Τὸ αἰώνιο Φῶς. Μεταμόρφωση! Τί
ὄμορφη, τί ὡραία, τί χαρούμενη λέξη! Ἀντηχεῖ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ νοῦ μὲ
τέτοια λαμπρότητα καὶ πανηγυρικότατα! Γιὰ αἰῶνες οἱ Ρῶσοι ἀγάπησαν αὐτὸ
τὸ καλοκαίρι, τὴν αὐγουστιάτικη γιορτὴ τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Κυρίου, τότε
πού, κατὰ τὰ λόγια τοῦ Θεόδωρου Τιοῦτσεφ, “εἶναι σὰν ὁλόκληρη ἡ μέρα νὰ
γίνεται κρυστάλλινη καὶ φεγγοβόλα”.
Σὲ ποιὸ πράγμα ἀναφέρεται αὐτὴ ἡ γιορτή,
ποιὰ εἶναι ἡ οὐσία καὶ ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς καὶ τοῦ φωτός της; Κατ’ ἀρχὰς ἂς
ἀκούσουμε τί λέει τὸ Εὐαγγέλιο γι’ αὐτὸ τὸ γεγονός.
Ὁ Ἰησοῦς, σύμφωνα μὲ τὴν ἀφήγηση τοῦ κατὰ
Ματθαῖον εὐαγγελίου, «μεθ᾿ ἡμέρας ἓξ παραλαμβάνει ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν Πέτρον
καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος
ὑψηλὸν κατ᾿ ἰδίαν· 2 καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ
πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς. 3
καὶ ἰδοὺ ὤφθησαν αὐτοῖς Μωσῆς καὶ ᾿Ηλίας μετ᾿ αὐτοῦ συλλαλοῦντες. 4
ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπε τῷ ᾿Ιησοῦ· Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε
εἶναι· εἰ θέλεις, ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς σκηνάς, σοὶ μίαν καὶ Μωσεῖ μίαν
καὶ μίαν ᾿Ηλίᾳ. 5 ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν
αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ
ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε· 6 καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ
ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα. 7 καὶ προσελθὼν ὁ
᾿Ιησοῦς ἥψατο αὐτῶν καὶ εἶπεν· ἐγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε. 8 ἐπάραντες δὲ
τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν οὐδένα εἶδον εἰ μὴ τὸν ᾿Ιησοῦν μόνον. 9 καὶ
καταβαινόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων·
μηδενὶ εἴπητε τὸ ὅραμα ἕως οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ»
(Ματθ. 17, 1-9).
Τί σημαίνει αὔτη ἡ εὐαγγελικὴ ἱστορία; Τί
θέση ἔχει αὐτὴ ἡ αἰνιγματικὴ ἀποκάλυψη τῆς δόξας στὴν ἐπίγεια ζωὴ καὶ
στὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ;
Λίγοι θὰ διαφωνήσουν πώς ἡ εἰκόνα τοῦ
Χριστοῦ στὰ εὐαγγέλια εἶναι κατεξοχὴν μιὰ εἰκόνα ταπείνωσης. Ἤδη κατὰ τὴ
γέννησή Του δὲν βρέθηκε χῶρος σὲ κανένα ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς πόλης, κι
ἔτσι γεννήθηκε ἔξω, σὲ μιὰ σπηλιά. Μέχρι τέλους δὲν εἶχε σπίτι, “οὐκ
εἶχε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνη” (Ματθ. 820), σύμφωνα μὲ τὰ δικά Του λόγια.
Παραγγέλλει σ’ αὐτοὺς πού θεραπεύει καὶ βοηθᾶ νὰ μὴ μιλήσουν σὲ κανένα
γιὰ τὴ βοήθεια πού δέχθηκαν. Ἀποφεύγει κάθε τιμὴ καὶ κάθε εὐκαιρία πού
τοῦ δίνεται γιὰ νὰ ἀποκτήσει φήμη. Ἑκουσίως μάλιστα ἄφησε τὴν ἀσφάλεια
τῆς Γαλιλαίας, ὅπου δὲν ὑπῆρχε καμιὰ ἀπειλή, καὶ διάλεξε νὰ ἐπιστρέψει
στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου τὸν περίμενε ὁ πόνος, ἡ ταπείνωση τῆς δίκης καὶ
τῆς καταδίκης, καὶ μιὰ ὀδυνηρὴ καὶ ἐπαίσχυντη ἐκτέλεση. “Μάθετε ἀπ’
ἐμοῦ”, εἶπε, ” ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ…” (Ματθ. 11,29).
Σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ταπεινοφροσύνης καὶ
αὐταπάρνησης, λίγες ἦταν οἱ περιπτώσεις πού οἱ κρυμμένες ἀκτίνες τῆς
θείας ἐνέργειας καὶ δόξας φάνηκαν ἐξωτερικά. Δίχως ἐξαίρεση, μόνο πολὺ
λίγοι ἄνθρωποι ἔγιναν ζωντανοὶ μάρτυρες τῶν περιπτώσεων ἐκείνων πού
“περιεβλήθη τὴν δόξαν”, καὶ αὐτοὶ συνήθως δὲν κατανοοῦσαν τὴ σημασία
αὐτῶν πού ἔβλεπαν. Αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβη τὴ νύχτα τῆς γέννησής Του, ὅταν
οἱ ἁπλοὶ ποιμένες ἄκουσαν τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο, καὶ τὰ νέα της μεγάλης
χαρᾶς, ὅπως μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο (Λουκ. 2,10).
Τὸ ἴδιο συνέβη πολλὰ χρόνια ἀργότερα, τὴν
ἡμέρα πού ὁ Ἰησοῦς ἦλθε στὸν Ἰορδάνη γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸ βάπτισμα, ὅταν
ἀκούστηκε ἡ ἴδια φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἐνῶ τὰ ἴδια λόγια ἀκούστηκαν καὶ
κατὰ τὴ Μεταμόρφωση: ” οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ
εὐδόκησα….” (Ματθ. 3,17).
Τελικὰ δοξάζεται ἐδῶ στὸ ὄρος παρουσία
τῶν τριῶν μαθητῶν. Κάθε φορἀ δὲ πού ἀποκαλύπτεται αὐτὴ ἡ μυστηριώδης
οὐράνια δόξα, δὲν προέρχεται ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλά ἀπὸ πάνω, ἀπὸ τὸν
οὐρανό. Ἡ Ἐκκλησία στὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ σημασία πού ἔχουν οἱ ἐπίγειες
φανερώσεις τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ ἀπαντᾶ ὄχι μὲ ἐξηγήσεις ἀλλά μὲ
πανηγυρισμούς, ἑορτάζοντας αὐτὴ τὴ μοναδικὴ χαρὰ πού σημαδεύει τὴν
ἐτήσια μνήμη τῆς Μεταμορφώσεως.
Μία λέξη κυριαρχεῖ σ’ ὅλες τὶς εὐχές,
τοὺς ὕμνους καὶ τὰ ἀναγνώσματα αὐτῆς τῆς ἑορτῆς. Εἶναι ἡ λέξη φῶς.
“Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον”. Ὁ κόσμος εἶναι
ἕνα σκοτεινό, ψυχρὸ καὶ τρομακτικὸ μέρος. Αὐτὸ τὸ σκοτάδι δὲν διαλύεται
ἀπὸ τὸ φυσικὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ἀντίθετα, τὸ φῶς τοῦ ἥλιου ἴσως κάνει τὴν
ἀνθρώπινη ζωὴ νὰ φαίνεται ἀκόμη τρομερότερη καὶ ἀπελπιστικότερη καθὼς ἡ
ζωὴ ξεχύνεται ἀμείλικτα καὶ ἀδυσώπητα πρὸς τὸ θάνατο καὶ τὸν ἀφανισμὸ
περικυκλωμένη ἀπὸ πόνο καὶ μοναξιά. Ὅλα εἶναι καταδικασμένα, ὅλα
ὑποφέρουν, ὅλα ὑπόκεινται στὸν ἀκατανόητο καὶ ἀνελέητο νόμο τῆς ἁμαρτίας
καὶ τοῦ θανάτου. Τότε ὅμως ἐμφανίζεται πάνω στὴ γῆ, εἰσέρχεται στὸν
κόσμο ἕνας ἄνθρωπος ταπεινὸς καὶ ἄστεγος, πού δὲν ἐξασκεῖ καμιὰ ἐξουσία
πάνω σὲ κανένα, καὶ δὲν διαθέτει καμιὰ ἐπίγεια ἐξουσία. Λέει δὲ στοὺς
ἀνθρώπους πώς αὐτὸ τὸ βασίλειο τοῦ σκότους, τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ θανάτου
δὲν εἶναι ἡ ἀληθινή τους ζωή· πώς δὲν εἶναι ὁ κόσμος πού δημιούργησε ὁ
Θεὸς· πώς μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ νικηθεῖ τὸ κακό, ὁ πόνος καὶ τελικὰ ὁ
ἴδιος ὁ θάνατος· καὶ πώς ἔχει σταλεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν Πατέρα Του, γιὰ νὰ
σώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν τρομακτικὴ δουλεία στὴν ἁμαρτία καὶ στὸ
θάνατο.
Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ξεχάσει τὴν ἀληθινή
τους φύση καὶ κλήση, τὶς ἔχουν ἀπαρνηθεῖ. Πρέπει νὰ ἐπιστρέψουν γιὰ νὰ
δοῦν πώς ἔχουν χάσει τὴν ἱκανότητα νὰ βλέπουν, καὶ νὰ ἀκοῦν αὐτὰ πού
εἶναι ἀνίκανοι ἤδη νὰ ἀκούσουν. Πρέπει νὰ ξαναπιστέψουν πώς τὸ καλὸ
εἶναι ἰσχυρότερο ἀπὸ τὸ κακό, ἡ ἀγάπη ἰσχυρότερη ἀπὸ τὸ μίσος, ἡ ζωὴ
ἰσχυρότερη ἀπὸ τὸ θάνατο. Ὁ Χριστὸς θεραπεύει, βοηθᾶ καὶ δίνεται σὲ
ὅλους. Παρ’ ὅλα αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουν, δὲν ἀκοῦν, δὲν
πιστεύουν. Θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε ἀποκαλύψει τὴν οὐράνια δόξα καὶ δύναμή
Του, καὶ νὰ τοὺς ὑποχρεώσει νὰ πιστέψουν. Θέλει ὅμως ἀπ’ αὐτοὺς τὴν
πίστη, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀποδοχὴ ποὺ δίνονται ἐλεύθερα. Γνωρίζει πώς τὴν
ὥρα τῆς ἔσχατης θυσίας Του, τῆς ἔσχατης αὐτοπροσφορᾶς Του, οἱ πάντες θὰ
φύγουν ἀπὸ φόβο καὶ θὰ Τὸν ἐγκαταλείψουν. Ὅμως ἀκριβῶς τότε, ὅπως καὶ
μετά. ὅταν ὅλα θὰ ἔχουν τελειώσει, ὁ κόσμος θὰ διαθέτει ἀκόμη κάποια
ἔνδειξη γιὰ τὴν κατεύθυνση πού εἶχε καλέσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ πάρουν,
γιὰ τὸ τί μᾶς προσέφερε ὡς δῶρο, ὡς ζωή, ὡς πληρότητα νοήματος καὶ
χαρᾶς· τώρα λοιπόν, κρυμμένος ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους,
ἀποκαλύπτει σὲ τρεῖς ἀπό τούς μαθητὲς Του αὐτὴ τὴ δόξα, αὐτὸ τὸ φῶς,
αὐτὸν τὸ νικητήριο ἑορτασμὸ στὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἔχει κληθεῖ πρὸ αἰώνων
νὰ μετάσχει.
Τὸ θεῖο φῶς πού διαπερνᾶ ὅλον τὸν κόσμο.
Τὸ θεῖο φῶς πού μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο. Τὸ θεῖο φῶς στὸ ὁποῖο τὰ πάντα
ἀποκτοῦν τὸ ἔσχατο καὶ αἰώνιο νόημά τους. “Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι
“, φώναξε ὁ ἀπόστολος Πέτρος ὅταν εἶδε αὐτὸ τὸ φῶς καὶ αὐτὴ τὴ δόξα. Καὶ
ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ Χριστιανισμός, ἡ Ἐκκλησία, ἡ πίστη εἶναι μιὰ
συνεχής, χαρούμενη ἐπανάληψη αὐτῶν τῶν λόγων, “καλὸν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε
εἶναι”. Ἡ πίστη ὅμως εἶναι καὶ μιὰ ἔκκληση γιὰ τὸ ἀΐδιο φῶς· μιὰ δίψα
γι’ αὐτὸν τὸ φωτισμὸ καὶ γι’ αὐτὴ τὴ μεταμόρφωση. Αὐτὸ τὸ φῶς συνεχίζει
νὰ λάμπει, μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὸ κακὸ, μέσα στὴ μουντὴ γκριζάδα καὶ
στὴ θολὴ ρουτίνα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, σὰν ἡλιαχτίδα πού διασχίζει τὰ
σύννεφα. Τὸ ἀναγνωρίζει ἡ ψυχή, παρηγορεῖ τὴν καρδιά, μᾶς κάνει νὰ
νιώθουμε ζωντανοί, καὶ μᾶς μεταμορφώνει ἐκ τῶν ἔσω.
“Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι “! Ἂς
γίνονταν δικά μας αὐτὰ τὰ λόγια, ἂς γίνονταν ἀπάντηση τῆς ψυχῆς μας στὸ
δῶρο τοῦ θείου φωτός, ἂς γινὸταν ἡ προσευχὴ μας προσευχὴ γιὰ τὴ
μεταμόρφωση, γιὰ τὴ νίκη τοῦ φωτός! “Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τὸ
φῶς σου τὸ ἀΐδιον”.
Ἡ εὐλογία τῶν καρπῶν
Στὶς Ὀρθόδοξες ἐκκλησίες ὑπάρχει τὸ
ἀρχαῖο ἔθιμο νὰ εὐλογοῦνται καρποὶ καὶ λαχανικὰ τὴν ἑορτὴ τῆς
Μεταμορφώσεως. Αὐτὸ μᾶς παρακινεῖ νὰ ἀναρωτηθοῦμε: ποιὸ εἶναι τὸ νόημα
αὐτῆς τῆς ἀρχαίας τελετῆς, καὶ τί σημαίνει γενικὰ ἡ εὐλογία καὶ ὁ
ἐξαγιασμός, ἀφοῦ ἡ εὐλογία τῶν καρπῶν κατὰ τὴ Μεταμόρφωση εἶναι μόνο μία
ἀπὸ τὶς πολλὲς ἄλλες τέτοιες τελετές;
Ἂν ἀνοίξουμε τὸ λειτουργικὸ βιβλίο ὅπου
εἶναι συγκεντρωμένες ὅλες αὐτὲς οἱ τελετές, τὸ ἐπονομαζόμενο “Μεγάλο
Εὐχολόγιο”, θὰ βροῦμε ἐκεῖ εἰδικὲς τελετὲς ὅπως ὁ καθαγιασμὸς καινούριου
σπιτιοῦ, ἀγροῦ, κήπου, πηγαδιοῦ. Εἶναι ὡς ἐὰν ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀπευθύνεται
σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ὡς ἐὰν τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Θεοῦ πού εὐλογεῖ, νὰ
ἁπλώνεται πάνω σὲ ὅλα τὰ πράγματα μέσα ἀπ’ ὅλες αὐτὲς τὶς τελετὲς
εὐλογίας καὶ ἐξαγιασμοῦ. Γιατί ἀπὸ ἀμνημονεύτων χρόνων οἱ ἄνθρωποι
ἔνιωσαν τὴν ἀνάγκη γιὰ ἐξαγιασμό;
Θὰ πρέπει ἀμέσως νὰ ποῦμε πώς οἱ
ὑποστηρικτὲς τῆς ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας θεωροῦν ἀνεπιφύλακτα ὅλες
αὐτὲς τὶς τελετὲς ὡς προλήψεις, καὶ κατὰ τὴ γνώμη τους ἀποτελοῦν ὅλο τὸ
περιεχόμενο τῆς θρησκείας. Ἰσχυρίζονται πώς οἱ προλήψεις εἶναι καρπὸς
τοῦ φόβου: ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται μήπως δηλητηριαστεῖ, φοβᾶται μήπως ἔχει
κακὴ σοδιά, φοβᾶται μήπως καεῖ τὸ σπίτι του, φοβᾶται τοὺς ἄλλους. Ἡ
θρησκεία προμηθεύει τὴν ἀπελευθέρωση ἀπό τὸ φόβο: ράντισε τὰ φροῦτα ἤ
τὸν κῆπο ἤ τὸ σπίτι μὲ ἁγιασμὸ καὶ ὁ Θεὸς θὰ προστατέψει ἐσένα κι
ἐκεῖνα. Ἔτσι ὅπως βλέπετε, τὰ πάντα εἶναι χονδροειδὴς ἄγνοια, πρόληψη
καί….ἀπάτη”.
Ὡστόσο παρουσιάζοντας κατ’ αὐτὸν τὸν
τρόπο τὸ θέμα, ἡ ἄθεη προπαγάνδα δὲν ἀναφέρει καμία ἀπὸ τὶς εὐχὲς καὶ τὸ
τυπικὸ πού περιλαμβάνεται σ’ αὐτὲς τὶς ὑποτιθέμενες προλήψεις.
Προσπαθοῦν ἔτσι νὰ ἐμφανίσουν τοὺς ἱερεῖς, τὸν κλῆρο, ὡς μιὰ ὁμάδα ἀπὸ
ἀπατεῶνες πού ἐκμεταλλεύονται τὸ φόβο καὶ τὴν ἄγνοια χρησιμοποιώντας
ἀκατανόητα μαγικὰ ξόρκια. Ἂν κάποιος ὅμως ἀκούσει προσεκτικὰ αὐτὲς τὶς
εὐχὲς καὶ δεῖ ἀπὸ κοντὰ αὐτὲς τὶς τελετές, ἂν μόνο γιὰ μιὰ φορὰ στὴ ζωὴ
του βιώσει τὴ χαρὰ πού προέρχεται ἀπὸ τὴν εὐλογία τῆς λαμπρῆς καὶ
ἡλιόλουστης Μεταμόρφωσης, τότε γίνεται σαφὲς πώς ἡ ἀπάτη δὲν προέρχεται
ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπὸ τὴν κακόβουλη ἀθεϊστικὴ προπαγάνδα. Εἶναι
ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ προπαγάνδα, καὶ ὄχι ἡ εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας, πού διαπερνᾶται
ἀπὸ φόβο, δυσπιστία, καὶ ἀνάγκη νὰ ἀρνηθεῖ ὁ,τιδήποτε τὸ ἀνώτερό της,
τὸ καθαρότερο καὶ βαθύτερο ἀπὸ τὴ δική της ἁπλουστευτική, γήινη καὶ
ὑλιστικὴ θεώρηση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς. Ἐπειδὴ αὐτὸ πού βλέπουμε,
ἀκοῦμε καὶ ζοῦμε πάνω ἀπ’ ὅλα σ’ αὐτὲς τὶς τελετὲς καὶ τὶς εὐχὲς εἶναι ἡ
χαρὰ καὶ ἡ εὐχαριστία. Ἄν ἦταν παρὼν ὁ φόβος, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ
ὑπάρξει χαρὰ καὶ εὐχαριστία καὶ ἀντίστροφα, ἂν εἶναι παροῦσα ἡ χαρά. δὲν
μπορεῖ νὰ ὑπάρξει φόβος. Ὁ φόβος παράγει μιζέρια καὶ δυσπιστία, καὶ δὲν
ὑπάρχει τίποτε ἀπ’ αὐτὰ στὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως.
Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ πηγὴ αὐτῆς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐχαριστίας;…
Ὁ ἴδιος ὁ κόσμος εἶναι καρπὸς τῆς ἀγάπης
τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ μόνο μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο μποροῦν οἱ
ἄνθρωποι νὰ ἀναγνωρίσουν τὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν ἀγαπήσουν μὲ τὴ σειρά τους…
Καὶ μόνο ἀγαπώντας ἀληθινὰ τὴ ζωὴ του μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ δεχθεῖ
κατὰ συνέπεια τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἡ πτώση μας, ἡ ἁμαρτία
μας εἶναι πώς παίρνουμε τὰ πάντα ὡς δεδομένα, καὶ συνεπῶς τὰ πάντα,
ἀκόμη καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, γινόμαστε πεζοί, καταθλιπτικοί, κενοί. Τὸ
μῆλο εἶναι μόνο μῆλο. Τὸ ψωμὶ εἶναι ψωμί. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀκριβῶς
ἄνθρωπος. Γνωρίζουμε τὸ βάρος τους, τὴν ἐμφάνισή τους, τὶς
δραστηριότητές τους, ξέρουμε τὰ πάντα γι’ αὐτούς, ἀλλά δὲν γνωρίζουμε
πλέον τοὺς ἴδιους, ἐπειδὴ δὲν διακρίνουμε τὸ φῶς πού λάμπει μέσα τους.
Αἰώνιο καθῆκον τῆς πίστης καὶ τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι νὰ ξεπεράσει αὐτὴ τὴν ἁμαρτωλή, μονότονη ἐξοικείωση· νὰ
μᾶς κάνει νὰ θυμηθοῦμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ πώς ἔχουμε ξεχάσει τὸν τρόπο νὰ
βλέπουμε ‒νὰ αἰσθανόμαστε ὅσα πλὲον δὲν αἰσθανόμαστε‒ νὰ βιώνουμε ὅ,τι
πλέον δὲν μποροῦμε νὰ βιώσουμε. Ἔτσι ὁ Ἱερέας εὐλογεῖ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ
κρασί, σηκώνοντας τὰ πρὸς τὸν οὐρανό, ἐνῶ ἡ πίστη βλέπει σ’ αὐτὰ τὸν
ἄρτο τῆς ζωῆς, βλέπει θυσία καὶ δωρεά, βλέπει κοινωνία μὲ τὴν αἰώνια
ζωή.
Ἔτσι τὴν ἡμέρα της Μεταμορφώσεως φέρνουμε
στὴν Ἐκκλησία μῆλα, ἀχλάδια, σταφύλια, λαχανικά, καὶ ξαφνικὰ ἡ ἴδια ἡ
Ἐκκλησία μεταμορφώνεται σ’ ἕνα μυστικὸ κῆπο, σ’ αὐτὸν τὸν εὐλογημένο
παράδεισο ἀπ’ ὅπου ξεκίνησε ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ συνάντησή του μὲ
τὸν Θεό.
Ὅπως δὲ ἀκριβῶς αὐτὸς ὁ πρῶτος ἄνθρωπος
ἀγαλλίασε καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ καθὼς ἄνοιξε τὰ μάτια του γιὰ πρώτη
φορὰ καὶ εἶδε τὸν κόσμο, ὅπου τὰ πάντα, μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἦταν “καλὰ
λίαν”, ἔτσι καὶ σ’ αὐτὴ τὴν τελετὴ τοῦ ἁγιασμοῦ βλέπουμε τὸν κόσμο σὰν
νὰ ἦταν ἡ πρώτη φορά, ὡς ἀντανάκλαση τῆς σοφίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ,
καὶ εὐφραινόμαστε, καὶ εὐχαριστοῦμε. Μέσα δὲ ἀπὸ αὐτὴ τὴ χαρὰ καὶ τὴν
εὐχαριστία ἡ ζωὴ μας καθαίρεται, ἀνακαινίζεται καὶ ἀναγεννᾶται. Ὄχι, δὲν
ἀρνούμαστε τὸν ὑλικὸ κόσμο, ὅπως ψευδῶς ἰσχυρίζεται ἡ ἀθεϊστικὴ
προπαγάνδα, οὔτε τὸν ἀπορρίπτουμε· ἀντίθετα, τὸν εὐλογοῦμε καὶ τὸν
ἁγιάζουμε, ἐπειδὴ σ’ αὐτὸν βλέπουμε καὶ αἰσθανόμαστε μὲ χαρὰ καὶ
εὐχαριστία τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ. «Οὐρανὸς καὶ γῆ πλήρεις τῆς δόξης Αὐτοῦ»,
ψάλλουμε στὴν ἐκκλησία.
Ἡ σημασία τοῦ ἁγιασμοῦ εἶναι πώς μέσω
αὐτοῦ ἡ δόξα αὐτὴ ξεχύνεται στὴν ἀποκοιμισμένη συνείδησή μας· ἀνοίγει τὰ
μάτια μας. καὶ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ γίνεται δοξολογία, χαρὰ καὶ εὐχαριστία.
Τί γίνεται ὅμως μὲ τὸ κακό. μὲ ρωτοῦν οἱ
ἄνθρωποι. Τί γίνεται μὲ τὸν πόνο καὶ τὸ θάνατο; Σ’ αὐτὸ ἀπαντοῦμε: ἂν
γεμίσουμε μ’ αὐτὸ τὸ φῶς, ἂν δεχθοῦμε μὲ γνησιότητα αὐτὸν τὸν ἐξαγιασμὸ
καὶ αὐτή τὴν εὐλογία, καὶ τὰ φέρουμε μέσα μας, τότε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι
γινόμαστε ὁ χῶρος ὅπου ἀρχίζει ἡ νίκη πάνω στὸ κακό. Καὶ ὁ θάνατος θὰ
καταποθεῖ ἀπὸ αὐτή τὴ νίκη. ἐπειδὴ ζοῦμε σ’ ἕναν κόσμο ποὺ ἔζησε ὁ
Χριστὸς καὶ συνεχίζει νὰ εἶναι παρὼν εἰς τὸν αἰώνα. Ἂν δὲ στὸν καθένα
καὶ στὸ καθετί σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο διακρίνουμε Αὐτόν, ἀγαποῦμε Αὐτόν,
προσφερόμαστε σ’ Αὐτὸν ἂν σ’ ὅλα βλέπουμε τὸ φῶς τῆς παρουσίας Του, τῆς
ἀγάπης καὶ τῆς νίκης Του, τότε τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπ’
Αὐτόν. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου