Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Είναι οι πατέρες της Εκκλησίας θεόπνευστοι; Όχι ως πρωτότυποι "αγωγοί" αποκάλυψης, αλλά ως μέτοχοι τής ίδιας εμπειρίας Τού Νίκου Ι. Νικολαϊδη



 

Πηγή: Νίκου Ι. Νικολαϊδη «Θέματα Πατερικής Θεολογίας» Θεσσαλονίκη 2009. σελ. 65-68.

 

Ποτέ οι πατέρες της Εκκλησίας δε θεωρούνται θεόπνευστοι, με την ειδική έννοια του όρου. Στις ιδιαίτερες περιπτώσεις θεοπνευστίας, όπου "υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν [Άγιοι] από Θεού άνθρωποι", αυτοί είναι οι ιεροί συγγραφείς των κειμένων της Αγίας Γραφής ή, ειδικότερα, στη νέα οικονομία, αυτοί οι θεόπνευστοι άνθρωποι παρέδωσαν τις θείες αλήθειες μέσα στην Εκκλησία. Αναμφίβολα οι Απόστολοι, είτε παρέδιδαν προφορικά δια ζώσης τη θεία αποκάλυψη είτε "δι’ επιστολών", ενεργούσαν κατ' έμπνευση του Αγίου Πνεύματος.

«Ου γαρ θελήματι ανθρώπου ηνέχθη ποτέ προφητεία, αλλ’ υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν [Άγιοι] από Θεού άνθρωποι»101.

«Ημείς δε ου το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού, ίνα είδωμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα ημίν· ά και λαλούμεν ουκ εν διδακτοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν διδακτοίς Πνεύματος [Άγιου], πνευματικοίς πνευματικά συγκρίνοντες»102.

Επομένως, το Πνεύμα το Άγιο, χωρίς να υπαγορεύει, επιστατούσε στην ορθή και κατ' έννοια κατανόηση, καταγραφή και παράδοση της θείας αποκάλυψης. Και, στην προκειμένη περίπτωση, ο ρόλος του Αγίου Πνεύματος, μαζί με το φωτισμό του νου των ιερών συγγραφέων, απέβαινε και αποκαλυπτικός του θελήματος του Θεού και των του Θεού πραγμάτων για τον άνθρωπο. Έτσι, μαζί με τη θεοπνευστία, οι ιεροί συγγραφείς καθίσταντο αποδέκτες και διδάσκαλοι για πρώτη και μοναδική περίπτωση της ροής των θείων αληθειών.

Στους πατέρες, αντίθετα, δεν έχομε αποκάλυψη νέων αληθειών, ως συνέχεια της θείας αποκάλυψης. Ούτε έχομε και επιστασία του Αγίου Πνεύματος για καταγραφή των θείων αυτών πραγμάτων. Αλλά, λέγοντας ότι οι πατέρες είναι θεόπνευστοι, εννοούμε στην εκκλησιαστική γλώσσα και θεολογία, ότι είναι μεστοί Πνεύματος Αγίου. Έχουν βιώσει, εν τη πράξει, τη ζωή και την εμπειρία της Εκκλησίας και ως γνώστες των θείων πραγμάτων, μπορούν να γίνουν ορθοί ερμηνευτές της ήδη αποκαλυμμένης θεόπνευστης παράδοσης.

Στο σημείο τούτο εύγλωττος και έντονα διαφωτιστικός αποβαίνει ο άγιος Eπιφάνιος, διερμηνεύοντας ότι, επειδή οι Άγιοι γίνονται κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και τους καταξιώνει ο Θεός Πατήρ να αποβαίνουν γνώστες του Υιού του και του Αγίου Πνεύματός του, στο μέτρο, του, κατά τα ανθρώπινα μέτρα, δυνατού. Τούτο δηλοποιεί ότι η του έργου του Υιού και του Αγίου Πνεύματος γνώση, περιέχει τη σύνολη οικονομία του Θεού στον κόσμο, της οποίας και μπορούν οι Άγιοι πατέρες να έχουν και την αληθινή αίσθηση και την αλάνθαστη οριοθέτηση 103. Μέσα στο πλαίσιο τούτο εξηγείται πως οι πατέρες ομόφωνα συνεγείρονται στην αιρετική πρόκληση και με μια φωνή, χωρίς προσυνεννόηση, απορρίπτουν την κακοδοξία και διατυπώνουν την ορθόδοξη απάντηση, προσκομίζοντας, πολλές φορές, τα ίδια επιχειρήματα.

Η εκκλησιαστικοποίηση, ως βασικό και κυρίαρχο γνώρισμα της ζωής των πατέρων, τους καθιστά, κατά μία παραλλαγή της αντίληψης του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, ικανούς να αποβαίνουν χορδές της αυτής κιθάρας, ώστε και να αποδίδουν, ως μέλος εναρμόνιο, την ερμηνεία των αληθειών της Εκκλησίας, χωρίς παραφωνίες 104. Κατά συνέπεια, το ίδιο το Άγιο Πνεύμα είναι εκείνο, το οποίο λειτουργεί μέσα στην καρδιά τους και αυτό τους παρακινεί και τους συντονίζει, ώστε να ερμηνεύουν σε λειτουργική σύνδεση και εν συγχορδία τις θείες αλήθειες, τις οποίες παρέλαβε και διαφυλάττει η Εκκλησία.

Ιδιαίτερα, κατά το Μ. Φώτιο, φαίνεται η θεοπνευστία των πατέρων, όταν υπάρχει "ζήτησις", δηλαδή πρόκληση - απάντηση, όποτε οι πατέρες αποβαίνουν, απαντώντας, το στόμα και η φωνή της Εκκλησίας 105. Γι’ αυτό, και αν κάποτε παρατηρούνται στα έργα ορισμένων πατέρων αδόκιμες τοποθετήσεις, τούτο δεν αναιρεί το θεόπνευστο του λόγου τους, αφού, πάλι κατά το Μ. Φώτιο, στις περιπτώσεις αυτές, αυτοί οι πατέρες, δεν καλούνται εκ των επειγόντων εκκλησιαστικών καταστάσεων να αποβούν οι διερμηνείς του λόγου της Εκκλησίας. Επεξηγώντας το φαινόμενο τούτο ο άγιος Φώτιος, λέγει:

«Ει δε παρεφθέγξαντο μεν, ή δια τινα αιτίαν νυν αγνοουμένην ημίν της ευθύτητος εξετράπησαν ουδεμία δε ζήτησις αυτοίς προσενήνεκται, ουδ’ εις μάθησιν της αληθείας ουδείς αυτούς παρεκάλεσε…»106.

Χαρακτηριστική είναι, επί του προκειμένου, και η δήλωση της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (787):

«Η αγία Σύνοδος εξεβόησε των θεοφθόγγων πατέρων αι διδασκαλίαι ημάς διορθώσαντο. Εξ αυτών αρυσάμενοι την αλήθειαν εποτίσθημεν. Αυτοίς κατακολουθήσαντες, το ψεύδος εδιώξαμεν. Παρ’ αυτών διδαχθέντες, σεπτάς εικόνας ασπαζόμεθα. Πατέρες κηρύττουσι, τέκνα υπακοής εσμεν, και εγκαυχώμεθα εν προσώπω μητρός τη παραδόσει της καθολικής Εκκλησίας… Ημείς τη αρχαία θεσμοθεσία της καθολικής Εκκλησίας επακολουθούμεν. Ημείς τους θεσμούς των πατέρων φυλάττομεν…»107.

 

Σημειώσεις

101. 1 Πετρ. 1,21.

102. Α΄ Κορινθίους 2,12-13.

103. Επιφανίου, Αγκυρωτός, 9, PG 43, 32C-33A.

104. Ιγνατίου Θεοφόρου, Επιστολή προς Εφεσίους, 4, 1, ΒΕΠ, τ. 2, σ. 265.

105. Φωτίου, Επιστολή 24, Μητροπολίτη Ακυλείας, 20, PG 102, 813Β.

106. Φωτίου, όπου πριν 813ΑΒ.

107. Mansi, 13,128.

Ο ρόλος των Πατέρων στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής Του Σάββα Αγουρίδη, Καθηγητή Πανεπιστημίου



 

Πηγή: Απόσπασμα από το εγχειρίδιο για τους Σπουδαστές: "Ερμηνευτική των Ιερών κειμένων".  Έκδοση 1984. Σελίδες 52 - 60.

 

Τα κείμενα των αγίων Πατέρων, είναι για τους Χριστιανούς μια ευλογημένη προμήθεια του Θεού. Εκεί φαίνεται ο φωτισμός και συχνά η θεοπνευστία των αγίων, που αποτελούν ασφαλή οδηγό προς τον Χριστό. Όμως μερικοί Χριστιανοί πέφτουν σε έναν ιδιόμορφο τύπο "Ορθοδοξίζοντος Προτεσταντισμού". Όπως οι Προτεστάντες λένε: "δεν δέχομαι τίποτα αν δεν το δω από την Αγία Γραφή", έτσι και οι Χριστιανοί αυτοί, επειδή δεν έχουν σαφή εικόνα των Αγίων Γραφών, τις "φοβούνται", και λένε: "Δεν δέχομαι τίποτα αν δεν το δω από τους Πατέρες". Λες και η πίστη μας είναι νεκρό γράμμα! Στο άρθρο αυτό λοιπόν, θα δούμε αν πράγματι είναι τόσο απόλυτη η ερμηνευτική αποκλειστικότητα των αγίων Πατέρων.

Ας δούμε ποια δικαίωση είναι δυνατό να έχει καθεαυτή η θέση πως οι Πατέρες εξηγητές προσφέρουν μασημένη τροφή, που δήθεν καθιστά περιττή την κατευθείαν από μας μάσηση της αγιογραφικής τροφής.

Λένε μερικοί: «Είναι τόσο δύσκολο να εξηγήσει και να καταλαβαίνει κανείς τις άγιες Γραφές. Διαβάζοντας όμως κανείς τα Εξηγητικά των Πατέρων, βρίσκει εκεί έτοιμη και μασημένη την τροφή που θέλει».

Εν πρώτοις, πρέπει να σημειωθεί πως μία τέτοια διατύπωση έχει χαρακτήρα «οικονομικό» και «παιδαγωγικό»∙ δεν είναι η ορολογία της θεολογίας αυτή. Μέθοδοι οικοδομής των πιστών δεν πρέπει να συγχέονται με τη θεολογία. Οι ίδιοι οι Πατέρες διαρκώς παραπέμπουν τους χριστιανούς στην Αγία Γραφή. Είναι πολύ διδακτικό το γεγονός ότι η όλη διδασκαλία τους, όχι μόνο η θεολογική, αλλά και η πρακτική-οικοδομητική στηρίζεται στις Γραφές. Την κατήχηση, δηλαδή και την οικοδομή των χριστιανών αντιλαμβάνονται σαν γνώση των Γραφών και ανάλυση του νοήματός τους. Ουδέποτε δε διανοήθηκαν ότι τα συγγράμματά τους θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν τα Ευαγγέλια και τις Επιστολές της Κ. Διαθήκης! Γι’ αυτούς η γραφή υπήρξε πάντοτε όχι μόνο το κριτήριο των απόψεών τους, αλλά και ανεξάντλητο θησαυροφυλάκιο εμπνεύσεως και ζωής πνευματικής.

Έπειτα, η Γραφή δεν είναι πάνω από την Εκκλησία, ούτε αποτελεί ένα είδος νομικής αυθεντίας εντός της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή είναι αυθεντική έκφραση της πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας, που τελεί οργανική σχέση προς την πίστη και τη ζωή της όλης Εκκλησίας δια των αιώνων. Ο Κανόνας των ιερών βιβλίων καθορίσθηκε από την Εκκλησία όχι σαν κάποιος αυθέντης έξω και πάνω από αυτή, ούτε σαν κάποιος κώδικας θείων νόμων, που έχουν ανάγκη σχολιασμού με την παράθεση αυθεντικών ερμηνειών του παρελθόντος (Cate-nae), όπως ακριβώς συνέβαινε με το ρωμαϊκό δίκαιο και συμβαίνει με το δίκαιο εν γένει μέχρι σήμερα. Ο Κανόνας δεν είχε την έννοια νομοθεσίας. Εξαιτίας των Ιουδαίων και των αιρέσεων ήταν ανάγκη η Εκκλησία να δημιουργήσει δικό της κανόνα, για να δώσει έτσι στην Π. Διαθήκη την αρμόζουσα θέση και την ορθή έννοια μέσα στους κόλπους της∙ εξάλλου, με τη δημιουργία Κανόνα, απέβλεπαν στην καταπολέμηση των συγγραφών των αιρετικών, οι οποίοι εμφάνιζαν τα έργα τους στο όνομα Αποστόλων ή αποστολικών ανδρών, για τη διασπορά και επιβολή των ιδεών τους.

Η Αγία Γραφή δεν είναι νόμος αλλά «μαρτυρία», και οι συγγραφείς της δεν είναι νομοθέτες, αλλά «μάρτυρες». Αν π.χ. η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως κλάποια γνήσια επιστολή του αποστόλου Παύλου, κανένας δεν θα διενοείτο να την αποκλείσει από τον Κανόνα. Ούτε καν υπάρχει υποψία πως η εύρεση νέων κειμένων του αρχικού χριστιανισμού θα δημιουργούσε πρόβλημα ως προς την ουσία της πίστεως∙ απλούστατα, μ’ αυτό το νέο απόκτημα, κατά τρόπο αληθινά γνήσιο και αυθεντικό, θα πλουτιζόταν η γνώση και η πνευματική μας πείρα.

Αφού όμως η Γραφή είναι οργανικά δεμένη με την πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας, δεν αντιλαμβάνεται κανείς γιατί μια ορισμένη εποχή μπόρεσε να την εννοήσει καλύτερα από άλλες, έτσι ώστε η καλύτερη αυτή κατανόηση των Γραφών, υπό τις συνθήκες μιας ορισμένεης εποχής, να αποτελεί κατά κάποιο τρόπο για τις άλλες το υλικό προς μίμηση και επανάληψη.

Σε μερικούς κύκλους δεν έχει γίνει επαρκώς κατανοητό πως οι Πατέρες εξηγητές δεν εξάντλησαν το περιεχόμενο των Γραφών, τις οποίες είδαν και ερμήνευσαν κατά θαυμάσιο ίσως τρόπο, αλλά από ορισμένες μόνο απόψεις, που επέβαλαν οι ανάγκες της εποχής τους.

Οι Πατέρες εξηγητές των αγίων Γραφών πρέπει να θεωρούνται κατεξοχήν οδηγοί μας στην προσπάθειά τους, ώστε να μείνουν μακριά από την αίρεση, και σε οργανική σχέση προς τη ζωή και την πίστη της όλης Εκκλησίας∙ κι αυτό όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί στην εποχή τους η Εκκλησία αντιμετώπισε σειρά ανθρώπων διανοουμένων επί ενός υψηλού επιπέδου πνευματικών ζυμώσεων υπό την επίδραση των φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής. Είναι, πράγματι, έξοχοι και, θα έλεγε κανείς, ανεπανάληπτοι δάσκαλοι στον τρόπο που ζούν και σκέπτονται την οργανική ενότητα Γραφής και Παραδόσεως, δηλαδή πίστεως και ζωής της Εκκλησίας. Καθόλα ανήκουν όμως στην εποχή τους.

Τα πατερικά κείμενα πρέπει να μελετώνται από τον ορθόδοξο βιβλικό επιστήμονα σαν σχολείο μυήσεως στο πνεύμα αυτής της οργανικής σχέσεως Γραφής και ζωής της Εκκλησίας. Κατά τα άλλα, ως προς το γράμμα, οι Πατέρες παρέχουν στον εξηγητή ένα πλούσιο φιλολογικό και ιστορικό ερμηνευτικό υλικό. Δεν είμαστε αγνώμονες ούτε για το τελευταίο αυτό. Είναι όμως, εξάλλου, γεγονός ότι το υλικό αυτό υστερεί του αντίστοιχου στη διάθεσή μας σήμερα. Εμείς γνωρίζουμε ασφαλώς καλύτερα τι συνέβαινε στην Κόρινθο ή στη Ρώμη, όταν ο Παύλος έγραψε στις Εκκλησίες αυτές τις επιστολές του. Και η πλουσιότερη αυτή γνώση μας βοηθά να εννοήσουμε τα ιερά κείμενα πληρέστερα και βαθύτερα.

Ό,τι αφορά στη φιλολογική, την ιστορική και την κριτική ανάλυση των ιερών κειμένων η γνώση μας σήμερα υπερέχει της γνώσεως των Πατέρων. Εκεί που οι Πατέρες γίνονται πολύτιμοι δάσκαλοί μας είναι στα ουσιώδη θέματα, όπως η κατανόηση του πνεύματος της «εκκλησιαστικότητας» των ιερών κειμένων, ότι δηλαδή δεν ανήκουν στην εποχή τους μόνο, όπως έχει την τάση να τα βλέπει ο ιστορικός και ο φιλόλογος, αλλά στην Εκκλησία καθόλου, και ότι, αφού ανήκουν στην Εκκλησία που είναι ζωή και οδός, εκφράζουιν αυτή τη ζωή και την οδό σε σχέση προς τις ποικίλες πλάνες και θεωρίες του κόσμου.

Μελετώντας τους Πατέρες όχι απλώς κατά γράμμα, αλλά κυρίως κατά πνεύμα, μυείται ο εξηγητής σε δύο κυρίως βασικές αρχές του μυστηρίου της Εκκλησίας:

(α) Ότι ο Θεός, σαν ο ουστιαστικός συγγραφέας των ιερών βιβλίων, μιλά δια μέσου αυτών προς την Εκκλησία του καθόλου, όπως μίλησε προς αυτήν κατά την εποχή που γράφτηκαν. Και

(β) ότι η Γραφή εκφράζει τον τύπο ζωής του μέλους του Σώματος του Χριστού, ο οποίος τύπος μας οδηγεί να πιστέψουμε και να ζήσουμε δια μέσου των ποικίλων πλανών και εκτροπών του βίου, που αντιμετωπίζει κάθε εποχή.

Η συμβολή αυτή της πατερικής εξηγητικής, που δεν έχει καμμία ουσιαστική σχέση προς τα περί της μασημένης τροφής και προς το σύστημα των Σειρών – είναι ιδιαίτερα σημαντική και σήμερα, κι αυτό γιατί η φιλολογική, ιστορική και κριτική έρευνα των ιερών κειμένων έχει αναλυτικό χαρακτήρα, και επομένως την τάση της εξετάσεως των επί μέρους προβλημάτων χωριστά από το σύνολο του μηνύματος των Γραφών, μερικές φορές μάλιστα χωριστά και από τις απόψεις του όλου κειμένου, που παρουσιάζει το υπό εξέταση πρόβλημα.

Η αναλυτική μέθοδος έρευνας πολλά προσέφερε και προσφέρει στον καθαρώς ερευνητικό τομέα. Χωρίς όμως ενίοτε να το καταλαβαίνει κανείς, παρασύρεται κατά την ανάλυση προς τοποθετήσεις αντιιστορικές, ένεκα των οποίων παύει να εννοεί μερικά βασικά πράγματα, αδυνατεί δε να δει τα κείμενα εντός της συνολικής συνάφειας της Εκκλησίας. Το έργο του ορθοδόξου βιβλικού επιστήμονα είναι ο συνδυασμός της αναλυτικής μεθόδου της σύγχρονης επιστήμης με τη συνθετική «μέθοδο» των Πατέρων.

Και οι αρχαίοι Πατέρες αντιμετώπισαν την αρχαία ελληνική αναλυτική μέθοδο. Την γνώρισαν και την σπούδασαν στις ελληνικές ειδωλολατρικές Σχολές και με τη βοήθεια του Πνεύματος της Εκκλησίας την υπερνίκησαν σαν άνθρωποι του Χριστού και σαν άνθρωποι του αιώνα τους. Χωρίς να αισθάνονται ότι υστερούν κατά την επιστήμη και τη σοφία της εποχής τους, ερμήνευσαν ιερά κείμενα εντός μιας άλλης προοπτικής, διάφορης από εκείνη που τα είδαν οι ειδωλολάτρες λόγιοι και οι ποικίλοι αιρετικοί.

Σήμερα το δικό μας έργο είναι δυσχερέστατο, γιατί η σύγχρονη αναλυτική φιλολογική και ιστορική εργασία είναι ενταγμένη στην εξελικτική και κινιτική περί του κόσμου και της ιστορίας άποψη, η οποία ήταν άγνωστη και στους Πατέρες και στους σύγχρονους τους ειδωλολάτρες λόγιους. Εξάλλου, η γνώση έχει τόσο αυξηθεί και τόσο διασπασθεί, ώστε είναι αδιανόητο σήμερα σε ένα πρόσωπο να συγκεντρωθεί όλη η γνώση και η παιδεία της εποχής μας, όπως ήταν δυνατό κατά την αρχαιότητα. Σήμερα πρέπει κανείς τουλάχιστον να είναι επιστήμονας σαν τον Teillard De Chardin, φιλόλογος και θεολόγος σαν τον Bultman και άγιος, όπως φερειπείν ο π. Ευσέβιος Μαθιόπουλος, για να έχει στην εποχή μας τη συγκρότηση που είχε ο Μ. Βασίλειος στα δικά του χρόνια, όταν έγραφε την «Εξαήμερο». Ο πλούτος στη γνώση και η διάσπαση αφενός, η εξελικτική και κινητική προοπτική αφετέρου, αυτά όλα είναι εντελώς νέοι παράγοντες, που δίνουν άλλη χροιά στο έργο της αναλύσεως κατά την εποχή μας. Υπό τα δεδομένα αυτά είναι φυσικό πως και η ορθόδοξη εξηγητική μπορεί να κινείται εντός πιο κινητικών και «πορειακών» προοπτικών με το αυτό δικαίωμα, με το οποίο η παλαιά εξηγητική κινούνταν μέσα σε πιο «στατικά» πλαίσια. Αυτά ως προς την ανάλυση.

Αλλά ως προς τη σύνθεση χρειάζονται μερικές παρατηρήσεις. Ο ορθόδοξος εξηγητής έχει να κάνει με κείμενα, που γεννήθηκαν από τη ζωή μιας κοινότητας, η οποία πιστεύουμε πως ήταν η κοινότητα «εις ην τα τέλη των αιώνων κατήντηκεν», ο δε περιεχόμενος στα κείμενά της λόγος πιστεύθηκε σαν ο «έσχατος» λόγος του Θεού προς την ανθρωπότητα. Τα κείμενα αυτά διέσωσε στους κόλπους της η Εκκλησία, σχολίασε, ερμήνευσε και εβίωσε μέχρι σήμερα, γιατί την οδηγούν προς κάπου. Για να βρούμε το μήνυμα των κειμένων αυτών για μας σήμερα, πρέπει ασφαλώς να γνωρίζουμε πρώτα-πρώτα τι νόημα είχαν εντός του περιβάλλοντος που γράφηκαν. Έτσι δεν εξηγούμε την προέλευση του μηνύματος, αλλά εξηγούμε τους τρόπους με τους οποίους κατανοήθηκε και βιώθηκε από τους ανθρώπους. Επομένως: το μέλλον είναι το «σημείο» από το οποίο θεάται κανείς το παρελθόν και το παρόν. Δηλαδή αυτό που περιμένει η Εκκλησία του Θεού είναι η ουσιαστική αφετηρία για την κατανόηση παρελθόντος και παρόντος. Η οποιαδήποτε «σύνθεση» έχει εσχατολογικό χαρακτήρα.

Η ανάλυση, εξάλλου, μας οδηγεί σε μία σειρά θεμάτων, προβλημάτων και ερωτημάτων της εποχής, που γράφηκαν τα ιερά κείμενα, μέσα σε μία προοπτική πως ο κόσμος τελειώνει γρήγορα. Δεν μπορούμε να πούμε πως τα βασικά από τα προβλήματα αυτά δεν είναι και δικά μας. Σ’ εμάς όμως παρουσιάζονται υπό τελείως διάφορη μορφή. Οι Πατέρες «συνέθεσαν» τα δεδομένα των Γραφών με τα δεδομένα της εποχής τους. Και σ’ αυτό είναι λαμπροί οδηγοί και δάσκαλοί μας: Τα δεδομένα όμως της πατερικής εποχής είναι από πολλές απόψεις διάφορα από τα δεδομένα της δικής μας.

Αναφέρω μερικά παραδείγματα:

Το κοσμοείδωλο, η εικόνα δηλαδή περί κόσμου, είναι σήμερα εντελώς άλλη απ’ ό,τι ήταν κατά τους χρόνους της Κ.Δ. και των Πατέρων. Δεν υπάρχει πια σήμερα η εικόνα για έναν κόσμο με τρία πατώματα.

–Η έννοια της ιστορίας, επίσης, είναι σήμερα τελείως διάφορη, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στη σωτηριολογική σημασία του χρόνου, της επιστήμης και της τεχνικής. Αλλιώτικα αισθάνεται ο άνθρωπος στη θέση του σήμερα μέσα στον κόσμο και στην ιστορία. Όσο επεκτείνεται ο κόσμος και η ιστορική κονίστρα, παράδοξα τόσο σμικρύνεται η σημασία του ανθρώπου, οπότε υπό άλλη μορφή παρουσιάζεται το πρόβλημά του, εντός του σχεδίου του Θεού.

–Η έννοια της ανθρωπότητας, όχι εντός του σχήματος της ρωμαϊκής οικουμένης ή της μεσαιωνικής ανατολικής ή δυτικής αυτοκρατορίας, αλλά υπό μία έννοια αληθινά οικουμενική.

–Η έννοια της ύλης και η περιφρόνησή της καθόλη την ελληνιστική περίοδο αντίθετα προς ό,τι συμβαίνει από την εποχή της Αναγεννήσεως και την αυγή των νεώτερων χρόνων.

–Η δυνατόητα του ανθρώπου, παρά τη σημερινή εκμηδένισή του, να καταστρέψει τον πλανήτη μας ή να τον αναμορφώσει ή τις οίδε τι άλλο.

–Η κοινωνική επανάσταση σε παγκόσμια διάσταση με την ελπίδα δημιουργίας μιας νέας ζωής και σωτηρίας από τα σημερινά δεινά.

–Η αλλαγή στο νόημα της εργασίας, στη θέση της γυναίκας και του παιδιού μέσα στις σύγχρονές μας κοινωνίες.

–Και για να μη συνεχισθεί ατέλειωτα ο κατάλογος, ας μνημονευθεί τελικά ο σύγχρονος ανθρωποκεντρισμός, που κατέληξε στην άρνηση του Θεού. Η αθεΐα κατά τους χρόνους της Κ.Δ. και των Πατέρων, αν δεν ήταν άγνωστη, ήταν σπάνιο και μεμονωμένο φαινόμενο∙ σήμερα όμως είναι η επίσημη ιδεολογία κοινωνικών καθεστώτων, που καλύπτουν μεγάλο τμήμα του πλανήτη μας και επηρεάζουν το υπόλοιπο.

Οι αλλαγές αυτές που αναφέρθηκαν και πολλές άλλες δεν επηρέασαν τη ζωή των ανθρώπων τόσο κατ’ έκταση, ποσοτικά, όσο την σφραγίζουν ποιοτικώς. Είναι δυνατό, π.χ. να ισχυρισθεί κανείς ότι ο σημερινός άνθρωπος ζει την αμαρτία και τη σωτηρία υπό τις μορφές που έζησαν αυτά οι άνθρωποι του 1ου ή του 5ου αι.; Ασφαλώς ζει πολύ βαθιά τρομερά δυσάρεστες καταστάσεις καθώς και την ανάγκη να γλιτώσει από αυτές. Λοιπόν, κατά τα δεδομένα αυτού του νέου κόσμου, πρέπει πατώντας στα αχνάρια της πατερικής «συνθέσεως», με τη σειρά μας να τον «συνθέσουμε» με την πίστη της αρχικής Εκκλησίας, όπως εκφράζεται στα κείμενά της. Το έργο είναι δύσκολο, αλλά είναι απαραίτητο.

Είναι δύσκολο έργο, γιατί πολλοί θεολόγοι δεν είμαστε συνηθισμένοι στης έννοιες αλλαγή, μεταβολή, μεταμόρφωση, παρά το γεγονός ότι η θεολογία μας βλέπει τον άνθρωπο γενικώς υπό δυναμικό πρίσμα∙ είτε στην πτώση είτε στο δρόμο προς το «καθ’ ομοίωση» ο άνθρωπος δεν μένει ο ίδιος, μεταβάλλεται. Εν τούτοις, η έννοια αλλαγή μας είναι αρκετά ξένη.

Έπειτα, ενώ μιλάμε για άγιο Πνεύμα, δεν ανοίγουμε τον εαυτό μας ελεύθερα στις ενέργειές του. Εξήγηση και ερμηνεία του ιερού κειμένου συμπλέκονται.

Η εξήγηση του ιερού κειμένου είναι η κατανόησή του εντός της συγκεκριμένης καταστάσεως της εποχής του και εντός του υπόβαθρου της γενικής εμπειρίας της Εκκλησίας.

Η ερμηνεία του είναι η ορθή «εν αγίω Πνεύματι» απόδοση του νοήματος του Ευαγγελίου δια μέσου των παλαιών μορφών μέσα σε νέες μορφές, που να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες. Οι νέες αυτές μορφές πρέπει να καθιστούν, για μας και τους συγχρόνους μας, το Ευαγγέλιο ζωή αληθινή, και να μη το παρουσιάζουν σαν μία κάπως μακρινή και χαώδη απομίμηση και επανάληψη όρων και εικόνων μιας άλλης, παλιάς εποχής. Όχι το πνεύμα του ερμηνευτή, αλλά το άγιο Πνεύμα, που οδηγεί στην ελευθερία και την αλήθεια, πρέπει να είναι βιωματικά κτήμα του ορθοδόξου ερμηνευτή, στην οργανική του σχέση προς την Εκκλησία με την καθολική της έννοια. Αυτό αποτελεί απαραίτητο συντελεστή, όχι τόσο της εξηγήσεως, όσο της «ερμηνείας» των ιερών κειμένων.

Η απόρριψη του μυστηρίου του αγίου Πνεύματος στο θέμα της αλήθειας κατά την ερμηνεία των ιερών κειμένων, με την έννοια της πιστότητας στην ουσία της εκκλησιαστικής παραδόσεως και της μεταφράσεως της ουσίας αυτής σε νέες μορφές και εικόνες, αποτελεί παραγνώριση της ιδιομορφίας του ιερού κειμένου. Κανείς ερμηνευτής δεν είναι αλάθητος, ακόμα και ο πιο ορθόδοξος, αφού η Ορθοδοξία δεν είναι μόνο κληρονομιά και κτήμα, αλλά κυρίως στόχος του αγώνα και της προσπάθειας κάθε ορθόδοξου. Ο ορθόδοξος ερμηνευτής είναι αλάθητος μόνο καθόσον οργανικά συνδέεται προς το γενικό αλάθητο της καθολικής Εκκλησίας «εν αγίω Πνεύματι». Κατά τα άλλα, σε επί μέρους εξηγήσεις ή ερμηνείες ή θεωρίες ή υποθέσεις ή απόψεις, και ο οθρόδοξος ερμηνευτής λανθάνει.

Οι Πατέρες είναι πολύ διδακτικοί και επί του προκειμένου: Πολλές φορές, οι ίδιοι μνημονεύουν μία, δύο και τρεις απόψεις περί ενός χωρίου ή γεγονότος των Γραφών. Είναι δε γνωστό πόσο σε επί μέρους τέτοια θέματα διαφέρουν οι απόψεις από Πατέρα σε Πατέρα της Εκκλησίας. Περισσότερο δε από καθετί διδάσκεται από τους Πατέρες η ταπείνωση, η συναίσθηση της ανθρώπινης ασθένειας με την οποία, εν πάση περιπτώσει, προσεγγίζεται το ιερό κείμενο∙ είναι σαν να ψαύσουν τον αναστάντα Λόγο του Θεού. Ο ορθόδοξος ερμηνευτής, επειδή είναι ορθόδοξος, έχει συνείδηση των αδυναμιών του και είναι ξένος προς την κομπορρημοσύνη του κόσμου. Όσο στερείται της συνειδήσεως των αδυναμιών του ο ερμηνευτής –είτε από κοσμικό φρόνημα είτε από υπερβολική εξοικείωση– τόσο εκπίπτει του προορισμού του.

Η οδός αυτή, που ήταν και η οδός των Πατέρων, δεν είναι εύκολη. Είναι δύσβατη, πλήρης ασαφειών, αγωνιών, ψηλαφήσεων και κινδύνων. Σίγουρα, δεν είναι καν οδός ανθρώπινη εντός δηλαδή των δυνατοτήτων μόνο του ανθρώπου. Η επιτυχία του ορθοδόξου ερμηνευτή είναι έργο του αγίου Πνεύματος. Οι αποτυχίες είναι δικές μας, της ασθένειάς μας. Έχουμε όμως για ενθάρρυνση σαν παράδειγμα επί του προκειμένου την επιτυχία των αγίων Πατέρων στη μεταφορά εν αγίω Πνεύματι του Ευαγγελίου από τα εβραϊκά του πλαίσια στις ελληνικές κατηγορίες σκέψεως.

Το θέμα Αγία Γραφή και ερμηνευτές Πατέρες χρειάζεται ευρύτερη διαπραγμάτευση. Η ορθόδοξη ερμηνευτική δεν είναι επανάληψη των ερμηνευτών Πατέρων, αλλά είναι η μύηση στην όλη ερμηνευτική τους σκέψη, ώστε με τη βοήθειά της να μάθει κανείς να σκέπτεται διά των Γραφών μέσα στην εποχή μας, με τα ιδιαίτερα προβλήματα και ερωτήματά της, όπως σκέπτονται εκείνοι δια των Γραφών ως προς τα προβλήματα και ερωτήματα της δικής τους εποχής. Αν χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του π. Γεωργίου Florovsky, θα πούμε ότι η ορθόδοξη ερμηνευτική πρέπει να είναι σήμερα «νεοπατερική».

Κάθε άλλη χρήση των Πατέρων, απλή παράθεση χωρίων, επανάληψη, νεκρή απομίμηση προς κατανόηση της Αγίας Γραφής, δεν αποδίδει, δυστυχώς τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αφού ουσιωδώς παραγνωρίζει τον παράγοντα «ιστορία»∙ έτσι η άλλη αυτή κατά το γράμμα μιμητική χρήση των αγίων Πατέρων καταντά ακούσια σε υποτίμηση και της σημασίας της Γραφής και της σπουδαιότητας των Πατέρων.

Το έργο των Πατέρων Οδοδείκτες θεραπείας π. Ι. Ρωμανίδης



 

Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α'

Οι διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων ονομάσθηκαν Πατέρες και μάλιστα Αποστολικοί Πατέρες, και οι διάδοχοι των τελευταίων είναι εκείνοι που χαρακτηρίσθηκαν Πατέρες της Εκκλησίας. Ουσιαστικά, οι Πατέρες είναι η γέφυρα που ενώνει την Αποστολική εποχή με κάθε εκκλησιαστική εποχή, γι’ αυτό, και όπως λέγεται, η Εκκλησία είναι Αποστολική, επειδή είναι πατερική.

Οι Πατέρες δεν είναι απλώς οι μεγάλοι επιστήμονες που γνώρισαν την ανθρώπινη γνώση και σοφία, αλλά εκείνοι που έλαβαν το άγιον Πνεύμα, είχαν μεθέξει της θεοποιού ενεργείας του Θεού, απέκτησαν την υπαρξιακή γνώση του Θεού και την διατύπωσαν, με τα ιδιαίτερα χαρίσματα και την παιδεία που είχαν.

Η πατερική εποχή είναι η Αποστολική εποχή σε κάθε εποχή, που σχετίζεται με την αδιάλειπτη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία. Ουσιαστικά, Αποστολική και πατερική εποχή είναι η εκκλησιαστική ζωή.

Σε τι διαφέρουν οι Πατέρες από τους Αποστόλους;

«Πρέπει να χαρακτηρίσουμε τι είναι τα κύρια χαρακτηριστικά τής Αποστολικής εποχής. Τι είναι Απόστολος, τι είναι ενορία στην Αποστολική εποχή, τι είναι θεολογία, τι είναι ο σκοπός της θεολογίας, ποιες είναι οι διαβαθμίσεις της θεολογικής κατανόησης και τι είναι οι Άγιοι, τι είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας, και τι είναι η διαφορά μεταξύ Αποστόλων και Πατέρων της Εκκλησίας».

Οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων και έχουν την ίδια εμπειρία με αυτούς. Αυτοί είχαν προσωπική εμπειρία και γέννησαν πνευματικά παιδιά που τα αναγέννησαν εν Χριστώ. Η καθοδήγηση και η αναγέννησή τους συνδέεται με την πορεία προς την θέωση. Αυτή ουσιαστικά είναι η Ορθόδοξη ποιμαντική. Αλλά για να καθοδηγήσει κανείς τα πνευματικά του παιδιά προς την θέωση, πρέπει να γνωρίζει ο ίδιος προσωπικά αυτήν την πορεία, διαφορετικά η εξάσκηση της ποιμαντικής είναι εξωτερική-ηθικολογική. Οι Πατέρες είναι οι θεολόγοι στην Εκκλησία, αφού έχουν φθάσει στον φωτισμό και την θέωση, γι’ αυτό και η ποιμαντική των ανθρώπων πρέπει να γίνεται θεολογικά.

«Προκύπτει το θέμα, τι είναι αυτός ο Πατέρας της Εκκλησίας, γιατί λέγεται Πατέρας της Εκκλησίας και τι είναι αυτοί οι Άγιοι και όλοι αυτοί οι θεολόγοι και πώς θεολογούν; Αυτό είναι ένα θέμα που θέλει πολύ μεγάλη προσοχή».

Οι Πατέρες της Εκκλησίας έφθασαν στην βίωση του μυστηρίου της Πεντηκοστής. Η δε θεοπνευστία συνδέεται αναπόσπαστα με την Πεντηκοστή. «Διερωτάται κανείς, θεόπνευστα είναι μόνο τα συγγράμματα της Αγίας Γραφής ή και τα συγγράμματα και των θεοπνεύστων της ιστορίας;». Βεβαίως και τα συγγράμματα τών Πατέρων είναι θεόπνευστα, γιατί «η εμπειρία της Πεντηκοστής επαναλαμβάνεται και μετά την Πεντηκοστή».

Έτσι, οι Πατέρες γνώρισαν την διδασκαλία περί της Αγίας Τριάδος, αλλά το σπουδαίο είναι ότι οι Πατέρες γνώρισαν και τον δρόμο για να οδηγήσουν τα πνευματικά τους παιδιά στην εμπειρία και την γνώση του Τριαδικού Θεού.

«Υπάρχουν εκείνοι που γνωρίζουν και πού πάνε και πώς να φθάσουν. Είναι εκείνοι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι ήξεραν την διδασκαλία, περί της Αγίας Τριάδος, αλλά ήξεραν και την οδό».

Το θεμέλιο της πατερικής θεολογίας συνδέεται με την ουσία της εκκλησιαστικής ζωής, που συγκεκριμενοποιείται στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δει κανείς και την διδασκαλία των Πατέρων για την κοινωνία και τα κοινωνικά φαινόμενα. Η διδασκαλία τους δεν πρέπει να εξετάζεται από ιδεολογικής, στοχαστικής και κοινωνιολογικής πλευράς. Για να καταλάβει κανείς τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν οι Άγιοι Πατέρες, πρέπει να δει τον τρόπο ζωής του συγχρόνου Ορθοδόξου μοναχισμού, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση.

«Στην πατερική θεολογία τα θεμέλια της Ορθοδόξου αντιλήψεως περί κοινωνίας, δηλαδή, εκκλησιαστικής κοινωνίας που εκφράζεται κατ' εξοχήν σήμερα στον μοναχισμό, είναι η κάθαρση, η φώτιση και η θέωση».

Η προσευχή, και μάλιστα η νοερά προσευχή, είναι δείγμα ότι ο άνθρωπος βρίσκεται στο στάδιο του φωτισμού, αφού είχε περάσει προηγουμένως το στάδιο της καθάρσεως και τώρα οδεύει στην θεοπτία. Τότε αναδεικνύεται κανείς θεολόγος στην Εκκλησία. Ορθόδοξος θεολόγος είναι αυτός που προσεύχεται, και μάλιστα νοερά, και αξιώνεται της θείας εμπειρίας. Δεν πρόκειται για θεολογικό στοχασμό, αλλά για έκφραση της εμπειρικής ζωής.

Αυτό φαίνεται καθαρά στα συγγράμματα των Πατέρων και, μάλιστα, στην Ορθόδοξη ανθρωπολογία τους. Δεν είναι δυνατόν να αναλύει κανείς πατερικά έργα και να αγνοεί αυτήν την πραγματικότητα.

«Εάν κανείς δεν ανατρέξει στα συγγράμματα των Πατέρων να δει την ανθρωπολογία τους, να δει τα θεμέλια της πνευματικότητας τους, να δει τι είναι αυτή η κατάσταση του φωτισμού κατά τους Πατέρες και τι είναι οι επιπτώσεις τής καταστάσεως τού φωτισμού επί τής σωματικής αγωγής του ανθρώπου, με όλους αυτούς τους ηρωισμούς που εκάνανε οι καλόγεροι στις ερήμους, επάνω στις στήλες, χωρίς φαΐ και τους κρατούσε ο Θεός επάνω σε μια θεωμένη κατάσταση, δεν μπορεί να καταλάβει τι είναι η Ορθόδοξη θεολογία».

«Είναι πολύ επικίνδυνο κανείς να ασχολείται με πατερικά κείμενα, εάν δεν έχει μια σαφή ιδέα περί των πλαισίων της πατερικής παραδόσεως, επίσης, εάν κανείς φαντάζεται ότι οι Πατέρες ήσαν στοχαστές. Οι Πατέρες δεν είναι στοχαστές».

Έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι μερικοί Πατέρες που ασκούνται στα Μοναστήρια και τις ερήμους είναι νηπτικοί-ησυχαστές, ενώ οι άλλοι που διακονούν στον κόσμο είναι κοινωνικοί. Όμως, «όλοι οι θεολόγοι Πατέρες της Εκκλησίας είναι ησυχαστές». Όλοι οι Χριστιανοί στην αρχαία Εκκλησία, όπως φαίνεται στις Πράξεις των Αποστόλων και τις Επιστολές των Αποστόλων, ήταν ησυχαστές. Ακόμη, ησυχαστές ήταν και οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και οι Απόστολοι και οι Πατέρες στην ζωή της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και δεν μπορούν να χωρισθούν οι Πατέρες της Εκκλησίας σε Μεγάλους Πατέρες και σε ησυχαστές Πατέρες. «Όλοι οι Πατέρες ήταν νηπτικοί, ασκητικοί». «Η ασκητική παράδοση είναι η ουσία της Αγίας Γραφής».

Οι Πατέρες θεραπεύθηκαν οι ίδιοι, γνώρισαν τον Θεό και στην συνέχεια θεράπευαν την πνευματική ασθένεια των ανθρώπων. Η πατερική θεολογία είναι πνευματική ιατρική.

«Η πατερική θεολογία είναι γεμάτη από ιατρικές παραστάσεις. Αρκεί μόνο τα τροπάρια της Εκκλησίας να κοιτάξουμε, τις ακολουθίες, και θα δούμε πως είναι γεμάτα από αυτές τις εκφράσεις, «ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών» κλπ. Τον ίδιο τον Χριστό τον παριστάνουμε σαν γιατρό, τα Μοναστήρια ως νοσοκομεία και τους Πνευματικούς Πατέρες, ως γιατρούς, όχι σαν ηθικοπατέρες».

Ο άνθρωπος μετά την πτώση ασθένησε πνευματικά, εισήλθε μέσα στην ύπαρξη του η θνητότητα και παθητότητα και οι δυνάμεις της ψυχής και του σώματος ενεργούν παρά φύση. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται θεραπεία.

«Οι Πατέρες της Εκκλησίας ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο, όπως είναι αυτήν την στιγμή σήμερα, διότι εκείνο που χρειάζεται θεραπεία είναι ο άνθρωπος».

Η πατερική θεολογία είναι ένα είδος ψυχιατρικής, αλλά όμως διαφέρει σαφέστατα από την σύγχρονη ψυχιατρική, μάλιστα δε την υπερβαίνει, διότι «έχει πράγματα τα οποία η ψυχιατρική ούτε τα φαντάζεται ότι υπάρχουν, ούτε η ψυχολογία». Έτσι, οι Πνευματικοί Πατέρες βρίσκονται μέσα στον ρου της Παραδόσεως, γνωρίζουν εκ πείρας τον Θεό και βοηθούν και άλλους ανθρώπους να μεθέξουν αυτής της εμπειρίας. Γι’ αυτό ο Πνευματικός Πατέρας ταυτίζεται με τον θεολόγο, αφού η πνευματική πατρότητα συνδέεται με την θεραπεία της νοσούσης προσωπικότητος του ανθρώπου.

«Η Ορθοδοξία, τώρα, τι είναι; Είναι ένα συγκρότημα από Πνευματικούς Πατέρες, οι οποίοι ξεύρουν ότι καθένας έχει αυτόν τον θησαυρό μέσα του, την νοερά ενέργεια. Και το έργο του Πνευματικού Πατέρα τι είναι; εκεί που στα κάρβουνα υπάρχει μια μικρή σπίθα, παίρνεις το φυσερό, το φυσάς και μετά από λίγο γίνεται μια φλόγα. Αυτό είναι το έργο του. Εκείνος που είναι φωτισμένος και, επειδή είναι φωτισμένος, ξέρει να φωτίσει τον άλλον, πιάνει τον άλλον και παίρνει την σπίθα που έχει μέσα του, και αυτήν την σπίθα την κάνει φωτιά πλέον και μέχρι θέωση μπορεί να φθάσει κανείς.

Αυτό είναι το έργο της Εκκλησίας. Αλλά, όπως έχει εξελιχθεί η Εκκλησία, αντί να είναι ένα συγκρότημα από Πνευματικούς Πατέρες, όπως ένα νοσοκομείο, που έχει ας πούμε πενήντα γιατρούς, πέρασαν δύο χιλιάδες χρόνια και βρέθηκε νοσοκομείο χωρίς γιατρούς, αλλά λέγονται γιατροί αυτοί που είναι μέσα και δεν θεραπεύουν τίποτα. Δηλαδή, κινδυνεύουμε να φθάσουμε σε αυτό το σημείο και το μόνο πράγμα που θα μάς γλυτώσει είναι η επάνοδος στους Πατέρες της Εκκλησίας».

Οι Πνευματικοί Πατέρες, ως πνευματικοί ιατροί, κάνουν κατ' αρχάς πνευματική διάγνωση της ασθενείας. Στην συνέχεια, ο Πνευματικός Πατέρας βοηθά τα πνευματικά παιδιά να περνούν από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση.

Διάγνωση είναι ότι «η καρδιά του ανθρώπου έχει αμαυρωθεί». Και θεραπεία «είναι να φύγουν οι λογισμοί από την καρδιά και να μένη ένας λογισμός, που θα είναι η αέναη μνήμη του Θεού, ώστε όταν κανείς εργάζεται, διαβάζει, γράφει, περπατάει, δουλεύει στο εργοστάσιο, πάει για ψώνια και όταν κοιμάται ακόμη, η ευχή να λειτουργεί μέσα του αυτομάτως. Οπότε, αυτή η ευχή ανεξαρτητοποιείται από την λογική φαιά ουσία, που είναι στον εγκέφαλο, και συνέχεια εργάζεται».

Ο έμπειρος Πνευματικός Πατέρας γνωρίζει την πνευματική κατάσταση του Χριστιανού που βρίσκεται στην κάθαρση και τον φωτισμό και τον καθοδηγεί καταλλήλως. Υπάρχουν δε σαφή τεκμήρια ότι ο άνθρωπος θεραπεύθηκε, όταν γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος και προσεύχεται αδιαλείπτως. Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει να γίνεται λόγος για υπακοή. Η υπακοή γίνεται στον Πνευματικό Πατέρα, που γνωρίζει από αυτήν την εσωτερική πλευρά της πνευματικής ζωής και με σκοπό να περάσει από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση.

«Σήμερα έχει γίνει μια διαστροφή της εννοίας της υπακοής. Και κάποιος διδάσκει ότι οι Πατέρες λένε να κάνης υπακοή στον Πνευματικό Πατέρα. Ναι, σε ποιόν Πνευματικό Πατέρα; Αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν θα κάνης υπακοή σε οποιονδήποτε Πνευματικό Πατέρα. Διότι, αν κάνης υπακοή σε έναν Πνευματικό Πατέρα, ο οποίος ιδέα δεν έχει από κάθαρση του νοός, ασφαλώς δεν θα αποκτήσεις κεκαθαρμένο νου. Δεν θα καθαρισθεί ποτέ ο νους σου».

Η πνευματική πατρότητα εξασκείται παράλληλα και σε συνδυασμό με την Ιεροσύνη, διότι ο άνθρωπος προοδεύει πνευματικά με την ασκητική, αλλά και την μυστηριακή ζωή. Αυτό σημαίνει ότι για να γίνει κάποιος Πνευματικός Πατέρας πρέπει να είναι αναγεννημένος πνευματικά, να έχει την Χάρη του Θεού μέσα του.

«Η χειροτονία ήταν μία πράξη της Εκκλησίας, με την οποία η Εκκλησία πιστοποιούσε ότι αυτός κάνει για Πρεσβύτερος, επειδή είχε φθάσει κάπου και γι’ αυτό κάνει και για Πνευματικός Πατέρας. Αν, όμως, δεν έφθανε, δεν κάνει για Πνευματικός Πατέρας, οπότε δεν μπορεί να φθάσει σε χειροτονία Πρεσβυτέρου, χειροτονία Επισκόπου».

Βέβαια, ο κατ' εξοχήν διδάσκαλος στην Εκκλησία και ο κατ' εξοχήν Πνευματικός Πατέρας είναι ο Επίσκοπος.

«Ξέρουμε πολύ καλά ότι ο Επίσκοπος είναι ο κατ' εξοχήν διδάσκαλος της Εκκλησίας και Πνευματικός Πατέρας. Αυτό είναι ο Επίσκοπος, γι’ αυτό και ο Επίσκοπος ελέγετο Πατέρας. Όταν λέγανε «Πάτερ» στην αρχαία Εκκλησία, δεν εννοούσαν τους Πρεσβυτέρους, εννοούσαν τους Επισκόπους.

Γι’ αυτό και οι Επίσκοποι της Εκκλησίας, ως Πνευματικοί Πατέρες, λέγονται Πατέρες και όταν λάμβαναν μέρος σε μία Σύνοδο και όταν γίνονται Άγιοι της Εκκλησίας, λέγονται Πατέρες. Τώρα αυτή η διάκριση μεταξύ Αγίων και Πατέρων δεν υπάρχει στους Πατέρες. Στους Πατέρες της Εκκλησίας οι Άγιοι είναι Πατέρες και Πατέρες είναι οι Άγιοι. Αλλά κατ' εξοχήν Πατέρες είναι οι Επίσκοποι. Αυτό που σήμερα τον Επίσκοπο τον λέμε: Σεβασμιώτατε, Θεοφιλέστατε, Μακαριώτατε κλπ. Εκείνα τα χρόνια τον λέγανε Πατέρα, ήταν ο Πνευματικός Πατέρας».

Μέσα από την πνευματική αυτή θεραπεία, κατά την οποία πρέπει να θεραπευθεί ο νους του ανθρώπου, πρέπει να δούμε και την διδασκαλία των Πατέρων για τα κοινωνικά ζητήματα.

«Δεν προσευχόμαστε για να γίνει η φώτιση στην μέλλουσα ζωή. Η όλη προσπάθεια της φώτισης είναι γι’ αυτή την ζωή. Και σε αυτή την ζωή πρέπει να γίνει η αλλαγή της ανθρώπινης προσωπικότητος. Και επομένως, εφ’ όσον σε αυτή την ζωή γίνεται η προσπάθεια αλλαγής της ανθρώπινης προσωπικότητος, συνεπάγεται ότι η όλη προσπάθεια γίνεται και για την αλλαγή της κοινωνικής δομής. Δηλαδή, δεν περιορίζεται η αλλαγή μόνο για την μέλλουσα ζωή.

Γι’ αυτόν τον λόγο οι Ορθόδοξοι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν τεράστια επίδραση επί των κοινωνικών θεμάτων της εποχής τους. Γι’ αυτό και η νομοθεσία της Κωνσταντινουπόλεως που είναι η ρωμαϊκή νομοθεσία, για το είδος της, για την εποχή της, έφθασε στα ύψη. Και καμιά νομοθεσία δεν μπορεί να συγκριθεί με την νομοθεσία της Κωνσταντινουπόλεως, κυρίως στα χρόνια του Ιουστινιανού και μετά τον Ιουστινιανό».

Η διαφορά στη Θέωση τής Παλαιάς Διαθήκης από την Καινή Διαθήκη Τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη




 

Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄.  Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.

Εικόνα: "Και έδειξέ μοι ποταμόν ύδατος ζωής λαμπρόν ως κρύσταλλον, εκπορευόμενον εκ του θρόνου του Θεού και του Αρνίου. Εν μέσω της πλατείας αυτής και του ποταμού εντεύθεν και εκείθεν (δηλαδή οι δύο πλευρές τού ποταμού, η προ και μετά Χριστόν εποχή), ξύλον ζωής, (δηλαδή ο Χριστός) ποιούν καρπούς δώδεκα, (12 φυλές και 12 απόστολοι), κατά μήνα έκαστον αποδιδούν τον καρπόν αυτού, και τα φύλλα του ξύλου εις θεραπείαν των εθνών" (Αποκάλυψις 22/κβ: 2).

Θέωση υπάρχει και στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά υπάρχει διαφορά μεταξύ Θεώσεως στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.

«Έχουμε στην Παλαιά Διαθήκη και την θέωση, τον δοξασμό, γιατί πώς κανείς να αποκρύψει ότι πρόκειται περί δοξασμού, όταν ο Προφήτης βρίσκεται μέσα στην δόξα του Θεού, βλέπει την δόξα του Θεού;».

Υπάρχει όμως διαφορά, γιατί στην Παλαιά Διαθήκη οι θεόπτες οδηγούνταν στον Άδη, αφού δεν είχε ακόμη καταργηθεί ο θάνατος.

Επίσης, η μεγάλη διαφορά μεταξύ Θεώσεως στην Παλαιά Διαθήκη και Θεώσεως στην Καινή Διαθήκη βρίσκεται στο θέμα της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού.

«Όταν ο άνθρωπος στην Παλαιά Διαθήκη φθάνει στην θέωση, έχει θεοπτία, αλλά δεν βλέπει τον Χριστό εν σαρκί, διότι δεν έχει ενσαρκωθεί. Βλέπει τον Χριστό άσαρκο, φέροντα εν Πνεύματι Αγίω τον Πατέρα. Οπότε, η εμπειρία της Θεώσεως σημαίνει αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος στην Παλαιά Διαθήκη. Εφ' όσον στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος στην εμπειρία της Θεώσεως, το βασικό ερώτημα είναι: Τι είναι η διαφορά μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης;

Βέβαια, η πιο βασική διαφορά είναι ότι, οσάκις ο Λόγος εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, είναι άσαρκος, ενώ στην Καινή Διαθήκη είναι εν σαρκί, μεσολαβεί η ενσάρκωση. Οπότε, η πιο βασική διαφορά είναι η ενσάρκωση. Μετά την ενσάρκωση αποκλείεται να φθάσει κανείς στην θέωση, στην θεοπτία χωρίς την ανθρώπινη φύση του Χριστού».

«Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει θέωση, χωρίς την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Ο κάθε Προφήτης έφθασε στην θέωση, χωρίς να αντικρύσει την ανθρώπινη φύση του Χριστού, εφ' όσον ο Λόγος δεν ήταν σαρξ. Αλλά όμως, ο κάθε Προφήτης εγνώριζε τον ίδιο τον Χριστό. Και μίλησε με τον ίδιο τον Χριστό, ως φίλος που μιλάει σε φίλο. Οπότε, ο Χριστός εμφανίζεται στους φίλους Του, όχι μετά την ενσάρκωση, αλλά προ της ενσαρκώσεώς Του, ο Χριστός ήδη βρίσκεται σε κοινωνία με τους φίλους Του στην Παλαιά Διαθήκη».

Θεωρία του Θεού υπήρχε και στην Παλαιά Διαθήκη και προ της Πεντηκοστής, αλλά υπάρχει σαφής διαφορά με την θεωρία του Θεού μετά την Πεντηκοστή.

«Κατά τους Πατέρες που ερμηνεύουν την Αγία Γραφή, η εμπειρία της Πεντηκοστής είναι η ανωτάτη εμπειρία της Θεώσεως, προ της Δευτέρας Παρουσίας. Δεν υπάρχει τίποτα ανώτερο από την Πεντηκοστή. Τίποτα ανώτερο από την Πεντηκοστή. Γιατί; Διότι είναι η θέωση που υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά με προσθήκη την ενσάρκωση. Διότι στην Παλαιά Διαθήκη η θέωση δεν έχει ενσάρκωση ούτε έχει σωτηρία. Είναι η θέωση χωρίς σωτηρία, γι' αυτόν τον λόγο και οι Θεούμενοι απεθνησκαν. Κυριαρχούνταν από τον θάνατο. Σωτηρία δεν υπήρχε, ενσάρκωση δεν υπήρχε στην Παλαιά Διαθήκη. Τώρα όμως έχουμε ενσάρκωση στην Πεντηκοστή».

Πάντως, ο σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου είναι να φθάσει στην θεοπτία, την θεωρία της δόξης του Θεού, την θέωση.

«Ο άνθρωπος έχει πλασθεί για να βρίσκεται σε κατάσταση φωτισμού ή Θεώσεως».

«Ο σκοπός της Αγίας Γραφής είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο στην θεοπτία, στην θέωση, δηλαδή να δει τον Χριστό εν δόξη».

Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να φθάσει σε αυτήν την κατάσταση της Θεώσεως.

«Να σας πω κάτι: Έτσι που έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, μπορεί κανείς να υποψιάζεται τουλάχιστον ότι είναι πιο εύκολο σήμερα στον κόσμο να φθάσει κανείς στην θέωση, παρά στο Μοναστήρι. Διότι υπάρχουν Μοναστήρια και Μοναστήρια, καλόγεροι και καλόγεροι, δηλαδή. Αυτό είναι το πρόβλημα».

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Το ιστορικό πλαίσιο της παλαμικής διδασκαλίας: ο βίος του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Alexander Milenkovits, Θεολόγος

 

1. Βίος του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά

Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς γεννήθηκε το 1296 στην Κωνσταντινούπολη από αριστοκράτες γονείς. Οι γονείς του κατάγονταν από τη Μικρά Ασία, την οποία εγκατέλειψαν λόγω της τουρκικής προέλασης και κατέφυγαν στην βυζαντινή πρωτεύουσα. Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Παλαμάς ήταν συγκλητικός και μέλος της αυτοκρατορικής αυλής, πέθανε αφού δέχθηκε τη μοναχική κουρά όταν ο Γρηγόριος ήταν επτά ετών και έτσι περιήλθε υπό την προστασία του αυτοκράτορα. Οι κοσμικές σπουδές του Αγίου περιλάμβαναν κυρίως τα κλασικά trivium και quadrivium. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Γραμματική, ρητορική, φυσική, λογική και είχε δάσκαλο τον Θεόδωρο Μετοχίτη, μελετώντας ιδιαίτερα τη φιλοσοφία: σε ηλικία δεκαεπτά ετών του ανατέθηκε να συντάξει και να εκφωνήσει πραγματεία περί του Αριστοτέλη ενώπιον του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’.

Αν και ο αυτοκράτορας τον προόριζε για υψηλά κρατικά αξιώματα εκείνος άρχισε να ασχολείται με την άσκηση και την ασκητική φιλολογία. H μοναστική του κλήση καλλιεργήθηκε από τις συναναστροφές του με διάσημους μοναχούς στην βυζαντινή πρωτεύουσα. Ο Θεόληπτος Φιλαδελφείας τον μύησε στην νοερά προσευχή, ενώ ο Γρηγόριος σε ηλικία είκοσι ετών εγκατέλειψε τα εγκόσμια πείθοντας να κάνουν το ίδιο και μέλη της οικογένειάς του: η μητέρα του Καλή, οι δύο αδελφές Επίχαρις και Θεοδότη και τα άλλα δύο αδέλφια του Μακάριος και Θεοδόσιος. Aρχικά αποσύρθηκε στο όρος Παπίκιο και μετά σε διάφορες τοποθεσίες στο Άθω.

Αρχικά βρέθηκε στο Βατοπέδι υπό την καθοδήγηση του ησυχαστή Νικοδήμου στο κοινόβιο της Μεγίστης Λαύρας, όπου έγινε ψάλτης από τον εκεί ηγούμενο, και μετά από τρία χρόνια έγινε ερημίτης στην Γλωσσία, υπό την καθοδήγηση του μοναχού Γρηγορίου. Σύμφωνα με φιλοπαλαμικές πηγές λόγω επιδρομών Τούρκων πειρατών στην περιοχή του Άθω ενώ θέλησε να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα και στο Σινά, τελικά στάθμευσε στην Θεσσαλονίκη. Οι κατοπινοί πολέμιοί του θεώρησαν ως αίτιο φυγής του τον φόβο να μη θεωρηθεί μεσσαλιανιστής, επειδή οι τελευταίοι παρέβλεπαν τα ιερά μυστήρια προκειμένου να αφοσιωθούν αποκλειστικά στην προσευχή. Κατά τους πολέμιούς του στη διάρκεια της παραμονής του στα μοναστήρια του Παπικίου ήλθε σε επαφή με Βογομίλους, οι οποίοι ασκούνταν στο Πάτερ ημών το οποίο έλεγαν επτά φορές την ημέρα πέντε φορές την νύχτα. Ήλθε σε επαφή μαζί τους μόνο για να τους προσηλυτίσει κατά τον Φιλόθεο Κόκκινο εγκωμιαστή του Παλαμά, ενώ επίσης ήδη από τα πρώτα βήματά του στον μοναχισμό συγκρούσθηκε με αυτούς. Το 1326 χειροτονήθηκε ιερέας στην Θεσσαλονίκη από τον Ιωάννη Καλέκα.

Στη Θεσσαλονίκη έγινε μέλος σε ένα είδος πνευματικού κύκλου, εμπνευστής του οποίου ήταν ο Ισίδωρος, μαθητής του Γρηγόριου Σιναΐτη και που αποσκοπούσε στην διάχυση εκτός μοναστηριών της άσκησης της προσευχής. Αργότερα αναχώρησε μαζί με δέκα ακόμα ιερείς για την Βέροια, όπου παρέμεινε για πέντε χρόνια, εφαρμόζοντας αυστηρή απομόνωση.

Ο θάνατος της μητέρας του τον απομάκρυνε προσωρινά στην Κωνσταντινούπολη και οριστικά το 1331 εγκαταστάθηκε στο Άγιο Όρος. Εκεί περί το 1335 έζησε στο ησυχαστήριο του Αγίου Σάββα και ακολούθως έγινε ηγούμενος στη μονή Εσφιγμένου. Ο μεταρρυθμιστικός του ζήλος τον έφερε σε σύγκρουση με τους μοναχούς και απομακρύνθηκε στο ησυχαστήριό του στον Άγιο Σάββα. Από τον Μάρτιο του 1354 έως την άνοιξη του 1355 ο Γρηγόριος Παλαμάς πέρασε ένα χρόνο στη Μικρά Ασία ως αιχμάλωτος των Τούρκων, που κατέλαβαν το πλοίο του καθώς ταξίδευε από τη Θεσσαλονίκη στην πρωτεύουσα. Ως αιχμάλωτος μεταφερόταν από τόπο σε τόπο. Από την Λάμψακο τον μετέφεραν στις Πηγές, μετά στην Προύσα και ακολούθως στη Νίκαια της Βιθυνίας. Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του είχε τρεις θεολογικούς διαλόγους με τους μουσουλμάνους για θέματα πίστεως, δηλαδή για τη διαφορά μεταξύ του Μουσουλμανισμού και του Χριστιανισμού. Εξαγοράστηκε από Σέρβους εμπόρους, ίσως απεσταλμένους του κράλη Στέφανου Ντουσάν, ο οποίος πάντοτε επεδίωκε τον προσεταιρισμό του και επέστρεψε στην επισκοπή του. Μετά την απελευθέρωσή του και μέχρι το θάνατό του από ασθένεια στις 14 Νοεμβρίου του 1359, σε ηλικία 63 ετών, παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη όπου και αφοσιώθηκε στην άσκηση των ποιμαντικών του καθηκόντων. Νεώτεροι ερευνητές δέχονται ως έτος θανάτου του το 1357. Μετά το θάνατό του έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη πληροφορίες σχετικά με θαύματά του. Ο Γρηγόριος Παλαμάς άρχισε να τιμάται ως Άγιος σχεδόν αμέσως μετά το θάνατό του στην Λαύρα και στην Καστοριά. Ο Πατριάρχης ζήτησε ακριβή έκθεση από την Θεσσαλονίκη η οποία του εστάλη. Βάσει της εκθέσεως αυτής ο διάδοχος του Καλλίστου Φιλόθεος συνέταξε εγκώμιο και ακολουθία. Με συνοδική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1368) ανακηρύχθηκε και επίσημα Άγιος της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 14 Νοεμβρίου και κατά τη Β’ Κυριακή των Νηστειών, αμέσως μετά από την Κυριακή της Ορθοδοξίας και ως συνέχεια εκείνης, επειδή η νίκη επί των Θεωριών του Βαρλαάμ θεωρείται εφάμιλλη της νίκης κατά των εικονομάχων. Το 2009, ύστερα από πρόταση της Μητρόπολης Βέροιας, Ναούσης και Καμπανίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε την αγιοκατάταξη και των μελών της οικογένειας του. Ημέρα μνήμης τους ορίστηκε η 18η Δεκεμβρίου.

ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ - ΓΕΝΙΚΑ


 


 

 

 

 

 Του Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως  κ. Ιερεμία



1. Τά κηρύγματά μας, ἀδελφοί μου χριστιανοί, ὅπως τό γνωρίζετε, εἶναι γιά τούς ἁγίους Πατέρες. Ἡ Ἐκκλησία μας διδάσκει τήν θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὁ Θεός μας εἶναι ὁ «Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν». Οἱ ἅγιοι Πατέρες, λέγαμε σέ ἄλλο κήρυγμα, αὐτοί εἶναι πού ἑρμηνεύουν σωστά τήν Ἁγία Γραφή.
Γι᾽ αὐτό ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δέν λέμε μόνο αὐτό πού λένε οἱ Προτεστάντες, ὅτι «ὁ θεολόγος γεννᾶται στίς Γραφές», ἀλλά συμπληρώνουμε: «Ὁ θεολόγος γεννᾶται στίς Γραφές, ὅπως αὐτές τίς ἑρμήνευσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες».
Στά μέχρι τώρα κηρύγματά μας πήραμε ἀπό τήν ἀρχή, κατά χρονολογική σειρά, ἕνα-ἕνα ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες καί λέγαμε λίγα λόγια γιά τήν ζωή του καί τήν διδασκαλία του. Προσοχή! Μιλάγαμε μόνο γιά τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὄχι γενικά γιά ὅλους ὅσους ἀσχολήθηκαν μέ τά θεολογικά γράμματα, γιατί δέν ἦταν ὅλοι τους αὐτοί Ὀρθόδοξοι.



2. Ἔχω νά σᾶς πῶ τώρα μέ χαρά, ἀδελφοί μου χριστιανοί, ὅτι ὅσα εἴπαμε μέ τά προηγούμενα κηρύγματά μας τελειώσαμε τόν λόγο περί τῶν ἁγίων Πατέρων τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων. Ἀπό τό ἄλλο κήρυγμά μας θά ἀρχίσουμε, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νά μιλᾶμε γιά τούς Πατέρες τοῦ 4ου αἰ. μ.Χ., πού εἶναι ἡ χρυσή περίοδος τῆς Πατρολογίας μας.

Εὐχαριστῶ τόν Χριστό καί τήν Παναγιά γιά τήν χαρά αὐτή πού μοῦ δίνει μέ τήν σειρά τῶν κηρυγμάτων μας περί τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Προτοῦ νά ἀρχίσουμε ὅμως νά μιλᾶμε γιά τούς ἁγίους Πατέρες τοῦ 4ου αἰ., θά ἤθελα στό σημερινό μου κήρυγμα, ἀδελφοί μου χριστιανοί, νά σᾶς πῶ μέ γενικότητα αὐτά πού εἴπαμε μέχρι τώρα.
Θέλω δηλαδή νά ἐκφράσω μέ λίγες πινελιές τά χαρακτηριστικά στοιχεῖα τῶν τριῶν αὐτῶν πρώτων αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας μας, πού εἶναι ἀμέσως μετά τήν ἀποστολική ἐποχή. Καί εἶναι ἀνάγκη νά τό κάνω αὐτό, γιατί ἡ θεολογία τῆς ἐποχῆς αὐτῆς τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων ἔγινε ἡ βάση γιά τήν ἐκκλησιαστική διδασκαλία τῶν μετέπειτα αἰώνων.

Ἀκοῦστε, χριστιανοί μου: Ὅλη ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι ἕνα μεγαλόπρεπο οἰκοδόμημα. Σέ ἕνα οἰκοδόμημα ἡ μία πέτρα εἶναι πάνω στήν ἄλλη πέτρα. Καί αὐτή ἡ πέτρα γίνεται βάση γιά τήν ἄλλη πέτρα. Θέλω νά πῶ ὅτι οἱ Πατέρες δέν μπορεῖ νά διαφωνήσουν ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον, ὅπως τό δέχεται ἡ νεοπατερική θεολογία, ἀλλά ὁ κάθε Πατέρας στηρίζεται στήν διδασκαλία τῶν προηγουμένων του. Καί μέ βάση αὐτή τήν διδασκαλία, ἐπειδή τό προκαλοῦν τά θεολογικά προβλήματα τῆς ἐποχῆς, ἐμβαθύνει στήν θεία ἀποκάλυψη καί προσφέρει αὔξηση τῆς θεολογίας, γιά τήν λύση αὐτῶν τῶν προβλημάτων.
Ἔτσι λοιπόν ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων ἀποτελεῖ τήν βάση γιά τό λαμπρό οἰκοδόμημα τῆς μετέπειτα πατερικῆς διδασκαλίας. Γι᾽ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ποῦμε ὀλίγα γενικά γιά τήν ἐποχή τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων.



3. Δέν μέ παίρνει ὁ χρόνος, χριστιανοί μου, νά σᾶς πῶ πολλά χαρακτηριστικά γιά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες τῶν Πατέρων, πού σπουδάσαμε μέχρι τώρα. Δυό-τρία γενικά μόνο θά σᾶς πῶ καί παρακαλῶ πολύ νά τά προσέξετε.

(α) Πρῶτα-πρῶτα, χριστιανοί μου, στά χρόνια αὐτά τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων οἱ ἀδελφοί μας χριστιανοί διώκονταν. Εἶναι χρόνια τῶν διωγμῶν. Ποτάμι τό αἷμα τῶν ἡρώων τῆς πίστης μας. Οἱ τρεῖς πρῶτοι αἰῶνες ἀπέδειξαν ὅτι τό ἔνδυμα τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι κατακόκκινο, «ὡς πορφύραν καί βύσσον τά αἵματα ἡ Ἐκκλησία σου στολισαμένη», ὅπως λέγει ἕνα τροπάριο. Παρά ὅμως τούς φρικτούς διωγμούς ἡ Ἐκκλησία δέν φοβήθηκε, ἀλλά σύναζε τά παιδιά της (ἔκανε «Συνάξεις») σέ ἰδιαίτερο κρυφό χῶρο, κάτω ἀπό τήν γῆ πολλές φορές («κατακόμβες») καί τελοῦσαν ὅλοι μαζί τήν λατρεία τους στόν Θεό. Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά εἴδαμε στά προηγούμενα κηρύγματά μας ὅτι ἀνέπτυξαν καί ἀσματικά τήν λατρεία τους. Ἔψελναν δηλαδή. Καί εἴδαμε σέ ἰδιαίτερο κήρυγμά μας μερικούς ὕμνους πού ἔψελναν οἱ χριστιανοί τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων.

(β) Ὅμως, ὄχι μόνο τήν λατρεία ἀνέπτυξαν οἱ χριστιανοί αὐτοί, ἀλλά καί τήν θεολογική διδασκαλία. Σ᾽ αὐτό, στήν ἀνάπτυξη δηλαδή τῆς θεολογίας τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων, ἔδωσε ἀφορμή καί ἡ ἐμφάνιση τῶν αἱρέσεων.
Οἱ αἱρέσεις στά χρόνια αὐτά ἔρχονταν ἀπό τρία ρεύματα.

Ἕνα ρεῦμα ἦταν ὁ Ἰουδαϊσμός, πού δέν ἀνεγνώριζε τόν Ἰησοῦ Χριστό γιά Μεσσία.

Ἄλλο ρεῦμα ἐρχόταν ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία. Οἱ ὀπαδοί τοῦ ρεύματος αὐτοῦ ζητοῦσαν νά ἀναμείξουν τά φιλοσοφικά νοήματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων μέ τήν χριστιανική διδασκαλία.

Καί τό τρίτο ρεῦμα, πού ἔφερε τίς αἱρέσεις, ἦταν ἀπό τά ἀνατολικά θρησκεύματα.

Καί τά τρία αὐτά ρεύματα τά ἀντιμετώπισαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μέ τήν σοφία τοῦ Θεοῦ, πού αὐτοί πλούσια εἶχαν, καί μέ ἀγῶνες πολλούς, γιά νά κρατήσουν τήν πίστη μας καθαρή καί ἀνεπηρέαστη καί ἀπό τό ἕνα καί ἀπό τό ἄλλο καί ἀπό τό τρίτο αἱρετικό ρεῦμα.
Δέν δέχεται ἡ πίστη μας, ἀδελφοί μου, καμμία μά καμμία ἀνάμειξη τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων μέ ἄλλη διδασκαλία. Βέβαια οἱ ἅγιοι Πατέρες τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων καί οἱ μετά ἀπό αὐτούς ἅγιοι Πατέρες πῆραν ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία καί χρησιμοποίησαν μόνο τήν ἔκφραση, σάν ροῦχο, μέ τό ὁποῖο ἔντυσαν τό κήρυγμά τους καί τήν θεολογία τους. Ἰδέες ὅμως καί νοήματα διάφορα ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί ξένα πρός αὐτήν τά ἀπέβαλε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τούς τρεῖς ἤδη πρώτους αἰῶνες.

Γιατί ἡ πίστη μας εἶναι σάν τό μάτι. Δέχεται τό μάτι μας μία τρίχα μέσα του; Ὄχι! Ἔτσι καί οἱ ἅγιοι Πατέρες τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων, καί κατά μίμηση αὐτῶν καί οἱ μετέπειτα Πατέρες. Ἔκαναν πολλούς ἀγῶνες καί στάθηκαν φρουροί, γιά νά μήν μπεῖ στήν πίστη μας καμμιά ξένη διδασκαλία, οὔτε ἡ παραμικρή.

 

Χριστιανοί μου, ὅταν στά κηρύγματά μου σᾶς λέω γιά «Οἰκουμενισμό», εἶναι αὐτό πού εἴπαμε παραπάνω.
«Οἰκουμενισμός» σημαίνει τό, μαζί μέ τήν πίστη μας νά βάλουμε καί τόν Ἰουδαϊσμό καί τά ἀνατολικά θρησκεύματα καί τήν φιλοσοφία τῶν ἀρχαίων καί τόν Παπισμό καί ὅλες τίς αἱρέσεις καί νά κάνουμε ἕνα κράμα, γιά νά ἀγκαλιάσουμε τάχα ὅλο τόν κόσμο.
Πέστε μου, παρακαλῶ: Εἶναι ἤ δέν εἶναι «παναίρεση» αὐτό; Χριστιανοί μου, οἱ ἅγιοι Πατέρες τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων, ἄν καί ἀπειλούμενοι ἀπό τό μαχαίρι τοῦ Καίσαρα, καί παλεύοντες μέ χίλιες δυό δυσκολίες, ἀγωνίστηκαν νά κρατήσουν καθαρή τήν πίστη μας καί ἔτσι μᾶς τήν παρέδωσαν.
Θά εἶναι λοιπόν ντροπή γιά μᾶς καί θά εἶναι μεγάλη προδοσία μας τό νά ἀλλοιώσουμε τήν πίστη μας μέ τά σοφίσματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γεννηθήκαμε Ὀρθόδοξοι, ἤπιαμε ὀρθόδοξο γάλα καί θά πεθάνουμε, ναί, θά πεθάνουμε Ὀρθόδοξοι.

Πολλές φορές σᾶς μιλάω γιά Οἰκουμενισμό, γιατί εἶναι ἀνάγκη νά τό κάνουμε αὐτό σήμερα ἐμεῖς οἱ Ἐπίσκοποι καί οἱ κήρυκες τοῦ θείου λόγου, ἐπειδή κινδυνεύουμε ἀπό τό σατανικό αὐτό κατασκεύασμα περισσότερο σήμερα. «Συγκρητισμός» λεγόταν ὁ σημερινός Οἰκουμενισμός στά παλαιά ἐκεῖνα χρόνια τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων. Ὅσοι ὑποστηρίζουν σήμερα τόν Οἰκουμενισμό καί μάλιστα μερικοί ἀπό αὐτούς εἶναι ρασοφόροι, μικρόσχημοι καί μεγαλόσχημοι, αὐτοί ἄς διαβάσουν τούς ἀγῶνες τῶν Πατέρων τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τῆς ἐποχῆς τους, δηλαδή τοῦ Συγκρητισμοῦ.

(γ) Στήν περίοδο τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων τῆς πίστης μας ἔχουμε καί τούς ἁγίους Ἀπολογητές. Εἶναι αὐτό πού σᾶς ἔλεγα παραπάνω, χριστιανοί μου. Ἐπειδή διωκόταν ἡ πίστη μας καί ἐπειδή πολλοί ἤθελαν νά παρουσιάσουν τά διδάγματα τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων ἴσα ἤ καί ἀνώτερα ἀπό τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων, ἐμφανίστηκαν οἱ Ἀπολογητές.
Αὐτοί ἔγραψαν δυνατά συγγράμματα καί ἀπεδείκνυαν μέ αὐτά τό ὕψος τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι δέν μπορεῖ ὁ φιλοσοφικός νοῦς νά φτάσει τήν θεόπνευστη διδασκαλία τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων.

Τέλος, ἀπό ὅλους τούς θαυμαστούς Πατέρες τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων ἐκφράζουμε ἰδιαίτερα τόν θαυμασμό μας στήν μορφή καί τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ θεοφόρου, ὁ ὁποῖος, μέ τά ὅσα γράφει, ἐκφράζει τήν θερμότητα τῆς καρδιᾶς του γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τόν δυνατό του πόθο γιά τήν θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός ὁ ἅγιος Πατέρας μᾶς λέγει νά ἀγαπᾶμε ἐρωτικά τόν Χριστό («Ἰησοῦς Χριστός ὁ ἐμός ἔρως», λέγει), νά μήν ἔχει ἡ καρδιά μας τίποτε τό κοσμικό («μηδέν φιλόϋλον») καί ἀκόμη νά ποθοῦμε ζωηρά καί νά μαρτυρήσουμε γιά τόν Χριστό.

Ὅλα αὐτά, χριστιανοί μου, θά τά πετύχουμε ἐάν ἔχουμε πίστη ὀρθή καί «κωφεύουμε» στίς αἱρέσεις, ὅπως μᾶς λέγει ὁ ἴδιος ἅγιος Πατέρας.
Ναί, ἅγιε Ἰγνάτιε καί ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας: «Κωφεύουμε», ὅπως μᾶς τό λέτε, στίς αἱρέσεις καί τίς ἀναθεματίζουμε. Τίς καταριώμαστε, γιατί ὁ ἄλλος ἅγιος Πατέρας, ὁ ἰδιαίτερα ἀγαπητός σέ μᾶς τούς Ἕλληνας, ὁ ἱεροκήρυκας τῆς δούλης πατρίδα μας, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, μᾶς ἔλεγε: «Τόν Πάπα νά καταρᾶσθε»! 
Ναί! Σάν μαθητές τῶν ἁγίων Πατέρων, τόν Παπισμό καί τόν Οἰκουμενισμό τούς καταρώμαστε. Γιατί, σάν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ξέρουμε ὅτι «ὁ Παπισμός εἶναι αἵρεση καί ὁ Οἰκουμενισμός παναίρεση».


 

Μετά πολλῶν εὐχῶν,

† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

 

 

 

(ΑΠΟ ΤΟ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 13 Ὀκτωβρίου 2013)

ΑΓΙΟΣ ΓΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΕΙΝΑΙ ΕΚΤΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 


 





«Ποίος όμως κλήρος ποία μερίς, τις γνησιότης προς την του Χριστού Εκκλησίαν τω συνηγόρω του ψεύδους; Εκκλησία "στύλος και εδραίωμα
της αληθείας" εστιν... Και γαρ οι της Χριστού Εκκλησίας της αληθείας εισί·
και οι μη της αληθείας όντες ουδέ της του Χριστού Εκκλησίας εισί».

(Αγίου Γρηγορίου Παλαμά)

 




   




ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ:


«ΟΣΟΙ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. ΟΣΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΥΤΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ»






  

 

Σήμερα η Εκκλησία μας, Β΄Κυριακή των Νηστειών, εορτάζει την μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, του Θαυματουργού. (Η κυρίως μνήμη του τιμάται 14 Νοεμβρίου εκάστου έτους, που είναι και η ημερομηνία κοιμήσεώς του).


Ο Άγιος Γρηγόριος, είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σπουδαιότερους Πατέρες της Εκκλησίας μας, του 14ου αιώνα, ο οποίος υπήρξε δεινός θεολόγος, αλλά και διαπρεπέστατος ρήτορας και φιλόσοφος.

 

Ο Άγιος Γρηγόριος, υπέστη τα πάνδεινα, από την εκκλησιαστική ηγεσία της εποχής του, όπως βέβαια και οι περισσότεροι Άγιοι της Εκκλησίας μας.

Για εικοσαετία ολόκληρη ο Άγιος, δέχθηκε πολλές συκοφαντίες, και όλη την λύσσα του Σατανά, από διαφόρους, αλλά κυρίως από τους ισταμένους εις «τύπον και τόπον Χριστού», τους «ορθόδοξους» αρχιερείς και πατριάρχες, οι οποίοι, όχι μόνον τον κατηγόρησαν και τον συκοφάντησαν, αλλά και εν ΣΥΝΟΔΩ τον αφόρισαν, τον αναθεμάτισαν, τον εδίωξαν και τον εξόρισαν!

 

 

Όταν λοιπόν, οι τότε «ορθόδοξοι» (στην ουσία ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ) κληρικοί ιερείς και αρχιερείς, πρωτοστατούντος του Πατριάρχου Ιωάννου Καλέκα,  κατεδίκαζον ως «βλάσφημο» και «αιρετικό» τον ΟΡΘΟΔΟΞΟΤΑΤΟ  Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αφορίζοντας και αναθεματίζοντας τον μάλιστα, πιστεύοντας ότι αυτοί είναι η «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» του Χριστού, αφού έχουν τα αξιώματα, τις θέσεις, τους θρόνους, αλλά και την εξουσία «του δεσμείν και λύειν», κλπ... κάποια στιγμή, ο Άγιος Γρηγόριος, μεταξύ πολλών άλλων, τους είπε και τα εξής σπουδαία, φοβερά και σημαντικά λόγια, που ΑΞΙΖΕΙ να τα προσέξουμε δεόντως:  

 

 

«Ποίος όμως κλήρος ποία μερίς, τις γνησιότης προς την του Χριστού Εκκλησίαν τω συνηγόρω του ψεύδους; Εκκλησία "στύλος και εδραίωμα της αληθείας" κατά Παύλον εστιν... Και γαρ οι της Χριστού Εκκλησίας της αληθείας εισί· και οι μη της αληθείας όντες ουδέ της του Χριστού Εκκλησίας εισί, και τοσούτο μάλλον, όσον αν και σφων αυτών καταψεύδοιντο, ποιμένας και αρχιποιμένας ιερούς εαυτούς καλούντες και υπ’ αλλήλων καλούμενοι· μηδέ γαρ προσώποις τον Χριστιανισμόν, αλλ’ αληθεία και ακριβεία πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα».[1] (Αγίου Γρηγορίου Παλαμά)

 

 

Δηλαδή με απλά λόγια:

«Όμως ποιά μερίδα και ποιό κλήρο, ποιά γνησιότητα και ποιά σχέση μπορεί να έχετε ΟΛΟΙ εσείς, που είστε ΣΥΝΗΓΟΡΟΙ του ΨΕΥΔΟΥΣ με την  Εκκλησία του Χριστού;

Η Εκκλησία του Χριστού μας είναι  στύλος και εδραίωμα της ΑΛΗΘΕΙΑΣ, σύμφωνα και με τον Απόστολον Παύλον...

Οπότε, όσοι  βρίσκονται μέσα στην αληθινή Εκκλησία του Χριστού, έχουν απαραίτητα και την Αλήθεια. Ενώ αυτοί οι οποίοι δεν έχουν την Αλήθεια, δεν είναι ούτε μπορεί να βρίσκονται μέσα στην Εκκλησία του Χριστού.

Είναι δηλαδή ΕΚΤΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,  άσχετα εάν αυτοί νομίζουν ότι είναι μέσα στην Εκκλησία του Χριστού. Και παρόλο που αυτοί λέγουν ψέματα μεταξύ τους, και κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους, καλώντας ο ένας τον άλλο -αλλά και από άλλους καλούμενοι-  ως «άγιοι»...  («αγιώτατοι»... «σεβασμιώτατοι»...  «πανιερώτατοι»...  «παναγιώτατοι»...)  ποιμένες και αρχιποιμένες, δηλαδή επίσκοποι, αρχιεπίσκοποι και πατριάρχες. Μην τους πιστεύετε! Λένε ψέματα δεν είναι τίποτε από όλα αυτά, αλλά είναι ΨΕΥΔΟΠΟΙΜΕΝΕΣ και ΨΕΥΔΕΠΙΣΚΟΠΟΙ!

Να ξέρετε αγαπητοί μου, ότι ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία μας, ΠΟΤΕ δεν στηρίζεται στα πρόσωπα, στα οποιαδήποτε πρόσωπα, αλλά ΜΟΝΟΝ στην ΑΛΗΘΕΙΑ και στην ΑΚΡΙΒΕΙΑ της Πίστεως, όπως έχουμε διδαχθεί και μυηθεί, στην Ορθόδοξη Παράδοσή μας».

 

 

 

Δεν χρειάζεται βέβαια να πούμε τι έγινε στην συνέχεια, ποιος δηλαδή δικαιώθηκε και ποιός όχι, γιατί αυτό είναι ηλίου φαεινότερον, αφού ο Θεός αμέσως κατέταξε τον Άγιο Γρηγόριο, στους μεγαλύτερους Αγίους Του και τον εδόξασε με πολλά θαύματα και χαρίσματα και εν ζωή και μετά θάνατον. Απόδειξις τρανή το άγιον λείψανον του, που ευρίσκεται στον ομώνυμο ιερό Ναό του, στην Θεσσαλονίκη και το οποίον ευωδιάζει και θαυματουργεί μέχρι και σήμερα.

 

Και βέβαια, μετά από πολλά χρόνια, έτσι για την ιστορία, ήλθε και η ανθρώπινη δικαίωση από την Σύνοδο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, η οποία τελικά και τον εδικαίωσε.

 

 

Αυτά τα ολίγα, αλλά πολύ σημαντικά όμως, αγαπητοί μου αδελφοί, από την ζωή του μεγάλου αυτού Αγίου της Εκκλησίας μας, για όσους θέλουν να πιουν καθαρό και γάργαρο νερό από τα αληθινά νάματα της Ορθοδόξου Πίστεώς μας και όχι από διάφορες θολερές και βρώμικες πηγές αμφιβόλου και υπόπτου προελεύσεως, που σας  προσφέρουν λόγια και κείμενα σημερινών κληρικών, αλλά και «χαρισματούχων»... «αγίων»... γερόντων, που έχουν κατασκευασθεί κατά παραγγελία, για «τα καλά και συμφέροντα», αλλά και για να σας οδηγήσουν γερά, όλους μαζί σφιχταγκαλιασμένους, στην αγκάλη του ψευδοπροφήτη Πάπα, αλλά και όλων των άλλων αιρετικών, καθώς και του Αντιχρίστου.

 

 

 

 

Και όλα αυτά, αγαπητοί μου αδελφοί, τα τόσο «ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ» ίσως για τους πολλούς, τα τόσο ΚΑΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΚΛΗΡΑ λόγια, τα λέει ο Άγιος Γρηγόριος, σε όλους τους τότε κληρικούς, χωρίς να έχουν ακόμη καταδικασθεί όχι από ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ Σύνοδο, αλλά ούτε καν από Τοπική, για να προλάβω τους σημερινούς «σοφούς», «εξυπνάκηδες» και εκ του ασφαλούς «αντιοικουμενιστές» της εποχής μας. Όλους αυτούς τους ψευδοαγωνιστές του «γλυκού νερού» και του «χαρτοπόλεμου», τύπου Πειραιώς Σεραφείμ και τους συν αυτώ, που ανήκουν στο ΒΛΑΣΦΗΜΟ ΔΟΓΜΑ ότι: «Ο ΙΕ΄Κανόνας της Πρωτοδευτέρας είναι Δυνητικός και ουχί υποχρεωτικός».

 

Βέβαια «Δυνητικός» είναι μόνο με τα λόγια, γιατί στην πράξη αποδεικνύεται ότι είναι... απαγορευτικός, αφού όποιος ΤΟΛΜΗΣΕΙ να κάνει πράξη την δυνατότητα αυτή (σύμφωνα με αυτούς) που του δίνει ο εν λόγω Κανόνας, αντιμετωπίζει, διωγμούς, διώξεις,  καθαιρέσεις, κλπ. (σχιζοφρένειας το ανάγνωσμα!...)

 

 

 

Συμπεράσματα:

 

α) Όποιος αγωνίζεται για την ΑΛΗΘΕΙΑ της Πίστεώς μας έχει πάντα τον Θεό με το μέρος του. Εάν δε, διωχθεί ή και πεθάνει γι΄ Αυτήν, τότε γίνεται Ομολογητής και Άγιος της Εκκλησίας μας.

 

β)  Όταν έχεις την ΑΛΗΘΕΙΑ, τότε ΕΙΣΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ και μέσα στην Εκκλησία του Χριστού. Ακόμη και εάν, θεωρητικά ή τυπικά «δεν είσαι» και «δεν ανήκεις» σ΄ Αυτήν ή σ΄εχουν κάνει «αποσυνάγωγο».

 

γ) Όταν δεν έχεις την ΑΛΗΘΕΙΑ, τότε ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ μέσα στην ΕΚΚΛΗΣΙΑ του Χριστού. Ακόμη και εάν, θεωρητικά ή τυπικά «είσαι» και «ανήκεις» σ΄ Αυτήν.

 

δ) Η Εκκλησία του Χριστού μας, είναι στύλος και εδραίωμα της ΑΛΗΘΕΙΑΣ. Όταν κάποιος κηρύττει αίρεση, διαστρέφει την Αλήθεια του Θεού, συνηγορεί με το ψέμα και τον πατέρα του ψεύδους που είναι ο Διάβολος, και ως εκ τούτου, αυτός δεν μπορεί να έχει καμμία θέση και σχέση με τον Χριστό και την Εκκλησία Του.

 

ε) Οι διάφοροι κληρικοί που κηρύττουν αιρέσεις ή ακολουθούν αιρετικούς, ΑΥΤΟΜΑΤΑ ευρίσκονται εκτός Εκκλησίας, εκπίπτουν της θείας Χάριτος και της ιεροσύνης τους, άσχετα αν συνέλθει ή όχι Σύνοδος, για να τους δικάσει και καταδικάσει.

 

ς) Όσοι από αυτούς τους αιρετικούς, συνεχίζουν να νομίζουν και να πιστεύουν ότι είναι ιερείς του Υψίστου, λένε ψέματα, κοροϊδεύουν ο ένας τον άλλο και όλοι μαζί κοροϊδεύουν τον λαό του Θεού.

 

 

 

Ο νοών νοείτω και «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω»...

 

 

 

__________

 

 

 

 [1] «Ποῖος κλῆρος, ποία μερίς, τίς γνησιότης πρός τήν τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίαν τῷ συνηγόρῳ τοῦ ψεύδους; Ἐκκλησίαν  ἥ "στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας" κατά Παῦλον  ἐστιν, ἥ καί μένει χάριτι Χριστοῦ διηνεκῶς ἀσφαλής καί ἀκράδαντος, ἐστηριγμένη παγίως οἷς ἐπεστήρικται ἡ ἀλήθεια; Καί γάρ οἱ τῆς Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί, καί τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἄν καί σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί ἀρχιποιμένας ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ’ἀλλήλων καλούμενοι· μηδέ γάρ προσώποις τόν Χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα».

 

(Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Συγγράμματα Τόμ. Β’, σελ. 627)




Βίος Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά Αρχιεπισκόπου Θεσ/νίκης



Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο Θαυματουργός εορτάζει στις 14 Νοεμβρίου και την Β΄ Κυριακή των Νηστειών.

Από ευγενείς γονείς
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γεννήθηκε το 1296 στην Κωνσταντινούπολη. Οι γονείς του ήσαν ευγενείς και ενάρετοι άνθρωποι και ονομαζόταν Κωνσταντίνος και Καλλονή.

Η Θεοτόκος βοηθός του
Ο θειος Γρηγόριος, μικρό παιδί ακόμη μετά τον θάνατο του πατέρα του, επιδόθηκε στην μάθηση. Επειδή ήταν πολύ μικρός στην ηλικία, και δυσκολευόταν να μάθη τα μαθήματα του αποφάσισε να μην αρχίσει να διαβάζει, προτού κάνει τρεις μετάνοιες με ιερά προσευχή, μπροστά στην εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου. Έτσι με την βοήθεια Της, απομνημόνευε εύκολα. Και όχι μόνο σε αυτό τον βοήθησε η Παναγία, αλλά και την ψυχή του βασιλέως φώτισε και του έδινε πλουσιοπάροχα όλα όσα χρειάζονταν για την εκπαίδευση του.

Από μικρός ζούσε ασκητικά
Σκεπτόταν εξ ολοκλήρου τον ουράνιο Βασιλέα και δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τα επίγεια. Συναναστρεφόταν με Μοναχούς Ασκητές, πού ερχόντουσαν από το Άγιο Όρος στην Κωνσταντινούπολη και οι οποίοι τον συμβούλευαν να φύγει από την πόλη και να πάει στο Άγιον Όρος. Στην εγκράτεια και στην νηστεία δόθηκε με τόση προθυμία, ώστε μόνο με άρτο και νερό ικανοποιούσε τις ανάγκες του σώματος, αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπον να χορταίνει. Το ίδιο αγωνιζόταν υπερβολικά και για κάθε άλλη αρετή.

Στο Άγιον Όρος έλαβε το Αγγελικό σχήμα
Όταν έφθασε το εικοστό έτος της ηλικίας του, ζώντας τέτοια ζωή, δεν άκουσε ούτε τις παρακλήσεις του βασιλέως ούτε απέβλεψε στις μεγάλες υποσχέσεις, αλλά απεφάσισε να μονάσει. Αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη μαζί με τους αδελφούς του Μακάριο και Θεοδόσιο. Διέμειναν για λίγο στο ονομαστό για τα μοναστήρια του Παπίκιο όρος. Την άνοιξη του 1317 αναχώρησαν για τον ‘Άθω όπου πρώτα έμειναν στην Λαύρα του Βατοπεδίου, Εκεί υποτάχθηκε στον θειο Νικόδημο, ο όποιος ήταν θαυμάσιος ησυχαστής και έλαμπε και στην θεωρία και στην πράξη. Μετά από λίγο έλαβε και το Αγγελικό σχήμα. Περνούσε το δεύτερο έτος αγωνιζόμενος σύμφωνα με τις εντολές του Θεού, με νηστείες και αγρυπνίες.

Στη Μεγίστη Λαύρα του Αγίου Αθανασίου
Ο θειος Γρηγόριος έκανε τρία χρόνια υπακοή, στον Γέροντά του ο οποίος σε βαθύ γήρας γεμάτος αρετές αναχώρησε για την Βασιλεία των ουρανών. Μετά ο Γρηγόριο πήγε στην Μεγίστη Λαύρα του Αγίου Αθανασίου, όπου τον δέχθηκαν οι Πατέρες με μεγάλη τιμή, επειδή από καιρό είχαν μάθει για την μεγάλη του αρετή. Έμεινε εκεί ο μακάριος Γρηγόριος μαζί τους τρία χρόνια, και όλοι θαύμασαν την πολιτεία του και την σοφία του.

Φεύγει για την πολυπόθητη έρημο
Όμως ο πολύς έρωτας για την ησυχία, που είχε μέσα στην καρδιά του, δεν τον άφησε να μείνει εκεί μέχρι το τέλος. Έτσι αναχώρησε από εκεί και πήγε στην έρημο, συνοδευόμενος από ομόψυχους συναγωνιστές του στον αγώνα της αρετής. Έφθασε λοιπόν ο Άγιος και έμεινε στην ιερά Σκήτη η οποία ονομαζόταν Γλωσσία. Ησυχάζοντας εκεί μόνος του αξιώθηκε να λάβει από τον Θεό πολλά μυστικά χαρίσματα.

Αναγκάζεται να πάει στην Θεσσαλονίκη
Εξαιτίας των επιδρομών τις οποίες έκαναν οι Αγαρηνοί κατά των Μοναχών εκείνων πού ησύχαζαν έξω από τα Μοναστήρια. Έτσι για να αποφύγουν τους κινδύνους, ο θειος Γρηγόριος και η συνοδεία του, οι οποίοι ήσαν δώδεκα αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Θεσσαλονίκη. Από εκεί αποφάσισαν να πάνε στα Ιεροσόλυμα αφ’ ενός μεν για να προσκυνήσουν τους Αγίους Τόπους, αφ’ ετέρου δε για να ησυχάσουν εκεί μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Ο Άγιος Δημήτριος τον κρατά στη Θεσσαλονίκη
Κάποια στιγμή που Άγιος κοιμήθηκε είδε την έξης οπτασία, όπως ο ίδιος την διηγείται.
«Μου φάνηκε, λέγει, σαν να βρέθηκα στα βασιλικά προαύλια μαζί με τους συνασκητές μου. Εκεί καθόταν με μεγαλοπρέπεια στο θρόνο ο Βασιλεύς, και γύρω από αυτόν στεκόντουσαν οι αυλικοί και όλοι οι άρχοντες, από όλες τις τάξεις. Ένας από τους άρχοντες ήλθε προς εμάς (φαίνονταν να ήταν κάποιος μεγάλος δούκας) και αφού με αγκάλιασε με πήρε δίπλα του και γυρίζοντας προς τους συνοδούς μου είπε: Εγώ κρατώ αυτόν μαζί μου, επειδή έτσι πρόσταξε ο Βασιλεύς, σεις δε να πάτε όπου αγαπάτε, δεν σας εμποδίζει κανένας. Αυτά φωτιζόμενος από τον Θεό ο Μέγας Γρηγόριος, και αφού τα ανέφερε και στους άλλους αδελφούς, σκέφθηκαν όλοι, ότι ο μέγας δούκας, ο οποίος κράτησε τον θειο Γρηγόριο,ήταν ο Άγιος Δημήτριος. Έτσι αποφάσισαν να μη απομακρυνθούν από τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, από την πατρίδα του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου.

Χειροτονείται ιερεύς
Στη Θεσσαλονίκη, οι συνασκητές του, παρεκάλεσαν τον θειο Γρηγόριο να δεχθεί το αξίωμα της Ιεροσύνης, αλλά αυτός στην αρχή δεν δεχόταν, μέχρι πού κατάλαβε ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού.

Κτίζει Ησυχαστήριο στην Βέροια
Μετά την χειροτονία του, ο θειος Γρηγόριος, πήγε στην Σκήτη των Μοναχών της Βεροίας. Εκεί, αφού έκτισε μαζί με τους συνασκητές του Ησυχαστήριο, άρχισε πάλι να αγωνίζεται και να γυμνάζεται την θεία τελειότητα.

Πρότυπο αρετής
Από αυτήν την θεία ζωή γεννιόνταν και οι καρποί του Αγίου Πνεύματος, κατά τον Απόστολο Παύλο (Γαλ. ε’ 22-23). Έτσι όλοι οι συνασκητές του και οι Μοναχοί εκείνου του όρους και οι κάτοικοι ακόμη της Βεροίας, όλοι τον έβλεπαν σαν πρότυπο αρετής, επειδή όχι μόνο η αγγελική του ζωή, αλλά και ο λόγος και η υπερφυσική θεοσοφία του, προξενούσαν σε όλους κατάπληξι και έκσταση. Διότι άλλοτε μεν ήταν με μεγάλη προσοχή, αφοσιωμένος ολόκληρος μόνον στον Θεό, και λουσμένος με τα κατανυκτικά δάκρυά του, άλλοτε δε πάλι είχε το πρόσωπο υπερβολικά φωτισμένο, λαμπρυσμένο και δοξασμένο από το πυρ του Αγίου Πνεύματος, ιδιαιτέρως όταν έβγαινε από την θεία Λειτουργία η από την ησυχία του κελιού του.

Πάλι στο Άγιο Όρος
Ο σοφός Γρηγόριος έκανε στην ησυχία σε εκείνο το όρος της Βεροίας πέντε χρόνια. Από τις συχνές όμως επιδρομές πού δεχόταν από τους Αλβανούς, αναγκάστηκε και πήγε πάλι στο Άγιο Όρος. Εκεί στην Λαύρα του Αγίου Αθανασίου. Έμεινε έξω από την Μονή στο Ησυχαστήριο του Αγίου Σάββα. Έκτος από το Σάββατο και την Κυριακή, άλλη μέρα δεν έβγαινε ούτε να δει κανέναν ούτε και να τον δουν και να συνομιλήσουν, έκτος εάν τον καλούσαν από την Λαύρα για να λειτουργήσει. Ο κύριος σκοπός του ήταν η θεωρία.

Ηγούμενος στη Μονή Εσφιγμένου
Βεβαιούμενος από τις θειες οπτασίες ο θεόσοφος Γρηγόριος, και οδηγούμενος από το Πανάγιο Πνεύμα πού κατοικούσε σε αυτόν, εκτός από τις ομιλίες, άρχισε να συνθέτη και να γράφει πάρα πολλούς και θαυμάσιους λόγους. Αλλά επειδή δεν ήταν δίκαιο, ο τόσο μεγάλος στην αρετή και στους λόγους να παραμένει κρυμμένος σε κάποια γωνία, τι γίνεται; Ψηφίζεται Ηγούμενος από τους διοικούντες του Αγίου Όρους, στο Μοναστήρι του Εσφιγμένου, στο οποίο ήσαν διακόσιοι Μοναχοί.

Απορρίπτει τον Βαρλαάμ
Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και αφού άφησε την ηγουμενία πήγε πάλι στην Λαύρα, στην αγαπημένη του ησυχία. Τότε είχε έλθει από την Καλαβρία και ο Ελληνικής καταγωγής μοναχός και φιλόσοφος Βαρλαάμ πού έδειχνε ότι συμφωνούσε με την Ανατολική Εκκλησία και επιθυμούσε να γίνει Μοναχός και για να τους βεβαιώσει άρχισε να συνθέτη λόγους κατά των ομοφύλων του Λατίνων. Ελέγχοντας όμως τους λόγους του με διάκριση, ο θειος Γρηγόριος απέδειξε ότι ο έλεγχος τον οποίον έκανε ο Βαρλαάμ κατά των Λατίνων ήταν πλαστός και δόλιος και μάλιστα με βεβαιότητα κατά της αληθείας, γι αυτό μάλιστα ήταν και η πρώτη αιτία η οποία έκανε τον Βαρλαάμ να είναι εναντίον του.

Ο Βαρλαάμ εναντίον των Πατέρων της Εκκλησίας
Μετά από λίγο, αυτός ο υποκριτής πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου βρήκε μερικούς απλούς Μοναχούς, προσποιήθηκε ότι ήθελε να γίνει μαθητής και φίλος τους. Ακούοντας από αυτούς κατ’ ιδίαν μερικά από εκείνα τα οποία πρέπει να προσέχουν οι αρχάριοι Μοναχοί στην νοερά προσευχή και επειδή δεν είχε καλή προαίρεση, αλλά ζητούσε να τους συκοφαντήσει, εκίνησε εναντίον τους την καταραμένη γλώσσα του και τα άσεβή χέρια του, ονομάζοντας τους αιρετικούς και γράφοντας εναντίον της ιεράς προσευχής και της μυστικής θεωρίας. Όμως προτού να φανερωθούν αυτές οι βλασφημίες του, κατηγορήθηκε και κατεξευτελίστηκε ενώπιον του οικουμενικού Πατριάρχου και για άλλες αισχρές και μιαρές πράξεις του. Έτσι λοιπόν ανέντιμα αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, εξακολουθώντας και εκεί τις ίδιες κατηγορίες εναντίον των Μοναχών.

Ο Άγιος αναγκάζει τον Βαρλαάμ να φύγει
Όταν είδαν αυτά οι Μοναχοί της Θεσσαλονίκης έγραψαν προς τον Άγιο και τον παρακαλούσαν θερμά να πάει εκεί για να υπερασπιστεί την αλήθεια εναντίον του Βαρλαάμ. Αμέσως τότε έφθασε ο Άγιος στην Θεσσαλονίκη και υπερασπίστηκε την Ορθόδοξη αλήθεια. Ο Βαρλαάμ επειδή δεν μπορούσε να αντισταθεί κατά πρόσωπο και να τον αντικρούει, έφυγε από την Θεσσαλονίκη και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Στην Θεσσαλονίκη, πού είχε μείνει ο Άγιος τρία ολόκληρα χρόνια, έγραψε τους θαυμαστούς εκείνους λόγους υπέρ της αληθινής πίστεως. Επειδή όμως δεν είχε την αγαπημένη του έρημο, βρήκε τρόπο και κατασκεύασε ένα μικρό κελί, στα βαθύτερα μέρη του σπιτιού όπου έμενε, και ησύχαζε εκεί όσο μπορούσε.

Ο Άγιος στην Κωνσταντινούπολι
Εκείνη την περίοδο εκοιμήθη η αδερφή του Θεοδότη. Ο μέγας Γρηγόριος, μετά την κηδεία της αδελφής τους, πάλι επεδίδετο στα δικά του, δηλαδή στην ησυχία του, στην νήψι και την προσευχή και στην ασταμάτητη προσοχή των θείων θεωριών και αποκαλύψεων. Ο εχθρός όμως των θεωριών, ο μιαρός Βαρλαάμ, πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου προβάλλοντας ως δόλωμα την έξω σοφία, σε εκείνους πού τους άρεσαν αυτά, σε μικρό χρονικό διάστημα κατάφερε να παρασύρει όλους αυτούς στην κακοδοξία του και μάλιστα και τον Πατριάρχη, παρ’ ολίγο δε θα τους έπειθε να αρνηθούν και αυτήν την ίδια την Ορθοδοξία. Αφού πείσθηκε ο Πατριάρχης από τους λόγους του Βαρλαάμ κάλεσε με πατριαρχικά γράμματα τους θείους κήρυκες της Ορθοδοξίας, οι οποίοι ήσαν ο θειος Γρηγόριος και οι ομόφρονες του, να προσέλθουν στο Κριτήριο της Εκκλησίας, ως υπεύθυνοι. Ο Άγιος πήρε μαζί του τον Ισίδωρο, τον Μάρκο και τον Θεόδωρο, τους κορυφαίους φίλους του και έφθασε στην πόλη. Εκεί βρίσκοντας σχεδόν όλους τους εκλεκτούς (εκτός από έναν ή δύο) να έχουν παρασυρθεί από Τις φλυαρίες του Βαρλαάμ, τους οδήγησε στην Ορθοδοξία με την χάριν του Παναγίου Πνεύματος, ακόμη και αυτόν τον ίδιο τον Πατριάρχη, οι οποίοι αφού διάβασαν και τους θαυμαστούς εκείνους λόγους, τους οποίους είχε γράψει εναντίον του Βαρλαάμ και των βλασφημιών του, όλοι μαζί τον ανέδειξαν διδάσκαλο της ευσεβείας και σύμφωνο με τους θείους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά και ο ίδιος ο Πατριάρχης του απέδωσε μεγάλες ευχαριστίες. Επειδή όμως ήταν ανάγκη για να γίνει κοινή Σύνοδος, για να εξαλειφθεί η πλάνη του Βαρλαάμ, όρισε να γίνει αυτή, όταν έλθει ο βασιλεύς. Συγκροτείται λοιπόν Σύνοδος, τον Ιούνιο του 1341, στον Ναό της Αγίας Σοφίας και καταδικάζεται η πλάνη του Βαρλαάμ καθώς και τα βλάσφημα συγγράμματά του.

Ο Άγιος μηδενίζει τον Ακίνδυνο
Αλλά όμως ένας άλλος Γρηγόριος, ο οποίος λεγόταν Ακίνδυνος, άνθρωπος πανούργος και δολερός παρουσιάζεται ξαφνικά διάδοχος και κληρονόμος της πλάνης του Βαρλαάμ. Και πάλι ο θειος Γρηγόριος αναδεικνύεται μέγας αγωνιστής και λαμπρός αθλητής υπέρ της Ορθοδοξίας, εξαφανίζοντας την πλάνη από τις θειες Γραφές και την διδασκαλία της Εκκλησίας μας.

Ο Άγιος στην φυλακή
Δεν πέρασαν όμως περισσότερο από δύο μήνες από την στιγμή πού έγινε η Σύνοδος αυτή, και ξεσηκώθηκε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των πολιτών, τον οποίον άναβε κάθε μέρα μάλιστα, ο τότε Πατριάρχης Ιωάννης, ο ονομαζόμενος Καλέκας. Επειδή δεν συμφωνούσε μαζί του ο θειος Γρηγόριος, αλλά τον συμβούλευε να ειρηνεύσει και να σταματήσει την μάχη, κινείται εναντίον και ύστερα από πολλές συκοφαντίες, ότι ήταν αίτιος του τότε πολέμου, τον καταδίκασε σε σκοτεινή φυλακή.

Χειροτονείται Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης
Η Άννα, η τότε βασίλισσα, όταν άκουσε ότι ο Πατριάρχης χειροτόνησε Διάκονο τον Ακίνδυνο, ο οποίος ήταν από δύο Άγιες Συνόδους αναθεματισμένος, τον έδιωξε από την Εκκλησία. Καταδίκασαν τον Πατριάρχη ως αιρετικό. Αμέσως τότε σταμάτησε και ο εμφύλιος πόλεμος και έτσι βγήκε από την φυλακή ο θειος Γρηγόριος και ύστερα από τόσους αγώνες και καταδίκες επανέρχεται λαμπρά με τα στεφάνια της ομολογίας στους αγαπητούς αδελφούς του. Τότε χειροτονείται Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, αφού προηγουμένως προσκλήθηκε επιμόνως και από τον ίδιο τον βασιλέα και από τον Πατριάρχη Ισίδωρο.

Ο Άγιος στη Λήμνο
Επειδή όμως και στην Θεσσαλονίκη ακολούθησε προηγουμένως σφοδρή διαμάχη, η οποία δεν είχε ακόμη σταματήσει, γι αυτό διώκεται από τους Θεσσαλονικείς, ο άξιος Αρχιερεύς του Θεού, Γρηγόριος. Έτσι φεύγοντας από εκεί πήγε πάλι στο Άγιον Όρος. Αλλά και πάλι ακολούθησαν άλλες αφορμές ταραχής και διχόνοιας και πάλι όμως ο Αρχιερεύς εμποδίστηκε και από την Θεσσαλονίκη και από την Μητρόπολι και με ψήφο της Μεγάλης Εκκλησίας πήγε στην Λήμνο, στην οποίαν με τη διδασκαλία του και με τα θαύματά του πάρα πολύ ωφέλησε τον λαό.

Επιστρέφει στην Θεσσαλονίκη
Τέλος οι Θεσσαλονικείς δεν άντεχαν να βλέπουν οι ξένοι να απολαμβάνουν τον δικό τους καλό ποιμένα, εξ αιτίας μερικών σκανδαλοποιών. Έτσι ετοίμασαν ένα αρχοντικό πλοίο αποκλειστικά για τον σκοπό αυτό και αφού επιβιβάσθηκαν σε αυτό οι πρώτοι άρχοντες της Εκκλησίας πήγαν στην Λήμνο και μετά από λίγες ημέρες έφεραν τον καλό Ποιμένα στην ποίμνη του.

Στην Κωνσταντινούπολη και πάλι για την Σύνοδο
Επειδή όμως οι ομοϊδεάτες του Βαρλαάμ και του Ακίνδυνου δεν σταμάτησαν να ταράζουν την Ορθόδοξη Εκκλησία, γι αυτό ο Βασιλεύς μαζί με τον Πατριάρχη αποφασίζουν να συγκροτήσουν πάλι Σύνοδο το 1351 στην βασιλεύουσα, για να εξετασθούν από την αρχή εκείνα τα οποία έλεγαν εκείνοι, διότι αυτό το ζητούσαν εκείνοι κάθε μέρα. Έτσι μαζί με τους άλλους, καλείται και ο θειος Γρηγόριος, ο αξιότερος όλων, με βασιλικά και πατριαρχικά γράμματα. Όταν λοιπόν συγκροτήθηκε η Σύνοδος, η οποία ήταν εξαιρετικά λαμπρή και μεγάλη, παρακινηθείς ο Άγιος πολύ από τον βασιλέα και από την Σύνοδο, κήρυξε ενώπιον όλης της Συνόδου τα Ορθόδοξα δόγματα της πίστεως με λόγους και συγγράμματα και θαυμάσιες ρητορίες. Μετά το τέλος της Συνόδου, γύρισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο ποίμνιο του.

Αρρωσταίνει βαριά
Αφού πέρασε ένα χρόνο στην επαρχία του, έπεσε σε φοβερή και πολυήμερη ασθένεια, επειδή ταλαιπωρήθηκε υπερβολικά το σώμα του, από τους ασταμάτητους κόπους, τους πολλούς πειρασμούς και από τα συχνά ταξίδια. Έτσι ενώ όλοι τον είχαν αποφασίσει ότι θα πεθάνει, ο πανάγαθος όμως Θεός του χάρισε πάλι ανέλπιστα την ζωή, διότι τον ετοίμαζε για νέους αγώνες και πορείες και παλαίσματα, ως γενναίο αθλητή.

Αιχμάλωτος των Οθωμανών
Δεν είχε ακόμη γίνει καλά ο Άγιος, όταν από τις πολλές και μεγάλες παρακλήσεις του βασιλέως Ιωάννου του Παλαιολόγου αναγκάσθηκε να πάει πάλι στην Κωνσταντινούπολη για να μεσολαβήσει στον πεθερό του βασιλέα Ιωάννη Κατακουζηνό να τους συμφιλίωση στις διαμάχες τους, ένεκα των οποίων έμενε στη Θεσσαλονίκη. Αλλά ο Θεός από ψηλά, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων, τον έστειλε σε άλλη υπηρεσία. Διότι ενώ πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη, αιχμαλωτίσθηκε από τους Τούρκους, και οδηγήθηκε από αυτούς σαν δούλος στην Ασία. Μετά από ένα ολόκληρο χρόνο παρακίνησε ο Θεός μερικούς Σέρβους, έμπορους, ανθρώπους με καλή προαίρεση, οι οποίοι με πολλή προθυμία έδωσαν χρήματα και ελευθέρωσαν τον Άγιο. Αφού έμεινε ο Άγιος λίγο καιρό στην βασιλεύουσα επέστρεψε το θέρος του 1355 και στην δική του επαρχία.

Προβλέπει το τέλος του
Αλλά επειδή και αυτός σαν άνθρωπος πού ήταν, έπρεπε να πληρώσει το κοινό χρέος, όταν πέρασαν τρία χρόνια από την τελευταία φορά πού επέστρεψε από την Κωνσταντινούπολη το 1359, αρρώστησε και έπεσε στο κρεβάτι. Τότε διδάσκοντας όσους ευρισκόντουσαν εκεί, προείπε το τέλος του, φανερώνοντας κατηγορηματικά προ πολλών η μερών και αυτήν την ημέρα κατά την οποίαν επρόκειτο να τελειώσει. Διότι είπε προς τους φίλους του, ότι θα έλθει το τέλος του ύστερα από την εορτή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου δηλαδή την δεκάτη τετάρτη του μηνός Νοεμβρίου. Επειδή του είχε παρουσιαστεί σε όραμα ο θειος Χρυσόστομος και τον καλούσε ως ομότροπο του και αγαπητό του και συγκάτοικο.

«Τα επουράνια εις τα επουράνια»
Όταν ο Αρχιερεύς του Θεού είχε φθάσει στο τέλος και βάδιζε με όλη την προσοχή τον δρόμο προς τα ουράνια, ψιθύριζε κάτι με αδύνατη φωνή και οι ευρισκόμενοι εκεί αυξάνοντες την προσοχή τους να ακούσουν τί έλεγε, άλλο δεν άκουσαν, παρά μόνο τα ακόλουθα ιερά λόγια: «Τα επουράνια εις τα επουράνια». Αυτά τα έλεγε ασταμάτητα, μέχρις ότου η θεία και υπερουράνιος Χάρις, η οποία κατοικούσε στην ουράνια εκείνη ψυχή, την ξεχώρισε από το σώμα, στις 14 Νοεμβρίου. Έζησε ο θαυμάσιος Γρηγόριος εξήντα τρία χρόνια από τα οποία δώδεκα και εξ μήνες ποίμανε σαν Αρχιερεύς την Εκκλησία του Θεού.

Γέμισε το κελί του ουράνιο φώς
Όταν η μακάρια του ψυχή βγήκε από το σώμα η παντουργός Χάρις του Αγίου Πνεύματος φανέρωσε κατά θαυμάσιο τρόπο σε όλους την εσωτερική λαμπρότητα της ψυχής του, επειδή φώς πολύ και παράδοξο γέμισε το κελί εκείνο, στο οποίο εκείτο το ιερό Λείψανο του Αγίου. Συγχρόνως έλαμψε και το πρόσωπο του, με μια θεϊκή λάμψη. Την υπερούσια αυτή λαμπρότητα του προσώπου του Αγίου την είδαν σχεδόν όλοι οι άνθρωποι της πόλεως, οι οποίο έτρεξαν τότε κατά τον ενταφιασμό του ιερού εκείνου Λειψάνου. Έμεινε δε αχώριστη η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος, από τον Άγιο και από το ιερό αυτού Λείψανο, και ανέδειξε από εκεί και έπειτα τον ιερό τάφο, κατοικητήριο του θείου φωτός, πηγή θαυμάτων, βρύση ιερών χαρισμάτων και αδάπανο κοινό ιατρείο.

Έργα του Αγίου Γρηγορίου
Διασώζονται σχεδόν όλα από το πλήθος των ιερών συγγραμμάτων του θείου Γρηγορίου.
Στην Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, στον 4ο τόμο ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μακαριστός Π. Κ. Χρήστου τα ταξινομεί κατά το περιεχόμενο, την μορφή και τον χρόνο συντάξεως στις έξης ομάδες:
Α. Συγγράμματα περί του Αγίου Πνεύματος.
Β΄. Επιστολαί προς τους πρώτους ηγέτας των αντιησυχαστών.
Γ΄. Συγγράμματα υπέρ των ησυχαζόντων.
Δ΄. Ομολογιακά κείμενα.
Ε΄. Επιστολαί αναφερόμεναι εις την έριδα.
ΣΤ΄. Πραγματείαι αναφερόμεναι εις την έριδα.
Ζ΄. Αντιρρητικοί κατά Ακίνδυνου.
Η΄. Προς Νικηφόρον Γρηγοράν συγγράμματα.
Θ΄. Κείμενα σχετικά με το ποιμαντικόν έργον του συγγραφέως.
Ι΄. Ασκητικά και πνευματικά συγγράμματα.
ΙΑ΄. Ομιλίαι.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸ πολύφωνον στόμα τῆς θείας χάριτος, τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων τὴν ἀληθῆ θησαυρόν, ἀνυμνοῦμέν σε πιστῶς Πάτερ Γρηγόριε· τῆς Ἐκκλησίας γὰρ φωστήρ, ἀνεδείχθης φαεινός, καὶ κλέος Θεσσαλονίκης· ἥτις ἐν σοὶ καυχωμένη, λαμπρῶς γεραίρει τοὺς ἀγῶνάς σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν Μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος, ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Θεσσαλονίκη ἡ περίβλεπτος πόλις, τὴν σὴν ἁγίαν ἑορτάζουσα μνήμην, πρὸς εὐφροσύνην συγκαλεῖται ἅπαντας· ταύτης ποιμενάρχης γάρ, θεοφόρος ἐδείχθης, καὶ σοφὸς διδάσκαλος, Ἐκκλησίας ἁπάσης· χαριστηρίους ὅθεν σοι ᾠδάς, ᾄδομεν πάντες, Γρηγόριε μέγιστε.

Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸ τῆς σοφίας ἱερὸν καὶ θεῖον ὄργανον Θεολογίας τὴν λαμπρὰν συμφώνως σάλπιγγα Ἀνυμνοῦμέν σε Γρηγόριε θεορρῆμον. Ἀλλ’ ὡς νοῦς νοΐ τῷ πρώτῳ παριστάμενος, Πρὸς αὐτὸν τὸν νοῦν ἡμῶν Πάτερ ὁδήγησον, Ἵνα κράζωμεν, χαῖρε κῆρυξ τῆς χάριτος.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας λαμπρὸς φωστήρ, καὶ Θεσσαλονίκης, ποιμενάρχης θεοειδής· χαίροις τοῦ ἀκτίστου, φωτὸς ὄργανον θεῖον, καὶ θεολόγων στόμα, Πάτερ Γρηγόριε.

΄πηγή:xristianos.gr