Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Μνήμη του οσίου πατρός ημών ΘΕΟΔΩΡΟΥ, ηγουμένου του Στουδίου, του Ομολογητού.



Ο όσιος πατήρ ημών Θεόδωρος γεννήθηκε το 759 στους κύκλους της υψηλής αριστοκρατίας της Κωνσταντινουπόλεως. Τούς τα­ραγμένους εκείνους καιρούς, όπου ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος εδίωκε τούς υπερασπιστές της τιμής των άγιων εικό­νων, ο πατέρας του Φωτεινός, αυτοκρατορικός θησαυροφύλαξ και υπουργός οικονομικών, και η μητέρα του Θεοκτίστη κατόρθωσαν να του μεταδώσουν τη στερεότητα τους στην ορθόδοξη πίστη και την αγάπη τους για την αρετή. Έλαβε την πληρέστερη δυνατή μόρφωση στις ιερές και θύραθεν επιστήμες, απόκτησε όμως, κυρίως από τη μη­τέρα του, μεγάλο ζήλο για την άσκηση και την προσευχή, καθώς και μια βαθειά αγάπη για τη μοναχική ζωή. Με τον θάνατο τού Κων­σταντίνου Ε', μετά τη σύντομη βασιλεία του Λέοντος Δ' (775-780), η αυτοκράτειρα Ειρήνη ανέλαβε την αντιβασιλεία και αποκατέστησε με σύνεση, έχοντας τη βοήθεια του πατριάρχη αγίου Ταρασίου [25 Φεβρ.], την τιμή των αγίων εικόνων, και ανακάλεσε από την εξορία τούς ομολογητές. Έτσι το 780 ο εκ μητρός θείος του Θεόδωρου, Πλά­των [4 Άπρ.], μπόρεσε να επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη, αφού παρέμεινε για δέκα χρόνια ηγούμενος της Μονής των Συμβόλων, στη Βιθυνία. Ενέπνευσε στην οικογένεια του τόσο μεγάλο έρωτα για τη μοναχική πολιτεία, πού έπεισε τον Θεόδωρο, τους γονείς του, τους αδελφούς και τις αδελφές του, καθώς και μερικούς από τους φίλους τους να ασπασθούν τον αγγελικό βίο. Ο Φωτεινός πούλησε όλα του τα υπάρχοντα και τα χρήματα πού έλαβε τα μοίρασε στους φτω­χούς· άφησε μόνον ένα οικογενειακό αγρόκτημα πού είχε στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας, το λεγόμενο Σακκουδίων, το όποιο λόγω της τοποθεσίας του και των ευνοϊκών συνθηκών πού υπήρχαν θα μπορούσε να μετατραπεί σε μοναστήρι, αφού την εποχή εκείνη οι περισσότερες μονές ήταν εγκαταλελειμμένες εξαιτίας των διώξεων.
Υπό τη σοφή καθοδήγηση του Πλάτωνος, μεταμόρφωσαν σύντομα τον τόπο σε κοινοβιακό μοναστήρι, όπου ο Θεόδωρος έκαμε σύντομα προόδους. Επέδειξε φλογερό ζήλο στην εκκοπή της παραμικρής κινήσεως του ίδιου θελήματος με την απόλυτη υπακοή και την αποκά­λυψη όλων των λογισμών του στον καθηγούμενό του. Παρά τη λε­πτή του κράση και την εκλεπτυσμένη παιδεία του, αναλάμβανε τα πιο επίμοχθα έργα, έτσι ώστε να ανακουφίζει τούς άλλους αδελφούς: κουβαλούσε νερό και ξύλα, έσκαβε τον κήπο και σηκωνόταν ακόμη και τη νύκτα κρυφά να μεταφέρει στους ώμους την κοπριά, για να μη γίνει αντιληπτός και δεχθεί επαίνους. Διαλογιζόμενος αδιαλείπτως το παράδειγμα της άπειρου συγκαταβάσεως του Χριστού υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων, ό Θεόδωρος δεν ζούσε πια για τον εαυτό του, αλλά για τον Θεό και τούς αδελφούς του και έφθασε έτσι συντόμως στην κορυφή της άγιας ταπεινώσεω. Συνάπτοντας τη μνήμη του Θεού στη σκέψη του θανάτου, έλαβε το χάρισμα των δακρύων σε τέτοια αφθονία, πού δεν πέρασε μέρα έως την τελευτή του, δίχως να χύσει γλυκά δάκρυα κατανύξεως στην προσευχή του. Έχοντας εμπιστοσύνη στις ικανότητες του και την υπακοή του, ό άγιος Πλά­των του ανέθεσε την ευθύνη της ανεγέρσεως του καθολικού, το όποιο περατώθηκε σύντομα και προκαλούσε τον θαυμασμό των επισκεπτών. Ο Θεόδωρος ήταν πάντοτε πρώτος εκεί για τις ακολουθίες, τις όποιες παρακολουθούσε με εγρήγορση και κατάνυξη και έφευγε τελευταίος. Αγαπούσε επίσης να αποσύρεται εκεί μόνος τη νύκτα, για ώρες πολ­λές, για να συνομιλεί με οικειότερο τρόπο με τον Θεό. Έδειχνε με­γάλη αυστηρότητα στην άσκηση και τη νηστεία, δίχως ωστόσο να ξεπερνά ποτέ τα όρια των δυνάμεων του. Δεν έτρωγε ποτέ μέχρι χορτασμού, για να μη βαρύνει και σκοτίζει τη διάνοια του, αλλά έτρωγε λίγο από ότι του πρόσφεραν, και έτσι ήταν καλά προετοιμασμένος για την προσευχή, δίχως να γίνεται αντιληπτό ότι νηστεύει.

Το 787 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον πατριάρχη Ταράσιο, και έκτοτε επιδόθηκε σε πιο αυστηρή άσκηση: κοιμόταν μία ώρα μό­νον τη νύκτα και αφιέρωνε όλο το υπόλοιπο της μακράς αγρυπνίας του στην προσευχή και τη μελέτη των αγίων Πατέρων, των οποίων ήταν ένθερμος μαθητής. Ο Μέγας Βασίλειος, ο όσιος Δωρόθεος της Γάζης, ο όσιος Νείλος ο Σιναίτης, ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος ήταν η αγαπημένη του συντροφιά. Εμβαθύνοντας στη διδασκαλία τους για την αποταγή του κόσμου και τη μοναχική ακτημοσύνη, διόρθωσε ορισμένες παρεκτροπές πού είχαν εισαχθεί στο όρος Όλυμπος: ορι­σμένοι μοναχοί διατηρούσαν προσωπικά αγαθά, είχαν υπηρέτες, ασκούσαν την κτηνοτροφία. Η αυθεντία και το αισθητήριο πού διέ­θετε ο Θεόδωρος επί των αρχών τού μοναχισμού οδήγησαν τον άγιο Πλάτωνα να τού προτείνει να πάρει τη θέση του στην ηγουμενία της Μονής τού Σακκουδίωνος, πού αριθμούσε τότε περί τούς εκατό μονα­χούς, μεταξύ των οποίων διέλαμπαν ο άγιος Ιωσήφ, αδελφός τού Θεο­δώρου και μέλλων αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης [14 Ίουλ.], ο άγιος Ναυκράτιος [18 Άπρ.], οι Ευθύμιος και Τιμόθεος (δύο μέλλοντες μάρ­τυρες των εικονομάχων), άλλα ο Θεόδωρος αρνήθηκε από ταπεινο­φροσύνη. Λίγα χρόνια αργότερα όμως, αναγκάστηκε να δεχθεί το αξίωμα, επειδή ασθένησε σοβαρά ο Πλάτων.Στις αρχές τού 795, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΣΤ' (780-797) απέπεμψε τη σύζυγό του, Μαρία την Αρμενία, για να ενωθεί με μία ανιψιά τού Θεοδώρου, τη Θεοδότη. Ο πατριάρχης Ταράσιος αρνήθηκε να ευλογήσει την ένωση αύτη, αλλά ο αυτοκράτορας ανέθεσε παραταύτα την τέλεση τού γάμου σε έναν καιροσκόπο ιερέα, τον Ιωσήφ, οικο­νόμο της Μεγάλης τού Θεού Εκκλησίας. Οι άγιοι Πλάτων και Θεόδωρος αντιτάθηκαν τότε, αγανακτισμένοι, στην αξίωση τού ηγεμόνα να αγνοεί τούς νόμους της Εκκλησίας και να θέτει τον εαυτό του υπεράνω των πιστών. Ήταν οι μόνοι πού εξεγέρθηκαν εναντίον αυτής της καταχρήσεως εξουσίας και για περισσότερο από ένα χρόνο αντιστάθηκαν σε κάθε προσπάθεια συνδιαλλαγής εκ μέρους τού αυτοκράτορα και της αυλής. Τελικά, δ Πλάτων συνελήφθη και φυλακίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ο Θεόδωρος και μερικοί από τούς μοναχούς του εξορίσθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου υπέστησαν πολλές δοκιμασίες.

Όταν στα 797 δ Κωνσταντίνος ΣΤ' παραμερίσθηκε από την εξου­σία προς όφελος της μητέρας του Ειρήνης (792-802), ο Πλάτων, ο Θεό­δωρος και οι σύντροφοί τους (οι επονομαζόμενοι Ζηλωτές) απελευθερώθηκαν και μπόρεσαν να επιστρέψουν στη Μονή του Σακκουδίωνος προς μεγάλη χαρά των μαθητών τους, έχοντας κερδίσει τον σεβασμό του πατριάρχη, του πάπα της Ρώμης και των αρχόντων της αυλής, καθώς και τον θαυμασμό τού λαού πού έβλεπε στο πρόσωπό τους την ενσάρκωση της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας και της στερεότητας της παραδόσεως έναντι της κοσμικής εξουσίας. Η νέα τους εγκατά­σταση, ωστόσο, δεν διήρκεσε πολύ. Οι συχνές επιδρομές των Αράβων τους ανάγκασαν εν τελεί να εγκαταλείψουν το όρος Όλυμπος για να βρουν καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη, όπου τούς προσέφεραν τη Μονή του Στουδίου, από το όνομα του υπάτου Στουδίου πού την ίδρυσε το 463. Ή μεταφορά αυτή της μοναχικής αδελφότητας, πού έμελλε συντόμως να αριθμεί επτακόσιους περίπου μοναχούς[1], έδωσε την ευκαιρία στον Θεόδωρο να εφαρμόσει προς το αυστηρότερο, σε σχέση με τη Μονή του Σακκουδίωνος, την κοινοβιακή τάξη, την οποία ορίζει ο Μέγας Βασίλειος. Στη Μονή του Στουδίου η βιοτή ήταν μια τέλεια εικόνα της πρώτης αποστολικής κοινότητας: όλων ήν ή καρό ία καί ή ψνχή μία, καί ουδέ εις τι τών υπαρχόντων αντφ έλεγεν ίδιον είναι, άλλ ήν αντοΐς πάντα κοινά (Πράξ. 4, 32). Οί μοναχοί δεν είχαν ιδιαί­τερα κελλιά, αλλά έμεναν σε μεγάλους κοιτώνες και φορούσαν ένα ρούχο πού το άλλαζαν τακτικά. Τα πάντα γίνονταν με τάξη και αρμονία υπό την καθοδήγηση του Θεοδώρου, ο όποιος ήταν η κεφαλή ενός πολυμελούς σώματος. Όπως ο Μωυσής εθέσπισε τούς Κριτές για τον λαό του Ισραήλ (Έξ. 18), συγκρότησε μια ολόκληρη ιεραρχία υπευθύνων τόσο για την πνευματική ζωή όσο και για την υλική οργάνωση της αδελφότητας, έτσι πού να παραμένει ο ίδιος πατήρ όλων και καθενός ξεχωριστά για τις σημαντικές αποφάσεις της ζωής του. Ρύθμισε την τάξη των ιερών ακολουθιών με τρόπο ώστε οι μοναχοί να βρί­σκονται στην εκκλησία όπως οι άγγελοι στον ουρανό πού ψάλλουν αιωνίως τη δόξα του Θεού εν ομονοία καί αρμονία. Κατά τη διάρκεια των ακολουθιών δεν έπαυε να εξομολογεί και να δέχεται την εξαγόρευση των λογισμών των πευματικών του τέκνων. Τρεις φορές την εβδομάδα, κατά τον Όρθρο, έκανε μια σύντομη κατήχηση κατά την οποία υπενθύμιζε το μεγαλείο της παρθενίας, την ανάγκη της άποταγής τού κόσμου και τού ιδίου θελήματος, τη χρεία τού διαρκούς αγώνα κατά των παθών μας, ώστε ο Χριστός να κατοικεί και να αυξάνεται εντός μας. Επίστηθι ευκαίρως ακαίρως, ήλεγχε, επετίμα, παρεκάλει, εν πάση μακροθυμώ και διδαχή, κατά το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου (Β' Τιμ. 4, 2), μην έχοντας άλλη έγνοια παρά τη σωτηρία των αδελφών του. Συνέθεσε ο ίδιος πολυάριθμους κατανυκτικούς λειτουργικούς ύμνους, μεταξύ των όποιων οι σωζόμενοι στο Τριώδιον της Άγιας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής πού χρησιμοποι­ούνται μέχρι τις μέρες μας. Το μοναστήρι ήταν σαν μία μεγάλη κυ­ψέλη: ο καθείς είχε εκεί ένα διακόνημα κατά τις δυνάμεις του, για να εξασφαλίζει την καλή πρόοδο της κοινοβιακής αδελφότητας και την ακτινοβολία της στην Εκκλησία. Έβρισκε επίσης εκεί κανείς αγιογράφους, αντιγραφείς και εικονογράφους χειρογράφων και κάθε είδους εργαστήρια πού κατέστησαν τη Μονή τού Στουδίου το βασικό θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο της εποχής[2]. 
Όταν εκοιμήθη ο άγιος Ταράσιος το 806, ό αύτοκράτορας Νικη­φόρος Α/ (802-811) προκάλεσε την αντίθεση τού Θεοδώρου και των Στουδιτών ανεβάζοντας έναν λαϊκό, τον άγιο Νικηφόρο [2 Ίουν.], στον πατριαρχικό θρόνο και κυρίως αποκαθιστώντας τον Ιωσήφ (βλ. πα­ραπάνω) στις τάξεις τού ιερατείου. Ο Πλάτων, ό Ιωσήφ (αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης τότε) και ό Θεόδωρος εξορίσθηκαν, ό καθένας σε ξεχωριστό νησί τα Πριγκιποννήσων. Οι προσπάθειες πού έκανε ό αυτοκράτορας να υποτάξει τούς άλλους μοναχούς έμειναν άκαρπες κι έτσι τούς διασκόρπισε σε όλες τις γωνιές της αυτοκρατορίας. Από τη φυλακή ο Θεόδωρος ενθάρρυνε τούς μαθητές του με την άφθονη αλληλογραφία του. Δύο χρόνια αργότερα, με τον θάνατο τού Νικηφόρου Α' (811), οι εξόριστοι μπόρεσαν να επιστρέφουν στη μονή τους και να απολαύουν μια σύντομη ειρήνη. Το 815 όμως ο αυτοκράτορας Λέων ο Αρμένιος ξανάρχισε τη δίωξη των υπερασπιστών της τιμής των αγίων εικόνων. Ο Θεόδωρος εξεγέρθηκε ξανά κατά των αυτοκρατορικών παρεμβάσεων στα εκκλησιαστικά και έλαβε θαρραλέα τον λόγο για να υποστηρίξει την ορθόδοξη πίστη. Με τις κατηχήσεις, τις επι­στολές και τις δογματικές πραγματείες του έδειξε ότι ο Χριστός και οι άγιοί Του είναι πραγματικά παρόντες στην εικόνα, εξαιτίας της αναφοράς της προς το πρωτότυπο, και ότι η τιμή που της αποδίδουν οι πιστοί είναι μια αυθεντική ομολογία τού μυστηρίου της Ένσαρκώσεως. Τήν Κυριακή των Βαΐων του 815 ο Θεόδωρος οργάνωσε στους δρόμους της Βασιλεύουσας μια μεγάλη λιτανεία από χίλιους μονα­χούς πού έφεραν εικόνες και έψαλλαν με μία φωνή ύμνους προς τι­μήν τους. Η σθεναρή του στάση τον οδήγησε άλλη μία φορά στην εξορία και τη φυλάκισή του στη Μετώπη, πλησίον της λίμνης Άπολλωνιάδας, στη Βιθυνία. Από κει ωστόσο κατόρθωνε να στέλνει ένα μεγάλο αριθμό επιστολών στους ορθοδόξους και στους διασκορπισμένους μοναχούς του για να τούς μεταδίδει συμβουλές καρτερίας και ελπίδας στον Θεό. Έγινε προσπάθεια να τον απομακρύνουν περισσότερο, στέλνοντάς τον στη Βόνητα, στο μακρινό Θέμα των Ανατολικών (816), όπου τον έκλει­σαν στην κορυφή ενός -πύργου, σε έναν θάλαμο πού απομόνωσαν γκρε­μίζοντας τη σκάλα πού οδηγούσε σε αυτόν. Υποφέροντας από την υγρασία και το κρύο, ο άγιος τρεφόταν μόνον με ένα κομμάτι ψωμί κάθε δύο μέρες, χωρίς να χάσει τον ζήλο του. Ήταν έτοιμος, έλεγε, να χρησιμοποιήσει το πετσί του σαν περγαμηνή και το αίμα του για μελάνι, προκειμένου να συνεχίσει την αλληλογραφία του[3]. Και όντως, χάρη στην εύμηχανία των μαθητών του, κατόρθωνε να στέλνει επι­στολές κατά εκατοντάδες για τη στήριξη της ορθοδοξίας προς κάθε κατεύθυνση, μέχρι και την Ιερουσαλήμ, τη Ρώμη και την Αλεξάν­δρεια. Ένας μεγάλος αριθμός μαθητών του τότε βασανίστηκαν και μαρτύρησαν. Ακόμη και τον ίδιο μαστίγωσαν και τον άφησαν μισο­πεθαμένο, να κολυμπά μέσα στο ίδιο το αίμα του. Τον μετέφεραν τότε στη Σμύρνη σε μια φυλακή αποκομμένη από κάθε επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Από εκεί μπόρεσε να βγει το 820, μετά τον θάνατο τού αυτοκράτορα. Ό διάδοχός του Μιχαήλ Β' δ Τραυλός (820-829) είχε ανοίξει τις φυλακές, αλλά δεν είχε επιτρέψει την επίσημη αναστήλωση των αγίων εικόνων, έτσι Ο Θεόδωρος δεν είχε την άδεια να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, όπου, άλλωστε, ή μονή του είχε κατα­ληφθεί από άλλους μοναχούς. Εγκαταστάθηκε έτσι, προσωρινά, με μερικούς μαθητές του στη Μονή Κρήσκεντος, στον κόλπο της Νικο­μήδειας, και χρειάσθηκε να μείνει και σε μερικά άλλα μέρη, για να ενισχύσει το στρατόπεδο των ορθοδόξων. Μετά τα ταξίδια του αυτά όμως, εξαντλημένος από τις στερήσεις, τις κακουχίες της εξορίας και τούς μόχθους της ασκήσεως, ασθένησε από βαρεία αρρώστια στο στο­μάχι. Επέστρεψε στη Μονή Κρήσκεντος έχοντας μείνει σκελετός, δεν έπαυσε όμως να προΐσταται της ζωής της αδελφότητας, να διδάσκει και να τελεί τα ιερά Μυστήρια. Τέλος αναπαύθηκε από τούς περισσούς αγώνες του[4] στις 11 Νοεμβρίου 826 αφού μετάλαβε για τελευταία φορά και έδωσε εντολή στους μοναχούς του να αρχίσουν τη νεκρώσιμη ακολουθία και να ψάλουν τον Ψαλμό 118. Όταν αυτοί έφθασαν στον στίχο: Εις τον αιώνα ον μη έπιλάθωμαι τών δικαιωμάτων σον, ότι έν αυτοις εζησάς με (Ψαλμ. 118, 93), ο άγιος Θεόδωρος παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό. Ήταν 67 ετών.







[1]   Ο αριθμός αυτός πρέπει να περιλάβει και τους μονάχους που διέμεναν στα μετόχια, διότι το μέγεθος τού ναού της Μονής τού Στουδίου, τα ερείπια της οποίας σώζονται, δεν συνάδει μία τόσο πολυπληθή αδελφότητα.
[2]   Ο τρόπος ζωής της Μονής του Στουδίου έγινε το πρότυπο ενός μεγάλου αριθμού βυζαντινών μοναστηριών, ιδιαίτερα της Μεγίστης Λαύρας τού αγίου Αθανασίου τού Αθωνίτου [5 Ίουλ.], καθώς και ρωσικών μονών, από τον 11° αιώνα.
[3]   Βλ. ’-ΕΙτ. II, 66.
[4]    Κατ’ άλλους έκοιμήθη στην Πρίγκιπο ή στο ακρωτήριο Ακρίτας. Βλ. τη μνήμη τής ανακομιδής των λειψάνων του στις 26 Ίαν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ 
ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου