Ἕνα ἀπέραντο πνευματικό λιβάδι εἶναι τό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ μυρίπνοα ἄνθη καί εὐωδία οὐράνια. Τέτοια εὐωδία ἀποπνέει καί τό συναξάρι τοῦ ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, «τοῦ ὁμολογητοῦ καί φιλοσόφου»[1], τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη τιμᾶται στίς 14 Ἰουνίου. Ὁ ὅσιος Ἰουστίνος Πόποβιτς (1894-1979), πνευματικός πατέρας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, θεωρεῖται ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους θεολόγους τῆς ἐποχῆς μας.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι τό γεγονός ὅτι γεννήθηκε τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἔλαβε τό ὄνομα Μπλάγκογιε, δηλαδή Εὐάγγελος, ἀλλά καί ἡ ἀναχώρησή του ἔγινε πάλι τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Κυρίως ὅμως, ὅλη ἡ ἐπίγεια ζωή του ὑπῆρξε εὔλαλο εὐαγγέλιο. Φιλομαθέστατος καί φιλοσοφικότατος νοῦς, σπουδάζει θεολογία, καί μετά τή λήξη τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου περατώνει τίς σπουδές του στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, ὅπου λαμβάνει τόν τίτλο τοῦ διδάκτορος τῆς Πατρολογίας. Διδάσκει σέ ἱερατικές σχολές, καί τό 1935 ἐκλέγεται καθηγητής τῆς Δογματικῆς στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Βελιγραδίου, ὅπου καί παρέμεινε μέχρι τή γερμανική κατοχή τοῦ 1941. Διώκεται ἀπό τό ὁλοκληρωτικό καθεστώς τοῦ Τίτο, καί ζεῖ ὑπό ἐπιτήρηση σ’ ἕνα μικρό γυναικεῖο μοναστήρι στό Τσέλιε, κοντά στήν πόλη Βάλιεβο τῆς Σερβίας, μέχρι τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, τό 1979.
Κάθε μέρα τελοῦσε τή θεία Λειτουργία καί στήριζε τίς μοναχές, τούς πιστούς καί πολλούς νέους φοιτητές πού ἔφθαναν ἐκεῖ γιά νά ἀκούσουν τίς διδαχές του, ἐνῶ παράλληλα συνέγραφε. Ἀπό τότε μέχρι σήμερα «ἀποτελεῖ τήν κεκρυμμένην συνείδησιν τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τῆς μαρτυρικῆς Ὀρθοδοξίας ἐν γένει»[2]. Συνέγραψε πλῆθος ἔργων, ἑρμηνευτικῶν, δογματικῶν, ἀσκητικῶν. «Συνένωσε στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, σ᾽ ἕνα βαθμό ὁποῖος εἶναι σπάνιος στήν ἐποχή μας, τήν καθολικότητα τοῦ ἀσκητικοῦ βίου, τῆς λειτουργικῆς ζωῆς καί πράξεως, καί τήν ἀνανέωση τῆς πατερικῆς παραδόσεως καί θεολογίας. Λόγῳ τῶν πνευματικῶν καί θεολογικῶν διαστάσεων τῶν ἔργων του, θεωρήθηκε ὁμόφωνα, ἀκόμη καί κατά τήν διάρκεια τῆς ἐπί γῆς ζωῆς του, ὡς ὁ νέος πατήρ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ»[3].
Μικρά μαργαριτάρια ἀπό τό περίφημο ἔργο του «Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος»[4] θά μᾶς ἔφερναν ταπεινούς ἀκροατές παρά τούς πόδας του, κάπου ἐκεῖ σέ μιά γωνιά στό μοναστήρι του, στό Τσέλιε.
- «Ἄνευ τοῦ γλυκυτάτου Κυρίου Ἰησοῦ εἶναι φοβερά καί χωρίς νόημα καί αὐτή ἡ βραχυχρόνιος ἐπίγειος ζωή, πολύ δέ περισσότερον ἡ ἀπέραντος καί ἀτελεύτητος ἀθανασία. Ὅπου εὑρίσκεται ὁ θάνατος, ἐκεῖ δέν ὑπάρχει πραγματική χαρά. Μέ ἄλλους λόγους: ὅπου δέν εἶναι παρών ὁ Χριστός, ἐκεῖ δέν ὑπάρχει ἀληθινή χαρά. Οἱ ἄνθρωποι, μέσα εἰς τό παραλήρημα τῆς ἁμαρτίας, μέσα εἰς τήν μέθην των ἀπό τῆς ἁμαρτίας τήν ἡδονήν, διακηρύσσουν ὡς χαράν τῆς ζωῆς πολυαρίθμους ἀνοησίας καί μικρότητας. Καί εἶναι πράγματι ἀνοησία καί μικρότης κάθε τι πού ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπον ἀπό τόν Χριστόν, κάθε τι πού δέν τοῦ ἐξασφαλίζει τήν ἁγιότητα καί τήν ἀθανασίαν τοῦ Χριστοῦ»[5].
- «Εἰς τήν πραγματικότητα τό ταλαίπωρον ἀνθρώπινον γένος ἔχει ἕνα μόνον γνήσιον φίλον: Τόν Σωτῆρα Χριστόν, διότι Αὐτός τό ἐλύτρωσε ἀπό τόν μεγαλύτερον ἐχθρόν του, τόν θάνατον. Διά τῆς ἐνδόξου ἀναστάσεώς Του ὁ Κύριος εἰσήγαγε τό ἀνθρώπινον γένος εἰς τό ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ τῆς ἀθανασίας, ὁ ὁποῖος ἐκβάλλει εἰς τήν αἰώνιον ζωήν. Καί ἀπό τότε καί αἱ σκέψεις καί αἱ αἰσθήσεις καί τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Χριστοῦ, γίνονται ὅλα μικρά ρυάκια ἀθανασίας, τά ὁποία, καθώς περνοῦν μέσα ἀπό τούς βράχους τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου, κελαρύζουν καί τρέχουν μέ χαράν πρός τό χωρίς ὄχθες πέλαγος τῆς θαυμαστῆς αἰωνιότητος καί θεανθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ»[6].
- «Τό ἀνθρώπινον σῶμα!…. Ὤ, τί θαυματουργικόν ἐργαστήριον, τό ὁποῖο μεταβάλλει τό νερό εἰς αἷμα, τόν ἀέρα εἰς κόκκαλα, τό ψωμί εἰς κρέας, τά φυτά εἰς μέταλλα, τά μέταλλα εἰς ὑγρά! Πρωτάκουστον ἐργαστήριον θαυμάτων. Ἀλλά φυσικῶν θαυμάτων, θά εἴπητε σεῖς. Τί, ὅμως, εἰς τήν φύσιν δέν εἶναι θαῦμα; Κάποιος ἀόρατος μηχανικός, κάποιος θαυματουργός τεχνίτης κυβερνᾶ αὐτό τό παράδοξον ἐργαστήριον, πού ἡμεῖς ὀνομάζομεν σῶμα. Αὐτός εὑρίσκεται εἰς τό σῶμα, ἀλλά ἡμεῖς δέν τόν βλέπομεν. Τά ἔργα του τά βλέπομεν, τόν ἴδιον ὅμως ὄχι. Ὡσάν νά ἔχη τήν πρόθεσιν νά κρύπτεται ὅλον καί περισσότερον ὄπισθεν τῶν ἔργων του!….»[7].
- «Ἡ σκέψις!… Ποῖον ἀκατανόητον μυστήριον κρύπτεται εἰς τήν φύσιν τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως! Ἕνα μόνον γνωρίζομεν: τόσον ἀκατανόητος εἶναι ἡ σκέψις, ὥστε καταλαμβάνει ἴλιγγος τόν ἄνθρωπον εὐθύς ὡς ἀρχίση νά σκέπτεται περί αὐτῆς. Εἰς τήν ἀνίχνευσιν τῆς καταγωγῆς καί τῆς φύσεως τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως ὁ ἄνθρωπος κινδυνεύει νά τρελλαθῆ, ἐάν δέν καταφύγη εἰς τόν Θεόν Λόγον, τόν Θεάνθρωπον Χριστόν, εἰς τόν Ὁποῖον καί μόνον τό μυστήριον τῆς σκέψεως εὑρίσκει τήν γλυκύτητά του….. Ἡ ἀνθρωπίνη σκέψις μωραίνεται διά τῆς ἁμαρτίας, ὅπως καί ἡ αἴσθησις. Ὁ μοναδικός ἰατρός καί τό μοναδικόν φάρμακον ἀπό αὐτήν τήν τρέλλαν εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, διότι Αὐτός εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός Λόγος»[8].
- «Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου!… Ὤ τοῦ μυστηρίου τῶν μυστηρίων! Ὤ τοῦ θαύματος τῶν θαυμάτων! Συνετρίβησαν αἱ καρδίαι ὅλων τῶν προσκυνητῶν τῆς αἰωνιότητος γύρω ἀπό τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἄνθρωποι ζοῦν μέ τήν ψυχήν καί δέν γνωρίζουν τί εἶναι ἡ ψυχή! Δέν ἀποτελεῖ αὐτό βάσανον διά τό πνεῦμα; Βάσανον, μέχρις ὅτου ὁ Θεός Λόγος ἔγινεν ἄνθρωπος καί ταυτοχρόνως ἔγινε ψυχή… Ἀπό Αὐτόν προέρχεται ἡ γένεσίς της, τό εἶναι της, τό πρωτότυπόν της, καί εἰς Αὐτόν εὑρίσκεται ὁ λόγος της, τό νόημά της, ἡ μακαριότης καί ἡ αἰωνιότης, ὁ παράδεισός της. Διά τοῦτο ἡ ψυχή εἰς τά ἐσώτατα ἄδυτά της εἶναι χριστονοσταλγική, θεονοσταλγική»[9].
Φιλοθέη Χ. Τ.
από το περιοδικό Η Δράση μας,
τεύχ. Ιουνίου-Ιουλίου 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου