Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Εἰσαγωγὴ στὴ «Μυσταγωγία» τοῦ Ἁγ.Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ Πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε



 Πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε
Στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν», ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐξηγεῖ μὲ μιὰ ὑψηλὴ φιλοσοφικὴ καὶ θεολογικὴ σκέψη, μιὰ μεγάλη σειρὰ ἀπὸ ὀντολογικὰ προβλήματα. Παρουσιάζοντας τὸ θεῖο σχέδιο ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα, γιὰ νὰ κινηθοῦν πρὸς τὴν τελείωσή τους μέσα στὸ Θεό, ἑρμηνεύει τὶς πιὸ βασικὲς ἀπόψεις τῆς πραγματικότητας. Σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐξηγεῖ κυρίως τοὺς θεολογικοὺς ὅρους καὶ τὸν ὀντολογικὸ χαρακτῆρα τῆς κίνησης τῶν πάντων πρὸς τὸ Θεό, μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλὰ οὔτε αὐτοὶ οἱ ὅροι, οὔτε ἡ πνευματικὴ ζωὴ παρουσιάστηκαν στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν» σὰ σύνολο συστηματικό.
 Στὰ «Κεφάλαια Σ’ περὶ Θεολογίας καὶ τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας τὸν Υἱοῦ Θεοῦ» ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐκθέτει ἕνα ἀρκετὸ μέρος τοῦ ὑλικοῦ, ποὺ περιέχεται στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν», μὲ τὴ μορφὴ σύντομων ἀφορισμῶν. Ἀλλὰ οὔτε σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο παρουσιάζεται τὸ ὑλικὸ σὲ πραγματικὴ καὶ λογικὴ συνέχεια.
Μιὰ μεγαλύτερη προσπάθεια νὰ παρουσιαστῆ ἡ πνευματικὴ ζωή, οἰκοδομημένη πάνω στὶς θεολογικὲς προϋποθέσεις, ποὺ ἐξηγοῦνται στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν», γίνεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο στὸ ἔργο του «Εἰς τὴν Προσευχὴν τοῦ Πάτερ Ἡμῶν»’ πρὸς ἕνα φιλόχριστον Ἑρμηνεία Σύντομος», ἀλλὰ πιὸ πολὺ στὸ «Πρὸς Θαλάσσιον». Ἰδιαίτερα στὸ τελευταῖο τοῦτο ἔργο, ὁ ἅγιος Μάξιμος παρουσιάζει τὴ χριστιανικὴ πνευματικὴ ζωὴ σὰν ἕνα σύνολο ποὺ ὑψώνεται διαδοχικὰ ὥς τὴν τελειοποίησή του μέσα στὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεό. Ὅπως στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν» καὶ στὰ «Κεφάλαια Σ’ περὶ Θεολογίας καὶ τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας», ὁ ἅγιος Μάξιμος βλέπει καὶ στὸ «Πρὸς Θαλάσσιον» αὐτὴ τὴν κίνηση σὰν φαινόμενο ἀτομικῆς ζωῆς καὶ σὰν οἰκουμενικὴ δυναμικὴ κίνηση, ποὺ ὁδηγεῖ ὅλο τὸν κόσμο σὲ ἕνωση μὲ τὸ Θεό. Στὴ «Μυσταγωγία» ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐκθέτει συστηματικὰ αὐτὴ τὴν ἴδια ἐξύψωση τοῦ ἀτόμου καὶ τοῦ κόσμου πρὸς τὸ Θεό. Ὅμως σ’ αὐτὸ τὸ μικρὸ ἔργο, περιγράφει τὴν ἐξύψωση μὲ πολὺ πιὸ περιληπτικὸ καὶ συγκεντρωμένο τρόπο.
Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς, μὴν μπορῶντας ν’ ἁπλωθῆ στὴν ἀνάλυση τῶν διαφόρων στιγμῶν τῆς κίνησης, ὁ ἅγιος Μάξιμος ἔκανε ἀνάγλυφη σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο, μὲ τρόπο πιὸ ἔντονο καὶ καθαρό, τὴ διαδοχὴ τῶν βαθμίδων αὐτῆς τῆς ἀνάπτυξης, καὶ ἐπέμεινε λιγώτερο στὸν τρόπο, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐπιτύχη τὴν κάθε πνευματικὴ βαθμίδα. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο ἔχομε ὅλη τὴν ἀνθρωπολογικὴ καὶ κοσμολογικὴ θεωρία τοῦ ἁγίου Μαξίμου σκιαγραφημένη σὲ πιὸ πυκνὴ μορφὴ καί, γι’ αὐτό, σ’ ἕνα σύνολο καθαρὸ στὶς γενικὲς γραμμές του
Μ’ αὐτὸ τὸ σκοπό, ὁ ἅγιος Μάξιμος παρουσιάζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο νὰ ἔχουν σὰν πρότυπο τὴν Ἐκκλησία. Παρουσιάζει ἔτσι ἀνάγλυφα τὴν ἐξύψωση πρὸς τὸ Θεὸ σὰν τὸ κύριο χαρακτηριστικό του ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου. Ἡ ἑνότητα καὶ ἡ κίνηση πρὸς τὸ Θεὸ εἶναι οἱ δυὸ συντεταγμένες ὅλης τῆς κτιστῆς πραγματικότητας. Ὑπάρχει μιὰ ἀρχικὴ ἑνότητα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἑνότητα ἀναπτύσσεται μὲ τὴν κίνηση πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τελειοποιεῖται σὰν ἑνότητα μέσα σ’ Αὐτόν. Ἡ ἀρχικὴ ἑνότητα εἶναι κι αὐτὴ μιὰ ἑνότητα μέσα στὸ Θεό, γιατί διαφορετικὰ δὲ θὰ ἦταν δυνατή. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ μέσα στὸ Θεὸ ἑνότητα ζωοποιεῖται ἀπὸ τὴν ὤθηση πρὸς μιὰ ἑνότητα ἀκόμη πιὸ ἔντονη ἀνάμεσα στὰ μέρη τοῦ ἀνθρώπου ἢ τοῦ κόσμου ἐν Θεῷ. Γιὰ νὰ ἐπιτύχουν αὐτὴ τὴν τελειοποιημένη ἑνότητα, τὰ μέρη ἔχουν τὴν κίνηση σὰν ἔμφυτη ἰδιότητα. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἑλκύει τὴν προσοχὴ τόσο στὴν ἑνότητα τῶν μερῶν, ὅσο καὶ στὰ μέρη ποὺ εἶναι ἑνωμένα μέσα στὴν ἑνότητα αὐτή
Ἡ διαφορὰ τῶν μερῶν καὶ ἡ ἑνότητά τους χαρακτηρίζουν τόσο τὴν Ἐκκλησία, ὅσο καὶ τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο. Μόνο ἂν ὑπάρχη σ’ αὐτὰ οὐσιαστικὴ ἑνότητα, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ διαφοροποίηση ἀνάμεσα στὰ μέρη τους, τείνουν μὲ τὴν κίνησή τους πρὸς τὸ Θεὸ σὲ μιὰ ἕνωση ἤ , ἀκριβέστερα, σὲ μιὰ ἀκόμη πιὸ μεγάλη ἕνωση. Ὁ ἅγιος Μάξιμος παρατηρεῖ πρῶτα-πρῶτα τὴν ὁμοιότητα ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Θεό. Ἀλλά, μιλῶντας γιὰ Θεό, βλέπει τὸ Θεὸ στὴν ἕνωσή του μὲ ὅλη τὴ δημιουργία. Κατὰ συνέπεια, κάνει μιὰ σύγκριση ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία, σὰν ἕνωση τῶν πιστῶν μὲ τὸ Θεό, καὶ τὴν ἕνωση ὅλης της δημιουργίας μὲ τὸ Θεό. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος, σ’ αὐτὴ τὴν πρώτη σύγκριση, ὁμιλεῖ γιὰ τὸ Θεὸ σὰν ἐνεργητικὸ παράγοντα μέσα στὸν κόσμο καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὸ ἴδιο νόημα, σὰν ἐνεργητικὸ παράγοντα μέσα στὴν κοινότητα τῶν πιστῶν. Ἀλλὰ δὲν ξεχωρίζει τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν ὁλότητα τοῦ κόσμου, ὅπως δὲν ξεχωρίζει τὴν Ἐκκλησία, σὰν ἐνεργητικὸ παράγοντα, ἀπὸ τὴν κοινότητα τῶν πιστῶν (κέφ. Α’). Σύμφωνα μ’ αὐτὴ τὴν πρώτη ἐξήγηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀνάμεσα σ’ αὐτὴν καὶ τὸν κόσμο ποὺ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸ Θεό, δὲν ὑπάρχει μόνο ὁμοιότητα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα μέρος τοῦ κόσμου, ποὺ μέσα σ’ αὐτὸ ἀσκεῖται ἡ ἑνοποιὸς ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ταυτόχρονα, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ πιὸ ὑψηλὸ καὶ πραγματικὸ μέρος τοῦ κόσμου σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν κίνησή της πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀποτελεσματικὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτήν. Μ’ αὐτὴ τὴν ἰδιότητα ἡ Ἐκκλησία δέχτηκε τὴν κλήση νὰ διεισδύση σ’ ὅλο τὸν κόσμο, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήση σὲ μιὰ πιὸ στενὴ ἕνωση μὲ τὸ Θεό, ποὺ εἶναι μιὰ ἀποκατάσταση τῆς ἀρχικῆς ἕνωσης ποὺ ἐξασθένησε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
 Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία εἶναι μέσα στοὺς κόλπους τοῦ κόσμου, ἀλλὰ κι ὁ κόσμος εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ πράγματι κι ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ δυνάμει. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς δένει τὰ μέρη τοῦ κόσμου μὲ μιὰ σχέση ἢ μιὰ συμπάθεια μεταξύ τους, ποὺ εἶναι ἔμφυτη σ’ αὐτὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας καὶ τὴ ρυθμίζει ἡ Πρόνοια• δένει καὶ τὰ μέρη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ χάρη, ποὺ ἰσχυροποιεῖ τὴ σχέση ἢ τὴ φυσικὴ στοργὴ ποὺ ἔχουν κι αὐτὰ μαζὶ μὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς δημιουργίας.(117) Γιατί πρέπει νὰ σημειώσωμε ὅτι, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Μάξιμο, ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία καὶ ἡ χάρις πού μᾶς ἔρχεται ἀπὸ Αὐτόν, περιλαμβάνονται στὸ ἔργο τῆς Θείας Πρόνοιας, σὰν κορυφαία πράξη στὸ ἔργο της. Θὰ μποροῦσαν νὰ ἀντιτείνουν στὸν ἅγιο Μάξιμο ὅτι ἡ χάρις εἶναι δωρεὰ ὁλοκληρωτικὰ ὑπερφυσική, ἐνῷ ἡ σχέση καὶ ἡ φυσικὴ στοργὴ ποὺ δένει τὰ μέρη τοῦ κόσμου μεταξύ τους καὶ μὲ τὸ Θεὸ εἶναι ἰδιότητα ποὺ ἀνήκει στὴ φύση τῶν πραγμάτων. Ὅμως ὁ ἅγιος Μάξιμος τονίζει ὅτι κι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μ’ αὐτὴ τὴ σχέση γίνεται ἀποτελεσματικὸς στὸν κόσμο, γιατί εἶναι «τὸ πᾶν ἐν πᾶσι»• «ὁ Θεὸς πάντα τῇ ἀπείρῳ δυνάμει ποιήσας… συνέχει καὶ συνάγει καὶ περιγράφει καὶ ἀλλήλοις καὶ ἑαυτῷ προνοητικῶς ἐνδιασφίγγει».(118) Ἐξ ἄλλου, ὁ ἅγιος Μάξιμος βεβαιώνει ὅτι ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς χάριτος ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ πραγματοποιεῖται κάτω ἀπὸ τὴν ὤθηση τοῦ πόθου του γιὰ τὸ Θεό.(119) Χωρὶς ἀμφιβολία, ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησία πρὸς αὐτὴ τὴν ἑνοποιὸ κατεύθυνση, σὰ Θεὸς ἐνσαρκωμένος. Ἀλλ’ αὐτὸ δὲ σημαίνει τίποτ’ ἄλλο, παρὰ ὅτι ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἐνσάρκωσή του ἑνώθηκε πιὸ στενὰ μὲ τὴ δημιουργία καὶ ἦρθε στὸ ἐσώτατο βάθος της. Κι αὐτὸ γίνεται αἰσθητὸ ἀντικειμενικὰ ὄχι μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Ἔτσι, ἀφοῦ δὲν πρόκειται γιὰ διαχωρισμό, ἀλλὰ γιὰ ἀλληλεπίδραση ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν κόσμο ποὺ εἶναι δεμένος μὲ τὸ Θεό, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ κόσμος, ποὺ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸ Θεό, δὲν ἔχει μόνο ὁμοιότητα μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ συμμετέχει κατὰ κάποιο τρόπο στὴν Ἐκκλησία, ὅπως καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει μιὰ βάση σ’ αὐτόν. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ κόσμος εἶναι μιὰ ὄχι ἀναπτυγμένη, ὄχι πλήρως πραγματοποιημένη Ἐκκλησία, ποὺ ἔχει ὅμως μέσα του τὴν Ἐκκλησία σὰν ζύμη ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν βοηθήση νὰ ἀναπτυχθῆ ὥς τὴν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας, στὴν πλήρως πραγματωμένη του κατάσταση. Ἀπὸ τὴν πρώτη ἤδη σύγκριση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν κόσμο τὸν ἑνωμένο μὲ τὸ Θεὸ βλέπουμε, ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος δὲ βλέπει τὴν Ἐκκλησία σὰν πραγματικότητα στατική, ἀλλὰ σὰν πραγματικότητα δυναμική. «Κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἡ ἁγία Ἐκκλησία τὰ αὐτὰ τῷ Θεῷ περὶ ἡμᾶς ὡς ἀρχετύπῳ εἰκὼν ἐνεργῶσα δειχθήσεται».(120)
 Ὁ ἑνιαῖος χαρακτῆρας, ὁ ἑνοποιὸς ρόλος καὶ τὸ δυναμικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἢ καλύτερα ὁ χαρακτῆρας τῆς αὐξανόμενης συμφωνίας ποὺ ἔχει, παρουσιάστηκαν ἀνάγλυφα ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο μὲ ἄλλο ἕνα τρόπο: Μὲ τὴ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας σὰν εἰκόνας τοῦ κόσμου ἰδωμένου καθ’ ἑαυτόν, τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ψυχῆς, ποὺ ἔχουν χαρακτῆρα ἑνιαῖο καὶ δυναμικὸ-ἑνοποιὸ (κέφ. II-V). Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ εἰκόνα τῶν τριῶν αὐτῶν, τόσο ἐπειδὴ ἔχει σὰν μέρη τὸ ναό, τὸν ἱερατικὸ χῶρο καὶ τὸ βωμό, ὅσο κι ἐπειδὴ τὰ μέρη της εἶναι ἑνωμένα, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ναὸς εἶναι ὁ ἱερατικὸς χῶρος, δυνάμει, γιατί τείνει πρὸς τὴν καθαγίαση, καὶ ὁ ἱερατικὸς χῶρος εἶναι ὁ πραγματοποιημένος ναός, ἐκεῖ ὅπου γίνεται ἡ ἀρχὴ τῆς πράξης τοῦ καθαγιασμοῦ στὸ ναό. Θεωρῶντας τὴν Ἐκκλησία σὰν εἰκόνα αὐτῶν τῶν τριῶν πραγματικοτήτων, ὁ ἅγιος Μάξιμος δὲ βλέπει πιὰ τὴν ἐκκλησία μὲ τὴν ἰδιότητά της σὰν γενικῆς κοινότητας τῶν πιστῶν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἰδιότητά της σὰν οἰκοδομήματος ὠργανωμένου μὲ ἕνα ὡρισμένο τρόπο. Ἀλλὰ βλέπονταςτὸ ναὸ νὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται σ’ αὐτόν, καὶ τὸν ἱερατικὸ χῶρο ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ποὺ μένουν σ’ αὐτόν, ὁ ἅγιος Μάξιμος δὲν κάνει διαχωρισμὸ ἀνάμεσα στὶς δύο ἔννοιες τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο, μονάχα ἐπειδὴ ἡ ἐκκλησία σὰν οἰκοδόμημα περιέχει τὴν Ἐκκλησία σὰν κοινότητα, διατηρεῖ ἕνα δυναμικὸ χαρακτῆρα, ἀκόμα κι ὅταν θεωρῆται σὰν κτίριο. Τὰ δύο μέρη τοῦ κόσμου, ποὺ μοιάζουν μὲ τὰ μέρη τῆς ἐκκλησίας, εἶναι τὸ πεδίο τῶν ὁρατῶν πραγματικοτήτων καὶ τὸ πεδίο τῶν νοητῶν ὄντων. Αὐτὰ τὰ δύο πεδία συνδέονται μεταξύ τους καὶ τείνουν μαζὶ πρὸς τὸ θεῖο μυστήριο, ποὺ εἶναι ὑπεράνω ἀπ’ αὐτά. Τὰ δύο μέρη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχή, ποὺ δένονται μεταξὺ τους σὲ μιὰ ἑνότητα ποὺ τείνει πρὸς τὸ Θεό. Καὶ τὰ δυὸ ὅμοια μέρη τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ θεωρητικὸς νοῦς καὶ ὁ πρακτικὸς λόγος, δεμένα μεταξὺ τους σὲ μιὰ ἑνότητα καὶ σὲ μιὰ κίνηση πρὸς τὸ Θεό.
Τὸ γεγονὸς ὅτι τόσο ὁ κόσμος ὅσο κι ὁ ἄνθρωπος παρουσιάζουν αὐτὴ τὴ διαφοροποίηση μέσα στὴν ἑνότητα καὶ παρασύρονται σὲ κίνηση πρὸς τὸ Θεό, δείχνει τὸν ἄνθρωπο σὰν κόσμο καὶ τὸν κόσμο σὰν ἄνθρωπο.
Μποροῦμε ἔτσι νὰ ποῦμε, πρῶτα-πρῶτα, ὅτι ἡ ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνο εἰκόνα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι στὸ ἐσωτερικό τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Ἐκκλησίας• καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία σὰν ἐντατικὴ κίνηση πρὸς τὸ Θεὸ εἶναι ἡ πιὸ ἔντονη μορφὴ τῆς ἑνότητας καὶ τοῦ ἐνοποιοῦ δυναμισμοῦ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἄνθρωπου.
Κατὰ συνέπειαν, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος συμμετέχουν στὴν Ἐκκλησία, ὅταν τείνουν νὰ ἐπιστρέψουν στὴν κατάσταση τοῦ ἀληθινοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμα, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι πραγματικότητα παράλληλη πρὸς τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ εἶναι μέσα στὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο, συμβάλλοντας στὴν ἕνωση καὶ τὴν ἰσχυροποίηση τῆς κίνησής τους πρὸς τὸ Θεό. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθῆ παρὰ μέσα στὸν κόσμο καὶ στὸν ἄνθρωπο, καὶ ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν παρὰ μόνο σὰν Ἐκκλησία. Ἰδιαίτερα ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθῆ παρὰ μέσα στὸν κόσμο καὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ ταυτόχρονα μ’ αὐτά, καὶ ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθῆ παρὰ στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ ταυτόχρονα μ’ αὐτά.
Ἀλλὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὅτι ὥσπου ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποτελέσουν μέρος τῆς Ἐκκλησίας μὲ τρόπο συνειδητό, δὲν ἔχουν συνείδηση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρα τους, ποὺ πραγματοποιεῖται ἀτελῶς οὔτε τῆς συμμετοχῆς τους στὴν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας
Μ’ ἕνα τέτοιο δυναμικὸ χαρακτῆρα δὲν μποροῦμε νὰ διακρίνωμε τὴν Ἐκκλησία σὰν οἰκοδόμημα, κοινότητα καὶ Λειτουργία. Γιατί ἡ Λειτουργία δὲν εἶναι παρὰ ἡ κίνηση ἀνόδου τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τῆς τελειοποίησης τῆς ἑνότητάς της μέσα σ’ Αὐτόν. Κατὰ συνέπειαν, ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ νοηθῆ χωρὶς τὴ Λειτουργία, ποὺ εἶναι ἡ πραγματοποίηση τῆς κίνησης τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ἡ Λειτουργία, χωρὶς τὴν Ἐκκλησία, σὰν πνευματικὸ καὶ ὁρατὸ χῶρο ποὺ στὴν ἔκτασή του τελεῖται ἡ Λειτουργία καὶ σὰν κοινοτικὴ προϋπόθεση τῆς Λειτουργίας. Σὰν τέτοια, ἡ Ἐκκλησία περιέχεται στὴ Λειτουργία καὶ ἡ Λειτουργία στὴν Ἐκκλησία. Δὲν μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε μιὰ λειτουργικὴ κίνηση, παρὰ σ’ ἕνα χῶρο προσανατολισμένο πρὸς τὸ ὑπερβατικὸ θεῖο ὕψος καὶ σὰν κίνηση μιᾶς κοινοτικῆς προϋπόθεσης προσανατολισμένης σ’ αὐτἠ τὴν κατεύθυνση• καὶ δὲν μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε ἕνα τέτοιο χῶρο καὶ μιὰ τέτοια κοινοτικὴ προϋπόθεση στὸ πλαίσιό τους, στερημένα ἀπὸ τὴν κίνηση ποὺ περιέχεται σ’αὐτά
Ὅμως, ἂν ἡ Λειτουργία εἶναι ἡ πραγματοποιημένη κίνηση τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἂν αὐτὴ ἡ κίνηση εἶναι ἐπίσης γνώρισμα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ ἔπρεπε ἡ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας ἐπίσης νὰ εἶναι εἰκόνα μιᾶς λειτουργίας τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου
Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Μάξιμος, μιλῶντας γιὰ τὴ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, δὲν τὴν παρουσιάζει πιὰ κατ’ εὐθεῖαν αὐτὴ σὰν εἰκόνα (ἢ σὰν πρότυπο) μιᾶς κοσμικῆς καὶ ἀνθρωπολογικῆς λειτουργίας.(121) Ὁ δισταγμὸς αὐτὸς τοῦ ἁγίου Μαξίμου νὰ θεωρήση τὴ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας σὰν εἰκόνα (ἢ πρότυπο) μιᾶς κοσμικῆς καὶ ἀνθρωπολογικῆς λειτουργίας, μᾶς φανερώνει σ’ αὐτὸν μιὰ σκέψη πιὸ διαλεκτικὴ σ’ αὐτὸ τὸ θέμα.
 Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορῆ νὰ ὑπάρχη χωρὶς τὴ Λειτουργία, θὰ ἔπρεπε ἡ Λειτουργία ποὺ γίνεται στὴν Ἐκκλησία ν’ ἀποτελῆ εἰκόνα (ἢ πρότυπο) μιᾶς λειτουργίας, ποὺ πραγματοποιεῖται μέσα στὸν κόσμο καὶ μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιὰ εἰκόνα (ἢ ἕνα πρότυπο) τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἡ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας δὲ θὰ ἦταν παρὰ ἕνας δυναμικὸς τύπος τῆς Λειτουργίας τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ λειτουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου μιὰ συμμετοχή, κατὰ κάποιο τρόπο, στὴ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὴ Λειτουργία κατὰ κυριολεξία.
 Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, μὲ δεδομένα, πρῶτον, ὅτι ἡ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πραγμάτωση τῆς ἐκκλησίας ἢ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου σὰν Ἐκκλησίας, ἀλλὰ δεύτερον ὅτι ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας δὲν ἐπιτυγχάνεται ἡ πλήρης πραγμάτωση σὰν Ἐκκλησίας τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲν ἀποτελοῦν δηλωμένο μέρος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀποφεύγει νὰ δηλώση ὅτι μέσα στὸν κόσμο ἤ μέσα στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν ἀποτελοῦν δηλωμένα μέρη τῆς Ἐκκλησίας, τελεῖται Λειτουργία.
 Ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκκλησίες, σύμφωνα μὲ τὸ πρότυπο τῆς Ἐκκλησίας, ἔχοντας μιὰ διάταξη τῶν μερῶν τους ποὺ μοιάζει μὲ τὴν Ἐκκλησία, διάταξη ποὺ τὰ διεγείρει νὰ ἀνέβουν πρὸς τὸ Θεό, ὅπως πρὸς ἕνα βωμό. Ὁ Θεὸς κρατεῖ αὐτὲς τὶς ἐκκλησίες (τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο) σὲ ἑνότητα καὶ μέσα σ’ ἐκείνη τὴ διάταξη τῶν μερῶν πού, δοσμένη σ’ αὐτὲς μὲ τὴ δημιουργία, τοὺς δίνει πάντοτε τὴ δυνατότητα καὶ τὶς ὑποκινεῖ στὸ ἀνέβασμά τους. Ἀκόμα πιὸ πολύ, αὐτὲς οἱ ἐκκλησίες προσφέρουν μιὰ βάση γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς Ἐκκλησίας στὸ καθεαυτοῦ νόημά της. Ἔτσι ὁ Θεός, μὲ τὴν ἰδιότητά τους τῆς ἐκκλησίας, τὶς κρατεῖ καὶ σὰν χῶρο τῆς Λειτουργίας καὶ κατὰ συνέπειαν ἡ καθεαυτοῦ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ τὶς χρησιμοποιήση σὰν ἕνα τέτοιο χῶρο.
Ὅμως ἡ κίνηση πρὸς τὸ Θεὸ ἢ ἡ καθεαυτοῦ Λειτουργία δὲν πραγματοποιεῖται στὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο, ὅσο μένουν ἔξω ἀπὸ τὴν καθεαυτοῦ Ἐκκλησία. Γιὰ τοῦτο ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὴ ἔμειναν μέσα στὸν ἑαυτό τους, δὲν πραγματοποιοῦν μὲ πληρότητα τὸ χαρακτῆρα τους τῆς ἐκκλησίας. Δὲν ξεπέφτουν, οὐσιαστικά, ἀπὸ αὐτὸ τὸ χαρακτήρα• διατηροῦν ἀκόμα καὶ τὴ φυσική τους κίνηση, ἐμφυτευμένη καὶ ὑποστηριγμένη σ’ αὐτοὺς ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ νὰ ὑψώνωνται στὸ Θεό, καὶ ἡ ὁποία γενικὰ πραγματοποιεῖται πάντα σὲ σκοπούς, ποὺ θεωροῦνται σὰν καταστάσεις πιὸ ὑψηλές. Κι ὅμως, αὐτὴ ἡ κίνηση δὲν προχωρεῖ πάντα ἐνσυνείδητα πρὸς τὸ Θεό, ποὺ ξεπερνᾶ ὅλους τοὺς σκοποὺς ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο. Ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἀποτελοῦν ρητὰ καὶ συνειδητὰ μέρος τῆς Ἐκκλησίας, προορίζονται γιὰ μιὰ Λειτουργία ποὺ δὲν πραγματοποιεῖται ἀκόμα, ἀλλὰ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀρχίση νὰ πραγματοποιῆται κάθε στιγμή• γιὰ μεγαλύτερη ἀκρίβεια, ἡ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας τοὺς περιμένει κάθε στιγμὴ νὰ μποῦν στὴν κίνησή της, μέσα στὴν ὁποία ἡ κίνησή τους θὰ μποροῦσε νὰ δεχθῆ ἕνα καθορισμὸ τῆς κατεύθυνσής της.
Ὡστόσο, ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ τὴ φυσικὴ κίνηση τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴ λειτουργική της κίνηση κι ἔτσι ὁ κόσμος καὶ οἱ ἄνθρωποι προσφέρουν τὴ συμβολή τους στὴ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος ποὺ προσκομίζονται στὸ Θεὸ κατὰ τὴ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ δύναμη τοῦ ὕμνου τῶν πιστῶν, αὐξάνουν στὸν κόσμο, ἀπὸ τὴ συμβολὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων
Ἔπειτα, ὁ κόσμος καὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν ἀποτελοῦν μέρος τῆς Ἐκκλησίας μὲ σαφῆ τρόπο καὶ δὲ βρίσκονται ἀκόμα ἀπ’ εὐθείας μέσα στὴν κίνηση τῆς Λειτουργίας τῆς ἐκκλησίας, διατηροῦν κι ἔτσι ἀκόμα τὸ χαρακτῆρα τῆς ἐκκλησίας. Ἂν στεροῦνταν καθ’ ὁλοκληρία τὸ χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας, δὲ θὰ εἶχαν πιὰ τὴν φυσικὴ ἑνότητα καὶ γενικὰ τὴν κίνηση πρὸς κάτι ὅλο καὶ πιὸ ὑψηλό, ἑνότητα καὶ κίνηση ποὺ μέσα σ’ αὐτὲς ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς σὰν Δημιουργὸς καὶ Θεία Πρόνοια παρουσιάζεται καὶ ἐνεργεῖ. Ἀλλὰ αὐτὰ δὲν εἶναι ἡ τέλεια πραγματωμένη Ἐκκλησία, γιατί δὲν πραγματώνεται ἀκόμα σ’ αὐτὰ ἡ Λειτουργία καὶ δὲν ἐμπλέκονται ἀκόμα στὴ λειτουργικὴ κίνηση τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Μάξιμο δὲν εἶναι μόνο ἢ καθεαυτοῦ Λειτουργία, ἀλλὰ ὅλη ἡ κίνηση τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ σκέψη τους καὶ τὴν ἐνεργητικότητὰ τους πρὸς τὸ Θεό.
 Ἀποτελοῦν ἐκκλησία, ἔστω κι ἂν μένουν στὶς πύλες τῆς Ἐκκλησίας τῆς τέλεια πραγματωμένης, ποὺ μέσα σ’ αὐτὴν τελεῖται ἡ Λειτουργία. Ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ὁ κόσμος καὶ οἱ ἄνθρωποι, ὑπάρχει ἐκκλησία, γιατί αὐτὰ τὰ δύο εἶναι ἡ Ἐκκλησία δυνάμει, ὅμως δὲν ἔχουν ἀνακαλύψει ἀκόμα τὸν ἐκκλησιαστικό τους χαρακτῆρα καὶ κατὰ συνέπεια δὲν τὸν ἔχουν πραγματώσει μὲ πλήρη προσήλωση στὸ Θεό, σύμφωνα μὲ ὅ,τι ἐπιθυμεῖ ἡ φύση τους. Εἶναι ἀκόμα ἔξω ἀπὸ τὴν καθεαυτοῦ Ἐκκλησία, εἶναι ὅμως ταυτόχρονα δυνάμει μέσα στὴν Ἐκκλησία, εἶναι μιὰ ἐκκλησία ποὺ δὲν ἀνακαλύφθηκε καὶ δὲν πραγματώθηκε. Ἡ ἐκκλησία εἶναι μέσα στοὺς ἀνθρώπους, γιατί ὁ Θεὸς παραμένει σὲ σύνδεσμο μαζί τους, ὅπως παραμένει καὶ μέσα στὸ μεταξὺ τοὺς σύνδεσμο. Μ’ αὐτὴ τους τὴν ἰδιότητα, βρίσκονται στὶς πύλες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀνακαλύφθηκε καὶ πραγματώθηκε γιὰ ἄλλους καὶ στὶς πύλες τῆς ἐκκλησίας ποὺ γι’ αὐτοὺς δὲν ἀνακαλύφθηκε καὶ δὲν πραγματώθηκε ἀκόμα, ποὺ περιμένει ὅμως νὰ ἀνακαλυφθῆ καὶ νὰ πραγματωθῆ• καὶ σ’ αὐτὴ τὴν κατεύθυνση ἡ Ἐκκλησία διεγείρει τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ἐκκλησία ποὺ πρέπει νὰ ἀνακαλύψουν καὶ νὰ πραγματώσουν, εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴν Ἐκκλησία ποὺ μερικοὶ ἔχουν ἀνακαλύψει καὶ πραγματώσει. Δὲν μποροῦν ν’ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὶς πύλες αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀνακαλύφθηκε γιὰ μερικούς, οὔτε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ποὺ παρέμεινε γι’ αὐτοὺς καὶ μέσα σ’ αὐτοὺς ἀνανακάλυπτη.
 Βρίσκονται, γιὰ τοῦτο, ἀπὸ τὴ μιὰ, σὲ σχέση θετική, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, σὲ σχέση ἀρνητικὴ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ ζωή τους δὲν μπορεῖ νὰ κατανοηθῆ ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴ σχέση καὶ δὲν μποροῦν νὰ ρυθμίσουν τὴ ζωή τους χωρὶς αὐτὴ τὴ σχέση. Ἀκόμα κι ὅταν τονίζουν, συνειδητά, τὴν ἀρνητική τους σχέση ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία, ἀποδεικνύουν ὅτι δὲν μποροῦν νὰ βγοῦν ἀπ’ αὐτὴ τὴ σχέση. Ὁ σημερινὸς κόσμος, ποὺ δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν ἀσχολεῖται πιὰ μὲ τὴν Ἐκκλησία, οὔτε κἄν μὲ τρόπο ἀρνητικό, εἶναι ὡστόσο τρομαγμένος ἀπὸ τὸ κενό, ποὺ ἄφησε ἡ Ἐκκλησία μέσα στὴν ὕπαρξη τῶν ἀνθρώπων μὲ τὴν ἀπουσία της ἀπὸ τὶς ἀσχολίες τους, κι αὐτὸς ὁ κόσμος ζητεῖ νὰ διαπεράση αὐτὸ τὸ κενό, γιὰ νὰ φτάση σὲ μιὰ κίνηση προικισμένη μὲ κάποιο νόημα, δηλαδὴ στὴν Ἐκκλησία. Μ’ αὐτὸ ἀποδεικνύει ὅτι μέσα στὸν κόσμο καὶ στὸν ἄνθρωπο παραμένει μολαταῦτα ἡ ἐκκλησία ποὺ δὲν ἀνακαλύφθηκε καὶ δὲν πραγματώθηκε ἢ ἡ ἐκκλησία ποὺ εἶναι «κεκαλυμμένη», ἀλλὰ ποὺ γίνεται αἰσθητὴ σὰν μιὰ «ἀποῦσα παρουσία».
Αὐτοὶ ποὺ δὲν ἀνακάλυψαν μέσα τους τὴν ἐκκλησία, δὲν τὴν ἀνακάλυψαν, γιατί δὲ συμμετέχουν ἀκόμα στὴ Λειτουργία, ποὺ εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς πραγματωμένης Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ ὅσο παραμένουν στὶς πύλες τῆς Ἐκκλησίας, μὲ θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ στάση, παραμένουν καὶ σὲ μιὰ θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ σχέση μὲ τὴ Λειτουργία της. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸν ὁ ἅγιος Μάξιμος, μέσα στὴν καθολικὴ καὶ ἐσχατολογικὴ σημασιολόγηση ποὺ δίνει στὴ Λειτουργία, τοὺς θέτει κι αὐτοὺς σὲ σχέση μὲ τὴ Λειτουργία• δείχνει δηλαδὴ ὅτι καὶ ὁ δικός τους προορισμὸς καθορίζεται σὲ σχέση πρὸς τὴ Λειτουργία. Ἀφοῦ ἡ ἐπίγεια ζωὴ εἶναι τόσο σκληρή, θὰ μποροῦσε νὰ φανῆ ὅτι ἡ Λειτουργία εἶναι θέμα τῆς Ἐκκλησίας μόνο καὶ ὅτι, κατὰ συνέπειαν, ὅσοι δὲν ἀποτελοῦν μέρος τῆς Ἐκκλησίας μὲ σαφῆ τρόπο, δὲ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν ἀκτινοβολία τῆς Λειτουργίας. Ἀλλὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου θὰ δείξη ὅτι ὅλοι, ὅσοι δὲν ἔλαβαν μέρος στὴ Λειτουργία, δὲ θὰ λάβουν μέρος οὔτε στὰ ἀγαθὰ τῆς αἰώνιας Λειτουργίας, κι αὐτὴ ἡ καταδίκη ποὺ θὰ ὑποστοῦν συμβολίζεται μὲ πράξεις ποὺ πραγματοποιοῦνται κατὰ τὴν τέλεση τῆς Λειτουργίας τῆς ἐπίγειας Ἐκκλησίας. Κατὰ συνέπειαν, ἡ ἐπίγεια Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται καὶ σ’ αὐτούς, μὲ τὴν ἐπίκληση καὶ τὴν ἀγγελία τῆς καθολικῆς κρίσης, ἔτσι ὅπως κι αὐτοὶ ἀναφέρονται σ’ αὐτὴν ἔστω καὶ μὲ τὴν ἄρνησή τους νὰ συμμετάσχουν σ’ αὐτήν. Ἡ ἐπίγεια καὶ αἰώνια ζωή τους δὲν μπορεῖ νὰ κατανοηθῆ χωρὶς αὐτὴ τὴν ἀρνητικὴ ἀναφορὰ στὴ Λειτουργία. Τόσο αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, ὅσο καὶ ἡ ἴδια ἡ Λειτουργία, δείχνουν συνεπῶς ὅτι καὶ αὐτοὶ προορίζονται γιὰ τὴ Λειτουργία καὶ ὅτι ἔξω ἀπὸ τὴ Λειτουργία ὁ προορισμός τους δὲν ὁλοκληρώνεται ὅπως πρέπει. Ἡ Λειτουργία εἶναι γι’ αὐτοὺς μιὰ «ἀποῦσα παρουσία» καὶ καθορίζει τὸν προορισμὸ ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας• τὸν προορισμὸ μερικῶν μὲ ἀρνητικὸ τρόπο, ἄλλων μὲ θετικὸ τρόπο, γιατί ἔξω ἀπὸ τὴ Λειτουργία δὲν μπορεῖ νὰ ἐκπληρωθῆ θετικὰ ὁ προορισμὸς τῆς ἀνθρωπότητας. Μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ὁλόκληρος ὁ κόσμος προορίζεται νὰ ἀποτελῆ μιὰ Λειτουργία κι αὐτοὶ ποὺ ἢ δὲ θέλουν νὰ ὑψωθοῦν σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ἢ ξεπέφτουν ἀπὸ αὐτή, μένουν ἔξω ἀπὸ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ προορισμοῦ τους. Χωρὶς ἀμφιβολία, ὅπως εἴπαμε, δὲν πρόκειται μόνο γιὰ τὴ Λειτουργία, ποὺ πραγματοποιεῖται σὰν ἱερὴ ἀκολουθία μέσα στὸ κτίριο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ γιὰ τὸ γενικὸ ἀνέβασμα πρὸς τὸ Θεὸ πρὸς μιὰ ἕνωση πάντα πιὸ μεγάλη μέσα σ’ Αὐτόν, γιὰ τὴν ὁποία προορίζεται ὅλος ὁ κόσμος. Ἀλλὰ μποροῦμε καὶ μὲ ἄλλο τρόπο νὰ παρουσιάσωμε ἀνάγλυφο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι δεμένος κατὰ κάποιο τρόπο μὲ τὴ Λειτουργία, ἀκόμα κι ἂν δὲ συμμετέχη ὡλοκληρωμένα σ’ αὐτήν.
Μὲ τὸ ἴδιο τὸ γεγονός, ὅτι ὁδηγεῖ ὅλη τὴν κοινότητα σὲ μιὰ τέλεια ἕνωση μὲ τὸ Θεό, ποὺ εἶναι ὑπεράνω τοῦ κόσμου, ἡ Λειτουργία ἀποκαλύπτει τὸ ἐσχατολογικὸ νόημα τῆς ἱστορίας ὅλου τοῦ κόσμου καὶ διατηρεῖ τὴν τάση τῆς ἱστορίας πρὸς τὸ τέλος της μέσα στὸ Θεό. Καὶ στοὺς πιστοὺς διατηρεῖ τὴ συνείδηση αὐτῆς τῆς τάσης
Κατὰ συνέπειαν, ἀπὸ τὸ ἴδιο αὐτὸ γεγονὸς ἡ Λειτουργία ἀποκτᾶ ἀξιόλογο νόημα γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ἀποκαλύπτει ἕνα ἀνάλογο νόημα τῆς ἱστορίας, παρουσιάζοντάς την σὰν κίνηση πρὸς τὸ Θεὸ ποὺ μοιάζει μὲ τὴ Λειτουργία, ἔστω κι ἂν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συμμετέχουν στὴν ἱστορία, δὲν ἔχουν συνείδηση αὐτοΰ τοῦ γεγονότος καὶ δὲ διανύουν τὸ δρόμο τους πρὸς τὸ Τέλος σὰν δρόμο πρὸς τὸ Θεό, ἑπομένως σὰν ἕνα δρόμο καθαυτὸ λειτουργικό. Μ’ ἄλλα λόγια, ὅλη ἡ ἱστορία συμμετέχει στὸ δρόμο πρὸς τὸ Τέλος καὶ ἡ κίνηση πάνω σ’ αὐτὸ τὸ δρόμο ἐμφυτεύθηκε σ’ ὅλους καὶ ἐνισχύεται ἀπὀ τὸ Θεό. Κι αὐτη ἡ κίνηση προορίζεται νὰ ὁδήγηση στὸ Θεό. Στὴν πραγματικότητα ὅμως, δὲ βαδίζουν ὅλοι πάνω σ’ αὐτὸ τὸ δρόμο πρὸς τὸ Θεό, ἀφοῦ δὲ θέλουν νὰ βαδίσουν πρὸς Αὐτόν. Ὅλοι, ὅμως, πρέπει νὰ κάνουν τὸ δρόμο πρὸς τὸ Τέλος, γιατί πρέπει νὰ τὸν κάνη ὅλος ὁ κόσμος. Μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ὅλοι συμμετέχουν στὴν πραγματοποίηση τῆς λειτουργικῆς κίνησης πρὸς τὸ Θεό, ποὺ βρίσκεται στὸτέλος τοῦ δρόμου. Ἀλλὰ δὲ βρίσκουν ὅλοι τὸ Θεὸ στὸ τέλος τοῦ δρόμου, γιατὶ δὲν ἐπῆραν ὅλοι μέρος σ’αὐτό τὸ δρόμο μὲ τὴ συνείδηση ὅτι ὁδηγεῖ στὸ Θεό, καὶ δὲν εἶναι ἔτσι προετοιμασμένοι γιὰ τὴ συνάντησή τους μὲ τὸ Θεό. Ὅλοι ἀναλίσκουν τὴ ζωή τους μὲ τὴν ἔμφυτη στὴ ζωὴ αὐτὴ κίνηση, δὲν ἔχουν ὅμως χρησιμοποιήσει αὐτὴ τὴν κινητήρια δύναμη, γιὰ νὰ ὑψωθοῦν στὸ Θεό, τὸ ὑπέρτατο ἄστρο τῆς ὕπαρξης.
Αὐτὴ τὴν ἀναγκαιότητα νὰ βαδίσωμε πρὸς τὸ Τέλος καὶ συνάμα τὴ δυνατότητα, φθάνοντας στὸ Τέλος αὐτό, νὰ καταλήξωμε ἤ νὰ μὴν καταλήξωμε στὸ Θεό, μᾶς ἔδειξε ὁ ἅγιος Μάξιμος μὲ τὴν ἀσκητικὴ-μυστικὴ ἐξήγηση τῆς Λειτουργίας, συνδυασμένη μὲ τὴν γενικὴ-ἐσχατολογικὴ ἐξήγηση.
Μὲ τὴν ἐσχατολογικὴ ἐξήγηση τῆς Λειτουργίας, ὁ ἅγιος Μάξιμος δίνει ἀνάγλυφη τὴν πρόοδο τούτων πρὸς τὸ Θεὸ κι ἐκείνων πρὸς τὸν ἀποχωρισμό τους ἀπὸ τοὺς δικαίους: «Ἡ δὲ τοῦ ἀρχιερέως ἀπὸ τοῦ θρόνου κατάβασις καὶ ἡ τῶν κατηχουμένων ἐκβολὴ γενικῶς μὲν τὴν ἀπ’ οὐρανοῦ δευτέραν τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ παρουσίαν καὶ ἀπὸ τῶν ἁγίων ἀφορισμὸν τῶν ἁμαρτωλῶν».(122)
Καὶ μὲ τὴ μυστικὴ ἐξήγηση, ὁ ἅγιος Μάξιμος δείχνει τὴν ἀνύψωση τῶν διαφόρων κατηγοριῶν τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας στὶς βαθμίδες ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴν κατάστασή τους. Ἂν στὴ γενικὴ λειτουργικὴ ἐξύψωση ἐνεργοῦν παράλληλα διάφορες ἐξυψώσεις, μποροῦμε νὰ παραδεχθοῦμε— καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος τὸ προσδιορίζει συνδυάζοντας τὴν ἐσχατολογικὴ μὲ τὴ μυστικὴ ἐξήγηση τῆς Λειτουργίας— καὶ μιὰ σύγχρονη κίνηση πρὸς τὸ Τέλος αὐτῶν πού, φτάνοντας σ’ αὐτὸ τὸ τέλος, καταλήγουν στὸ Θεὸ καὶ αὐτῶν ποὺ στὸ τέλος καταλήγουν σ’ ἕνα αἰώνιο κενό. Κι αὐτό, ἐπειδὴ μένουν, ἔχοντας χάσει κατὰ κάποιο τρόπο τὴν πίστη τους, ἔξω ἀπὸ τὴ Λειτουργία, ἀλλὰ κατὰ κάποιο ἄλλο τρόπο εἶναι δεμένοι στὴ λειτουργικὴ κίνηση μὲ τὴ φυσική τους κίνηση. Γιατί ἡ λειτουργικὴ κίνηση δὲν ἐκμηδενίζει τὴ φυσικὴ κίνηση, τὴν κοσμικὴ καὶ ἀνθρώπινη, ἀλλὰ τὴν προσδιορίζει σὰν κίνηση πρὸς τὸ Θεό, κατὰ τέτοιο τρόπο ποὺ μένει ἀδιαχώριστη ἀπὸ τὴ φυσικὴ —ἢ διεφθαρμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία— κοσμικὴ καὶ ἀνθρώπινη κίνηση. Ἔτσι ἡ λειτουργικὴ κίνηση ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἡ φυσική —ἤ διεφθαρμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία— κοσμικὴ καὶ ἀνθρώπινη κίνηση ἀπὸ τὸ ἄλλο, ποὺ δὲν ἐνσωματώθηκε μὲ σαφήνεια μέσα στὴν Ἐκκλησία, μποροῦν νὰ καταλήξουν, ταυτόχρονα καὶ δεμένες μεταξὺ τους κατὰ τὴν προχώρησή τους, ἡ μία στὸ Θεό, ἡ ἄλλη σ’ ἕνα τέλος ἄδειο ἀπὸ Θεό.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος δὲν ἀσχολεῖται μὲ σαφῆ τρόπο μὲ τὴν πρόοδο ἢ τοὺς σταθμοὺς τῆς φυσικῆς —ἢ διεφθαρμένης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία— κίνησης τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἢ καλύτερα τῆς ἀνθρωπότητας ποὺ δὲν εἰσῆλθε στὴν Ἐκκλησία. Ὡστόσο, ὁ φυσικὸς κόσμος ἔχει ὁδηγηθῆ κι αὐτὸς στὴ μεταμόρφωσή του μὲ τὴ λειτουργικὴ κίνηση. Δείχνοντας ὅμως, ὅτι αὐτὴ ἡ φυσικὴ ἢ διεφθαρμένη κίνηση φτάνει κι αὐτὴ στὸ Τέλος, ὁ ἅγιος Μάξιμος βεβαιώνει, ὑπονοῶντας τὸ μὲ σαφήνεια, ἕνα εἶδος προόδου αὐτῆς τῆς κίνησης πρὸς τὸ Τέλος. Αὐτό μᾶς ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὶς ἀκόλουθες σκέψεις
Σὲ ὅλη τὴ διαδρομὴ τῆς ἱστορίας, σὲ κάθε βαθμίδα τῆς λειτουργικῆς ἀνύψωσης, κινοῦνται σύγχρονα οἱ τρεῖς γενικὲς κατηγορίες τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας: οἱ πιστοί, οἱ ἀγωνιστὲς τῶν ἀρετῶν (οἱ πρακτικοί), οἱ θεωρητικοί. Ὅμως αὐτὲς οἱ τρεῖς κατηγορίες δὲν ἐπαναλαμβάνουν σὲ κάθε περίοδο τῆς ἱστορίας μὲ ἀπόλυτα ὁμοιόμορφο τρόπο τὴν ἀνύψωση ποὺ πραγματοποιήθηκε στὸ παρελθόν, ἀλλὰ μέσα στὴν περιοχὴ τῆς πίστης, μέσα στὸ σύστημα καὶ τὴ σημασία τῶν ἀρετῶν, μέσα στὴν ἐμπειρία τῆς θεωρίας, γίνονται αἰσθητὰ τὰ προβλήματα τῆς ἀντίστοιχης περιόδου τῆς ἱστορίας, τὰ διανοητικά, καλλιτεχνικὰ καὶ ἐπιστημονικὰ δεδομένα, οἱ συσσωρευμένες ἀπὸ τὴν ἱστορία ἐμπειρίες. Διαφορετικά, ἡ λειτουργικὴ ἀνύψωση τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ Θεὸ δὲ θὰ ἦταν γενικὴ καὶ συνεχὴς ἀνύψωση τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ Θεό, ἀλλὰ μόνο μιὰ ἐπανάληψη ταυτόσημη μὲ τὴν ἴδια ἀνύψωση, ποὺ πέτυχαν τὴν πρώτη φορὰ οἱ τρεῖς κατηγορίες τῶν μελῶν της. Ὅμως αὐτὸ σημαίνει ἕνα εἶδος προόδου ἐπίσης τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμα κι ἂν δὲν ἀποτελοῦν σαφῶς μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος δὲν ὁμιλεῖ οὔτε γιὰ τὴ γενικὴ πρόοδο τοῦ κόσμου, οὔτε γιὰ τὴ γενικὴ ἀνύψωση τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὴ διαδρομή τους πρὸς τὸ Τέλος ἢ πρὸς τὸ Θεό, ἀλλὰ ἁπλᾶ καὶ μόνο γιὰ τὸ Τέλος, ἢ γιὰ τὸ Τέλος μέσα στὸ Θεὸ αὐτοῦ τοῦ δρόμου, δὲ σημαίνει ὅτι αὐτὴ ἡ προχώρηση ἢ αὐτὴ ἡ ἀνύψωση —ἢ οἱ σταθμοί τους— δὲν περιέχονται στὴ σκέψη τοῦ ἁγίου Μαξίμου. Ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἕνας δρόμος καὶ ἕνα Τέλος τοῦ δρόμου, ὑπάρχει, καὶ μιὰ προχώρηση πρὸς τὸ Τέλος, ποὺ χαρακτηρίζεται, ἀπὸ σταθμούς, ἕνα εἶδος προετοιμασίας αὐτῶν ποὺ βαδίζουν τὸ δρόμο πρὸς τὸ Τέλος, μιὰ ἐσωτερικὴ καὶ ὀντολογικὴ προσέγγιση τοῦ Τέλους.
Τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Μαξίμου ἔλειπε ἡ ἀντίληψη μιᾶς ἀνάπτυξης τῆς ἱστορίας, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἒχη βοηθήσει στὸ νὰ σκιαγραφήση μὲ τοὺς σταθμοὺς της αὐτὴ τὴν ἀνύψωση τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ Θεὸ καὶ αὐτὴ τὴν ταυτόχρονη προχώρηση ἑνὸς μέρους τῆς ἀνθρωπότητας πρὸς ἕνα ἁπλὸ Τέλος. Ἀλλὰ σήμερα, ἔχουμε τὴ δυνατότητα γιὰ μιὰ τέτοια ἀντίληψη τῆς ἱστορίας καὶ γι’ αὐτὸ καὶ γιὰ τὴν ἀνάπτυξη ὅλων τῶν ἀντιλήψεων, ποὺ ὑπάρχουν ἀνανάπτυκτες στὴ σκέψη τοῦ ἁγίου Μαξίμου. Ἡ ἀνάπτυξη αὐτὴ τῆς πορείας τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ κόσμου, κατὰ ἕνα μέρος κοινὴ μὲ τὴ λειτουργικὴ κίνηση, κατὰ ἄλλο διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ κίνηση τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ προϋποθέτουν ὅμως, κατὰ κάποιο τρόπο, αὐτὴ τὴ λειτουργικὴ ἐκκλησιαστικὴ κίνηση, μᾶς δείχνει πάλι μιὰ κάποια συμμετοχὴ τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου τῆς κάθε ἐποχῆς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου τῆς κάθε ἐποχῆς.

Εἰσαγωγὴ* στὴ «Μυσταγωγία» τοῦ Ἁγ.Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ
Ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, 1997

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου