ΑΠΟ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ
Η αρμοδιότητα εφαρμογής
της οικονομίας για μείζονα θέματα ανήκει στην Εκκλησία, η οποία
αποφασίζει εν Συνόδω. Για λιγότερο σημαντικά ποιμαντικά ζητήματα
αρμόδιος είναι ο επίσκοπος, ενώ για τα υπόλοιπα ο ηγούμενος ή ο
πνευματικός πατέρας. Στο σημείο αυτό υπάρχει μία αξιόλογη ποιμαντική
αρχή, που συνδέεται με την προσωπική θυσιαστική διάθεση του πνευματικού,
προκειμένου να σώσει τα πνευματικά του τέκνα, που απαντά συχνά στην
εκκλησιαστική παράδοση. Θυμίζω την περίπτωση του Απ. Παύλου: «Ηυχόμην…
αυτός εγώ ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των
συγγενών μου κατά σάρκα…»21. Δηλαδή, φθάνω στο σημείο να
εύχομαι να χωριζόμουν εγώ από το Χριστό, αρκεί να πήγαιναν κοντά του οι
αδελφοί μου! Ανάλογη ήταν η περίπτωση του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που
άφησε το δικό του καλό και θυσιάσθηκε για το καλό του γένους. «Μάλιστα
παρακινούμενος περισσότερον από τον Παναγιώτατον κυρ-Σωφρόνιον τον
Πατριάρχην να έχωμεν την ευχήν του- λαμβάνοντας και τας αγίας του ευχάς
άφησα την εδικήν μου προκοπήν, το εδικόν μου καλόν και εβγήκα να
περιπατώ από τόπον εις τόπον και διδάσκω τους αδελφούς»22,
λέει χαρακτηριστικά ο άγιός μας. Εδώ φαίνεται η εκκλησιολογική αλλά και η
θυσιαστική διάσταση του εγχειρήματος του Αιτωλού. Ο δε π. Ιουστίνος
Πόποβιτς έλεγε: «Εγώ για την διαφύλαξη των ιερών κανόνων είμαι πρόθυμος
να θυσιάσω τη ζωή μου, αλλά παράλληλα για τη σωτηρία ενός ανθρώπου
θυσιάζω όλους τους κανόνες».
Ας επανέλθουμε όμως στην περίπτωση του
Ιωάννη Νηστευτή που συνέβαλε αποφασιστικά στη σύντμηση των επιτιμίων που
προβλέπουν οι ιεροί κανόνες. Στο δεύτερο μέρος του Εξομολογηταρίου του ο
όσιος Νικόδημος περιλαμβάνει, ερμηνεύει και υπομνηματίζει τους κανόνες
του Ιωάννη Νηστευτή, για να διευκολύνει τους πνευματικούς. Στα επιτίμια
και τους κανόνες του Ιωάννη του Νηστευτή διαφυλάσσονται δύο
χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πνευματικού οικονόμου, γράφει ο όσιος
Νικόδημος. Διαφυλάσσεται η ακρίβεια και ακρότητα από το ένα μέρος, και ο
τύπος και η συνήθεια από το άλλο. «Και ακρίβεια μεν είναι, αι νηστείαι
και γονυκλισίαι … δια των οποίων γίνεται ο συντριμμός της σαρκός, και η
δουλαγωγία, και αποχή των ηδονών… Συνήθεια δε και τύπος είναι, α’. ο
χωρισμός από τα Μυστήρια… και β) ο χωρισμός και από την Εκκλησίαν αυτήν»23.
Προκρίνεται η ασκητική οδός και η
διάθεση μετανοίας, παρά η τυπική τήρηση των κανόνων. Φαίνεται επίσης να
μη συμφωνεί ο Νικόδημος με το επιτίμιο της μακροχρόνιας στέρησης της
θείας κοινωνίας24. Αρκεί να υπάρχει γνήσια μετάνοια, ενάρετη
ζωή, νηστεία, εγκράτεια και ελεημοσύνη. Με όλα αυτά θα μπορούσε να
ελαττωθεί το επιτίμιο της μακροχρόνιας αποχής από την Θεία Ευχαριστία. Ο
Νικόδημος ακολουθεί τον Ιωάννη το Νηστευτή και γράφει: «Όμως να
ολιγοστεύσωμεν τους χρόνους αυτούς κατά το μέτρον της εγκρατείας, οπού
ήθελαν δείξουν· λόγου χάριν, ανίσως ο μετανοών δεχθή ως κανόνα, το να
μην πίνη κρασί εις τόσας διορισμένας ημέρας, εκρίναμεν εύλογον να
ολιγοστεύσωμεν εις αυτόν ένα χρόνον παρακάτω από τους χρόνους του
επιτιμίου, οπού διορίζουν οι Κανόνες των Πατέρων. Ομοίως αν υπόσχεται να
μη φάγη κρέας, να του ολιγοστεύσωμεν άλλον έναν χρόνον. Ομοίως αν δεν
φάγη τυρί και αυγά, η ψάρι, η λάδι, εις κάθε ένα από αυτά, εκρίναμεν να
του ολιγοστεύσωμεν ένα χρόνον. Αν θέλη δε να εξιλεώση τον Θεόν και με
συχνάς γονυκλισίας και μετανοίας, ομοίως και δι αὐτάς να του
ολιγοστεύσωμεν ένα χρόνον· και μάλιστα αν θέλη να δείχνη και το χέρι του
πλουσιοπάροχον εις ελεημοσύνην, και κατά την δύναμιν του πλούτου οπού
έχει, να δείχνη και την προαίρεσίν του ισόμετρον εις το να μεταδίδη. Ει
δε και ο μετανοών, μετά το οιονδήποτε αμάρτημα οπού έπραξε έγινε και
Μοναχός, εκρίναμεν εύλογον, να του δίδωμεν την συγχώρησιν πλέον
ολιγοχρόνιον, επειδή δια της μοναχικής πολιτείας έχει να απερνά
σκληραγωγίαν εις όλην του την ζωήν»25.
Στη συνάφεια αυτή είναι χαρακτηριστικό
ένα απόσπασμα από τα αποφθέγματα των αγίων Γερόντων: «Αδελφός ηρώτησε
τον Αββά Ποιμένα λέγων. Εποίησα αμαρτίαν μεγάλην και θέλω μετανοείσαι
τρία έτη. Λέγει αυτώ ο γέρων· Πολύ εστι. Και είπεν αυτώ ο αδελφός· Αλλ
ἕως ενιαυτού; Και είπε πάλιν ο γέρων· Πολύ εστι. Οι δε παρόντες έλεγον·
Έως τεσσαράκοντα ημερών; Και πάλιν είπε· Πολύ εστιν· είπε δε· Εγώ
λέγω ότι, εάν εξ όλης καρδίας μετανοήση άνθρωπος, και μη προσθή έτι
ποιείν την αμαρτίαν, και εις τρεις ημέρας δέχεται αυτόν ο Θεός»26.
Για την εφαρμογή της οικονομίας
απαιτούνται και ειδικότερες ποιμαντικές αρχές που είναι: η αναλογία (με
διπλή έννοια), η ιστορικότητα και η προσαρμογή στις κοινωνικές συνθήκες
καθώς και η ιδιαιτερότητα του προσώπου. Για την εφαρμογή της οικονομίας
η Εκκλησία εν Συνόδω, ο επίσκοπος η ο πνευματικός ανάλογα με τη
βαρύτητα του θέματος λαμβάνουν υπόψη τις παραπάνω αρχές. Θεμέλιο όλων
αυτών είναι η ευαγγελική αλήθεια, οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων
και η συμφωνία των Πατέρων, το consensus patrum. Αν αγνοούμε τη θεολογία
και την πράξη της εκκλησίας, η ποιμαντική κινδυνεύει να μείνει μετέωρη,
η να προσλάβει κανονιστικό και αφιλάνθρωπο χαρακτήρα. Χρειάζεται όμως
οι πνευματικοί πατέρες ως υπεύθυνοι ποιμένες να γνωρίζουν την
εκκλησιαστική ακρίβεια, για να μπορούν να εφαρμόζουν την οικονομία,
διότι δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο περιπτωτικές και για λόγους
οικονομίας αποφάσεις της Εκκλησίας να εκλαμβάνονται ως ακρίβεια. Και τα
επιτίμια έχουν θεραπευτικό, εκκλησιολογικό, παιδαγωγικό και φιλάνθρωπο
χαρακτήρα. Δεν είναι ποινές εξιλέωσης, όπως στη δυτική θεολογία.
Η πνευματική ανακαίνιση, που είναι καρπός
της Χάριτος του Θεού, της ποιμαντικής φροντίδας του πνευματικού πατέρα
και της ελεύθερης βούλησης των ανθρώπων, προϋποθέτει ωδίνες και κόπους.
Οι δυσκολίες και οι πνευματικοί πόνοι απορρέουν από τις αδυναμίες, τις
πτώσεις, την αμετανοησία, τη σκληροκαρδία, τους πειρασμούς και τις
εγκαταλείψεις της πατρικής εστίας εκ μέρους των πνευματικών τέκνων.
Κοπιώδης όμως προσπάθεια και άσκηση χρειάζεται προκειμένου να
ανακαλύπτει και ο ποιμένας σε κάθε περίπτωση «τι το θέλημα του Θεού, το
αγαθόν, το ευάρεστον και τέλειον»27. Διότι, αν ακολουθεί τη
δική του γνώμη, επόμενο είναι να γίνονται λάθη και σφάλματα. «Πάσαι αι
συμφοραί επέρχονται εις ημάς, διότι δεν ερωτώμεν τους πνευματικούς
πατέρας οίτινες ετέθησαν, ίνα καθοδηγούν ημάς˙ οι δε ιεράρχαι και
πνευματικοί, διότι δεν ερωτούν τον Κύριον πως πρέπει να ενεργήσουν»,
διδάσκει ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης28.
(συνεχίζεται)
- Ρωμ. 9,3.
- Διδαχή Α1, Ι. Μενούνου, Κοσμά Αιτωλού Διδαχές και Βιογραφία, εκδ. Τήνος, Αθήνα, σ. 117.
- Εξολογητάριον, σ. 116.
- «Η αιτία, οπού εδιόρισαν οι Πατέρες εις τους αμαρτήσαντας δια επιτίμιον την αποχήν της Κοινωνίας μόνην είναι, ως νομίζω, διατί οι τότε Χριστιανοί είχαν τόσην αγάπην να μεταλαμβάνουν, ώστε οπού ελόγιαζαν μεγαλωτάτην ζημίαν, το να υστερηθούν της Κοινωνίας. Δια τούτο και οι τότε Πατέρες δεν ευρήκαν άλλο τι, δια να τους εμποδίσουν από την αμαρτίαν, παρά την αποχήν της Κοινωνίας». Εξομολογητάριον, σ. 116.
- Εξομολογητάριον, σ. 117.
- Παλλαδίου επισκόπου Ελενουπόλεως, Αποφθέγματα Πατέρων, Περί του Αββά Ποιμένος 12, PG 65, 325AB.
- Ρωμ. 12,2.
- Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 1995, σ. 505.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου