Τί ἔξοχο θέαμα τὸ Ὅρος Θαβώρ! Ἕνα
θέαμα ἄξιο νὰ τὸ ἀτενίσουμε ἐν ἀγαλλιάσει ὅπως τὸ ἀτένισαν οἱ Ἀπόστολοι,
καὶ νὰ ἑορταστεῖ πανηγυρικά, ὅπως ἐμεῖς τὸ ἑορτάζουμε τώρα.
Δὲν εἶναι ἄνευ νοήματος, ὅτι ὑπῆρξαν
μάρτυρες αὐτοῦ, ἐκεῖνοι πού εἶδαν τὶς μεγάλες ἀποκαλύψεις στὸ Σινᾶ καὶ
στὴν Χορέβ, οὔτε χωρὶς λόγο ὅτι ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας ἐμφανίστηκαν στὸ
Ὅρος Θαβώρ. Ἐδῶ βλέπουν περισσότερα ἀπ’ ὅσα εἶδαν ἐκεῖ. Στὸ Σινᾶ καὶ στὴ
Χορέβ, ἡ δύναμη καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύφθηκε στοὺς ἀνθρώπους μέσα
ἀπὸ τὶς δυνάμεις τῆς ὁρατῆς φύσεως. Στὸ Θαβώρ, ὄχι μόνο ἡ θεότητα
ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό της στὸν ἄνθρωπο, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ἀνθρωπότητα
ἐμφανίζεται ἐνδεδυμένη μὲ τὴν Θεία δόξα. Ὁ Μωϋσῆς ἦταν «ἔντρομος» στὸ
Ὄρος Σινᾶ. Ὁ Ἠλίας παραπονέθηκε στὴ Χορέβ. Ἐνῶ στὸ Θαβώρ, μέσα ἀπὸ τὸ
φόβο τῶν Ἀποστόλων ἐκπέμπεται χαρά: «Καλὸν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι».
Χριστιανοί! ἡ καρδιά σας, χωρὶς
ἀμφιβολία, εἶναι ἕτοιμη νὰ πεῖ γιὰ τοὺς μάρτυρες τῆς δόξας τοῦ Ὄρους
Θαβώρ: πράγματι ἦταν καλὸ νὰ μείνουν ἐκεῖ. Ἦταν εὐτυχεῖς ποὺ μποροῦσαν
νὰ παρευρίσκονται! Τί, λοιπόν, ἂν σᾶς ποῦμε ὅτι ὁ δρόμος πρὸς τὴν θέαση
τῆς δόξας τοῦ Ὄρους Θαβὼρ δὲν καταπίνεται ἀπὸ μιὰ ἄβυσσο, δέν χωρίζεται
ἀπό μᾶς, δὲν ὑπερκαλύπτεται μὲ ἀγκάθια, μήτε ξεχνιέται, μήτε χάνεται,
ἀλλά μπορεῖ νὰ δείχνεται ἀπὸ ἐκείνους πού τὴν γνωρίζουν, σὲ ἐκείνους πού
τὴν ἀναζητοῦν; (Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβει κανεὶς ὅτι ἐδῶ μιλοῦμε
γιὰ τὸν πνευματικὸ δρόμο. Γιατί ὁ σαρκικὸς δρόμος δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
ὁδηγήσει σὲ πνευματικὲς ἐνοράσεις καὶ Θεῖες ἀποκαλύψεις.)
Γιατί ὁ Εὐαγγελιστής, ὅταν εἶναι νὰ μᾶς
περιγράψει τὴν ἔνδοξη Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, πρῶτα ἀπ’ ὅλα κατευθύνει
τὴν προσοχή του, καὶ τὴν δική μας προσοχή, στὴν προσευχή; «Καὶ ἄνεβη εἰς
τὸ ὅρος προσεύξασθαι».
Γιὰ ποιὸ λόγο, σὰν νὰ δυσπιστεῖ γιὰ τὴν
διορατικότητα ὁρισμένων ἀναγνωστῶν καὶ ἀκροατῶν τοῦ Εὐαγγελίου, ἤ σὰν νὰ
φοβᾶται ὅτι ἴσως δὲν κατανοήσουν ἐπαρκῶς τὴ σημασία τοῦ γεγονότος πού
πρόκειται νὰ παρακολουθήσουν, ἐπαναλαμβάνει ξανὰ ὅτι ἡ Μεταμόρφωση τοῦ
Κυρίου ἔλαβε χώρα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς; «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ
προσεύχεσθαι».
Γιὰ ποιὸ λόγο, ἂν ὄχι γιὰ νὰ μᾶς
ὑποδείξει τὴν προσευχή, ὡς τὴν ὁδὸ πρὸς τὸ φῶς τοῦ Θαβώρ, τὸ κλειδὶ τῶν
πνευματικῶν μυστηρίων, τὴν δύναμη τῆς Θείας ἀποκαλύψεως; Ἐὰν ὁ θεϊκὰ
ἐμπνευσμένος Εὐαγγελιστὴς βρῆκε τόσο ἀπαραίτητο νὰ συνδέσει τὴν ἰδέα τῆς
προσευχῆς μὲ τὴν περιγραφὴ τῆς δόξας τοῦ Θαβώρ, τότε ἀσφαλῶς δὲν θὰ
σφάλουμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὴν μεριά μας, χριστιανοί, ἂν συνδέσουμε ἕναν
ὁσοδήποτε σύντομο διαλογισμὸ γιὰ τὴν δύναμη καὶ τὴν ἀποτελεσματικότητα
τῆς προσευχῆς, μὲ τὴν ἀνάμνηση τῆς ἐνδόξου Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου μας.
Ἄν καὶ ἐλπίζουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει κανείς
σὲ αὐτὸ τὸν οἶκο τῆς προσευχῆς, ποὺ λίγο-πολύ νὰ μὴν κατανοεῖ τὴν δύναμη
καὶ τὴν ἀποτελεσματικότητα, ὡστόσο προκειμένου νὰ ἀποκτήσουμε μιὰ σωστὴ
ἰδέα γι’ αὐτήν, ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ νὰ διαλογιστοῦμε πάνω στὸ θέμα σὰν νὰ
μᾶς ἦταν ἐντελῶς ἄγνωστο: ἔχει ἡ προσευχή κάποιο ἀποτέλεσμα;
Ἡ ἐρώτηση αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ παραμείνει
γιὰ πολὺ ἀναπάντητη. Ἀπαντᾶται ἀπὸ τὸν κοινὸ νοῦ τῶν ἀνθρώπων. Ἀπὸ τὸν
χριστιανὸ πού τὸν φωτίζει τὸ καθαρὸ φῶς τῆς πίστεως μέχρι τὸν
εἰδωλολάτρη πού τὸν σκοτίζει ἡ πιὸ βαθειὰ δεισιδαιμονία, ὅλοι
ἀναγνωρίζουν τὴν ὑποχρέωση τῆς προσευχῆς. Καὶ τὸ μεγαλύτερο καὶ καλύτερο
μέρος τῆς ἀνθρωπότητας πράγματι ἐκπληρώνει αὐτὴ τὴν ὑποχρέωση, ἂν καὶ
ὄχι ἀκριβῶς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο οὔτε καὶ μὲ τὴν ἲδια ἐπιτυχία.
Ὅμως, γιατί συνιστοῦμε ἡ προσφεύγουμε
στὴν προσευχή, ἂν δὲν ἀναγνωρίζεται σὲ αὐτὴν κάποια δύναμη, ἤ δὲν
ἀναμένεται νὰ τὴν συνοδεύει κάποιο ἀποτέλεσμα; Ὁ καθένας ὡστόσο μπορεῖ
νὰ ρωτήσει: πῶς οἱ ἐθνικοὶ μποροῦν νὰ ἀποκτήσουν γνώση τῆς δυνάμεως τῆς
προσευχῆς ὅταν, ἀγνοώντας τὴν πραγματικὴ λατρεία τοῦ Κυρίου, δὲν εἶναι
κατὰ συνέπεια σὲ θέση νὰ κατέχουν τὴν ἀληθινὴ μορφὴ τῆς προσευχῆς;
Σὲ κάποιον πού ρωτᾶ κάτι τέτοιο, θὰ
μπορούσαμε κι ἐμεῖς μὲ τὴ σειρά μας νὰ ρωτήσουμε, πῶς γίνεται νὰ μὴν
ἔχουν καθόλου κι αὐτοὶ κάτι σὰν τὴν προσευχή; Μὲ ὅποιον τρόπο ζητήσουμε
νὰ ἐξηγήσουμε μιὰ ἐκδήλωση προσευχῆς ὁσοδήποτε ἀτελῆ, ἡ πηγὴ τῆς
προέλευσής της θὰ βρεθεῖ πάντοτε στὴ δύναμή της. Καὶ οἱ ἐθνικοὶ
προσεύχονται, εἴτε ἐπειδὴ ὁ Θεός, ἂν καὶ ἐγκαταλειμμένος ἀπὸ τὰ πλάσματά
Του, δὲν τὰ ἐγκαταλείπει, ἀλλά ἀφήνει ἀκόμη καὶ στὶς σκοτεινιασμένες
καρδιὲς τοὺς μερικὲς ἀκτίνες τοῦ φωτός Του, «ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον
ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατὲλαβεν», ἕνα φῶς πού
ξυπνᾶ, ἄκομη καὶ στὴ σάρκα, ἕνα συγκεκριμένο αἴσθημα πνευματικῆς
στερήσεως, παρέχει ἕνα ὁρισμένο προαίσθημα πιθανῆς ἱκανοποιήσεώς του,
καὶ ἔτσι διεγείρει τήν ἐπιθυμία νὰ ἐπικαλεστοῦν ἕναν ἄγνωστο Θεὸ γιὰ μιὰ
ἄγνωστη βοήθεια, εἴτε προσεύχονται ἐπειδή, ἔστω καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ βοῦρκο
τῆς φιληδονίας, στὸν ὁποῖο βυθίστηκε ὁ παγανισμός, μερικὲς φορὲς
ἀναδύονται κάποιες φτερωμένες ψυχές, πού ἔχοντας συνείδηση τῆς
ἀχρειότητος καί τῆς ἀκαθαρσίας τῆς καταστάσεώς τους, μέσω μιᾶς
εἰλικρινοῦς ἐπιθυμίας καὶ προσπάθειας νὰ γνωρίσουν τὶς δυνάμεις τοῦ
πνευματικοῦ κόσμου κατόρθωσαν κάποια ἐπικοινωνία μαζί τους, καὶ ἐν
συνέχεια δίδαξαν ἄλλους νὰ κατορθώσουν τὸ ἴδιο, μέσω μιᾶς εἰλικρινοῦς
καὶ ἰσχυρῆς ἐπιθυμίας, δηλαδὴ μέσω τῆς προσευχῆς.
Προσεύχονται πάλι διότι ἀπὸ τὶς ἐποχὲς
ἐκεῖνες πού ἡ ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἐπικρατοῦσε ἀκόμη σὲ ὁλόκληρη τὴν
ἀνθρωπότητα, καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ δύναμη καὶ ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς
ἀληθινῆς προσευχῆς της ἦταν πολὺ γνωστή, παρέμεινε ἀκόμη, παρὰ τὴ φθορὰ
τῆς Θείας λατρείας πού ἐπακολούθησε, ἀνεξίτηλη ἡ γενικὴ πεποίθηση γιὰ
τὴν ἀναγκαιότητα τῆς λατρείας καὶ γιὰ τὰ πλεονεκτήματα τῆς προσευχῆς,
δηλαδὴ γιὰ τὴν δύναμη καὶ τὴν ἀποτελεσματικότητά της.
Δυστυχῶς ὑπάρχει μιὰ φιλοσοφία (τοῦ
εἴδους πού ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁρίζει ὡς «φιλοσοφία κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ
κόσμου καὶ τῆς κενῆς ἀπάτης»), ἡ ὁποία περιφρονώντας τὴν γενικὴ κατάθεση
τῆς ἀνθρωπότητας θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ της ἱκανὸ νὰ ἀνακαλύψει τὴν καλύτερη
μαρτυρία τῆς ἀλήθειας. Διδάσκει πώς ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι δεμένος μὲ
τὰ δεσμὰ τῶν αἰτιῶν καὶ τῶν ἀποτελεσμάτων, στὰ ὁποῖα ἀκόμη καὶ ἐλεύθερες
ὑπάρξεις εἶναι λιγότερο ἤ περισσότερο περιπλεγμένες, καί ὅταν, γιὰ
παράδειγμα, ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται γιὰ ἀφθονία τῶν καρπῶν τῆς γῆς, ἡ
οὕτως εἰπεῖν ἡ ἀφθονία ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν θερμοκρασία τῆς ἀτμόσφαιρας,
τῆς θερμοκρασίας ἀπὸ τὴν δράση καί τὴν ἀντίδραση τοῦ ἥλιου, τῆς γῆς καί
τοῦ νεροῦ, καί ἀπὸ τὴν δράση τους πάλι ἐπὶ τῶν νόμων τοῦ σύμπαντος, πού
ὁρίστηκαν ἅπαξ διὰ παντὸς ἀπὸ τὸν Δημιουργό, καί λειτουργοῦν ἄμεσα καὶ
σὲ ὑπακοὴ μὲ καθορισμένους νόμους.
Προσεύχεται λοιπὸν εἴτε χωρίς σκοπὸ ἤ τὶς
περισσότερες φορὲς μὲ σκοπὸ νὰ καταδείξει τὴν ταπεινοφροσύνη του καὶ
τὴν ὑποταγή του στὴ δύναμη καί τὴν μεγαλειότητα τοῦ Δημιουργοῦ.
Ἂς σημειώσουμε ὅτι ἀκόμη καί μιὰ τέτοια
φιλοσοφία δὲν μπορεῖ νὰ στερήσει τὴν προσευχὴ ἀπὸ αὐτὸ τουλάχιστον τὸ
ἀποτέλεσμα, πού γεννᾶ στὸν ἄνθρωπο ἕνα πνεῦμα ταπεινότητας ἔναντι στὸν
Θεό. Καὶ μόνον γι’ αὐτὸ δὲ ἀποτελεῖ μιὰ λυτρωτικὴ ἐπιρροή.
Ὅμως δὲν εἶναι μόνο αὐτό. Ρωτῆστε κάθε
μαθητὴ αὐτῆς τῆς φιλοσοφίας πού θὰ συναντήσετε, τί εἶναι καλύτερο, μιὰ
ἐπιδέξια κατασκευασμένη μηχανὴ ἤ μιὰ ζωντανὴ ὕπαρξη, νοήμων καὶ
ἐλεύθερη, καί μιὰ καλὰ διατεταγμένη κοινωνία τέτοιων ὑπάρξεων; Ποιὸς
εἶναι μεγαλύτερος; Ἕνας τεχνίτης πού κατασκευάζει μιὰ μηχανὴ καὶ
ρυθμίζει τὶς κινήσεις της ἤ ἕνας πατέρας πού γεννᾶ παιδιὰ καί τὰ
μορφώνει μὲ τὴν παιδεία κατὰ τὸν τρόπο πού ἐπιλέγει ὁ ἴδιος; Ἢ ἕνας
βασιλιὰς πού ἔχει θεμελιώσει ἕνα βασίλειο ἀπὸ ἐλεύθερους ἀνθρώπους, καί
τοὺς κυβερνᾶ ὅπως θὰ ἤθελαν νὰ κυβερνηθοῦν καί οἱ ἴδιοι, παρέχοντας
σοφὲς καί ἐλεήμονες ἀρχὲς πού δὲν ἀμφισβητοῦνται; Ἡ ἐπιλογὴ ἐδῶ δὲν
εἶναι δύσκολη, καὶ δὲν χρειάζεται νὰ περιμένουμε τὴν ἀπάντηση. Ρωτῆστε
τον ξανά, γιατί προτιμᾶ νὰ δεῖ, στὸ ἔργο τοῦ Τέλειου σὲ ὅλα Δημιουργοῦ,
περισσότερο ἕναν τέλειο τύπο καλλιτέχνη παρὰ τὸ καλὰ διατεταγμένο
βασίλειο ἑνὸς σοφοῦ μονάρχη ἤ τὸ μεγάλο ἀρχοντικὸ ἑνὸς καθ’ ὅλα
γενναιόδωρου Πατέρα; Γιατί τέτοιοι ἄνθρωποι θὰ φαντάζονταν τὸν Θεὸ πιὸ
εὔκολα ὡς τὸν Ἀρχιτέκτονα τοῦ σύμπαντος, παρὰ ὡς Βασιλέα τοῦ οὐρανοῦ καὶ
τῆς γῆς καὶ Πατέρα τῶν πνευμάτων; Τοὺς ἀφήνουμε νὰ βροῦν μιὰν ἀπάντηση
γι’ αὐτὸ στὴν συνείδησή τους. Ἐνῶ γιὰ τὸν παρόντα σκοπὸ μᾶς εἶναι
ἀπολύτως ἐπαρκὲς νὰ παραδεχτοῦμε, ὅτι ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο ὁ
Δημιουργός μας, ἀλλά καὶ ὁ Βασιλέας καί ὁ Πατέρας μας, τότε ἀναμφίβολα
τὰ τέκνα δὲν θὰ καλέσουν μάταια τὸν Πατέρα τους, μήτε ὁ Βασιλέας θὰ
κλείσει τὰ αὐτιά Του στοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλείου Του. καί εἶναι νὰ
ἀναρωτιέται κανείς, πῶς ἕνας στοργικὸς Πατέρας, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὴν
δίκαιη, ἡ ἐν πάση περιπτώσει τὴν ἀθώα ἐπιθυμία ἑνὸς γιοῦ, θὰ σταματοῦσε ἤ
θὰ ἄλλαζε τὶς κινήσεις τῆς μηχανῆς πού μορφοποίησε;
Δὲν χρειάζεται λοιπὸν νὰ ἀναρωτιόμαστε,
ἐὰν ὁ ἀπόλυτα φιλεύσπλαγχνος οὐράνιος Πατέρας μας, ἀπαντώντας στὶς
προσευχὲς τῶν ἐπίγειων τέκνων του, δίνει μιὰ νέα καὶ ἀσυνήθιστη
κατεύθυνση στὴ φύση πού κυβερνᾶται ἀπὸ τὸ νόμο τῆς ἀναγκαιότητας. Ἰδοὺ
πῶς μέσω μιᾶς τέτοιας συγκρίσεως ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια, ὁ Λόγος ὁ ἴδιος,
ἐξηγεῖ τὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς προσευχῆς: «Εἰ οὖν ὑμεῖς, πονηροὶ
ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσω μᾶλλον ὁ
Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν».
Ὑπάρχουν μερικοὶ χριστιανοί, πού
καταλαβαίνουν καί ἐκτελοῦν τὴν πράξη τῆς προσευχῆς μᾶλλον μὲ ἕναν
ἐξωτερικὸ τελετουργικὸ τρόπο, παρὰ μὲ ἕναν τρόπο ἐσωτερικὸ καί
πνευματικό, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ ποσῶς δὲν ἀμφιβάλλουν κατὰ τὴν γενικὴ
πεποίθηση ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι ἰσχυρὴ καί ἀποτελεσματική, σφάλλουν, ἤ
κάνουν πέρα γιὰ πέρα λάθος στὴν ἐφαρμογὴ αὐτῆς τῆς ἀλήθειας στὸν ἑαυτὸ
τους καί στὴν προσευχή τους.
Προσευχόμενοι ἐπανειλημμένα, καί μὴ
βλέποντας κανένα ἀποτέλεσμα ἀπὸ τὶς προσευχές τους, εἴτε στὸν ἑαυτό τους
εἴτε γύρω τους, ἀντί νὰ ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴν εἰλικρίνεια καί τὴν ἀξία
τῶν δικῶν τους προσευχῶν, τείνουν νὰ ἐμποτιστοῦν μὲ τὴν ἰδέα πού
διαπνέεται ἀπὸ ἕνα πνεῦμα νωθρότητας καί αὐταπάτης, ὅτι ἡ ἰσχυρὴ καί
ὠφέλιμη προσευχὴ πρέπει κατ’ ἀνάγκην νὰ εἶναι κάποιο περίεργο δῶρο τῆς
χάριτος, προορισμένο γιὰ κάποιους ἐκλεκτούς τοῦ Θεοῦ, καί μόνο γιὰ
ὁρισμένες ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις.
Σ’ αὐτοὺς λέμε χωρίς δισταγμό, ὅτι δὲν
ὑπάρχει ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου ἡ προσευχὴ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ γίνει
ἀποτελεσματική, ἂν τὸ ἐπιθυμεῖ σταθερὰ καί μὲ καθαρὴ καρδιά, μὲ πίστη
καί ἐλπίδα στὸν Θεό, καί δὲν ὑπάρχει περίπτωση ἡ προσευχή του νὰ μὴν
γίνει δεκτή, ἂν τὸ ἀντικείμενό της δὲν εἶναι ἀντίθετο στὴ Σοφία καὶ στὸ
Ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἤ στὴν πραγματικὴ εὐζωία τοῦ ἱκέτη. Αὐτὸ λέγει πολλά.
Πιστεύουμε, ὡστόσο, ὅτι δὲν ἐξαπατοῦμε τοὺς ἀληθινοὺς ἐραστὲς τῆς
προσευχῆς.
Φανταστεῖτε ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν
δύναμη τῆς προσευχῆς κλείνει ἤ ἀνοίγει τοὺς οὐρανούς, σταματᾶ ἤ φέρνει
βροχή. Δίνει ἐντολὴ ὅτι μιὰ χούφτα ἀλεύρι καί λίγο λάδι πρέπει νὰ
φτάσουν γιὰ νὰ θρέψουν ἀρκετοὺς ἀνθρώπους ἐπί ἀρκετοὺς μῆνες, ἤ ἴσως καί
πάνω ἀπὸ ἕνα χρόνο, καί αὐτὸ πραγματοποιεῖται. Δίνει πνοὴ σὲ ἕνα νεκρό,
καὶ τὸν ἐπαναφέρει στὴ ζωή. Φέρνει φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιὰ νὰ
ἀφανίσει μιὰ θυσία καὶ ἕνα βωμὸ βυθισμένο στὸ νερό.
Τί πιὸ ἐξαιρετικὸ μπορεῖ νὰ ἐμφανιστεῖ
ἀπὸ αὐτὴ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς; Ἀλλά ἐμφανίζεται ὡς τέτοιο μόνο σὲ
ἕναν ἄνθρωπο πού δὲν γνωρίζει τί εἶναι ἡ πνευματικὴ δύναμη, ἐνῶ σὲ ἕναν
πού τὴν γνωρίζει, ἐμφανίζεται ὡς πράξη κὰποιου ἄνθρωπου σὰν καί μᾶς.
Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς δική μου γνώμη, ἀλλά ἡ διδασκαλία ἑνὸς Ἀποστόλου.
Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος, παροτρύνοντάς μας νὰ
προσευχόμαστε «ὑπὲρ ἀλλήλων», καὶ ἐπιθυμώντας νὰ μᾶς ὑποκινήσει πρὸς
τοῦτο, λέγει ὅτι «πολὺ ἰσχύει δὲ ἡ δέησις δικαίου ἐνεργουμένη», καὶ
ἐπιβεβαιώνει αὐτὴ τὴν γενικὴ ἀρχὴ κι αὐτὸ τὸ πειστικὸ κίνητρο μὲ τὸ
παράδειγμα ἐκείνου τοῦ ἐξαιρετικοῦ ἀνθρώπου, πού μόλις ἔχουμε
σκιαγραφήσει, καὶ τὸν ὁποῖο παρουσιάζει σὰν ἕναν ἄνθρωπο ὅμοιο μέ μᾶς:
«Ἠλίας ἄνθρωπος ἦν ὁμοιοπαθὴς ἡμῖν, καὶ προσευχὴ προσηύξατο τοῦ μὴ
βρέξαι, καὶ οὐκ ἔβρεξεν ἐπὶ τῆς γῆς ἐνιαυτοὺς τρεῖς καὶ μήνας ἕξ. Καὶ
πάλιν προσηύξατο, καὶ ὁ οὐρανὸς ὑετόν ἔδωκε καὶ ἡ γῆ ἐβλάστησε τὸν
καρπὸν αὐτῆς».
Γιατί μᾶς λέγει ἐδῶ, ὅτι ὁ ἐργάτης τῶν
θαυμάτων Ἠλίας «ἄνθρωπος ἦν ὁμοιοπαθὴς ἡμῖν»; Ἀκριβῶς γιὰ νὰ μὴν
ἀποθαρρυνθοῦμε, νομίζοντάς τον ἐξαιρετικὸ ἄνθρωπο, ἀπὸ τὸ νὰ τὸν
μιμηθοῦμε καὶ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποκτήσουμε δύναμη στὴν προσευχή.
Ἐάν, ἐν τούτοις, σᾶς φαίνεται ὅτι τὸ νὰ
μιμηθεῖτε τὶς προσευχὲς τοῦ προφήτη ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν μετριότητά σας,
καὶ εἶναι ὕψος ἀπρόσιτο γιὰ σᾶς, τότε φανταστεῖτε τὸν ἑαυτὸ σας ὅσο
θέλετε πιὸ χαμηλὰ ἀπὸ τὸν προφήτη, φανταστεῖτε ὅτι εἶστε λιγότερο καὶ
ἀπὸ χριστιανοί, πεῖτε ὅτι εἶστε ἐθνικοί, καὶ τότε ἀκόμη, σᾶς βεβαιώνω
ὅτι ἡ προσευχὴ σας μπορεῖ νὰ εἶναι δυνατὴ καὶ ἀποτελεσματική.
Καὶ τί ἄλλο μπορεῖ; Μπορεῖ νὰ σᾶς
μετατρέψει ἀπὸ ἐθνικὸ σὲ χριστιανό, μπορεῖ νὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀληθινὴ
γνώση καὶ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη κι ἂν μέχρι τότε σᾶς ἦταν ἄγνωστα, κι
ἂν δὲν ὑπάρχει κοντὰ σας κάποιος ἄνθρωπος γιὰ νὰ σᾶς κατευθύνει, ἀκόμη
καὶ τότε θὰ ἀνοίξει τοὺς οὐρανούς, καὶ θὰ φέρει ἀπὸ ἐκεῖ κοντὰ σας ἕναν
ἄγγελο, πού θὰ σᾶς διδάξει.
Ὅμως, μήπως ὀνειρεύομαι καὶ παρασύρομαι
ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία μου νὰ σᾶς προσκαλέσω στὴν θερμὴ καὶ ἀποτελεσματικὴ
προσευχή; Ὄχι, ἀδελφοί μου καὶ συνικὲτες, δὲν μιλῶ παρὰ γι’ αὐτὸ πού
ὅπως συνέβη κάποτε, ἑπομένως μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ πάλι, καί πού τυγχάνει
τῆς μαρτυρίας τῶν ἱερῶν βιβλίων μας. Ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος Κορνήλιος,
τὸν ὁποῖο γνωρίζουμε ἀπὸ τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἦταν ἕνας
εἰδωλολάτρης. Δὲν εἶναι γνωστὸ ἐὰν γνώριζε τὸν Ἕνα Θεό, ἀλλά εἶναι
βέβαιο ὅτι δὲν γνώριζε «τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ τὸν σταλέντα ὑπὸ τοῦ Θεοῦ».
Ὅμως ἔκανε ὅσο περισσότερο καλὸ μποροῦσε: φοβόταν, καί πάντοτε
προσευχόταν στὸν Θεό, μολονότι τοῦ ἦταν ἄγνωστος: «εὐσεβὴς καὶ
φοβούμενος τὸν Θεὸν σὺν παντί τῷ οἴκω αὐτοῦ, ποιῶν τε ἐλεημοσύνας πολλάς
τῷ λαῷ καί δεόμενος τοῦ Θεοῦ διὰ παντὸς».
Καί τί κατόρθωσε ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ
τοῦ εἰδωλολάτρη; Κάλεσε πράγματι τὸν οὐρανὸ κοντά του, καί ἔφερε σὲ
βοήθειά του ὑψηλές, ἀκόμη καί Θεῖες δυνάμεις. Ἐν τῷ μέσω τῶν προσευχῶν
του τοῦ φανερώνεται ἕνας ἄγγελος λέγοντας: «Κορνήλιε, εἰσηκούσθη σου ἡ
προσευχὴ». Κατόπιν τοῦ δίνει ὁδηγίες πῶς νὰ καλέσει τὸν Ἀπόστολο Πέτρο.
Καί καθὼς ὁ Ἀπόστολος τοῦ μιλοῦσε, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα,
πρίν κὰν τὸ βάπτισμα, διεχύθη ἐξ ὕψους ἐπί τοῦ Κορνηλίου. Ψάξτε στὸ
μυαλό σας, ἐπινοῆστε ἂν θέλετε, κάτι πού νὰ φαίνεται ἀπρόσιτο στὴ δύναμη
τῆς προσευχῆς, καί δὲν θὰ ἀπελπιστοῦμε ὅτι δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ σᾶς
ἀποδείξουμε, μὲ τὸ φῶς τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὅτι δὲν εἶναι ἀπρόσιτο καί
ἀκατόρθωτο, ἂν καί τὸ ἴδιο μπορεῖ νὰ φαίνεται ἀδύνατο.
Φανταστεῖτε, γιὰ παράδειγμα, ἕνα ὁλόκληρο
ἔθνος πού πρόσβαλε τὸ Θεὸ μὲ κάποιο βαρὺ ἔγκλημα. Ὑποθέστε ἐπίσης ὅτι ὁ
Θεὸς ἔχει ἤδη διακηρύξει τὸ δίκαιο θέλημά Του νὰ καταστρέψει αὐτὸ τὸ
ἔθνος, κι ἐκείνη τὴν φοβερὴ στιγμὴ δὲν ἀπομένει παρὰ ἕνας ἄνθρωπος πάνω
στὴ γῆ πού νὰ μπορεῖ νὰ προσευχηθεῖ γι’ αὐτὸ τὸ λαό, πού εἶναι ἤδη
ἕτοιμος νὰ καταποθεῖ ἀπὸ τὴν κόλαση. Δὲν σᾶς φαίνεται ὅτι δὲν εἶναι
πλέον πιθανὸ νὰ σωθεῖ αὐτὸς ὁ λαός;
Ἡ ἐμπειρία τοῦ Μωυσῆ ἀπέδειξε πώς ἀκόμη
κι αὐτὸ εἶναι δυνατό. Τὰ τέκνα τοῦ Ἰσραήλ, ἀμέσως μετὰ τὴν ἔνδοξη
ἀποκάλυψη καὶ τὴν διαθήκη τοῦ Ὅρους Σινᾶ, ξαφνικὰ ξαναπέφτουν στὴν
εἰδωλολατρία. Ὁ Μωυσῆς στέκεται ἐπάνω στὸ βουνὸ μπροστὰ στὸν Κύριο.
Ἀκοῦστε καὶ ἀντιληφθεῖτε τί θαυμάσια λόγια λέγει τότε ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωυσῆ: «Καὶ νῦν ἔασόν με καὶ θυμωθεῖς ὀργὴ εἰς αὐτοὺς ἐκτρίψω αὐτοὺς».
Ὢ Κύριε, Θεὲ τῶν πνευμάτων καὶ πάσης
σαρκός! Μπορεῖ ὁ δοῦλος Σου, δυνατὸς μόνο ἐν τῇ δυνάμει Σου, νὰ
ἀντιταχτεῖ στὴν ἐκπλήρωση τοῦ θελήματός Σου; Καὶ τώρα ἄφησε με, λέγει
Ἐκεῖνος, ἐπιθυμῶ νὰ διακηρύξω τὴν δίκαιη ὀργή μου, καὶ νὰ συντρίψω αὐτὸ
τὸ ἔθνος: ὅμως ἐσύ μὲ ἐμποδίζεις. «Καὶ νῦν ἔασόν με καὶ θυμωθεῖς ὀργὴ
εἰς αὐτοὺς ἐκτρίψω αὐτούς». Τί λοιπόν; Ὁ ἱκέτης οὔτε τότε ἀφήνει τὸν
Θεό, ἀλλά διπλασιάζει τὶς προσευχές του. Καὶ ἡ ὀργὴ τῆς ἀνίκητης
παντοδυναμίας ὑποχωρεῖ στὴ δύναμη τῆς προσευχῆς ἑνὸς θνητοῦ ἀνθρώπου!
«Καὶ ἱλάσθη Κύριος περὶ τῆς κακίας, ᾗς εἶπεν ποιῆσαι τὸν λαὸν αὐτοῦ».
Μετρῆστε ἐδῶ, ἂν μπορεῖτε, τὴν θαυμαστὴ
δύναμη τῆς προσευχῆς, καὶ βρεῖτε κάτι, μετὰ ἀπὸ αὐτό, πού νὰ μὴν μπορεῖ
νὰ κατορθώσει γιὰ τὴν σωτηρία μας!
Γιὰ νὰ μπορέσουμε καὶ πάλι νὰ καταλάβουμε
μὲ πόση εὐκολία τὸ κλειδὶ τῆς προσευχῆς ἀνοίγει πνευματικοὺς καὶ
θεϊκοὺς θησαυρούς, ἂς κοιτάξουμε ἀκόμη μιὰ φορὰ πρὸς τὸ Ὄρος Θαβώρ, τὸ
ὁποῖο προσπαθήσαμε νὰ πλησιάσουμε μὲ τοὺς παρόντες στοχασμούς μας.
Ἂς θεωρήσουμε σοβαρὰ ἀκόμη μιὰ φορὰ τὴν
Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ὅπως μᾶς δίνεται ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστή: «Καὶ ἀνέβη
εἰς τὸ ὅρος προσεύξασθαι. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ προσεύχεσθαι αὐτὸν τὸ εἶδος
τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἕτερον». Ἂν τολμήσουμε ἀπ’ αὐτὰ τὰ λίγα γνωρίσματα νὰ
μαντεύσουμε τοὺς καρδιακοὺς λογισμοὺς τοῦ Ἰησοῦ, τότε φαίνεται ὅτι
κατευθυνόμενος πρὸς τὸ Ὄρος Θαβώρ, ὁ ἄμεσος καὶ ἀποκλειστικὸς σκοπὸς Του
ἦταν ὄχι ἡ Μεταμόρφωση, ἀλλά ἁπλῶς ἡ προσευχή: «Καὶ ἄνεβη εἰς τὸ ὅρος
προσεύξασθαι». Φαίνεται ὡσὰν σὲ ἐκεῖνο τὸ βουνό, ἀκόμη καὶ τὴν στιγμὴ
τῆς μεταμορφώσεως, μοναδικός του σκοπὸς ἦταν ἡ προσευχή: «Καὶ ἐγένετο ἐν
τῷ προσεύχεσθαι».
Κανένας πού στοχάζεται πάνω σὲ αὐτὸ δὲν
μπορεῖ νὰ ὑποθέσει ὡς ἀπίθανη τὴν εἰκασία ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς προσευχῆς τοῦ
Σωτήρα μας πρέπει νὰ ἦταν ἡ προετοιμασία τοῦ Ἰδίου καὶ τῶν μαθητῶν Του
γιὰ τὸ ἐπερχόμενο Πάθος Του καὶ τὸν θάνατό Του στὸ Σταυρό, πού δὲν εἶχε
παρὰ πρόσφατα ἀποκαλύψει, καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα στὴ διάρκεια τῆς ἴδιας τῆς
Μεταμορφώσεως, ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας τοῦ μίλησαν. Πῶς λοιπόν, μέσα σὲ
αὐτὴ τὴν προσευχὴ τῆς ὀδύνης, ἀποκαλύφτηκε ἡ δόξα; Αὐθόρμητα, μποροῦμε
νὰ ποῦμε, σὰν τὸ ἄνθος καὶ τὸν καρπὸ τῆς προσευχῆς τῆς πεπληρωμὲνης
ζωντανῆς δυνάμεως. Τὸ πνεῦμα τῆς προσευχῆς, ἑνωμένο μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ
θεοῦ, πεπλήρωκε τὴν ψυχὴ τοῦ Ἰησοῦ μὲ φῶς. Ἡ ὑπεραφθονία αὐτοῦ τοῦ
φωτός, πού δὲν μποροῦσε πλέον νὰ περικλείεται μέσα στὴν ψυχή Του,
διεχύθη σὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα Του, ἔλαμψε στὴ μορφή Του, καί μὴ βρίσκοντας
ἐπαρκῆ χῶρο γιὰ νὰ τὸ περικλείσει, φώτισε καί μεταμόρφωσε ἀκόμη καί τὰ
ἴδια του τὰ ἐνδύματα. Ἐκτεινόμενο ἀκόμη μακρύτερα, ἁπλώθηκε στίς ψυχὲς
τῶν Ἀποστόλων, ἀντανακλώμενο στὸ ἐπιφώνημα τοῦ Πέτρου: «Ἐπιστάτα, καλὸν
ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι!»
Ὑπεισέρχεται στὸ βασίλειο τοῦ ἀόρατου
κόσμου, καί τραβᾶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν Μωυσῆ καί τὸν Ἠλία, φτάνει στὸ ἴδιο τὸ
στῆθος τοῦ οὐράνιου Πατρός, καί κινεῖ τὴν ἀγάπη Του σὲ μιὰ ἐπίσημη
μαρτυρία γιὰ τὸν ἀγαπημένο Του: «Οὗτος ἔστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός!» Ὢ
θαῦμα τῆς προσευχῆς, πού ἀγκαλιάζει μὲ μιὰ πράξη τὸν οὐρανό, τὴ γῆ, καί
τὴ θεότητα τὴν ἴδια! Κανεὶς νὰ μὴν πεῖ ὅτι αὐτὸ τὸ παράδειγμα προσευχῆς
δὲν μᾶς ἀφορᾶ, ὅταν μιὰ πράξη τοῦ Θεανθρώπου μᾶς ἀφορᾶ κι ἐμᾶς,
χριστιανοί. Διότι σέ μᾶς, μολονότι ὄχι στὸν ἴδιο βαθμό, πρέπει νὰ
ὑπάρξει ὅ,τι ὑπῆρξε καί στὸν Χριστό: «Τοῦτο γὰρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν»,
λέγει ὁ Ἀπόστολος, «ὅ καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»!.
Ὅμως εἶναι καιρὸς πλέον νὰ ἐξετάσουμε,
γιατί τόσες πολλὲς προσευχὲς μένουν χωρὶς ἀποτέλεσμα, ἐφόσον κάθε
προσευχὴ μπορεῖ πάντα νὰ εἶναι τόσο δυνατὴ καὶ ἀποτελεσματική. Διότι γιὰ
χάρη κυρίως αὐτοῦ τοῦ ἐρωτήματος, διατυπώσαμε ὅλα ὅσα ἤδη ἔχουμε πεῖ.
‘Ἂς δοῦμε εἰδικὰ μιὰ περίπτωση, στὴν ὁποία μιὰ προσευχή φαίνεται νὰ μὴ
τυγχάνει ἀπαντήσεως, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἀπαντᾶται μὲ ἕναν
ἀπροσδόκητο καί ὑπερφυὴ τρόπο. Ἔτσι, ὁ Παῦλος «ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν
Κύριον παρεκάλεσε, ἵνα ἀποστῆ ἀπ’ αὐτοῦ ὁ σκόλωψ ὁ ἐν σαρκί». Ὅμως ὁ
Κύριος τοῦ ἀπάντησε: «ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου. Ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν
ἀσθενεία τελειοῦται». Ὁ πειρασμὸς δὲν ἀπομακρύνεται: ὅμως μιὰ νίκη ἀκόμη
πιὸ θαυμαστὴ δίνεται ἐπὶ τοῦ συνεχιζόμενου πειρασμοῦ. Ἐὰν παραδεχτοῦμε
τέτοιες περιπτώσεις, ὅλες οἱ ἀνεπιτυχεῖς προσευχὲς ἐξηγοῦνται ἀπὸ αὐτὴ
τὴν μικρὴ φράση τοῦ Ἀποστόλου: «Αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς
αἰτεῖσθε, ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν δαπανήσετε». Οἱ προσευχὲς μας
παραμένουν ἄκαρπες, εἴτε ἐπειδὴ δὲν ἀποτελοῦν θερμὲς καὶ ἐπίμονες
ἱκεσίες, πού βγαίνουν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας, καὶ στὶς ὁποῖες ὅλη ἡ
ψυχὴ μας χύνεται, ἀλλά εἶναι μόνο ἀδύναμες ἐπιθυμίες, πού τὶς προφέρουμε
χωρὶς ζέση, νομίζοντας ὅτι πρέπει νὰ ἐκπληρωθοῦν ἀπὸ μόνες τους, εἴτε
γιατί οἱ ἱκεσίες μας εἶναι ἀκάθαρτες καὶ ἐκ τοῦ πονηροῦ, καθόσον μάλιστα
ζητᾶμε αὐτὸ πού εἶναι βλαβερό, καὶ δὲν ὠφελεῖ τὴν ψυχή μας, ἤ ζητᾶμε
πράγματα ὄχι γιὰ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου, ἀλλά γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν
σαρκικῶν καὶ ἐγωιστικῶν μας ἐπιθυμιῶν.
Προσευχήσου, χριστιανέ, θερμὰ καὶ μὲ ὅλη
τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς σου, προσευχήσου σταθερὰ καὶ ἐπίμονα, προσευχήσου
σωστὰ καὶ καθαρά. Καὶ ἂν δὲν θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου ἄξιο γι’ αὐτό,
προσευχήσου γιὰ τὴν προσευχὴ τὴν ἴδια, καὶ διὰ τῆς προσευχῆς θὰ
ἀποκτήσεις πρῶτα τὴν ἀληθινὴ καὶ ἀποτελεσματικὴ προσευχή, καὶ κατόπιν ἡ
προσευχὴ αὐτὴ θὰ καταβάλει ὅλα τὰ πράγματα μέσα σου καὶ θὰ τὰ ἀποκτήσει
ὅλα γιὰ σένα −θὰ σὲ ὁδηγήσει στὸ Ὅρος Θαβὼρ ἡ θὰ δημιουργήσει ἕνα Θαβὼρ
ἐντός σου− θὰ κατεβάσει τὸν οὐρανὸ στὴν ψυχή σου καὶ θὰ ἀνεβάσει τὴν
ψυχή σου στὸν οὐρανό. Ἀμήν. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου