζεται το περιεχόμενο του επιτιμίου της ακοινωνησίας, ήτοι ο ακοινώνητος δεν μπορεί να κοινωνήση των αχράντων Μυστηρίων, δεν μπορεί να μεταδώση την θεία Κοινωνία στους πιστούς, δεν μπορεί να τελέση την θεία Λειτουργία και άλλες ιεροπραξίες.
«Επειδή, όπως έχει κριθεί, το επιτίμιο της ακοινωνησίας, που επιβάλλεται από την Εκκλησία στους λειτουργούς της, δεν προβλέπεται από πολιτειακό νόμο. Ανάγεται στην εσωτερική μυστηριακή σχέση κοινωνίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους λειτουργούς της, στη σχέση δε αυτή οι τελευταίοι αυτοπροαιρέτως προσχωρούν δια της ιερωσύνης. Το επιτίμιο αυτό επιβάλλεται από την Εκκλησία ως πνευματικό οργανισμό και προβλέπεται από ιερούς κανόνες πνευματικής φύσεως. [Κανών 5 Α' Οικουμενικής Συνόδου, Κανών 8 Δ' Οικουμενικής Συνόδου, Κανόνες 2 και 17 Συνόδου Αντιοχείας, Κανόνες 29 (37) και 79 (87) Συνόδου Καρθαγένης κ.α.]. Η επιβολή δε του επιτιμίου της ακοινωνησίας, ως πράξη πνευματικού περιεχομένου μη προβλεπομένη από πολιτειακό νόμο και συνεπαγομένη την στέρηση της μεταλήψεως της θείας κοινωνίας, την αδυναμία μεταδόσεως της θείας κοινωνίας στους πιστούς, καθώς και την απαγόρευση τελέσεως της θείας λειτουργίας και των άλλων ιεροπραξιών, δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη όπως αυτή νοείται στο άρθρο 95 παρ. 1 α' του Συντάγματος και στο άρθρο 45 του π.δ 18/1989 (Α'8) και δεν υπόκειται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 2976-2991/1996 Ολομ., 616/2004 κ.α)» (Σ.τ.Ε. 685/2011).
Η δεύτερη απόφαση του Σ.τ.Ε. αναφέρεται στο ότι ο ακοινώνητος «στερείται εκκλησιολογικής ικανότητας ασκήσεως πνευματικών καθηκόντων ηγουμένου». Αυτό σημαίνει ότι ο ακοινώνητος όχι μόνον δεν μπορεί να λειτουργήση, να κοινωνήση, να μεταδώση την θεία Κοινωνία στους πιστούς και να τελέση ιεροπραξίες, αλλά και δεν μπορεί να ασκήση και τα καθήκοντα ηγουμένου.
«Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο ηγούμενος Ιεράς Μονής της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει καθήκον α) της οργανώσεως και προαγωγής του πνευματικού βίου θρησκευτικού καθιδρύματος κατά τους ιερούς κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας και β) της διοικήσεως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά τους νόμους του Κράτους. Η κτήση και η διατήρηση της θέσεως του ηγουμένου, για την άσκηση του διττού αυτού καθήκοντος, προϋποθέτει την εκκλησιολογική ικανότητά του να ασκεί τα πνευματικά του καθήκοντα, η οποία όμως παύει να υφίσταται σε περίπτωση κατά την οποία αυτός καθίσταται ακοινώνητος λόγω επιβολής του επιτιμίου της ακοινωνησίας σε βάρος του, που έχει ως συνέπεια την αδυναμία του να τελεί θεία λειτουργία και κάθε άλλη ιεροπραξία και να μετέχει του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας (πρβλ. ΣτΕ 2979/1996 Ολομ.). Εν προκειμένω, το άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον του πρώτου αιτούντος για την ακύρωση της υπ' αριθμ. 9/2006 πράξεως του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου της Ελλάδος για Πρεσβυτέρους, Διακόνους και Μοναχούς (καί, συναφώς, για την ανάκτηση της θέσεως του ηγουμένου, από την οποία εξέπεσε δυνάμει αυτής της πράξεως), το οποίο ήταν πρόδηλο κατά το χρόνο της εκδόσεως της πράξεως αυτής και το χρόνο της ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, δεν υφίσταται και κατά το χρόνο της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, κατά τον οποίο ο ίδιος στερείται εκκλησιολογικής ικανότητας ασκήσεως πνευματικών καθηκόντων ηγουμένου Ιεράς Μονής λόγω διατηρήσεως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, του επιτιμίου της ακοινωνησίας που επεβλήθη σε βάρος του με την από 4.9.2007 πράξη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Συνεπώς, δεδομένου ότι, όπως παγίως γίνεται δεκτό, προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του εκάστοτε αιτούντος και κατά το χρόνο της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη και καθ' ο μέρος ασκείται από τον πρώτο αιτούντα» (Σ.τ.Ε. 686/2011).
Η τρίτη απόφαση του Σ.τ.Ε. αναφέρεται στο ότι η επιβολή του επιτιμίου της ακοινωνησίας «ανάγεται στην εσωτερική μυστηριακή σχέση κοινωνίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους κληρικούς και τους μοναχούς της, στην οποία αυτοί αυτοπροαιρέτως προσχωρούν δια της ιερωσύνης και του μοναχισμού». Αυτό σημαίνει ότι οι Κληρικοί και οι μοναχοί εγνώριζαν αυτό το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας και ελευθέρως προσέρχονται στην Εκκλησία. Επομένως, δεν μπορούν να προσβάλλουν τις αποφάσεις επιβολής του επιτιμίου της ακοινωνησίας και τις συνέπειές τους.
«Επειδή, καμιά από τις διατάξεις της αναφερόμενης στην προηγούμενη σκέψη πολιτειακής νομοθεσίας (ν. 5383/1932, όπως ισχύει) δεν προβλέπει το επιτίμιο της ακοινωνησίας ως πειθαρχική ποινή επιβαλλόμενη στους κληρικούς και μοναχούς της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το επιτίμιο της ακοινωνησίας προβλέπεται μόνο από ιερούς κανόνες πνευματικής φύσεως (Κανών 5 Α' Οικουμενικής Συνόδου, Κανών 7 Δ' Οικουμενικής Συνόδου, Κανόνες 2 και 17 Συνόδου της Αντιοχείας, Κανόνες 29 (37) και 79 (87) Συνόδου της Καρθαγένης κ.α.) και η επιβολή του ανάγεται στην εσωτερική μυστηριακή σχέση κοινωνίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους κληρικούς και τους μοναχούς της, στην οποία αυτοί αυτοπροαιρέτως προσχωρούν δια της ιερωσύνης και του μοναχισμού. Για το λόγο αυτό, οι πράξεις επιβολής του επιτιμίου της ακοινωνησίας δεν είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 95 παρ. 1 α' του Συντάγματος και του άρθρου 45 του π.δ. 18/1989 (Α'8) και δεν υπόκεινται σε ακυρωτικό έλεγχο από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 2976-2991/1996 Ολομ. 616/2004 κ.α.). Για την ταυτότητα δε του λόγου δεν έχουν εκτελεστότητα και δεν υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του Δικαστηρίου ούτε οι πράξεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων που εκδίδονται επί "εφέσεων" κατά πράξεων επιβολής του επιτιμίου της ακοινωνησίας, οι οποίες τυχόν ασκούνται κατ' επίκληση των διατάξεων του ν. 5383/1932» (Σ.τ.Ε. 687/2011).
Επομένως, οι Κληρικοί και μοναχοί πρέπει να σέβωνται το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας και να μη το υπονομεύουν με ενέργειες και πράξεις αντιεκκλησιαστικές.

Συμπεράσματα

Από την ανάλυση αυτή της ερμηνείας των Ιερών Κανόνων εξάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα:
1. Η ποινή της ακοινωνησίας βρίσκεται μεταξύ του πνευματικού επιτιμίου της ακοινωνησίας που επιβάλλεται από τον εξομολόγο και την ποινή του μεγάλου αφορισμού, την τελεία αποκοπή από το εκκλησιαστικό σώμα.
2. Η ποινή της ακοινωνησίας επιβάλλεται από τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα, ήτοι τον Επίσκοπο και την Σύνοδο.
3. Η ποινή της ακοινωνησίας έχει σαφώς προληπτικό και σωφρονιστικό χαρακτήρα.
4. Η ποινή της ακοινωνησίας επιβάλλεται, κατά τον Βλάσιο Φειδά, «γιά ορισμένο ή και αόριστο χρόνο» και βέβαια αν ο Κληρικός εμμένη στην νοοτροπία του και εξακολουθή να πράττη τις αντικανονικές ενέργειές του, τότε το ίδιο το επιτίμιο της ακοινωνησίας, που έχει προληπτικό και σωφρονιστικό χαρακτήρα, «εμπεριέχει την κανονική υποχρέωση για την μελλοντική κίνηση της τακτικής διαδικασίας του εμμένοντος στα κανονικά παραπτώματα κληρικού».
5. Για την επιβολή της ποινής της ακοινωνησίας δεν είναι αναγκαία η τήρηση των καθιερωμένων δικονομικών τύπων με την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια κρίση κληρικού ή μοναχού.
Σε άλλο σημείο του κειμένου του ο Βλάσιος Φειδάς γράφει: «Η επιβολή της προληπτικής ποινής της ακοινωνησίας για βεβαιωμένες και επίμονες αντικανονικές πράξεις δεν προϋποθέτει την τήρηση των καθιερωμένων δικονομικών κανόνων μιας ακροαματικής διαδικασίας, όπως και η άρση της ποινής της ακοινωνησίας δεν απαιτεί την τήρηση της διαδικασίας αυτής, αφού μπορεί να γίνη μονομερώς και αμέσως μετά τη θεραπεία των αντικανονικών πράξεων». Και αλλού γράφει: «Ο προληπτικός χαρακτήρας της ποινής της ακοινωνησίας και κατά συνέπειαν η χωρίς προηγούμενη ακροαματική διαδικασία επιβολή της από την αρμόδια εκκλησιαστική αρχή είναι κοινός τόπος στο Κανονικό Δίκαιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Η ποινή της ακοινωνησίας μπορεί να επιβληθή ακόμη και χωρίς την ακρόαση του Κληρικού και Επισκόπου, δηλαδή χωρίς την απολογία του. «Συνεπώς, η ποινή της ακοινωνησίας σε επίσκοπο ή σε άλλο κληρικό είναι δυνατόν να επιβληθή "πρό του ακουσθήναι" από τα αρμόδια συνοδικά όργανα, ο δε τιμωρηθείς κληρικός οφείλει να σεβασθή την ποινή, αφού σε αντίθετη περίπτωση, περιφρονήσεως δηλαδή της ποινής, ο κληρικός θεωρείται αυτοκατάκριτος».
6. Μέσα στα πλαίσια αυτά η ποινή της ακοινωνησίας έχει κανονικό έρεισμα και αποτελεί στοιχείο της εκκλησιαστικής παραδόσεως. «Υπό την έννοια της προληπτικής σωφρονιστικής ποινής, η εκκλησιαστική ακοινωνησία όχι μόνο έχει όλα τα χαρακτηριστικά και τις συνέπειες μιας εκκλησιαστικής ποινής, αλλά είναι και η συνηθέστερη ποινή σε όλες τις περιόδους του ιστορικού βίου της Εκκλησίας».
7. Ο ακοινώνητος Κληρικός και μοναχός «στερείται εκκλησιολογικής ικανότητος ασκήσεως πνευματικών καθηκόντων» (Σ.τ.Ε. 686/2011) και πρέπει να σεβασθή αυτήν την ποινή. Όποιος, παρά το επιτίμιο της ακοινωνησίας ασκεί τα πνευματικά του καθήκοντα, «λειτουργεί», «κοινωνεί» του Σώματος και του Αίματος του Χριστού και τελεί άλλες ιεροπραξίες ή ασκεί διοικητικά καθήκοντα, υπέχει βαρύτατες κανονικές ευθύνες. Κατά τον Βλάσιο Φειδά: «Ο τιμωρηθείς Κληρικός οφείλει να σεβασθή την ποινή (τής ακοινωνησίας), αφού σε αντίθετη περίπτωση, περιφρονήσεως δηλαδή της ποινής, ο Κληρικός θεωρείται αυτοκατάκριτος («αυτός καθ' εαυτώ της καταδίκης την ψήφον εξενηνοχέναι»)».
8. Τα «Μυστήρια», μεταξύ των οποίων και το «Μυστήριο της θείας Λειτουργίας», τα οποία τελούνται από ακοινώνητο Κληρικό, είναι άκυρα και όσοι διαπράττουν αυτό το αδίκημα υπέχουν ευθύνες, καθώς επίσης και οι Χριστιανοί που συμμετέχουν σε τέτοια «Μυστήρια» υπέχουν ευθύνες έναντι του Θεού και της Εκκλησίας.
Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η ποινή της ακοινωνησίας προβλέπεται από τους ιερούς Κανόνες, έχει ιδιαίτερο κανονικό περιεχόμενο και αποβλέπει στην σωτηρία των μελών της Εκκλησίας και την διατήρηση της ενότητος Αυτής. Και όποιος δεν σέβεται το πολίτευμα της Εκκλησίας, τους ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας, δείχνει στην πράξη ότι δεν έχει εκκλησιαστικό φρόνημα και εν τοίς πράγμασιν απομακρύνεται από την Εκκλησία.–

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου