Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ: Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΤΗΝ ΘΕΛΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΑΙΡΕΣΗ





Η “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ - ΘΕΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ” ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

ΜΕΡΟΣ Γ΄


Η διδασκαλία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού για την ελευθερία, την θέληση και την προαίρεση

Του Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ιερόθεου
==============

Αναλύοντας το θέμα της ελευθερίας της θέλησης και της προαίρεσης, θα περιορισθώ στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος ιδιαιτέρως κωδικοποίησε την θεολογία του σοβαρού αυτού θέματος.

Κατ' αρχάς ο άγιος Μάξιμος δεν κάνει ιδιαίτερο λόγο για την ελευ­θερία με την έννοια που την εκλαμβάνουν οι φιλοσο­φούντες θεολόγοι. Στά σχόλιά του στο έργο του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου «περί θείων ονομάτων» κάνει λόγο για τον σκοπό της ενανθρωπήσεως του Χριστού και γράφει: «αμαρ­τίαν γάρ πάντη αγνοήσας, κατηξίωσεν υπέρ ημών, μη εκ­στάς των οικείων, αναμαρτήτως αμαρτία δια της δι' εαυτού ημών υιοθεσίας εις την αρχαίαν επαναγάγη ελευθερίαν».

Είναι προφανές ότι οι Πατέρες δεν αναφέρονται στην «ελευθερία του Θεού από την θεότητά Του», με την «δυνατότητά Του να ενανθρω­πίζει», αφού ο Χριστός, γενόμενος άνθρωπος, δεν εξί­σταται της θείας φύσεώς Του, «τών οικείων». Δηλαδή οι άγιοι Πατέρες δεν προσδιο­ρίζουν την ελευθερία ως δυνατότητα εκστάσεως από την θεία φύση, αλλά κάνουν λόγο για την επάνοδο του ανθρώπου στην αρχαία ελευθερία, που είναι η κοι­νωνία του ανθρώπου με τον Θεό.

Και σε άλλα σημεία της διδασκαλίας του ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής κάνει λόγο για την ελευθερία όχι ως δικαίωμα ή δυνατότητα επιλογής, αλλά ως αναμαρτησία, ως ελευθερία από τα πάθη.

Αναφερόμενος στην γέννηση του Χριστού γράφει: «τή μεν γενέσει φυσικώς εις ταυτόν τώ ανθρώπω κατά την ζωτικήν αγόμενος έμπνευσιν, εξ ής το κατ' εικόνα λαβών ως άνθρωπος άπρακτον διέμεινεν έχων της ελευθερίας της αναμαρτησίας και άχραντον». Η γέννηση του Χριστού ως ανθρώπου ήταν ελεύθερη, απαθής, αυτοπροαίρετη και αγνή. Ακόμη, συνδέει την ελευθερία του ανθρώπου με το «ανείδεον κάλλος».

Όμως, σε άλλο σημείο ομιλεί για το ότι δούλος είναι αυτός που επιλέγει τα πάθη, ενώ αντίθετα ο αγώνας για την αρετή είναι «ψυχής ελευθερία».

Έπειτα, ο άγιος Μάξιμος ο Ομο­λογητής, ενώ δεν κάνει λόγο για ελευθερία, αλλά ομιλεί για προαίρεση, όμως θεωρεί ότι η προαίρεση δεν είναι θέληση-βούληση, η οποία είναι όρεξη της φύσεως, αλλά είναι όρεξη διασκεπτική για όσα εξαρτώνται από μάς, δηλαδή η προαίρεση είναι ένα κράμα, από όρεξη, βουλή και κρίση.

Γράφει: «τήν προαίρεσιν όρεξιν βου­λευτικήν των εφ' ημίν. Ουκ έστι ούν προαίρεσις η θέλησις», «η προαίρεσις ορέ­ξεως και βουλής και κρίσεως σύνοδος» «ουκ έστιν ούν θέλησις η προαίρεσις». Επίσης, κάνει λόγο για το ότι ο Χριστός με την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, αμέσως με την πρόσληψή της, οδήγησε την προαίρεση σε ατρεψία, πράγμα το οποίο το ζουν εν Χριστώ και οι άγιοι.

Επομένως, στην πατερική διδασκαλία, απ' ό,τι γνωρίζω, δεν ανευρίσκεται η έκφραση «ελευθερία της βούλησης» ή «ελεύθερη βούληση του προσώπου», αφού η βούληση είναι όρεξη της φύσεως, ενώ η προαίρεση συνδέεται με το πρόσωπο-υπόσταση, και αυτό εξηγείται με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στην σύγχρονη φιλοσοφία. Και οπωσδήποτε η πατερική διδασκαλία περί ελευθερίας και προαιρέσεως δεν μπορεί να συνδυασθή με την ελευθερία, όπως την χαρακτηρίζει η σύγχρονη φιλοσοφία και η σύγχρονη φιλοσοφούσα θεολογία.

Θα πρέπει να δούμε με συντομία όλα αυτά στην Τριαδολογία, την Χριστολογία και την ανθρωπολογία, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, που έκανε μεγάλο αγώνα για τα θέματα αυτά.

Εισαγωγικά πρέπει να σημειωθή ότι υπάρχουν πολλά χωρία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, τα οποία αναφέρονται στις σχέσεις μεταξύ υποστάσεως, φύσεως και ενεργείας, όμως εδώ θα γίνη απλώς μια νύξη.

Ο Θεοδόσιος, Επίσκοπος Καισαρείας της Βιθυνίας, μεταξύ άλλων, υποστήριζε ότι πρέπει να λέμε «μίαν ενέργειαν του Χριστού υποστατικήν», δηλαδή συνέδεε την ενέργεια με την υπόσταση. Όμως, ο άγιος Μάξιμος απάντησε ότι μια τέτοια άποψη «μόνων γάρ αιρετικών πολυθεούντων εστιν». Η ενέργεια είναι φυσική και όχι υποστατική.

Όταν κανείς απονέμη υποστατικές ενέργειες στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, τότε η μακαρία θεότητα θα έχη τέσσερεις ενέργειες, δηλαδή τρεις ενέργειες που χωρίζουν τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος και μία φυσική ενέργεια που δηλώνει την κατά φύση κοινότητα των τριών υποστάσεων. Όποιος υποστηρίζει μια τέτοια άποψη νοσεί την νόσο της τετραθεΐας.

Όμως, κατά τον άγιο Μάξιμο οι Πατέρες διδάσκουν: «φυσικήν γάρ, αλλ' ουχ υποστατικήν πάσαν είναι ενέργειαν». Εννοείται ότι κατά τον ίδιο τρόπο αναφερόμαστε στην φυσική και όχι υποστατική θέληση.

Ύστερα από αυτήν την εισαγωγική παρατήρηση θα δούμε το θέμα της θελήσεως στην Τριαδολογία.

Τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν έχουν προσωπική ελευθερία ή υποστατική ελευθερία, γιατί αν συνέβαινε αυτό, τότε κάθε Πρόσωπο θα είχε το δικό του θέλημα, την δική του ελευθερία, πράγμα που θα διασπούσε την ενότητα των Προσώπων της Αγίας Τριάδος.

Η απόδοση της θέλησης στο πρόσωπο προκειμένου να εξασφαλισθή η «ελευθερία του προσώπου» δημιουργεί πρόβλημα τριθεΐας στην Αγία Τριάδα. Ο άγιος Μάξιμος, αναφερόμενος στην Αγία Τριάδα, αποδίδει με σαφήνεια την θέληση στην φύση και όχι στο πρόσωπο.

Γράφει ότι θα ρωτούσε ευχαρίστως τους μονοθελήτες αν ο Θεός και Πατήρ όλων θέλη επειδή είναι Πατήρ ή επειδή είναι Θεός, δηλαδή αν το θέλημά Του συνδέεται με το πρόσωπο του Πατρός ή με την θεότητά Του.

Εάν θέλη επειδή είναι Πατήρ, τότε θα είναι άλλο το θέλημα του Πατρός και άλλο το θέλημα του Υιού, γιατί είναι διαφορετικά πρόσωπα. Άν όμως θέλη επειδή είναι Θεός, τότε επειδή και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα είναι Θεοί, αυτό σημαίνει ότι το θέλημα είναι της φύσεως, δηλαδή είναι θέλημα φυσικό.

Ο Θεός είναι Τριαδικός, είναι τρία Πρόσωπα, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, τα οποία έχουν μία φύση, μία ενέργεια, μία θέληση, μία δόξα, μία βασιλεία.

Η περσοναλιστική φιλοσοφία και θεολογία εγκλωβίζεται στην ταύτιση φύσεως και αναγκαιότητας και γι' αυτό είναι αναπόφευκτη η απόδοση της θέλησης στο πρόσωπο και η εξ αυτής υποτιθέμενη «εν ελευθερία» βουλητική γέννηση του Υιού και βουλητική εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Θεό Πατέρα, η οποία συνεπάγεται Αρειανισμό.

Ο άγιος Μάξιμος, όμως, και πάλι αποβαίνει σαφέστατος. Γράφει ότι η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα είναι «υπέρ την θέλησιν», δηλαδή δεν μεσολαβεί η θέληση μεταξύ του Πατρός και του Υιού, ούτε η θέληση του Πατρός προεπινοείται του Υιού, επειδή ούτε προϋπήρχε ο Πατήρ του Υιού.

Επειδή ο Πατήρ και ο Υιός είχαν «άμα το είναι», γι' αυτό έχουν και μία θέληση, «απλήν τε και αδιαίρετον», όπως έχουν και μία ουσία και μία φύση.

Το ότι ο Πατήρ γεννά τον Υιό εκ της ουσίας Του δεν συνεπάγεται αναγκαιό­­τητα ή ανελευθερία, διότι είναι αδιανόητη η απόδοση οποιασδήποτε αναγκαιότητας στην άκτιστη φύση.

Ο άγιος Μάξιμος παρατηρεί ότι εάν το φυσικό είναι και αναγκασμένο, και ο Θεός είναι κατά φύση Θεός, κατά φύση αγαθός και κατά φύση δημιουργός, τότε ο Θεός θα είναι και κατ' ανάγκη Θεός και αγαθός και δημιουργός, πράγμα που είναι βλάσφημο και να το σκεφθή κανείς.

Γιατί «τίς γάρ ο την ανάγκην επάγων;», δηλαδή, ποιός είναι εκείνος που επιβάλλει την ανάγκη; Παραπέμπει δε στο χωρίο του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας: «Μηδέν φυσικόν είναι εν τη νοερά φύσει ακούσιον».

Την ταύτιση φύσεως και αναγκαιότητας, εκτός από τους Αρειανούς, οι οποίοι την χρησιμοποιούσαν προκειμένου να αποδείξουν την κτιστότητα του Θεού Λόγου δια της εκ της βουλήσεως του Θεού Πατρός γέννησή Του, την χρησιμοποιούσαν και οι φιλονεστοριανοί Αντιοχειανοί, όπως για παράδειγμα ο Θεοδώρητος Κύρου, προκει­μένου να αποδείξουν το αδύνατον της καθ' υπόστασιν ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως στο πρόσωπο του Θεού Λόγου.

Η νεστοριανική αντιπρόταση για την ένωση θεότητας και ανθρωπότητας στον Χριστό ήταν η «συνάφεια», ένωση σχέσης δυό ξεχωριστών υποστάσεων, ανθρώπου και Θεού, η οποία έσωζε κατ' αυτούς την ελευθερία του Θεού Λόγου από μια αναγκαστική ένωση, με αποτέλεσμα ωστόσο την μη πραγματική ενανθρώπηση του Θεού Λόγου.

Όμως, η ορθόδοξη θεολογία δεν πέφτει σε τέτοιες πλάνες, γιατί διδάσκει ότι η βούληση είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου.

Ας δούμε με συντομία το θέμα της βουλήσεως-θελήσεως στην ανθρωπο­λογία.

Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του Θεού. Πολλοί Πατέρες τον όρο κατ' εικόνα τον προσδιορίζουν ως το νοερό και το αυτεξούσιο, «η δε αυτεξουσιότης εστίν αυτοκρατής του θελήματος κίνησις». Πάντως, ο Αδάμ και η Εύα είχαν την δυνατότητα της επιλογής.

Όμως, το πρώτο ανδρόγυνο δεν είχε την τελειότητα, αλλά έπρεπε να φθάση σε αυτήν, ήταν νήπιοι και έπρεπε να ολοκληρωθούν, η φύση τους ήταν ατελής.

Η κακή χρήση της προαίρεσης τους οδήγησε στην πτώση. Έτσι, η δυνατότητα της επιλογής, της προαίρεσης ήταν έκφραση της ατέλειάς τους.

Επομένως, και στον άνθρωπο η θέληση είναι όρεξη της φύσεως, είναι φυσική θέληση και όχι υποστατική, η θέληση δεν κάνει επιλογή, την οποία επιλογή κάνει η προαίρεση. Το προοδευτικό σχήμα που διδάσκει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, όπως το είδαμε και προηγουμένως, είναι: θέληση-βουλή-γνώμη-προαίρεση.

Το «θέλημα είναι φυσικόν ήγουν θέλησιν, δύναμιν του κατά φύσιν όντος ορεκτικήν». «Η προαίρεσις περί ταύτά εστι μετά την κρίσιν, περί ά η βουλή προ της κρίσεως».

Λέγοντας, όμως, ότι το θέλημα είναι της φύσεως, δεν αγνοούμε ότι ορίζουμε την υπόσταση ως ουσία μετά ιδιωμάτων, οπότε δεν μπορεί να κάνουμε λόγο για προτεραιότητα της φύσεως έναντι του προσώπου ούτε για προτεραιότητα του προσώπου έναντι της φύσεως.

Οι Πατέρες διακρίνουν το «θέλειν» από το «πώς θέλειν», γι' αυτό και δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ της θελήσεως, που είναι της φύσεως, και του πώς εκφράζεται η θέληση, που είναι του προσώπου.

Ο άγιος Μάξιμος γράφει ότι «ου ταυτόν το θέλειν και το πώς θέλειν», όπως δεν είναι το ίδιο «τό οράν και το πώς οράν».

Το να θέλη και να βλέπη κανείς είναι της φύσεως και υπάρχει σε όλα τα ομοφυή και ομογενή, αλλά «τό πώς θέλειν», όπως και «τό πώς οράν», δηλαδή το να θέλη να περπατήση ή να μη θέλη, το να βλέπη σε κάθε κατεύθυνση «τρόπος εστιν της του θέλειν και οράν χρήσεως». Αυτό δηλαδή το «πώς θέλειν» είναι «τώ κεχρημένω προσόν» που τον χωρίζει από τους άλλους, κατά την λεγομένη κοινώς διαφορά.

Επομένως, δεν μπορεί να γίνεται σύγχυση μεταξύ του «θέλειν», που είναι της φύσεως, και του «πώς θέλειν» που είναι προσόν αυτού που χρησιμοποιεί την θέληση. Αυτή είναι η χρυσή τομή μεταξύ της ουσιοκρατίας και του περσοναλισμού και δείχνει ότι η Πατερική διδασκαλία αποφεύγει τόσο την σχολαστική ουσιοκρατία όσο και τον φιλοσοφικό περσοναλισμό.

Ας δούμε το θέμα της θελήσεως στην Χριστολογία.

Ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, την ένωσε με την θεία φύση στην υπόστασή Του, την θέωσε. Άν και έγινε προς Χάρη μας άνθρωπος, Αυτός που είναι «ο ποιητής των ανθρώπων», όμως, «ημίν δηλονότι και την ατρεψίαν κατώρθωσε της προαιρέσεως, ως ατρεψίας δημιουργός».

Έτσι, «τό ανθρώπινον του Θεού» (τού Χριστού) «κατά προαίρεσιν ως ημείς ου κεκίνηται», κάνοντας με την εξέταση και την κρίση τον διαχωρισμό των αντιθέτων, «ίνα μη φύσει κατά προαίρεσιν νομισθείη τρεπτόν».

Αλλά, αφού έλαβε το είναι, αμέσως μετά την ένωσή του με τον Θεόν Λόγον «αδίστακτον, μάλλον δε στάσιμον την κατ' όρεξιν φυσικήν, ήτοι θέλησιν, κίνησιν έσχεν».

Οπότε, η προαίρεση στον Χριστό δεν κινήθηκε.

Οι άνθρωποι ως ατελείς, με την γέννησή τους, έχουν την προαίρεση, αφού έχουν την δυνατότητα να κινηθούν προς τα δύο, «τά καλά τε λέγω και τα κακά». Αυτή, όμως, η δυνατότητα της επιλογής –τής προαίρεσης– παύει να υφίσταται στους αγίους, που ενώνονται με τον Χριστό και γίνονται μέλη του Σώματός Του, αφού και αυτοί αποκτούν την ατρεψία της προαίρεσης, κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α' Κορ. ιγ', 8). Στην Βασιλεία του Θεού δεν θα υπάρχη δυνα­τότητα επιλογής, οι άγιοι θα έχουν εν Χριστώ ατρεψία της προαίρεσης, αφού δεν θα υπάρχουν αντίθετες καταστάσεις.

Επομένως, τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν έχουν ελευθερία, όπως την εννοούν οι φιλοσοφούντες θεολόγοι.

Ο Θεάνθρωπος Χριστός δεν έχει δυνατότητα επιλογής, ήτοι γνωμικό θέλημα, αφού έχει ατρεψία προαίρεσης. Και ο άνθρωπος στην πτωτική κατάσταση έχει μεν δυνατότητα προαίρεσης, αλλά όταν φθάνη στην θέωση αποκτά εν Χριστώ την ατρεψία της προαίρεσης και οδηγείται με την εν Χριστώ άσκηση και την μυστηριακή ζωή από το γνωμικό θέλημα στο φυσικό θέλημα.

Έτσι, η ελευθερία της βουλήσεως και η ελευθερία του προσώπου, την οποία οι θεολόγοι σήμερα επαινούν υπερβαλλόντως, ως στοιχείο του Θεού και του ανθρώπου, ως έκφραση και καθοριστικό γνώρισμα του ανθρώπου που συνιστά την τελειότητά του, είναι απαράδεκτη από θεολογικής πλευράς.

Η ελευθερία δεν είναι υποστατική, αλλά φυσική. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι έτσι διατρανώνεται η καλή λίαν δημιουργία του Θεού.

Αντιθέτως, το πρόσωπο είναι εκείνο που κάνοντας παράχρηση της θεόσδοτης ελευθερίας της φύσεως καταλήγει στην αμαρτία. Επομένως, δεν «υπερβαίνει το πρόσωπο δια της ελευθερίας την αναγκαιότητα της φύσεως», αλλά αντίστροφα, κάθε άνθρωπος με την ενέργεια της θείας Χάριτος και την δική του συνέργεια δια της φυσικής θελήσεως, μπορεί να αχθή πέραν των ορίων της φύσεώς του και να φθάση στην θέωση. Αντίθετα, το πρόσωπο είναι εκείνο που αν δεν κάνη καλή χρήση του αυτεξουσίου, καταλήγει δέσμιο της αμαρτίας και υποδουλώνει την φύση στα πάθη. Συνεπώς, η απόδοση αναγκαιότητας στην φύση δείχνει είτε άγνοια των πατερικών κειμένων είτε ερμηνευτικό εκβιασμό τους με σκοπό την εξαγωγή των ποθουμένων περσοναλιστικών συμπερασμάτων.
(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου