1. (924.) Πλεῖστοι ὅσοι τῶν σοφῶν διδασκάλων πεφύκασι μετὰ τὸν προγεγραμμένον τύραννον τὸν παρόντα μυριοκέφαλον δαίμονα φιλαργυρίας ἐντάττειν. Ἵνα μὴ οὖν τὴν τάξιν τῶν σοφῶν οἱ ἄσοφοι ἡμεῖς ἐναλλάξαιμεν, τούτῳ ὅρῳ καὶ κανόνι ἐξηκολουθήσαμεν. Διὸ περὶ τῆς νόσου, εἰ δοκεῖ, μικρὰ, εἶθ᾿ οὕτως περὶ τῆς ὑγείας βραχέα διαλάβωμεν.
2. Φιλαργυρία ἐστὶν εἰδώλων προσκύνησις, ἀπιστίας θυγάτηρ, ἀσθενειῶν προφασίστρια, γήρως μάντις, λιμῶν προμηνυτὶς ἀβροχίας ὑποβολεύς.
3. Φιλάργυρός ἐστιν Εὐαγελίων μυκτηριστής, καὶ ἑκούσιος παραβάτης. Ὁ κτησάμενος ἀγάπην, διεσκόρπισε χρήματα· ὁ δὲ τοῖς δύο λέγων συζῆν, ἑαυτὸν ἠπάτησεν.
4. Ὁ πενθῶν ἑαυτὸν καὶ τὸ σῶμα ἠρνήσατο· καὶ καιροῦ καλοῦντος, οὐδὲ τούτου ἐφείσατο.
5. Μὴ λέγε συνάγειν τῶν πτωχῶν ἕνεκα· δύο γὰρ λεπτὰ τὴν βασιλείαν ἠγόρασαν.
6. Φιλόξενος καὶ φιλάργυρος ἑαυτοῖς ὑπήντησαν· ὁ δὲ δεύτερος τὸν πρότερον ἀδιάκριτον ὠνόμασεν·
7. ὁ νικήσας τὸ πάθος, μερίμνας περιέκοψεν· ὁ δὲ δεδεμένος οὐδέποτε καθαρῶς προσεύξεται.
8. Ἀρχὴ φιλαργυρίας ὑπόθεσις ἐλεημοσύνης, τέλος δὲ (925.) ταύτης μῖσος πρὸς πένητας. Ἕως οὗ συνάξῃ, ἐλεήμων γίνεται· τῶν χρημάτων δὲ παρόντων, τὰς χεῖρας ἀπέσφιγξεν.
9. Εἶδον πένητας τοῖς χρήμασιν ἐν τῇ τῶν πτωχῶν τῷ πνεύματι πολιτείᾳ πλουτήσαντας· καί γε τῆς προτέρας αὐτῶν πενίας ἐπελάθοντο·
10. Φιλοχρήμων μοναχὸς ἀκηδίας ἀλλότριος, τοῦ ἀποστολικοῦ λόγου καθ᾿ ὥραν μνημονεύων· Ὁ ἀργὸς μηδὲ ἐσθιέτω. Καί· Αἱ χεῖρές μου διηκόνησαν ἐμοὶ, καὶ τοῖς σὺν ἐμοί.
Ἑκκαιδεκάτη πάλη· ἣν ὁ νικήσας ἢ ἀγάπην κέκτηται, ἢ μέριμναν περιέκοψεν.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
* * *
Περὶ ἀκτημοσύνης [τῆς οὐρανοδρόμου]
11. (928.) Ἀκτημοσύνη ἐστὶ φροντίδων ἀπόθεσις, ἀμεριμνία βίου, ὁδοιπόρος ἀνεμπόδιστος, πίστις ἐντολῶν, λύπης ἀλλότριος·
12. ἀκτήμων μοναχὸς δεσπότης κόσμου, τῷ Θεῷ τὴν φροντίδα πιστεύων, καὶ διὰ πίστεως πάντας δούλους κεκτημένος· οὐκ ἐρεῖ ἀνθρώπῳ περὶ χρείας αὐτοῦ· τὰ δὲ ἐρχόμενα ὡς ἐκ χειρὸς Κυρίου δέξεται.
13. Ἀκτήμων ἐργάτης, ἀπροσπαθείας υἱὸς, τὰ προσόντα αὐτῷ ὡς μὴ ὄντα λογιζόμενος, ἀναχωρήσεως καταλαβούσης ἡγήσατο πάντα σκύβαλα Εἰ δὲ λυπεῖται ἔν τινι, οὔπω ἀκτήμων γέγονεν.
14. Ἀκτήμων ἀνὴρ ἐν προσευχῇ καθαρὸς, ὁ δὲ φιλοκτήμων εἰκόνας ὕλης προσεύχεται·
15. οἱ ἐν ὑποταγῇ διατρίβοντες, φιλαργυρίας ἀλλότριοι· ὅπου γὰρ καὶ τὸ σῶμα ἐξέδωκαν, τί λοιπὸν κέκτηται ἴδιον; Ἓν οἱ τοιοῦτοι ἀδικεῖσθαι πεφύκασιν, εἰς μετάβασιν εὐχερεῖς καὶ ἕτοιμοι ὑπάρχοντες. Εἶδον ὕλην ὑπομονὴν μοναχοῖς ἐν τόπῳ γεννήσασαν. Ἐκείνων δὲ ἐγὼ τοὺς διὰ Κύριον πελαζομένοις πλέον ἐμακάρισα.
17. Ὁ γευσάμενος τῶν ἄνω, εὐχερῶς καταφρονεῖ τῶν κάτω· ὁ δὲ ἐκείνων ἄγευστος, ἐπὶ κτήμασιν ἀγάλλεται.
18. Ἄλογος ἀκτήμων δύο ἀδικεῖται· τῶν παρόντων ἀπεχόμενος, καὶ τῶν μελλόντων στερούμενος. Μὴ οὖν φανῶμεν, ὦ μοναχοὶ, τῶν πετεινῶν ἀπιστότεροι.
19. Οὐ γὰρ μεριμνῶσιν, οὐδὲ συνάγουσιν· μέγας γὰρ ὁ ἀποκτώμενος εὐσεβῶς χρήματα· ἅγιος δὲ ὁ ἀποκτώμενος τὸ ἑαυτοῦ θέλημα.
20. Ὁ μὲν ἑκατονταπλασίονα ἢ (929.) διὰ χρημάτων, ἢ διὰ χαρισμάτων λήψεται· ὁ δὲ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει·
21. οὐκ ἐκλείψει κύματα θάλασσαν, οὐδὲ φιλάργυρον ὀργὴ καὶ λύπη.
22. Ὁ καταφρονήσας ὕλης, ἐλυτρώθη δικαιολογίας καὶ ἀντιλογίας· ὁ δὲ φιλοκτήμων ὑπὲρ ῥαφίδος ἕως θανάτου πυκτεύει·
23. πίστις ἀκλινὴς περικόψει φροντίδας· θανάτου δὲ μνήμη ἀπαρνεῖται καὶ σῶμα.
24. Οὐκ ἦν ἐν τῷ Ἰὼβ φιλαργυρίας ἴχνος· διὸ καὶ στερηθεὶς, ἀθόρυβος ἔμεινε.
25. Ῥίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστι καὶ λέγεται ἡ φιλαργυρία· μῖσος γὰρ, καὶ κλοπὰς, καὶ φθόνους, καὶ χωρισμοὺς, καὶ ἔχθρας, καὶ ζάλας, καὶ μνησικακίας, καὶ ἀσπλαγχνίας, καὶ φόνους αὕτη ἐποίησε.
26. Διὰ μικροῦ πυρός τινες πολλὴν ὕλην κατέκαυσαν, καὶ διὰ μικρᾶς ἀρετῆς ὅλα τὰ παρόντα, καὶ τὰ εἰρημένα ἔφυγον πάθη· αὕτη καλεῖται ἀπροσπάθεια. Ταύτην δὲ ἔτεκε πεῖρα καὶ γεῦσις γνώσεως Θεοῦ, καὶ φροντὶς ἀπολογίας ἐξόδου.
27. Οὐκ ἠγνόηται μὲν τῷ μετὰ προσοχῆς ἀνεγνωκότι πάσης τῆς μητροκάκου ὁ λόγος. Φησὶ γὰρ ἐν τῇ πονηρᾷ αὐτῆς καὶ ἐπαράτῳ τεκνογονίᾳ, δεύτερον αὐτῆς εἶναι ἀπόγονον, τὸν ἀναισθησίας λίθον· κεκώλυκε δέ με τὴν οἰκείαν αὐτῷ τάξιν ἀπονεῖμαι ὁ πολυκέφαλος τῆς εἰδωλολατρίας ὄφις. Τρίτην πῶς οὐκ οἶδα λαχὼν παρὰ τοῖς διακριτικοῖς τῶν πατέρων ἐν τῇ τῶν ὀκτὼ ἀλύσει· ὃν συμμέτρως ἀποπεράναντες λέγειν λοιπὸν περὶ ἀναισθησίας βουλόμεθα, ὡς τρίτης ὑπαρχούσης τῆςἐν γενέσει δευτέρας, μεθ᾿ ἣν λοιπὸν καὶ περὶ ὕπνου καὶ ἀγρυπνίας· οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ περὶ τῆς νηπιώδους καὶ ἀνάνδρου δειλίας, βραχέα διαλάβωμεν· εἰσαγωγικῶν γὰρ τὰ τοιαῦτα νοσήματα.
Ἑπτακαιδέκατον ἆθλον ὁ κτησάμενος, πρὸς οὐρανὸν ἀΰλως ὁδοιπορεῖ.
ΠΟΛΛΟΙ ΑΠΟ τοὺς σοφοὺς διδασκάλους μετὰ ἀπὸ τὸν προηγούμενο τύραννο συνηθίζουν νὰ τοποθετοῦν τὸν παρόντα μυριοκέφαλο δαίμονα τῆς φιλαργυρίας. Καὶ γιὰ νὰ μὴ μεταβάλωμε τὴν σειρὰ τῶν σοφῶν ἐμεῖς οἱ ἄσοφοι, ἀκολουθήσαμε τὸν ἴδιο κανόνα καὶ τὴν ἴδια ἀπόφασι. Ἔτσι ἀφοῦ ὁμιλήσωμε ὀλίγο μὲ τὴν ἀρρώστεια, θὰ ὁμιλήσωμε ἔπειτα ἐν συντομίᾳ καὶ γιὰ τὴν κατάστασι τῆς ὑγείας.
2. Ἡ φιλαργυρία εἶναι προσκύνησις τῶν εἰδώλων, θυγατέρα τῆς ἀπιστίας, προφασίστρια νόσων, μάντις γηρατειῶν, ὑποβολεὺς ἀνομβρίας, προμηνυτὴς λιμῶν.
3. Φιλάργυρος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ καταφρονεῖ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολὲς καὶ τὶς παραβαίνει ἐνσυνείδητα. Ὅποιος ἀπέκτησε ἀγάπη διεσκόρπισε χρήματα. Ὅποιος ὅμως ἰσχυρίζεται πὼς συμβιβάζει στὴν ζωή του καὶ τὰ δυό, αὐτοαπατήθηκε.
4. Ὅποιος πενθεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, ἀπαρνήθηκε καὶ τὸ σῶμα του. Διότι ὅταν τὸ ἐκάλεσε ἡ περίστασις, οὔτε αὐτὸ τὸ λυπήθηκε.
5. Μὴ ἰσχυρίζεσαι ὅτι μαζεύεις χρήματα γιὰ τοὺς πτωχούς. Διότι δυὸ μόνο λεπτὰ ἀγόρασαν τὴν οὐράνιο βασιλεία (πρβλ. Λουκ. κα´ 2).
6. Ὁ φιλόξενος καὶ ὁ φιλάργυρος συναντήθηκαν. Καὶ ὁ δεύτερος ἀποκαλοῦσε τὸν πρῶτο ἀδιάκριτο καὶ ἀσύνετο.
7. Ὅποιος ἐνίκησε τὸ πάθος αὐτό, ἔπαυσε νὰ ἔχη μέριμνες. Ὅποιος εἶναι δεμένος μαζί του, ποτὲ δὲν θὰ κάνη καθαρὰ προσευχή.
8. Ἀρχὴ τῆς φιλαργυρίας, ἡ πρόφασις τῆς ἐλεημοσύνης. Τέλος δὲ αὐτῆς, τὸ μίσος πρὸς τοὺς πτωχούς. Ἕως ὅτου κάποιος συγκεντρώση τὰ χρήματα, κάνει ἐλεημοσύνες. Ὅταν ὅμως τὰ συγκεντρώση, σφίγγουν τὰ χέρια του.
9. Εἶδα ἀνθρώπους πτωχοὺς ὡς πρὸς τὰ χρήματα, οἱ ὁποῖοι ἐπλούτησαν στὴν ζωὴ τῶν «πτωχῶν τῷ πνεύματι»· δηλαδὴ ἐπλούτησαν στὴν μοναχικὴ ζωή. Καὶ ἔπαυσαν πλέον νὰ ἐνθυμοῦνται τὴν προηγουμένη πτωχεία τους.
10. Ὁ φιλοχρήματος μοναχὸς εἶναι ξένος πρὸς τὴν ἀκηδία(!), ἐνθυμούμενος κάθε ὥρα τὸν ἀποστολικὸ λόγο «Ὁ ἀργὸς μηδὲ ἐσθιέτω» (Β´ Θέσ. γ´ 10), καθὼς καὶ τό: «Αἱ χεῖρες αὗται διηκόνησαν ἐμοὶ καὶ τοῖς σὺν ἐμοί»! (Πράξ. κ´ 34).
* * *
11. Ἡ ἀκτημοσύνη εἶναι ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς φροντίδες, ἀμεριμνία βίου, ὁδοιπορία ἀνεμπόδιστη, ἀποξένωσις ἀπὸ τὴν λύπη, πίστις στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
12. Ὁ ἀκτήμων μοναχὸς εἶναι κύριος ὅλου τοῦ κόσμου. Ἔχει ἀναθέσει στὸν Θεὸν τὴν φροντίδα του, καὶ μὲ τὴν πίστι του αὐτὴ τοὺς ἔχει ὅλους δούλους του. Δὲν θὰ ὁμιλήση σὲ ἄνθρωπο γιὰ ἀνάγκες του. Ὅλα δὲ ὅσα τοῦ προσφέρονται, τὰ δέχεται σὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Κυρίου. Ὁ ἀκτήμων ἐργάτης τῆς ἀρετῆς εἶναι υἱὸς τῆς ἀπροσπαθείας, καὶ αὐτὰ ποὺ ἔχει θεωρεῖ σὰν νὰ μὴ τὰ ἔχη. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τῆς ἀναχωρήσεως γιὰ τὴν ἄσκησι, τὰ ἐθεώρησε ὅλα σὰν σκύβαλα. Ἐὰν ὅμως λυπῆται γιὰ κάποιο πράγμα, σημαίνει ὅτι δὲν ἔγινε ἀκόμα ἀκτήμων. Ὁ ἀκτήμων ἄνθρωπος ἔχει καθαρὰ προσευχή, ἐνῷ ὁ φιλοκτήμων προσεύχεται ἔχοντας τὸν νοῦ του σὲ ὑλικὰ πράγματα.
13. Ὅσοι ζοῦν ὡς ὑποτακτικοί, εἶναι ξένοι πρὸς τὴν φιλαργυρία. Διότι ἐκεῖνοι ποὺ καὶ τὸ σῶμα ἀκόμη παρέδωσαν, τί κρατοῦν λοιπὸν ὡς ἰδικό τους; Αὐτοὶ σὲ ἕνα μόνο σημεῖο συνήθως ὑστεροῦν: Παρουσιάζονται εὔκολοι καὶ ἕτοιμοι σὲ τοπικὲς μετακινήσεις.
14. Εἶδα ὑλικὴ περιουσία ποὺ ἔκανε μερικοὺς μοναχοὺς νὰ παραμένουν ὑπομονητικὰ στὸν τόπο τους. Ἐγὼ δὲ περισσότερο ἀπ᾿ αὐτοὺς ἐμακάρισα ἐκείνους ποὺ περιπλανῶνται γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου.
15. Ὅποιος ἐγεύθηκε τὰ οὐράνια, εὔκολα καταφρονεῖ τὰ ἐπίγεια. Ὁ ἄγευστος ὅμως ἐκείνων ἀγάλλεται μὲ τὰ γήϊνα ὑπάρχοντά του.
16. Ὅποιος ἀσκεῖ τὴν ἀκτημοσύνη χωρὶς λόγο καὶ πνευματικὴ βάσι, ὑφίσταται δυὸ ἀδικίες: καὶ ἀπὸ τὰ παρόντα ἀπέχει καὶ τὰ μέλλοντα στερεῖται.
Ἂς μὴ φανοῦμε λοιπόν, ὦ μοναχοί, πιὸ ἄπιστοι ἀπὸ τὰ πτηνά, ποὺ οὔτε μεριμνοῦν οὔτε συγκεντρώνουν τροφὲς (πρβλ. Ματθ. ς´ 26).
17. Μέγας εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπαρνεῖται κατὰ τρόπον θεάρεστο τὰ χρήματα. Ἅγιος ὅμως εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπαρνεῖται τὸ ἰδικό του θέλημα. Ὁ μὲν πρῶτος θὰ λάβη ἑκατονταπλάσια εἴτε μὲ χρήματα εἴτε μὲ χαρίσματα. Ὁ δὲ δεύτερος θὰ κληρονομήση ζωὴν αἰώνιον.
18. Δὲν θὰ λείψουν τὰ κύματα ἀπὸ τὴν θάλασσα. Οὔτε ἀπὸ τὸν φιλάργυρο ἡ ὀργὴ καὶ ἡ λύπη.
19. Ὅποιος καταφρονεῖ τὰ ὑλικά, ἀπηλλάγη ἀπὸ τὶς δικαιολογίες καὶ τὶς ἀντιλογίες, ἐνῷ ὁ φιλοκτήμων καὶ γιὰ μία βελόνα ἀκόμη ἀγωνίζεται μέχρι θανάτου.
20. Ἡ ἀκλόνητη πίστις θὰ περιορίση τὶς μέριμνες, ἐνῷ μὲ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου κατορθώνεται ἀκόμη καὶ ἡ ἀπάρνησις τοῦ σώματος.
21. Στὸν Ἰὼβ δὲν ὑπῆρχε ἴχνος φιλαργυρίας· γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν τὰ στερήθηκε ὅλα, ἔμεινε ἀτάραχος.
22. «Ρίζα πάντων τῶν κακῶν, καὶ εἶναι καὶ λέγεται ἡ φιλαργυρία» (Α´ Τιμ. ς´ 10). Διότι αὐτὴ εἶναι ποὺ δημιούργησε μίση καὶ κλοπὲς καὶ φθόνους καὶ χωρισμοὺς καὶ ἔχθρες καὶ ζάλες καὶ μνησικακίες καὶ ἀσπλαγχνίες καὶ φόνους.
23. Μὲ ὀλίγη φωτιὰ μερικοὶ ἔκαψαν μεγάλο δάσος. Ἀντιθέτως μὲ μία ἀρετὴ ἄλλοι ἐσώθηκαν ἀπὸ ὅλα τὰ τωρινὰ καὶ προηγούμενα πάθη. Αὐτὴ ὀνομάζεται ἀπροσπάθεια. Τὴν ἐγέννησε δὲ ἡ πείρα καὶ ἡ γεῦσις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ φροντίδα γιὰ τὴν μεταθανάτιο ἀπολογία.
24. Δὲν ξεχάσθηκε ἀπὸ τὸν πολὺ προσεκτικὸ ἀναγνώστη ὁ λόγος τῆς μητροκάκου, δηλαδὴ τῆς μητέρας ὅλων τῶν κακῶν γαστριμαργίας.
Ἀναφέρει ἡ ἴδια σὰν δεύτερο ἀπόγονό της στὴν κακὴ καὶ ἐπάρατη τεκνογονία της τὸν λίθο τῆς ἀναισθησίας, δηλαδὴ τὴν σκληρότητα τῆς καρδίας. Ἀλλὰ μὲ ἐμπόδισε νὰ τὴν τοποθετήσω (τὴν ἀναισθησία) στὴν θέσι της ὁ πολυκέφαλος ὄφις τῆς εἰδωλολατρείας, (ἡ φιλαργυρία), ἡ ὁποία, χωρὶς νὰ ξέρω πῶς, ἀριθμεῖται τρίτη στὴν ἁλυσίδα τῶν ὀκτὼ παθῶν ἀπὸ τοὺς διακριτικοὺς Πατέρας.
Ἀφοῦ λοιπὸν χωρὶς πολλὰ λόγια ἐτελειώσαμε τὸν λόγο περὶ φιλαργυρίας, ἐπιθυμοῦμε νὰ ὁμιλήσωμε τώρα περὶ ἀναισθησίας, ἐξετάζοντας τὴν τρίτη στὴν σειρά, ἂν καὶ στὴν τάξι τῆς γεννήσεώς της εἶναι δεύτερη. Ἔπειτα ἀπ᾿ αὐτὴν θὰ εἰποῦμε ὀλίγα λόγια περὶ ὕπνου καὶ ἀγρυπνίας, καθὼς ἐπίσης καὶ περὶ τῆς νηπιώδους καὶ ἀνάνδρου δειλίας. Διότι αὐτὰ τὰ νοσήματα εἶναι τῶν ἀρχαρίων.
Ἕνα βραβεῖο ἀκόμη! Ὅποιος τὸ κατέκτησε προχωρεῖ σὰν ἄϋλος πρὸς τὸν οὐρανό.
Δεκάτη ἕκτη πάλη! Ὅποιος ἐνίκησε σ᾿ αὐτήν, ἢ ἔχει ἀποκτήσει ἀγάπη ἢ ἔπαυσε νὰ ἔχη μέριμνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου