Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α'
Οι
Θεούμενοι, ως θεόπτες, γνωρίζουν τον Θεό και στην
συνέχεια αναδεικνύονται αληθινοί θεολόγοι μέσα στην
Εκκλησία. Η γνώση του Θεού είναι πραγματική, διότι είναι
μέθεξη των ενεργειών του Θεού και σε κάθε εμπειρία
μετέχεται ολόκληρος ο Θεός. Δηλαδή, ο Θεός «μερίζεται
αμερίστως εν μεριστοίς», «και πολλαπλασιάζεται
απολλαπλασιάστως εν πολλοίς». Με άλλα λόγια ο κάθε
θεούμενος μετέχει των ενεργειών του Θεού, χωρίς ο Θεός
να κομματιάζεται. Είναι «ολόκληρος και ο ίδιος παντού»
και «είναι μεριστός και αμέριστος». Αυτό είναι «το
μυστήριον της παρουσίας του Θεού μέσα στον κόσμο».
Όταν ο
θεούμενος «δει την Αγία Τριάδα, ξέρει ότι είναι άκτιστη
και η δόξα», αλλά διακρίνει μεταξύ ακτίστων ενεργειών
του Θεού και κτιστών ενεργειών της κτίσεως. Ο θεούμενος
ομοιάζει με τους αστρονόμους που παρατηρούν τα άστρα,
αλλά και διαφέρει από αυτούς, δηλαδή τους αστρονόμους.
«Οι
Θεούμενοι, που έχουν την θεοπνευστία, χρησιμοποιούν
εικόνες από την καθημερινή εμπειρία των ανθρώπων, για να
μπορούν να οδηγήσουν τον άνθρωπο προς τον Θεό. Η διαφορά
είναι η εξής. Όταν ο αστρονόμος βλέπει με το τηλεσκόπιο
και περιγραφή στα επιστημονικά του άρθρα αυτά που είδε,
μας περιγράφει περιγραπτά πράγματα. Διότι, αυτά που
βλέπει ο αστρονόμος έχουν και μέγεθος, έχουν και σύνθεση
χημική, μπορεί να έχουν και κάποια σύνθεση βιολογική,
έχουν φως κλπ. Οπότε, μας περιγράφουν, π. χ., ότι το φως
είναι πορτοκαλί. Εμείς δεν το είδαμε με το τηλεσκόπιο,
όμως εμείς ξέρουμε τι είναι το πορτοκαλί χρώμα κλπ.
Αυτά που
βλέπει ο αστρονόμος, επειδή είναι περιγραπτά, όταν τα
περιγράφει, εμείς σχηματίζουμε μια εικόνα μέσα στο μυαλό
μας, το τι είναι αυτό το πράγμα. Όταν όμως ο θεούμενος
βλέπει τον Θεό, βλέπει κάτι το οποίο δεν έχει καμία
ομοιότητα με τα κτίσματα. Επομένως, οποιαδήποτε γλώσσα
κι αν χρησιμοποίηση, ο Θεός παραμένει απερίγραπτος. Δεν
είναι όπως ένα άστρο που βλέπει ο αστρονόμος».
«Στην
εμπειρία της Θεώσεως ο θεούμενος έχει εμπειρία ενός
Ακτίστου Θεού, ο οποίος δεν έχει καμιά ομοιότητα με τα
κτίσματα, που σημαίνει ότι οι αφηρημένες έννοιες που
έχει ο άνθρωπος από τα κτίσματα δεν μπορούν να αποδοθούν
και να εφαρμοσθούν στον Θεό. Οπότε, η παλαιά αφελής
πεποίθηση ότι υπάρχουν τα καθ' όλου, δηλαδή τα αρχέτυπα
αυτά των κτισμάτων, πήγε περίπατο πλέον».
Ο
θεούμενος διαφέρει σαφέστατα από τον στοχαστή φιλόσοφο
που χρησιμοποιεί αποκλειστικά την φαντασία και την
λογική για να ομιλήσει για τον Θεό. Κατά την θεοπτία, ο
θεούμενος μετέχει του Ακτίστου Θεού και δεν φαντάζεται
τα λεγόμενα αρχέτυπα των όντων, όπως το κάνουν οι
φιλόσοφοι.
Ο Θεός
είναι πέραν παντός ανθρωπίνου νοήματος. Ο θεούμενος δια
της Θεώσεως μετέχει του Ακτίστου Θεού, βλέπει την δόξα
του Θεού και έπειτα, για να μεταφέρει, κατά το δυνατόν,
αυτήν την εμπειρία, χρησιμοποιεί τα ανθρώπινα νοήματα,
τα οποία δεν χάνονται κατά την εμπειρία.
«Ο Θεός
δεν αποκαλύπτει τις λέξεις. Οι λέξεις είναι του
θεουμένου, στην δική του γλώσσα. Η αποκάλυψη είναι του
Ακτίστου. Γι’ αυτό και ο καθένας, την ημέρα της
Πεντηκοστής, ακούει στην δική του την γλώσσα, στα δικά
του νοήματα καταλαβαίνει εξ επόψεως λογικής, αυτό που
υπερβαίνει την λογική».
Κατά την
θεοπτία ο θεούμενος διατηρεί όλες τις ψυχικές δυνάμεις
του, δεν περιπίπτει σε πλατωνική έκσταση, έχει τα
νοήματα, αλλά η εμπειρία είναι υπέρ την νόηση.
«Επειδή,
ο Θεός είναι υπέρ την νόηση, ο θεούμενος έχει το νόημα
υπέρ το νόημα. Δεν είναι, δηλαδή, σε αφασία, σε
πλατωνική έκσταση, όταν είναι στην θέωση, αλλά
μετέχοντας στην εμπειρία της Θεώσεως ο ίδιος νοεί ότι ο
Θεός υπερβαίνει την νόηση».
«Δεν
υπάρχει κανένα νόημα του ανθρώπου, που να ανταποκρίνεται
στην πραγματικότητα που λέγεται Θεός, γιατί ο άνθρωπος
δεν μπορεί να συλλαβή τον Θεό. Αυτό ισχύει όχι μόνο για
τον μη θεούμενο, αλλά και για τον θεούμενο.
Εκείνος ο
οποίος φθάνει στην θεοπτία, στην θέωση, βέβαια, τα
νοήματά του, τον συνοδεύουν στην εμπειρία, αλλά δεν
ανταποκρίνονται στον Θεό τον ίδιο».
Έτσι ο
θεούμενος καθίσταται θεολόγος μέσα στην Εκκλησία.
«Όταν ο
Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει: θεολόγοι εισιν οι
διαβεβηκότες εν θεωρία, σημαίνει ότι ο θεολόγος είναι ο
φωτισμένος ή θεούμενος·
τελείωσε το θέμα».
«Ο
πεπτωκώς άνθρωπος είναι ο έχων εσκοτισμένο νου.
Τελείωσε. Τώρα έχουμε τον άνθρωπο σε αυτή την κατάσταση.
Και τώρα έχουμε τον φωτισμένο και τον θεούμενο. Αυτή
είναι η υπόθεση της θεολογίας».
Είναι
επόμενο ότι οι Θεούμενοι γνωρίζονται μεταξύ τους, γιατί
μετέχουν της ιδίας εμπειρίας και έχουν κοινή πείρα και
γνώση.
«Όποιος
ξέρει μερικά στοιχεία περί της Θεώσεως και διαβάσει τον
Συμεών τον Νέο Θεολόγο, θα καταλάβει ότι έχει τις ίδιες
εμπειρίες που είχαν όλοι οι άλλοι. Κι όταν μιλάμε για
αρπαγή -που μιλάει για αρπαγή, και ο Νικήτας Στηθάτος,
έχει τόσο πολύ οργανώσει το θέμα της αρπαγής δηλαδή όταν
μιλάμε περί αρπαγής, δηλαδή, είναι η ίδια με την αρπαγή
του Αποστόλου Παύλου ή του Μωυσέως ή τών Προφητών της
Παλαιάς Διαθήκης.
Αυτή
είναι η αρπαγή και αυτοί που έχουν περάσει απ’ αυτή την
αρπαγή, ο ένας ξέρει τον άλλο. Αυτό είναι το θέμα, ότι
γνωρίζονται μεταξύ τους δηλαδή, όπως και στην πιάτσα
εκείνοι που κάνουν το ίδιο έργο γνωρίζονται μεταξύ τους.
Έτσι και οι Θεούμενοι μεταξύ τους γνωρίζονται για άλλους
λόγους βέβαια».
«Όπως οι
αστρονόμοι έχουν τις ίδιες αλήθειες, όπου και αν
βρίσκωνται και ο ένας παραδέχεται τα ευρήματα του άλλου,
εφ’ όσον παρουσιάζει φωτογραφίες, μετρήσεις κλπ, κατά
τον ίδιο τρόπο, έχουμε την ιστορία των θεουμένων, οι
οποίοι όλοι είχαν φθάσει στην θέωση, έχοντες την ίδια
εμπειρία του Θεού, έχουν και την ίδια διδασκαλία, ίσως
με μερικές διαφορές στην ορολογία. Και εμείς
παραδεχόμεθα αυτών των ανθρώπων την διδασκαλία».
Θεμέλιο
της Θεώσεως είναι η λεγομένη αεικινησία των θεουμένων.
Αυτό λέγεται από την άποψη ότι η εμπειρία τους δεν
διακρίνεται από μια στασιμότητα, αλλά από μια διαρκή
τελείωση. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο άγιος
Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής
που τον ερμηνεύει, αποβάλλουν την έννοια της
στασιμότητας, γιατί πιστεύουν στην διαρκή τελείωση, την
διαρκή ανοδική πορεία από δόξα σε δόξα. Και σε αυτό το
θέμα υφίσταται διαφορά με την αρχαία Ελληνική φιλοσοφία,
η οποία πίστευε στο αμετάβλητο.
Πάντως,
οι Ορθόδοξοι θεολόγοι, που έχουν προσωπική πείρα του
Θεού, έχουν πάντοτε την ίδια θεολογία, δεν την αλλάζουν,
όπως το κάνουν οι φιλόσοφοι.
«Οι
φιλοσοφούντες αλλάζουν την παράδοση εξ αιτίας λογικών
σχημάτων που κάνουν, έχουν πιο πολύ εμπιστοσύνη στην
λογική τους, παρά στην εμπειρία των θεουμένων, γι’ αυτό
συλλαμβάνουν κάτι με την λογική τους και ταυτίζουν αυτό
με την πραγματικότητα περί Θεού. Όλες οι αιρέσεις
προέρχονται από τέτοια εσφαλμένη βάση».
Θεούμενοι
που είχαν μέθεξη της Ακτίστου ενεργείας του Θεού
υπάρχουν τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη.
Βέβαια υπάρχουν και σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Οι
Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη, που έφθαναν στην όραση του
άσαρκου Λόγου, ήταν Θεούμενοι. Ο λαός θεωρούσε ως
αυθεντία τους Προφήτες.
Ο Τίμιος
Πρόδρομος, ο οποίος ήταν ο συνδεκτικός κρίκος μεταξύ
Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, έφθασε στην θέωση, «είναι ο
τελευταίος θεούμενος Προφήτης» της Παλαιάς Διαθήκης,
«αλλά και ο πρώτος ο οποίος μαρτύρησε περί της
ενσαρκώσεως του Λόγου».
Μετά την
ενσάρκωση του Λόγου τα πράγματα άλλαξαν, αφού οι
Θεούμενοι έβλεπαν τον σεσαρκωμένο Λόγο, οπότε και η
ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι πηγή του Ακτίστου
Φωτός, αφού οι Θεούμενοι βλέπουν την δόξα του Θεού
ευρισκόμενοι οι ίδιοι μέσα στο Φως. Το ίδιο συμβαίνει
και στην Πεντηκοστή.
«Μετά την
ενσάρκωση, στην εμπειρία της Θεώσεως, το κέντρο της
εμπειρίας, από της Πεντηκοστής, είναι η ανθρώπινη φύση
του Χριστού και πάντοτε συνοδεύεται η εμπειρία της
Θεώσεως με την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Οι Θεούμενοι
βλέπουν τον Χριστό. Διότι είναι αδύνατον κανείς να
βλέπει τον Πατέρα, εάν δεν βλέπει τον Πατέρα εν Χριστώ.
Και αυτή η θεοπτία συνοδεύεται από την ανθρώπινη φύση
του Χριστού».
Γενικά,
Θεούμενοι ευρίσκονται τόσο στην Παλαιά όσο και στην
Καινή Διαθήκη. Η διαφορά είναι ότι στην Παλαιά Διαθήκη ο
Λόγος δεν έχει προσλάβει ακόμη το σώμα και ότι οι
Θεούμενοι δέχονταν προσωρινή θέωση και δεν απαλλάσσονταν
από το κράτος του θανάτου, οπότε οδηγούνταν στον Άδη.
Αλλά για το θέμα αυτό θα γίνει ευρύτερος λόγος πιο κάτω.
Πάντως, οι Θεούμενοι είναι το θεμέλιο της εκκλησιαστικής
ζωής.
Ενώ στην
πατερική παράδοση η εμπειρία των θεουμένων τίθεται ως
θεμέλιο της εκκλησιαστικής ζωής και της πίστεως, στην
δυτική παράδοση, τίθενται άλλα πράγματα ως βάση και
κριτήρια της πίστεως.
Ένα
κριτήριο στην δυτική θεολογία είναι η λογική του
ανθρώπου που τίθεται στο κέντρο της διδασκαλίας και της
πίστεως.
«Ο
Αυγουστίνος παραγνωρίζει τελείως τον θεούμενο. Ιδέα δεν
έχει περί θεουμένου ο Αυγουστίνος ούτε ιδέα είχε ποτέ
περί Θεώσεως και πίστευε ότι η λογική του ανθρώπου
μπορεί να γνωρίσει τον Θεό κατ' ευθείαν, δηλαδή χωρίς
εμπειρία της Θεώσεως».
Γίνεται
αυτό, γιατί πίστευε ότι η φωτισμένη λογική έχει γνώση
των αρχετύπων των όντων που είναι τα αμετάβλητα. Είχε
μια τέτοια πίστη, γιατί ήταν επηρεασμένος από τις
θεωρίες του νεοπλατωνισμού.
«Πίστευε
ότι η φωτεινή λογική, ιλουμινάτσιο, και να μην έχει
άμεση γνώση των αρχετύπων, έχει έμμεση γνώση των
αρχετύπων. Και πώς έχει έμμεση γνώση των αρχετύπων; Μέσω
των κτισμάτων, μέσω της Αγίας Γραφής, εφ’ όσον υπάρχει
ομοιότητα μεταξύ των κτισμάτων και των αρχετύπων, διότι
κάθε κτίσμα έχει ένα αρχέτυπο. Το αρχέτυπο είναι το
αμετάβλητο. Είναι η αμετάβλητη ιδέα. Και κάθε κτίσμα
ομοιάζει με το αρχέτυπό του. Με την ουσία του, που είναι
στον νοητό κόσμο.
Οπότε, η
ψυχή του ανθρώπου, μελετώντας τα αντίγραφα, ενθυμείται
τα αρχέτυπα. Εφ’ όσον η λογική του φωτίζεται κατ' αυτόν
τον τρόπον, έχει γνώση των αρχετύπων, εφ’ όσον
ευρίσκεται μέσα στο σώμα».
Αυτό
συνδέεται με το γεγονός ότι ο ιερός Αυγουστίνος πίστευε
ότι στους Αγίους παύει να υφίσταται το επιθυμητικό και
το θυμοειδές, και ενεργεί μόνον η φωτισμένη λογική. Με
αυτήν την έννοια εισήχθηκε ο στοχασμός στα θεολογικά
ζητήματα και παραθεωρήθηκε η θέωση ολοκλήρου του
ανθρώπου, ψυχής και σώματος.
«Λοιπόν,
εδώ έχουμε τα πιο βασικά στοιχεία του συστήματος του
Αυγουστίνου. Το πιο αδύνατο σημείο στην σκέψη του
Αυγουστίνου είναι ότι ο Αυγουστίνος δεν ήξερε ιστορικά
να ασχολείται με θέματα, ιδέα δεν είχε περί ιστορικής
μεθόδου που είχαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ησχολείτο
στοχαστικά με τα θέματα, κατά τρόπο φιλοσοφικό και όχι
κατά τρόπο εμπειρικό. Σε αυτόν δεν υπάρχει πνευματική
εμπειρία των πραγμάτων, αλλ’ υπάρχει ο στοχασμός περί
όλων των θεολογικών θεμάτων».
Επομένως,
οι Θεούμενοι, που μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού
Ακτίστου ενεργείας του Θεού, είναι οι αληθινοί θεολόγοι,
η βάση της εκκλησιαστικής ζωής. Και όταν ομιλούμε για
θεουμένους, εννοούμε τους Προφήτες, τους Αποστόλους,
τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου