Ὁ φιλάνθρωπος Ἰησοῦς, ὅταν φανερώθηκε
στὸν κόσμο ὡς διδάσκαλος ἀγαθός, ἐπειδὴ ἦταν καὶ Θεός, εἶπε στοὺς
μαθητές του: «Ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσει, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό
του, ἂς σηκώσει τὸν σταυρό του κι ἂς μὲ ἀκολουθεῖ.
Διότι ὅποιος θέλει νὰ σώσει τὴν ζωή του
θὰ τὴν χάσει· ὅποιος ὅμως ἐξαιτίας μου χάσει τὴν ζωή του θὰ τὴν εὕρει.
Διότι τί ὠφελεῖται ὁ ἄνθρωπος, ἂν κερδίσει ὁλόκληρο τὸν κόσμο, χάσει
ὅμως τὴν ζωή του; Ἡ τί μπορεῖ νὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀντάλλαγμα γιὰ τὴν
ζωή του; Ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου θὰ ἔλθει μέσα στὴν δόξα τοῦ Πατέρα Του μαζὶ
μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους Του, καὶ τότε θὰ ἀποδώσει στὸν καθένα κατὰ τὰ
ἔργα του».
«Ὅποιος θέλει, λοιπόν, νὰ μὲ ἀκολουθήσει,
ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του», τουτέστι κάθε ἀνθρώπινο φρόνημα. Κι ὄχι
μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ «ὅμοια μ’ ἐμένα ἂς σηκώσει τὸν σταυρό του κι ἂς μὲ
ἀκολουθεῖ».
Αὐτὸ λοιπὸν τὸ κατόρθωσε ὁ Παῦλος, ἂν
κρίνουμε ἀπὸ τοὺς λόγους πού μᾶς παρέδωσε. Διότι ὄχι μόνο σταυρώθηκε γιὰ
τὸν κόσμο, ἀλλά καὶ τὸν κόσμο σταύρωσε γιὰ τὸν ἑαυτὸ του. Ἀλλά καὶ
αὐτὴν ἀκόμα τὴν ζωὴ του μετάλλαξε, ἀφοῦ δὲν ζοῦσε πλέον ὁ ἴδιος, κίνηση
καὶ ἐνέργεια δὲν ἦταν δικά του. Ἀλλ’ ἡ ζωὴ του ἦταν ὁ Χριστός, πού ἐντός
του ἐνεργοῦσε. Πράγματι, παρέδωσε ὁλοκληρωτικὰ τὸν ἑαυτό του κι ἀφοῦ
νέκρωσε τὸ ἴδιον θέλημα, ταύτισε ὅλο του τὸ εἶναι μὲ τὸ θεῖο θέλημα.
Ὥστε —τολμῶ νὰ ὀνοματοθετήσω— μᾶλλον Χριστὸς ἦταν τὸ ὄνομα πού ταιίριαζε
στὸν Παῦλο παρὰ ζῶσα ὕπαρξη, ἀφοῦ ἡ ζωὴ του ἦταν ὁ Χριστός. Ἔτσι πρέπει
νὰ πορεύονται πίσω ἀπὸ Αὐτὸν καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθοῦν ὅσοι θέλουν νὰ εἶναι
δικοί Του.
Ὑπάρχουν, βλέπετε, δύο συνήθως
ἀντιτιθέμενα θελήματα, τὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο. Καὶ χωρὶς αὐτὰ ἡ χωρὶς
τὸ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶναι ἀναμενόμενο νὰ ζεῖ κάποιος. Αὐτὸς πού
προσηλώνεται στὸ ἕνα, ἀποστατεῖ ἀπὸ τὸ ἄλλο, καὶ ἀντιστρόφως. Αὐτὸς
λοιπὸν πού θέλει νὰ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο θὰ μισήσει κάθε ἀνθρώπινο
θέλημα. Καὶ μεταβάλλοντας τὸν προηγούμενο βίο, ἔτσι θὰ ἀκολουθεῖ,
ἐγκαταλείποντας τρόπον τινὰ τὸν ἑαυτό του καὶ μεταμορφώνοντας ὅλες τὶς
ψυχικὲς δυνάμεις.
Αὐτὸς πού θέλει εἰλικρινὰ νὰ βρεῖ τὴν
ψυχή του, πού περιπλανᾶται στὰ μάταια πράγματα τοῦ βίου καὶ στὶς
ὀνειρώδεις φαντασίες του, πρῶτα θὰ τὴν «χάσει» ἀπὸ τὴν ζωὴ πού ὑπῆρχε
ἐντός της. Καὶ τότε θὰ τὴν βρεῖ ἀληθινά. Ὅσο ὅμως εἶναι ἐναγωνίως
προσκολλημένος στὰ πράγματα τοῦ κόσμου, δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ διαγνώσει
τὴν κατάσταση ἀπώλειας, στὴν ὁποία βρίσκεται ἡ ψυχή του. Κατὰ συνέπεια
δὲν θὰ ζητήσει τὴν χαμένη ψυχὴ του οὔτε θὰ τὴν βρεῖ.
Καθὼς ὑπάρχουν δύο ζωές, ὑπάρχουν καὶ δύο
θάνατοι· ὁ κατὰ Θεὸν καὶ ὁ κατὰ κόσμον. Αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ὁ Παῦλος
δήλωσε σαφῶς μὲ τὴν φράση «ἁμαρτία καὶ δικαιοσύνη ζῆν». Ἔτσι ὑπάρχουν
δύο ἀπώλειες ψυχῆς, ἡ μία κατακριτέα, ἡ ἄλλη ἐπαινετή. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς
αὐτὸς πού ζεῖ ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία ἔχει νεκρωθεῖ ὡς πρὸς τὴν δικαιοσύνη
καί, ἀντιθέτως, ἐκεῖνος πού ζεῖ ὡς πρὸς τὴν δικαιοσύνη εἶναι νεκρὸς γιὰ
τὴν ἁμαρτία, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅποιος ἀκολουθεῖ τὰ θελήματα τῆς
σάρκας, πορεύεται πίσω ἀπὸ τὴν σάρκα κι ἔχει χάσει τὴν πορεία πού
ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο.
Αὐτὸς ὅμως πού μίσησε τὸ σαρκικὸ φρόνημα,
τὴν δῆθεν ζωὴ ἀλλά στὴν οὐσία ἀπώλεια, καὶ λέει ἀποφασιστικὰ «πίσω ἀπὸ
τὸν Θεό μου θὰ πορευθῶ», ἀντάλλαξε τὴν ἀπώλεια, ἀποκτώντας τὴν ἐπαινετὴ
ἀντί τῆς κατακριτέας. Διότι τὸ νὰ χαθεῖ κανεὶς γιὰ τὸν κόσμο, σημαίνει
νὰ βρεθεῖ γιὰ τὸν Θεό. Καὶ τὸ νὰ βρεθεῖ κανεὶς γιὰ τὸν κόσμο σημαίνει νὰ
χαθεῖ γιὰ τὸν Θεό. Καὶ ποιὰ σκέψη εἶναι πιὸ ἀνόητη ἀπὸ τὸ νὰ βρεῖ
κανεὶς ὅλο τὸν κόσμο καὶ νὰ τὸν κερδίσει καὶ νὰ τὸν λάβει ὡς ἰδιοκτησία,
τὴν δὲ ψυχή του νὰ ζημιώσει καὶ νὰ χάσει; Ποιὸ εἶναι τὸ ἀντάλλαγμα τῆς
ψυχῆς; Τί λίτρο θὰ δώσει κανεὶς γι’ αὐτήν; Τίποτε ἀπὸ τὰ ὑλικὰ δὲν εἶναι
ἰσότιμο μὲ τὴν ψυχή. Μόνη αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἀνταλλαγεῖ μὲ τὸν ἑαυτό της,
μὲ τίποτε ἄλλο. Διότι μέλλει ὁ Υἱός, παίρνοντας τὴν ἐξουσία τῆς κρίσεως
ἀπὸ τὸν Πατέρα, νὰ ἔλθει καὶ νὰ ἀποδώσει στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του.
Ὅταν κανεὶς ἀπό τούς γύρω μας δὲν θὰ
μπορεῖ νὰ μᾶς ὠφελήσει. Ὅλοι δὲ γυμνοὶ καὶ ἔρημοι ἀπὸ τὰ ἀλλότρια (καὶ
ἀλλότρια λέγω ὅλα αὐτά πού μᾶς περιβάλλουν) θὰ παρασταθοῦμε στὸ βῆμα τῆς
κρίσεως. Καὶ βίβλοι θὰ ἀνοιχθοῦν γιὰ νὰ μᾶς ἐλέγξουν, φανερώνοντας μὲ
αὐτὰ πού εἶναι στὴν συνείδηση μας ἐντυπωμένα τί ἀκολούθησε ὁ καθένας:
τὴν σάρκα ἤ τὸ πνεῦμα, τὸν Χριστὸ ἤ τὸν κόσμο, καὶ ποιὸ εἶδος ἀπώλειας
τῆς ψυχῆς προτίμησε, τὴν ἀπώλεια ἀπὸ τὸν Θεὸ ἤ τὴν ἀπώλεια ἀπὸ τὸν
κόσμο; Καὶ μὲ αὐτὴ τὴν φοβερὴ καὶ λεπτομερῆ ἐξέταση, Αὐτὸς πού «ἔλαβε
τὴν ἐξουσία νὰ κρίνει, διότι εἶναι Υἱός ἀνθρώπου» θὰ ἀποδώσει στὸν
καθένα κατὰ τὴν ἀξία του. Διότι «ἔρχεται στὴν δόξα τοῦ Πατρός Του μὲ
τοὺς ἁγίους ἀγγέλους», τὰ λειτουργικά του πνεύματα, ὄχι πλέον ἄμορφος
καὶ ἄδοξος, ὅπως τώρα φανερώθηκε στὸν κόσμο, ἀλλ’ ἔχοντας «κάλλος
ἀπαράμιλλο ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους» ἐφόσον τὸ σῶμα του ἔκαμε ἄφθαρτο καὶ
μὲ τὴν ἀνάσταση μεταστοιχειώθηκε σὲ πνευματικὸ καὶ οὐράνιο —αὐτὸ τὸ
ὁποῖο κι ἐμεῖς ἔχουμε ὡς ἀρραβώνα τῆς δικῆς μας μεταστοιχειώσεως καὶ τῶν
σωμάτων μεταμορφώσεως.
Προκειμένου λοιπὸν νὰ ἔχουμε βέβαιη τὴν
ἀθέατη αὐτὴ ἐλπίδα, θέλει ἀπὸ τώρα νὰ ὑποδείξει στοὺς ἐγκρίτους ἀπό τούς
μαθητὲς του τὴν μελλοντικὴ ἐκείνη ἀλλοίωση. «Σὲ μιὰ στιγμή», λέει ὁ
Παῦλος, «ὅσο θέλει τὸ μάτι νὰ ἀνοιγοκλείσει». Γι’ αὐτὸ λέει: «Ἀλήθεια
σᾶς λέγω, ὑπάρχουν κάποιοι ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς πού βρίσκονται ἐδῶ, οἱ
ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατο, μέχρι νὰ δοῦν τὸν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου νὰ
ἔρχεται στὴν βασιλεία Του».
Πῶς πραγματοποιήθηκε τοῦτο, μαθαίνουμε
ἀπὸ ὅσα ἀκολούθησαν. «Μετὰ ἀπὸ ἔξι ἡμέρες, παίρνει ὁ Ἰησοῦς μαζί Του τὸν
Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, τὸν ἀδελφό του καὶ τοὺς ἀνεβάζει σ’
ἕνα ψηλὸ βουνό. Ἐκεῖ μεταμορφώθηκε μπροστά τους· ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του
σὰν τὸν ἥλιο καὶ τὰ ροῦχα του ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς. Τότε ἐμφανίστηκε
σ’ αὐτοὺς ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας καὶ συνομιλοῦσαν μαζί Του». Αὐτὰ δὲν
πρέπει νὰ ἀκούγονται ἐπιπόλαια. Οὔτε νὰ νομίζουμε ὅτι ἡ ἱστορία σταματᾶ
στὶς λέξεις, δηλώνοντας μόνο ὅσα οἱ λέξεις σημαίνουν. Ἀλλά μᾶλλον
δηλώνεται κάποια διάφανη μυσταγωγία καὶ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ἡ ἀπόλαυση,
πού θὰ ὑπάρξει γιά μᾶς μετὰ ἀπὸ αὐτή τὴν ζωὴ —ἤ μᾶλλον γιὰ τοὺς ἅγιους,
ὄχι γιά μᾶς.
Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ ἔξι ἥμερες ἐκπληρώνει ὁ
Ἰησοῦς τὴν ὑπόσχεσή του πρὸς τοὺς μαθητές. Ἡ δὲ ὑπόσχεση ἦταν ὅτι
«κάποιοι ἀνάμεσα στοὺς ἐδῶ εὐρισκομένους δὲν θὰ γευθοῦν θάνατο πρὶν δοῦν
τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ», ἡ ὁποία θὰ φανερωθεῖ μετὰ τὴν συντέλεια τοῦ
ὑλικοῦ κόσμου. Γι’ αὐτὸ μετὰ ἀπὸ ἔξι ἡμέρες παρέλαβε ἐκείνους πού ἔπρεπε
νὰ γνωρίσουν τὰ θειότερα μυστήρια τῆς βασιλείας πρὶν γευθοῦν θάνατο.
Μετὰ δὲ τὶς ἔξι ἡ ἕβδομη ἀκολουθεῖ, ἡ κατάπαυση ἡ ἁγία, κατὰ τὴν ὁποία
δὲν γίνεται ἐργασία. Ἐπειδὴ σὲ ἔξι ἥμερες δημιούργησε ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸ
καὶ τὴν γῆ, καὶ τὴν ἑβδόμη κατέπαυσε καὶ τὴν ὀνόμασε ἅγια. Ὥστε τὴν
πρώτη ἡμέρα δόθηκε ἡ ὑπόσχεση, ἡ πρώτη πάλι ὑπῆρξε ἡ πλήρωση τῆς
ὑποσχέσεως. Λοιπόν, ὁ ἀριθμὸς ἔξι ἀναλογεῖ στὸν ὑλικὸ αὐτὸ κόσμο, ὁ
ὁποῖος συμπληρώνεται ἀπὸ τὰ ἐπὶ μέρους στοιχεῖα του.
Σύμβολο γενέσεως, ἔχει μέσα τὸ ἄρρεν καὶ
τὸ θῆλυ, ἡ ἕνωση τῶν ὁποίων προκαλεῖ τὴν σωματικὴ γέννηση. Μετὰ τὴν
δημιουργία αὐτῶν ἀκολουθεῖ ἡ ἕβδομη, «κατὰ τὴν ὁποία οὔτε θὰ
παντρεύονται οὔτε θὰ παντρεύουν, ἀλλά θὰ εἶναι ὡς ἄγγελοι Θεοῦ στὸν
οὐρανό». Γι’ αὐτὸ καὶ παρθένος λέγεται ὁ ἀριθμὸς ἑπτά, ὅπως καὶ ἁγία ἡ
ἕβδομη, ὅταν καταπαύεται κάθε ἔργο λατρείας καὶ ὁ καθένας ἐγκαθίσταται
στὸν δικό του τόπο.
Μετὰ ἀπὸ αὐτήν, λοιπόν, παραλαμβάνει τοὺς
τρεῖς ἐξαίρετους μαθητές. Διότι βέβαια δὲν ἦταν δυνατὸν ὁ Ἰούδας νὰ
γίνει θεατὴς τέτοιων μυστηρίων, οὔτε πάλι μόνος αὐτὸς νὰ ἀποκλεισθεῖ ἀπὸ
τὴν θεωρία αὐτή, ὥστε νὰ μὴν ἀποτελέσει πρόφαση προδοσίας ἡ προτίμηση
τῶν ἄλλων εἰς βάρος του. Γι’ αὐτὸ μόνο τοὺς τρεῖς παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς
«καὶ τοὺς ἀνεβάζει σὲ ψηλὸ βουνὸ (καὶ τί εἶναι ὑψηλότερο ἀπὸ τὴν δόξα
Του;) καὶ κατιδίαν», διότι ἡ ἄϋλη ζωὴ εἶναι μονήρης. Τοὺς ἀνεβάζει ἀπὸ
κάτω ἐπάνω· ὄχι τόσο ὡς πρὸς τὸν τόπο, ἀλλ’ ὡς πρὸς τὴν θεότητα·
τουτέστι, τοὺς καθιστᾶ χωρητικοὺς τῶν ἐξαίσιων ἐλλάμψεών Του. Τότε
«μεταμορφώθηκε μπροστά τους». Καὶ παλαιότερα μεταμορφώθηκε ὁ Ἰησοῦς
Σωτήρας, ὄχι ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ἀλλ’ ἐνώπιον αὐτοῦ του Πατρός Του,
ὅταν «δὲν θεώρησε τὴν ἰσότητά Του πρὸς τὸν Πατέρα ἀποτέλεσμα
σφετερισμοῦ, ἀλλά κένωσε τὸν ἑαυτὸ Του λαμβάνοντας μορφὴ δούλου, αὐτὸς
πού ἦταν Θεός». Τότε λοιπὸν τὴν θεία μορφὴ κάλυψε, ἀφοῦ μεταμορφώθηκε σὲ
δοῦλο. Τώρα τὴν μορφὴ τοῦ δούλου ἀποκαθιστᾶ στὴν φυσική Του μορφή.
Χωρὶς νὰ ἀπορρίπτει τὴν ἀνθρώπινη οὐσία, τὴν πλουτίζει μὲ τὰ θεϊκὰ
ἰδιώματα.
«Μεταμορφώθηκε, λοιπόν, μπροστά τους»,
δείχνοντάς τους ὅτι ἔτσι «θὰ μετασχηματίσει κάποτε τὸ ταπεινὸ σῶμα μας,
καθιστώντας το σύμμορφο μὲ τὸ ἔνδοξο σῶμα Του». «Καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό
Του σὰν τὸν ἥλιο καὶ τὰ ροῦχα Του ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ χιόνι». Ὄχι ὅτι τὰ
παραβάλλει μὲ τὸν ἥλιο ἤ τὸ χιόνι (πῶς μπορεῖ νὰ τεθεῖ σὲ σύγκριση τὸ
ἀσύγκριτο;), ἀλλ’ ἐπειδὴ στὰ ὑλικὰ πράγματα δὲν ὑπάρχει λαμπρότερο τοῦ
ἥλιου καὶ λευκότερο τοῦ χιονιοῦ, θέλοντας ἀναλογικὰ νὰ παραστήσει τὴν
ὑπερβολὴ τοῦ φωτὸς καὶ τῆς λαμπρότητας, μὲ πράγματα οἰκεῖα σὲ μᾶς
σχηματίζει τὴν εἰκόνα. Ἥ δὲ ἔλλαμψη τῶν ἐνδυμάτων Του δηλώνει τὴν
μεταλλαγὴ τῶν σωμάτων μας.
Πράγματι, ἐμεῖς γίναμε γι’ Αὐτὸν ἔνδυμα,
ἐφόσον περιεβλήθη τὴν σάρκα μας. Ἴσως μάλιστα τὸ μὲν πρόσωπό Του, πού
ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο, συμβολικῶς ὑπαινίσσεται τὸ δικό Του σῶμα, τὰ δὲ
ἐνδύματά Του, λευκὰ σὰν χιόνι, συμβολίζουν ὅσους δι’ Αὐτοῦ καθαίρονται
μὲ τὴν μεταμορφωτικὴ καὶ ἀλλοιώτικη δύναμή Του. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ
παρομοιάζεται μὲ χιόνι τὸ ἔνδυμα, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸ μεταποιούμενο καὶ
ἐξαερούμενο ἔγινε ἀπὸ νερὸ χιόνι. Καὶ ὅσον ἀφορᾶ στὸ ὅτι ἔνδυμά Του
ἔγινε αὐτὴ ἡ φύση μας, δίχως νὰ χάσει τὰ ἰδιώματά της, ἂς ἀκούσουμε τὸν
Ἠσαΐα πού παρουσιάζει τὸν Θεὸ νὰ τοῦ λέει: «Ζῶ ἐγώ, λέγει ὁ Κύριος, καὶ
ὅλους αὐτοὺς θὰ ἐνδύσει καὶ θὰ τοὺς στολίσει, ὅπως στολίζεται ἡ νύφη».
Μεταμορφώθηκε, λοιπόν, καὶ ἔλαμψε τὸ
πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καὶ τὰ ροῦχα Του ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ χιόνι. Καὶ
φανερώθηκαν ἐνώπιόν τους ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας νὰ συνόμιλοῦν μὲ Αὐτόν.
Ἔγιναν διορατικώτεροι οἱ ἀπόστολοι, ἀφοῦ συνυψώθηκαν μὲ τὸν Ἰησοῦ στὸ
ὄρος καὶ μὲ δυσκολία κατάλαβαν τότε ὅτι ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας συνόμιλοῦν
μὲ τὸν Ἰησοῦ, ἀφοῦ μεταμορφώθηκαν μαζί Του. Διότι, ἂν δὲν
συμμεταμορφώνονταν, δὲν θὰ συνομιλοῦσαν. Μάλιστα κατὰ τὸν Λουκᾶ
«συνομιλοῦσαν με τὸν Ἰησοῦ περὶ τῆς ἐξόδου πού ἔπρεπε νὰ πραγματοποιηθεῖ
στὴν Ἱερουσαλήμ». Ἔτσι οἱ μαθητὲς ἄκουγαν ἀπὸ αὐτούς, ὅσα τοὺς εἶχε πεῖ
κάποτε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς δίχως τότε νὰ τὰ κατανοήσουν τότε πού καὶ ὁ
Πέτρος φρονώντας τὰ τοῦ κόσμου εἶχε ἐπιτιμήσει τὸν Ἰησοῦ, ὅταν εἶπε πώς
ἔμελλε νὰ θανατωθεῖ ἀπό τούς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἐγερθεῖ ἀπό τούς νεκροὺς
μετὰ τρεῖς ἡμέρες. Συζητοῦν, λοιπόν, μὲ τὸν Ἰησοῦ ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας
τουτέστι ὁ Νόμος καὶ οἱ Προφῆτες. Ὅταν μεταμορφωθοῦν οἱ λόγοι τους καὶ
παραμεριστοῦν οἱ σκιὲς τοῦ νόμου, τότε θὰ πιστευθεῖ ὁ Μωϋσῆς, ὁ πιστὸς
δοῦλος, πού τὰ πάντα ἔγραψε γιὰ τὸν Χριστὸ· καὶ ὁλοφάνερα θὰ παραστήσει
μὲ τοὺς λόγους του τὴν ἔξοδό Του, πού ἔμελλε νὰ πραγματοποιηθεῖ στὴν
Ἱερουσαλήμ. Προσωπικὰ δὲν μοῦ φαίνεται εὐφυὲς ἐρώτημα καὶ ἄξιο ἐξετάσεως
τὸ ἀπὸ ποῦ καὶ πῶς καὶ ἀπὸ ποιὰ σημεῖα γνώρισαν οἱ μαθητὲς τοὺς
Προφῆτες. Ἐφόσον εἶχαν φθάσει σὲ τόσο ὕψος, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦν τέτοιας
θεωρίας, τὴν ὁποία ὀνόμασε βασιλεία οὐρανῶν Αὐτὸς πού τοὺς ἀποκάλυψε τὸν
ἑαυτὸ Του μαζὶ μέ τους Προφῆτες, πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ ἀγνοοῦν τοὺς
συμμύστες; Ὁπωσδήποτε και ἄν οἱ ἀπόστολοι ἦσαν προφῆτες καὶ προφῆτες πού
συναντοῦν προφῆτες, ἔχουν μία καὶ τὴν αὐτὴ γνώση. Καὶ μάλιστα παρόντος
τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος φώτιζε τὸ ἡγεμονικὸ καὶ μορφοποιοῦσε τὸν νοῦ σύμφωνα
μὲ τὴν θεϊκή Του μορφή.
Προφήτης δὲν εἶναι μόνο αὐτὸς πού βλέπει
τὰ μέλλοντα, ἀλλά καὶ αὐτός, πού μυεῖται στὴν ἀλήθεια τῶν παρόντων καὶ
ἀποκτᾶ τὴν ἀληθινὴ γνώση. Ἡ γνώση εἶναι ἡ κάθαρση καὶ ὁ φωτισμὸς τοῦ
ἡγεμονικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, τοῦ νοῦ, πού γίνεται νοῦς Χριστοῦ μὲ τὴν
ἐνέργεια τοῦ Ἅγιου Πνεύματος.
«Τότε ἀποκρίθηκε ὁ Πέτρος καὶ εἶπε στὸν
Ἰησοῦ· ‘Κύριε, εἶναι ὡραῖα νὰ μείνουμε ἐδῶ· ἐὰν θέλεις, νὰ φτιάξουμε
τρεῖς σκηνὲς, μία γιὰ Σένα, μία γιὰ τὸν Μωϋσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία».
Κατανοοῦσε ὁ Πέτρος τὴν διαφορὰ τῶν νοητῶν ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ καὶ προτιμᾶ τὰ
καλύτερα. Πλὴν ὅμως δὲν εἶναι ἀκόμη τέλεια ἡ γνώση του, καθόσον δὲν θὰ
φρόντιζε γιὰ σκηνὲς στὸν χῶρο τῶν νοουμένων. Ἴσως ὅμως ἀγωνιοῦσε ἀκόμη
γιὰ τὸν διδάσκαλο, γιὰ τὸν Ὁποῖον προελέχθη ὁ θάνατος. Γι’ αὐτὸν τὸν
θάνατο, συζητοῦσαν καὶ οἱ φανερωθέντες μὲ τὸν Ἰησοῦ, καὶ ἀπὸ κοινοῦ
ἔλεγαν ὅτι στὴν Ἱερουσαλὴμ θὰ γινόταν αὐτὴ ἡ ἔξοδος. Ἴσως γι’ αὐτὸ
παρακαλοῦσε τὸν διδάσκαλο νὰ μείνει καλύτερα ἐκεῖ καὶ νὰ μὴ παραδώσει
τὸν ἑαυτό Του στοὺς Φαρισαίους καὶ Γραμματεῖς, πού τὸν φθονοῦσαν. Τάχα
νόμιζε ὅτι στὸ βουνὸ κανεὶς ἐπίβουλος δὲν θὰ ἔφθανε. Καὶ διαφορετικὰ δὲν
μποροῦσε νὰ γίνει, τὸ νὰ βρίσκεται δηλαδὴ ταυτόχρονα στὴν Ἱερουσαλὴμ
καὶ σὲ ἄλλο τόπο. Καλό, λοιπόν, εἶναι νὰ εἴμαστε ἐδῶ μὲ τὸν Μωϋσῆ καὶ
τὸν Ἠλία, παρὰ νὰ πᾶμε πρὸς τοὺς ἀνίερους καὶ θεοκτὸνους ἱερεῖς.
Στοχάσου καὶ τὸ λεγόμενο «ἂς φτιάξουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνὲς· μία γιὰ σένα,
μία γιὰ τὸν Μωϋσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία». Ὁ Λουκᾶς μάλιστα σχολιάζει:
«Δίχως νὰ ξέρει τί λέει». Ἀγνοοῦσε δηλαδή, ἐνδιαφερόμενος τάχα γιὰ τὸν
διδάσκαλο, ὅτι γινόταν ἐμπόδιο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ὁ δὲ Μάρκος
λέει: «Δὲν ἤξερε τί νὰ πεῖ» οὔτε τί νὰ σκεφθεῖ. Ἂς σταθοῦν ψηλότερα
αὐτοὶ πού ἀνέβηκαν μὲ τὸν Ἰησοῦ σ’ ἕναν τέτοιο τόπο.
«Ἐνῶ ἀκόμη μιλοῦσε, νεφέλη φωτεινή τούς
ἐπισκίασε· καὶ φωνὴ ἀκούσθηκε μέσ’ ἀπὸ τὴν νεφέλη νὰ λέει: «Αὐτὸς εἶναι ὁ
Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ὁ ἐκλεκτός μου, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Σὰν ἄκουσαν οἱ
μαθητές, ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ, γιατί φοβήθηκαν πάρα πολύ. Τότε
τοὺς πλησίασε ὁ Ἰησοῦς, τοὺς ἄγγιξε καὶ εἶπε: «Σηκωθεῖτε καὶ μὴν
φοβᾶσθε». Κι ἀφοῦ ἀνασήκωσαν τὰ μάτια, δὲν εἶδαν κανέναν ἄλλο παρὰ τὸν
Ἰησοῦ μόνο Του». Ἐνῶ ὁ Πέτρος ἀκόμη ἔλεγε λόγους ἀγωνίας γιὰ τὸν
διδάσκαλο, κατέβηκε φωτεινὸ σύννεφο καὶ τοὺς ἐπισκίασε. Καὶ φωνὴ
ἀκούσθηκε μέσ’ ἀπὸ τὸ σύννεφο νὰ διορθώνει τὸν Πέτρο, ἴσως καὶ τοὺς
συναδέλφους του, διότι κι αὐτοὶ μπορεῖ νὰ συμμερίζονταν τὴν γνώμη του
καὶ νὰ ἤθελαν νὰ μείνουν στὸ βουνό.
Ὥστε δὲν πρέπει νὰ φρονοῦν τίποτε
ἀντίθετο πρὸς τὸν ἀγαπητὸ Υἱό, ἀλλά νὰ Τὸν ἀκοῦν καὶ νὰ ἀκολουθοῦν τὸ
θέλημά Του. Διότι αὐτὸ σώζει ὅλους τούς ἀνθρώπους. Τὴν δὲ ἑρμηνεία τῆς
νεφέλης θὰ τὴν ἀναζητήσουμε σὲ ὅμοια ἀναφερόμενα στὴν Γραφὴ συμβάντα.
Εἴδαμε καὶ τὸν Μωϋσῆ νὰ εἰσέρχεται στὴν νεφέλη, ὅταν αὐτὴ κάλυψε τὸ ὅρος
στὴν ἔρημο Χωρήβ. Ἐκεῖ βεβαιώθηκε μὲ θεία φωνὴ ὅτι εἰσῆλθε στὸν γνόφο,
ὅπου ἦταν ὁ Θεός. Κατόπιν, ὅταν τὴν σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου διαφορετικὰ
κάλυψε ἡ νεφέλη, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀκουγόταν ὁ Θεὸς νὰ μιλᾶ στὸν Μωϋςῆ.
Στῦλος πάλι νεφέλης προπορευόταν τοῦ λαὸῦ, δροσίζοντας τὴν ἡμέρα,
φωτίζοντας τὴν νύχτα. Ἀλλά καὶ ὁ Ἠσαΐας προλέγει ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἔλθει
σὲ ἀνάλαφρη νεφέλη στὴν Αἴγυπτο. Ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν Σολομώντα ἀκοῦμε ὅτι,
ὅταν οἰκοδόμησε καὶ καθιέρωσε τὸν ναό, γέμισε τὸ κτίριο ἡ νεφέλη καὶ
δὲν μποροῦσαν οἱ ἱερεῖς νὰ εἰσέλθουν καὶ νὰ ἱερουργήσουν μέσα σ’ αὐτήν.
Αὐτὰ καὶ περισσότερα μποροῦμε νὰ συγκεντρώσουμε ἀπὸ ὅλη τὴν Γραφὴ γιὰ
τὴν φανέρωση καὶ διασάφηση τοῦ ζητουμένου νοήματος, ὥστε νὰ δοῦμε τί
ἦταν ἡ νεφέλη πού σκέπασε τὰ πρόσωπα πού φανερώθηκαν, κι αὐτὰ πού
θεωροῦσαν, ἀπὸ ὅπου ἀκούσθηκε καὶ ἡ φωνή: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ
ἀγαπητός, ὁ ἐκλεκτός μου. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε».
Τὶς νεφέλες πού προαναφέραμε πρέπει νὰ
θεωρήσουμε συγγενεῖς μεταξύ τους ἤ μᾶλλον δὲν θὰ διστάσουμε νὰ ποῦμε ὅτι
πρόκειται περὶ μίας νεφέλης. Δὲν πρέπει νὰ νομίσουμε ὅτι εἶναι
ἀναθυμίαση ἀπὸ τὴν γῆ ἡ ἐξαέρωση ὕδατος ἡ πύκνωση ἀέρος καὶ σὲ καμμιὰ
περίπτωση ἀέριο τῦς σωματικῆς οὐσίας, ἀλλά ἐφικτὴ γνώση τῆς θείας
φύσεως, πού φθάνει σέ μᾶς, τὴν ὁποία οἰκειότερα ἀποκαλοῦμε
μεγαλοπρέπεια, καθὼς καὶ ὁ Δαβὶδ τὴν ὀνομάζει.
Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι ἀνέφικτη ἡ κατανόηση
τῆς θείας οὐσίας ἀπὸ αὐτοὺς πού ὑπόκεινται σὲ γέννηση καὶ φθορά,
φανερώνεται σὲ μᾶς μὲ ὅλους τούς δυνατοὺς τρόπους, καὶ σ’ αὐτοὺς πού
μετὰ ἀπὸ Αὐτὸν ἔμειναν κοντά Του, καθὼς βέβαια καὶ μὲ τοὺς Προφῆτες μᾶς
μίλησε. Ἔτσι, ἀκούγοντας ἄνθρωπο νὰ λέει· «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος καὶ Θεός
σας», δὲν πιστεύουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὁ Ἠσαΐας στὴν προκειμένη περίπτωση,
εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά πιστεύουμε στὸν Θεὸ πού μιλᾶ ἐντός του. Ἔτσι, ἂν καὶ
ἀπὸ τὴν νεφέλη ἐρχόταν ἡ φωνή, εἶναι φανερὸ πώς προερχόταν ἀπὸ τὸν
Πατέρα, ὁ ὁποῖος ἐβρόντησε μέσω λογικῆς φύσεως πλησίον αὐτοῦ,
μαρτυρώντας τοῦ Ἰησοῦ τὴν υἱότητα. Διότι ὑπάρχουν καὶ ὑποδεέστερες
νεφέλες, πού δίνουν φωνὴ καὶ ἑρμηνεύουν μὲ λόγο κατὰ τὸ «φωνὴ ἔδωσαν οἱ
νεφέλες», καὶ διατάζουν νὰ μὴ πέσει βροχὴ στὸν ἀκανθοφόρο ἀμπελώνα, τὸν
σωματικὸ οἶκο τοῦ Ἰσραήλ. Λέω πώς αὐτοὶ εἶναι Προφῆτες, πού ρίχνουν σὰν
βροχὴ τὸν λόγο καὶ ἀρδεύουν αὐτοὺς πού χρειάζονται πότισμα. Αὐτὴ ὅμως ἡ
νεφέλη ξεπερνᾶ ὅλες τὶς ἄλλες καὶ ἐπισκιάζει ὅλους. Δηλαδὴ προνοεῖ γιὰ
ὅλους. «Αὐτὸς λοιπόν, λέει, εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ὁ ἐκλεκτός μου.
Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Δὲν ὀνομάζει τὸν Υἱὸ ἀγαπημένο, ἀλλά μᾶλλον ἀγαπητό. Ὁ
ἀγαπώμενος δὲν εἶναι κατ’ ἀνάγκη καὶ ἀγαπητός. Ὁ ἀγαπητὸς ὅμως εἶναι
καὶ ἀγαπώμενος. Διότι τὸ ἀγαπητὸ εἶναι πάντοτε ἀπὸ τὴν φύση τοῦ ἀγαπητὸ·
τὸ δὲ ἀγαπώμενο ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν φύση του, ἀλλ’ ἡ ἀγάπη
ὑπάρχει ὡς ἀποτέλεσμα ἀγαθῆς πρὸς αὐτὸ διαθέσεως.
Ὁ Υἱὸς λοιπόν, ἕνας, εἶναι καὶ τὰ δύο,
καὶ ἀγαπητὸς καί, ἂς τὸ ποῦμε ἔτσι, ἐκλεκτός. Ἐπειδὴ προσέλαβε κάτι
ἑτερούσιο ἀπ’ Αὐτόν, καὶ προσλήφθηκε τὸ ὄχι ὁμοούσιο μὲ τὴν ἀνάδειξη
μιᾶς ὑποστάσεως. Καὶ ὑπέδειξε σὲ μᾶς ὁ Πατὴρ μὲ τὴν μαρτυρία Του τὴν
ἑτερότητα ὄχι χωρίζοντας τὰ ἑνωμένα (τὸν Λόγο καὶ τὸν ἄνθρωπο) —πῶς νὰ
χωρισθοῦν αὐτὰ πού ὁ Θεὸς ἕνωσε;— ἀλλά διδάσκοντας τὴν ἕνωση τῶν
ἑτεροφυῶν καὶ Αὐτὸν πού προῆλθε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἕνωση, τὸν ἕνα Υἱό,
Χριστό, Κύριο, ἕναν Υἱὸ ἀγαπητό, τὸν Ὁποῖο εὐδόκησε ὁ Πατὴρ νὰ ἀκούει
καὶ νὰ λατρεύει ὅλη ἡ κτίση.
Αὐτή, λοιπόν, τὴν μεγαλοπρεπῆ φωνὴ
ἀκούγοντας οἱ ἀπόστολοι ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ, ὑποτασσόμενοι στὴν
φωνὴ πού ἔφθασε ἀπὸ ψηλὰ καὶ «φοβήθηκαν πάρα πολύ». Φοβήθηκαν ἴσως γιὰ
τὴν προηγούμενη ἀπείθεια, ἀφοῦ ἔμαθαν ὅτι φρονοῦσαν ἐνάντια στὴν εὐδοκία
τοῦ Πατρὸς αἰσθανόμενοι ἀποτροπιασμὸ γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Υἱοῦ, μὲ τὸν
ὁποῖο θάνατο προταμιευόταν γιὰ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἡ σωτηρία, κατὰ τὴν
ἀρχαία ἀπόφαση τοῦ Πατρός.
Κι ἐνῶ κείτονταν στὴν γῆ ἔντρομοι,
«πλησιάζοντας ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἄγγιξε καὶ εἶπε: σηκωθεῖτε καὶ μὴ φοβᾶσθε».
Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ διώξει τὸν φόβο καὶ τὴν δειλία ἐκείνη παρὰ μόνο ὁ
Υἱός, πού παραγγέλλει σὲ ὅσους τὸν πλησιάζουν νὰ ἔχουν πάντοτε θάρρος.
Αὐτοὶ ὑπάκουσαν καὶ ὕψωσαν τὰ μάτια
σκοτεινιασμένα, ἴσως ἀπὸ τὸν φόβο. «Καὶ ἀφοῦ σήκωσαν τὰ μάτια, εἶδαν τὸν
Ἰησοῦ μόνο». Μέχρι ἐδῶ ἦταν ἡ αἰνιγματώδης φανέρωση τῆς βασιλείας τῶν
οὐρανῶν. «Καὶ ἐνῶ κατέβαιναν ἀπὸ τὸ βουνό, τοὺς διέταξε ὁ Ἰησοῦς
λέγοντας: «Σὲ κανένα νὰ μὴν ἀποκαλύψετε τὸ ὅραμα, ἕως ὅτου ὁ Υἱός τοῦ
ἀνθρώπου ἀναστηθεῖ». Γιατί ἄραγε τοὺς ἐμπόδισε νὰ διηγηθοῦν ὅσα εἶδαν
καὶ νὰ φανερώσουν τὸ μυστήριο τῆς ἀναστάσεως; Διότι πρῶτα ἔπρεπε ὁ ἐκ
νεκρῶν πρωτότοκος νὰ ἀναστηθεῖ πιστοποιώντας ἐμπράκτως τὴν ἀνάσταση, καὶ
τότε νὰ γνωρισθεῖ μὲ τὴν μαρτυρία αὐτὴ ἡ κοινὴ ἀνάσταση ὅλων.
Πράγματι, ποιὸς θὰ πίστευε αὐτά, τὰ ὁποῖα
δὲν πίστευσαν οἱ ἔγκριτοι τῶν ἀποστόλων; Ὁ Πέτρος μάλιστα καὶ βλάσφημο
θεώρησε τὸν λόγο περὶ τοῦ θανάτου τοῦ Σωτήρα, ἕως ὅτου ἄκουσαν ἀπὸ ψηλὰ
τὴν φωνὴ νὰ μαρτυρεῖ τὸν ἀγαπητὸ Υἱὸ καὶ νὰ προστάζει τὴν ὑπακοὴ σὲ
Αὐτόν. «Αὐτὸν ἀκοῦτε», λέει, καὶ νὰ θεωρεῖτε νόμο ἀπαρασάλευτο ὅ,τι
λέγεται ἀπὸ Αὐτόν. Κατ’ ἀνάγκη, λοιπόν, ζήτησε ἀπό τούς μαθητὲς νὰ
σιωπήσουν, μέχρις ὅτου ὁ Ἴδιος στὸ τέλος νικήσει τὸν θάνατο, ὥστε νὰ μὴ
συνηθίσουν νὰ ἄπιστοῦν οἱ ἀκροατὲς τῶν λόγων τους. Πράγματι, μετὰ τὴν
ἀνάσταση τοῦ Πρωτότοκου μὲ παρρησία διατράνωσαν τὴν κοινὴ ἀνάσταση καὶ
τὴν μεταβολὴ ἀπὸ τὰ ὑλικὰ στὰ πνευματικὰ σώματα, κηρύττοντας σὲ ὅλους
ὅτι, καθὼς «ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, δὲν πεθαίνει
πιὰ καὶ ὁ θάνατος δὲν κυριαρχεῖ ἐπάνω Του», ἔτσι καὶ ἐμᾶς θὰ κάμει
συμμόρφους τῆς δόξας Του καὶ θὰ μετασχηματίσει τὰ σώματά μας σὲ
πνευματικὰ καὶ ἄφθαρτα. Καὶ ἂν βαδίσουμε τὴν ὁδό της νέας ζωής, θὰ
ἁρπαγοῦμε σὲ νεφέλες γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε τὸν Κύριο στὸν ἀέρα καὶ ἔτσι
πάντοτε θὰ εἴμαστε μαζὶ μὲ τὸν Κύριο.
Σ’ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ἀμήν. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου