Κυριακή 7 Απριλίου 2019

Υπομονή-Το θεμέλιο των αρετών.(Αγ.Ιωάννης Κλίμακας).


  • 1420969535ysejwΥπομονή είναι ο άθραυστος καρπός της ψυχής, ο οποίος δεν σαλεύεται καθόλου από κανένα φυσικό ή αφύσικο χτύπημα και θόρυβο
  • Υπομονή είναι η σταθερή απόφαση για την αντιμετώπιση των καθημερινά αναμενόμενων θλίψεων.
  • Υπομονητικός είναι ο αγωνιστής εκείνος που δεν πέφτει και κερδίζει την νίκη.
  • Υπομονή είναι η αποκοπή των προφάσεων και η διαρκής προσοχή για τον εαυτό μας.
Δεν έχει ανάγκη τόσο πολύ ο αγωνιστής την τροφή, όσο την υπομονή.Γιατί αν του λείψει η τροφή θα λάβει στεφάνι, ενώ αν του λείψει η υπομονή θα οδηγηθεί στην καταστροφή.
*Λόγοι Αγίου Ιωάννη της Κλίμακας περί υπομονής.

Δόγμα και πνευματικότητα στον Άγιο Ιωάννη της κλίμακος



Στην παρούσα μελέτη ερευνούμε την σχέση δόγματος και πνευματικότητας στον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος. Στο εισαγωγικό μέρος καταθέτουμε κάποια απαραίτητα βιογραφικά στοιχεία για τον Σιναΐτη πατέρα, ενώ παράλληλα προσεγγίζουμε φιλολογικά το κείμενο της Κλίμακας με το οποίο έμεινε γνωστός ο Ιωάννης στην ιστορία. Η άρτια γνώση της πατέρων της εκκλησίας από μέρους του Σιναΐτη και η λογοτεχνική καλλιέπεια του κειμένου της Κλίμακας αποδεικνύουν τόσο το εύρος των γνώσεων του Ιωάννη σε σχέση με την προγενέστερη ασκητική παράδοση όσο και την συγγραφική του δεινότητα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι έμεινε γνωστός στην ιστορία περισσότερο για το σύγγραμμα της Κλίμακας με το οποίο και ταυτίστηκε, ενώ η επιρροή του ίδιου του κειμένου είναι αδιαμφισβήτητη ακόμη και σήμερα. Η σχέση δόγματος και πνευματικότητας εξετάζεται σε τέσσερα πεδία έρευνας στα οποία διαφαίνεται η άριστη σύζευξη των δύο. Στο πρώτο κεφάλαιο, αυτό της θεολογίας, τοποθετούμε τον Ιωάννη στο ιστορικοδογματικό πλαίσιο της εποχής στην οποία ανήκει και επηρεάζεται. Η σχέση του με τον Ευάγριο Ποντικό μπορεί να είναι δεδομένη, ωστόσο ο Σιναΐτης πατέρας προκρίνει το οργανικό δέσιμο της θεωρίας με την πράξη, σε αντίθεση με τον πρώτο που καταφάσκει σε μια απόλυτη θεωρητική θεολογία. Επίσης η αδιαίρετη σχέση μεταξύ καταφατικής και αποφατικής θεολογίας αποτελεί τον ενδεδειγμένο τρόπο γνώσης του Θεού για τον Ιωάννη. Το δεύτερο κεφάλαιο της χριστολογίας αποτελεί και το ερμηνευτικό κλειδί για μια ολιστική κατανόηση του έργου του Σιναΐτη. Το χριστολογικό δόγμα της Χαλκηδόνας διαπερνά ολόκληρη την Κλίμακα, ενώ τα ιδιώματα των δύο φύσεων του Χριστού γίνονται το έδαφος πάνω στο οποίο ο Ιωάννης θα αναπτύξει την ησυχαστική του γνωσιολογία. Αδιαμφισβήτητη είναι και η συμβολή του στην αδιάλειπτη προσευχή με σαφείς αναφορές του ιδίου στο κείμενο της Κλίμακας. Στο τρίτο κεφάλαιο ερευνούμε την εκκλησιολογική προσέγγιση του μοναχισμού. Παρατηρούμε ότι ο οξυδερκής πατέρας είχε λιπαρή γνώση των κανόνων της εκκλησίας και θα εφαρμόσει άλλοτε την ακρίβεια και άλλοτε την οικονομία όπου κρίνεται απαραίτητο. Η θεραπευτική προσέγγιση της αμαρτίας είναι αυτή που χαρακτηρίζει το δεύτερο έργο του Ιωάννη, που επιγράφεται Λόγος προς τον Ποιμένα στον οποίο δίδονται οι κατευθυντήριες γραμμές για τον θεραπευτικό ρόλο του πνευματικού πατέρα. Παράλληλα η ανάληψη της ευθύνης για μετάνοια από μέρους του ασκητή είναι ο δέυτερος πόλος της σχέσης ανάμεσα στον ποιμένα και τον υποτακτικό˙ το περιβόητο πέμπτο κεφάλαιο της Κλίμακας είναι μια εικονογράφηση της μετάνοιας σε πρακτικό επίπεδο. Η ανθρωπολογία αποτελεί την θεματική του τέταρτου και τελευταίου κεφαλαίου της εργασίας μας, στο οποίο δίδονται οι ενδιαφέρουσες απόψεις του Ιωάννη για το μυστήριο του ανθρώπου. Παρατηρούμε λοιπόν ότι ο σοφός ασκητής ονομάζει υποκρισία την διάσταση ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή, ενώ προκρίνει την αντίθεση ανάμεσα στην παρά φύσιν και κατά φύσιν κατάσταση του ανθρώπου. Η ασκητική θεώρηση της πνευματικότητας για τον Ιωάννη εδράζεται στο γεγονός της διαδρομής που έχει να διανύσει ο ασκητής για να φτάσει από το παρά στο κατά φύσιν. Τέλος αυτής της πορείας είναι η θέωση του ανθρώπου από τούτη ακόμη την ζωή μέσα από την αρετή της υπακοής στο θέλημα του πνευματικού και την άσκηση του γνωμικού θελήματος με βάση το χριστολογικό πρότυπο.

Ιστορία του Μοναχισμού Ο άγιος Ιωάννης τής "Κλίμακος" και η ιστορική της επίδραση του Γεωργίου Φλωρόφσκυ Επίτιμου καθηγητού της Ιστορίας της Ανατολικής Εκκλησίας του Πανεπιστημίου του Harvard





Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: "Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες". (Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 397 - 399).

(Τίτλος πρωτοτύπου: The Byzantine Ascetic and Spiritual Fathers. © BUCHERVERTRIEBSANSTALT. © 1992 Για την ελληνική γλώσσα Πουρναράς Παναγιώτης Καστριτσίου 12 Θεσσαλονίκη ISBN: 960-242-031-6).



Η σπανιότητα τών γεγονότων τής ζωής του

Η βιογραφία του Αγ. Ιωάννου «της Κλίμακος» πρέπει να αποκληθεί μάλλον εγκώμιον. Αυτή είναι μια περιγραφή του ως ενός που προσεύχεται και «θεωρεί»: «Γιατί ο Ιωάννης προσήγγισε το μυστικό όρος όπου οι αμύητοι δεν εισέρχονται, και, αφού ανέβηκε τις πνευματικές βαθμίδες, έλαβε ο νόμο που έγραψε ο Θεός και ένα όραμα». Ήταν κάποιος νεοεμφανισθείς Μωυσής.

Λίγα γεγονότα δίδονται μέσα στη βιογραφία. Ονομαζόταν επίσης και «Σχολαστικός», αλλά δεν πρέπει να ταυτιστεί με τον Ιωάννη τον Σχολαστικό, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (πέθανε το 577). Παραμένει ακόμα αβέβαιο πότε έζησε ο Άγ. Ιωάννης και από πού ήταν. Από περιστασιακά δεδομένα είναι δυνατό να διακινδυνεύσει κανείς την εικασία ότι πέθανε στα μέσα του ενάτου αιώνα. Η ζωή του συνήθως τίθεται ανάμεσα στα έτη 570 και 649. Ήλθε στο Σινά πολύ νέος και πέρασε όλη τη ζωή του εκεί. Εντούτοις, φαίνεται ότι έζησε λίγο καιρό στην Αίγυπτο, στην Κρήτη, και στην Ταβεννησία. Για πολλά χρόνια αγωνίστηκε ως υποτακτικός σε κάποιο γέροντα. Μετά το θάνατο τού τελευταίου, ο Άγ. Ιωάννης αποσύρθηκε σε απομόνωση και έζησε ως ερημίτης σε μια σπηλιά, η οποία δεν ήταν πολύ μακριά αλλά ήταν απομονωμένη.

Ο Άγ. Ιωάννης ήταν ήδη πάρα πολύ γέρος όταν εκλέχθηκε ηγούμενος στο Όρος Σινά. Δεν ήταν ηγούμενος πολύν καιρό, και ξανάφυγε στην απομόνωση. Εκεί στην απομόνωση συνέθεσε το περίφημο και εξαιρετικά δυνατό έργο του που είχε τον τίτλο «Ουράνιος Κλίμαξ» «Κλίμαξ του Παραδείσου» «ένα βιβλίο που ονομάστηκε Πνευματικές Πλάκες», «για την οικοδομή των νέων Ισραηλιτών, του λαού που μόλις είχε εξέλθει από την πνευματική Αίγυπτο και από τη θάλασσα της ζωής».

Αυτό το έργο είναι μια συστηματική περιγραφή της κανονικής μοναστικής οδού, κατά τα στάδια της πνευματικής τελειώσεως. Το βασικό πράγμα εδώ είναι ακριβώς το σύστημα, η ιδέα μιας κανονικής σειράς στη «δοκιμασία», η ιδέα των σταδίων. Η Ουράνιος Κλίμαξ είναι γραμμένη σε απλή, σχεδόν δημώδη γλώσσα ο συγγραφέας αγαπά τις παρομοιώσεις, τις παροιμίες, και τα «ρητά» της καθημερινής ζωής. Γράφει από την προσωπική του εμπειρία.

Εκτός από την προσωπική του εμπειρία, όμως, στηρίζεται πάντα στην παράδοση, στις διδασκαλίες των «από τον Θεό φωτισμένων πατέρων». Άμεσα και έμμεσα αναφέρεται στους Καππαδόκες, στον Νείλο, στον Ευάγριο, και στα αποφθέγματα των Πατέρων. Από τους Δυτικούς, αναφέρεται στον Άγ. Ιωάννη τον Κασσιανό και τον Γρηγόριο τον Μέγα. Η Ουράνιος Κλίμαξ τελειώνει μ' έναν ιδιαίτερο «λόγο προς τον ποιμένα», στον οποίο ο Άγ. Ιωάννης μιλά για τα καθήκοντα του ηγουμένου.



Η «Ουράνιος Κλίμαξ» και η ιστορική της επίδραση

Ὁ πνευματικός ἀγώνας κατά τήν Κλίμακα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναϊτου.



Σπυρίδωνος Δημ. Κοντογιάννη

Στίς ὑψηλότερες βαθμίδες τῆς Κλίμακος τοποθετεῖται ἡ προσευχή, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὡς «δικαστήριον καὶ κριτήριον καὶ βῆμα Κυρίου, πρὸ τοῦ μέλλοντος βήματος», (1) γιατί εἶναι ὁ καθρέπτης τῆς πνευματικῆς καταστάσεως. (2) Ἡ προσευχή εἶναι ὅπλο κατά τῶν παθῶν καί μάστιγα κατά τῶν δαιμόνων, πού τούς καίει σάν φωτιά καί τούς ἀπομακρύνει, διότι δέν θέλουν νά βλέπουν τούς ἀγωνιστές νά στεφανώνονται πολεμώντας ἐναντίον τους μέ τήν προσευχή. (3) Εἶναι συνομιλία μέ τόν Θεό, γι᾿ αὐτό καί ἀπαιτεῖται ἡ κατάλληλη προετοιμασία. (4) Τό «λῆμμα τῆς ἀμνησικακίας» εἶναι τό ἔδυμα πού ἁρμόζει στήν παράσταση ἐνώπιον τοῦ Βασιλέως Θεοῦ. (5) Ἡ ταπεινή, ἀπαρρησίαστη προσευχή (6) εἶναι ἀναγκαία ἀκόμη καί γιά τούς κεκαθαρμένους, πού ἀνέβηκαν ὅλη τήν κλίμακα τῶν ἀρετῶν. (7) Ἡ εὐχαριστία νά εἶναι τό πρῶτο στόν κατάλογο τῆς δεήσεώς μας, δεύτερο ἡ συντριβή καί ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί τελευταῖα τά αἰτήματά μας. (8) Ἡ πολυλογία δέν εἶναι πλεονέκτημα στήν προσευχή, οἱ δέ αἰσθητές εἰκόνες καί ἡ φαντασία ἐνέχουν τόν κίνδυνο τῆς πλάνης καί τῆς παραφροσύνης.(9) Λίγα, ἁπλᾶ καί ἀνεπιτήδευτα λόγια, ἱκετευτική στάση τοῦ σώματος, (10)καθαρότητα λογισμῶν, (11) συγκέντρωση τοῦ νοῦ, (12) πολλή συναίσθηση, (13) δάκρυα, ἀνδρεία, (14) εὐσπλαγχνία, (15) μακροθυμία καί πένθος (16) συνιστοῦν τήν εὐάρεστη καί καρποφόρα προσευχή. Στούς ὑποτακτικούς χαρίζεται ἡ προσευχή ὡς ἀνταμοιβή τῆς ταπεινῆς ὑπακοῆς. (17)
Στόν πνευματικό πόλεμο συμβαίνουν συχνά καί ἦττες. Τό ἄπτωτο εἶναι ἴδιο τῶν ἀγγέλων. Οἱ ἄνθρωποι πέφτουν, ἀλλά ἔχουν τήν δυνατότητα νά σηκώνονται, ἐνῶ οἱ δαίμονες, ἀφοῦ ἔπεσαν μιά φορά, δέν ὑπάρχει πλέον ἐλπίδα νά σηκωθοῦν. (18) Οἱ πτώσεις συμβαίνουν εἴτε ἀπό ἀμέλεια, εἴτε ἀπό σκόπιμη παιδαγωγική ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ, εἴτε ἀπό ἀποστροφή τοῦ Θεοῦ. Στή δεύτερη περίπτωση ἡ ἐπανόρθωση εἶναι σύντομη, διότι ὁ Θεός δέν μᾶς ἀφήνει ἐπί πολύ σ᾿ αὐτές. (19)
Γιά τήν ἀποφυγή τών πτώσεων συνιστᾶται ἡ προσοχή στά αἴτια καί ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τούς τόπους, ὅπου ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος πτώσεως. «Ἀπόφευγε ὡς ἀπὸ μάστιγος», συμβουλεύει ὁ Ἅγιος «τοὺς τῶν πτωμάτων τόπους· καρποῦ γὰρ μὴ παρόντος, οὐ συχνῶς ὀρεγόμεθα». (20) Διακρίνει δέ διαφορετικές αἰτίες πτώσεων σέ κάθε πνευματικό ἐπίπεδο. Στούς ἀρχαρίους συνήθως συμβαίνουν ἀπό τήν ἀπόλαυση τῶν φαγητῶν. Στούς μεσαίους ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, πρᾶγμα πού παρατηρεῖται καί στούς ἀρχαρίους, καί σέ ὅσους δέν ἀπέχουν πολύ ἀπό τήν τελειότητα ἀπό τήν κατάκριση. (21)
Ἡ ἐπανόρθωση τῶν πτώσεων γίνεται μέ τήν ἄμεση ἐξαγόρευση καί ἐξομολόγηση, διότι τό πρόσφατο καί ζεστό τραῦμα θεραπεύεται χωρίς μεγάλο κόπο. Μέ τήν ἀπόκρυψη τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν καί τῶν πτώσεων τά τραύματα χρονίζουν καί χρειάζεται χειρουργική ἐπέμβαση γιά τή θεραπεία τους. (22)

Γιά τή φαντασία καί τίς ἐντυπώσεις στό νοῦ




  Νά κρατᾶς πάντοτε τό νοῦ σου

χωρίς χρῶμα, χωρίς μορφή,

χωρίς εἰκόνες, χωρίς σχήματα,

χωρίς ποιοτικές ἤ ποσοτικές ἔννοιες,

καί μόνο τά λόγια τῆς προσευχῆς νά προσέχεις καί νά μελετᾶς

 καί νά σκέφτεσαι μέσα στήν καρδιακή κίνηση,



 σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος πού λέει:

 «Ἀρχή τῆς προσευχῆς εἶναι

νά ἀποκρούει ὁ νοῦς ἐκ προοιμίου

μέ τή μονολόγιστη προσευχή

τήν προσβολή τῶν λογισμῶν».

Τί σημαίνει μετα-νοῶ; Ἀλλάζω νοῦν…. Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος

 

     Από ομιλία του Αρχιμ. Σάββα Αγιορείτου 
στον Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Νικαίας, βασισμένη στον:
Λόγο πέμπτο
«Περί μετανοίας»
Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος
 
 “Πάθος εἶναι μία ἁμαρτία πού τήν κάνουμε συνέχεια, ὁπότε γίνεται κακή συνήθεια, κακή ἕξις.  Ἕνας πού θυμώνει συνέχεια ἀποκτάει τό πάθος τοῦ θυμοῦ. Γίνεται θυμώδης. Ἕνας πού ὑποκύπτει γιά μία, δύο, τρεῖς φορές στό πάθος τοῦ φθόνου καί τῆς ζήλιας, σιγά  σιγά ἀποκτάει αὐτόν τόν χαρακτήρα καί γίνεται φθονερός, γίνεται ζηλόφθονος καί βασανίζεται. Ἔτσι γίνεται μ’ ὅλα τά πάθη.  

Δέν ἔχουμε τά πάθη ἐγκατεστημένα ἐξ’ ἀρχῆς μέσα μας. Ἔχουμε κάποιες ροπές, τίς ὁποῖες  κληρονομοῦμε ἀπό τούς γονεῖς μας, ἀπό τούς προγόνους μας. Ἄν λοιπόν δέν ἀγωνιστοῦμε σωστά, δέν μᾶς δείξουν οἱ γονεῖς μας τόν δρόμο τόν σωστό, σιγά σιγά ἀρχίζουμε νά ἁμαρτάνουμε, ὑποκύπτουμε σ’ αὐτές τί ροπές καί ἀποκτοῦμε αὐτά τά πάθη.  Καί φτάνουμε σέ κάποια ἡλικία, πού καταλαβαίνουμε τί ἔχουμε κάνει: ὅτι ἔχουμε καταστρέψει τή ζωή μας καί ἔχουμε θάψει αὐτή τή Χάρη.  Καί τότε ἀποφασίζουμε νά μετανοήσουμε.
Καί στήν ἐποχή μας σπάνια βλέπεις ἀνθρώπους, πού ἀπό μικρά παιδιά νά ἔχουνε φυλάξει καθαρό τόν ἑαυτό τους – βέβαια ἀπόλυτα καθαρό κανένας- ἀλλά τέλος πάντως νά ἔχουν μία σταθερή πορεία μές στήν Ἐκκλησία ἀπό τήν παιδική ἡλικία. Συνήθως ἔχουμε ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἴσως στήν ἀρχή πήρανε κάποια μαθήματα χριστιανικά, μετά ξέφυγαν στήν ἐφηβεία καί ξαναέρχονται γύρω στά τριάντα στά τριανταπέντε στήν Ἐκκλησία.

Καί τί σημαίνει αὐτό τώρα: Νά μετανοήσω; Ἡ λέξη τό λέει: νά ἀλλάξω νοῦ. Νά ἀλλάξω σκέψη, να ἀλλάξω θέαση τῶν πραγμάτων, νά ἀντιστρέψω καί νά γυρίσω ἀνάποδα. Ἐνῶ μέχρι τώρα περπατοῦσα μέ τά χέρια – γιατί αὐτό εἶναι ἡ ἁμαρτία καί τό νά ζεῖς μέ τά πάθη, νά περπατᾶς μέ τά χέρια καί τά πόδια νά εἶναι ἐπάνω – αποφασίζω λοιπόν νά γυρίσω ἀνάποδα, νά ἀλλάξω ὅλη μου τή ζωή καί νά βαδίσω φυσιολογικά.

ΟΙ 30 ΒΑΘΜΙΔΕΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΘΕΩΣΗ ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΣΙΝΑΪΤΗΣ






Η «Κλίμαξ» (κλίμακα, σκάλα) τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, «Λόγος Ἀσκητικός, ἐπονομαζόμενος Πλάκες Πνευματικαί», καταγράφει τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τή θέωση ὡς ἀνάβαση σέ μιά σκάλα πρός τόν οὐρανό.



Τό ἔργο διαιρεῖται σέ τριάντα κεφάλαια, τά ὁποῖα ὡσάν βαθμίδες κλίμακος, ἀναβιβάζουν ὅσους τά ἀκολουθοῦν ἀπό τά χαμηλότερα στά ὑψηλότερα, ἀπό τά πρῶτα στάδια στά τελειότερα τῆς πνευματικῆς ζωῆς· συνιστᾶ μιά «οὐρανοδρόνο κλίμακα», ἕναν πολύτιμο ὁδηγό - ἐγχειρίδιο ὄχι μόνο γιά μοναχούς, ἀλλά γιά ὅλους τούς πιστούς κάθε εποχῆς.



Τό ἔργο συνέγραψε ὁ ὅσιος Ἰωάννης, ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Σινᾶ, κατά παραγγελία τοῦ ὁσίου Ἰωάννου, ἡγουμένου τῆς Ραϊθοῦ. Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ἤ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος (6ος αἰ.), μετέβη στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ σέ ἡλικία 16 ἐτῶν. Μετά τό θάνατο τοῦ Γέροντά του, ἀποσύρθηκε σέ ἀσκητικό σπήλαιο καί ἄσκησε τήν ἡσυχαστική ζωή ἐπί 40 ἔτη. Σέ προχωρημένη ἡλικία τόν ἀναβίβασαν σέ ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Σινᾶ. Κοιμήθηκε τήν 30ή Μαρτίου τοῦ 600, σέ ἡλικία 75 ἐτῶν.



1. Περί ἀποταγῆς. Ἀναχώρηση ἀπό τόν κόσμο εἶναι τό νά μισήσεις μέ τή θέλησή σου πράγματα ἐπαινετά γιά νά ἐπιτύχεις τά ὑπέρ φύσιν. Ὅλοι ὅσοι ἐγκατέλειψαν πρόθυμα τά βιοτικά, τό ἔπραξαν ἀναμφιβόλως ἤ γιά τή μέλλουσα βασιλεία ἤ γιά τά πολλά τους ἁμαρτήματα ἤ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.



2. Περί ἀπροσπαθείας. Ὅποιος μίσησε τόν κόσμο, αὐτός γλίτωσε ἀπό τή λύπη. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού ἔχει «προσπάθεια» (= ἡ μετά πάθους προσκόλληση) σέ κάποιο ἀπό τά ὑλικά καί ὁρατά, δέν ἔχει λυτρωθεῖ ἀκόμη ἀπό τή λύπη.

Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος: Θεολογία των δακρύων





Είπαν πως ο κάνει τον άνθρωπο κατηφή και μελαγχολικό. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητός του και τα δάκρυα που χύνει εξ αιτίας της φυγαδεύει την χαρά από την ψυχή του.


Έτσι είπαν. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Όλοι όσοι τα λένε αυτά είδαν από μακρυά το βίωμα της πίστεως. Γι’αυτό και το παρεξήγούν.
Δεν κατάλαβαν ότι μόνο ο Χριστιανός ζει την αληθινή χαρά. Μια χαρά που δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου». Διότι η ποιότητά της είναι άλλη και η προέλευσή της είναι άλλη. Κυοφορείται μέσα στα δάκρυα του πόνου για τις αμαρτίες μας και ωριμάζει πάλι μέσα στα δάκρυα μιας τώρα απέραντης ψυχικής ευφροσύνης που φέρνει η συναίσθηση της συγχώρεσης και της λύτρωσης.
Αυτό το χριστιανικό παράδοξο οι Άγιοι Πατέρες το ονόμασαν χαρμολύπη. Είναι η χαρά του πνευματικά αναστημένου ανθρώπού που πέρασε και περνάει από την οδύνη του Σταυρού.
Έτσι έχουμε μία θεολογία των δακρύων μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας.
Ένα βαθύ πνευματικό νόημα, που κρύβεται κάτω από τα δάκρυα που σχετίζονται με την υπόθεση της ψυχικής μας καθάρσεως. Και αποκτούν μία ξεχωριστή επικαιρότητα αυτή την περίοδο της Μ.Σαρακοστής που η Αγίας μας Εκκλησία με τις υπέροχες κατανυκτικές ακολουθίες της και το θαυμαστό λατρευτικό της πλούτο συχνότατα κάνει λόγο για τα δάκρυα καλώντας μας σε μία ουσιαστικώτερη συμμετοχή στο θαύμα της πνευματικής μας αναγεννήσεως.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ
Τα δάκρυα είναι αποτέλεσμα της πτώσεως του ανθρώπου. Εξ αιτίας της ψυχικής μας αρρώστιας μπήκαν τα δάκρυα στη ζωή μας. «Έκκοψον και παύσον την αμαρτίαν και δεν χρειάζονται τα δάκρυα των ομμάτων σου, διότι όπου δεν υπάρχει ασθένεια δεν είναι αναγκαία τα ιατρικά φάρμακα». Ο όσιος πατήρ θεωρεί τα δάκρυα της μετανοίας ανώτερα και από αυτό το νερό του Βαπτίσματος έστω και αν φαίνεται αυτό τολμηρό. Διότι το νερό του Βαπτίσματος καθαρίζει τις αμαρτίες που έγιναν πριν από αυτό. Ενώ τα δάκρυα καθαρίζουν τις αμαρτίες που διαρπάξαμε μετά από αυτό. Ακόμη και το ίδιο το Βάπτισμα καθαρίζει που έχει και αυτό μολυνθεί εξ αιτίας των αμαρτιών μας. «Εάν δεν εχάριζε ο Θεός στους ανθρώπους της μετανοίας τα δάκρυα σπάνιοι όντως και δυσεύρετοι θα ήσαν οι σωζόμενοι. Εάν πάλι είναι αδύνατο να τρέχουν από τα μάτια μας τα δάκρυα για τη φυσική μας σκληρότητα, τουλάχιστον ας μη λείπει η μεγάλη και ενώδυνος κατάνυξη».
Η ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ
«Μη νομίσης ότι έφθασεν εις τοιαύτα θεοχαρίτωτα και σωτηριώδη δάκρυα, εκείνος που κλαίει, όταν βούλεται. Διότι μπορεί να κλαίει κανείς ή υβριζόμενος ή αδικούμενος και με το να είναι πτωχός ή κλαίει από την πολύ του αγανάκτηση ή επειδή δεν μπορεί να εκδικηθεί. Μήτε εκείνος όπου κλαίει καθώς θέλει διότι ημπορεί να κλαίει δι’εκείνα τα πράγματα που αγαπάει και δεν μπορεί να τα αποκτήση, καθώς πολλάκις κλαίει κανείς δια τον θάνατον των συγγενών και φίλων του ή διότι απώλεσε κανένα πράγμα ή διότι του το άρπασαν ή προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις ή δια κανένα πρόσωπο που αποχωρίζεται.
Αλλά εκείνος μόνον, που κλαίει καθώς αγαπάει ο Θεός ή δια τας αμαρτίας του ή δι’άλλην ψυχήν αμαρτωλόν ή δια το τέλος του μη τύχη και κολασθή δια τα αμαρτίας του και αποστερηθή τον Θεόν ή δι’ άλλα τοιαύτα θεάρεστα πράγματα, ούτος ηξιώθη του χαρίσματος που προσφέρει τα αξιοθαύμαστα και κεχαριτωμένα δάκρυα».
Χρειάζεται λοιπόν πολύ προσοχή. Διότι πολλές φορές κατά τον Άγιο Πατέρα συμπλέκεται και ενώνεται μαζί με τον κατά Θεόν σωτηριώδες δάκρυ και το της κενοδοξίας και υπερηφανείας δάκρυ. Και τότε είναι δυνατόν να απατηθής.

Η θεραπευτική ποιμαντική της Κλίμακας του Αγ. Ιωάννου του Σιναΐτη Δημήτρης Τσιολακίδης, Θεολόγος

Είναι βέβαιο ότι στην λειτουργική τάξη της Εκκλησίας τίποτε δεν γίνεται τυχαία. Το τυπικό μέρος της λατρείας είναι τόσο στενά συνδεδεμένο με την ουσία της πίστης και της ζωής, του δόγματος και του ήθους, που πολλές φορές τα όρια μεταξύ τύπου και ουσίας είναι δυσδιάκριτα. Κάτω από αυτήν την προοπτική δεν είναι καθόλου τυχαία η θέση την οποία επεφύλαξε η Εκκλησία στον Άγιο Ιωάννη επίσκοπο Σινά, ή Ιωάννη Σιναΐτη ή, όπως τον ξέρουν οι περισσότεροι, Ιωάννη της Κλίμακος. Το όνομά του συνδέθηκε με την Δ’ Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ο ασκητικός αγώνας, ο οποίος ξεκινά με το Τριώδιο, ήδη βρίσκεται σε ένα «ώριμο» θα μπορούσαμε να πούμε σημείο. Στο σημείο που ο συνειδητά ασκούμενος χριστιανός, έχει τα αισθητήρια του νοός, της καρδίας και του σώματος ανοικτά στα δώρα του Αγίου Πνεύματος, τις αρετές.
κλίμαξfeatured2
Ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης έζησε και ασκήτευσε σε μία εποχή την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως ώριμη για τον μοναχισμό και τον νηπτικό τρόπο ζωής. Ήδη έχουν προηγηθεί μεγάλοι καθηγητές της ερήμου και κοινοβιάρχες όπως ο Μέγας Αντώνιος και ο Όσιος Παχώμιος. Ο Μέγας Βασίλειος έχει συμπεριλάβει στους κανόνες του την οργάνωση της μοναστικής πολιτείας αφήνοντας παρακαταθήκη πολύτιμη. Έτσι ο Ιωάννης δεν έχει ως βάση μόνο την πίστη και τον ενάρετο βίο, αλλά κινείται μέσα στον ρου μιας λαμπρής ασκητικής παραδόσεως, γραμματείας και μυστικής θεολογίας που κληροδότησαν οι προγενέστεροι πατέρες.  Έτσι μας παρέδωσε  ένα πολύτιμο έργο το οποίο εντάσσεται στο ευρύτερο σώμα της ασκητικής φιλοσοφίας και είναι ένας αξεπέραστος θησαυρός της Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών. Η Κλίμακα αποτελεί σημείο επαφής με την υψηλότερη βαθμίδα του πρακτικού ασκητισμού σε μια από τις πιο γόνιμες φάσεις και δημιουργικές του συγκυρίες. Αυτή η εμπειρία της ασκητικής πολιτείας αναμφίβολα και πρωταρχικά συνιστά μια αναχώρηση προς τα ένδον που αποβλέπει μέσα από την σε βάθος διερεύνηση της ουσίας της αμαρτίας στην ολική με τη βοήθεια της Χάριτος αναμόρφωση του πεπτωκότος ανθρώπου.
Η δε μελέτη των οντολογικών και υπαρξιακών φαινομένων καθιστά τον ασκητικό βίο επίσης και ως αυθεντική φιλοσοφική ενατένιση του υπάρχειν. Εγκράτεια, υπακοή, ταπείνωση, μεγαλείο ψυχής, υψηλό ορθόδοξο φρόνημα, αλλά και πάθη, πλάνες, εκτροπές,  ψυχικές διαταραχές, φθορά και κακή αλλοίωση της ύπαρξης, φανερώνουν το μωσαϊκό της ανθρώπινης ψυχής, γίνονται αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης και ανατέμνονται με οξεία και βαθειά ερμηνευτική ματιά προς ψυχωφέλεια αναγνωστών, πασχόντων και πνευματικά αγωνιζομένων.

Διδαχές Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος 1/3

ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος και η “σκάλα” τον αρετών που οδηγεί στον Παράδεισο


tmp7BB-8Την 4η Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής τιμάμε τη μνήμη του αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη – ενός μεγάλου αγίου διδασκάλου του 6ου αιώνα μ.Χ. Ο άγιος ήταν μεγάλος μελετητής και ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής και έγραψε το έργο Κλίμαξ (=Σκάλα), όπου αναλύει προσεκτικά τα πάθη (=σκαλοπάτια προς το σκοτάδι, μακριά απ’ το Θεό) και τις αρετές (=σκαλοπάτια προς τον ουρανό και το Θεό). 
Πρόκειται για ένα βιβλίο εξαιρετικής σπουδαιότητας, που υπάρχει ολόκληρο στο διαδίκτυο, στα νέα ελληνικά.για να το διαβάσετε  πατήστε εδώ  .

Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος  (Μητροπολίτη Anthony Bloom)

Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι περίοδος μετανοίας, περίοδος κατά τήν ὁποία ἡ πέτρινη καρδιά μας πρέπει, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά γίνει σάρκινη, καί ἀπό ἀναίσθητη νά γίνει αἰσθαντική, ἀπό ψυχρή καί σκληρή νά γίνει ζεστή καί ἀνοιχτή πρός τούς ἄλλους καί, κυρίως, πρός τόν ῎Ιδιο τόν Θεό.

῾Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι καιρός ἀνανέωσης, ὅπου καθετί -ὅπως γίνεται τήν ἄνοιξη- κάνει μία καινούρια ἀρχή· καί ἡ ἀνήλια ζωή μας ζωντανεύει καί πάλι μέ ὅλη τήν ἔνταση τήν ὁποία ὁ Θεός μπορεῖ νά δώσει σ’ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, κάνοντάς μας διά τῶν ᾿Αχράντων Μυστηρίων καί τῶν πλούσιων δωρεῶν Του κοινωνούς τοῦ ῾Αγίου Του Πνεύματος, κοινωνούς θείας φύσεως.

Εἶναι ἐποχή συμφιλίωσης καί ἡ συμφιλίωση εἶναι χαρά· ἡ χαρά τοῦ Θεοῦ καί ἡ δική μας χαρά· ἕνα νέο ξεκίνημα!


Σήμερα εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κλίμακος καί θέλω νά σᾶς διαβάσω μερικές δικές του φράσεις, τόσο σχετικές μέ τήν ἰδιαιτερότητα τῆς περιόδου πού διάγουμε·

 «῾Η μετάνοια, δηλαδή ἡ ἐπιστροφή μας στόν Θεό, εἶναι ἀνανέωση τοῦ βαπτίσματός μας· εἶναι ἀνανέωση τῆς συνθήκης μας μέ τόν Θεό, τῆς ὑπόσχεσής μας νά ἀλλάξουμε τή ζωή μας. Εἶναι περίοδος κατά τήν ὁποία μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε τήν ταπείνωση, ἡ ὁποία εἶναι εἰρήνη· εἰρήνη μέ τόν Θεό, εἰρήνη μέ τόν ἑαυτό μας, εἰρήνη μέ ὅλο τόν κτιστό κόσμο. ῾Η μετάνοια γεννιέται ἀπό τήν ἐλπίδα, ὅταν δηλαδή ἀπορρίψουμε τήν ἀπόγνωση. Καί ἐκεῖνος πού μετανοεῖ, εἶναι κάποιος πού ἀξίζει τήν καταδίκη -ὡστόσο ἀναχωρεῖ ἀπό τό δικαστήριο χωρίς ντροπή, ἐπειδή ἡ μετάνοια εἶναι ἡ εἰρήνη μας μέ τόν Θεό. Κι αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέσα ἀπό μία ζωή ἀντάξια, πού ἀποξενώθηκε ἀπό τίς ἁμαρτίες πού διαπράτταμε στό παρελθόν. Μετάνοια εἶναι τό καθάρισμα τῆς συνειδήσεώς μας. Μετάνοια σημαίνει ὁλοκληρωτική ἀπαλλαγή ἀπό τή λύπη καί τόν πόνο».

 Κι ἄν ἀναρωτηθοῦμε πῶς θά τό πετύχουμε αὐτό, πῶς θά φθάσουμε ἐκεῖ, πῶς μποροῦμε νά ἀνταποκριθοῦμε στόν Θεό πού μᾶς δέχεται ὅπως ὁ Πατέρας τῆς παραβολῆς δέχθηκε τόν ἄσωτο γιό του, σ’ ἕνα Θεό πού μᾶς περιμένει μέ λαχτάρα καί πού ἐνῶ Τόν ἀπορρίψαμε ᾿Εκεῖνος δέν ἀπομακρύνθηκε ποτέ ἀπό κοντά μας, ἀξίζει νά ἀκούσουμε αὐτά τά λίγα λόγια γιά τήν προσευχή·

 «Στήν προσευχή μή χρησιμοποιεῖτε ἐπιτηδευμένες λέξεις, διότι, συχνά τό ἁπλό καί ἀνεπιτήδευτο ψέλλισμα τῶν παιδιῶν εἶναι ἐκεῖνο πού εὐφραίνει τόν οὐράνιο Πατέρα μας. ῞Οταν μιλᾶτε στόν Θεό, μήν προσπαθεῖτε νά πεῖτε πολλά, διότι διαφορετικά, ὁ νοῦς, ἀναζητώντας τίς λέξεις θά χαθεῖ σ’ αὐτές. ῾Η μία λέξη πού ψιθύριζε ὁ Τελώνης τοῦ ἔφερε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ· μία λέξη γεμάτη πίστη ἔσωσε τόν ληστή πάνω στόν Σταυρό. ῾Η ποικιλία τῶν λέξεων ὅταν προσευχόμαστε διασκορπίζει τόν νοῦ καί ἐξάπτει τή φαντασία. ῾Η μία λέξη πού ἀπευθύνουμε στόν Θεό συμμαζεύει τόν νοῦ στήν παρουσία Του. Κι ἄν στήν προσευχή σου, αὐτή ἡ μία λέξη σέ ἀγγίζει μέσα σου, ἄν τή νιώθεις βαθιά, μεῖνε σ’ αὐτήν, μεῖνε, γιατί κάτι τέτοιες στιγμές ὁ φύλακας ῎Αγγελός μας προσεύχεται μαζί μας, ἐπειδή εἴμαστε ἀληθινοί μέ τόν ἑαυτό μας καί μέ τόν Θεό».

Anthony Bloom , Στο φως της κρίσης του Θεού, πορεία από το τριώδιο στην ανάσταση, Εκδ. Εν Πλώ –εδώ ολόκληρο το κείμενο




Μια δεύτερη και πιο γνωστή επωνυμία που αποδίδεται στον Άγιο Ιωάννη τον Σιναϊτη, είναι Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Έχει πάρει το όνομα αυτό, από το πνευματικό και ασκητικό του βιβλίο που επονομάζεται «Κλίμακα των Αρετών». Αυτό κατέστη, το δεύτερο Ευαγγέλιο για κάθε Μοναστική πολιτεία και το απαραίτητο βοήθημα για κάθε Χριστιανό που μοχθεί και κοπιάζει για την πνευματική του προκοπή και τη σωτηρία του. 
.
Είδαμε πιο πάνω κάποια από τα σκαλοπάτια που πρέπει να ανέβουμε. Ας δούμε όμως και τα υπόλοιπα:
«Η υπακοή είναι το πρώτο σκαλοπάτι, η μετάνοια το δεύτερο, και η μνήμη του θανάτου το τρίτο. Και ύστερα σε κάθε σκαλοπάτι γίνεται η απάρνησις των σκληρών παθών, της οργής, της μνησικακίας, της καταλαλιάς, και της κατακρίσεως, της πολυλογίας, του ψεύδους, της ακηδίας, της γαστριμαργίας, του ψεύδους, της σαρκικότητος, της φιλαργυρίας, της αναισθησίας, της δειλίας, της κενοδοξίας, της υπερηφανείας, της βλασφημίας, του εγωισμού, της πονηρίας, και η απόκτησις των αντιστοίχων αρετών, της αοργησίας, της σιωπής, της εγκρατείας, της αγνείας, της σωφροσύνης, της ακτημοσύνης, της αγρυπνίας, της νηστείας, της πραότητος , της απλότητος, της ταπεινοφροσύνης, της μεγάλης αρετής της διακρίσεως, της μακαρίας προσευχής, της Θεομιμήτου απαθείας και της εναρέτου τριάδος της αγάπης, της πίστεως και της ελπίδος. Οι ρίζες πικρές, αλλά οι καρποί γλυκείς. (Μητ/λίτου Ιερισσού ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ «ΜΑΡΤΥΡΙΑ Α’. σελ.100).
.
από άρθρο του π. Γεωργίου Αλεντά 
\


ΜΙΚΡΟΝ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟΝ (ΣΗΜ. Οἱ λέξεις ποὺ ἐπεξηγοῦνται ἐδῶ εἶναι σημειωμένες στὴν μετάφρασι μὲ ἀστερίσκο. Ἡ ἑρμηνεία ποὺ δίδεται εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀφορᾶ τὴν Κλίμακα.



Δὲν δηλώνονται οἱ ἄλλες ἔννοιες ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχουν οἱ λέξεις σὲ ἄλλα κείμενα).
αἰχμαλωσία     ὁ ἐπί τι χρονικὸν διάστημα αἰχμαλωτισμὸς τοῦ ψυχικοῦ κόσμου ἀπὸ τὰ πάθη ἢ τοὺς δαίμονας.
ἀκέφαλος     ἐπίθετο τῆς ὑπερηφανείας. Χαρακτηρίζεται ὡς «ἀκέφαλος», διότι δὲν ἔχει ἀρχὴ καὶ γέννησι ἀπὸ ἄλλο πάθος, ἀλλὰ ἀντιθέτως αὐτὴ εἶναι ἡ γεννήτρια ὅλων τῶν παθῶν.
ἀλλοίωσις     ἡ διαφοροποίησις τοῦ μοναχοῦ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος. Στὸ κη´ 52 ἀναφέρεται «ἀλλοίωσις» ὀφειλομένη στὴν προσευχή. Ὑπάρχει ὅμως καὶ «ἀλλοίωσις» ἀρνητική, «ἐπὶ τὰ χείρω».
ἀμετεώριστος     ἐκεῖνος ποὺ δὲν αἰωρεῖται ἐδῶ κι ἐκεῖ, ποὺ δὲν μετακινεῖται, ὁ σταθερός.
ἀντίληψις     ἐνίσχυσις, συνδρομή, βοήθεια.
ἀντίρρησις     ἐναντιολογία, ἀντιλογία στὴν πρόταση τῶν δαιμόνων. Ὡς «ἀντιρρήσεις» ἐχρησιμοποιοῦσαν συνήθως οἱ ἀσκηταὶ Γραφικὰ ρητά.
ἀπαράκλητος     ἐστερημένος παρηγορίας, ἀναψυχῆς, ἀνέσεως.
ἀπαρρησίαστος     συνεσταλμένος, χωρὶς θάρρος νὰ ἀπευθυνθῇ σὲ κάποιον.
ἀπαρχαί     οἱ πρῶτοι καρποί, ἡ πρώτη προσφορά, οἱ πρῶτες προσευχές.
ἀπληροφόρητος     ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀμφιβολίες σὲ κάποιο ζήτημα, ποὺ διστάζει, ποὺ εἶναι ἀβέβαιος.
ἀποταγή     ὁ ἀποχωρισμὸς ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἡ προσχώρησις στὴν μοναχικὴ ζωή.
ἀπροσπάθεια     ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν «προσπάθεια» (βλ. λ.)
ἀσπίς     δηλητηριώδης ὄφις.
ἀτιμία     ὡς ἀρετή: τὸ νὰ μὴ ἐπιζητῆ κανεὶς τιμές, τὸ νὰ δέχεται ὕβρεις καὶ περιφρονήσεις.
αὐχήν     σβέρκος.
βασιλίσκος     πολὺ δηλητηριώδης ὄφις.
βιαστής     ἐκεῖνος ποὺ ἀσκεῖ βία στὸν ἑαυτό του, ἀγωνιστής.
γνωστικός     ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πλήρη θεωρητικὴ γνῶσι καὶ πεῖρα τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς (ἀντίθετο: «πρακτικός»).
δεξιὸς-πειρασμοὶ ἐκ δεξιῶν     οἱ πειρασμοὶ ποὺ ὑποκρύπτονται στὴν ἄσκησι τῶν ἀρετῶν.
διακονία     πρακτικὴ ἐργασία, ὑπηρεσία.
διπλοΐς     ἀρχαῖο ἔνδυμα ποὺ ἐδίπλωνε καὶ περιετύλιγε ὅλο τὸ σῶμα.
ἐμπαθής     ὁ ὑποδουλωμένος στὰ πάθη, (ἀντίθετο: «ἀπαθής»).
ἐμπαθῶς     μετὰ πάθους.
ἐναργής     καθαρός, σαφής, ζωντανός.
ἑτερόλεκτον, τό     ἐκεῖνο ποὺ λέγει ἢ προστάζει κάποιος ἄλλος.
ἡσυχία     ἡ μακρὰν τοῦ Κοινοβίου ἐρημιτικὴ ζωὴ τῆς σιωπῆς καὶ προσευχῆς.
θαλλία, τά     βλαστοὶ φοινίκων μὲ τοὺς ὁποίους οἱ μοναχοὶ ἔπλεκαν «σπυρίδες» (=καλάθια, ζεμπίλια).
θεήλατος     αὐτὸς ποὺ τὸν κατατρέχει ὁ Θεός.
θεωρία-θεωρητικὴ ζωή     ἡ θεολογικωτέρα καὶ πνευματικωτέρα ἀσκητικὴ ζωή (ἀντίθετο: πρᾶξις, πρακτικὴ ζωή).
ἰδιορρυθμία     τὸ νὰ ζῆ κανεὶς διαφορετικὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴν ἀρέσκειά του.
καλλίπενθος     ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ κατὰ τρόπον ἀρεστὸ στὸν Θεόν.
κάρφος, τό     ξυλαράκι, ἄχυρο. Μεταφορικῶς: μικρὸ καὶ ἀσήμαντο παράπτωμα.
κναφεῖον, τό     λευκαντήριο ὑφασμάτων.
Κυριακόν, τό     ὁ κεντρικὸς Ναὸς μιᾶς μοναστικῆς κοινότητας.
κύων     σκύλος. Μεταφορικῶς: δαίμων (πρβλ. ἐκφράσεις: «δίωκε τὸν κύνα», «ἀπώθου τὸν κύνα», «τὸν κύνα τῆς φιληδονίας λιθάζων».
κύων φιλομάκελλος     ὁ σκύλος ποὺ συχνάζει στὸ κρεοπωλεῖο. Μεταφορικῶς: ὁ νοῦς ποὺ δελεάζεται ἀπὸ τὴν σαρκικότητα καὶ τὴν φιληδονία.
λαγνεία     σαρκικὴ ἀκολασία.
λάγνος     ὁ ἔκδοτος στὴν σαρκικὴ ἀκολασία.
λῆμμα, τό     ἐκεῖνο ποὺ λαμβάνεται. Στὸ κη´ 4 τὸ «λήμματι ἀμνησικακίας» σημαίνει «μὲ τὴν ὕλη τῆς ἀμνησικακίας», «μὲ ἀμνησικακία».
μαινάς, -άδος     γυναῖκα ποὺ ἐπιδίδεται σὲ μανιώδη βακχικὰ ὄργια, γυναῖκα μανιακὴ καὶ παράφρων. Στὸ ιε´ 1 χαρακτηρίζεται ἔτσι ἡ γαστριμαργία.
μέτρα, τά     ὁ βαθμὸς τῆς ἀρετῆς, ὁ βαθμὸς τῆς πνευματικῆς προόδου.
νῆψις     νηφαλιότης, ἄγρυπνος προσευχή, πνευματικὴ αὐτοσυγκέντωσι.
νοερὰ ἡσυχία     ὑψηλὴ πνευματικὴ κατάστασις, κατὰ τὴν ὁποία ὁ νοῦς, νικητὴς τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν, ἔχει κατακτήσει τὴν εἰρήνη.
ὀζοθήκη     (χαρακτηρίζεται ἔτσι ἡ κοιλία), χῶρος ὅπου ρίπτονται οἱ ἀκαθαρσίες, κοπρών.
οἴησις     ὑπερήφανο φρόνημα, ἔπαρσις, ἀλαζονεία.
οἰκειόπιστον, τό     (λέξις ποὺ ἀπαντᾶται μόνο στὴν Κλίμακα), τὸ νὰ πιστεύη καὶ νὰ βασίζεται κανεὶς στὸν ἑαυτό του.
παράκλησις     παρηγορία.
παρρησία     θαρραλέα ἐμφάνισις καὶ ὁμιλία, τὸ θάρρος ποὺ ἔχουν οἱ Ἅγιοι ἀπέναντι στὸν Θεόν. Ἐπὶ κακῆς σημασίας: ἀδιάκριτος καὶ θρασεῖα ὁμιλία καὶ συμπεριφορά, τὸ κακῶς ἐννοούμενο «θάρρος».
πληροφορία     ἡ ἐκ τῆς Χάριτος προερχομένη σταθερὰ βεβαιότης καὶ πεποίθησις γιὰ κάποιο ζήτημα.
πρακτικός     ὁ ἀσκούμενος στὴν «πρακτική» μοναχικὴ ζωή.
πρᾶξις-πρακτική     ἡ ἁπλοϊκωτέρα καὶ σωματικωτέρα ἀσκητικὴ ζωή, χωρὶς ὑψηλὲς μυστικὲς καὶ θεωρητικὲς πτήσεις.
προλήψεις     κακὲς συνήθειες καὶ ἀναμνήσεις ποὺ ὀφείλονται σὲ ἁμαρτωλὸ παρελθόν. «Πρόληψίς ἐστιν τῶν προτέρων κακῶν μνήμη ἀκούσιος» (Μᾶρκος ἐρημίτης).
προσπάθεια     ἡ μετὰ πάθους προσκόλλησις, ἡ δέσμευσις τοῦ συναισθήματος σὲ κάτι, (ἀντίθετο: «ἀπροσπάθεια»).

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΛΟΓΟΣ ΕΤΕΡΟΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ Εἰς τὸν Ποιμένα



ΣΤΟ ΕΠΙΓΕΙΟ αὐτὸ βιβλίο, ὦ θαυμάσιε, σὲ ἄφησα τελευταῖο ἀπὸ ὅλους. Στὸ οὐράνιο ὅμως βιβλίο εἶμαι πεπεισμένος ὅτι θὰ προηγῆσαι ὅλων μας, διότι ἀσφαλῶς εἶναι ἀξιόπιστος Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε ὅτι «οἱ τελευταῖοι κατὰ τὸ φρόνημα θὰ εἶναι πρῶτοι κατὰ τὸ ἀξίωμα» (πρβλ. Ματθ. κ´ 16).

2. Ποιμὴν στὴν κυριολεξία εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀναζητήση καὶ νὰ θεραπεύσῃ τὰ ἀπολωλότα λογικὰ πρόβατα μὲ τὴν ἀκακία του, τὸν ζῆλο του καὶ τὴν προσευχή του.

3. Κυβερνήτης εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τοὺς κόπους του ἀπέκτησε πνευματικὴ δύναμι, καὶ μπορεῖ ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν τρικυμία, ἀλλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἄβυσσο νὰ ἀνασύρη καὶ νὰ σώσῃ τὸ πλοῖο.

4. Ἰατρὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀποκτήσει σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀνοσία καὶ δὲν χρειάζεται κανένα φάρμακο γιὰ τὴν ὑγεία του.

5. Διδάσκαλος πραγματικὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸν πνευματικὸ βιβλίο, γραμμένο διὰ «δακτύλου Θεοῦ», δηλαδὴ διὰ τῆς ἐνεργείας τῆς θεϊκῆς ἐλλάμψεως καὶ δὲν ἔχει πλέον ἀνάγκη ἀπὸ τὰ ἄλλα βιβλία (1). Δὲν ἁρμόζει στοὺς διδασκάλους νὰ διδάσκουν ἀπὸ ἀντίγραφα καὶ χειρόγραφα, ὅπως καὶ στοὺς ζωγράφους νὰ ἀντιγράφουν παλαιοὺς πίνακες.

6. Ἐσὺ ποὺ ἐκπαιδεύεις αὐτοὺς ποὺ εὑρίσκονται κάτω, νὰ τοὺς παρέχης διδασκαλίες ἀπὸ τὴν ἄνωθεν ἐξ ὕψους σοφία· καὶ μὲ τὶς αἰσθητὲς εἰκόνες καὶ μεθόδους γύμναζέ τους στὰ πνευματικά. Μὴ ξεχάσῃς αὐτὸν ποὺ λέγει, ὅτι «οὐκ ἀπ᾿ ἀνθρώπων οὐδὲ δι᾿ ἀνθρώπου τὴν διδασκαλίαν παρέλαβον ἢ ἐδιδάχθην» (Γαλ. α´ 12). Διότι δὲν εἶναι δυνατόν μὲ γήϊνες διδασκαλίες νὰ θεραπεύσουν ποτὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι πεσμένοι στὴν γῆ.

7. Ὁ ἱκανὸς κυβερνήτης θὰ διασῴση τὸ πλοῖο, καὶ ὁ καλὸς ποιμὴν θὰ ζωογονήση καὶ θὰ θεραπεύσῃ τὰ ἀρρωστημένα πρόβατα. Ὅσο τὰ πρόβατα ἀκολουθοῦν συνεχῶς τὸν ποιμένα καὶ προχωροῦν, τόσο θὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἀπολογηθῇ ὑπὲρ αὐτῶν στὸν οἰκοδεσπότη. Ἂς λιθοβολῆ μὲ τὰ λόγια ὁ ποιμὴν τὰ πρόβατα ποὺ μένουν πίσω ἀπὸ ὀκνηρία ἢ γαστριμαργία. Εἶναι καὶ αὐτὸ μία ἀπόδειξις καλοῦ ποιμένος.

8. Ὅταν τὰ πρόβατα ἀρχίζουν νὰ νυστάζουν ψυχικὰ ἀπὸ τὴν φλόγα τοῦ καύσωνος ἢ μᾶλλον τοῦ σώματος, τότε ὁ ποιμὴν ἂς ὑψώνη τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ ἂς ἀγρυπνῆ μὲ ὑπερβολικὸ ἐνδιαφέρον γι᾿ αὐτά. Διότι συνήθως τὴν περίοδο αὐτὴ τοῦ καύσωνος ὁ λύκος τρώγει πολλὰ πρόβατα. Ἀλλ᾿ ὅμως ἐὰν τὰ λογικὰ πρόβατα δείξουν ταπείνωσι, ὅπως τὰ ἄλογα πρόβατα ποὺ τὴν ὥρα τοῦ καύσωνος κλίνουν κάτω πρὸς τὴν γῆ τὸ κεφάλι, τότε ἂς ἐνθυμούμεθα ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψαλμ. ν´ 19).

9. Ὅταν πέση στὸ ποίμνιο ὁ σκοτισμὸς καὶ ἡ νύκτα τῶν παθῶν, στῆσε ἀκοίμητο τὸν «κύνα» (τὸν σκύλο) ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ στὴν νυκτερινὴ σκοπιά. Δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο νὰ θεωρήσης ὡς κύνα τὸν νοῦ σου ποὺ φονεύει τὰ (νοητά) θηρία.

10. Ὁ ἀγαθὸς Κύριος μᾶς ἔδωσε καὶ τοῦτο τὸ φυσικὸ ἰδίωμα: ὁ ἀσθενὴς νὰ χαίρεται βλέποντας τὸν ἰατρό, ἔστω καὶ ἂν δὲν ἔχη καμμία ὠφέλεια ἀπ᾿ αὐτόν.

11. Ἀπόκτησε καὶ σύ, ὦ θαυμάσιε, ἔμπλαστρα, ἰατρικὰ ὑγρά, ξυράφια, κολλύρια, σπόγγους, φλεβότομα, θερμοκαυτῆρες, ἀλοιφές, ὑπνωτικά, μαχαίρι, ἐπιδέσμους καὶ αὐτὸ ποὺ λέγεται «ἀναυσία», (δηλαδὴ τὸ νὰ μὴ σὲ πιάνη ναυτία καὶ ἀηδία ἀπὸ τὴν δυσωδία τῶν πληγῶν). Ἂν δὲν τὰ διαθέτωμε αὐτά, πῶς θὰ ἀσκήσωμε τὴν ἐπιστήμη μας; Δὲν ὑπάρχει τρόπος. Διότι ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ ἔμπρακτη ἐπέμβασι (ὠφελοῦν) οἱ ἰατροὶ (τοὺς ἀσθενεῖς καί) παίρνουν τὴν ἀμοιβή τους.

12. Ἔμπλαστρο εἶναι ἡ θεραπεία τῶν παθῶν ποὺ φαίνονται ἐξωτερικά, δηλαδὴ τῶν σωματικῶν. Ἰατρικὸ ὑγρὸ εἶναι ἡ θεραπεία τῶν ἐσωτερικῶν παθῶν καὶ τὸ ἄδειασμα τῆς ἐσωτερικῆς ἀκαθαρσίας ποὺ δὲν φαίνεται. Ξυράφι εἶναι ὁ ἐξευτελισμὸς ποὺ δαγκώνει, ἀλλὰ καθαρίζει τὴν σαπίλα τῆς οἰήσεως.

Κολλύριο εἶναι τὸ καθάρισμα τοῦ ψυχικοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐθολώθηκε καὶ ἐταράχθηκε ἀπὸ τὸν θυμό.

Κολλύριο εἶναι ἡ ἐπίπληξις ποὺ πικραίνει ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ ὀλίγο θεραπεύει.

Φλεβότομο εἶναι τὸ σύντομο ἄδειασμα κρυμμένης ἀκαθαρσίας καὶ δυσωδίας.

Φλεβότομο εἶναι, κυρίως, ἔντονη καὶ ἀπότομη ἐπέμβασις πρὸς σωτηρίαν τῶν ἀσθενῶν.

Σπόγγος εἶναι ἡ μετὰ τὴν φλεβοτομία καὶ τὴν ἐγχείρησι θεραπεία καὶ τὸ δρόσισμα τοῦ ἀσθενοῦς μὲ τὰ γλυκὰ καὶ ἤπια καὶ ἀπαλὰ λόγια τοῦ ἰατροῦ. Θερμοκαυτὴρ εἶναι ὁ κανὼν καὶ τὸ ἐπιτίμιο ποὺ δίνεται μὲ ἀγάπη γιὰ ὡρισμένο χρόνο στὸν ἁμαρτήσαντα γιὰ μετάνοιά του. Ἀλοιφὴ εἶναι ἡ μετὰ τὸν καυτηριασμὸ ἀνακούφισις ποὺ προσφέρεται στὸν ἀσθενῆ μὲ κάποιο λόγο ἢ μὲ ἄλλη μικρὴ παρηγοριά.

Ὑπνωτικὸ εἶναι τὸ νὰ σηκώσωμε τὸ φορτίο τοῦ ὑποτακτικοῦ καὶ μὲ τὴν ὑποταγὴ νὰ τοῦ χαρίσωμε ἀνάπαυσι καὶ ὕπνο ἄϋπνο καὶ ἁγία τύφλωσι, ὥστε νὰ μὴ βλέπη τὰ καλὰ ποὺ ἔχει. Ἐπίδεσμος εἶναι τὸ νὰ στερεώνης μέχρι θανάτου καὶ νὰ δένης σφικτὰ μὲ τὴν ὑπομονὴ τοὺς παραλελυμένους καὶ ἀποχαυνωμένους ἀπὸ τὴν κενοδοξία.

Καὶ τελευταῖα ἀπ᾿ ὅλα, μαχαίρι εἶναι τὸ μέτρο καὶ ἡ ἀπόφασις γιὰ τὴν ἀποκοπὴ ἑνὸς σώματος ποὺ ἐνεκρώθηκε ψυχικὰ καὶ ἑνὸς μέλους ποὺ ἐσάπησε, ὥστε νὰ μὴ μεταδώση καὶ στοὺς ὑπολοίπους τὴν ἰδική του βλάβη.

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΠΡΟΤΡΟΠΗ Προτροπὴ ἐπίτομος καὶ ἰσοδύναμος τῶν διὰ πλάτους εἰρημένων.


Ἀναβαίνετε, ἀναβαίνετε, ἀναβάσεις προθύμως (1161.) ἐν καρδίᾳ τιθέμενοι, ἀδελφοὶ, τοῦ φάσκοντος ἀκούοντες· Δεῦτε, ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου· καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν τοῦ καταρτίζοντος τοὺς πόδας ἡμῶν ὡσεὶ ἐλάφου, καὶ ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ ἱστῶντος, τοῦ νικῆσαι ἐν τῇ ὁδῷ αὐτοῦ.

Δράμετε, δυσωπῶ, μετ᾿ ἐκείνου τοῦ λέγοντος· Σπουδάσωμεν ἕως οὗ καταντήσωμεν εἰς τὴν ἑνότητα πάντες τῆς πίστεως, καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ εἰς ἄνδρα τέλειον εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, ὃς τριακονταέτης τῇ ὁρωμένῃ ἡλικίᾳ βαπτισθεὶς, τὸν τριακοστὸν βαθμὸν ἐν τῇ νοερᾷ κλίμακι ἐκληρώσατο· εἴπερ ἡ ἀγάπη ἐστὶν ὁ Θεός· ᾧ ὕμνος, ᾧ κράτος, ᾧ σθένος· ᾧ τὸ πάντων ἀγαθῶν αἴτιον ἔνεστι, καὶ ἦν, καὶ ἔσται εἰς ἀορίστους αἰῶνας.
  
Ἀντίστοιχος πρὸς ὅσα προηγουμένως
ἀνεπτύχθησαν λεπτομερῶς

ΑΝΕΒΑΙΝΕΤΕ, ἀνεβαίνετε, ἀδελφοί, ἐπιθυμώντας ὁλόψυχα τὶς ἀναβάσεις, ἀκούοντας αὐτὸν ποὺ λέγει: «Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν» (Ἡσ. β´ 3), ὁ ὁποῖος «δίνει στὰ πόδια μας τὴν εὐκινησία τῆς ἐλάφου καὶ μᾶς ἀνεβάζει σὲ ὑψηλοὺς τόπους» (Ψαλμ. ιζ´ 34), «ὥστε νὰ νικήσωμε, δοξολογώντας Αὐτόν» (Ἀββακ. γ´ 19).

Νὰ τρέξετε, παρακαλῶ, μαζὶ μὲ ἐκεῖνον ποὺ λέγει: «Σπουδάσωμεν, ἕως οὗ καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. δ´ 13). Τοῦ Χριστοῦ, ποὺ στὴν ἡλικία τῶν τριάκοντα ἐτῶν ὡς ἄνθρωπος ἐβαπτίσθηκε καὶ κατεῖχε τὴν τριακοστὴ βαθμίδα τῆς πνευματικῆς κλίμακος.

(Ἂς προχωρήσωμε μέχρι τὴν τελευταία βαθμίδα τῆς ἀγάπης, γιὰ νὰ συναντήσωμε τὸν Θεόν), ἐφ᾿ ὅσον βέβαια ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός, στὸν ὁποῖο πρέπει ὁ ὕμνος, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δύναμις καὶ τὸ σθένος, στὸν ὁποῖον ὑπάρχει ἡ αἰτία κάθε καλοῦ καὶ ὑπῆρχε καὶ θὰ ὑπάρχη εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας.

Ἀμήν.


ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ Περὶ ἀποταγῆς



1. (632.) Τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ὑπεραγάθου καὶ παναγάθου ἡμῶν Θεοῦ καὶ βασιλέως (καλὸν γὰρ ἐκ Θεοῦ πρὸς τοὺς Θεοῦ θεράποντας ἄρξασθαι), πάντων τῶν ὑπ᾿ αὐτοῦ κτισθέντων λογικῶν αὐτεξουσιότητος ἀξιώματι τιμηθέντων, οἱ μέν εἰσιν αὐτοῦ φίλοι, οἱ δὲ γνήσιοι δοῦλοι, οἱ δὲ ἀχρεῖοι, οἱ δὲ πάντη ἀπεξενωμένοι, οἱ δὲ, εἰ καὶ ἀσθενεῖς, ὅμως ἀντίδικοι.

2. Καὶ φίλους μὲν κυρίως ἡμεῖς οἱ ἰδιῶται, ὦ ἱερὰ κεφαλὴ, περὶ Θεοῦ [Θεὸν] ὑπειλήφαμεν, τὰς περὶ αὐτὸν νοεράς τε καὶ ἀσωμάτους οὐσίας· γνησίως [γνησίους] δὲ δούλους, πάντας τοὺς τὸ θέλημα αὐτοῦ ἀόκνως, καὶ ἀπαραλείπτως ποιοῦντας, καὶ ποιήσαντας· ἀχρείους δὲ δούλους, ὅσοι μὲν τοῦ βαπτίσματος ἀξιωθῆναι νομίζουσι, τὰς δὲ πρὸς αὐτὸν συνθήκας γνησίως οὐκ ἐφυλάξαντο· ξένους δ᾿ ἐπὶ [ἀπὸ] Θεοῦ, καὶ ἐχθροὺς νοήσωμεν, ὅσοι ἢ ἄπιστοι, ἢ κακόπιστοι τυγχάνουσι. Πολέμιοι δ᾿ εἰσὶν οἱ μὴ μόνον τὸ τοῦ Κυρίου πρόσταγμα διακρουσάμενοι, καὶ ἐξ ἑαυτῶν ἀποῤῥίψαντες, ἀλλὰ καὶ τοὺς τοῦτο κατεργαζομένους ἰσχυρῶς πολεμοῦντες.

3. Ἐπεὶ οὖν πάντων τῶν προειρημένων ἕκαστος ἴδιόν τινα, καὶ πρέποντα λόγον κέκτηνται, ἡμῖν δὲ τοῖς ἀμαθέσιν οὐ λυσιτελὲς ἐπὶ τοῦ παρόντος τὰ τοιάδε διεξέρχεσθαι, φέρε δὴ, φέρε ἡμεῖς νῦν πρὸς τοὺς εὐσεβῶς ἡμᾶς τυραννήσαντας, καὶ πιστῶς βιασαμένους τοῖς αὐτῶν προστάγμασι, Θεοῦ γνησίους δούλους, τὴν ἑαυτῶν ἀνάξιον χεῖρα δι᾿ ὑπακοῆς ἀδιακρίτου ἐκτείναντες, καὶ παρὰ τῆς αὐτῶν γνώσεως τὸν τοῦ λόγου κάλαμον δεξάμενοι, τῇ σκυθρωπῇ καὶ λαμπούσῃ ταπεινοφροσύνῃ βάψαντες, ἐν ταῖς λείαις, καὶ λευκαῖς αὐτῶν καρδίαις, ὥσπερ ἔν τισι χάρταις, (633.) μᾶλλον δὲ πλαξὶ πνευματικαῖς τοῦτον ἀναπαύσαντες, τὰ θεϊκὰ [θεῖα] λόγια, μᾶλλον δὲ σπέρματα διαζωγραφοῦντες λέγωμεν ὧδε.

4. Πάντων τῶν προαιρουμένων ὁ Θεὸς πάντων ἡ ζωή· πάντων ἡ σωτηρία πιστῶν, ἀπίστων· δικαίων, ἀδίκων· εὐσεβῶν, ἀσεβῶν· ἀπαθῶν, ἐμπαθῶν· μοναχῶν, κοσμικῶν· σοφῶν, ἰδιωτῶν· ὑγιῶν, ἀσθενῶν· νέων, προβεβηκότων. Ὥσπερ φωτὸς χύσις, καὶ ἡλίου θέα, καὶ ἀέρων ἐναλλαγὴ, καὶ ἀλλοίωσις οὐκ ἔστιν· Καὶ τοῦτο δὲ ποιῶν ὁ Θεὸς πολλάκις Οὐ γὰρ προσωποληψία παρὰ Θεῷ. »

5. Ἀσεβής ἐστιν, φύσις λογικὴ, θνητὴ, ἑκουσίως τὴν ζωὴν ἀποφεύγουσα, καὶ τὸν οἰκεῖον Ποιητὴν, τὸν ἀεὶ ὄντα, οὐκ ὄντα λογιζομένη.

6. Παράνομός ἐστιν ὁ τὸν νόμον τὸν ἐκ Θεοῦ μετ᾿ οἰκείας κακονοίας κατέχων, καὶ μεθ᾿ αἱρέσεως ἐναντίας πιστεύειν Θεῷ νομίζων.

7. Χριστιανός ἐστιν, μίμημα Χριστοῦ κατὰ τὸ δυνατὸν ἀνθρώπων, λόγοις, καὶ ἔργοις, καὶ ἐννοίᾳ εἰς τὴν ἁγίαν Τριάδα ὀρθῶς καὶ ἀμέμπτως πιστεύων.

8. Θεοφιλής ἐστιν ὁ πάντων τῶν φυσικῶν καὶ ἀναμαρτήτων ἐν μετουσίᾳ ὑπάρχων· καὶ τῶν κατὰ δύναμιν ἀγαθῶν μὴ ἀμελῶν.

9. Ἐγκρατής ἐστιν ὁ ἐν μέσῳ πειρασμῶν, καὶ παγίδων, καὶ θορύβων ἀπηλλαγμένου τρόπους πάσῃ δυνάμει μιμεῖσθαι φιλονεικῶν.

10. Μοναχός ἐστιν τάξις καὶ κατάστασις ἀσωμάτων ἐν σώματι ὑλικῷ καὶ ῥυπαρῷ ἐπιτελουμένη.

11. Μοναχός ἐστιν ὁ μόνον τῶν τοῦ Θεοῦ ἐχόμενος ὅρων καὶ λόγων, ἐν παντὶ καιρῷ, καὶ τόπῳ, καὶ πράγματι.

12. Μοναχός ἐστιν· βία φύσεως διηνεκής, καὶ φυλακὴ αἰσθήσεων ἀνελλιπής.

13. Μοναχός ἐστιν ἡγνισμένον σῶμα, καὶ κεκαθαρμένον στόμα, καὶ πεφωτισμένος νοῦς.

14. Μοναχός ἐστιν κατώδυνος ψυχὴ ἐν διηνεκεῖ μνήμῃ θανάτου ἀδολεσχοῦσα, καὶ ὑπνώττουσα, καὶ γρηγοροῦσα.

15. Ἀναχώρησις κόσμου ἐστὶν ἑκούσιον μῖσος ἐπαινουμένης ὕλης, καὶ ἄρνησις φύσεως δι᾿ ἐπιτυχίαν τῶν ὑπὲρ φύσιν.

16. Πάντες οἱ τὰ τοῦ βίου προθύμως καταλιπόντες, πάντως ἢ διὰ τὴν μέλλουσαν βασιλείαν· ἢ διὰ πλῆθος ἁμαρτημάτων· ἢ διὰ τὴν εἰς Θεὸν ἀγάπην τοῦτο πεποιήκασιν. Εἰ δ᾿ οὐδεὶς τῶν προειρημένων σκοπῶν αὐτοῖς προηγήσατο, ἄλογος ἡ τούτων ἀναχώρησις καθέστηκε. Πλὴν τὸ πέρας τοῦ δρόμου ὁποῖον καθέστηκεν, ὁ καλὸς ἡμῶν ἀγωνοθέτης ἐκδέχεται.

17. Μιμείσθω ὁ τὸ ἑαυτοῦ φορτίον τῶν ἁμαρτημάτων σκορπῖσαι τοῦ κόσμου ἐξεληλυθὼς, τοὺς πρὸ τῶν τάφων καθημένους ἔξω τῆς πόλεως. Καὶ μὴ παύσηται τῶν θερμῶν, καὶ διαπύρων σταγόνων, καὶ ἀφώνων ὀλολυγμῶν τῆς καρδίας, ἕως οὗ ἴδῃ καὶ αὐτὸς τὸν Ἰησοῦν ἐληλυθότα, καὶ τὸν λίθον τῆς πυρώσεως ἐκ τῆς καρδίας ἀποκυλίσαντα· καὶ τὸν νοῦν ἡμῶν Λάζαρον τῶν σειρῶν τῶν ἁμαρτημάτων λύσαντα, καὶ τοῖς ὑπουργοῖς ἀγγέλοις, Λύσατε αὐτὸν ἐκ τῶν παθῶν, καὶ ἄφετε ὑπάγειν πρὸς τὴν μακαρίαν ἀπάθειαν, κελεύσαντα. Εἰ δὲ μὴ οὕτως, οὐδὲν ὠφέλημα.

18. Ὅσοι ἐξ Αἰγύπτου, καὶ τοῦ Φαραῶ ἐξελθεῖν, καὶ φυγεῖν βουλόμεθα, πάντως Μωσέως τινὸς καὶ ἡμεῖς (636.) μεσίτου πρὸς Θεόν, καὶ μετὰ Θεὸν δεόμεθα, ὅπως τε ὑπὲρ ἡμῶν μέσος πράξεως καὶ θεωρίας ἑστὼς τὰς χεῖρας πρὸς Θεὸν ἐκτείνοι, ἵνα οἱ καθοδηγούμενοι τήν τε θάλασσαν τῶν ἁμαρτημάτων περάσωσι, καὶ τὸν Ἀμαλὴκ τῶν παθῶν τροπώσωνται. Ἠπατήθησαν τοίνυν οἱ ἑαυτοὺς ἀποδιδόντες, καὶ μηδενὸς τοῦ προηγουμένου χρῄζειν ὑπονοήσαντες.

19. Οἱ μὲν ἐξ Αἰγύπτου ἐξιόντες, Μωσέα· οἱ δὲ ἐκ Σοδόμων ἐκφυγόντες, ἄγγελον τὸν καθηγοῦντα ἐκέκτηντο. Καὶ οἱ μὲν τοῖς τὰ ψυχικὰ πάθη ἰωμένοις δι᾿ ἐπιμελείας ἰατρῶν ἐοίκασιν, οἵτινές εἰσιν οἱ ἐξ Αἰγύπτου ἐκπορευόμενοι. Οἱ δὲ τὴν τοῦ δυστήνου σώματος ἀκαθαρσίαν ἐπιποθοῦσιν ἐκδύσασθαι. Διὸ καὶ ἀγγέλου, ἢ γοῦν ἰσαγγέλου, ἵνα οὕτως εἴπω, τοῦ συμβοηθοῦντος ἐπιδέονται. Καὶ γὰρ τὴν σηπεδόνα τῶν τραυμάτων, τεχνίτου λίαν, καὶ ἰατροῦ ἐπιδεόμεθα.

20. Βίας ἀληθῶς καὶ ἀπαύστων ὀδυνῶν οἱ εἰς οὐρανὸν μετὰ σώματος ἀνελθεῖν ἐπιχειρήσαντες δέονται· καὶ μάλιστα ἐν προοιμίοις αὐτοῖς τῆς ἀποταγῆς· ἄχρις οὗ τὸ φιλήδονον ἡμῶν ἦθος καὶ ἀνάλγητος καρδία, εἰς φιλοθεΐαν, καὶ ἁγνισμὸν διὰ πένθους ἐναργοῦς κατασταθῶσι.

21. Μόχθος γὰρ ὄντως, μόχθος, καὶ πολλὴ καὶ ἀόρατος ἡ πικρία, καὶ μάλιστα τοῖς ἀμελῶς διακειμένοις, ἄχρις οὗ τὸν φιλομάκελλον κύνα νοῦν, καὶ φιλόβρομον, φίλαγνόν τινα καὶ φιλεπίσκοπον, δι᾿ ἁπλότητος, καὶ ἀοργησίας βαθείας, καὶ ἐπιμελείας ποιήσωμεν. Πλὴν θαρσῶμεν οἱ ἐμπαθεῖς, καὶ ἀδυνάμενοι, πίστει ἀδιστάκτῳ τὴν ἡμετέραν ἀσθένειαν, καὶ ψυχικὴν ἀδυναμίαν τῇ χειρὶ ἡμῶν, τῇ δεξιᾷ Χριστῷ προσφέροντες, καὶ ἐξομολογούμενοι· καὶ πάντως τὴν αὐτοῦ βοήθειαν, καὶ ὑπὲρ τὴν ἑαυτῶν ἀξίαν κομιζόμεθα· ἐν βυθῷ μέντοι ταπεινοφροσύνης ἑαυτοὺς διηνεκῶς καταφέροντες.

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ Περὶ ἀπροσπαθείας, ἤγουν ἀλυπίας.



1. (653.) Ὁ ἐν ἀληθείᾳ τὸν Κύριον ἀγαπήσας· ὁ ἐν ἀληθείᾳ τῆς μελλούσης βασιλείας ἐπιτυχεῖν ἐπιζητήσας· ὁ ἐν ἀληθείᾳ πόνον περὶ τῶν ἑαυτοῦ πταισμάτων ἐσχηκώς· ὁ ἐν ἀληθείᾳ μνήμην κολάσεως κτησάμενος, καὶ κρίσεως αἰωνίου· ὁ ἐν ἀληθείᾳ φόβον τῆς ἑαυτοῦ ἐξόδου ἀναλαβὼν οὐκ ἔτι ἀγαπήσει, οὐκ ἔτι φροντίσει, ἢ μεριμνήσει, οὐ χρημάτων, οὐ κτημάτων, οὐ γονέων, οὐ δόξης τοῦ βίου, οὐ φίλου, οὐκ ἀδελφῶν, οὐδενὸς ἐπιγείου τὸ παράπαν· ἀλλὰ πᾶσαν αὐτοῦ τὴν σχέσιν, πᾶσαν τὴν περὶ τούτου φροντίδα ἐκτιναξάμενος, καὶ μισήσας· ἐπειδὴ καὶ τὴν ἑαυτοῦ σάρκα· πρὸς τούτων γυμνὸς, καὶ ἀμέριμνος, καὶ ἀόκνως Χριστῷ ἀκολουθεῖ, πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀεὶ βλέπων, καὶ τὴν ἐκεῖθεν βοήθειαν ἀναδεχόμενος, κατὰ τὸν εἰπόντα ἅγιον· Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, καὶ τὸν ἄλλον τὸν ἀείμνηστον εἰρηκότα· Ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν σοι, καὶ ἡμέραν, ἢ ἀνάπαυσιν ἀνθρώπου οὐκ ἐπεθύμησα, Κύριε.

2. Αἰσχύνη μεγίστη ὑπάρχει τὸ πάντα τὰ προειρημένα καταλιπόντας μετὰ τὴν κλῆσιν ἡμῶν, ἣν ὁ Κύριος κέκληκεν ἡμᾶς, καὶ οὐκ ἄνθρωπος, τινὸς φροντίζειν μὴ δυναμένου ἡμᾶς εὐεργετῆσαι ἐν τῇ ὥρᾳ τῆς ἀνάγκης ἡμῶν, ἤγουν τῆς ἐξόδου. Τοῦτο γάρ ἐστιν ὅπερ εἶπεν ὁ Κύριος, στραφῆναι εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ μὴ εὑρεθῆναι εὔθετον εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.

3. Ὁ Κύριος ἡμῶν τὸ εὐόλισθον ἡμῶν τῶν εἰσαγωγικῶν γινώσκων, καὶ ὡς εὐχερῶς ἐν τοῖς κοσμικοῖς συνδιάγοντες, ἢ συντυγχάνοντες, πάλιν ἐπὶ τὸν κόσμον στρεφόμεθα, φησὶ πρὸς τὸν εἰρηκότα αὐτῷ· Ἐπίτρεψόν μοι ἀπελθεῖν θάψαι τὸν πατέρα μου. « Ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς. »

4. Οἱ δαίμονες μετὰ τὴν (656.) ἀποταγὴν, λοιπὸν τοὺς ἐλεήμονας ἡμῖν, καὶ συμπαθεῖς τῶν κοσμικῶν μακαρίζειν ὑποτίθενται, καὶ ἑαυτοὺς ἀποστερήσαντας. Σκοπὸς δὲ τοῖς ἐχθροῖς ἡμῶν διὰ νόθου ταπεινώσεως, ἢ πρὸς τὸν κόσμον ἡμᾶς ἐπιστρέψαι, ἢ μένοντας μοναχοὺς πρὸς τὴν ἀπόγνωσιν κατακρημνῖσαι.

5. Ἔστιν εὐτελίζειν τοὺς ἐν κόσμῳ διὰ οἴησιν, καὶ ἔστιν αὐτοὺς ἀπόντας ἐξουθενεῖν, διὰ τὸ φυγεῖν τὴν ἀπόγνωσιν, καὶ τὴν ἐλπίδα προσκτήσασθαι.

6. Ἀκούσωμεν οὖν τοῦ Κυρίου πρὸς ἐκεῖνον τὸν νεανίσκον, τὸν πάσας σχεδὸν τὰς ἐντολὰς ἐργασάμενον εἰρηκότα· ὅτι Ἕν σοι λείπει, τὸ πωλῆσαι τὰ ὑπάρχοντα, καὶ δοῦναι πτωχοῖς, καὶ ἑαυτὸν πτωχὸν καταστῆσαι ἐλεημοσύνην δεχόμενον.

7. Οἱ προθύμως καὶ ζέως διαδραμεῖν βουλόμενοι, νουνεχῶς ἐπισκεψώμεθα πῶς ὁ Κύριος πάντας τοὺς ἐν κόσμῳ διατρίβοντας, καὶ ζῶντας νεκροὺς κατεδίκασεν, εἰπὼν πρός τινα· Ἄφες τοὺς νεκροὺς κοσμικοὺς, τοὺς τῷ σώματι νεκροὺς θάψαι·

8. οὐδὲν ἐκώλυσε τὸν νεανίσκον ἐκεῖνον ὁ πλοῦτος προσελθεῖν τῷ βαπτίσματι. Ἐματαιώθησαν τοίνυν φάσκοντές τινες, ὅτι τοῦ βαπτίσματος χάριν ὁ Κύριος πωλῆσαι αὐτὸν τὸν πλοῦτον διέταττεν. Ἀρκείτω ἡμῖν εἰς μεγίστην πληροφορίαν τῆς μεγίστης δόξης τοῦ ἡμετέρου ἐπαγγέλματος, ἡ τοιαύτη πληροφορία.

9. Ζητητέον πῶς οἱ ἐν κόσμῳ διάγοντες, καὶ ἀγρυπνίαις, καὶ νηστείαις, καὶ κόποις, καὶ κακοπαθείαις διατρίβοντες, ἐν μονήρει βίῳ ὥσπερ ἐν δοκιμαστηρίῳ, 10. καὶ σκάμματι ἐκ τῶν ἀνθρώπων ἀναχωροῦντες, τὴν προτέραν ἄσκησιν αὐτῶν τὴν νενοθευμένην, καὶ ἐπίπλαστον οὐκ ἔτι μετέρχονται; Ἑώρακα πλεῖστα, καὶ διάφορα φυτὰ τῶν ἀρετῶν παρ᾿ αὐτῶν ἐν κόσμῳ καταφυτευόμενα· καὶ ὥσπερ ἐξ ὑπονόμου βορβόρου, ὑπὸ τῆς κενοδοξίας ποτιζόμενα, καὶ ὑπὸ φανητιασμοῦ κελευόμενα, καὶ ὑπὸ ἐπαίνων κοπριζόμενα· καὶ μέντοι μεταφυτευθέντα ἐν γῇ ἐρήμῳ, καὶ ἀβάτῳ κοσμικῶν, καὶ ἀνύδρῳ κενοδοξιακοῦ, καὶ βρωμώδους ὕδατος, εὐθέως ἐπεξηράνθησαν. Οὐ γὰρ πεφύκασι τὰ ἔνυδρα φυτὰ ἐν σκληροῖς καὶ ἀνύδροις γυμναστηρίοις καρποφορεῖν.

11. Εἴ τις κόσμον ἐμίσησεν, οὗτος λύπην διέφυγεν· εἰ δέ τις πρός τι τῶν ὁρωμένων προσπάθειαν κέκτηται, οὐδέπω λύπης λελύτρωται. Πῶς γὰρ ἂν καὶ μὴ λυπηθήσεται ἐπὶ τῇ στερήσει τοῦ ἀγαπωμένου;

12. Ἐν πᾶσι μὲν πολλῆς ἡμῖν χρεία τῆς νήψεως, ἐπιπλεῖον δὲ τούτῳ προσεκτέον νουνεχῶς πρὸ τῶν λοιπῶν. Πολλοὺς τεθεάκαμεν ἐν κόσμῳ, ὑπὸ μεριμνῶν, καὶ φροντίδων, καὶ ἀδολεσχιῶν, καὶ ἀγρυπνιῶν σωματικῶν τὴν τοῦ οἰκείου σώματος μανίαν ἐκφυγόντας· ἐν ἀμεριμνίᾳ δὲ πάσῃ ἐπὶ τὸν μονήρη βίον ἐληλυθότας· οἱ τοιοῦτοι ἐλεεινῶς ὑπὸ τῆς τοῦ σώματος κινήσεως ἐῤῥυπώθησαν·

13. πρόσχωμεν ἑαυτοῖς μήποτε ἐπὶ τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδὸν λέγοντες ὁδεύειν, τὴν πλατεῖαν καὶ εὐρύχωρον κατέχοντες ἐπλανήθημεν. Στενὴν ὁδὸν ἐμφανίσει σοι θλίψις κοιλίας, στάσις παννύχιος, μέτρον ὕδατος, ἄρτου ἔνδεια, (657.) ἀτιμίας πόμα καθάρσιον· μυκτηρισμοὶ, καταγέλωτες, ἐμπαισμοὶ, ἐκκοπὴ θελημάτων οἰκείων, προσκρούσεων ὑπομονὴ, περιφρονήσεως ἀγογγυσία, ὕβρεων βία, ἀδικούμενον ὑπομένειν ἰσχυρῶς, καταλαλούμενον μὴ ἀγανακτεῖν, ἐξουδενούμενον μὴ ὀργίζεσθαι, κατακρινόμενον ταπεινῶσαι. Μακάριοι οἱ τὴν ὁδὸν τῶν προειρημένων ὁδῶν πορευόμενοι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

14. Οὐδεὶς ἐν τῷ οὐρανίῳ νυμφῶνι στεφανηφορῶν ἐλεύσεται [A. στεφανηφόρος εἰσελεύσεται], μὴ τὴν πρώτην, καὶ δευτέραν, καὶ τρίτην ἀποταγὴν ἀποταξάμενος· λέγω δὴ τὴν πάντων πραγμάτων, καὶ ἀνθρώπων, καὶ γονέων, καὶ τὴν ἐκκοπτὴν τοῦ ἰδίου θελήματος· καὶ τρίτην ἀποταγὴν τῆς κενοδοξίας, τῆς ἐπακολουθούσης τῇ ὑπακοῇ·

15. Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν, καὶ ἀφορίσθητε· καὶ ἀκαθαρσίας κόσμου μὴ ἅπτεσθε[ἅφησθε], λέγει Κύριος. Τίς γὰρ παρ᾿ ἐκείνοις θαύματα πεποίηκε πώποτε; τίς νεκροὺς ἤγειρε; τίς δαίμονας ἀπήλασεν; Οὐδείς. Ταῦτα γὰρ πάντα μοναχῶν τὰ ἔπαθλα, ἃ ὁ κόσμος χωρῆσαι οὐ δύναται. Εἰ γὰρ ἠδύνατο, περὶ τί ἡ ἄσκησις, ἤγουν ἡ ἀναχώρησις;

16. Ὁπόταν οἱ δαίμονες μετὰ τὴν ἀποταγὴν τῇ πρὸς τοὺς γονεῖς ἡμῶν μνήμῃ, καὶ ἀδελφοὺς, καὶ καρδίαν ἡμῶν ἐκθερμαίνουσι, τότε ἡμεῖς τῇ προσευχῇ κατ᾿ αὐτῶν ὁπλισώμεθα, καὶ τῇ τοῦ αἰωνίου πυρὸς μνήμῃ ἑαυτοὺς πυρώσωμεν, ἵνα τῇ τούτου ὑπομνήσει τὸ ἄκαιρον τῆς καρδίας πῦρ κατασβέσωμεν. Εἴ τις ἀπροσπαθῶς πρὸς οἷον οὖν [οἱονοῦν] πρᾶγμα διακεῖσθαι νομίζει.

17. Ἐπὶ δὲ τῇ τούτου ἀποστερήσει τὴν καρδίαν λελύπηται, ὁ τοιοῦτος τελείως ἑαυτὸν ἠπάτησεν.

18. Ὅσοι νέοι περὶ τοὺς τῶν σωμάτων ἔρωτας, καὶ τὴν τροφὴν ἐμμανῶς διάκεινται, καὶ τῇ μοναδικῇ πολιτείᾳ προσελθεῖν βούλονται, πάσῃ νήψει καὶ προσευχῇ ἑαυτοὺς γυμνάσωσι, καὶ πείσωσι πάσης τρυφῆς, καὶ πονηρίας ἀπέχεσθαι· μήπως γένωνται αὐτοῖς τὰ ἔσχατα χείρονα τῶν πρώτων. Ὁ λιμὴν καὶ σωτηρίας, καὶ κινδύνων πρόξενος, καὶ τοῦτο γινώσκουσιν οἱ τὴν νοητὴν θάλασσαν πλέοντες. Ἐλεεινὸν δὲ ἰδέσθαι θέαμα, τοὺς ἐν τῷ πελάγει διασωθέντας, ἐν τῷ λιμένι ναυαγήσαντας. Δευτέρα ἀνάβασις· ὁ τρέχων μὴ τὴν σύζυγον, ἀλλὰ τὸν Λὼτ μιμούμενος φεύγῃ.
    ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ἀγάπησε πραγματικὰ τὸν Κύριον καὶ ἐπεζήτησε ἀληθινὰ νὰ κερδήση τὴν μέλλουσα βασιλεία, ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε πραγματικὸ πόνο γιὰ τὰ ἁμαρτήματά του καὶ ζωντανὴ ἐνθύμησι τῆς κολάσεως καὶ τῆς αἰωνίου κρίσεως, ἐκεῖνος ποὺ ξύπνησε ἀληθινὰ μέσα του τὸν φόβο τοῦ θανάτου του, δὲν θὰ ἀγαπήση πλέον οὔτε θὰ ἐνδιαφερθῇ οὔτε θὰ μεριμνήση καθόλου γιὰ χρήματα ἢ γιὰ κτήματα ἢ γιὰ τοὺς γονεῖς του ἢ γιὰ ἐπίγειο δόξα ἢ γιὰ φίλους ἢ γιὰ ἀδελφοὺς ἢ γιὰ τίποτε τὸ γήϊνο. Ἀλλὰ ἀφοῦ ἀποτινάξη ἀπὸ ἐπάνω του καὶ μισήσῃ κάθε ἐπαφὴ καὶ κάθε φροντίδα γιὰ ὅλα αὐτά, ἐπὶ πλέον δὲ καὶ πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ἀφοῦ μισήσῃ καὶ τὴν ἴδια τὴν σάρκα του, ἀκολουθεῖ τὸν Χριστὸν γυμνὸς καὶ ἀμέριμνος καὶ ἀκούραστος, ἀτενίζοντας πάντοτε στὸν οὐρανὸ καὶ ἀναμένοντας τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια, καθὼς τὸ εἶπε ἕνας Ἅγιος: «Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου» (Ψαλμ. ξβ´ 9).

Καὶ καθὼς τὸ εἶπε πάλι ὁ ἀείμνηστος ἐκεῖνος Προφήτης: «Ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν σοι καὶ ἡμέραν ἢ ἀνάπαυσιν ἀνθρώπου οὐκ ἐπεθύμησα, Κύριε» (Ἱερεμ. ιζ´ 16).

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ Περὶ ξενιτείας




1. (664.) Ξενιτεία ἐστὶ κατάλειψις ἀνεπίστροφος πάντων τῶν ἐν τῇ πατρίδι, πρὸς τὸν τῆς εὐσεβείας σκοπὸν ἡμῖν ἀντιπραττόντων. Ξενιτεία ἐστὶν ἀπαῤῥησίαστον ἦθος, ἄγνωστος σοφία, ἀδημοσίευτος σύνεσις, ἀπόκρυφος βίος, ἀθεώρητος σκοπὸς, ἀφανὴς λογισμὸς, εὐτελείας ὄρεξις, στενοχωρίας ἐπιθυμία, πόθου θείου ὑπόθεσις, ἔρωτος πλῆθος, κενοδοξίας ἄρνησις, σιωπῆς βυθός.

2. Πέφυκέ πως καὶ οὗτος ὁ λογισμὸς ἐν προοιμίοις τοῖς ἐρασταῖς Κυρίου ἀεννάως, καὶ ἐπιτεταμένως διενοχλεῖν, ὡς ἐν θείῳ πυρί· λέγω δὲ ὁ τῶν ἰδίων [Α. οἰκείων] μακρισμὸς, σκοπῶ εὐτελείας, καὶ θλίψεως, προτρεπόμενος τοὺς ἐραστὰς τοῦ τοιούτου καλοῦ. Πλὴν καθ᾿ ὅσον μέγας καὶ ἀξιέπαινός ἐστι, κατὰ τοσοῦτον πολλὴν καὶ τὴν διάκρισιν κέκτηται.

3. Οὐ γὰρ πᾶσα ξενιτεία ἄκρως γενομένη [γινομένη] καλή· εἰ πᾶς προφήτης ἄτιμος ἐν τῇ ἰδίᾳ πατρίδι, ὥς φησιν ὁ Κύριος, σκοπήσωμεν μή πως γένηται ἡμῖν ξενιτεία κενοδοξίας ὑπόθεσις. Ξενιτεία γάρ ἐστιν ὁ πάντων χωρισμὸς, διὰ τὸ τὸν λογισμὸν ποιῆσαι Θεοῦ ἀχώριστον. Ξενιτεία ἐστὶν ἀνεμπλήστου πένθους ἐραστής, καὶ ἐργάτης.

4. Ξένος ἐστὶν ὁ πάσης ἰδίων καὶ ἀλλοτρίων σχέσεως φυγάς. Μὴ ἀνάμενε ἐπὶ τὴν μονίαν, ἢ ἐπὶ τὴν ξενιτείαν ἐπειγόμενος τὰς φιλοκόσμους ψυχάς· δι᾿ ὅτι ὁ κλέπτης ἀνυπονόητος. Πολλοὶ συσσῶσαι πειραθέντες ῥᾳθύμους καὶ ὀκνηροὺς, συναπώλοντο, τοῦ πυρὸς τῷ χρόνῳ ἀποσβεσθέντος. Δεξάμενος φλόγα τρέχε. Οὐ γὰρ γινώσκεις, τὸ, πότε σβέννυται, καὶ ἐν σκοτίᾳ σε καταλήψει. Ἄλλους μὲν σῶσαι οὐ πάντες ἀπαιτούμεθα. Φησὶ γὰρ ὁ θεῖος Ἀπόστολος· Ἆρα οὖν ἕκαστος ἡμῶν ἀδελφοὶ, περὶ ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Θεῷ. Καὶ πάλιν· Ὁδιδάσκων, φησὶν, ἕτερον σεαυτὸν οὐ διδάσκεις. Ὥσπερ ἔλεγε· Περὶ ἄλλων μὲν οὐκ οἶδα, ἑαυτοὺς δὲ πάντες πάντως.

5. Ξενιτεύων ἀσφαλίζου τὸν γυρευτὴν, καὶ φιλήδονον δαίμονα. Ἡ γὰρ ξενιτεία ἀφορμὴν αὐτῷ δίδωσι.

6. Καλὴ ἡ ἀπροσπάθεια, ταύτης δὲ ξενιτεία μήτηρ·

7. ὁ ξενιτεύσας διὰ τὸν Κύριον, οὐκ ἔτι σχέσεις ἔσχηκεν, ἵνα μὴ φανῇ διὰ πάθη πλαζόμενος.

8. Ὁ κόσμου ξενιτεύων, μηκέτι κόσμου προσψαύσῃς· πεφύκασι γὰρ τὰ πάθη φιλεπίστροφα εἶναι.

9. (665.) Ἐξορίζεται ἀκουσίως ἡ Εὖα τοῦ παραδείσου, καὶ μοναχὸς ἑκουσίως τῆς ἑαυτοῦ πατρίδος. Ἡ μὲν γὰρ πάλιν του ξύλου τῆς παρακοῆς ἐπιθυμεῖν ἔμελλεν· ὁ δὲ κίνδυνον ἐκ τῶν κατὰ σάρκα συγγενῶν πάντως ὑφίστατο.

10. Ἀπόφευγε ὡς ἀπὸ μάστιγος, τοὺς τῶν πτωμάτων τόπους. Καρποῦ γὰρ μὴ παρόντος οὐ συνεχῶς ὀρεγόμεθα.

11. Μηδὲ οὗτος ὁ τρόπος, καὶ δόλος τῶν κλεπτῶν λανθανέτω σε· ὑποβάλλουσι γὰρ ἡμῖν τῶν κοσμικῶν μὴ χωρίζεσθαι, πολὺν τὸν μισθὸν ἡμᾶς λέγοντες κομίζεσθαι, εἴπερ ὁρῶντες τὸ θῆλυ ἑαυτῶν κρατήσωμεν, οἷστισιν οὐ πείθεσθαι δεῖ, μᾶλλον δὲ τοὐναντίον ποιεῖν.

12. Ὅταν τῶν οἰκείων ἡμῶν ἐπὶ χρόνον, ἢ χρόνους ἀναχωρήσαντες μικράν τινα εὐλάβειαν, ἢ κατάνυξιν, ἢ ἐγκράτειαν ἑαυτοῖς περιποιησώμεθα· τότε λοιπὸν οἱ λογισμοὶ τῆς ματαιότητος ἐπιστάντες πορεύεσθαι ἡμῖν πάλιν ἐπὶ τὴν οἰκείαν πατρίδα ἐπιτρέπουσιν εἰς οἰκοδομὴν πολλῶν, φησὶν, καὶ τύπον, καὶ ὠφέλειαν τῶν τὰς πράξεις ἡμῶν τὰς ἀθεμίτους σκοπούντων. Εἰ δὲ καὶ λόγου, καὶ φίλης γνώσεως εὐποροῦντες τυγχάνομεν, τότε λοιπὸν ὡς σωτῆρας ψυχῶν, καὶ διδασκάλους ἡμᾶς ἐν αὐτῷ κόσμῳ ὑποβάλλουσιν, ἵνα τὰ ἐν τῷ λιμένι συναχθέντα καλῶς, ἐν τῷ πελάγει κακῶς σκορπίσωσι.

13. Μὴ τὴν γυναῖκα, ἀλλ᾿ αὐτὸν τὸν Λὼτ μιμεῖσθαι σπουδάσωμεν· ψυχὴ γὰρ στραφεῖσα ὅθεν ἐξῆλθεν, ὡς τὸ ἅλας μωρανθήσεται, καὶ ἀκίνητος λοιπὸν μένει.

14. Φεῦγε Αἴγυπτον ἀμεταστρεπτί. Αἱ γὰρ στραφεῖσαι καρδίαι ἐκεῖ τὴν γῆν τῆς ἀπαθείας Ἱερουσαλὴμ οὐκ ἐθεάσαντο.

15. Ἔστιν ἐν προοιμίοις διὰ τὸ νηπιῶδες ἀπολιπόντας τὰ οἰκεῖα, καὶ τελείως καθαρθέντας, πρὸς αὐτὰ συμφερόντως ἐπιστραφῆναι, ἴσως σκοπῷ τοῦ μετὰ τὸ σωθῆναι σῶσαί τινας. Καίπερ ἐκ Θεοῦ Μωσῆς ἐκεῖνος ὁ θεόπτης, πρὸς σωτηρίαν τοῦ ὁμοφύλου γένους ἀποσταλεὶς, πολλοὺς ἐν Αἰγύπτῳ τοὺς κινδύνους, ἤγουν ἐντῷ κόσμῳ τοὺς σκοτασμοὺς ἔσχηκε.

16. Καλὸν λυπῆσαι γονεῖς, καὶ μὴ Κύριον· ὁ μὲν γὰρ καὶ ἔπλασε, καὶ ἔσωσεν· οἱ δὲ πολλάκις οὓς ἠγάπησαν, ἀπόλεσαν, καὶ τῇ κολάσει παρέδωκαν·

17. ξένος ἐκεῖνός ἐστι· ὁ ὡς ἀλλόγλωσσος ἐν ἑτερογλώσσοις [ἔθνεσι]ἐν γνώσει καθήμενος.

18. Οὐ μισοῦντες ἡμεῖς τοὺς οἰκείους ἑαυτῶν, ἢ τοὺς τόπους ἀναχωροῦμεν, μὴ γένοιτο!ἀλλὰ τὴν ἐξ αὐτῶν ἡμῖν προσγινομένην βλάβην ἐκφεύγοντες.

19. Ὡς ἐν πᾶσι, καὶ ἐν τούτοις γίνεται ἡμῖν Χριστὸς τοῖς ἀγαθοῖς διδάσκαλος. Φαίνεται γὰρ καὶ αὐτὸς τοὺς γονεῖς κατὰ σάρκα πολλάκις καταλιπών· καὶ παρά τινων ἀκούων· Ἡ μήτηρ σου, καὶ οἱ ἀδελφοί σου ζητοῦσί σε· θᾶττον ὁ καλὸς ἡμῶν Κύριος, καὶ διδάσκαλος ἀπαθὲς μῖσος ὑπέδειξεν εἰπών· Μήτηρ μου, καὶ ἀδελφοί μού εἰσιν οἱ ποιοῦντες τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.

20. Ἔστω σου πατὴρ ὁ πρὸς τὸ φορτίον τῶνἁμαρτημάτων συγκοπιάσαι δυνάμενος, καὶ βουλόμενος, μήτηρ δὲ, ἡ κατάνυξις, ἡ ἀποπλῦναί σε τοῦ ῥύπου ἰσχύουσα· ἀδελφὸς δὲ, ὁ πρὸς τὸν δρόμον τὸν ἄνω συμπονῶν καὶ συναμιλλώμενος· κτῆσαι σύμβιον ἀναπόσπαστον μνήμην θανάτου· τέκνα δέ σου φιλητὰ ἔστωσαν στεναγμοὶ καρδίας. Δοῦλον κτῆσαι (668.) σὸν σῶμα. Φίλους δὲ τὰς ἁγίας δυνάμεις, αἵτινες ἐν καιρῷ ἐξόδου ὠφελῆσαί σε δύνανται, ἐὰν φίλοι σου γίνωνται· Αὕτη ἡ γενεὰ ζητούντων τὸν Κύριον, πόθος Θεοῦ ἀπέσβεσεν πόθον γονέων.

21. Ὁ δὲ λέγων ἀμφότερα ἔχειν, πεπλάνηκεν ἑαυτὸν ἀκούων τοῦ λέγοντος· Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν, καὶ τὰ ἑξῆς.

22. Οὐκ ἦλθον, φησὶν ὁ Κύριος, εἰρήνην βαλεῖν ἐπὶ τῆς γῆς (γονέων πρὸς υἱοὺς καὶ ἀδελφοὺς δουλεῦσαί μοι προαιρουμένους), ἀλλὰ μάχην καὶ μάχαιραν, διχάσαι φιλοθέους ἐκ φιλοκόσμων· ὑλικοὺς ἐξ ἀΰλων, φιλοδόξους ἐκ ταπεινοφρόνων. Εὐφραίνεται γὰρ Κύριος ἐπ᾿ ἀμφιβολίᾳ καὶ χωρισμῷ, διὰ τὴν πρὸς αὐτὸν ἀγάπην γινομένῳ.

23. Ὅρα ὅρα, μή πως ὑδάτων τὰ πάντα σοι πεπληρωμένα, φανῇ διὰ τὴν προσπάθειαν τῶν οἰκείων σοι ἀγαπητῶν, καὶ τῷ κατακλυσμῷ φιλονεικίας συναπέλθῃς. Μὴ οἰκτειρήσῃς γονέων ἢ φίλων δάκρυα· εἰ δὲ μὴ, αἰωνίως μέλλεις δακρύειν.

ΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ Περὶ ὑπακοῆς Περὶ τῆς μακαρίας, καὶ ἀειμνήστου ὑπακοῆς.



1. (677.) Πρὸς τοὺς πύκτας ἡμῖν λοιπόν, καὶ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὰς περιὼν ὁ λόγος εὐθέτως κατήντησεν. Παντὸς μὲν γὰρ καρποῦ προηγεῖται ἄνθος· πάσης δὲ ὑπακοῆς ξενιτεία, ἢ σώματος, ἢ θελήματος. Ἐν ταῖς δυσὶ γὰρ ταύταις ἀρεταῖς, ὥσπερ ἐν χρυσαῖς πτέρυξι πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀόκνως ἀνέρχεται ἡ ὁσία. Καὶ ἴσως περὶ αὐτῆς πνευματοδόχος τις ἐμελῴδησε. Τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς, καὶ πετασθήσομαι διὰ πρακτικῆς, καὶ καταπαύσω διὰ θεωρίας καὶ ταπεινώσεως;

2. Μηδ᾿ αὐτὸ τὸ σχῆμα, εἰ δοκεῖ, τῶν ἀνδρείων τούτων πολεμιστῶν παραδράμωμεν τῷ λόγῳ κατάδηλον ποιήσασθαι, πῶς τε τὸν θυρεὸν κατέχουσι τῆς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὸν γυμναστὴν πίστεως, ἐν αὐτῷ ὡς εἰπεῖν πάντα ἀπιστίας ἢ μεταβάσεως λογισμὸν ἀπωθούμενοι, τήν τε μάχαιραν τοῦ πνεύματος ἀνατείνοντες διηνεκῶς, καὶ πᾶν ἑαυτῶν θέλημα πλησιάζον αὐτοῖς ἀποκτείνοντες, θώρακάς τε σιδηροῦς πραότητος, καὶ ὑπομονῆς ἠμφιεσμένοι, πᾶσαν ὕβριν καὶ κέντησιν, καὶ βολίδα ἑαυτῶν δι᾿ αὐτῶν ἀποκρουόμενοι· ἔχουσί τε καὶ περικεφάλαιον σωτηρίου τὴν τοῦ προεστῶτος δι᾿ εὐχῆς σκέπην. Ἵστανται δὲ σύμποδες οὐδ᾿ ὅλως, ἀλλὰ τὸ μὲν εἰς διακονίαν προτείνοντες, τὴν δὲ ἐπὶ προσευχὴν (680.) ἀκίνητον ἔχοντες.

3. Ὑπακοή ἐστιν ἄρνησις ψυχῆς οἰκείας παντελὴς διὰ σώματος ἐπιδεικνυμένη ἐνεργῶς. Ἢ τάχα τὸ ἔμπαλιν, ὑπακοή ἐστι· νέκρωσις μελῶν ἐν ζώσῃ διανοίᾳ. Ὑπακοή ἐστιν ἀνεξέταστος κίνησις, ἑκούσιος θάνατος, ἀπερίεργος ζωὴ, ἀμέριμνος κίνδυνος, ἀμελέγητος [ἀμελέτητος] Θεοῦ ἀπολογία· ἀφοβία θανάτου, ἀκίνδυνος πλοῦς, ὑπνοῦσα ὁδοιπορία. Ὑπακοή ἐστι μνῆμα θελήσεως, καὶ ἔγερσις ταπεινώσεως· οὐκ ἀντερεῖ, ἢ διακρίνει νεκρὸς ἐν ἀγαθοῖς, ἢ τὸ δοκεῖν πονηροῖς. Ὁ γὰρ θανατώσας αὑτοῦ εὐσεβῶς τὴν ψυχὴν, ὑπὲρ πάντων ἀπολογήσεται. Ὑπακοή ἐστιν ἀπόθεσις διακρίσεως ἐν πλούτῳ διακρίσεως, 4. ἀρχὴ μὲν νεκρώσεως, καὶ ψυχῆς θελήματος, καὶ μέλους σώματος πόνος· μεσότης δέ ποτε μὲν πόνος, ποτὲ δὲ ἀπονία· τέλος δὲ ἀναισθησία λοιπὸν πᾶσα, καὶ ἀκινησία πόνου· τότε πονῶν ὁρᾶται, καὶ ἀλγυνόμενος ὁ ζῶν νεκρὸς οὗτος ὁ μακαρίτης, ὅταν ἑαυτὸν ὄψεται τὸ οἰκεῖον ποιοῦντα θέλημα, δεδοικότα τὴν βασταγὴν τοῦ ἑαυτοῦ κρίματος.

5. Ὅσοι πρὸς τὸ στάδιον τῆς νοερᾶς ὁμολογίας ἐπεχειρήσατε ἀποδύσασθαι· ὅσοι τὸν τοῦ Χριστοῦ ζυγὸν ἐπὶ τὸν οἰκεῖον αὐχένα ἆραι βούλεσθε· ὅσοι ἐκ τούτου τὸ ἑαυτῶν φορτίον ἐπὶ τὸν τοῦ ἑτέρου τράχηλον ἐπιθεῖναι σπουδάζετε· ὅσοι τὰς ἑαυτῶν ὠνὰς γράψαι ἑκουσίως σπεύδετε, καὶ ἀντ᾿ ἐκείνων ἐλευθερίαν γραφῆναι ὑμῖν βούλεσθε· ὅσοι χερσὶν ἑτέρων ἀνυψούμενοι νηχόμενοι τὸ μέγα τοῦτο περαιοῦσθε πέλαγος, γνῶτε ὡς σύντομόν τινα, καὶ τραχεῖαν ὁδὸν βαδίζειν ἐπεχειρήσατε, μίαν πλάνην καὶ μόνην ἐν αὐτῇ κεκτημένοι, αὕτη δὲ καλεῖται ἰδιορυθμία· ὁ γὰρ ταύτην εἰς ἅπαν ἀπαρνησάμενος, ἐν οἷς δοκεῖ εἶναι καλοῖς, καὶ πνευματικοῖς, καὶ θεαρέστοις πρὸ τοῦ βαδίζειν ἔφθασεν. Ὑπακοὴ γάρ ἐστιν ἀπιστία ἑαυτῷ ἐν τοῖς καλοῖς ἅπασι μέχρι τέλους ζωῆς.

6. Μέλλοντες ἐν Κυρίῳ τὸν ἑαυτῶν αὐχένα κλίνειν, σκοπῷ μὲν καὶ λόγῳ ταπεινοφροσύνης, καὶ κυρίως τὴν ἡμῶν σωτηρίαν ἑτέρῳ, ἐν Κυρίῳ πιστεύειν· πρὸ μὲν τῆς εἰσόδου, εἴπερ τις πονηρία, καὶ φρόνησις παρ᾿ ἡμῖν τυγχάνει, τὸν κυβερνήτην ἀνακρίνωμεν, καὶ ἐξετάσωμεν, καὶ, ἵν᾿ οὕτως εἴπω, πειράσωμεν, ἵνα μὴ τῷ ναύτῃ ὡς κυβερνήτῃ, καὶ τῷ νοσοῦντι ὡς ἰατρῷ, καὶ τῷ ἐμπαθεῖ ὡς ἀπαθεῖ, καὶ τῷ πελάγει ὡς λιμένι περιπεσόντες, ἕτοιμον ἑαυτῆς εὑρήσωμεν ναυάγιον. Μετὰ δὲ τὴν ἐν τῷ σταδίῳ λοιπὸν τῆς εὐσεβείας, καὶ ὑποταγῆς εἴσοδον, μηκέτι τὸν καλὸν ἡμῶν ἀγωνοθέτην ἔν τινι τὸ σύνολον ἀνακρίνωμεν, κἄν τινα ἐν αὐτῷ ὡς ἐν ἀνθρώπῳ ἴσως ἔτι βραχέα πλημμελήματα θεασώμεθα. Εἰ δὲ μὴ, οὐδὲν ἐκ τῆς ὑποταγῆς οἱ ἀνακρίνοντες ὠφελούμεθα.

7. Ἀνάγκη πᾶσα τοὺς βουλομένους ἐν τοῖς ἐπιστατοῦσι πίστιν ἀδίστακτον διὰ παντὸς κατέχειν, τὰ τούτων κατορθώματα ἐν τῇ αὐτῶν καρδίᾳ ἀνεξάλειπτα, καὶ ἀείμνηστα φυλάττειν, ἵνα ὅτε οἱ δαίμονες ἡμῖν ἀπιστίαν πρὸς αὐτοὺς σπείρωσιν, ἐκ τῶν ἐν ἡμῖν μνημονευομένων ἀποφιμώσωμεν. Καθόσον γὰρ ἡ πίστις θάλλει ἐν (681.) τῇ καρδίᾳ, κατὰ τοσοῦτον καὶ τὸ σῶμα σπεύδει ἐν τῇ διακονίᾳ. Ἐπὰν δὲ εἰς ἀπιστίαν προσκόψῃ, ἔπεσε· Πάντως γὰρ ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν.

8. Ἐπάν σε ὁ λογισμὸς ἀνακρῖναι, ἢ κατακρῖναι τὸν προηγούμενον ὑποβάλλῃ, ὡς ἀπὸ πορνείας ἀποπήδησον· μηδ᾿ ὅλως τῷ ὄφει τούτῳ παράσχῃς ἄδειαν· μὴ τόπον, μὴ εἴσοδον, μὴ ἀρχήν. Φθέγγου δὲ πρὸς τὸν δράκοντα· Ὦ ἀπατεών· οὐκ ἐγὼ τοῦ ἄρχοντος, ἀλλ᾿ αὐτὸς τὸ ἐμὸν κρῖμα ἀνεδέξατο· οὐκ ἐγὼ ἐκείνου, ἀλλ᾿ αὐτὸς ἐμοῦ κριτὴς καθέστηκεν.

9. Ὅπλον μὲν οἱ Πατέρες τὴν ψαλμῳδίαν, τὴν δὲ προσευχὴν τεῖχος, λουτῆρα δὲ τὸ ἄμωμον δάκρυον εἶναι ὁρίζονται· τὴν δὲ μακαρίαν ὑπακοὴν ὁμολογίαν ἔκριναν, ἧς χωρὶς οὐδεὶς τῶν ἐμπαθῶν ὄψεται τὸν Κύριον·

10. ὁ ὑποτακτικὸς αὐτὸς τὴν ψῆφον καθ᾿ ἑαυτοῦ ἐκφέρει εἰ μὲν (cod. A., γὰρ) διὰ Κύριον τελείως ὑπακούσει, εἰ καὶ μὴ δόξει τελείως, τὸ ἑαυτοῦ κρῖμα ἐξεδύσατο. Εἰ δὲ τὸ ἑαυτοῦ ἔν τισιν ἐκπληροῖ θέλημα, ἢ καὶ δόξει ὑπακούειν, αὐτὸς τὸ φορτίον ἐπιφέρεται· εἰ μέντοι αὐτὸν ἐλέγχων ὁ προεστὼς οὐκ ἐπαύσατο, εὖ ἂν ἔχοι· εἰ δὲ σεσιώπηκε, τί λέγειν οὐκ ἔχω.

11. Οἱ ἐν ἁπλότητι ὑποτασσόμενοι ἐν Κυρίῳ καλὸν δρόμον περαιοῦσι [cod. A. περαιοῦνται], μὴ κεκινηκότες ἑαυτοῖς δι᾿ ἀκριβολογίαν τὴν τῶν δαιμόνων πανουργίαν.

12. Πρὸ πάντων ἐξομολογησώμεθα τῷ καλῷ ἡμῶν δικαστῇ καὶ μόνῳ, εἰ δὲ κελεύει καὶ πᾶσι· μώλωπες γὰρ θριαμβευόμενοι, οὐ προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, ἀλλ᾿ ἰαθήσονται. Φοβερόν που παραγενόμενος ἐν κοινοβίῳ καλοῦ κριτοῦ, καὶ ποιμένος ἑώρακα κριτήριον.

Διήγησις

13. Τετύχηκε γάρ μου ἐκεῖσε ὑπάρχοντος, τινὰ ἐκ λῃστρικῆς τάξεως τῇ μοναδικῇ προσελθεῖν πολιτείᾳ, ὃν ὁ ἄριστος ἐκεῖνος ποιμὴν, καὶ ἰατρὸς ἐκέλευσεν ἐπὶ ἡμέρας ἑπτὰ ἀναπαύσεως ἁπάσης ἀπολαῦσαι πρὸς θεωρίαν καὶ μόνην τῆς ἐν τόπῳ καταστάσεως. Μετὰ οὖν τὴν ἑβδόμην προσκαλεσάμενος αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν ὁ ποιμὴν ἠρώτα, εἰ ἀρεστὸν αὐτῷ τὴν συνοίκησιν μετ᾿ αὐτῶν ποιήσασθαι· ὡς δὲ συνθέμενον αὐτὸν μετὰ πάσης εἰλικρινείας ἐθεάσατο, πάλιν ἠρώτα τί αὐτῷ ἄτοπον ἐν τῷ κόσμῳ πέπρακται. Ὡς δὲ οἶδεν αὐτὸν σὺν τῷ λόγῳ πάντων προθύμως ἐξομολογησάμενον· πάλιν πρὸς αὐτὸν πειράζων ἔλεγε· Βούλομαί σε, φησὶν, ἐπὶ πάσης τῆς ἀδελφότητος ταῦτα θριαμβεῦσαι. Ὁ δὲ ὄντως τὴν ἑαυτοῦ ἁμαρτίαν μισήσας ἐκεῖνος, καὶ αἰσχύνης ἁπάσης καταφρονήσας ἀδιστάκτως ὑπέσχετο· καὶ εἰ βούλει, φησὶ, κατὰ μέσον Ἀλεξάνδρου τῆς πόλεως. Εἶτα συναθροίζει ὁ ποιμὴν ἐν τῷ Κυριακῷ πάντα τὰ πρόβατα τὸν ἀριθμὸν τριακόσια τριάκοντα, καὶ τῆς θείας συνάξεως τελουμένης· ἦν γὰρ Κυριακὴ 684.) τῶν ἡμερῶν, μετὰ τὴν συμπλήρωσιν τοῦ Εὐαγγελίου εἰσφέρει λοιπὸν τὸν ἄμεμπτον κατάδικον ἐκεῖνον ὑπό τινων ἀδελφῶν συρόμενον καὶ μετρίως τυπτόμενον, τὰς χεῖρας δι᾿ ὅπισθεν δεδεμένον, καὶ σάκκον τρίχινον ἠμφιεσμένον, καὶ σποδὸν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, ὡς καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς θεωρίας ἅπαντας καταπλαγέντας εὐθέως τῷ κλαυθμῷ ἀλαλάξαι· οὐ γὰρ ἔγνω τις τὸ γινόμενον. Εἶτα ὡς πλησίον τῶν τῆς ἐκκλησίας πυλῶν ἔφθασε, προσφωνεῖ αὐτῷ ἡ ἱερὰ ἐκείνη τοῦ φιλανθρώπου κεφαλὴ μεγάλῃ τῇ φωνῇ· Στῆθι, ἀνάξιος γὰρ ὑπάρχεις τῆς ἐνταῦθα εἰσόδου. Ἐκπλαγεὶς οὖν ἐπὶ τῇ τοῦ ποιμένος ἐξ ἱερατείου ἐναχθείσῃ πρὸς αὐτὸν φωνῇ· ἐνόμιζε γὰρ, ὡς ἔσχατον ἡμᾶς ὅρκοις ἐπληροφόρει, οὐκ ἀνθρώπου, ἀλλὰ βροντῆς ἀκηκοέναι· πίπτει μὲν εὐθέως ἐπὶ πρόσωπον ἔντρομος γενόμενος, καὶ ὅλος τῷ φόβῳ κλονηθείς. Χαμαὶ τοίνυν ὑπάρχων, καὶ τὸ ἔδαφος τοῖς δάκρυσι βρέχων, ἐπιτρέπεται πάλιν παρὰ τοῦθαυμασίου ἰατροῦ τοῦ τὴν σωτηρίαν αὐτοῦ ἐν ἅπασι πραγματευομένου, καὶ τύπον σωτηρίας καὶ ἐνεργοῦς ταπεινώσεως πᾶσι παρέχοντος, εἰπεῖν πάντα τὰ πεπραγμένα αὐτῷ κατ᾿ εἶδος ἐπὶ πάντων. Ὁ δὲ μετὰ φρίκης ἐξομολογεῖ τὰ ἅπαντα καθ᾿ ἓν πᾶσαν ἀκοὴν ξενίζονται· οὐ μόνον τὰ σωματικὰ κατὰ φύσιν, καὶ παρὰ φύσιν, ἐν λογικοῖς τε ζώοις, καὶ ἀλόγοις· ἀλλά γε καὶ ἄχρι φαρμακειῶν, καὶ φόνων, καὶ ἑτέρων, ὧν οὐ θέμις ἀκοῦσαι, ἢ γραφῇ παραδοῦναι. Ἐξομολογησάμενον τοίνυν ἐπιτρέπει εὐθέως ἀποκαρθῆναι, καὶ τοῖς ἀδελφοῖς συγκαταριθμηθῆναι.

14. Ἐγὼ δὲ τὴν τοῦ ὁσίου ἐκείνου θαυμάσας σοφίαν, ἠρώτων ἰδίᾳ, τίνος χάριν τὸ τοιοῦτον ξένον σχῆμα πεποίηκεν. Ὁ δὲ ὄντως ἰατρός· Δύο τούτων χάριν, φησίν· πρῶτον μὲν ἵν· αὐτὸν ἐξομολογησάμενον διὰ τῆς παρούσης αἰσχύνης, τῆς μελλούσης ἀπαλλάξω, ὅπερ καὶ γέγονεν. Οὐ γὰρ ἀνέστη τοῦ ἐδάφους, ὦ ἀδελφὲ Ἰωάννης, ἄχρις οὗ τῆς πάντων ἀφέσεως τετύχηκε· καὶ μὴ ἀπίστει· τὶς γάρ μοι τῶν ἐκεῖσε τυγχανόντων τεθάῤῥηκεν ἀδελφὸς λέγων· ὅτι, φησὶν, ἐθεώρουν τινὰ φοβερὸν κατέχοντα χάρτην γεγραμμένον, καὶ κάλαμον· καὶ ἅμα. φησὶ, τὴν ἁμαρτίαν ὁ κείμενος ἔλεγε, ταύτην ἐκεῖνος τῷ καλάμῳ ἐχάραττεν, καὶ εἰκότως· Εἶπα γὰρ, φησίν· Ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ· καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου Δεύτερον δὲ, ἐπειδή τινας κέκτημαι ἀνεξαγόρευτα πταίσματα ἔχοντας, καὶ διὰ τοῦτο λοιπὸν ἐκείνους εἰς ἐξομολόγησιν προτρεπόμενος, ἧς χωρὶς οὐδεὶς ἀφέσεως τεύξεται·

15. καὶ ἕτερα μὲνοὖν πολλὰ ἀξιοθαύμαστα, καὶ ἀξιομνημόνευτα παρὰ τῷ ἀειμνήστῳ ἐκείνῳ ἑώρακα ποιμένι, καὶ ποίμνῃ, ὧν τὰ πλεῖστα ὑμῖν κατάδηλα ποιῆσαι πειράσομαι· ἔμεινα γὰρ παρ᾿ αὐτῷ χρόνον οὐκ ὀλίγον τὴν αὐτῶν ἀνιχνεύων πολιτείαν, καὶ ἐπὶ ταύτῃ μεγάλως ἐξιστάμενος, πῶς τε οἱ ἐπίγειοι ἐκεῖνοι τοὺς οὐρανίους ἐμιμοῦντο.

16. (685.) Ἦν μὲν οὖν ἀγάπη παρ᾿ αὐτοῖς δεσμὸς ἄλυτος· καὶ τὸ δὴ θαυμαστότερον, πάσης παῤῥησίας καὶ ἀργολογίας ἀπηλλαγμένη. Ἤσκουν δὲ πρὸ πάντων τοῦτο, τὸ μὴ πλῆξαι ἀδελφοῦ τὴν συνείδησιν ἔν τινι. Εἰ δέ που ἐφάνη τις μισάλληλος, τοῦτον ὁ ποιμὴν ἐν τῷ ἀφοριστικῷ μοναστηρίῳ ὡς κατάκριτον ἐξώριζεν.

Ποτὲ δέ τινος τῶν ἀδελφῶν, πρὸς αὐτὸν τὸν πλησίον λοιδορήσαντος, παραυτίκα διωχθῆναι αὐτὸν ὁ πανόσιος προσέταξε, λέγων μὴ συγχωρεῖν εἶναι ἐν τῇ μονῇ ὁρατόν, καὶ ἀόρατον διάβολον.

17. Εἶδον ἐγὼ παρὰ τοῖς ὁσίοις ἐκείνοις ὀνησιφόρα, καὶ ἀξιάγαστα ὄντως πράγματα· ἀδελφότητά τε κατὰ Κύριον συγγεγενημένην, καὶ συνδεδεμένην, θαυμαστὴν κεκτημένην, καὶ τὴν ἐργασίαν, καὶ τὴν θεωρίαν. Οὕτως γὰρ ἑαυτοὺς τοῖς θείοις ἐξέτριβον, καὶ ἐγύμναζον κατορθώμασιν, ὡς μὴ δεῖσθαι σχεδὸν τῆς τοῦ προεστηκότος ὑπομνήσεως· ἀλλ᾿ ἰδιαιρέτως ἀλλήλους πρὸς τὴν θείαν διυπνίζειν ἐχρήγορσιν. Ἦν γὰρ αὐτοῖς ὡρισμένα τε, καὶ μεμελετημένα, καὶ πεπαγιωμένα ὅσιά τινα, καὶ θεῖα γυμνάσματα. Εἰ ἔδοξε γάρ τινα αὐτῶν ποτε τοῦ προεστῶτος μὴ παρόντος λοιδορίας, ἢ κατακρίσεως, ἢ ὅλως ἀργολογίας ἄρξασθαι, νεύματι αὐτὸν ἀγνώστως ἀδελφός τις ἕτερος ὑπομιμνήσκων λεληθότως κατέπαυεν. Εἰ δὲ καὶ οὐκ ᾔσθετο ἴσως, βαλὼν λοιπὸν μετάνοιαν ὁ ὑπομνήσας ἀνεχώρει. Ἦν δὲ αὐτοῖς ἄληκτος (εἰ δέοιτο φθέγξασθαι) καὶ ἄπαυστος συλλαλία, ἡ τοῦ θανάτου ἀνάμνησις, καὶ κρίσεως αἰωνίου ἔννοια.

18. Οὐ σιωπήσω ὑμῖν φράσαι τοῦ ὀψοποιοῦ τῶν αὐτόθι τὸ παραδοξότατον κατόρθωμα. Ὁρῶν γὰρ αὐτὸν ἀένναον ἐν τῇ διακονίᾳ κεκτημένον τὴν σύννοιαν, καὶ τὸ δάκρυον, ἱκέτευον ἐπαγγεῖλαί μοι, πόθεν τῆς τοιαύτης χάριτος ἠξιώθη. Ὁ δὲ βιασθεὶς παρ᾿ ἐμοῦ ἀπεκρίνατο· Οὐδέποτε, φησὶν, ἀνθρώποις με δουλεύειν ἐννενόηκα, ἀλλὰ τῷ Θεῷ· καὶ τῆς ἡσυχίας πάσης ἀνάξιον ἑαυτὸν καταδικάσας, αὐτὴν τὴν τοῦ πυρὸς θέας ὑπόμνησιν τῆς μελλούσης φλογὸς διὰ παντὸς κέκτημαι.

19. Ἄλλου παραδόξου αὐτῶν ἀκουσώμεθα κατορθώματος. Καὶ γὰρ οὐδὲ ἐπ᾿ αὐτῆς τῆς τραπέζης, τῆς νοερᾶς ἐργασίας ἐπαύοντο. Σεσημειωμένῳ δὲ ἤθει τινὶ ἀγνώστῳ, καὶ νεύματι τῆς κατὰ ψυχὴν ἑαυτοὺς προσευχῆς ὑπεμίμνησκον οἱ μακάριοι· οὐκ ἐν τῇ τραπέζῃ δὲ τοῦτο ποιοῦντες μόνον ἐφαίνοντο, ἀλλὰ καὶ κατὰ πᾶσαν ἑαυτῶν ἀπάντησίν τε καὶ σύνοδον.

20. Εἴ ποτε δὲ παράπτωμά τις αὐτῶν πεποίηκε, πλείστας ἱκεσίας παρὰ τῶν ἀδελφῶν ἐδέχετο αὐτοῖς περὶ τούτου πρὸς τὸν ποιμένα καταλιπεῖν τὴν φροντίδα, καὶ ἀπολογίαν, καὶ ἐπίπληξιν· ὅθεν ὁ μέγας τὴν τῶν μαθητῶν ἐπιγνοὺς ἐργασίαν, κουφοτέρας λοιπὸν καὶ τὰς ἐπιτιμήσεις παρεῖχεν, ὡς γινώσκων ἀνεύθυνον ὑπάρχειν τὸν ἐπιτιμώμενον· οὐ μέντοι καὶ ἐπεζήτει τὸν κυρίως ἐπιπεσόντα τῷ πταίσματι.

21. Ποῦ (688.) ποτε παρ᾿ ἐκείνοις ἐπεπολίτευτο ἀργολογίας, ἢ εὐτραπελίας ὑπόμνησις; Καὶ εἴ πού τις τῶν ἐν αὐτοῖς ἀμφιβολίας πρὸς τὸν πλησίον ἤρξατο, παριὼν ἕτερος, καὶ μετάνοιαν πεποιηκὼς τὴν ὀργὴν διεσκέδαζεν.

Εἰ δὲ μνησικακοῦντας ᾔσθετο, τῷ τὰ δεύτερα τοῦ προεστῶτος διέποντι τὴν ὁρμὴν ἀπήγγειλε, καὶ πρὸ τῆς ἡλίου δύσεως διαλλάττεσθαι αὐτοὺς ἑαυτοῖς παρεσκεύαζεν.

Εἰ δὲ σκληρυνόμενοι ἐσκληρύνοντο, ἢ μὴ μεταλαμβάνειν τροφῆς ἄχρι τῆς διαλλαγῆς ἐπετιμῶντο· ἢ τῆς μονῆς ἐξεβάλλοντο.

22. Ἦν δὲ ἡ ἀξιέπαινος καὶ αὕτη ἀκρίβεια παρ᾿ αὐτοῖς οὐ [C. A. οὐχ ἁπλῶς οὕτως, καὶ ὡς ἔτυχεν] μάτην ἐπιτελουμένη· ἀλλά γε τὸν καρπὸν πολὺν ποιοῦσα καὶ δηλοῦσα. Πολλοὶ γὰρ παρ᾿ αὐτοῖς τοῖς ὁσίοις ἀνεδείχθησαν πρακτικοί τε καὶ διορατικοὶ, διακριτικοί τε καὶ ταπεινόφρονες. Καὶ ἦν ἰδεῖν φοβερὸν ἐπ᾿ ἐκείνοις, καὶ ἀγγελοπρεπὲς θέαμα· πολιὰς αἰδεσίμους, καὶ ἱεροπρεπεῖς δίκην νηπίων τῇ ὑπακοῇ ἐπιτρέχοντας, καὶ καύχημα μέγιστον κεκτημένους τὴν ἑαυτῶν ταπείνωσιν.

23. Ἑώρακα ἐκεῖσε ἄνδρας περὶ τὰ πεντήκοντα ἔτη ἐν τῇ ὑπακοῇ ἔχοντας, οὓς ἱκέτευον μαθεῖν, τίνα ἐκ τοῦ τοσούτου κόπου παραμυθίαν προσελάβοντο· ὧν οἱ μὲν εἰς ἄβυσσον ταπεινοφροσύνης κατηντηκέναι λοιπὸν ἑαυτοὺς ἔφασκον, δι᾿ ἧς πάντα πόλεμον εἰς αἰῶνα διακρούονται· ἕτεροι δὲ τελείαν ἀναισθησίαν, καὶ ἀπόνοιαν ἐν λοιδορίαις, καὶ ὕβρεσι λοιπὸν ἔχειν ἔλεγον.

24. Ἑώρακα ἑτέρους τῶν ἀειμνήστων ἐκείνων σὺν τῇ πολιᾷ τῇ ἀγγελοειδεῖ εἰς βαθυτάτην ἀκακίαν, καὶ ἁπλότητα σεσοφισμένην, καὶ ἑκουσιόγνωμον, καὶ θεοκατόρθωτον ἐληλακότας. Ὥσπερ γὰρ ὁ πονηρὸς δύο ἐστὶν, ἄλλο τὸ φαινόμενον, καὶ ἄλλο τὸ κρυπτόμενον· οὕτως ὁ ἁπλοῦς, οὐ διπλοῦς, ἀλλ᾿ ἔν τί ἐστιν· οὐκ ἄλογός τις ὢν, καὶ ἄσοφος κατὰ τοὺς ἐν κόσμῳ γηραιοὺς, οὓς καὶ λεληρηκότας φιλοῦσι καλεῖν· ἀλλ᾿ ἔξωθεν μὲν, ἠπίους ὅλους, προσηνεῖς, φαιδροὺς, ἄπλαστον ἔχοντας, καὶ ἀνεπιτήδευτον, καὶ ἀνόθευτον, καὶ τὸν λόγον, καὶ τὸ ἦθος, πρᾶγμα οὐκ ἐν πολλοῖς εὑρισκόμενον· ἔσωθεν δὲ τῇ ψυχῇ τὸν Θεὸν αὐτόν, καὶ τὸν προεστῶτα ὡς ἀκέραια νήπια ἀναπνέοντας· καὶ ἰταμόν, καὶ στερέμνιον τὸ τοῦ νοὸς ὄμμα πρὸς τοὺς δαίμονας, καὶ τὰ πάθη κεκτημένους.

25. Ἐπιλείψει με, ὦ ἱερὰ κορυφὴ, καὶ θεοφιλὴς συνάθροισις, ὁ τῆς ζωῆς μου χρόνος, τὴν ἐκείνων τῶν μακαρίων διηγούμενον ἀρετὴν, καὶ οὐρανομίμητον βίωσιν· ἀλλ᾿ ὅμως ἄμεινον ἐκ τῶν ἐκείνοις πεπονημένων ἱδρώτων τὸν ἡμέτερον ἐγκαλλωπῖσαί πως ἡμᾶς λόγον, καὶ εἰς ζῆλον θεοφιλῆ διεγεῖραι· ἢ ἐξ οἰκείων παραινέσεων. Χωρὶς γὰρ πάσης ἀντιλογίας τὸ ἔλαττον ὑπὸ τοῦ κρείττονος κατακοσμεῖται. Ἐκεῖνο δὲ ἐρωτῶ, μηδὲν ἡμᾶς πεπλανημένον γράφειν ὑπονοῆσαι· ἔθος γὰρ τῇ ἀπιστίᾳ τὴν ὠφέλειαν λυμαίνεσθαι. Πάλιν δὲ τῶν προειρημένων ἐχώμεθα.

26. (689.) Τὶς ἀνὴρ Ἰσίδωρος τοὔνομα ἐξ ἀρχοντικῆς ἀξίας Ἀλεξάνδρου τῆς πόλεως ἐν τῷ εἰρημένῳ κοινοβίῳ, πρὸ τούτων τῶν χρόνων ἀπετάξατο, ὃν κἀγὼ ἐκεῖσε ἔτι κατέλαβον. Τοῦτον δεξάμενος ὁ πανόσιος ἐκεῖνος ποιμὴν κακεντρεχῆ πάνυ, καὶ ὠμόν, δεινόν τε, καὶ ἀγέρωχον θεασάμενος, σοφίζεται ὁ πάνσοφος δαιμόνων πανουργίαν δι᾿ ἀνθρωπίνης ἐπινοίας, καί φησι πρὸς τὸν Ἰσίδωρον· Εἰ ἄρα τὸν τοῦ Χριστοῦ ζυγὸν ἆραι προῄρησας, ὑπακοήν σεἀσκεῖν πρὸ πάντων βούλομαι. Ὁ δέ φησιν· Ὡς σίδηρος χαλκεῖ, οὕτως, ἁγιώτατε, ὑποτάσσεσθαι ἑαυτὸν δέδωκα. Ὁ δὲ μέγας καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ τῷ παραδείγματι θεραπευθεὶς, δίδωσιν εὐθέως τὸ γυμνάσιον τῷ σιδηρῷ Ἰσιδώρῳ καί φησιν· Βούλομαί σε, ὦ ἀδελφὲ, τῇ φύσει, ἐν τῷ πυλῶνι τῆς μονῆς παρίστασθαι· καὶ πάσῃ ψυχῇ εἰσιούσῃ τε, καὶ ἐξιούσῃ ποιεῖν γονυκλισίαν λέγοντα· Εὖξαι ὕπερ ἐμοῦ, πάτερ, ὅτι ἐπιληπτικός εἰμι. Ὑπήκουσε δὲ οὗτος [οὕτως], ὡς ἄγγελος Κυρίῳ. Ἑπταετίαν δὲ αὐτοῦ ἐκεῖσε πεποιηκότος, καὶ εἰς βαθυτάτην ταπείνωσιν, καὶ κατάνυξιν ἐληλακότος, ἠβουλήθη ὁ ἀοίδιμος μετὰ τὴν νομικὴν ἑπταετίαν, καὶ τὴν τοῦ ἀνδρὸς ἀνείκαστον ὑπομονὴν, τοῦτον, ὡς ὑπεράξιον, τοῖς ἀδελφοῖς συναριθμῆσαι, καὶ χειροτονίας ἀξιῶσαι. Ὁ δὲ πλείστας καὶ δι᾿ ἑτέρων, καὶ δι᾿ ἐμοῦ τοῦ ἀσθενοῦς ἱκεσίας πεποίηκε τῷ ποιμένι, ἐκεῖσε αὐτὸν ὡσαύτως διάγοντα τελειῶσαι τὸν δρόμον, αἰνιξάμενος, καὶ ἀμυδρῶς πως τῷ λόγῳ τὸ τέλος, καὶ τὴν αὐτοῦ κλῆσιν πλησιάζουσαν, ὅπερ καὶ γέγονεν. Ἐάσαντος γὰρ αὐτὸν ἐν τῇ αὐτῇ τάξει τοῦ διδασκάλου, μετὰ δεκάτην ἡμέραν πρὸς Κύριον δι᾿ ἀδόξιας ἐνδόξως ἐξεδήμησε, τῇ ἑβδόμῃ ἡμέρᾳ τῆς αὐτοῦ κοιμήσεως. καὶ τὸν θυρωρὸν τῆς μονῆς πρὸς Κύριον προσλαβόμενος. Ἦν γὰρ αὐτῷ εἰρηκὼς ὁ μακάριος, ὅτιπερ, Ἐὰν τύχω παῤῥησίας πρὸς Κύριον, ἀχώριστός μου γενήσῃ κἀκεῖ διὰ τάχος. Ὅπερ καὶ γέγονεν, εἰς μεγίστην πληροφορίαν τῆς ἀκαταισχύντου αὐτοῦ ὑπακοῆς, καὶ ταπεινώσεως θεομιμήτου.

27. Ἠρώτησα ἔτι περιόντα τὸν μέγαν τοῦτον Ἰσίδωρον, ποίαν ἐργασίαν αὐτοῦ ὁ νοῦς ἐν τῷ πυλῶνι διάγοντος ἐκέκτητο. Καὶ οὐκ ἔκρυψεν ὠφελῆσαί με θέλων ὁ ἀείμνηστος.

Ἐν ἀρχαῖς μὲν γὰρ τοῦτο, φησὶν, ἐλογιζόμην, ὅτιπερ ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν μου ἐπράθην. Ὅθεν καὶ μετὰ πικρίας πάσης, καὶ βίας, καὶ αἵματος τὴν μετάνοιαν ἔβαλλον. Ἐνιαυτοῦ δὲ πληρωθέντος ἀλύπως λοιπὸν διεκείμην τὴν καρδίαν, μισθὸν παρ� αὐτοῦ Θεοῦ ὑπομονῆς προσδεχόμενος. Περαιωθέντος δὲ ἑτέρου ἑνὸς χρόνου, ἀνάξιον ἑαυτὸν λοιπὸν ἐλογιζόμην σὺν αἰσθήσει καρδίας, καὶ τῆς ἐν τῇ μονῇ διατριβῆς, καὶ τῆς τῶν Πατέρων θέας, καὶ συντυχίας, καὶ τῆς τῶν μυστηρίων μεταλήψεως, καὶ τῆς ἐν προσώπῳ τινὸς θεωρίας. Κάτω δὲ νεύων τῷ ὄμματι, καὶ κατωτέρῳ φρονήματι τοὺς εἰσιόντας καὶ ἐξιόντας εἰλικρινῶς λοιπὸν ὑπὲρ εὐχῆς ἱκέτευον.

28. (692.) Ἐν τῇ τραπέζῃ ποτὲ συγκαθημένῳ μοι τῷ με γάλῳ ἐπιστάτῃ, πρὸς τὸ ἐμὸν οὖς κεκλικὼς τὸ ἅγιον αὐτοῦ στόμα φησί. Βούλει σοι δείξω ἐν πολιᾷ βαθυτάτῃ θεϊκὸν φρόνημα; Ἐμοῦ δὲ ἱκετεύσαντος, ὁ δίκαιος ἐκ τῆς δευτέρας τραπέζης Λαυρέντιον τοὔνομα περὶ τὰ τεσσαράκοντα ὀκτὼ ἔτη ἐν τῇ μονῇ ἔχοντα, καὶ δεύτερον τοῦ ἱερατείου πρεσβύτερον ὑπάρχοντα. Ἐλθόντα οὖν, καὶ βαλόντα τῷ ἡγουμένῳ γονυκλισίαν, εὐλογεῖται μὲν παρ᾿ αὐτοῦ· ἀναστάντι δὲ οὐδὲν τὸ σύνολον εἴρηκεν· ἀλλ᾿ εἴασεν αὐτὸν πρὸ τῆς τραπέζης ἑστῶτα, καὶ μὴ ἐσθίοντα ἦν δὲ τοῦ ἀρίστου ἡ εἴσοδος· ὥστε ποιῆσαι περὶ ὥραν μεγάλην, ἢ καὶ δύο ἱστάμενον· ὡς ἐμὲ λοιπὸν αἰδεῖσθαι κἂν εἰς πρόσωπον τοῦ ἐργάτου ἀτενίσαι. Ἦν γὰρ ὁλοπόλιος, ὀγδοηκοστὸν ἄγων χρόνον Ἀναποκρίτου τε ἄχρι τῆς πληρώσεως τῆς ἑστιάσεως μείνοντος· ἀναστάντων ἡμῶν πέμπεται ὑπὸ τοῦ ὁσίου εἰπεῖν τῷ προμνημονευθέντι μεγάλῳ Ἰσιδώρῳ τὴν τοῦ τριακοστοῦ ἐννάτου ψαλμοῦ ἀρχήν.

29. Οὐ παρεῖδον δὲ ἐγὼ ὡς πονηρότατος τὸν γέροντα πειρᾶσαι· ἐρωτήσαντος δέ μου αὐτὸν τί ἄρα παριστάμενος τῇ τραπέζῃ ἐλογίζετο· Τοῦ Χριστοῦ, ἔφη, τὴν εἰκόνα τῷ ποιμένι περιθέμενος, οὐδ᾿ ὅλως ποτὲ ἐξ αὐτοῦ ἐπιτάσσεσθαι λελόγισμαι, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ Ὅθεν, πάτερ Ἰωάννη, οὐχ ὡς ἐνώπιον τραπέζης ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ὡς ἐνώπιον θυσιαστηρίου Θεοῦ, καὶ Θεῷ ἱστάμην προσευχόμενος· οὐδ᾿ ὅλως ἔννοιάν τινα πρὸς τὸν ποιμένα πονηρὰν λογισάμενος, ἐκ τῆς πρὸς αὐτόν μου πίστεως καὶ ἀγάπης. Εἴρηκε γάρ τις, ὅτι Ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τὸ κακόν. Πλὴν κακεῖνα γίνωσκε, Πάτερ ὅτι ἐπάν τις εἰς ἁπλότητα καὶ ἑκουσίαν ἀκακίαν ἐκδῷ, οὐκ ἔτι ἐκεῖ ὁ πονηρὸς χώραν ἢ ὥραν ἀναλαμβάνει.

30. Κύριος ὁ δίκαιος, οἷος καὶ ἦν ὁ τῶν λογικῶν θρεμμάτων σωτὴρ διὰ τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνος τοιοῦτον αὐτῷ καὶ οἰκονομοῦντα τὰ τὴν μονὴν ἄλλον πέπομφε· ἦν γὰρ σώφρων εἰ καί τις ἄλλος, πρᾶος, ὡς πάνυ ὀλίγοι. Τούτῳ πρὸς τὴν τῶν λοιπῶν ὠφέλειαν ἐπηνέχθη ὁ γέρων ὁ μέγας εἰκῆ ἐπὶ τοῦ Κυριακοῦ διωχθῆναι αὐτὸν κελεύσας ἀκαίρως. Ἐγὼ δὲ ἐγνωκὼς ἄμεμπτον αὐτὸν εἶναι ἐφ᾿ ᾧ ἐγκλήματι πρὸς αὐτὸν ἔλεγεν ὁ ποιμὴν, κατ᾿ ἰδίαν ὑπὲρ τοῦ οἰκονόμου ἀπολογίαν ἐποιούμην πρὸς τὸν μέγαν. Ὁ δὲ σοφός φησι·

Καί γε (κἀγώ) ἔγνωκα, πάτερ, ἀλλ᾿ ὥσπερ οὐ δίκαιον, ἀλλ᾿ ἐλεεινὸν ἐκλιμώττοντος νηπίου τὸν ἄρτον ἐκ στόματος ἀφαρπάσαι· οὕτως καὶ ἑαυτόν, καὶ τὸν ἐργάτην ὁ ψυχῶν προεστηκὼς, μὴ (βλάπτει uel ζημιοῖ) προξενῶν αὐτῷ στεφάνους, ὅσους καὶ γινώσκει αὐτὸν ὑπομένειν, κατὰ πᾶσαν ὥραν· εἴτε δι᾿ ὕβρεων, εἴτε δι᾿ ἀτιμιῶν, δι᾿ (693.) ἐξουδενώσεως, δι᾿ ἐμπαιγμῶν· τρία γὰρ μέγιστα ἀδικεῖται· πρῶτον μὲν στερούμενος αὐτὸς τοῦ ἐκ τῆς ἐπιτιμήσεως μισθοῦ· δεύτερον δὲ ὅτι καὶ ἄλλους ὠφελεῖν ἐκ τῆς ἑτέρου ἀρετῆς δυνάμενος, οὐκ ἐποίησε· τρίτον, ὃ καὶ βαρύτατον, ὅτι πολλάκις καὶ αὐτοὶ οἱ δοκοῦντες φερέπονοι, καὶ ὑπομονητικοὶ ὑπάρχειν, ἐπὶ χρόνον ἀμεληθέντες, καὶ ὡς δῆθεν ἐνάρετοι, λοιπὸν ὑπὸ τοῦ προεστῶτος μὴ ἐλεγχόμενοι, ἢ ὀνειδιζόμενοι, τῆς προσούσης αὐτοῖς πραότητος, καὶ ὑπομονῆς ἐστερήθησαν. Κἂν γὰρ καλὴ καὶ καρποφόρος καὶ πίων ἐστὶν ἡ γῆ, ἀλλ᾿ οἶδεν λεῖψις ὕδατος ἀτιμίας ὑλομανοῦσαν αὐτὴν ποιεῖν, καὶ ἀκάνθας τύφου, καὶ πορνείας, καὶ ἀφοβίας ἐν αὐτῇ βλαστῆσαι. Τοῦτο γινώσκων ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἀπόστολος τῷ Τιμοθέῳ ἐπέστελλεν· Ἐπίστηθι· ἐπενέχθητι· ἐπίπληξον αὐτοὺς εὐκαίρως, ἀκαίρως.

31. Ἐμοῦ δὲ πρὸς τὸν ὁδηγὸν ὄντως ἐκεῖνον ἀντιφιλονεικοῦντος, καὶ τὴν ἀσθένειαν τῆς καθ᾿ ἡμᾶς γενεᾶς προβαλλομένου, καὶ ὡς πολλοὶ ἴσως ἐκ τῆς εἰκῆ, τάχα δὲ καὶ οὐκ εἰκῆ ἐπιπλήξεως τῆς ποίμνης ἀποῤῥήγνυνται· πάλιν ὁ τῆς σοφίας οἶκος ἔλεγε·

Ψυχὴ δεθεῖσα διὰ Χριστὸν ἀγάπῃ ποιμένος, καὶ πίστει, μέχρις αἵματος οὐκ ἀφίσταται· μάλιστα εἰ καὶ εὐεργετηθεῖσα ἐπὶ μώλωψί ποτε τυγχάνει παρ᾿ αὐτοῦ· μνημονεύουσα τοῦ φάσκοντος· Οὔτε Ἄγγελοι, οὔτε Ἀρχαὶ, οὔτε Δυνάμεις, οὔτε τις κτίσις ἑτέρα χωρίσαι ἡμᾶς ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ δεδύνηται. Ἡ δὲ μὴ οὕτως δεθεῖσα, καὶ παγεῖσα, καὶ κολληθεῖσα, θαυμάζω, εἰ οὐκ εἰκῆ τὴν ἐν τῷ τόπῳ διατριβὴν διαπεραίνει, ἐπιπλάστῳ, καὶ ἠπατημένῃ ὑποταγῇ συνημμένη·

οὐκ ἔψευσται δὲ ἑαυτὸν ἀληθῶς ὁ μέγας· ἀλλὰ καὶ κεκράτηκε, καὶ ὡδήγηκε, καὶ τετελείωκε, καὶ προσενήνοχε Χριστῷ ἄμωμα θύματα.

32. Ἀκούσωμεν σοφίαν Θεοῦ, καὶ θαυμάσωμεν ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν εὑρημένην. Ἀγάμενος ἐγὼ ἐκεῖσε παρὼν τήν τινων τῶν νεοπαγῶν πίστιν, καὶ ὑπομονὴν, καὶ ἀδάμαστον καρτερίαν ἐπὶ ταῖς τοῦ προεστῶτος, ἀλλὰ καὶ τῶν λίαν ὑποβεβηκότων·

ἠρώτων, οἰκοδομῆς χάριν, τινὰ τῶν ἀδελφῶν πέντε καὶ δέκα ἔτη ἐν τῇ μονῇ ἔχοντα, ὀνόματι Ἀββάκυρον, ὃν καὶ μάλιστα ὑπὸ πάντων σχεδὸν ἀδικούμενον, ἔσθ᾿ ὅτε καθ᾿ ἡμέραν, τῆς τραπέζης ἐκ τῶν ὑπηρετῶν διωκόμενον ἔβλεπον· ἦν γὰρ ἐκ φύσεως μικρὸν πάνυ περὶ τὴν γλῶσσαν ἀκράτητος ἀδελφός. Καὶ πρὸς αὐτὸν ἔλεγον· Ἀδελφὲ Ἀββάκυρε, διὰ τί τῆς τραπέζης καθ᾿ ἡμέραν ἐλαυνόμενόν σε θεωρῶ, καὶ ἄδειπνον πολλάκις κοιμώμενον; Καί φησι· Πίστευσόν μοι, πάτερ, ὅτι δοκιμάζουσί με οἱ πατέρες μου, ἐὰν ποιῶ μοναχόν, ἐπεὶ οὐκ ἐν ἀληθείᾳ τοῦτο ποιοῦσι· κἀγὼ λοιπὸν γινώσκων τὸν σκοπὸν τοῦ μεγάλου, καὶ αὐτῶν, ὑπομένω πάντα ἀβαρῶς. Καὶ ἰδοὺ δεκαπέντε ἔτη ἔχων τοῦτο 696.) λογιζόμενος, καθώς μοι καὶ αὐτοὶ ἐν τῇ ἐμῇ εἰσόδῳ ἔφησαν· ὅτι ἄχρι τῆς τριακονταετίας δοκιμάζουσι τοὺς ἀποτασσομένους· καὶ δικαίως, πάτερ Ἰωάννηχωρὶς γὰρ δοκιμῆς ὁ χρυσὸς οὐ τελειοῦται.

33. Ἐπιμείνας οὖν ὁ γενναῖος οὗτος Ἀββάκυρος μετὰ τὴν ἐμὴν ἄφιξιν τῷ μοναστηρίῳ διετῆ χρόνον, πρὸς Κύριον ἀπεδήμησε, τοῦτο εἰπὼν τοῖς πατράσιν ἐν τῷ μέλλειν ἐκλείπειν· Εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὑμῖν, ὅτι διὰ τὸ πειράζεσθαι εἰς σωτηρίαν μου ἐξ ὑμῶν, ἔμεινα ἐκ δαιμόνων ἀπείραστος ἰδοὺ δεκαεπτὰ ἔτη. Ὃν καὶ ὡς ὁμολογητὴν μετὰ τῶν ἐκεῖσε κατακειμένων ἁγίων ἀξίως ὁ δικαιοκριτὴς ποιμὴν κατατεθῆναι ἐκέλευσεν.

34. Ἀδικῶ πάντας [πάντως] τοὺς ζηλωτὰς τῶν καλῶν, εἴπερ σιωπῆς μνήματι θάψω τὸ Μακεδονίου τοῦ πρώτου τῶν ἐκεῖσε διακόνων κατόρθωμα καὶ ἆθλον· οὗτος ὁ μεμελημένος Κυρίῳ ποτὲ τῆς τῶν ἁγίων Θεοφανίων ἑορτῆς καταλαβούσης, λιπαρεῖ τὸν ποιμένα, πρὸ δύο ἡμερῶν ἐν τῇ πόλει Ἀλεξανδρείᾳ εἰσελθεῖν οἰκείας χρείας χάριν τινὸς, ὑποσχόμενος μέντοι θᾶττον ἐξέρχεσθαι τῆς πόλεως, διὰ τὴν τῆς ἑορτῆς ἀκουλουθίαν τε καὶ ἑτοιμασίαν. Ὁ οὖν μισόκαλος διάβολος ἐμπόδιον πεποιηκὼς τῷ ἀρχιδιακόνῳ πεποίηκεν αὐτὸν ἀπολυθέντα τοῦ ἡγουμένου, μὴ καταλαβεῖν τῇ ἁγίᾳ ἑορτῇ ἐν τῇ μονῇ κατὰ τὸν ὅρον, ὃν ἦν ἐκ τοῦ προεστῶτος κομισάμενος. Μεθ᾿ ἡμέραν οὖν καταλαβόντα, ἀφορίζει ὁ ποιμὴν τῆς διακονίας, καὶ ἐν τῷ ἐσχάτων ἀρχαρίων κατατάττει χώρᾳ· δέχεται ὁ καλὸς τῆς ὑπομονῆς διάκονος καὶ τῆς καρτερίας ἀρχιδιάκονος, τὸν τοῦ Πατρὸς ὅρον, καὶ ἀλύπως οὕτως, ὡς ἑτέρου ἐπιτιμηθέντος, καὶ οὐκ αὐτοῦ· πεποιηκότα τοίνυν αὐτὸν ἐν τῇ τοιαύτῃ τάξει τεσσαράκοντα ἡμέρας, πάλιν ἐπὶ τὸν ἴδιονβαθμὸν ἀνήγαγε ὁ σοφός· καὶ δὴ μετὰ μίαν ἡμέραν δυσωπεῖται ὑπὸ τοῦ ἀρχιδιακόνου πάλιν ἐν τῇ ἐπιτιμίᾳ, καὶ τῇ πρώην ἀτιμίᾳ καταστῆναι, φήσας αὐτῷ, ὅτι περὶ ἀσυγχώρητόν τι ἐν τῇ πόλει ἔπταισα. Γνοὺς δὲ ὁ ὅσιος ἀληθῆ μὴ λέγειν αὐτῷ, ἀλλὰ ταπεινώσεως χάριν τοῦτο ἐπιζητεῖν, εἶξε τῇ καλῇ ἐπιθυμίᾳ τοῦ ἐργάτου· καὶ ἦν ἰδεῖν πολιὰν αἰδέσιμον ἐν τῇ ἀρχαϊκῇ [τῶν ἀρχαρίων] διάγουσαν τάξει· καὶ πάντας δυσωποῦσαν εἰλικρινῶς ὑπὲρ αὐτοῦ εὔχεσθαι.

Ἐπειδὴ, φησὶν, εἰς πορνείαν παρακοῆς πέπτωκα, ἐμοὶ δὲ τῷ ταπεινῷ τεθάῤῥηκεν ὁ μέγας οὗτος Μακεδόνιος, τίνος χάριν τῇ τοιαύτῃ τεταπεινωμένῃ διαγωγῇ ἑκουσίως προσέδραμεν· οὐδέποτε γὰρ κουφισμὸν οὕτως πολέμου παντὸς, καὶ φωτὸς θείου γλυκασμὸν ἐν ἑαυτῷ ὡς νῦν τεθέαμαι.

35. Ἀγγέλων, φησὶ, τὸ μὴ πίπτειν, ἴσως καὶ μὴ δυναμένων, ὥς φασί τινες· ἀνθρώπων δὲ τὸ πίπτειν, καὶ θᾶττον ἀνίστασθαι· ὁσάκις τοῦτο καὶ συμβαίη· δαιμόνων δὲ καὶ μόνον, τὸ πεσόντας μὴ ἐγείρεσθαι.

(697.) Ὁ τὴν διακονίαν τῆς μονῆς πεπιστευμένος [τοῦτό μοι] τεθάῤῥηκε· Νέου μου ὄντος, φησὶ, καὶ ἐν τῇ τῶν ἀλόγων φροντίδι διάγοντος, συνέβη πτῶμα κατενεχθῆναι [εἰς πτῶμα πεσεῖν] βαρύτατον ψυχῆς· ἐμοῦ δὲ σεσυνηθηκότος μηδέποτε κρύπτειν ὄφιν ἐν φωλεῷ καρδίας, τῷ ἰατρῷ τοῦτον τῆς κέρκου κρατήσας ἐστηλίτευσα· κέρκον δὲ λέγω τὸ τέλος τῆς πράξεως· ὁ δὲ μειδιῶν τῷ προσώπῳ φησὶν πρός με· Παίσας μου τὴν σιαγόνα μετρίως, ἄπιθι, τέκνον, ἔχου τῆς διακονίας σου, ὡς τὸ πρὶν, μηδὲν τὸ παράπαν δεδιώς. Ἐγὼ δὲ πίστει διαπύρῳ πεισθεὶς ἐν βραχείαις ἡμέραις τῆς ἰάσεως πληροφορίαν εἰληφὼς, ἔτρεχον τὴν ὁδόν μου χαίρων ἅμα καὶ τρέμων.

36. Κέκτηται πᾶσα τάξις κτιστῶν, ὥς φασί τινες, διαφορὰς διαφερόντων. Ἐπεὶ οὖν ἦσαν καὶ παρὰ τῇ συνόδῳ τῶν ἀδελφῶν προκοπῶν καὶ γνωμῶν διαφοραί· ἐπάν τινας τούτων ὁ ἰατρὸς φιλενδείκτας ἐπὶ ταῖς τῶν κατὰ κόσμον ἐν τῇ μονῇ ἐπιδημίαις ἐσημειοῦτο, καὶ τούτους ἐπὶ τούτων ἐσχάταις ὕβρεσι, καὶ διακονίαις ἀτιμοτέραις [ἐνώπιον ἐκείνων] περιέβαλλεν· ὥστε λοιπὸν δρομαίως ὑποχωρεῖν, ἡνίκα δ᾿ ἄν τινων τῶν κατὰ κόσμον ἐπιδημίαν ἔβλεπον· καὶ ἦν ἰδέσθαι ὑπερφυὲς τὸ γινόμενον, αὐτὴν τὴν κενοδοξίαν ἑαυτὴν ἐκδιώκουσαν, καὶ τῶν ἀνθρώπων ἀποκρύπτουσαν.

37. Μὴ στερῆσαί με Κύριος ὁσίου Πατρὸς εὐχῆς βουλόμενος, πρὸ μιᾶς ἑβδομάδος τῆς ἐμῆς τοῦ ὁσίου τόπου ἐξελεύσεως, προσελάβετο τὸν τὰ δεύτερα τοῦ ποιμένος διέποντα, ἄνδρα θαυμαστόν, Μηνᾶν τοὔνομα, πεντήκοντα ἐννέα ἔτη ἔχοντα ἐν τῷ κοινοβίῳ, λοιπὸν διακονήσαντα πᾶσαν διακονίαν. Τῇ οὖν ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ἡμῶν τὸν συνήθη κανόνα τῆς τοῦ ὁσίου κοιμήσεως ἐπιτελούντων, ἐξαίφνης εὐωδιάζεται ὅλος ὁ χῶρος, ἐν ᾧ ὁ ὅσιος κατέκειτο. Ἐπέτρεψεν οὖν ὁ μέγας τὴν, ἐν ᾗ κατετέθη, θήκην ὁ ὅσιος ἀποσκεπάσαι ἡμᾶς· καὶ τούτου γενομένου, ὁρῶμεν πάντες ἐκ τῶν αὐτοῦ τιμίων πελμάτων δίκην δύο πηγῶν τὴν τοῦ μύρου εὐωδίαν ἐκπορευομένων. Τότε, φησὶν ὁ διδάσκαλος πρὸς πάντας, ὁρᾶτε; ἰδοὺ οἱ τῶν πόνων [ποδῶν] αὐτοῦ, καὶ κόπων ἱδρῶτες μύρον Θεῷ προσηνέχθησαν.

38. Καὶ ἀληθῶς. Καὶ ἄλλα τε πλεῖστα ἡμῖν περὶ αὐτοῦ τοῦ πανοσίου Μηνᾶ, οἱ τοῦ τόπου πατέρες κατορθώματα ἀπήγγειλαν, ἐν οἷς καὶ τοῦτο ἔλεγον.

Ὅτι φασί ποτε ὁ προεστὼς τὴν αὐτοῦ θεοδώρητον ὑπομονὴν δοκιμάσαι βουλόμενος, ἀνελθόντα αὐτὸν ἐν τῷ ἡγουμενείῳ, καὶ βαλόντα μετάνοιαν ἑσπέρας τῷ ἡγουμένῳ, παράθεσίν τε λαβεῖν συνήθως ἱκετεύοντα, εἴασεν αὐτὸν οὕτως χαμαὶ κείμενον ἄχρι τοῦ κανόνος ὥρας· τότε λοιπὸν αὐτὸν εὐλογήσας, καὶ λοιδορήσας ὡς φιλενδείκτην καὶ ἀνυπομόνητον ἀνέστησεν. Ἐγίνωσκε γὰρ ὁ ὅσιος, ὅτι ὑποφέρει γενναίως· διὸ καὶ τὸ δρᾶμα πρὸς οἰκοδομὴν πᾶσι πεποίηκεν. Ὁ δὲ τούτου ἡμᾶς τοῦ ὁσίου (700.) Μηνᾶ μαθητὴς ἐπληροφόρει ἡμᾶς τὰ κατὰ τὸν ἐπιστάτην [διδάσκαλον]. Διὸ καὶ, φησὶν, ἐμοῦ πολυπραγμονήσαντος αὐτόν, εἰ ἄρα ἐν τῇ τοιαύτῃ πρὸς τὸν ἡγούμενον γονυκλισίᾳ ὕπνῳ κατηνέχθη, ἐπληροφόρει, φησὶν, ὡς ἅπαν τὸ Ψαλτήριον χαμαὶ κείμενον ἀποστηθίσαι.

39. Οὐ παρίδω ἐγὼ ἐγκαλλωπίσαι τὸν τοῦ λόγου στέφανον καὶ τῷ παρόντι σμαράγδῳ. Κεκίνηκά ποτε περὶ ἡσυχίας λόγον τισὶ τῶν ἀνδρειοτάτων γερόντων ἐκείνων· οἱ δὲ μειδιῶντι τῷ προσώπῳ, καὶ ἱλαρῷ ἤθει ἀστείως φασὶ πρός με· Ἡμεῖς, ὦ πάτερ Ἰωάννη, ὑλικοὶ ὄντες ὑλικωτέραν καὶ ἀγωγὴν μετερχόμεθα· ἐκεῖνο προκρίναντες, κατὰ τὸ μέτρον τῆς ἑαυτῶν ἀσθενείας καὶ τὸν πόλεμον ὑπελθεῖν· ἄμεινον λογισάμενοι ἀνθρώποις παλαίειν, τοῖς ποτε μὲν ἠγριωμένοις, ποτὲ δὲ μετανοοῦσι, καὶ μὴ δαίμοσι διὰ παντὸς πρὸς ἡμᾶς μαινομένοις καὶ ὁπλιζομένοις.

40. Ἕτερος δὲ αὖθις τῶν ἀειμνήστων, πολλὴν πρός με τὴν κατὰ Θεὸν ἀγάπην καὶ παῤῥησίαν κεκτημένος, φησί μοι μετ᾿ εὐμενείας· Εἰ ἄρασοι πρόσεστι, πάνσοφε, ἡ τοῦ εἰπόντος ἐν αἰσθήσει ψυχῆς ἐνέργεια, ὅτι Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ· εἰ Πνεῦμα ἅγιον δρόσου ἁγνείας κατὰ τὴν Παρθένον ἐπῆλθεν ἐπί σε· εἰ δύναμις Ὑψίστου ὑπομονῆς ἐπεσκίασέ σοι· ζῶσαι ὥσπερ ἀνὴρ (Χριστὸς ὁ Θεὸς) τὴν ὀσφύν σου λεντίῳ ὑπακοῆς, καὶ ἀναστὰς ἐκ τοῦ δείπνου τῆς ἡσυχίας νίψον πόδας ἀδελφῶν ἐν συντετριμμένῳ πνεύματι. Μᾶλλον δὲ κυλίου ὑπὸ πόδας συνοδίας ἐν καταβεβλημένῳ φρονήματι. Στῆσον πυλωροὺς ἀποτόμους, καὶ ἀΰπνους ἐν πύλῃ καρδίας σου· κράτει νοῦν ἀκράτητον ἐν περισπωμένῳ σώματι· ἄσκει νοερὰν ἡσυχίαν ἐν κινουμένοις καὶ σαλευομένοις μέλεσι. Τὸ πάντων παραδοξότατον, γίνου ἀπτόητος ψυχῇ μεταξὺ τῶν θορύβων· ἄγχε γλῶτταν προπηδᾷν ἐν ἀντιλογίαις μαινομένην· πάλαιε τῇ δεσποίνῃ ταύτῃ ἑβδομηκοντάκις ἑπτὰ τῆς ἡμέρας· πῆξον ἐν ξύλῳ ψυχῆς σταυρῷ νοῦν ἄκμονα δι᾿ ἀλλεπαλλήλων σφυρῶν καὶ κτύπων τυπτόμενον, ἐμπαιζόμενον, λοιδορούμενον, χλευαζόμενον, ἀδικούμενον, καὶ μηδαμῶς ἐκλυόμενον, μηδὲ θραῦσιν ὑπομένοντα· ἀλλ᾿ ὅλον λεῖον καὶ ἀκίνητον ὑπάρχοντα. Ἀπόδυσαι θέλημα ὡς αἰσχύνης περιβολὴν, καὶ γυμνὸς τούτου ἐν τῷ σκάμματι εἴσελθε. Τὸ σπάνιον, καὶ δυσεύρετον [δυσάρεστον]ἔνδυσαι πίστεως θώρακα, ὑπὸ ἀπιστίας πρὸς τὸν ἀγωνοθέτην μὴ διαλυόμενον, μηδὲ τιτρωσκόμενον κράτει χαλινῷ σωφροσύνης ἁφὴν ἀναιδῶς προπηδῶσαν· ἄγχε ὀφθαλμὸν μελέτῃ θανάτου, μεγέθη καὶ ὥραν σωμάτων περιεργάζεσθαι καθ᾿ ὥραν βουλόμενον· φίμου νοῦν περίεργον ἐν οἰκείᾳ μερίμνῃ τὸν ἀδελφὸνκατακρίνειν ἐν ἀμελεία βουλόμενον ἔγρων [alii (701.) εἴργων]· καὶ πᾶσαν ἀγάπην, καὶ συμπάθειαν πρὸς τὸν πλησίον ἀπλανῶς ἐμφανίζοντα.

Γνώσονται πάντες ἀληθῶς ἐν τούτῳ, ὦ προσφιλέστατε πάτερ, ὅτι Χριστοῦ μαθητὴς ὑπάρχεις τότε, ἐὰν ἐν συνοδίᾳ ἀγάπην ἔχωμεν ἐν ἀλλήλοις.

Δεῦρο, δεῦρο, πάλιν ἔλεγεν ὁ καλὸς φίλος, δεῦρο, συναυλίσθητι. Πίε [πίνε] μυκτηρισμὸν καθ᾿ ὥραν, ὥσπερ ὕδωρ ζῶν, ἐπειδὴ πάντα τὰ τερπνὰ ὑπὸ τὸν οὐρανὸν ὁ Δαβὶδ ἐξερευνήσας, ἔσχατον πάντων διαπορῶν ἔλεγεν. Ἰδοὺ δὴ τί καλόν, καὶ τί τερπνόν; οὐδὲν ἄλλο ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐυό. Εἰ δὲ οὔπω τοῦ ἀγαθοῦ τῆς τοιαύτης ὑπομονῆς καὶ ὑπακοῆς ἠξιώθημεν, καλὸν λοιπὸν κἂν τὴν οἰκείαν ἀσθένειαν ἐπεγνωκότας, κατὰ μόνας πόῤῥω τοῦ ἀθλητικοῦ σταδίου ἱσταμένους τοὺς ἀθλοῦντας μακαρίζειν, καὶ τούτοις ὑπομονὴν εὔχεσθαι.

Ἡττήθην ἐγὼ καλῷ πατρὶ, καὶ διδασκάλῳ ἀρίστῳ εὐαγγελικῶς ἡμῖν καὶ προφητικῶς μαχησαμένῳ· μᾶλλον δὲ φιλικῶς, καὶ τὰ πρεσβεῖα [βραβεῖα] τῇ μακαρίᾳ ὑπακοῇ δοῦναι ἀναμφιβόλως τεθελήκαμεν. Μιᾶς δὲ ἔτι ὀνησιφόρου τῶν μακαρίων τούτων ἀρετῆς ἐπιμνησθεὶς, ὥσπερ ἐκ παραδείσου ἐξιὼν, πάλιν τὰ ἀκαλλῆ, καὶ ἀνησιφόρα ὑμῖν ἀκανθολογήματα παραθήσομαι.

41. Ἐν τῇ εὐχῇ πολλάκις ἡμῶν παρισταμένων, συντυχίας τινὰς ποιήσαντας ἐσημειώσατο ὁ μακάριος ποιμήν· οὓς ἐπὶ ἑβδοματιαῖον χρόνον πρὸ τῆς ἐκκλησίας στήσας, πᾶσι μετάνοιαν ποιεῖν παρεκέλευσε· τοῖς εἰσιοῦσί τε καὶ ἐξιοῦσι· καὶ τὸ δὴ θαυμαστότερον, καί τοιγε κληρικοὺς ὑπάρχοντας τοῦτ᾿ ἔστι πρεσβυτέρους.

42. Τινὰ τῶν ἀδελφῶν ὁρῶν σὺν αἰσθήσει καρδίας πλέω τῶν πολλῶν ἐν τῇ ψαλμῳδίᾳ περιστάμενον· καὶ μάλιστα ἐν τῇ πρωτολογίᾳ τῶν ὕμνων πρός τινας τοῖς ἑαυτοῦ ἤθεσι, καὶ τῷ προσώπῳ διαλεγόμενον, ἠρώτων τοῦ ἤθους τοῦ μακαρίου τὴν ἔννοιαν μαθεῖν. Ὁ δὲ γνοὺς ἵνα μὴ κρύπτειν ὠφελῆσαι, φησί· Τοὺς λογισμούς μου, πάτερ Ἰωάννη, καὶ τὸν νοῦν σὺν τῇ ψυχῇ εἴωθα ἐκ προοιμίων ἐπισυνάγειν, καὶ συγκαλῶν κράζειν τούτοις· Δεῦτε, προσκυνήσωμεν, καὶ προσπέσωμεν αὐτῷ Χριστῷ βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν.

43. Τὸν δὲ ἑστιάτορα τοῦτο ποιοῦντα κατέλαβον πολυπραγμονήσας· μικρὸν γὰρ πτύχιον ἐν τῇ ζώνῃ κρεμάμενον ἔχοντα ὁρῶν, ἔμαθον ὡς τοὺς ἑαυτοῦ καθ᾿ ἡμέραν σημειούμενος λογισμοὺς, τούτους πάντας τῷ ποιμένι ἐξαγγέλλει. Οὐ μόνον δὲ, ἀλλὰ καὶ ἑτέρους πλείστους τῶν αὐτόθι τοῦτο ποιοῦντας ἐθεώμην· ἦν δὲ καὶ αὕτη ἐντολὴ τοῦ μεγάλου ὡς ἀκήκοα.

44. Ἐδιώχθη τις παρ᾿ αὐτοῦ ποτε τῶν ἀδελφῶν τὸν πλησίον πρὸς αὐτὸν διαβαλὼν ὡς φλύαρον καὶ λάλον. Ὁ δὲ προσεκαρτέρησε τῷ (704.) πυλῶνι τῆς μονῆς ἑβδοματιαῖον χρόνον δυσωπῶν εἰσόδου, καὶ συγχωρήσεως τυχεῖν· ὡς δὲ τοῦτο ἔμαθεν ὁ φιλόψυχος, περιεργασάμενος αὐτόν, μηδὲν βεβρωκέναι ἐν ταῖς ἓξ ἡμέραις τὸ παράπαν, δηλοῖ αὐτῷ. Εἰ ὅλως ἐν τῇ μονῇ τὴν οἴκησιν ποιήσασθαι βούλει, ἐν τῇ τῶν μετανοούντων τάξει σε κατάξω. Ὡς δὲ ἀσμένως τοῦτο ἐδέξατο μετανοῶν, ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ ποιμὴν ἐν τῇ μονῇ τῇ ἰδιαζούσῃ τῶν ἐπὶ πτώμασι πενθούντων ἐπενεχθῆναι, ὅπερ καὶ γέγονεν. Ἐπεὶ δὲ τῆς εἰρημένης ἐμνήσθημεν μονῆς, διὰ βραχέων περὶαὐτῆς εἴπωμεν.

45. Τόπος μὲν ἦν ἀπὸ σημείου ἑνὸς τῆς μεγάλης μονῆς, φυλακὴ λεγομένη, ἀπαράκλητος· οὐκ ἦν ἐκεῖσε πώποτε καπνὸν ὀφθῆναι, οὐκ οἶνον, οὐκ ἔλαιον εἰς βρῶσιν, οὐχ ἕτερόν τι ἄλλο, ἢ ἄρτον, καὶ λεπτὰ λάχανα. Ἐν τούτῳ τοὺς μετὰ τὴν κλῆσιν συμποδιζομένους ἀπροΐτους κατέκλειεν· οὐχ ἅμα, ἀλλ᾿ ἰδίᾳ, καὶ χωρὶς, ἢ καὶ δύο τὸ πολὺ, ἕως οὗ ὁ κύριος αὐτὸν περὶ ἑκάστου ἐπληροφόρει· κατέστησε δὲ αὐτοῖς, καὶ τοποποιὸν μέγαν Ἰσαὰκ ὀνόματι, ὃς ἀπῄτει τὴν προσευχὴν ἀδιάλειπτον σχεδὸν τοὺς αὐτῷ παραδιδομένους· εἶχον δὲ καὶ θαλλοὺς πλείστους εἰς ἀκηδίας ἐμπόδιον. Οὗτος ὁ βίος, αὕτη ἡ κατάστασις· αὕτη ἡ διαγωγὴ τῶν ὄντως ζητούντων τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ·

46. τὸ μὲν θαυμάζειν τοὺς ἁγίων πόνους καλόν· τὸ δὲ ζηλοῦν σωτηρίας πρόξενον· τὸ δὲ ὑφ᾿ ἓν τὴν ἐκείνων μιμεῖσθαι θέλειν πολιτείαν, ἄλογον καὶ ἀμήχανον.

47. Δακνόμενοι μὲν ἐπὶ τοῖς ἐλέγχοις τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων μνημονεύσωμεν, ἄχρις οὗ ὁ Κύριος τὴν βίαν ἡμῶν τῶν βιαστῶν αὐτοῦ ὁρῶν [ἁμαρτίας] ταύτας ἐξαλείψει, καὶ τὴν δάκνουσαν ἡμᾶς ἐν τῇ καρδίᾳ ὀδύνην εἰς χαρὰν μεταποιήσει. Κατὰ γὰρ τὸ πλῆθος τῶν ὀδυνῶν μου, ἐν τῇ καρδίᾳ μου, φησὶν (κατὰ τοσοῦτον), αἱ παρακλήσεις σου εὔφραναν τὴν ψυχήν μου. Ἐν τῷ ἰδίω καιρῷ μὴ ἐπιλαθώμεθα τοῦ λέγοντος πρὸς Κύριον· Ὅσας ἔδειξάς μοι θλίψεις πολλὰς, καὶ κακὰς, καὶ ἐπιστρέψας ἐζωοποίησάς με, καὶ ἐκ τῶν ἀβύσσων τῆς γῆς μετὰ τὸ πεσεῖν πάλιν ἀνήγαγές με.

48. Μακάριος ὃς διὰ Θεὸν καθ᾿ ἡμέρας λοιδορούμενος, καὶ ἐξουδενούμενος ἑαυτὸν ἐβιάσατο. Μετὰ μαρτύρων χορεύσει οὗτος, καὶ μετὰ ἀγγέλων παῤῥησιάσεται. Μακάριος μοναχὸς, ὃς πάσης ἀτιμίας καὶ ἐξουδενώσεως ἑαυτὸν ἄξιον καθ᾿ ὥραν λογίζεται· μακάριος ὃς τὸ ἑαυτοῦ θέλημα εἰς τέλος ἐνέκρωσε, καὶ τῷ ἐν κυρίῳ διδασκάλῳ τὴν ἑαυτοῦ ἐκδέδωκεν ἐπιμέλειαν· ἐκ δεξιῶν γὰρ τοῦ σταυρωθέντος σταθήσεται.

49. Εἴ τις ἔλεγχον δίκαιον, ἢ ἄδικον ἐξ ἑαυτοῦ ἀπεῤῥίψατο, οὗτος τὴν ἑαυτοῦ σωτηρίαν (705.) ἠρνήσατο. Εἰ δέ τις τοῦτον μετὰ πόνου, ἢ καὶ ἀπόνως κατεδέξατο, ταχέως τῆς τῶν ἑαυτοῦ πταισμάτων ἀφέσεως τεύξεται·

50. Θεῷ νοερῶς πρὸς τὸν σὸν πατέρα πίστιν, καὶ ἀγάπην εἰλικρινῶς ὑποδείκνυε, κἀκεῖνος ἀγνώστως τοῦτον λοιπὸν πληροφορήσει κατὰ τὴν σὴν πρὸς αὐτὸν διάθεσιν προστεθῆναι, καὶ οἰκειωθῆναί σοι. Ὁ πάντα ὄφιν στηλιτεύων πίστιν ἐναργῆ ἔδειξεν. Ὁ δὲ ἀποκρύπτων, εἰς ἀνοδίας ἔτι πεπλάνηται.

Τότε τὴν ἑαυτοῦ φιλαδελφίαν, καὶ κυρίως ἀγάπην ἐπιγνώσεταί τις, ὅταν ἑαυτὸν πενθοῦντα ἐπὶ τοῖς τοῦ ἀδελφοῦ σφάλμασιν ὄψεται· καὶ ὅταν ἀγαλλόμενον ἐπὶ ταῖς ἐκείνου προκοπαῖς, καὶ χαρίσμασιν.

53. Ὁ ἐν διαλέξει τὸν ἑαυτοῦ λόγον, κἂν ἀληθῆ λέγει, συστῆσαι θέλων καὶ βουλόμενος [στῆσαι βουλόμενος], γινωσκέτω τὸν τοῦ διαβόλου νόσον νοσεῖν. Καὶ εἰ μὲν ἐν τῇ πρὸς τοὺς ἴσους συλλαλιᾷ τοῦτο ἐργάζεται, ἴσως ἔστιν αὐτὸν ἰαθῆναι ἐκ τῆς τῶν μειζόνων ἐπιτιμίας. Εἰ δὲ καὶ πρὸς τοὺς μείζονας ἢ σοφωτέρους οὕτως διάκειται· παρὰ ἀνθρώπων τοῦτο ἀνίατον.

54. Ὁ λόγῳ μὴ ὑποβεβηκὼς, δῆλον ὅτι οὐδὲ ἔργῳ. Ὁ γὰρ ἐν ὀλίγῳ ἄπιστος, καὶ ἐν ἔργῳ ἄκλιτός ἐστι, μάτην κοπιῶν, καὶ τῆς ὁσίας ὑποταγῆς οὐδὲν, εἰ κρῖμα ἑαυτῷ, κομιζόμενος.

55. Εἴ τις τὸ ἑαυτοῦ συνειδὸς καθαρὸν εἰς ἄκρον εἰς τὴν παρὰ τοῦ πατρὸς ὑποταγὴν ἐκτήσατο· οὗτος λοιπὸν τὸν θάνατον ὥσπερ ὕπνον, μᾶλλον δὲ ζωὴν, καθ᾿ ἡμέραν ἐκδεχόμενος οὐ πτοεῖται· γινώσκων ἐν βεβαίῳ, ὡς οὐκ αὐτὸς ἐν καιρῷ τοῦ χωρισμοῦ, ἀλλὰ προεστὼς λογοθετηθήσεται.

56. Εἴ τις ἐν Κυρίῳ ἀβιάστως ἐκ τοῦ πατρὸς ἐγχείρημα διακονίας εἰληφὼς, ἀδόκητόν τι πέπονθεν ἐν αὐτῇ πρόσκομμα, μὴ τῷ δεδωκότι τὸ ὅπλον, ἀλλὰ τῷ δεξαμένῳ τὴν αἰτίαν ἐπιγράφοιτο. Εἴληφεν γὰρ ὅπλον πρὸς μάχην ἐχθροῦ, προσήνεγκε δὲ αὐτὸ τῇ ἑαυτοῦ καρδίᾳ. Εἰ δὲ βεβίασται [βεβίακεν]ἑαυτὸν διὰ Κύριον, καὶ τὴν ἑαυτοῦ ἀσθένειαν τῷ διδόντι προεῖπεν, θαρσείτω· κἂν γὰρ πέπτωκεν, οὐκ ἀπέθανε.

57. Λέληθα ὑμῖν, ὦ φίλοι, καὶ τοῦτον παραθεῖναι τὸν ἡδὺν τῆς ἀρετῆς ἄρτον, ὡς ἑώρακα [ἐκεῖ]ἐν Κυρίῳ ὑπηκόους ταῖς ὕβρεσιν ἑαυτοὺς ἐκτρίβοντας κατὰ Θεὸν ἀτιμάζοντας, ἵνα ἐπὶ ταῖς ἔξωθεν προσφερομέναις αὐτοῖς προπαρασκευασμένοι τυγχάνωσιν ἐπ᾿ ἀτιμίαις μὴ πτύρεσθαι·

58. ψυχὴ ἐξαγόρευσιν ἐννοουμένη, ὡς ὑπὸ χαλινοῦ, ὑπὸ ταύτης κατέχεται, μὴ ἁμαρτάνειν. Τὰ γὰρ ἀνεξαγόρευτα ὡς ἐν σκότει ἀδεῶς λοιπὸν πράττομεν.

59. Ὅταν τοῦ προεστῶτος ἀπόντος, τὸ αὐτοῦ πρόσωπον ἐξεικονίζοντες, τοῦτον παρίστασθαι ἡμῖν νομίζωμεν, καὶ πᾶσαν συντυχίαν, ἢ λόγον, ἢ βρῶσιν, ἢ ὕπνον, ἢ ἄλλο τι πρὸς ὃ ὑπειλήφαμεν ἀηδῶς αὐτὸν ἔχειν ἐν ἡμῖν ἀποστρεφώμεθα· τότε ἀληθῶς ἐγνώκαμεν ὑπακοὴν ἀνόθευτον. Οἱ μὲν νόθοι τῶν παίδων χαρὰν τὴν τοῦ διδασκάλου ἀπουσίαν· οἱ δὲ γνήσιοι ζημίαν ταύτην λογίζονται.

60. Ἠρώτησά ποτέ τινα τῶν δοκιμωτάτων δυσωπῶν, πῶς ἡ ὑπακοὴ τὴν ταπεινοσύνην κέκτηται· ὁ δέ φησι· Κἂν νεκροὺς ὁ εὐγνώμων ὑπήκοος (708.) ἀναστήσῃ· κἂν δάκρυον κτήσηται κἂν ἀπαλλαγὴν πολέμων, λογίζεται πάντως, ὅτι ἡ τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς εὐχὴ τοῦτο ἐποίησε· καὶ μένει αὐτὸς ἐκ τῆς ματαίας οἰκήσεως ξένος, καὶ ἀλλότριος· Πῶς γὰρ ἂν καὶ ὑψωθήσεται ἐπ᾿ ἐκεῖνο, ὃ ἐξ ἑτέρας βοηθείας λέγει [λέγοι], πεποιηκέναι, καὶ οὐκ ἐκ τῆς αὐτοῦ σπουδῆς·

61. οὐκ οἶδεν ἡσυχαστὴς τὴν τῶν προειρημένων ἐργασίαν· τὰ δίκαια γὰρ πρὸς αὐτὸν ἡ οἴησις κέκτηται ἰδίᾳ σπουδῇ τὰ κατορθώματα αὐτῷ ὑποβάλλουσα ἐπιτελεῖν.

62. Δύο νενικηκὼς ὁ ὢν ἐν ὑποταγῇ δόλους, μένει λοιπὸν δοῦλος Χριστοῦ αἰώνιος ὑπήκοος·

63. πυκτεύει ὁ δαίμων τοὺς ὑπηκόους, ποτὲ μὲν μολυσμοῖς μολύνειν, καὶ σκληροκαρδίους ἐργάζεσθαι, τούτους ταραχώδεις παρὰ συνήθειαν γίνεσθαι ἐκμοχλεύων, ποτὲ δὲ ξηρούς τινας, καὶ ἀκάρπους, καὶ περὶ τὴν προσευχὴν ὀκνηροτέρους, ὑπνώδεις τε καὶ ἐσκοτισμένους, ἵν᾿ ὡς μηδὲν ἐκ τῆς ὑποταγῆς ὠφεληθέντας, ἀλλὰ καὶ κατόπιν βαδίσαντας, τῆς ἀθλήσεως ἀποσπάσῃ. Οὐ γὰρ συγχωρεῖ αὐτοῖς ἐννοεῖν, ὅτι πολλάκις ἡ τῶν δοκούντων ἐν ἡμῖν ἀγαθῶν οἰκονομικὴ ἀφαίρεσις βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης γίνεται πρόξενος.

64. Ἀπεκρούσθη δι᾿ ὑπομονῆς πολλάκις παρά τισιν ὁ προλεχθεὶς ἀπατεών. Εἶτα ἔτι τούτου λαλοῦντος, ἕτερος ἄγγελος παραστὰς μετ᾿ ὀλίγον ἑτέρῳ τρόπῳ ἀπατᾷν ἡμᾶς δοκιμάζει.

65. Εἶδον ὑπηκόους εὐκατανύκτους, προσηνεῖς, ἐγκρατεῖς, σπουδαίους, ἀπολεμήτους, θερμοὺς ἐκ τῆς τοῦ πατρὸς σκέπης γεγονότας· οἷς οἱ δαίμονες ἐπιστάντες δυνατοὺς εἶναι λοιπὸν πρὸς ἡσυχίαν ὑπέσπειραν, ὡς πρὸς τέλειον λοιπὸν ἔπαθλον, καὶ πρὸς ἀπάθειαν δι᾿ ἐκείνης καταντῆσαι ἰσχύοντας· καὶ μέντοι ἀπατηθέντες τοῦ λιμένος ἐπὶ τὸ πέλαγος χωρήσαντες, ζάλης αὐτῆς καταλαβούσης, κυβερνητῶν μὴ εὐπορήσαντες, ἐλεεινῶς ὑπὸ τῆς θαλάσσης ταύτης τῆς ῥυπερᾶς καὶ ἁλμυρᾶς ἐκινδύνευσαν·

66. ἀνάγκη τὴν θάλασσαν ταραχθῆναι καὶ ἀγριωθῆναι, ἵνα τότε τὴν ὕλην, ἥνπερ οἱ ποταμοὶ τῶν παθῶν, καὶ τὸν χόρτον, καὶ πᾶσαν σαπρίαν ἐν αὐτῇ κατήγαγον, δι᾿ αὐτῶν πάλιν ἐν τῇ γῇ ἀποῤῥίψηται· ἐπισκεψώμεθα, καὶ εὑρήσομεν μετὰ τὴν ἐν τῇ θαλάσσῃ ζάλην βαθείαν γινομένην γαλήνην.

67. Ὅ ποτε μὲν ὑπακούων, ποτὲ δὲ παρακούων τοῦ πατρὸς, ὅμοιός ἐστι ἀνδρὶ τῷ ποτε μὲν κολλούριον, ποτὲ δὲ ἄσβεστον τῷ ἑαυτοῦ ὀφθαλμῷ προσάγοντι. Εἷς γὰρ, φησὶν, οἰκοδομῶν, καὶ εἶς καταλύων, τί ὠφέλησεν, ἀλλ᾿ ἢ κόπους;

68. Μὴ ἀπατῶ, ὦ υἱὲ ὑπάκοε Κυρίου, πνεύματι οἰήσεως, καὶ ὡς ἐξ ἑτέρου δῆθεν προσώπου τὰ σὰ πλημμελήματα τῷ διδασκάλῳ ἀπάγγελε. Οὐ γάρ ἐστιν ἐκτὸς αἰσχύνης, αἰσχύνης ἀπαλλαγῆναι. Γύμνου σὸν μώλωπα τῷ ἰατρῷ· εἰπὲ, καὶ μὴ αἰσχυνθῇς. Ἐμὸν τὸ τραῦμα, πάτερ· ἐμὴ ἡ πληγή· ἐξ οἰκείας ῥᾳθυμίας, καὶ οὐκ ἐξ ἑτέρου προσγενομένη· οὐδεὶς ταύτης αἴτιος· οὐκ ἄνθρωπος, οὐ πνεῦμα, οὐ σῶμα, οὔ τι ἕτερον, ἀλλ᾿ ἡ ἐμὴ ἀμέλεια.

69. Γίνου καὶ τῷ εἴδει καὶ τῷ λογισμῶ ὡς κατάδικος ἐπὶ τῇ ἐξομολογήσει· εἰς γῆν (709.) νενευκὼς, καὶ εἰ δυνατόν, τοὺς τοῦ κριτοῦ καὶ ἰατροῦ πόδας, ὡς τοῦ Χριστοῦ, δάκρυσι βρέχων. Ἔθος πολλάκις τοῖς δαίμοσιν, ἢ μὴ ἐξομολογεῖσθαι ἡμᾶς ὑποβάλλειν· ἢ ὡς ἐκ προσώπου ἑτέρου τοῦτο ποιεῖν· ἢ τινὰς ἐπὶ τῇ ἑαυτῶν ἁμαρτίᾳ καταμέμφεσθαι ὡς αἰτίους.

70. Εἰ πάντα συνηθείᾳ ἤρτηνται, καὶ ἐπακολουθοῦσι, πολλῷ πλέον πάντως τὰ ἀγαθὰ, ὡς μέγαν συνεργὸν ἔχοντα τὸν Θεόν.

71. Οὐ κοπιάσεις, υἱὲ, ἐν πολλοῖς ἔτεσιν εὑρεῖν ἐν σοὶ τὴν μακαρίαν ἀνάπαυσιν, ἐὰν ἐν ἀρχαῖς ὁλοψύχως ἑαυτὸν ἀτιμίαις ἐκδώσῃς.

72. Μὴ ἀπαξιώσῃς ὡς Θεῷ τῷ βοηθῷ ἐν καταβεβλημένῳ ἤθει τὴν ἐξομολογίαν ποιήσασθαι. Εἶδον γὰρ καταδίκους ἐλεεινοτάτῳ ἤθει, καὶ σφοδροτέρᾳ ἐξομολογήσει, καὶ ἱκεσίᾳ ἀποτομίαν δικαστοῦ μαλάξαντας, καὶ τὸν θυμὸν αὐτοῦ εἰς εὐσπλαγχνίαν μεταμορφώσαντας. Διὰ τοῦτο καὶ Ἰωάννης ὁ πρόδρομος τὴν ἐξομολόγησιν πρὸ τοῦ βαπτίσματος ἐπεζήτει παρὰ τῶν προσερχομένων, οὐκ αὐτὸς ταύτης δεόμενος, ἀλλὰ τὴν τῶν προσερχομένων σωτηρίαν πραγματευόμενος.

73. Μὴ θαμβηθῶμεν καὶ μετ᾿ ἐξομολόγησιν πολεμούμενοι· ἄμεινον γὰρ μολυσμοῖς, καὶ μὴ οἰήσει παλαίειν.

74. Μὴ πρόστρεχε, μηδὲ συνεπαίρου ἐπὶ διηγήμασιν ἡσυχαστῶν, καὶ ἀναχωρητῶν πατέρων·

75. τῇ γὰρ τοῦ πρωτομάρτυρος στρατείᾳ βαδίζων ὑπάρχεις· μηδὲ πίπτων ὑποχώρει τοῦ σκάμματος. Τότε γὰρ μάλιστα ἰατροῦ πολλῷ πλέον δεόμεθα.

76. Ὁ μετὰ βοηθείας εἰς λίθον τὸν πόδα προσκόψας, ὁ ἐκτὸς βοηθείας ὑπάρχων, πάντως οὐ προσκόπτειν μόνον, ἀλλ᾿ ἀποθνήσκειν ἤμελλεν. Ὅταν κατενεχθῶμεν, θᾶττον οἱ δαίμονες ἐπιστάντες ἀφορμοῖς εὐλόγου, μᾶλλον δὲ ἀλόγου δραξάμενοι τὴν ἡσυχίαν ἡμῖν ὑποτίθενται· σκοποῖς δὲ τοῖς ἐχθροῖς ἡμῶν τραῦμα ἐπὶ πτώματι προσθεῖναι ἐφ᾿ ἡμᾶς 77 ὅταν ὁ ἰατρὸς ἀδυναμίαν προβάλληται, τότε ἀνάγκη ἐφ᾿ ἕτερον πορεύεσθαι· χωρὶς γὰρ ἰατροῦ σπάνιοι οἱ θεραπευόμενοι. Τίς ἄρα ὁ δοκῶν ἀντιλέγειν ἡμῖν ὁρίζουσιν; Ὅτι πᾶσα ναῦς κυβερνήτην ἔμπειρον κεκτημένη, καὶ ναυαγίῳ περιπεσοῦσα, ἐκτὸς κυβερνήτου, πάντως ἀπόλλυσθαι ἤμελλεν.

78. Ἐξ ὑπακοῆς ταπείνωσις, ἐκ ταπεινώσεως ἀπάθεια. Εἴπερ ἐν τῇ ταπεινώσει ἡμῶν ἐμνήσθη ἡμῶν ὁ Κύριος, καὶ ἐλυτρώσατο ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν, οὐκ οὐδὲν τὸ κωλῦον εἰπεῖν, ὅτι ἐξ ὑπακοῆς ἀπάθεια, δι᾿ ἧς τὸ τέλος τῆς ταπεινώσεως γίνεται· ἄρχεται μὲν γὰρ ἐκείνης αὕτη, ὡς Μωϋσῆς νόμου· τελειοῖ δὲ ἡ θυγάτηρ τὴν μητέρα, ὡς Μαρία τὴν συναγωγήν.

79. Τιμωρίας ἁπάσης ἄξιοι παρὰ Θεῷ οἱ νοσοῦντες, καὶ μετὰ τὴν τοῦ ἰατροῦ πεῖραν, καὶ τὴν ἐξ αὐτοῦ ὠφέλειαν τοῦτον ἐφ᾿ ἑτέρου προκρίσει καταλιμπάνοντες πρὸ τελείας ἰάσεως.

80. Μὴ φεῦγε χεῖρας (712.) τοῦ τῷ Κυρίῳ σε προσενέγκαντος, οὐκ αἰδεσθήσῃ γὰρ ὡς αὐτὸν ἐν τῇ ζωῇ σού τινα.

81. Οὐκ ἀσφαλὲς τῷ ἀπείρῳ ἐκ τοῦ πλήθους τῶν στρατιωτῶν, πρὸς μονομαχίαν ἑαυτὸν ἀποχωρίσαι, καὶ οὐκ ἀκίνδυνον τῷ μοναχῷ πρὸ πείρας καὶ γυμνασίας πολλῆς τῶν ψυχικῶν παθῶν ἐπὶ τὴν ἡσυχίαν χωρῆσαι. Πέφυκε ὁ γὰρ μὲν σωματικῶς, ὁ δὲ ψυχικῶς κινδυνεύειν· Ἀγαθοὶ φησὶν ἡ Γραφὴ, οἱ δύο ὑπὲρ τὸν ἕνα· τοῦτ᾿ ἔστιν, ἀγαθὸν υἱῷ μετὰ πατρὸς δι᾿ ἐνεργείας θείου Πνεύματος πρὸς τὰς προλήψεις ἀγωνίζεσθαι.

82. Ὁ ἀποστερῶν τυφλὸν ὁδηγοῦ, καὶ ποίμνην ποιμένος, τὸν πελαζόμενον χειραγωγοῦ, τὸν νήπιον τοῦ ἑαυτοῦ πατρὸς, τοῦ ἰατροῦ τὸν νοσοῦντα, τὸ πλοῖον τοῦ κυβερνήτου, ἀμφοτέροις κίνδυνον προξενεῖ. Ὁ δὲ ἀβοηθήτως πνεύμασι προσπαλαίειν ἐπιχειρῶν, θανατοῦται ὑπ᾿ αὐτῶν.

83. Οἱ μὲν ἐν ἰατρείῳ ἐν ἀρχαῖς παραγενόμενοι, τὰς ὀδύνας τὰς ἑαυτῶν σημειούσθωσαν· οἱ δὲ ἐν ὑποταγῇ τὴν προσοῦσαν αὐτοῖς ταπείνωσιν· τοῖς μὲν γὰρ ὁ τῶν ὀδυνῶν κουφισμὸς, τοῖς δὲ ἡ τῆς ἑαυτῶν καταγνώσεως προσθήκη σημεῖον ἀπλανὲς τῆς ὑγείας, ὡς οὐχ ἕτερόν τι φανήσεται.

84. Τὸ συνειδός σοι ἔσοπτρον τῆς ὑποταγῆς ἔστω, καὶ ἀρκετόν ἐστιν.

85. Οἱ μὲν καθ᾿ ἡσυχίαν πατρὶ ὑποτασσόμενοι, δαίμονας, καὶ μόνον τοὺς ἀντιπράττοντας κέκτηνται· οἱ δὲ ἐν συνοδίᾳ ὑπάρχοντες δαίμοσι καὶ ἀνθρώποις ὁμοῦ προσπαλαίουσι. Καὶ οἱ μὲν πρότεροι διὰ τῆς διηνεκοῦς τοῦ διδασκάλου θέας ἀκριβεστέρας τὰς παρ� αὐτοῦ φυλάττουσιν ἐντολάς. Οἱ δὲ δεύτεροι πολλάκις διὰ τῆς ἀπουσίας αὐτοῦ μικρὸν ταύτας παρατιτρώσκουσι. Πλὴν ἐὰν σπουδαῖοί τινες καὶ φιλόπονοι γίνωνται, διὰ τῆς τῶν προσκρούσεων ὑπομονῆς ὑπεραναπληροῦσι τὴν ἔλλειψιν καὶ διπλοῦς τοὺς στεφάνους κομίζονται.

86. Πάσῃ φυλακῇ τηροῦντες ἑαυτοὺς τηρήσωμεν. Λιμὴν γὰρ πλοίων ἀνάπλεως εὐχερῶς ταῦτα συντρίβειν πέφυκεν, καὶ μάλιστα τὰ ὑπὸ θυμοῦ, ὥσπερ ὑπὸ σκώληκός τινος τετριμμένα λεληθότως·

87. σιωπὴν ἐσχάτην καὶ ἄγνοιαν ἐπὶ τοῦ προεστῶτος ἀσκήσωμεν· ἀνὴρ γὰρ σιωπηλὸς φιλοσοφίας υἱὸς γνῶσιν πολλὴν πάντοτε κτώμενος.

88. Εἶδον ὑποτακτικὸν τὴν διήγησιν ἐκ στόματος τοῦ προεστῶτος ἁρπάσαντα, καὶ τὴν ἐκείνου ὑποταγὴν ἀπέγνωκα, ὑπερηφανίαν καὶ οὐ ταπείνωσιν βλέπων αὐτὸν ἐκ ταύτης προσλαμβανόμενον.

89. Πάσῃ νήψει νήψωμεν, καὶ τηρήσει τηρήσωμεν, καὶ φυλακῇ φυλαξώμεθα, πότε καὶ πῶς ἡ διακονία τῆς προσευχῆς ὀφείλει προκρίνεσθαι.

90. Οὐ γὰρ πάντοτε πάντως· πρόσεχε σεαυτῷ τοῖς ἀδελφοῖς σου παρὼν, καὶ μὴ σπεῦδε δικαιότερος αὐτῶν φαίνεσθαι τὸ παράπαν ἔν τινι. Δύο γὰρ ἐργάσῃ κακὰ, (713.) ἐκείνους μὲν διὰ τῆς σῆς ψευδεπιπλάστου σπουδῆς πλήξας· ἑαυτῷ δὲ ἐκ παντὸς τρόπου ὑψηλοφροσύνην προξενήσας.

91. Γίνου σπουδαῖος ψυχῇ, μηδόλως σώματι τοῦτο ἐμφαίνων, μὴ σχήματι, μὴ λόγῳ, μὴ αἰνίγματι· καὶ τοῦτο εἴπερ τοῦ ἐξουθενεῖν τὸν πλησίον πέπαυσαι. Εἰ δὲ πρόχειρος εἰς τοῦτο καθέστηκας, γίνου τοῖς ἀδελφοῖς σου ὅμοιος, καὶ μὴ τῇ οἰήσει ἀνόμοιος.

92. Εἶδον ἀδόκιμον μαθητὴν ἐπὶ τοῖς τοῦ διδασκάλου κατορθώμασιν ἐπί τινων ἀνθρώπων καυχώμενον, καὶ μέντοι δοκῶν δόξαν ἑαυτῷ ἐκ τοῦ ἀλλοτρίου σίτου περιποιήσασθαι, ἀτιμίαν μᾶλλον ἑαυτῷ προεξένησε, πάντων πρὸς αὐτὸν εἰρηκότων· Καὶ πῶς δένδρον καλόν, κλάδον ἄκαρπον ἤνεγκεν;

93. Οὐχ ὅτε τὸν τοῦ πατρὸς μυκτηρισμὸν γενναίως ὑπενέγκωμεν, ὑπομονητικοὶ κρινόμεθα, ἀλλ᾿ ὅταν παρὰ παντὸς ἀνθρώπου καταφρονώμεθα καὶ πλησσώμεθα· τὸν γὰρ πατέρα καὶ αἰδούμενοι καὶ χρεωστοῦντες βαστάζομεν.

94. Πίνε προθύμως μυκτηρισμὸν ὡς ὕδωρ ζωῆς παρὰ παντὸς ἀνθρώπου, ποτίζειν σε τὸ καθαρτήριον τῆς λαγνείας ζητοῦντος· τότε γὰρ ἀνατελεῖ ἁγνεία βαθεῖα ἐν τῇ ψυχῇ σου, καὶ φῶς Θεοῦ οὐκ ἐκλείψει ἐκ τῆς καρδίας σου.

95. Μηδεὶς ὑφ᾿ ἑαυτοῦ ἀναπαυόμενον ὁρῶν σύλλογον ἀδελφότητος, ἐν τῇ διανοίᾳ καυχάσθω. Οἱ γὰρ κλέπται πέριξ. Μνημονεύων μνημόνευε τοῦ λέγοντος· Ὅταν πάντα ποιήσητε τὰ προστεταγμένα, λέγετε, ὅτι Ἀχρεῖοι δοῦλοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι, πεποιήκαμεν Τὸ κρῖμα τῶν κόπων ἐν καιρῷ ἐξόδου γνωσόμεθα.

96. Κοινόβιόν ἐστιν ἐπίγειος οὐρανός· διὸ ὡς Κυρίῳ λειτουργοῦντες ἄγγελοι, οὕτω πείσωμεν διακεῖσθαι τὴν καρδίαν ἡμῶν. Ποτὲ μὲν οἱ ἐν τῷ οὐρανῷ τούτῳ ὄντες τῇ καρδίᾳ ὡς λιθώδεις διάκεινται· ποτὲ δὲ πάλιν διὰ τῆς κατανύξεως παρακαλοῦνται, ἵνα καὶ τὴν οἴησιν ἐκφύγωσι, καὶ τοὺς κόπους διὰ τῶν δακρύων παραμυθήσονται.

97. Μικρὸν πῦρ κηρὸν πολὺν κατεμάλαξε, καὶ μικρὰ ἀτιμία πολλάκις ἐπισυμβᾶσα, ἅπασαν τὴν τῆς καρδίας ἀγριότητα καὶ ἀναισθησίαν καὶ πώρωσιν αἰφνιδίως κατεμάλαξε, καὶ κατεγλύκανε, καὶ ἐξήλειψεν.

98. Εἶδόν ποτε δύο λεληθότως παρακαθημένους, καὶ τοὺς τῶν ἀγωνιζομένων στεναγμοὺς καὶ καμάτους ἐπιτηροῦντας, καὶ προσακροωμένους· ἀλλ᾿ ὁ μὲν, ἵνα ζηλώσῃ, ὁ δὲ ἵνα καιροῦ καλοῦντος, ὀνειδιστικῶς ταῦτα θριαμβεύσῃ, καὶ τὸν τοῦ Θεοῦ ἐργάτην τῆς καλῆς ἐργασίας ἀνακόψῃ.

99. Μὴ γίνου ἄλογος σιωπητικὸς, ἑτέροις ταραχὴν καὶ πικρίαν προξενῶν, μηδὲ νωθρὸς τῷ ἤθει καὶ τῷ βήματι σπουδάζειν ἐπιτρεπόμενος· εἰ δὲ μὴ, τῶν μαινομένων καὶ ταραχωδῶν χείρων καθέστηκας. Ἑώρακα τοιαῦτα, καθώς φησιν ὁ Ἰὼβ, πολλάκις ἤθους νωθρότητι, ἔστι δ᾿ ὅτε καὶ ἐπιτηδειότητι ψυχὰς ὀδυνηθείσας· καὶ ἐθαύμασα πῶς ποικίλη ἡ κακία.

100. Ὁ ἐν τῷ μέσῳ, οὐ τοσοῦτον ἐκ τῆς ψαλμῳδίας, ὅσον ἐκ τῆς εὐχῆς κερδαίνειν δύναται· ἡ γὰρ σύγχυσις, ψαλμοῦ διάλυσις.

101. Πάλαιε ἐννοίᾳ ἀδιαλείπτως, ταύτην ῥεμβομένην ἐπισυνάγων πρὸς ἑαυτόν. Οὐ γὰρ ἀρέμβαστον ὁ Θεὸς τοὺς ὑπηκόους ἀπαιτεῖ προσευχήν· μὴ ἀθύμει κλεπτόμενος· ἀλλ᾿ ἀθύμει, τὸν νοῦν ἀεὶ (716.) ἀνακαλούμενος.

102. Ὁ πεπεικὼς ἑαυτὸν λεληθότως, μὴ τοῦ παλαίσματος ἀναχωρεῖν ἄχρις ὑστάτης ἀναπνοῆς, καὶ χιλίων θανάτων, καὶ σώματος, καὶ ψυχῆς μὴ ὑποχωρεῖν, ἐν οὐδενὶ ῥᾳδίως τῶν τοιούτων πεσεῖται δισταγμὸς γὰρ καρδίας, καὶ ἀπιστία τόπων, τὰς προκόψεις ἀεὶ καὶ τὰς συμφορὰς ποιεῖν πέφυκεν. Οἱ εὐχερεῖς πρὸς μετάβασιν πάντη ἀδόκιμοι· οὐδὲν γὰρ οὕτως τὴν ἀκαρπίαν, ὡς ἀνυπομονησία ἐργάζεται.

103. Εἰ μὲν ἐν ἀγνώστῳ ἰατρῷ καὶ ἰατρείῳ κατήντησας, γίνου ὡς παριὼν, καὶ λεληθότως τὴν ἁπάντων πεῖραν τῶν αὐτόθι λαμβάνων. Ἐπὰν δὲ καὶ ἐκ τῶν τεχνιτῶν καὶ ὑπουργῶν ὠφελείας ἐν ταῖς σαῖς νόσοις αἰσθάνῃ, καὶ μάλιστα ἐν τῇ ὀγκώσει τῆς ψυχῆς τὸ ζητούμενον, τότε καὶ πρόσελθε λοιπόν, καὶ πιπράσκου χρυσίῳ ταπεινώσεως, καὶ χάρτῃ ὑπακοῆς. καὶ γράμμασι διακονίας, καὶ μάρτυσιν ἀγγέλοις διαῤῥήστων ἐπὶ τούτων διάῤῥηξον τὸν τοῦ οἰκείου θελήματος χάρτην· περιιὼν γὰρ ἀνατρέπειν τὴν ὠνὴν πέφυκας, ᾗ σε λοιπὸν Χριστὸς ἐξωνήσατο. Μνῆμά σοι πρὸ μνήματος ὁ τόπος ἔστω. Οὐδεὶς γὰρ ἀπὸ μνήματος ἐξέρχεται ἄχρι τῆς κοινῆς ἀναστάσεως· εἰ δὲ καί τινες ἐξῆλθον, ὅρα ὅτι ἀπέθανον· ὅπερ μὴ παθεῖν ἡμᾶς, τὸν Κύριον δυσωπήσωμεν.

104. Ὅτε μὲν αἴσθονται βαρέα τὰ ἐπιτάγματα εἶναι οἱ ὀκνηρότεροι, τότε τὴν προσευχὴν μᾶλλον προκρίνειν ἐπιχειροῦσιν· ὅτε δὲ κουφότερα, ἐκ ταύτης ὡς ἀπὸ πυρὸς ἀποφεύγουσιν.

105. Ἔστιν ὁ ἐγχείρημα μετερχόμενος διακονίας, καὶ πρὸς ἀνάπαυσιν ἄλλου ἀδελφοῦ αἰτηθεὶς τοῦτο καταλιμπάνων αὐτό· καὶ ἔστιν ὁ ἐξ ὀκνηρίας τοῦτο καταλιμπάνων· καὶ ἔστιν καὶ αὖθις ὁ ἐκ κενοδοξίας τοῦτο καταλιμπάνων· καὶ ἔστιν ὁ ἐκ προθυμίας.

106. Εἰ συνηρπάγης ἐν ταῖς συνθήκαις, καὶ ἀπρόκοπον ὁρᾷς τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα, μὴ παραιτήσῃ τὴν διάταξιν. Πλὴν ὁ δόκιμος πανταχοῦ δόκιμος· ὥσπερ καὶ τὸ ἔμπαλιν.

107. Λοιδορίαι κατὰ κόσμον πολλοὺς χωρισμοὺς πεποιήκασιν· γαστριμαργίαι δὲ ἐν συνοδίαις πάντα τὰ πτώματα καὶ τὰς ἀθετήσεις ἐργάζονται. Ἐὰν τῆς δεσποίνης ἄρξῃς, πᾶν σοι κάθισμα προξενήσει ἀπάθειαν· ἐκείνης δὲ ἀρχούσης, ἐκτὸς μνήματος πανταχοῦ κινδυνεύσεις.

108. Κύριος μὲν σοφοῖ τυφλοὺς τοὺς τῶν ὑπηκόων ὀφθαλμοὺς ἐν ταῖς τοῦ διδασκάλου ἀρεταῖς, ἐν δὲ ταῖς ἐλλείψεσι σκοτοῖ· ὁ δὲ μισόκαλος τοὐναντίον

109. Τύπος ἡμῖν, ὦ οὗτοι, ἀρίστης ὑποταγῆς ὁ λεγόμενος ὑδρώδης ἄργυρος ἔστω· ὑποκάτω γὰρ κυλινδούμενος (717.) πάντων, παντὸς ῥυπουμένου μένει ἀνεπίμικτος.

110. Οἱ σπουδαῖοι μᾶλλον ἑαυτοῖς προσεχέτωσαν, ἵνα μὴ διὰ τοῦ κρίνειν τοὺς ῥᾳθύμους, ἐκείνων πλεῖον κατακριθῶσιν. Διὰ τοῦτο, οἶμαι, ὁ Λὼτ δεδικαίωται, ὅτι μέσος ὑπάρχων τοιούτων, οὐδ᾿ ὅλως ἐφάνη τούτους κατακρίνων ποτέ.

111. Πάντοτε μὲν, ἐπὶ πλεῖον δὲ ἐν ταῖς ὑμνῳδίαις, τὸ ἡσύχιον καὶ ἀτάραχον τηρήσωμεν· σκοπὸς γὰρ τοῖς δαίμοσι διὰ ταραχῶν τὴν προσευχὴν ἀφανίζειν.

112. Διακονῶν ἐστι, σώματι μὲν ἀνθρώποις παρεστὼς, νοῒ δὲ ἐν οὐρανοῖς διὰ προσευχῆς κρούων.

113. Αἱ μὲν ὕβρεις καὶ ἐξουδενώσεις, καὶ τὰ τοιαῦτα ἐν τῇ ψυχῇ τοῦ ὑπηκόου ἀψινθίου πικρότητι παρεικάζονται· οἱ δὲ ἔπαινοι, τιμαί τε καὶ εὐφημίαι μέλιτος δίκην ἐν τοῖς ἡδυπαθέσιν ἡδύτητα πᾶσαν ἀποτίκτουσι. Προσκοπήσωμεν τοίνυν πῶς ἡ φύσις τῶν ἑκατέρων, ἡ μὲν καθαίρειν ἅπαντα τὰ ἐντὸς ὑλώδη, ἡ δὲ αὔξειν εἴωθε τὴν χολήν.

114. Πιστευτέον ἀμερίμνως τοῖς ἐν Κυρίῳ τὴν ἡμῶν ἀναδεξαμένοις ἐπιμέλειαν, κἂν ἐναντία τινὰ τῷ δοκεῖν καὶ τῇ σωτηρίᾳ ἡμῶν ἐναντιούμενα ἐπιτάττωσι· τότε γὰρ ἡ πρὸς αὐτοὺς ἡμῶν πίστις, ὡς ἐν χωνευτηρίῳ ταπεινώσεως, δοκιμάζεται· τοῦτο γὰρ πίστεως ἀληθεστάτης γνώρισμα, τὸ τὰ ἐναντία τῶν ἐλπιζομένων γινόμενα θεωροῦντας, τοῖς προστάττουσι πείθεσθαι ἀδιστάκτως.