τοῦ Μητροπολίτου Αὐστρίας καὶ Ἐξάρχου Οὑγγαρίας κ. Ἀρσενίου
Ἡ προσευχή ὡς ἀνάβαση καί ὁμιλία τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Θεό[1] ἔχει χαρισματικό χαρακτήρα καί εἶναι ἔργο ἀσίγητο καί ἄληκτο μέσα στήν Ἐκκλησία.
Α) Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι γεμάτη ἀπό ἀναφορές στή συνεχή καί ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ. Τό «Εὐλογήσω τόν Κύριον ἐν παντί καιρῷ, διαπαντός ἡ ἄνεσις αὐτοῦ ἐν τῷ στόματί μου»[2]
τοῦ ψαλμωδοῦ ἐπιβεβαιώνουν τήν ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ
Θεοῦ γεμίζει τήν ψυχή του καί δίδει νόημα στήν ὕπαρξή του μέσα ἀπό τήν
προσευχή. Αὐτό δείχνουν καί οἱ προτροπές τῆς Καινῆς Διαθήκης «ἀγρυπνεῖτε ἐν παντί καιρῷ δεόμενοι»[3] καί «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε»[4].
Ἡ ἀγγελομίμητη αὐτή πράξη ἐκχέει στήν
καρδιά τοῦ ἀνθρώπου τήν χάρη, τήν εὐφροσύνη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τήν
κάνει κατοικητήριο τῆς Παναγίας Τριάδος καί δημιουργεῖ τίς προϋποθέσεις
ὥστε ὁ νύκτα καί ἡμέρα προσευχόμενος ἄνθρωπος «νά μεταμορφώνεται σέ
προσευχή καί νά γίνεται μυστήριο διαρκοῦς θείας κοινωνίας, πού φθάνει
μέχρι τή θέωση καί τήν ἕνωση μέ τό Θεό»[5].
Μία ἐμβάθυνση στήν προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε»[6]
θά μᾶς ἀποκαλύψει ὅτι ἔργο τῆς προσευχῆς, τόσο στήν κοινή ὅσο καί στήν
κατ’ ἰδίαν ἔκφρασή της, εἶναι ἡ διαρκής ἀναφορά καί ἕνωσή μας μέ τό
Χριστό. «Τό περιφέρειν αὐτόν ἐν τῇ καρδίᾳ καί τῷ νοΐ – κατά τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης –
καί ἀδιαλείπτως αὐτοῦ μεμνῆσθαι, καί ἐν αὐτῷ μελετᾶν καί θερμαίνεσθαι
τούτου τῷ πόθῳ, κατά τά Σεραφίμ, καί ὁρᾶν αὐτόν ἀεί, ὡς τά Χερουβίμ, καί
ἐν καρδίᾳ τοῦτον ἔχειν ἀναπαυόμενον, ὡς οἱ Θρόνοι»[7].
Ἡ ἀγάπη ἀκριβῶς πρός τόν Χριστό
ἀναβλύζει τή χαρισματική ἀκοίμητη προσευχή, ἀλλά καί ἡ χάρη τῆς
προσευχῆς ποτίζει καί ζωογονεῖ τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη[8]. Ὅπως ἀδιάλειπτα ἀναπνέομε τόν ἀέρα, σημειώνει ὁ ὅσιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής, «οὕτως ἀδιαλείπτως ὀφείλομεν τόν Κύριον αἰνεῖν τε καί ὑμνεῖν»[9]. Αὐτή ἡ ἀδιάλειπτη κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό καί δή τό Χριστό δέν περιορίζεται ἀπό τά ὅρια τοῦ χρόνου καί τοῦ τόπου. «Οὐ καιροῖς καί διαστήμασιν ὡρῶν περικλειομένη – γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος γιά τήν προσευχή -, ἀλλά νύκτωρ καί ἡμέραν ἄπαυστον τήν ἐργασίαν ἔχουσα»[10].
Ἔτσι στήν πράξη ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή
ἐφαρμόζεται πρῶτον μέ τούς διατεταγμένους καιρούς τῆς προσευχῆς, τήν
ἑπταδική δηλαδή Ἀκολουθία τοῦ νυχθημέρου, δεύτερον μέ τήν προσευχή πού
γίνεται μέ τήν καρδιά καί τρίτον μέ τήν ἐργασία, τό λεγόμενο ἐργόχειρο
στήν ἀσκητική παράδοση.
Β) Στό σημεῖο
αὐτό θά ἀναδείξουμε περισσότερο τήν ἔννοια, τό βιβλικό ὑπόβαθρο, τίς
ἱστορικές καί ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τῆς
ἐμπειρίας που συνδέεται ἄμεσα μέ τή νηπτική θεωρία τοῦ ἡσυχαστικοῦ βίου,
ἀλλά νοηματοδοτεῖ καί τήν ποιότητα τῆς προσευχῆς τοῦ κάθε Χριστιανοῦ ἐν
τῷ κόσμῳ. Ἀέναος προσευχή εἶναι ἐκείνη πού δέν σταματᾶ ποτέ νά
καλλιεργεῖται στήν ψυχή νύχτα καί μέρα. Εἶναι μία συνεχής ἐργασία τοῦ
νοῦ, προκειμένου νά ὑπάρχει ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ καί ἡ κατάνυξη στήν καρδιά.
Ἡ συνεχής μνήμη τοῦ Θεοῦ περνᾶ μέσα ἀπό τήν ἐπίμονη ἐργασία τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς. Μέσα στό «ταμιεῖον»[11] τοῦ καθενός, τό μυστικό δηλαδή τόπο τῆς καρδιᾶς, μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καί δή τό «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», κυοφορεῖται ἡ νοερά προσευχή.
Ἀποστρεφόμενος ὁ ἄνθρωπος κάθε κοσμική φροντίδα καί μάταιο λογισμό εἶναι σέ θέση «ἀπερισπάστως» καί «ἀθολώτως» νά ἔχει παρρησία πρός τό Θεό. Ἐπικαλεῖται τό ὄνομα τοῦ Κυρίου νοερά, προσεύχεται «ἀβιάστως καί καθαρῶς καί ἀληθῶς»[12], εἰρηνεύει, ταπεινοῦται «καί ὅλως ἠλλοιωμένος τῇ τοῦ Θεοῦ ἀλλοιώσει φωτοειδής γίνεται»[13].
Ὅπως ὁ ὀφθαλμός, γράφει ὁ ἅγιος
Θεόληπτος Φιλαδελφείας, ἀπολαμβάνει μέ τήν ὅραση τά πράγματα χωρίς νά
μιλᾶ ἔτσι καί ὁ νοῦς μέ τή μνήμη καί τήν ἀγάπη πρός τό Θεό, μέ τή δέουσα
πάλι σιγή, «ὑπό τῆς θείας ἐλλάμψεως καταυγάζεται, ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης λαμπρότητος κομιζόμενος»[14]. Καί ὅπως πάλι ἡ γλώσσα προφέρουσα ρήματα λόγου τήν ἄδηλον θέλησιν τοῦ νοῦ ἐμφανίζει τῷ ἀκούοντι, ἔτσι καί ἡ διάνοια «τά βραχυσύλλαβα ρήματα τῆς προσευχῆς πυκνῶς καί θερμῶς ἀναγγέλλουσα, τήν τῆς ψυχῆς αἴτησιν ἀνακαλύπτει τῷ πάντα εἰδότι Θεῷ»[15].
Μέ τίς πέντε δηλαδή λέξεις τῆς νοερᾶς
καί μονολογίστου εὐχῆς φωτίζεται καί κατανύσσεται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου,
ἀποκαλύπτονται τά πάντα στόν παντογνώστη Κύριο, ἀναιροῦνται οἱ ἐμπαθεῖς
λογισμοί, φυγαδεύονται οἱ ἔννοιες τοῦ κόσμου, καί σ’ ἕνα κλίμα καθαρά
χαρισματικό ὁ ἄνθρωπος λειτουργεῖ ὡς ναός τοῦ Θεοῦ. Γίνεται κοινωνός
μυστικῶν θεωριῶν καί ἐπόπτης ἀρρήτων πραγμάτων.
Ἡ παράδοση τῆς μονολογίστου νοερᾶς
προσευχῆς, κύριο περιεχόμενο τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος
τοῦ Θεοῦ, ἔχει τίς ρίζες της στήν Ἁγία Γραφή. Στήν Παλαιά Διαθήκη π.χ.
τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ οὐσιῶδες στοιχεῖο τῆς λατρευτικῆς ζωῆς τοῦ
Ἰσραηλίτη[16]. Στήν Καινή Διαθήκη γίνεται ἀναφορά στήν προσευχή τοῦ νοῦ μέ «πέντε λόγους»[17], κάτι πού στήν πατερική παράδοση, ἀπό τούς πρώτους μόλις αἰῶνες, ἀξιοποιήθηκε γιά νά καθιερωθεῖ ἡ «καρδιακή προσευχή»[18], ἡ ἀπό τό «ἔνδον ταμεῖον»[19] καί τό βάθος τῆς καρδιᾶς γινόμενη προσευχή τοῦ νοῦ πρός τό Θεό.
Ὁ ἅγιος Ἰωάνννης ὁ Χρυσόστομος προτρέπει τά ἑξῆς στούς μοναχούς τῆς ἐποχῆς του. «βοᾶτε ἀπό πρωΐ ἕως ἑσπέρας, εἰ δυνατόν καί ὅλην τήν νύκτα, τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς»[20].
Ἄν καί ὁ λόγος αὐτός βρίσκεται σέ ἀμφιβαλλόμενο κείμενο τοῦ ὡς ἄνω
ἱεροῦ Πατρός τό βέβαιον εἶναι ὅτι ἡ μονολόγιστη εὐχή εἶναι παλαιότατη
χωρίς ποτέ, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια, νά ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν
ἀρχαϊκή πάλι διαμορφωθεῖσα ἑπταδική Ἀκολουθία τῶν κοινῶν συνάξεων.
Ὁ Διάδοχος Φωτικῆς συνδέει τή
νοερά-μονολόγιστη εὐχή μέ τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν τελειότητα.
Ὅσοι, σημειώνει, μελετοῦν ἀπαύστως στό βάθος τῆς καρδιᾶς των τό ὄνομα
τοῦ Κυρίου «οὗτοι καί τό φῶς τοῦ νοῦ αὐτῶν δύνανται ὁρᾶν ποτε»[21].
Φθάνουν δηλαδή ἀπό τήν κάθαρση στό φωτισμό καί σέ ἕνα ἐπίπεδο ἀληθοῦς
Λατρείας, μιᾶς καί ἡ νοερά προσευχή κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος
θεωρεῖται ὡς «Θεοῦ καταλλαγή, δακρύων μήτηρ καί πάλιν θυγάτηρ,
ἁμαρτημάτων ἱλασμός, ἀγγέλων ἔργον, ἀσωμάτων πάντων τρυφή, ἡ μέλλουσα
εὐφροσύνη, ἀπέραντος ἐργασία, ἀρετῶν πηγή, χαρισμάτων πρόξενος, προκοπή
ἀόρατος, τροφή ψυχῆς, νοῦ φωτισμός»[22].
Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, μέ τή νοερά προσευχή πού τιθασεύει τά πάθη καί βοηθᾶ τόν προσευχόμενο νά ἀναχθεῖ σέ ὕψη πνευματικότητος, «καθίσταται
χώρα νοητή, ὅπου ὁ ἥλιος εἶναι τό φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὀξυγόνο ἡ πνοή
τοῦ παναγίου Πνεύματος, συντυχία οἱ ἅγιες ἀσώματες ἀγγελικές δυνάμεις
καί ζωή, χαρά καί εὐφροσύνη του ὁ ἴδιος ὁ Χριστός»[23].
Μέ τή νοερά προσευχή ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται
σέ προσωπική σχέση μέ τό Χριστό. Πρόκειται γιά καθαρά μυστική σχέση,
πραγματικό ἄθλημα, διότι ἀπαιτεῖ κόπο πνευματικό καί ἔχει τίς δικές της
προϋποθέσεις γιά νά μήν ὁδηγηθεῖ ὁ προσευχόμενος σέ πλάνη καί
αὐταρέσκεια. Γι’ αὐτό ἕνας ἀπό τούς σύγχρονους ἁγίους, ὁ π. Πορφύριος
σημειώνει ὅτι «ἡ νοερά προσευχή γίνεται μόνο ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει
ἀποσπάσει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Δέν πρέπει νά γίνεται μέ τή σκέψη ‘νά τή
μάθω, νά τήν καταφέρω, νά τήν φθάσω’, γιατί μπορεῖ νά ὁδηγηθοῦμε στόν
ἐγωϊσμό καί στήν ὑπερηφάνεια. Χρειάζεται πείρα, λαχτάρα, ἀλλά καί
σύνεση, προσοχή καί φρόνηση γιά νά εἶναι ἡ προσευχή καθαρή καί θεάρεστη»[24].
Ἕνας ἄλλος ἐπίσης Γέροντας τοῦ καιροῦ
μας, ὁ Ἰωσήφ ὁ ἁγιορείτης ὁ ἡσυχαστής, δίδει συγκεκριμένες ὁδηγίες γιά
τό σωστό τρόπο ἐφαρμογῆς τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἐπειδή μάλιστα ὁ νοῦς
μπορεῖ νά τήν ξεχάσει ἐφόσον δέν τήν ἔχει συνηθίσει, θά πρέπει νά
λέγεται ἄλλοτε ἔκφωνα καί ἄλλοτε νοερά. «Αὐτό γίνεται μέχρις ὅτου χορτάσῃ ὁ νοῦς καί γίνῃ ἐνέργεια», δηλαδή πλησθεῖ ἐσωτερικῆς χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως. «Τότε», γράφει ὁ Γέρων, «θά
λέγεται μέσα σου ἀδιαλείπτως, χωρίς τήν βίαν τήν ἐδικήν σου. Αὐτό
λέγεται αἴσθησις - ἐνέργεια . ἐπειδή ἡ χάρις ἐνεργεῖ χωρίς τήν θέλησιν
τοῦ ἀνθρώπου. Τρώγει, περιπατεῖ, κοιμᾶται, ξυπνᾷ καί μέσα φωνάζει
διαρκῶς τήν εὐχήν. Καί ἔχει εἰρήνην, χαράν»[25].
Αὐτοί ἄλλωστε εἶναι καί οἱ καρποί τῆς
νεορᾶς προσευχῆς, ἡ χαρά καί ἡ εἰρήνη. Χαίρεται ὁ προσευχόμενος γιατί τό
φῶς τοῦ Χριστοῦ φωτίζει τό νοῦ καί τήν καρδιά του δημιουργώντας τίς
προϋποθέσεις γιά πρόγευση τῆς ἀνείπωτης χαρᾶς τῆς θείας βασιλείας.
Εἰρηνεύουν ἐπίσης οἱ λογισμοί μέ ἀποτέλεσμα να γαληνεύει ὁ ὅλος ἄνθρωπος
καί νά ἀκτινοβολεῖ τό πρόσωπό του τήν εἰρήνη καί τή γαλήνη τοῦ Χριστοῦ.
Μέ τή νοερά προσευχή ἐπίσης ἐνεργοποιοῦνται χαρίσματα καί ἀρετές στήν
ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, κατανύσσεται ἡ καρδιά του ἔτσι ὥστε νά καθαρίζεται,
νά ἔχει τά δάκρυα ὡς φάρμακο, νά πληροῦται ἀπό τό χαροποιόν πένθος μήν
ἀφήνοντας περιθώριο γιά τήν κακία, τήν ἐμπάθεια καί κάθε ἐνέργεια τοῦ
πονηροῦ[26].
Γ) Ἀναφέραμε
προηγουμένως ὅτι ἡ νοερά προσευχή δέν ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν
προσευχή τῶν κοινῶν συνάξεων. Καί τοῦτο διότι τόσο ἡ κατ’ ἰδίαν
προσευχή, ὅσο καί ἡ κοινή θεμελιώνονται στήν ἴδια ἐκκλησιολογική βάση. Ἡ
μία προϋποθέτει τήν ἄλλη. «Καί οἱ δύο τύποι προσευχῆς – γράφει ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ – εἶναι
κάτι παραπάνω ἀπό συμπληρωματικοί· εἶναι ὀργανικά δεμένοι μεταξύ τους,
σάν δυό ἀχώριστες τῆς ἴδιας πράξεως εὐσεβείας. Καθένας μόνος του,
χωριστά ἀπ’ τούς ἄλλους, μπορεῖ νά χαράξη ἐσφαλμένους δρόμους, νά γίνη
ἐπικίνδυνος· ἡ κατ’ ἰδίαν προσευχή μπορεῖ νά ἐκφυλισθεῖ σέ εὐσεβισμό, σέ
μία πράξι συγκινησιακή καί ἐκστασιακή, μιά πράξι διασπαστική. Ἀπό τό
ἄλλο μέρος πάλι, ὅταν ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν καθόλου προηγουμένως ἀσκηθῆ,
προσπαθήσουν νά ‘ἑνωθοῦν’ μέ τούς ἄλλους, τό ἀποτέλεσμα δέν θά εἶναι
προσευχή κοινότητος, ἀλλά μᾶλλον μαζική προσευχή. Δέν θἆναι ἡ προσευχή
μιᾶς κοινότητος προσώπων, ἀλλά ἐκείνης τῆς ἀπρόσωπης μάζας - ἁπλῆ
τυπικότητα καί ὑποκρισία μ’ ἄλλα λόγια. Ἀποτελεῖ, λοιπόν, ἀναγκαιότητα
μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἡ προπαρασκευή τῶν πιστῶν γιά τήν κοινή
προσευχή, μέσῳ τῆς προσωπικῆς εὐσεβείας, στό ἰδιαίτερό τους ‘ταμεῖο’»[27].
Ὁσάκις προέκυψαν προβλήματα διάσπασις
τῆς ἑνότητος κοινῆς καί κατ’ ἰδίαν μονολογίστου εὐχῆς ἡ Ἐκκλησία
ἀντέδρασε καί κατεδίκασε τήν ἐκτροπή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εἶναι ἡ
καταδίκη τῶν ὀπαδῶν τοῦ ἀρχαίου Μεσσαλιανισμοῦ καί ἀργότερα τῶν
Βογομίλων οἱ ὁποῖοι δέν ἤθελαν τήν εὐχαριστιακή ζωή καί τίς κοινές
συνάξεις, ἀλλά κινούμενοι ἀπό ἕνα πνεῦμα ὑπερασκητισμοῦ πρόβαλλαν τόν «εὐχιτισμό».
Τόνιζαν δηλαδή τήν ἀτομική εὐχή σέ βάρος τῆς μυστηριακῆς ἐμπειρίας, τῆς
λειτουργικῆς προσευχῆς καί τῆς ψαλμωδίας. Σ’ αὐτούς ἀναφέρεται τό
Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας τό ὁποῖο καί ἀναθεματίζει ὡς πλανεμένους ὅσους
μέ τήν πρόφαση τῆς ἡσυχίας βδελύσσονταν «τάς ἐν ἐκκλησίας συνάξεις»[28].
Κατά τήν περίοδο ἐπίσης τῶν ἡσυχαστικῶν
ἐρίδων μεγάλοι Πατέρες ὑπεστήριξαν τήν ἑνότητα καί σπουδαιότητα κοινῆς
καί κατ’ ἰδίαν μονολογίστου εὐχῆς. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς π.χ., ὁ
κατ’ ἐξοχήν διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τόνιζε ὅτι ὡς χριστιανοί «ἠμποροῦμε νά προσευχώμεθα μέ τόν νοῦ μας καί νά κάνωμεν προσευχήν νοεράν εὐάρεστον εἰς τόν Θεόν καί ἀληθινήν»[29]. Δέν παρέλειπε ὅμως νά συστήνει ἐνθέρμως καί τή λειτουργική προσευχή, τάς «ἐν τῷ ναῷ συνάξεις καί προσευχάς»[30].
Ὁ μοναχός Διονύσιος (14ος αἰ.) τόνιζε ὅτι δέν ἀρνοῦμαι «τό
λέγειν ἀεί τελωνικῶς τό ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἱλάσθητί μοι
τῷ ἁμαρτωλῷ καί σῶσόν με’... ἀλλά θέλει καί καρπόν χειλέων ὁ Χριστός
ἀφ’ ἡμῶν, τουτέστι δοξολογίαν καί αἴνεσιν καί εὐχαριστίαν καί εὐλόγησιν»[31].
Τό ἴδιο καί ὁ σπουδαῖος ὑμνογράφος Θηκαρᾶς ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη
(14ος αἰ.) συνέταξε νέο Ὡρολόγιο, μέ τριαδικούς ὕμνους καί εὐχές,
προκειμένου νά ὑπερασπισθεῖ θεολογικά τήν ἀμφισβητούμενη καί ἐκείνη τήν
ἐποχή ἑνότητα τῶν τριῶν προσώπων τῆς Παναγίας Τριάδος καί νά
ἀντιμετωπίσει τίς ὑπερασκητικές τάσεις ὀπαδῶν τῶν Βογομίλων πού δέν
ἤθελαν τήν κοινή Λατρεία καί προσευχή στήν ἐκκλησία. Ὁ Θηκαρᾶς ἔβλεπε τή
νοερά μονολόγιστη εὐχή ὡς προέκταση τοῦ «κοινῶς ψάλλειν» καί σέ κάθε περίπτωση ὑπερασπιζόταν «καί τό κοινῶς καί τό κατ’ ἰδίαν»[32]
ὅσον ἀφορᾶ τήν προσευχή. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὡς ἕνας
μάλιστα ἀπό τούς συνεχιστές τῆς ἡσυχαστικῆς λειτουργικῆς καί φιλοκαλικῆς
παραδόσεως ἀπευθυνόμενος σέ συγγενῆ του ἐπίσκοπο τόν συμβουλεύει νά
συνδυάζει τήν ἑπταδική Ἀκολουθία τοῦ νυχθημέρου μέ τήν καρδιακή καί
νοερά προσευχή· «καί ταύτην ἔχε ἔργον ἀδιάλειπτον καί παντοτινόν»[33].
Ὁλοκληρώνοντας τίς παρατηρήσεις μας γιά
τό νόημα τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί τή θέση της στήν Ὀρθόδοξη παράδοση νά
ἐπισημάνουμε ὅτι τόσον αὐτή ὅσο καί οἱ κοινές συνάξεις εἶναι δύο
ἀλληλένδετες ἐκφάνσεις τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς καί Λατρείας ἐντός τῆς
Ἐκκλησίας. Στόχος καί τῶν δύο εἶναι ἡ κοινωνία μέ τό Θεό, ἀλλά καί ἡ
ἀγαπητική ἀναφορά πρός τό συνάνθρωπο, τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἡ νοερά
προσευχή ἰδιαιτέρως ὡς διαδικασία κάθαρσης καί φωτισμοῦ τοῦ νοῦ, ἑλκύει
τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί διαμορφώνει τήν ἀνθρώπινη καρδιά σέ κατοικητήριο
τῆς Παναγίας Τριάδος. Προετοιμάζεται ἔτσι ὁ κάθε χριστιανός σωστότερα
καί ὁλοκληρωμένα γιά τή μετάληψη τῆς θείας Εὐχαριστίας πού εἶναι τό
πλήρωμα τῶν μυστηρίων. Ἔχει ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ὅλες τίς προϋποθέσεις νά
γίνει κοινωνός τῆς τοῦ Χριστοῦ ζωῆς καί μέτοχος τῆς αἰωνίου βασιλείας
Του.
[1] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 3, 24, PG94, 1089C.
[2] Ψαλμ. 33,1-2.
[3] Λουκ. 21, 36.
[4] Α΄ Θεσ. 5, 17.
[5] Ἀ. Κεσελόπουλου, Πάθη καί ἀρετές στή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἐκδ. «Δόμος», Ἀθήνα 21986, σ.165.
[6] Α΄ Θεσ. 5, 17.
[7] Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος..., Σ Γ΄, P.G.155, 537D . 540A.
[8] Νικοδήμου Σκρέττα (Ἀρχιμ.), Ἡ νοερά προσευχή ἔκφραση ἀληθοῦς Λατρείας Θεοῦ, μετά συναγωγῆς κειμένων παλαιῶν καί νέων Γερόντων, [Σειρά: Κανονικά καί Λειτουργικά 2], ἐκδ. «Μυγδονία», Θεσσαλονίκη 2006, σ.73.
[9] Νείλου Ἀσκητοῦ, Ἐπιστολαί ΣΑΘ´ (239), PG79, 169D.
[10] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία Στ´, Περί Εὐχῆς, PG64, 461D.
[11] Ματθ. 6, 5-6.
[12] Καλλίστου καί Ἰγνατίου Ξανθόπουλου, Περί τῶν αἱρουμένων ἡσύχως βιῶναι καί Μοναστικῶς, νγ΄, Φιλοκαλία, τ. Δ΄, σ. 252.
[13] Ἀντωνίου Μοναχοῦ, Λόγος ρστ΄, Περί Προσευχῆς, PG89, 1756D.
[14] Θεολήπτου Φιλαδελφείας, Λόγος περί μοναδικοῦ ἐπαγγέλματος, Φιλοκαλία, τ.Δ΄, σσ.7-12.
[15] Θεολήπτου Φιλαδελφείας, ὅ.π., σσ.7-12.
[16] Ἀ.Γ. Παπαρνάκη, Ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη, [Ἑρμηνεία καί Θεολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, 2], ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2006.
[17] Α΄ Κορ. 14, 19.
[18] Ἡσυχίου Πρεσβυτέρου Ἱεροσολύμων, Πρός Θεόδουλον λόγος ψυχωφελής περί νήψεως καί ἀρετῆς κεφαλαιώδης (πρόκειται γιά ἔργο Ἡσυχίου τοῦ Σιναΐτου), PG 93, 1481D.
[19] Καλλίστου καί Ἰγνατίου Ξανθόπουλου, Μέθοδος καί Κανών σύν Θεῷ ἀκριβής..., Φιλοκαλία, τ. Δ΄, σ. 245. Βλ. καί Π. Ἰ. Σκαλτσῆ, Ἡ παράδοση τῆς κοινῆς καί τῆς κατ’ ἰδίαν προσευχῆς, μέ εἰδική ἀναφορά στό Ὡρολόγιο τοῦ Θηκαρᾶ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2008, σ.σ. 380-381.
[20] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἐπιστολή πρός μοναχούς ὠφελείας πάσης καί νήψεως μεστή (ἀμφιβαλλόμενο), PG60, 752.
[21] Διαδόχου Φωτικῆς, Λόγος Ἀσκητικός νθ΄, Φιλοκαλία, τ. Α΄, σ.251.
[22] Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ. Λόγος ΚΗ΄. Περί τῆς Ἱερᾶς καί μητρός τῶν ἀρετῶν τῆς μακαρίας προσευχῆς, PG88, 1129.
[23] Νικοδήμου Σκρέττα (Ἀρχιμ.), Ἡ νοερά προσευχή ἔκφραση ἀληθοῦς Λατρείας Θεοῦ, μετά συναγωγῆς κειμένων παλαιῶν καί νέων Γερόντων, ὅ.π., σ. 218.
[24] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Χρυσοπηγῆς, Χανιά 42003, σ. 284.
[25] Ἰωσήφ Ἡσυχαστοῦ Γέροντος, Ἔκφρασις Μοναχικῆς Ἐμπειρίας, Ἐπιστολή Β΄, ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Φιλοθέου, Ἅγιον Ὄρος 62003, σ.40. Βλ. καί Νικοδήμου Σκρέττα (Ἀρχιμ.), ὅ.π., σ. 282.
[26] Βλ. Νικοδήμου Σκρέττα (Ἀρχιμ.), Ἡ νοερά προσευχή ἔκφραση ἀληθοῦς Λατρείας Θεοῦ, μετά συναγωγῆς κειμένων παλαιῶν καί νέων Γερόντων, ὅ.π., σσ. 309-323.
[27] π. Γεωργίου Φλωρόφκυ, «Ὀρθόδοξος Λατρεία», ἐν Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. «Ἄρτος Ζωῆς», Ἀθήνα 1989, σ.σ. 160-161. Βλ. καί Γ. Ἰ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 171. Βασιλείου Ἰ. Καλλιακμάνη, Ὁ ἐκκλησιολογικός χαρακτήρας τῆς ποιμαντικῆς. Λεντίῳ ζωννύμενοι ΙΙ, ἐκδ. «Μυγδονία», Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 22-23.
[28] Βλ. J. Gouillard, Le Synodikon de l’Orthodoxie, ἐν Travaux et Mémoires, τόμ. 2, Paris 1967, σ. 67. Βλ. καί Π. Ἰ. Σκαλτσῆ, ὅ.π., σσ. 282-283.
[29] Βλ. Φιλοκαλία, τ. Ε΄, σσ. 110-111.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου