Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

Η Χριστολογία της οικονομικής εξουσίας Απόστολου Νικολαΐδη, Δόγματα και Κοινωνία, Αθήνα 2009, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 140-147


Αθήνα 2009, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 140-147
Η στάση του Χριστού απέναντι της οικονομικής εξουσίας ορίζεται σε δύο επίπεδα: τη σαφή διάκριση μεταξύ Θεού και μαμωνά και την αυστηρή κριτική απέναντι των πλουσίων. Μέσα από το πρώτο υπογραμμίζεται το ασυμβίβαστο στη σχέση Θεού και χρήματος και μέσα από το δεύτερο το ασυμβίβαστο μεταξύ της κατοχής του πλούτου και της δυνατότητας πρόσβασης στη βασιλεία του Θεού.
Το πρώτο ζητούμενο στη Χριστιανική ηθική είναι η άρνηση υποδούλωσης των ανθρώπων στίς κοσμικές φροντίδες, τήν πολυτέλεια, τη δόξα, τα χρήματα: «ουδέν γαρ ούτως ελευθερίαν αναιρί, ως το βιοτικοίς εμπέπλέχθαι πράγμασι, και τα δοκούντα είναι λαμπρά περιβεβλήσθαι. Ουδέ γαρ ένα δεσπότην και δύο και τρεις, αλλά μυρίους ο τοιούτος έχει» (1), η άρνηση δηλαδή της μη υποκατάστασης του Θεού με τον μαμωνά που οδηγεί στον αποπροσανατολισμό του πιστού, ο οποίος προκαλείται σε κάθε μορφή ειδολολατρίας, όπως την ορίζει ο αββάς Νείλος (2), που έχει τη ρίζα της όχι στη φύση του ανθρώπου, αλλά στην απιστία προς την πρόνοια του Θεού (3). Γι αυτό τό λόγο ο Κύριλλος Αλεξανδρείας χαρακτηρίζει ο χρήμα «αθεότητα» και όσοι το λατρεύουν και το κρατούν για τον εαυτό τους το βάζουν στην ίδια μοίρα με το Θεό (4).
Περισσότερο σαφής εν προκειμένω είναι ο αβάς Ησαΐας, όταν χαρακτηρίζει τη φιλαργυρία ως «το μη πιστεύσαι τω Θεώ, ότι ποιείται σου φροντίδα, και το απελπίσαι των επαγγελιών του Θεού και φιλοπλατύνεσθαι» (5) . Έτσι εξηγείται και η προειδοποίηση «μη γίνου φιλάργυρος, ινα μη αντί Θεού δουλεύσης τω μαμωνά» (6), με δεδομένο μάλιστα το ασυμβίβαστο μεταξύ των δυο κυρίων, του Θεού και του μαμωνά (7). Ο Χριστός είναι υπέρ της φροντίδας των πενομένων, ο μαμωνάς υπέρ της απογύμνωσής τους. Ο Χριστός λέγει, δώσε αυτά που εχεις στους πένητες, ο μαμωνάς προστά να κάνεις δικά σου και αυτά που δεν σου ανήκουν (8). ν .
Τα ίδια ισχύουν και για την πλεονεξία: «ο πλεονέκτης ειδωλολάτρης εστίν», γράφει ο Χρυσόστομος, με τη έννοια ότι προσκυνά τα πάθη και κυριαρχείται από αυτά (9). Μάλιστα δε είναι χειρότερος από ειδωλολάτρη: «Η πλεονεξία ειδωλολατρεία εστιν, αλλά και χαλεπωτέρα ειδωλολατρείας. Οι γαρ είδωλολάτραι τοις του Θεού κτίσμασι προσκυνούσι, και εσεβάσθησαν (φησί) και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα. Συ δε τω κτίσματι τω σαυτού προσκυνείς. Ο γαρ Θεός πλεονεξίαν ουκ εδημιούργησεν, αλλ' η της σης απληστίας επεξεύρεν αμετρία» (10). Δεν είναι δε τυχαίο ότι η απαλλαγή από τη φιλοχρηματία χαρακτηρίζεται ως θυσία στο Θεό (11). .
Το πλέον ανησυχητικό είναι ότι, ενώ λυτρωθήκαμε από το Χριστό δουλεύουμε για τον άργυρο, αναγνωρίζουμε δηλαδή άλλου τη δεσποτεία και σε άλλον υποτασσόμαστε (12), υπογραμμίζει ο Χρυσόστομος. Όποιος προσκυνά το χρυσό, προσκυνά και υποτάσσεται στο δαίμονα που αυτός κρύβει. Και δεν υπάρχει χειρότερος δαίμονας από τη φιλαργυρία, υπογραμμίζει ο ίδιος (13). Γι' αυτό το λόγο ο φιλοχρήματος δεν γνωρίζει το Θεό (14). .
Ο Χρυσόστομος περιγράφει μια κλίμακα που αρχίζει με τη φιλαυτία και καταλήγει στην άρνηση του Θεού. Η φιλαυτία, γράφει, οδηγεί στην αλαζονεία, η αλαζονεία στην υπερηφάνεια, η υπερηφάνεια στη βλασφημία και η βλασφημία στην απείθεια . Αυτός δε που επαίρεται έναντι των ανθρώπων επαίρεται και έναντι του Θεού. Όποιος καταφρονεί των ανθρώπων καταφρονεί και του Θεού, ενώ όποιος τιμά τους συνανθρώπους του είναι έτοιμος να τιμήσει και το Θεό. Το ίδιο συμβαίνει και με το θράσος. Αυτός που είναι θρασύς εναντίον των άνθρώπων θα είναι θρασύς και εναντίον του Θεού (15). .
Με αφορμή τη στάση του Χριστού απέναντι στον πειρασμό της ιδιοκτησίας και της πλεονεξίας: «ταύτα πάντα σοι δώσω, εάν πεσών προσκύνησής μοι» (16), ο Χρυσόστομος σημειώνει πως τίποτε δεν υποτάσσει στο διάβολο περισσότερο από την πλεονεξία, από τη σφοδρή επιθυμία του κατέχειν. Έτσι αντί να παραμείνει κάποιος άνθρωπος γίνεται όργανο του διαβόλου (17). . Γι' αυτό το λόγο θεωρείται ότι η φιλοχρηματία είναι του διαβόλου (18). Αυτή η δουλεία και την αιχμαλωσία στην οποία υποβάλλει και εξαναγκάζει ο πλούτος τον άνθρωπο, τον απομακρύνει από τη δουλεία του Θεού, που είναι απαραίτητη για τη σωτηρία του ανθρώπου, και έτσι ο άνθρωπος γίνεται δούλος των άψυχων χρημάτων (19). Ο Χρυσόστομος τον χαρακτηρίζει «δεσμό», απάνθρωπο και ωμό τύραννο που υποδουλώνει όσους δεν γνωρίζουν να τον χρησιμοποιούν (20). . Και αλλού σημειώνει: «τίποτε δεν υπάρχει αφρονέστερο από την υποδούλωση στα χρήματα. Ενώ κάποιος νομίζει ότι κυριαρχεί, στην πραγματικότητα κυριαρχείται από αυτά. Ενώ θεωρεί ότι είναι κύριός τους, τελικά είναι δούλος και χαίρεται με το να βάζει δεσμά ο ίδιος στον εαυτό του. Και ενώ γίνεται αιχμάλωτος, αυτός αγάλλεται και πηδά από τη χαρά του» (21).
Ο Χρυσόστομος περιγράφει τη φιλαργυρία ως «νόσημα» (22) που κατέλαβε ολόκληρη την οικουμένη (23), «λύσσα των χρημάτων», «τυραννίδα» (24) «ακρόπολιν των κακιών» και «κολοφώνα των αμαρτημάτων» (25), ως «μέθη ακόρεστον», που όσο αυξάνει η περιουσία, άλλο τόσο αυξάνεται και η επιθυμία (26). Είναι τυραννία που μπορεί και ακυρώνει όλες τις αρετές, τις οποίες έχει κατορθώσει ο φιλοχρήματος (27), αφού είναι η κύρια αιτία της υπερηφάνειας, της άλαζονείας και της απονιάς (28). . Ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζει το φιλοχρήματο κατεξοχήν αχάριστο, αναίσθητο, εχθρό όλης της οικουμένης, ως αυτόν που θα χαιρόταν να μην υπάρχει άλλος, ώστε να είναι όλα δικά του. Θα παρακαλούσε να ξεσπάσει λιμός, λοιμός, σεισμός, καταποντισμός, πόλεμος, ώστε να περιέλθουν όλα στην κατοχή του, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι όταν γίνουν όλα αυτά ούτε ο ίδιος θα σωθεί (29). .
Η φιλοχρηματία τελικά οδηγεί και στην προδοσία του Θεού, όπως εγινε και με τον Ιούδα και το Χριστό. Το ίδιο προδότης και «χριστοκτόνος» είναι όποιος δεν συμπαραστέκεται στους πένητες, τους πεινασμένους, όποιος προσηλώνεται στα κοσμικά πράγματα. Υπάρχουν άνθρωποι που ξοδεύουν για να ταΐζουν σκύλους ή και άλλα θηρία, και αρνούνται να ταΐσουν πεινασμένους ανθρώπους (30). .
Αυτόν τον κίνδυνο αποτρέπει και ο χαρακτηρισμός των χρημάτων ως χρημάτων. Λέγονται χρήματα, σημειώνει ο Χρυσόστομος, για να τα χρησιμοποιούμε και όχι να μας χρησιμοποιούν. Το ίδιο γίνονται και με τα κτήματα. Λέγονται ετσι για να τα αποκτήσουμε και όχι να μας αποκτήσουν (31). Ο ίδιος αναφέρεται στην οικονομική χρήση των χρημάτων. Όποιος καταναλώνει τα απαραίτητα αυτός είναι μεγαλόψυχος. Και είναι μεγάλη ψυχή αυτός που δεν είναι δούλος των παθών, αυτός που δεν εχει μεγάλη ιδέα για τα χρήματα. Εδώ άκριβώς έχει θέση η οικονομία. Οικονομικώς ενεργεί κάποιος όταν δεν ξοδεύει «ανοίκονομήτως», αλλά «εις το δέον». Οικονομικός δεν είναι βέβαια ο μικρολόγος και φειδωλός, αλλά ο μεγαλόψυχος, με μόνο όρο τη χρεία (32). .
Η έντονη και επίμονη κριτική εναντίον της φιλαργυρίας δεν οφείλεται μόνο στον ειδωλολατρικό της χαρακτήρα, αλλά και στην καταλυτική της παρέμβαση στην καθημερινότητα, αφού αχρηστεύει σχεδόν κάθε θετικό. Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης ε πισημαίνει ότι και, όταν αποφασίζει ο φιλοχρήματος να προσφέρει στους άλλους από τα χρήματά του, το κάνει με μικροπρέπεια και τσιγκουνιά. 'Η δεν προσφέρει τίποτε ή το κάνει μετά βίας. Ο υποδουλωμένος στο χρήμα δυσκολεύεται να προσφέρει τα δικά του, προσφέρει συνήθως τα κλεμμένα. Αλλά και όταν είναι να πάρει, το κάνει με πλεονεξία και καπηλεία (33). .
Ο φιλάργυρος δεν είναι ικανός ούτε στα κοινά να συνεισφέρει ούτε και στις ιδιωτικές του σχέσεις. Δεν μπορεί να είναι στρατηγός ούτε και άρχοντας ούτε βέβαια και οικονόμος. Επιλέγει συνήθως όχι μια ενάρετη αλλά μια φαύλη κατά πάντα γυναίκα. Δεν αγοράζει μια πρέπουσα κατοικία, αλλά αυτή που θα του επιφέρει περισσότερο κέρδος. Γενικά ό,τι επιλέγει, σχολιάζει ο Χρυσόστομος, είναι το πλέον φαύλο. Αλλά και στις σχέσεις του είναι προβληματικός. Μισεί και υποβλέπει τους πάντες, τόσο τους φτωχούς όσο και τους πλούσιους. Τους μεν φτωχούς μήπως και του ζητήσουν κάτι, τους δε πλούσιους, επειδή τα δικά τους δεν είναι δικά του: «’παντας τα εαυτού νομίζει κεκτήσθαι, και ως παρά πάντων ηδικημένος, ούτω προς πάντας δυσχεραίνει» (34) . Ο ερωτευμένος με τα χρήματα όχι μόνο δεν πρόκειται να αγαπήσει τον εχθρό αλλά θα κάνει εχθρούς και τους φίλους (35). . Παντοΰ δημιουργεί υποψίες και κατηγόρους σε βάρος του. Προκαλεί το μίσος και στους αδικημένους, επειδή τους αδίκησε, και στους μη αδικηθέντες μήπως και τους αδικήσει (36). Για όλους αυτούς τους λόγους η φιλαργυρία είναι «ασύμβατος εις αγάπην» (37) .
Ο Χρυσόστομος α ναφέρεται ιδιαίτερα στον έρωτα των χρημάτων για να αποδείξει τις τραγικές συνέπειες μιας τέτοιας προσκόλλησης στα χρήματα, τόσες όσες δεν έχει ούτε και ο έρωτας των σωμάτων. Οι δύο μορφές έρωτα ταιριάζουν στο ότι πάσχουν σε σωφροσύνη. Όπως η πορνεία είναι αφροσύνη, έτσι και ο έρωτας των χρημάτων. Ο δε έρωτας των χρημάτων παράγει μεγαλύτερη ακολασία από ό,τι ο έρωτας των σωμάτων, και τούτο γιατί η επιθυμία των χρημάτων είναι πολύ πιο δυνατή από την επιθυμία της ηδονής, η οποία μάλιστα είναι και φυσική, ενώ η άλλη αφύσικη. Εκείνη εξυπηρετεί την ανάγκη διαιώνισης του γένους των ανθρώπων, γι' αυτό και «ενεσπάρη τη φύσει». Ε ξάλλου είναι μεταξύ εκείνων που αποτελούν εντολές του Θεού, σε αντίθεση προς τη φιλοχρηματία που πάντα καταδικάζεται: «και περί μεν χρημάτων ο Χριστός πολλαχού διέταξεν, ώστε φεύγειν την εντεύθεν λύμην. Περί δε αποχής γυναικός, ουχ ούτως» (38) .
Τον ίδιο κίνδυνο διαβλέπουν οι πατέρες τόσο στην εκκλησιαστική όσο και την κοινωνική ζωή.
Στην μεν πρώτη μετατρέπεται ο μαμωνάς σε βασικό παράγοντα αλλοίωσης των δογμάτων και διαστροφής της μυστηριακής ζωής. Έτσι εξηγείται η άμεση καταδίκη της σιμωνίας, η τακτική να εξαγοράζεται η Θεία Χάρη με χρήματα χάρη της ανόδου στο επισκοπικό ή άλλο εκκλησιαστικό αξίωμα (39). Το ίδιο καταστροφική για την Εκκλησία είναι η μετατροπή της σε οικονομικό παράγοντα, επειδή αλλοιώνει τη φύση και την αποστολή της, συμβάλλει στην κοινωνική αδικία και την εκθέτει στην κοσμική πραγματικότητα.
Στη δε κοινωνική ζωή ο μαμωνάς ή η οικονομία της αγοράς λειτουργεί ως ενας σύγχρονος Θεός που υποτάσσει και αποδυναμώνει όλους τους υπόλοιπους θεσμούς, αποπροσανατολίζει την κοινωνία από βασικές ποιοτικές και ζωτικές περιοχές, όπως είναι η Παιδεία και ο Πολιτισμός, και το βασικότερο, αποϊεροποιει, εκκοσμικεύει και αποεκκλησιαστικοποιεί την κοινωνία.
Η παρέμβαση του Χριστού σχετικοποιεί τον οικονομικό παράγοντα και την κυριαρχία που αυτός επιδιώκει. Το «ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος», που αντιτάσσει ο Χριστός στο διάβολο κατά τον πρώτο πειρασμό, είναι ενδεικτικό, ότι δεν αρκεί ο χορτασμός της υλικής πείνας, αλλά είναι απαραίτητος και ο πνευματικός. Δηλώνει επίσης ότι το λεγόμενο οικονομικό πρόβλημα είναι πρωτίστως πνευματικό και κατόπιν υλικό. Γι' αυτόν αλλωστε το λόγο ο ίδιος ο Χριστός προτρέπει σε όλες τις περιπτώσεις «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν των ουρανών και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».
Τη σχετικότητα του προβλήματος εκφράζει και η Κυριακή προσευχή με τον περιορισμό στον «εφήμερο άρτο» ( 40 ), στην ανάγκη του σήμερα, σε συνδυασμό με την εντολή του Χριστοϋ για την αποφυγή των μεριμνών του αύριο. Με τη στάση αυτή δηλώνεται η ασκητική στάση απέναντι στην απόλαυση των υλικών άγαθών. Χριστός και άνετη ζωή των απολαύσεων είναι ασυμβίβαστα, καθώς γράφει και ο Χρυσόστομος : «ουδείς γαρ κοινωνεί τω Χριστώ τρυφών και καθεύδων και αναπίπτων» (41).
Η εν λόγω ασκητική από τη μια πλευρά περιορίζει τη χρήση των αγαθών στην ικανοποίηση της χρείας, των αναγκαίων, και από την άλλη δίνει το περιθώριο για την ικανοποίηση των αναγκών και των άλλων. Σ' αυτή τη λογική της κοινής ωφέλειας εντάσσεται και η φορολόγηση παρά τον αναγκαστικό της χαρακτήρα. Οι εκκλησιαστικοί πατέρες συνδέουν την απόδοση των φόρων με τη σχετική εντολή του Χριστού, όταν ρωτήθηκε αν θα έπρεπε οι άνθρωποι του Θεού να φορολογούνται άπό την κοσμική εξουσία (42). .
Στη σχετικοποίηση της φιλαργυρίας συμβάλλει και η αναφορά του Χριστού σε θησαυρούς που δεν εγκλωβίζουν και δεν υποδουλώνουν τις καρδιές και διαθέσεις των ανθρώπων στα επίγεια ούτε απειλούνται από κλέπτες και καταχραστές, αλλά μένουν αιώνιοι και άφθοροι, και αυτοί είναι οι θησαυροί εν ουρανοίς (43). . Ο Χρυσόστομος κάνει λόγο για τύφλωση και για νέφωση που προκαλεί η επιθυμία του θησαυρισμού και δεν αφήνουν την ακτίνα και το φως του Χριστού να έλθει στις καρδιές των ανθρώπων (44). .

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ι. Χρυσοστόμου, Εις Ματθ ., 58, 4. PG 57, 571.
(2) Αββά Νείλου (αμφ.), Παραίνεσις προς μονάχους 2, PG 79, 1236a.
(3) Ψευδο-Νείλου, Περί των οκτώ της κακίας λογισμών 3, PG 79, 1449c: «η δε νό σος της φιλαργυρίας, ουκ εκ φυσικής κινήσεως εχει την αφορμήν, αλλ'... εξ απιστίας, του μη προνοείσθαι παρά Θεού».
(4) Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις τον προφήτην Αμώς 48, PG 71, 500a.
(5) A ββά Ησαΐα, Αποφθέγματα 9, PG 65, 181d.
(6) Ψευδοκλήμεντος, Διαταγαί των Αγίων Αποστόλων 7,6,5, PG 1, 1004c.
(7)Μτθ. 6, 24.
(8) Ι. Χρυσ o στόμου στο Αντωνίου Μοναχού , Μέλισσα Α, 32, PG 136,888 c .
(9) Ι. Χρυσοστόμου, Εις Εφεσ . 18,2, PG 62, 123.
(10) Ι. Χρυσ o στόμου στο Αντωνίου Μοναχού , Μέλισσα Α, 35, PG 136,900 a .
(11) Ι. Χρυσ o στόμου, Εις Εβρ. 11,3, PG 63, 93.
(12) Του ιδίου Εις Ι ωάν . 76,3, PG 59, 413.
(13) Του ιδίου Εις Ι ωάν . 65,3, PG 59, 364.
(14) Του ιδίου Εις Α' Τιμ. 17,3, PG 62, 595.
(15) Του ιδίου Εις Β' Τιμ. 7,1, PG 62, 637.
(16) Ματθ. 4, 9.
(17) Ι. Χρυσ o στόμου, Εις Ματθ. 13,3, PG 57, 212.
(18) Του ιδίου Εις Πραξ. 7,4, PG 60, 69.
(19) Του ιδίου Εις Ματθ . 21,1, PG 57, 295.
(20) Του ιδίου Εις Α' Κορ . 13,4, PG 61, 108.
(21) Του ιδίου Εις Ματθ . 51,6, PG 57, 518.
(22) Του ιδίου Εις Ματθ . 80,3, PG 58, 727.
(23) Του ιδίου Εις Ιωάν. 76,3, PG 59, 413.
(24) Του ιδίου Εις Ιωάν. 76,3, PG 59, 413.
(25) Του ιδίου Εις Γέν. 20, 5. PG 53, 173.
(26) Του ιδίου Εις Γεν. 22,6, PG 53, 194.
(27) Του ιδίου Εις Ματθ. 63,1, PG 58, 603 : «πολλή των χρημάτων ή τυραννίς, και
δήλον εντεύθεν. Καν γαρ τα άλλα ώμεν ενάρετοι, πάντα αυτή λυμαίνεται τα άλλα».
(28)Του ιδίου Εις Α΄Τιμ . 18, 1. PG 62, 597.
(29)Του ιδίου Εις Β΄ Τιμ. 7, 2. PG 62, 637.
(30) Του ιδίου Εις Ιωάν 47, 5, PG 59, 268.
(31) Του ιδίου Προς τους εγκαταλείψαντας ... 2, PG 51, 69.
(32) Του ιδίου Εις ΙΙραξ. 48, 3, PG 60, 337.
(33) Νικηφόρου Βλεμμύδου, Όποιον δει είναι τον βασιλέα 5, PG 142, 625b.
(34) Ι. Χρυσ o στόμου, Εις Ματθ. 80,3, PG 58, 728.
(35) Του ιδίου Εις Ιωάν. 87,3, PG 59, 477.
(36) Του ιδίου Εις Ιωάν. 87,4, PG 59, 477.
(37) Ψευδο-Νείλου, Περί των οκτώ της κακίας λογισμών 3, PG 79, 1452d.
(38) Ι. Χρυσ o στόμου, Εις Β΄Τιμ. 5,2. PG 2, 689.
(39) Ψευδο-Κλήμεντος, Αποστολικοί Κανόνες 29, PG 137, 93a.
( 40 ) Ι. Χρυσ o στόμου, Εις Ματθ . 19, 5. ΠΓ 57, 280.
(41) Του ιδίου Εις Β΄Κορ. 1, 4. PG 61, 387.
(42) Βλ. και Μ. Βασιλείου, Όροι κατ' επιτομήν 94, PG 31, 1148b .
(43) Βλ. σχετικά Ματθ. 16,19.
(44) Ι. Χρυσ o στόμου, Εις Ματθ. 20, 5. PG 57, 292.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου