Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ


Posted by Φαίη στο Αύγουστος 15, 2017

Εἶναι ἄξιον προσοχῆς καί πρέπει νά ἀναφερθῆ, ὅτι ὅλη σχεδόν ἡ ζωή τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ ἦτο ἕνας συνεχής ἀγῶνας ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ καί μία διαρκής ἀποτείχισις ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους τῆς ἐποχῆς του. Ἀπέθανε δέ στήν ἐξορία ἀπό τίς κακουχίες καί τά μαρτύρια, ἐνῶ τοῦ εἶχαν κόψει τό δεξί χέρι καί τήν θεολόγον γλῶσσαν καί ἐνῶ τόν εἶχαν καθαιρέσει καί ἀναθεματίσει λόγῳ τῆς ἄρνησής του νά ὑπογράψη τόν λεγόμενον «Τύπον», ὁ ὁποῖος ἦτο μία ἔκθεσις πίστεως, πού εὐνοοῦσε καί ὑπέθαλπε τήν αἵρεσι τοῦ Μονοθελητισμοῦ.

Ἡ ἀποτείχισις τοῦ ὁσίου καί τό ὅτι δέν ἤθελε καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Πατριάρχη καί τή Σύνοδο, ἦτο κάτι πού ἐξόργιζε τούς ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς ἄρχοντες, διότι μέ τήν στάσι του αὐτή παρέσυρε πολλούς νά τόν μιμηθοῦν καί νά μήν ὑποταχθοῦν στήν αἵρεσι καί τοιουτοτρόπως ἐγίνετο ὁδηγός τῶν Ὀρθοδόξων ἐν λόγοις καί ἔργοις. Αὐτό εἰπώθηκε καθαρά ἀπό τούς ἄρχοντες στή συζήτησί των μέ τόν ὅσιο προσπαθῶντας νά τόν πείσουν νά ἀλλάξη γνώμη: «Ὁ δέ κῦρις Σέργιος εἶπεν αὐτῷ ὅτι πολλάκις ἦλθον εἰς τό κελλίον σου εἰς Βέββας καί ἠκροασάμην τῆς διδασκαλίας σου, καί ὁ Χριστός ἔχει βοηθῆσαί σοι καί μή ἀγωνιάσῃς. Εἰς ἕν δέ μόνον λυπεῖς πάντας, ὅτι πολλούς ποιεῖς χωρισθῆναι τῆς κοινωνίας τῆς ἐνταῦθα Ἐκκλησίας. »Ἔστι τις ὁ λέγων, εἶπεν ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὅτι εἶπον, Μή κοινωνήσῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ τῶν Βυζαντίων; »Ἀπεκρίθη ὁ κῦρις Σέργιος · αὐτό τοῦτο, τό σε μή κοινωνεῖν, μεγάλη πρός πάντας ἐστί φωνή, μή κοινωνῆσαι. »Καί εἶπεν ὁ τοῦ Θεοῦ δοῦλος · Οὐδέν βιαιότερον συνειδότος κατηγοροῦντος, καί οὐδέν τούτου συνηγοροῦντος παρρησιαστικώτερον» (ΕΠΕ Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν 15Γ, 96). Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι μόνη ἡ ἀποτείχισις τοῦ ὁσίου ἦτο παράδειγμα πρός μίμησι καί χαλινός τῆς αἱρέσεως, παρ’ ὅτι ὁ ἴδιος, ὅπως ἀναφέρει, δέν τό ἔλεγε μέ τά λόγια.
Σέ ἄλλη συζήτησι προσπαθῶντας οἱ ἄρχοντες νά τόν μεταπείσουν κάνουν μέ τόν ὅσιο τήν ἑξῆς συζήτησι:
«Τότε λέγει πρός αὐτόν ὁ ἔπαρχος · Κοινωνεῖς τῇ Ἐκκλησίᾳ τῶν ὧδε, ἤ οὐ κοινωνεῖς;
»Ἀπεκρίθη καί εἶπεν · Οὐ κοινωνῶ.
»Λέγει αὐτῷ · Διά τί;
»Ἀπεκρίθη ·Ὅτι ἔξω ἔβαλε τάς συνόδους.
»Καί εἶπεν · Ἐάν ἔξω ἔβαλε τάς συνόδους, πῶς εἰς τά δίπτυχα ἀναφέρονται;
»Καί λέγει · Καί τίς ὄνησις ὀνομάτων, τῶν δογμάτων ἐκβεβλημένων; (Τί ὠφελοῦν τά ὀνόματα, ὅταν τά δόγματα ἀπορρίπτονται;)
»Καί δύνασαι, ἔφη, τοῦτο δεῖξαι;
»Καί εἶπεν · Ἐάν λάβω ἄδεια καί κελεύετε, δειχθῆναι ἔχω τοῦτο πάνυ εὐχερῶς.
»Καί σιωπησάντων αὐτῶν, λέγει αὐτῷ ὁ σακελλάριος · Διατί ἀγαπᾷς τούς Ρωμαίους, καί τούς Γραικούς μισεῖς;
»Ἀποκριθείς ὁ τοῦ Θεοῦ δοῦλος, εἶπε · Παραγγελίαν ἔχομεν, τοῦ μή μισῆσαί τινα. Ἀγαπῶ τούς Ρωμαίους ὡς ὁμοπίστους, τούς δέ Γραικούς ὡς ὁμογλώσσους.
»Καί πάλιν λέγει αὐτῷ ὁ σακελλάριος · Πόσων ἐτῶν λέγεις ἑαυτόν;
»Ἀπεκρίθη: Ἑβδομήκοντα πέντε» (Φιλοκαλία 15Γ, 102).

Οἱ συζητήσεις αὐτές μέ τούς αἱρετικούς πού προαναφέραμε ἐγίνοντο εἰς τά ἀνάκτορα εἰς τά ὁποῖα μετέφερον κάθε τόσο τόν ὅσιο ἀπό τήν φυλακή, μετά δηλαδή τήν πρώτη ἐπάνοδό του ἀπό τήν ἐξορία. Ἀπό τήν ἐξορία τόν μετέφεραν διά νά ἰδοῦν ἄν ἐπείσθη νά ὑπακούση στίς βασιλικές καί πατριαρχικές ἐντολές.
Θά μεταφέρωμε μία ἀκόμη πολύ χαρακτηριστική συζήτησι τοῦ ὁσίου ἀπό αὐτήν τήν περίοδο, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθῆ «ὡς δρόσος Ἀερμών» γιά τίς ἡμέρες μας, ἄν βεβαίως εἴχαμε κάτι ἐλάχιστο ἀπό τό φρόνημα τοῦ ἁγίου:
«Kαί τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ περί τήν αὐτήν ἀφήν τοῦ λύχνου, Τρώϊλος ὁ πατρίκιος καί Σέργιος ὁ Εὐκρατᾶς, ὁ ἐπί τῆς τραπέζης τῆς βασιλικῆς, παρεγένοντο πρός τόν δοῦλον Θεοῦ τόν γέροντα, καί καθίσαντες ἐκέλευσαν καί αὐτόν καθίσαι, καί εἶπον πρός αὐτόν · Εἰπέ ἡμῖν, κῦρι ἀββᾶ, τήν μεταξύ σοῦ καί Πύρρου γενομένην ἐν Ἀφρικῇ καί Ρώμῃ περί τῶν δογμάτων κίνησιν, καί ποίοις αὐτόν ἔπεισας ἀναθεματίσαι τό δόγμα τό ἴδιον, καί τῷ σῷ συνθέσθαι. Καί ἀφηγήσατο αὐτοῖς πάντα καθεξῆς, ὅσα ἡ μνήμη ἀνέσωσε.
»Καί τοῦτο εἶπεν, ὅτι Ἐγώ δόγμα ἴδιον οὐκ ἔχω, ἀλλά τό κοινόν τῆς Ἐκκλησίας τῆς καθολικῆς. Οὐ γάρ ἐκίνησα φωνήν τήν οἱανοῦν, ἵνα ἴδιόν μου λέγηται δόγμα.
»Καί μετά τήν ἀφήγησιν λέγουσιν αὐτῷ · Οὐ κοινωνεῖς τῷ θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως;
»Καί εἶπεν · Οὐ κοινωνῶ.
»Διά ποίαν οὐ κοινωνεῖς αἰτίαν; εἶπον.
Ἀπεκρίθη · Ὅτι τάς ἁγίας τέσσαρας συνόδους ἐξέβαλον διά τῶν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ γενομένων ἐννέα κεφαλαίων, καί διά τῆς ἐν ταύτῃ τῇ πόλει γενομένης παρά Σεργίου Ἐκθέσεως, καί διά τοῦτο προσεχῶς ἐπί τῆς ἕκτης ἰνδικτιῶνος ἐκτεθέντος Τύπου, καί ὅτι, ἅπερ ἐδογμάτισαν διά τῶν κεφαλαίων, διά τῆς Ἐκθέσεως κατέκριναν · καί ἅπερ ἐδογμάτισαν διά τῆς Ἐκθέσεως, διά τοῦ Τύπου ἠκύρωσαν, καί καθεῖλαν ἑαυτούς τοσαυτάκις. Οἱ τοίνυν ὑφ’ ἑαυτῶν κατακριθέντες καί ὑπό τῶν Ρωμαίων, καί τῆς μετά ταῦτα ἐπί τῆς ὀγδόης ἰνδικτιῶνος γενομένης συνόδου καθαιρεθέντες, ποίαν ἐπιτελέσουσι μυσταγωγίαν · ἤ ποῖον πνεῦμα τοῖς παρά τῶν τοιούτων ἐπιτελουμένοις ἐπιφοιτᾷ;
»Καί λέγουσιν αὐτῷ · Σύ μόνος σώζῃ καί πάντες ἀπόλλυνται;
»Καί εἶπεν · Οὐδένα κατέκριναν οἱ τρεῖς παῖδες μή προσκυνήσαντες τῇ εἰκόνι, πάντων ἀνθρώπων προσκυνούντων. Οὐ γάρ ἐσκόπουν τά τῶν ἄλλων, ἀλλ’ ἐσκόπων ὅπως ἄν αὐτοί μή ἐκπέσωσι τῆς ἀληθοῦς εὐσεβείας. Οὕτω καί Δανιήλ βληθείς εἰς τόν λάκκον τῶν λεόντων, οὐ κατέκρινέ τινα τῶν μή προσευξαμένων τῷ Θεῷ κατά τό θέσπισμα Δαρείου, ἀλλά τό ἴδιον ἐσκόπησε · καί εἵλετο ἀποθανεῖν καί μή παραπεσεῖν τῷ Θεῷ καί ὑπό τῆς ἰδίας μαστιγωθῆναι συνειδήσεως, ἐπί τῇ παραβάσει τῶν φύσει νομίμων. Κἀμοί οὖν μή δῷ ὁ Θεός κατακρῖναι τινα, ἤ εἰπεῖν, ὅτι ἐγώ μόνος σώζομαι. Αἱροῦμαι δέ ἀποθανεῖν, ἤ θρόησιν ἔχειν κατά τό συνειδός ὅτι περί τήν εἰς Θεόν πίστιν παρεσφάλην καθ’ οἱονδήποτε τρόπον.
»Λέγουσιν αὐτῷ · Καί τί ἔχεις ποιῆσαι, τῶν Ρωμαίων ἑνουμένων τοῖς Βυζαντίοις; Ἰδού γάρ χθές ἦλθον οἱ ἀποκρισιάριοι Ρώμης, καί αὔριον τῇ Κυριακῇ κοινωνοῦσι τῷ πατριάρχῃ, καί πᾶσι δῆλον γίνεται, ὅτι σύ διέστρεφες τούς Ρωμαίους · ἀμέλει, σοῦ ἀπαρθέντος ἐκεῖθεν, συνέθεντο τοῖς ἐνταῦθα.
»Καί εἶπε πρός αὐτούς · Οἱ ἐλθόντες, οἱονδήποτε πρόκριμα τῷ θρόνῳ Ρώμης, κἄν κοινωνήσωσιν, ἐπάν οὐκ ἤγαγον πρός τόν πατριάρχην ἐπιστολήν, οὐ ποιοῦσι · καί οὐ πείθομαι πάντως ὅτι οἱ Ρωμαῖοι ἑνοῦνται τοῖς ἐνταῦθα, εἰ μή ὁμολογήσωσι τόν Κύριον ἡμῶν καί Θεόν, καθ’ ἑκατέραν τῶν ἐξ ὧν, ἐν οἷς τε καί ἅπερ ἐστίν, εἶναι φύσει θελητικόν τε καί ἐνεργητικόν τῆς ἡμῶν σωτηρίας.
»Καί λέγουσιν · Εἰ δέ συμβιβασθῶσι τοῖς ἐνταῦθα οἱ Ρωμαῖοι, τί ποιεῖς;»
Καί εἶπε · Τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου, καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντας» (ΕΠΕ Φιλοκαλία 15Γ, σελ. 88).
Ἐδῶ ἄξιο παρατηρήσεως εἶναι ὅτι μετά τήν ἐμμονή τοῦ ὁσίου νά μήν ἔχη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς Πατριαρχικούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, οἱ ἄρχοντες τοῦ ὑποβάλλουν τήν ἐρώτησι: «Σύ μόνος σώζῃ καί πάντες ἀπόλλυνται;». Εἶναι ὄντως πολύ ὕπουλη ἡ ἐρώτησις καί τίθεται κατά κόρον καί σήμερα. Ὁ ὅσιος ἀπαντᾶ ὅτι ἡ κρίσις δέν εἶναι ἰδική του ὑπόθεσις ἀλλά τοῦ Θεοῦ. Ἰδική του εὐθύνη εἶναι νά ἀποθάνη χάριν τῆς ἀληθοῦς πίστεως καί νά μήν προδώση.
Στήν ἐρώτησι, ἐπίσης, διά τό τί θά κάνη ὁ ὅσιος ἐάν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης συμβιβασθῆ μέ τόν λεγόμενο «Τύπο» καί προσχωρήση εἰς τόν Μονοθελητισμό, ὁ ὅσιος δίδει μεγαλοπρεπῆ ἀπάντησι, χωρίς νά ἀναφέρη τίποτε ἰδικό του: «Τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου, καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντας». Δηλαδή καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης μέ τήν ἀποδοχή τῆς αἱρέσεως θά εἶναι ἀναθεματισμένη καί ὁ ἴδιος φυσικά δέν θά ἔχη καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί της.
Πηγή fdimathan.wordpress.com
Βιογραφία. Ο Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 580 μ.Χ. από πλούσιους και ευγενείς γονείς. Πραγματοποίησε λαμπρές θεολογικές, φιλολογικές και φιλοσοφικές σπουδές. Για τα πνευματικά αλλά και τα διοικητικά του χαρίσματα προσλαμβάνεται ως αρχιγραμματέας του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Παραιτήθηκε όμως γρήγορα για να υπερασπισθεί τις αλήθειες της πίστεώς του από την αίρεση των Μονοθελητών. Γίνεται μοναχός και αρχίζει ένα σκληρό και ανελέητο αγώνα κατά των αιρετικών. Στον αγώνα του αυτό συναντά πολλά εμπόδια, κυρίως από τον αυτοκράτορα Κώνστα, ο οποίος ήταν υπέρμαχος των Μονοθελητών και έφθασε στο σημείο να συγκαλέσει ψευδο-σύνοδο, η οποία καταδίκασε και αναθεμάτισε τον όσιο και τέλος τον παρέδωσε στον έπαρχο της πόλης για να τιμωρηθεί. Μαστιγώνεται και τέλος του κόβουν τη γλώσσα και το δεξί του χέρι. Το ακρωτηριασμένο του σώμα άντεξε με θαυματουργικό τρόπο τρία χρόνια στην υπηρεσία της υγείας της ψυχής και ήταν η πιο εύγλωττη μαρτυρία της πίστεως και της αφοσιώσεώς του στο Θεό. Μετά από ολιγοήμερη ασθένεια αφήνει τη μακάριά του ψυχή στον τόπο της εξορίας του (Λαζική του Πόντου, στο φρούριο Σχίμαρις) το 662 μ.Χ. Το τίμιο λείψανό του ενταφιάσθηκε στη μονή του Αγίου Αρσενίου, στη χώρα των Λαζών. Από τον τάφο του έβγαινε φως κάθε νύχτα και φώτιζε την περιοχή, γεγονός που πιστοποιούσε την αγιότητά του. Σημείωση: Η Ανακομιδή και μετάθεση του Λειψάνου του Οσίου Μάξιμου του Ομολογητή εορτάζεται στις 13 Αυγούστου, ενώ η μνήμη του επαναλαμβάνεται στις 20 Σεπτεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τη επομβρία,
ρείθρα έβλυσας, τη Εκκλησία,
υπερκοσμίων δογμάτων πανεύφημε,
θεολόγων δε του Λόγου την κένωσιν,
ομολογίας αγώσι διέλαμψας.
Πάτερ Μάξιμε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε,
δωρήσασθσι ημίν το μέγα έλεος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου