- Έννοια και περιεχόμενον.
α) Είναι εις πάντας γνωστόν ότι ο
άνθρωπος επλάσθη να ευρίσκεται εις "κοινωνίαν" με τον Θεόν, η οποία και
τον κρατούσε στη ζωή και του παρείχε ολοκλήρωσι και αιώνια ευτυχία και
χαρά. Όταν ο άνθρωπος διέκοψε αυτήν την "κοινωνία" του με τον Θεόν και
ευρέθη στην τυρανία του Σατανά, στα αγκάθια και στα τριβόλια της ζωής ,
στην φθορά και στον θάνατον, εχρειάσθη η Σάρκωση του προαινωνίου Λόγου
του Θεού, δια να δοθή δι’ αυτής και πάλιν εις τον άνθρωπον η
δυνατότητα "κοινωνίας" του με τον Θεόν. Έτσι ο άνθρωπος μετά το βάπτισμά
του και το χρίσμα δύναται να μετέχη πλέον της "θείας κοινωνίας".
Όμως ο κατά Χριστόν αναγεννηθείς καινός
άνθρωπος, και μέλος του Σώματος της Εκκλησίας του Χριστού , δια να
διακρατή την δυνατότητα της συμμετοχής του εις την "θείαν κοινωνίαν",
πρέπει να ζη έτσι, ώστε η ζωή του να εναρμονίζεται προς την καθόλου ζωή
της Εκκλησίας. Διότι άλλως είτε ο ίδιος αυτοαποκόπτεται αυτής είτε το
Σώμα της Εκκλησίας τον απομονώνει και τον αποβάλλει του Σώματός της.
Δηλαδή του επιβάλλει το επιτίμιον της ακοινωνησίας.
β) Ο όρος ακοινωνησία1
ταυτιζόμενος πολλές φορές με τον όρον αφορισμός, κάποτε δε και με το
ανάθεμα, εις το Κανονικόν Δίκαιον σημαίνει τον χωρισμόν ενός μέλους της
Εκκλησίας, Κληρικού, Μοναχού ή Λαϊκού, από την εκκλησιαστικήν κοινωνίαν.
Δηλαδή ο δια του επιτιμίου της ακοινωνησίας επιτιμηθείς, δεν δύναται
να μετέχη εις τας υπό της Εκκλησίας παρεχομένας πνευματικάς ευεργεσίας,
όπως στην συμπροσευχή, στην μετοχή στα μυστήρια και τις μυστηριακές
τελετές και δη και προ παντός εις το μυστήριον της θείας κοινωνίας. Ο
Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης ισχυρίζεται μάλιστα, ότι τόσον στους
Αποστολικούς χρόνους, όσον και κατά την περίοδον των ερίδων δια το
Πάσχα, αλλά και κατά την περίοδον των Οικουμενικών Συνόδων η Εκκλησία
μας με τας Συνόδους δεν είχε κύριο σκοπό της την διατύπωσι της πίστεως,
αλλά την κρίσιν δυνατότητος τινός συμμετοχής ή μη στη θεία Ευχαριστία.2
Κατά ένα τρόπον δηλαδή η Εκκλησία μας με το επιτίμιον της ακοινωνησίας
εφαρμόζει το μέτρον που επέβαλεν ο Θεός εις τους Πρωτοπλάστους μετά την
παρακοήν, εξορίζοντας αυτούς εκ του παραδείσου.
Ειδικώτερα· Η ακοινωνησία δύναται να ταυτισθή με τον μικρόν λεγόμενον αφορισμόν,3
ενώ το ανάθεμα με τον μεγάλον.4
Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, ερμηνεύων τον Ι . Κανόνα των Αγίων
Αποστόλων, γράφει σχετικώς· "Το όνομα, ακοινώνητος, έχει τρεις σημασίας.
Διότι, ή δηλοί τον συνεστώτα μεν τη εκκλησία, και συμπροσευχόμενον με
τους λοιπούς Χριστιανούς, μη κοινωνούντα δε τα θεία Μυστήρια· ή δηλοί
τον μήτε κοινωνούντα, μήτε συνιστάμενον και προσευχόμενον με τους
πιστούς εν τη εκκλησία, αλλά αφοριζόμενον από αυτούς, και ευγαίνοντα έξω
της εκκλησίας και προσευχής. Η τελευταίον δηλοί, κάθε κληρικόν οπού
γένη από τον κλήρον ακοινώνητος: Επίσκοπον θετέον, από τους
συνεπισκόπους του, Πρεσβύτερον, από τους συμπρεσβυτέρους του, ή
Διάκονον, από τους συνδιακόνους του, και καθ’ εξής. Και κάθε μεν
ακοινώνητος, ταυτόν ειπείν αφωρισμένος από τους πιστούς τους εν τη
εκκλησία, είναι ενταυτώ και ακοινώνητος από τα Μυστήρια, κάθε δε
ακοινώνητος από τα Μυστήρια, δεν είναι ακοινώνητος και από την ομήγυριν
των πιστών... Ο δε παρών Κανών, ακοινώνητον εκλαμβάνει κατά την δευτέραν
σημασίαν".5
Ο Βαλσαμών, ερμηνεύων τον όρον
ακοινώνητος του ΙΣΤ' Κανόνος της Α' Οικουμενικής Συνόδου, λέγει
σχετικώς· "Τους δε μετακαλουμένους κληρικούς παρά των χειροτονησάντων
αυτούς, και μη πειθομένους αναστρέφειν, ακοινωνήτους αυτοίς είναι ήγουν
μη παραχωρείσθαι συνιερουργείν τούτοις· εις τούτο γαρ το μη κοινωνείν
εκλαμβάνεται· ου μην εις το μη εκκλησιάζειν, ή εις το μη μεταλαμβάνειν
των αγιασμάτων, ακουλούθως πάντως τω ΙΕ' αποστολικώ κανόνι, τω
διοριζομένω μη λειτουργείν τους τοιούτους".6
γ) Αυτή ήτο και η
συνήθης κανονική πράξις της Εκκλησίας κατά τους πρώτους αιώνας,
ακολουθώντας ούτω την προτροπήν του Κυρίου ( Ματθαίου ΙΗ 15-17 ) και του
Αποστόλου Παύλου ( Α Κορινθίους Ε 5, Τίτον Γ 10-11), Αι Διατάξεις των
Αποστόλων μαρτυρούν· "αμαρτία γαρ αναξέλεγκτος εαυτής χείρων γίνεται
και εις άλλους την διανομήν λαμβάνει"· επεί και "ζύμη μικρά πλήρωμα
φυράματος δολοί", και εις κλέπτης εις όλον έθνος το μύσος επήγαγεν, "και
μυίαι θανούσαι σαπριούσιν σκευασίαν ηδύσματος ελαίου" και "βασιλέως
υπακούοντος λόγον άδικον, πάντες οι υπ’ αυτόν υπηρέται παράνομοι" ·
ούτω και πρόβατον ψωραλέον μεταδίδωσιν ετέροις της νόσου, μη χωρισθέν
των υγιαινόντων προβάτων, και άνθρωπος λοιμώσσων πολλοίς φυλακτέος και
κύων λύσση συσχθείς επικίνδυνος παντί, ω δ’άν προσάψη. εάν ουν και
άνθρωπον παράνομον μη της εκκκλησίας του Θεού χωρίσωμεν , "ποιήσομεν τον
οίκον κυρίου σπήλαιον ληστών"7
.
Και ο Ευσέβιος Καισαρείας στην Εκκλησιαστική του Ιστορία μας αναφέρει
· ". . . την δε καθόλου και πάσαν την υπό τον ουρανόν εκκλησίαν
βλασφημείν διδάσκοντος του απηυθαδισμένου πνεύματος, ότι μήτε τιμήν μήτε
πάροδον εις αυτήν ψευδοπροφητικόν ελάμβανε πνεύμα, των γαρ κατά την
Ασίαν πιστών πολλάκις και πολλαχή της Ασίας εις τούτο συνελθόντων και
τους προσφάτους λόγους εξετασάντων και βεβήλους αποφηνάντων και
αποδοκιμασάντων την αίρεσιν, ούτω δη της τε εκκλησίας
εξισώσθησαν και της κοινωνίας είρχθησαν". Και παρακάτω · "επί τούτοις ο
μεν της Ρωμαίων προεστώς Βίκτωρ αθρόως της Ασίας πάσης άμα τοις ομόροις
εκκλησίαις τας παροικίας αποτέμνειν, ως αν ετεροδοξούσας, της κοινής
ενώσεως πειράται, και στηλιτεύει γε δια γραμμάτων ακοινωνήτους πάντας
άρδην τους εκείσε ανακηρύττων αδελφούς". Και πιο κάτω· ". . . ούτος
ηπατήθη ποτέ υπό Ασκληπιοδότου και ετέρου Θεοδότου τινός τραπεζίτου ·
ήσαν δε ούτοι άμφω μάλλον του σκυτέως μαθηταί του πρώτου επί ταύτη τη
φρονήσει, μάλλον δε τη αφροσύνη, αφορισθέντος της κοινωνίας υπό
Βίκτορος, ως έφην, του τότε επισκόπου ". 8
2. Η Κανονικότης του επιτιμίου της ακοινωνησίας.
Εκ των ανωτέρω φαίνεται
ότι η επιβολή του επιτιμίου της Ακοινωνησίας είναι μέτρον Κανονικόν,
προβλεπόμενον, μνημονευόμενον ή υποτιθέμενον από της ιδρύσεως της
Εκκλησίας μας και από τους κάτωθι Ιερούς Κανόνας αυτής :
Ι καί ΙΒ των Αγίων Αποστόλων.
Ε καί ΙΣΤ της Α Οικουμενικής Συνόδου.
ΣΤ της Β Οικουμενικής Συνόδου.
Δ , Κ , και ΚΓ της Δ Οικουμενικής Συνόδου.
Β της Αντιοχείας.
Θ της Καρθαγένης.
Συγκεκριμένα ο Δ' Κανών
της Δ' Οικουμενικής Συνόδου δια τους Μοναχούς που δεν υποτάσσονται εις
τον Επίσκοπον και δεν ασχολούνται με την προσευχήν και την νηστείαν,
αλλά περιέρχονται τας πόλεις και διαταράσσουν τις Εκκλησίες ή που
δέχονται στο Μοναστήρι τους δούλον άνευ γνώμης του ιδίου κυρίου του,
ορίζει· "Τον δε παραβαίνοντα τούτον ημών τον όρον, ωρίσαμε ακοινώνητον
είναι, ίνα μη το όνομα του Θεού βλασφημήται".9
α) Είναι μέτρον φυσικόν, διότι ο ίδιος ο επιτιμώμενος με την συμπεριφοράν του έχει δείξει, ότι δεν επιθυμεί να ζη σύμφωνα με τις αρχές της Χριστιανικής πίστεως, και επομένως μόνος έχει εκβάλει εμπράκτως εαυτόν της κοινωνίας από του Σώματος της Εκκλησίας. Άρα η Εκκλησία με το επιτίμιον της ακοινωνησίας επισημοποιεί την θέλησιν και την συμπεριφοράν του επιτιμωμένου όπερ είναι λίαν φυσικόν. Το αντίθετον, η μη επιβολή του επιτιμίου, θα ήτο αφύσικον. 10 Άλλως τε το αυτό πράττουν και πάντες οι Οργανισμοί, οι Σύλλογοι και τα Σωματεία. Εις πάντα τα εγκεκριμένα από τα Ελληνικά Δικαστήρια καταστατικά υπάρχει διάταξις αποπομπής ενός μέλους του, όταν αυτό δεν τηρεί τις διατάξεις του Καταστατικού του ή αντιστρατεύεται στους σκοπούς αυτού. Πάντες δε αποδέχονται τούτο. Θεωρώ ότι και οι υπό των δικαστηρίων παγκοσμίως επιβαλλόμενες ποινές φυλακίσεως είναι ένα είδος ακοινωνησίας.
β) Είναι μέτρον αναγκαίον. Διότι διακρατεί την εκκλησιαστικήν τάξιν και πειθαρχίαν στο Σώμα της Εκκλησίας, άνευ των οποίων δεν μπορεί να υπάρξη φυσιολογική λειτουργία στο Σώμα της Εκκλησίας ούτε ανάπτυξις και πνευματική καρποφορία.11 Είναι ακόμη το μέτρον αναγκαίον, δια να προστατευθούν εκ της κακής επιδράσεως οι κατά την πίστιν νοσούντες, όπως ενεργούν και οι ιατροί, αποκόπτοντες τα σεσηπότα μέλη του ανθρώπου ή απομονώνοντας τους πάσχοντας συνανθρώπους μας εκ μολυσματικών μεταδιδομένων ασθενειών. Εις τας Διαταγάς των Αποστόλων ορίζεται· "Πρόβατον ψωραλέον μεταδίδωσιν ετέροις την νόσον, μη χωρισθέν των υγιαινόντων προβάτων· και άνθρωπος λοιμώσσων πολλοίς φυλακτέος, και κύων λύσση συσχεθείς επικίνδυνος παντί, ω δ’άν προσάψη. Εάν ουν και ανθρωπον παράνομον μη της Εκκλησίας του Θεού χωρίσωμεν, ποιήσομεν τον οίκον του Κυρίου σπήλαιον ληστών".12 Και
γ) Το επιτίμιον της ακοινωνησίας είναι ωφέλιμον και δια τα ίδια τα επιτιμώμενα πρόσωπα. Διότι οι δια του επιτιμίου της ακοινωνησίας επιτιμώμενοι, εφ’ όσον δεν έχουν τελείως σκληρυνθή και στανικώς δεν αντιδρούν στην πίστιν και στους Κανόνες της Εκκλησίας μας, είναι δυνατόν δια του επιτιμίου να συναισθανθούν το λάθος τους και να οδηγηθούν εις μετάνοιαν και σωτηρίαν. Είναι αυτό που συνέστησεν ο Απόστολος Παύλος στους Κορινθίους δια τον αιμομείκτην ( Α' Κορινθίους Ε' 5 ).
Βεβαίως το μέτρον φαίνεται από κάποιους σκληρόν και απάνθρωπον. Όμως
το μέτρον τούτο είναι φυσικόν, αναγκαίον και κατ’ ουσίαν φιλάνθρωπον. α) Είναι μέτρον φυσικόν, διότι ο ίδιος ο επιτιμώμενος με την συμπεριφοράν του έχει δείξει, ότι δεν επιθυμεί να ζη σύμφωνα με τις αρχές της Χριστιανικής πίστεως, και επομένως μόνος έχει εκβάλει εμπράκτως εαυτόν της κοινωνίας από του Σώματος της Εκκλησίας. Άρα η Εκκλησία με το επιτίμιον της ακοινωνησίας επισημοποιεί την θέλησιν και την συμπεριφοράν του επιτιμωμένου όπερ είναι λίαν φυσικόν. Το αντίθετον, η μη επιβολή του επιτιμίου, θα ήτο αφύσικον. 10 Άλλως τε το αυτό πράττουν και πάντες οι Οργανισμοί, οι Σύλλογοι και τα Σωματεία. Εις πάντα τα εγκεκριμένα από τα Ελληνικά Δικαστήρια καταστατικά υπάρχει διάταξις αποπομπής ενός μέλους του, όταν αυτό δεν τηρεί τις διατάξεις του Καταστατικού του ή αντιστρατεύεται στους σκοπούς αυτού. Πάντες δε αποδέχονται τούτο. Θεωρώ ότι και οι υπό των δικαστηρίων παγκοσμίως επιβαλλόμενες ποινές φυλακίσεως είναι ένα είδος ακοινωνησίας.
β) Είναι μέτρον αναγκαίον. Διότι διακρατεί την εκκλησιαστικήν τάξιν και πειθαρχίαν στο Σώμα της Εκκλησίας, άνευ των οποίων δεν μπορεί να υπάρξη φυσιολογική λειτουργία στο Σώμα της Εκκλησίας ούτε ανάπτυξις και πνευματική καρποφορία.11 Είναι ακόμη το μέτρον αναγκαίον, δια να προστατευθούν εκ της κακής επιδράσεως οι κατά την πίστιν νοσούντες, όπως ενεργούν και οι ιατροί, αποκόπτοντες τα σεσηπότα μέλη του ανθρώπου ή απομονώνοντας τους πάσχοντας συνανθρώπους μας εκ μολυσματικών μεταδιδομένων ασθενειών. Εις τας Διαταγάς των Αποστόλων ορίζεται· "Πρόβατον ψωραλέον μεταδίδωσιν ετέροις την νόσον, μη χωρισθέν των υγιαινόντων προβάτων· και άνθρωπος λοιμώσσων πολλοίς φυλακτέος, και κύων λύσση συσχεθείς επικίνδυνος παντί, ω δ’άν προσάψη. Εάν ουν και ανθρωπον παράνομον μη της Εκκλησίας του Θεού χωρίσωμεν, ποιήσομεν τον οίκον του Κυρίου σπήλαιον ληστών".12 Και
γ) Το επιτίμιον της ακοινωνησίας είναι ωφέλιμον και δια τα ίδια τα επιτιμώμενα πρόσωπα. Διότι οι δια του επιτιμίου της ακοινωνησίας επιτιμώμενοι, εφ’ όσον δεν έχουν τελείως σκληρυνθή και στανικώς δεν αντιδρούν στην πίστιν και στους Κανόνες της Εκκλησίας μας, είναι δυνατόν δια του επιτιμίου να συναισθανθούν το λάθος τους και να οδηγηθούν εις μετάνοιαν και σωτηρίαν. Είναι αυτό που συνέστησεν ο Απόστολος Παύλος στους Κορινθίους δια τον αιμομείκτην ( Α' Κορινθίους Ε' 5 ).
Ο Μ. Βασίλειος ιδού πως
δικαιολογεί το επιτίμιον τούτο · "Ούτε γαρ υμίν τοις ιατροίς το καίειν
τον άρρωστον ή άλλως ποιείν αλγείν βουλητόν, αλλ’ ουν καταδέχεσθαι
πολλάκις τη δυσχερία του πάθους επόμενοι · Ούτε οι πλέοντες εκουσίως
εκβάλλουσι τα αγώγιμα , αλλ’ ώστε διαφυγείν τα ναυάγια, υφίστανται την
εκβολήν τον εν πενία βίον του αποθανείν προτιμώντες. Ώστε και ημάς
οίου αλγεινώς μεν και μυρίων οδυρμών φέρειν τον χωρισμόν των
αφισταμένων, φέρειν δ’ όμως , επειδή του Θεού και της επ’ αυτόν ελπίδος
ουδέν τοις της αληθείας ερασταίς προτιμότερον >>.13
Ο αείμνηστος Αμίλκας
Αλιβιζάτος γράφει σχετικά · " . . . φαίνεται και είναι άνευ οιασδήποτε
βάσεως η ως προς την περίπτωσιν τούτου ( του αφορισμού) επιπολαία όλως
κρίσις πολλών, ευρισκόντων άδικον και σκληράν την επιβολήν της ποινής
του αναθέματος ή του αφορισμού επί τοιούτων παραβάσεων, διότι ούτοι
παραβλέπουν τον οργανικόν χαρακτήρα, τον οποίον έχει η Εκκλησία, και ο
οποίος θα παρέλυε και θα κατελύετο πλήρως, αν εν αυτώ έζων πιστεύοντες
και μη πιστεύοντες, κατά τα αυστηρώς υπ’ αυτής διατεταγμένα και
διδασκόμενα " (Θ.Η.Ε, Τόμος 2ος , στήλη 472).
Τέλος ο Καθηγητής Βλάσιος Φειδάς διαπιστώνει στην ειδική μελέτη του Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑ μεταξύ ΕΠΙΤΙΜΙΟΥ και ΠΟΙΝΗΣ·
"Η ποινή της ακοινωνησίας παραδίδεται από την κανονική παράδοση ως
ιδιώνυμη ποινή με ιδιαίτερο περιεχόμενο και χαρακτήρα από τις συγγενείς
ή συνώνυμες εκκλησιαστικές ποινές του αφορισμού, της αργίας ή και του
πνευματικού επιτιμίου της ακοινωνησίας". Και καταλήγει· "Πράγματι, η
ποινή της ακοινωνησίας έχει όλα τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά μιας
εκκλησιαστικής ποινής, αφού ενεργοποιεί την αρμόδια εκκλησιαστική
αυθεντία, καθιστά ανενέργητη την ιερωσύνη του ακοινωνήτου "προς καιρόν",
δηλαδή για ορισμένο ή και για αόριστο χρόνο, παράγει αντικειμενικές
συνέπειες τόσο για τον ακοινώνητο, όσο και για το εκκλησιαστικό σώμα και
αίρεται μόνο με την συμμόρφωση του ακοινωνήτου προς τις αποφάσεις της
αρμοδίας εκκλησιαστικής αυθεντίας ".14
3. Ποίος επιβάλλει το επιτίμιον της ακοινωνησίας.
Το επιτίμιον της ακοινωνησίας επιβάλλεται ·
α) Όταν πρόκειται δια Λαϊκούς, Μοναχούς, Διακόνους και Πρεσβυτέρους από τον Επίσκοπον15 . Και
β) Όταν πρόκειται δι’ Επίσκοπον, από την Σύνοδον των Επισκόπων.
α) Όταν πρόκειται δια Λαϊκούς, Μοναχούς, Διακόνους και Πρεσβυτέρους από τον Επίσκοπον15 . Και
β) Όταν πρόκειται δι’ Επίσκοπον, από την Σύνοδον των Επισκόπων.
Ευνόητον είναι ότι και η
Σύνοδος των Επισκόπων δύναται να επιβάλη το επιτίμιον της ακοινωνησίας
εις Λαϊκούς, Μοναχούς, Διακόνους και Πρεσβυτέρους , όταν δια διαφόρους
λόγους κρίνωνται τα κανονικά τους παραπτώματα υπ’ αυτής ή όταν τούτο
ζητήση ο επιτιμηθείς, σύμφωνα με τον Ε' Κανόνα της Α' Οικουμενικής
Συνόδου.
4. Η διάρκεια του επιτιμίου της ακοινωνησίας.
Τό επιτίμιον της
ακοινωνησίας, όπως και πάντα τα εκκλησιαστικά επιτίμια, πρέπει να
επιβάλωνται από την αρμοδίαν εκκλησιαστικήν Αρχήν δι’ ωρισμένον
χρόνον. Αυτός ο χρόνος καθορίζεται αναλόγως της βαρύτητος του Κανονικού
παραπτώματος, της συναισθήσεως αυτού υπό του επιτιμωμένου και της
μετανοίας του. Δηλαδή το επιτίμιον της ακοινωνησίας πρέπει να
επιβάλλεται δια συγκεκριμένον χρόνον ή να ορίζεται ως χρόνος άρσεως
αυτού ο χρόνος της ειλικρινούς και εμπράκτου μετανοίας του
επιτιμηθέντος. Την μετάνοια του επιτιμηθέντος δε θα κρίνη και θα
αποδεχθή το Εκκλησιαστικόν όργανον που επέβαλε το επιτίμιον. Όμως ο Ε '
Κανών της Α' Οικουμενικής Συνόδου παρέχει το δικαίωμα εις την Σύνοδον
των Επισκόπων να μειώση τον χρόνον του επιβληθέντος επιτιμίου, όταν
τούτο κρίνη ωφέλιμον δια την Εκκλησίαν και τον επιτιμηθέντα ή και να άρη
τελείως το επιβληθέν επιτίμιον , όταν διαπιστώση ότι τούτο αδίκως έχει
επιβληθή.
Συγκεκριμένα, ορίζει ο
ιερός Κανών " ... Ίνα ουν την πρέπουσαν εξέτασιν λαμβάνη, καλώς
έχειν έδοξεν, εκάστου ενιαυτού, καθ’ εκάστην επαρχίαν δις του έτους
συνόδους γίνεσθαι· ίνα κοινή πάντων των επισκόπων της επαρχίας επί το
αυτό συναγομένων, τα τοιαύτα ζητήματα εξετάζηται. Και ούτως οι
ομολογουμένως προσκεκρουκότες τω Επισκόπω, κατά λόγον ακοινώνητοι
παρά πάσιν είναι δόξωσι, μέχρις αν τω κοινώ των Επισκόπων
δόξη την φιλανθρωποτέραν υπέρ αυτών εκθέσθαι ψήφον ".16
Ο Ζωναράς, εξηγών τον
Κανόνα τούτον, γράφει· " Αλλ’ είποι τις αν, πως ουχί τω αφορίσαντι
ανετέθη παρά του κανόνος η ψήφος, η υπέρ του αφορισθέντος,
αλλά τω κοινώ των επισκόπων; Τούτο δε οίμαι ειρήσθαι, όταν ο αφορίσας
σκληρύνηται και μη θέλη μετά καιρόν λύσαι του επιτιμίου τον
άνθρωπον, ή εάν ίσως ο αφορίσας τελευτήση, μη λύσας τον επιτιμηθέντα.
Τότε γαρ εξέσται τη συνόδω , ει συνίδη τον καιρόν του επιτιμίου αρκούντα
και την μετάνοιαν του επιτιμηθέντος ανάλογον τω αμαρτήματι, ψηφίσασθαι
υπέρ αυτού και λύσαι τω ανθρώπω το επιτίμιον , καν ο επίσκοπος αυτού
άτεγκτος μένη και ανένδοτος , καν απεβίου τυχόν ".17
5. Προϋποθέσεις επιβολής του επιτιμίου της ακοινωνησίας.
Εκ των ανωτέρω
καταφαίνεται ότι το επιτίμιον της ακοινωνησίας επιβάλλεται οσάκις το
αρμόδιον Όργανον της Εκκλησίας κρίνη, ότι τα άλλα Εκκλησιαστικά
παιδαγωγικά μέτρα, όπως προφορικές η έγγραφες νουθεσίες, παρατηρήσεις
και επιπλήξεις, κατ’ ιδίαν ή και δημόσιες, δεν συνετίζουν τον
παρεκτρεπόμενον, ώστε να διορθώση τον εκκλησιαστικόν του βίον και να
παύση η υπ’ αυτού προκαλούμενη εκκλησιαστική αταξία και ο
σκανδαλισμός των πιστών. Δηλαδή το επιτίμιον της ακοινωνησίας
επιβάλλεται ως το τελευταίον παιδαγωγικόν και φιλάνθρωπον
εκκλησιαστικόν μέτρον σωφρονισμού του συνεχώς περεκτρεπομένου μέλους της
Εκκλησίας μας, προ της λήψεως δικαστικών εκκλησιαστικών μέτρων (
ανακρίσεων και παραπομπή στα εκκλησιαστικά Δικαστήρια ) δια την
οριστικήν αυτού αποκοπή εκ του Σώματός της. Θα έλεγα ότι το επιτίμιον
της ακοινωνησίας είναι το τρίτον, προ τελευταίον, μέτρον που συνιστά ο
Θεάνθρωπος δια τον αμαρτάνοντα αδελφόν μας. Μας συνιστά ο Κύριος· "εάν
δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και
αυτού μόνον· εάν σου ακούση, εκέρδησας τον αδελφόν σου· εάν δε μη
ακούση, παράλαβε μετά σου έτι ένα ή δύο, ίνα επί στόματος δύο μαρτύρων ή
τριών σταθή παν ρήμα· εάν δε παρακούση αυτών, ειπέ τη εκκλησία·". Και
τότε· "Εάν δε και της Εκκλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο
τελώνης" ( Ματθαίου ΙΗ' 15-17).
Όμως θεωρώ ότι δια την
επιβολήν του επιτιμίου τούτου χρειάζεται να κληθή ο παρεκτρεπόμενος εις
έγγραφον απολογίαν, αφ' ενός μεν δια να τηρηθή βασικός δικονομικός όρος
της ακροάσεως , αφ’ετέρου δε δια να δοθή μία ακόμη ευκαιρία εις τον
παρεκτρεπόμενον να καταλάβη την βαρύτητα των κανονικών παραπτωμάτων του
και να συνέλθη τυχόν διορθούμενος.
(Εισήγησις
Μητροπολίτου Ηλείας κ. ΓΕΡΜΑΝΟΥ εις την Μόνιμον Συνοδικήν Επιτροπήν επί
των Δογματικών και Νομοκανονικών ζητημάτων της Εκκλησίας της Ελλάδος
κατά την Συνεδρία αυτής της 22-2-2010 , η οποία και εγένετο αποδεκτή.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου