Μέχρις εδώ σου πρόσφερα, όπως είδες,
αναγνώστη μου, τέσσερα όπλα, που σου είναι απαραίτητα στον πόλεμο αυτόν, για να
μπορέσης να νικήσης τους εχθρούς σου· δηλαδή, το να μην έχης θάρρος στον εαυτό
σου, το να ελπίζης στον Θεό, το να αγωνίζεσαι πάντοτε και το να προσεύχεσαι.
Τώρα σου δείχνω άλλο ένα. Αυτό είναι το πανάγιο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Διότι όπως το μυστήριο αυτό είναι ανώτερο από τα άλλα, έτσι είναι και όπλο
ανώτερο από τα άλλα. Τα τέσσερα όπλα που είπαμε, παίρνουν την δύναμι από τις
αξιομισθίες και την χάρι που μας αξίωσε το αίμα του Χριστού. Αλλά αυτό το όπλο
είναι αυτό το ίδιο Αίμα και αυτό το ίδιο το Σώμα με την ψυχή και με την Θεότητα
του Χριστού. Μέ εκείνα γίνεται η μάχη κατά των εχθρών με την δύναμι του Χριστού.
Μέ αυτό το όπλο όμως πολεμούμε εκείνους μαζί με τον Χριστό και ο Χριστός τους
πολεμεί μαζί με εμάς. Διότι όποιος τρώγει το σώμα του Χριστού και πίνει το Αίμα
του, μένει με το Χριστό και ο Χριστός με αυτόν «Όποιος τρώει τη σάρκα μου και
πίνει το αίμα μου, μένει σ εμένα κι εγώ σ αυτόν» (Ιω. 6,56).
Γι αυτό και εμείς αν νικήσουμε τον
εχθρό, τον νικούμε με την δύναμι του αίματος αυτού, όπως αναφέρεται στην
Αποκάλυψι: «Νίκησαν με το αίμα του Αρνίου» (12,11).
Και επειδή αυτό το μυστήριο που
είναι το πιο άγιο, και αυτό το όπλο, μάλλον αυτός ο ίδιος ο Χριστός που
βρίσκεται μέσα στο μυστήριο αυτό, μπορεί να πραγματοποιήται (να βάνεται εις
πράξιν) με δυό τρόπους, δηλαδή να το δέχεται κανείς μυστηριακά, δηλαδή με
ευλάβεια, πολύ συχνά και όσες φορές μπορέση, (αν βέβαια δεν έχη κάποιο εμπόδιο
από τον Πνευματικό) με την απαραίτητη προετοιμασία, δηλαδή, συντριβή,
εξομολόγησι, ικανοποίησι και την νηστεία που είναι σύμφωνα με την δύναμί του·
και πρέπει κανείς να το λαμβάνη πνευματικά και νοερά κάθε ώρα και κάθε στιγμή,
γι αυτό και συ μη σταματήσης να το λαμβάνης με τον δεύτερο τρόπο πολλές φορές,
και όταν μπορής, σύμφωνα με τον πρώτο τρόπο που ακολουθεί.
Σε διάφορες περιπτώσεις μπορούμε να
πλησιάζουμε σε αυτό το θειότατο μυστήριο, το οποίο για να το πετύχουμε πρέπει να
κάνουμε διάφορα πράγματα τα οποία είναι διαιρεμένα σε τρεις περιόδους: Πρίν από
την Μετάληψι, τον καιρό της Μεταλήψεως και μετά την Μετάληψι. Πρίν από την
Μετάληψι πρέπει να καθαρισθούμε με το μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως
από τον μολυσμό τόσο της θανάσιμης όσο και της μη θανάσιμης αμαρτίας που κάναμε
και να φυλάξουμε τον Κανόνα που θα μας δώση ο Πνευματικός. Και με την διάθεσι
όλης μας της καρδιάς να δοθούμε ολοκληρωτικά με όλη μας την ψυχή, με όλη μας την
ισχύ και με όλες τις δυνάμεις μας στον Ιησού Χριστό και σε ό,τι του αρέσει.
Επειδή και ο ίδιος σε αυτό το μυστήριο μας δίνει το Σώμα και το Αίμα του με την
ψυχή και την Θεότητα και με τις αξιομισθίες του. Και σκεπτόμενοι ότι το δώρο
μας, συγκρίνοντάς το με το δικό του, είναι λίγο και σχεδόν μηδαμινό, πρέπει να
επιθυμούμε να έχουμε τόσο μεγάλο δώρο, όσο ποτέ δεν του πρόσφεραν όλα τα
κτίσματα, ανθρώπινα και ουράνια, για να μπορέσουμε να το δώσουμε στην θεία του
Μεγαλειότητα.
Γι αυτό, λοιπόν, όταν θέλης να
δεχθής το Μυστήριο αυτό, για να καταστραφούν και οι δικοί του και οι δικοί σου
εχθροί, προτού να μεταλάβης, άρχισε από το εσπέρας ή και νωρίτερα να σκέπτεσαι
πόσο επιθυμεί ο Υιος του Θεού να του δώσης εσύ τόπο στην καρδιά σου με το
Μυστήριο αυτό, για να ενωθή μαζί σου και να σε βοηθήση να νικήσης κάθε σου
πάθος.
Αυτή η επιθυμία του Κυρίου είναι
τόσο μεγάλη και αμέτρητη που δεν μπορεί να την καταλάβη μέχρι το ύψος της
κτιστός νους. Εσύ, όμως, για να μπορέσης κάπως να την χωρέσης στο νού σου,
πρέπει να βάλης καλά στο νού σου δυό πράγματα: Το ένα είναι η ανέκφραστη
επιθυμία που έχει ο Υιος του Θεού να βρίσκεται μέσα μας. Διότι αυτή την ένωσι με
τους ανθρώπους την ονομάζει τρυφή και ευχαρίστησι δική του: «Η ευχαρίστησί μου
είναι με τους υιούς των ανθρώπων». Το άλλο είναι να σκεφθής καλά ότι ο Θεός
μισεί πολύ την αμαρτία, επειδή αυτή είναι αιτία στο να ενώνεται ο Θεός μαζί μας,
πράγμα που τόσο πολύ επιθυμεί, και είναι αντίθετη στις θεϊκές του τελειότητες.
Διότι ο Θεός όντας εκ φύσεως απόλυτο αγαθό, καθαρό φως και άπειρη ωραιότητα, δεν
μπορεί παρά εκ φύσεως να μισή και να συχαίνεται αμέτρητες φορές την αμαρτία, που
δεν είναι τίποτε άλλο, παρά απόλυτο κακό, σκοτάδι, έλλειψι και ανυπόφορη ασχήμια
στις ψυχές μας. Και αυτό το μίσος του Θεού κατά της αμαρτίας είναι τόσο δυνατό
και τόσο πολύ, ώστε για την καταστροφή της δόθηκε διαταγή και έγιναν όλα τα έργα
της Παλαιάς και της Νέας Διαθήκης και μάλιστα εκείνα του Παναγίου Πάθους του
Υιού του. Γι αυτό και λέγουν μερικοί θεολόγοι και διδάσκαλοι, ότι για να
εξαλείψη ο Θεός από εμάς κάθε πταίσμα και το πιο μικρό ακόμη, αν ήταν ανάγκη και
έπρεπε, ήταν έτοιμος να παραδοθή και σε χιλιάδες πάλι θανάτους.
Από τις μελέτες λοιπόν αυτές και τις
σκέψεις, αν και σε πολύ μικρό βαθμό, καταλαβαίνοντας το μέγεθος της επιθυμίας
που έχει ο Θεός να εισέλθη στην καρδιά σου, για να νικήση εντελώς τους εχθρούς
τους δικούς Του και τους δικούς σου, θα ανάψης μέσα σου μία ζωντανή επιθυμία να
τον δεχθής, για να φέρη μέσα σου το αποτέλεσμα αυτό. Και έτσι, αφού γεμίσης από
ανδρεία και παίρνοντας θάρρος από την ελπίδα ότι θα έλθη να κατοικήση μέσα σου ο
επουράνιός σου αρχιστράτηγος Ιησούς, κάλεσε δυνατά πολλές φορές σε πόλεμο το
πάθος εκείνο που θέλεις να νικήσης και κατάβαλέ το με διπλές και τριπλές
επιθυμίες και ορέξεις, μισώντας το και προβάλλοντας πράξεις αρετής
αντίθετες προς το πάθος εκείνο. Έτσι θα κάνης το εσπέρας.
Το πρωί πάλι, λίγο πριν από την Θεία
Κοινωνία, ρίξε νοερά ένα σύντομο βλέμμα μέσα σου στα σφάλματα που έκανες από τον
καιρό που μετέλαβες μέχρι τότε, όσα έκανες με τόση αφοβία σαν να μην υπήρχε Θεός
να σε βλέπη και να σε κρίνη, ούτε να υπέφερε για σένα τόσα πάθη επάνω στο
σταυρό. Γιατί και συ προτίμησες τις σιχαμερές και τιποτένιες σου επιθυμίες και
όχι το θέλημα και την τιμή του Θεού. Και σκεπτόμενος έτσι με πολλή ντροπή και με
άγιο φόβο, θα ντραπής για την αχαριστία και για την αναξιότητά σου. Αλλά όμως
και πάλι σκεπτόμενος μετά από αυτά ότι η αμέτρητη άβυσσος της αγαθότητος του
Θεού σου προσκαλεί στα Μυστήριά του την άβυσσο της αχαριστίας σου και της μικρής
σου πίστεως, πλησίασε σε αυτόν με θάρρος, και χάρισέ του τόπο ευρύχωρο στην
καρδιά σου, για να γίνη σε αυτήν ολόκληρος Δεσπότης και Κυρίαρχος. Πως και με
ποιό τρόπο; Όταν διώξης από μέσα από την καρδιά σου κάθε διάθεσι και αγάπη των
κτισμάτων, κλείνοντάς την για να μην εισέλθη κάποιος άλλος, παρά ο Θεός σου.
Και αφού μεταλάβης μπές μέσα αμέσως
στα απόκρυφα της καρδιάς σου, προσκυνώντας πρώτα τον Κύριο με κάθε ταπείνωσι και
ευλάβεια και μίλησέ του νοερά με τον τρόπο αυτόν: «Εσύ βλέπεις, το μόνο μου
αγαθό, πόσο εύκολα εγώ σε βλάπτω και πόση δύναμι έχει εναντίον μου το πάθος αυτό
που με πολεμεί και μόνος μου δεν έχω την δύναμι να ελευθερωθώ. Γι αυτό δικός σου
κυρίως είναι ο πόλεμος αυτός και από σένα μόνο ελπίζω την νίκη, μολονότι είναι
ανάγκη να πολεμώ κι εγώ».
Μετά από αυτά στρέφοντας το νού σου
στον επουράνιο Πατέρα, πρόσφερέ του ως ευχαριστία και για την νίκη του εαυτού
σου τον ευλογημένο του Υιό, που αυτός σου έδωσε στα Μυστήρια και που κρατάς
πλέον μέσα στην καρδιά σου. Και πολεμώντας γενναία κατά του πάθους εκείνου που
σε πολεμεί, περίμενε με πίστι την νίκη από τον Θεό. Και δεν υπάρχει περίπτωσι να
σου στερήση την νίκη, αν έκανες εσύ ό,τι μπορούσες, κι αν ακόμη αργήση ο Θεός να
σου την δώση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄ Πως πρέπει να ετοιμαζώμαστε για την κοινωνία, για να
παρακινηθούμε στην αγάπη του Θεού.
Γιά να παρακινηθής με το επουράνιο
αυτό μυστήριο στην αγάπη προς τον Θεό, θα σκεφθής με το λογισμό σου την αγάπη
που έχει προς εσένα ο Θεός, σκεπτόμενος από το προηγούμενο βράδυ ότι εκείνος ο
Μεγάλος και Παντοκράτορας Θεός δεν αρκέσθηκε μόνο στο ότι σε έπλασε κατ εικόνα
και καθ ομοίωσι και ότι έστειλε στη γη τον Μονογενή του Υιό να περπατήση τριάντα
τρία χρόνια, για να σε ζητήση και για να υποφέρη σκληρότατα πάθη και τον
βασανιστικό θάνατο του σταυρού, για να σε εξαγοράση από τα χέρια του διαβόλου,
αλλά ακόμη θέλησε να σου τον αφήση για την ανάγκη και για την τροφή σου σε αυτό
το θειότατο Μυστήριο. Σκέψου καλά, παιδί μου, τα ακατανόητα μεγαλεία αυτής της
αγάπης, που την κάνουν σε όλα της τα μέρη πάρα πολύ τέλεια και υπέροχη.
Α΄) Διότι αν σκεφθούμε ότι ο Θεός
μας αγάπησε αιώνια και άναρχα, και όσο είναι αυτός αιώνιος κατά την Θεότητά του,
άλλο τόσο αιώνια είναι και η αγάπη του, με την οποία προ πάντων των αιώνων
αποφάσισε να μας δώση τον Υιό του με αυτόν τον θαυμάσιο τρόπο! Γι αυτό,
ευφραινόμενος εσωτερικά, μπορείς να πής τα εξής με πνευματική χαρά: Λοιπόν σε
εκείνη την άβυσσο της αιωνιότητας ήταν η μικρότητά μου, τόσο ψηφισμένη
(υπολογισμένη) και αγαπημένη από τον απόλυτο Θεό, σε τέτοιο τρόπο που αυτός
σκεπτόταν για μένα και επιθυμούσε με θέλησι της ανεκδιήγητης αγάπης του να μου
δώση για βρώσι τον Μονογενή του Υιό;
Β΄) Όλες οι άλλες αγάπες του κόσμου,
όσο μεγάλες κι αν είναι, έχουν κάποιο μέτρο και όριο και δεν μπορούν να
επεκταθούν περισσότερο. Αλλά μόνον αυτή η αγάπη του Θεού προς εμάς είναι χωρίς
μέτρο. Και γι αυτό θέλοντας ο Θεός να θεραπευθή εντελώς, έδωσε τον Υιό του, ίσο
στην μεγαλειότητα και απειρία με τον εαυτό του και μιας και της ίδιας ουσίας και
φύσεως. Γι αυτό λοιπόν τόση μεγάλη είναι η αγάπη του, όσο είναι και το χάρισμα,
και αντίστροφα τόσο είναι το χάρισμα, όση είναι και η αγάπη. Και το ένα και το
άλλο είναι τόσο μεγάλα, ώστε μεγαλύτερο μέγεθος δεν μπορεί να φαντασθή κανένας
κτιστός νους.
Γ΄) Ο Θεός δεν παρακινήθηκε από
καμμιά ανάγκη να μας αγαπήση, αλλά από μόνη την φυσική του αγαθότητα και από την
τόσο μεγάλη του αγάπη προς εμάς, που δεν μπορούμε να την καταλάβουμε.
Δ΄) Ούτε κανένα έργο ή κάποια καλή
πράξι δική μας μπόρεσε να προηγηθή, για να δείξη εκείνος ο άπειρος Θεός μία
τέτοια υπερβολή αγάπης με την ταλαιπωρία μας. Αλλά εξ αιτίας της ελευθερίας του
μόνο, δόθηκε ολοκληρωτικά σε μας τα κτίσματά του, που είμαστε εντελώς ανάξιοι.
Ε΄) Αν σκεφθής καλά την καθαρότητα
της αγάπης αυτής, θα δής ότι δεν είναι σαν τις αγάπες του κόσμου, αναμεμιγμένη
με κάποιο κέρδος προσωπικό. Διότι ο Θεός δεν έχει ανάγκη από τα αγαθά μας.
Επειδή αυτός και μόνος του και χωρίς εμάς είναι πάρα πολύ ευτυχισμένος, μακάριος
και πάρα πολύ ένδοξος. Έτσι, χρησιμοποίησε την ανέκφραστη αγαθότητα και αγάπη
του προς εμάς, όχι για δική του ωφέλεια, αλλά για δική μας!
Αυτά συλλογιζόμενος καλά θα πής στον
εαυτό σου: «Πως γίνεται αυτό; Ένας Θεός Ύψιστος να βάλη την καρδιά του σε ένα
κτίσμα τόσο χαμηλό; Τι θέλεις, Βασιλιά της δόξης; Τι περιμένεις από εμένα, που
δεν είναι τίποτε άλλο, παρά λίγη σκόνη και κονιορτός; Βλέπω, καλά, Θεέ μου, στο
φως της αγάπης σου, που είναι σαν φωτιά, ότι έχεις μόνο ένα σκοπό, που πλέον
καθαρά μου δείχνει την αγάπη σου προς εμένα που είναι χωρίς δόλο. Επειδή δεν μου
δίνεσαι για άλλο σκοπό προς βρώσι και πόσι, παρά μόνο για να με μεταβάλλης
ολόκληρο στον εαυτό σου, όχι διότι έχεις ανάγκη από εμένα, αλλά ζωντας εσύ σε
μένα και εγώ σε σένα, θα μπορέσω να γίνω δια μέσου της αγαπητικής ενώσεως όπως
εσύ ο ίδιος· και από την ένωσι της δικής μου επίγειας καρδιάς και της δικής σου
της επουράνιας να γίνη μέσα μου μία μόνη νοερή και θεϊκή καρδιά».
Από τέτοιους λογισμούς, λοιπόν, εσύ
πρέπει να γεμίσης από έκπληξι και χαρά, βλέποντας τον εαυτό σου να έχη τιμηθή
τόσο πολύ και να είναι αγαπημένος από τον Θεό και γνωρίζοντας ότι αυτός με την
παντοδύναμη αγάπη του δεν ζητεί άλλο, ούτε θέλει κάτι άλλο από εσένα, παρά να
τραβήξη όλη σου την αγάπη προς τον εαυτό του και να σε ξεχωρίση ως πρώτον από
όλα τα κτίσματα και κατόπιν και από τον ίδιο τον εαυτό σου, διότι είσαι κτίσμα·
για να προσφέρης όλο σου τον εαυτό στον Θεό ως ολοκαύτωμα και για να παρακινή
από εδώ και πέρα η μόνη του αγάπη και θεϊκή του αρέσκεια τον νού σου, την θέλησί
σου και την μνήμη σου και να κυβερνά όλες σου τις αισθήσεις. Και βλέποντας μετά
από αυτά ότι δεν μπορεί άλλο πράγμα να προξενήση σε σένα τα παρόμοια θεϊκά
αποτελέσματα, όπως το πανάγιο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, άνοιξε την καρδιά
σου προς αυτό με τις ακόλουθες ερωτικές και αγαπητικές εμπνεύσεις και πές: «Ω
υπερουράνια βρώσις, πότε θα έλθη η ώρα εκείνη που εγώ θα θυσιασθώ ολόκληρος για
σένα όχι με άλλη φωτιά, αλλά με εκείνη της αγάπης σου; Πότε θα ζήσω μόνο από
εσένα και για σένα και μόνον για σένα; Ω, πότε, η ζωή μου; Ζωή ωραία, ζωή
ευχάριστη και αιώνια, μάννα ουράνιο, πότε εγώ να αηδιάσω από κάθε άλλη επίγεια
βρώσι και να επιθυμήσω μόνον εσένα, να τραφώ μόνον από εσένα; Πότε θα γίνη αυτό,
ω δική μου Γλυκύτητα; Πότε μόνον μου αγαθό; Ω Κύριέ μου, ερασμιώτατε, και
παντοδύναμε ελευθέρωσε αυτή την άθλια καρδιά μου από κάθε προσκόλημμα και από
κάθε εγκληματικό πάθος. Στόλισέ την με τις άγιες αρετές σου και με εκείνον τον
αληθινό σκοπό, για τον οποίο μπορώ να κάνω το κάθε τι για να σου αρέσω. Μέ τον
τρόπο αυτόν θα έλθω για να σου ανοίξω την καρδιά μου. Θέλω να σε παρακαλέσω και
θέλω να σε ευχαριστήσω, να εισέλθης σε αυτήν, μέσα στην οποία, εσύ Κύριε, χωρίς
αντίστασι θα φέρης εκείνα τα αποτελέσματα, τα οποία πάντοτε επιθυμείς να
ενεργής».
Σε αυτές τις αγαπητικές διαθέσεις
μπορείς να γυμνάζεσαι από το εσπέρας και το πρωί για την ετοιμασία της ιεράς
Μεταλήψεως. Έπειτα, όταν πλησιάση ο καιρός, σκέψου ποιός είναι εκείνος που έχεις
για να ζήσης, ότι δηλαδή εκείνος είναι Υιος του Θεού, που έχει μεγαλειότητα που
δεν μπορούμε να την καταλάβουμε, μπροστά στην οποία τρέμουν οι ουρανοί και όλες
οι εξουσίες! Ότι είναι ο Άγιος των Αγίων, ο πιο καθαρός καθρέπτης! Η καθαρότητα
που δεν είναι δυνατόν να κατανοηθή, αναλογικά με την οποία δεν υπάρχει κανένα
κτίσμα καθαρό! Ότι είναι Εκείνος που σαν σκουλήκι της γης και σαν τρυγιά
(κατακάθι από σταφύλι), θέλησε για την αγάπη την δική σου να καταφρονηθή, να
εμπαιχθή, να σταυρωθή από την κακία και την παρανομία του κόσμου!
Ότι είναι ο Θεός εκείνος στα χέρια
του Οποίου βρίσκεται η ζωή και ο θάνατος όλου του κόσμου. Και ότι εσύ που
πρόκειται να τον μεταλάβης είσαι αντίθετα ένα μηδέν και εξ αιτίας της κακίας σου
έγινες χειρότερος και από το μηδέν και από κάθε τιποτένιο και ακάθαρτο κτίσμα,
άξιος μόνον να καταντροπιάζεσαι και να εμπαίζεσαι από τους σκοτεινούς δαίμονες!
και ότι εσύ αντί να τον ευχαριστήσης για τις τόσες αναρίθμητες ευεργεσίες του,
καταφρόνησες με τις φαντασίες και τις ορέξεις σου ένα τόσο Ύψιστο και αθάνατο
Κύριο και καταφρόνησες το πολύτιμα Αίμα του! Όμως εκείνος πάρ΄ όλα αυτά, εξ
αιτίας της παντοτινής του αγάπης και της αμετάβλητης αγαθότητάς του σε προσκαλεί
στο θεϊκό του Τραπέζι. Και μερικές φορές σε βιάζει να πας, απειλώντας σε με
θάνατο λέγοντάς σου: «Αν δεν φάτε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πιείτε το
Αίμα του, δεν έχετε μέσα σας ζωή» (Ιω. 6,53). Και ούτε σου κλείνει την πόρτα της
ευσπλαγχνίας του, ούτε σου γυρίζει τις θεϊκές του πλάτες, αν και συ από την φύσι
σου είσαι γεμάτος από την λέπρα της αμαρτίας, χωλός, υδρωπικός, τυφλός,
δαιμονισμένος και υποδουλωμένος στα πάθη της ατιμίας!
Αυτό μόνον ζητεί από εσένα: α΄) να
πονέση η καρδιά σου για την λύπη που του προξένησες, β΄) να μισήσης περισσότερο
από κάθε άλλο την αμαρτία, μικρή και μεγάλη, γ΄) να προσφέρης όλο σου τον εαυτό
σε αυτόν και να δοθής με διάθεσι και καρδιακή αγάπη πάντοτε και για κάθε πράγμα
στο θέλημά του και στην υποταγή του, δ΄) να ελπίζης και να έχης σταθερή πίστι
ότι αυτός θα σε συγχωρέση, θα σε καθαρίση και θα σε φυλάξη από όλους σου τους
εχθρούς.
Και αφού στερεωθής από αυτή την
ανέκφραστη αγάπη του Θεού, θα πλησιάσης στην Αγία Κοινωνία με έναν άγιο φόβο και
ένα φόβο που προκαλεί αγάπη λέγοντας: «Εγώ, Κύριέ μου, δεν είμαι άξιος να σε
υποδεχθώ, διότι τόσες και τόσες φορές σε λύπησα και ακόμη δεν έκλαψα όπως έπρεπε
που σε λύπησα. Εγώ, Κύριέ μου, δεν είμαι άξιος να σε υποδεχθώ, διότι ακόμη δεν
παραδόθηκα ειλικρινά στην αγάπη σου, στην θέλησί σου, στην υποταγή σου. Ω Θεέ
μου, Παντοδύναμε και απείρως αγαθέ, εσύ μόνος με την δύναμι της αγαθότητός σου
αξίωσέ με να σε υποδεχθώ με αυτήν την πίστι».
Και αφού μεταλάβης, κλείσου αμέσως
στα απόκρυφα της καρδιάς σου και λησμονώντας κάθε κτιστό πράγμα, μίλησε με τον
Θεό σου με αυτόν ή με παρόμοιο τρόπο: «Ω Ύψιστε Βασιλιά του ουρανού, τι σε έφερε
στην καρδιά μου, σε μένα που είμαι άθλιος, φτωχός, τυφλός και γυμνός;». Και
αυτός θα σου απαντήση: «Η αγάπη». Και συ πάλι πές: «Ω αγάπη άκτιστη! Ω αγάπη
γλυκειά! Τι θέλεις εσύ από εμένα;». Και αυτός θα σου πή ότι δεν θέλει τίποτε δεν
θέλω τίποτε άλλο παρά αγάπη λέγοντας: «Δεν θέλω να ανάψη άλλη φωτιά στο
θυσιαστήριο της καρδιάς σου και σε όλα τα έργα σου, παρά μόνον η φωτιά της
αγάπης μου, για να κατακάψη κάθε άλλη αγάπη και κάθε προσωπικό σου θέλημα και να
μου το παραδώση ως οσμή ευωδίας. Αυτό ζήτησα και ζητώ πάντοτε από σένα. Διότι
επιθυμώ να είναι όλος δικός σου και συ όλος δικός μου, πράγμα το οποίο δεν θα
γίνη ποτέ, αν δεν υποτάξης τον εαυτό σου, αλλά μένεις προσκολημμένος στην αγάπη
του εαυτού σου, στην δική σου την γνώμη και σε κάθε επιθυμία σου και τιμή του
κόσμου (φιλοτιμία). Σου ζητώ το μίσος του εαυτού σου για να σου παραδώσω την
αγάπη μου. Ζητώ την καρδιά σου για να ενωθή με την δική μου, που για τον λόγο
αυτό μου ανοίχθηκε με την λόγχη πάνω στο σταυρό. Και ζητώ ολόκληρον εσένα για να
είμαι ολόκληρος δικός σου. Εσύ βλέπης ότι εγώ είμαι ασύγκριτης τιμής, και όμως
γίνομαι τόσο, όσο αξίζεις εσύ. Αγόρασέ με λοιπόν, ω ψυχή μου αγαπημένη, με το να
δοθής σε μένα. Εγώ θέλω, πολύ αγαπητό μου παιδί, να μην θέλης τίποτε, να μην
ακούς τίποτε, να μην βλέπης τίποτε άλλο εκτός από εμένα και το θέλημά μου, για
να θέλω κι εγώ κάθε πράγμα για σένα, να σκέπτωμαι για σένα, να σου υπακούω, και
να βλέπω σε σένα, ώστε το δικό σου μηδέν αφού περιέλθει στην άβυσσο της απειρίας
μου να μεταβάλλεται σ εκείνην, κι έτσι θα είσαι σε μένα γεμάτος από περιεχόμενο
(δεν θα αισθάνεσαι κενός) πάρα πολύ ευτυχισμένος και μακάριος, και εγώ από σένα
πολύ ικανοποιημένος και ευχαριστημένος».
Φρόντισε να αυξήσης και να περισσέψη
στην ψυχή σου καθημερινά η πίστις σε αυτό το Πανάγιο Μυστήριο της Ευχαριστίας
και μη σταματήσης ποτέ να θαυμάζης αυτό το τόσο ακατάληπτο Μυστήριο και να
χαίρεσαι σκεπτόμενος Πως φαίνεται ο Θεός κάτω από εκείνα τα ταπεινά είδη του
άρτου και του οίνου, για να σε κάνη αγιώτερο, αξιώτερο και ευτυχέστερο. Διότι
μακάριοι είναι εκείνοι που δεν βλέπουν, αλλά πιστεύουν, σύμφωνα με το λόγο του
Κυρίου: «Μακάριοι εκείνοι που δεν είδαν και πίστεψαν» (Ιω. 20,29). Μήν επιθυμής
να σου εμφανίζεται ο Θεός στη ζωή αυτή κάτω από άλλου είδους εμφανίσεις, παρά
αυτής των Μυστηρίων. Προσπάθησε να θερμάνης την θέλησί σου στο Μυστήριο αυτό και
καθημερινά να είσαι περισσότερο πρόθυμος στο να εκτελής το θέλημα του Θεού σε
όλα τα πράγματα. Και πάντοτε, όταν προσφέρεσαι με το Μυστήριο αυτό στον Θεό,
δηλαδή όταν μεταλαμβάνης, πρέπει να είσαι διατεθειμένος και προετοιμασμένος να
πάθης για την αγάπη του όλα τα βάσανα και όλες τις θλίψεις και τις περιφρονήσεις
που θα σου τύχουν και κάθε σωματική ασθένεια
(97).
Τελευταία θα προσφέρης στον ουράνιο
Πατέρα τον Υιό του, πρώτα για ευχαρίστησί του και κατόπιν για τις ανάγκες σου,
για όλη την αγία Εκκλησία, για όλους τους συγγενείς σου, για όλους εκείνους
στους οποίους είσαι χρεώστης και για τις ψυχές εκείνων που έχουν αναπαυθή εν
πίστει. Και αυτή την προσφορά θα την κάνης εις ανάμνησι και ένωσι εκείνης της
ίδιας προσφοράς, με την οποία ο Υιος του Θεού πρόσφερε τον εαυτό του, δηλαδή,
όταν αυτός όλος γεμάτος από αίματα και κρεμασμένος πάνω στο σταυρό, προσφέρθηκε
στον Πατέρα. Και με τον τρόπο αυτόν μπορείς να του προσφέρης όλες τις θυσίες,
δηλαδή, ιερουργίες και προσευχές, όσες γίνονται την ημέρα εκείνη στην αγία
Εκκλησία.
Αν και μυστηριακά δεν μπορούμε να
δεχθούμε τον Κύριό μας περισσότερο από μία φορά την ημέρα, όμως πνευματικά και
νοερά μπορούμε να τον δεχώμαστε κάθε ώρα και κάθε στιγή δια μέσου της εργασίας
όλων των αρετών και των εντολών και ιδιαιτέρως με την θεία προσευχή και μάλιστα
την νοερά (99).
Επειδή και ο Κύριος βρίσκεται
κρυμμένος μέσα στις αγίες του εντολές, και όποιος κάνει μία αρετή ή εντολή,
δέχεται αμέσως μέσα στην ψυχή του και τον Κύριο που είναι κρυμμένος μέσα σ
αυτές, ο οποίος υποσχέθηκε ότι θα κατοικήση μαζί με τον Πατέρα του μέσα σ
εκείνον που θα φυλάξη τις εντολές του λέγοντας: «Εάν κάποιος με αγαπά θα τηρήση
και τον λόγο μου, και ο Πατέρας μου θα τον αγαπήση και θα έλθουμε προς αυτόν και
θα κατοικήσουμε σε αυτόν» (Ιω. 14,23)(100).
Η κοινωνία αυτή και η ένωσις δεν
μπορεί να μας αφαιρεθή από κανένα κτίσμα παρά μόνον από την αδιαφορία μας ή από
κάποιο άλλο σφάλμα μας. Και μερικές φορές αυτή η Κοινωνία είναι τόσο καρποφόρα
και τόσο ευάρεστη στον Θεό, όσο ίσως δεν είναι πολλές άλλες μυστηριώδεις
κοινωνίες από την έλλειψι εκείνων που τις δέχονται. Λοιπόν, όσες φορές έχεις την
διάθεσι και ετοιμασθής για μία παρόμοια κοινωνία, θα βρής πρόθυμο και έτοιμο τον
Υιό του Θεού, μόνος του να σε τρέφη πνευματικά με τα ίδια του τα χέρια.
Γιά να ετοιμασθής λοιπόν για την
νοερή αυτή κοινωνία, κάνε ως εξής: Στρέψε το νού σου στον Θεό και βλέποντας με
ένα σύντομο βλέμμα από το ένα μέρος τις αμαρτίες σου και από το άλλο τον Θεό,
λυπήσου για την βλάβη που του προξένησες και με κάθε ταπείνωσι και πίστι
παρακάλεσε τον να καταδεχθή να έλθη στην ταπεινή σου ψυχή με νέα χάρι για να την
ιατρεύση και να την δυναμώση κατά των εχθρών.
Ή όταν πρόκειται να ασκηθής και να
σκληραγωγηθής εναντίον κάποιας επιθυμίας σου ή για να κάνης κάποια νέα πράξι
αρετής ή για να φυλάξης κάποια εντολή, κάνε όλο αυτό με σκοπό να ετοιμάσης την
καρδιά σου για τον Θεό που πάντα σου την ζητεί. Και κατόπιν στρέφοντας την
προσοχή σου σ Αυτόν, φώναξέ τον με επιθυμία μεγάλη να έλθη με την χάρι του να σε
ιατρεύση και να σε ελευθερώση από τους εχθρούς, για να έχη αυτός μόνος την
καρδιά σου στην εξουσία του.
Ή και θυμούμενος τις προσευχές της
κοινωνίας των μυστηρίων, που προαναφέρθηκαν, πές με καρδιά που είναι αναμμένη:
«Πότε, Κύριέ μου, να σε δεχθώ άλλη μία φορά; Πότε; Πότε; κ.λπ.». Και αν θελήσης
να κοινωνήσης πνευματικά με ακόμη καλύτερο τρόπο, διεύθυνε και βάλε από το
προηγούμενο βράδυ όλες τις σκληραγωγίες και τις πράξεις των αρετών και κάθε καλό
έργο που σκέπτεσαι να κάνης στο σκοπό αυτό, δηλαδή στο να δεχθής πνευματικά τον
Κύριό σου. Και το πρωί καθώς θα ξημερώνη, σκέψου, τι καλό! Τι ευτυχία! Τι
μακαριότητα υπάρχει στην ψυχή εκείνη που επάξια μεταλαμβάνει μυστηριακά το
πανάγιο Μυστήριο της Ευχαριστίας! Διότι με αυτό αποκτούνται πάλι οι αρετές που
έχουν χαθεί, και πάλι η ψυχή επιστρέφει στην προηγούμενη ωραιότητά της και
γίνεται μέτοχος αυτή των μισθών του πάθους του Υιού του Θεού (κοινωνούνται
εις αυτήν οι καρποί και οι μισθοί του πάθους του Υιού του Θεού). Και από
την μυστηριώδη κοινωνία πέρασε στην μυστική κοινωνία και σκεπτόμενος ότι νοερά
τα ίδια αγαθά απολαμβάνεις με την μυστηριακή κοινωνία, φρόντισε να ανάψης την
καρδιά σου μια μεγάλη επιθυμία να τον δεχθής νοερά και πνευματικά και αφού
χορτάσης από την επιθυμία αυτή γύρισε προς τον Κύριό σου και πές: «Επειδή, Κύριέ
μου, δεν μπορώ μυστηριωδώς να σε δεχθώ την ημέρα αυτή, κάνε εσύ, που είσαι η
αγαθότητα και η άκτιστη δύναμις, να σε δεχθώ επάξια τώρα πνευματικά και κάθε ώρα
και κάθε ημέρα δίνοντάς μου νέα δύναμι και χάρι εναντίον όλων μου των εχθρών,
και μάλιστα εναντίον εκείνου του πάθους του εχθρού στο οποίο εναντιώνομαι και
κάνω πόλεμο με την βοήθειά σου
(101).
Επειδή όλο το καλό που κάνουμε
προέρχεται από τον Θεό και γίνεται για τον Θεό, γι αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να
τον ευχαριστούμε για κάθε καλή μας άσκησι, για κάθε νίκη και για όλες τις
ευεργεσίες που δεχθήκαμε από το σπλαχνικό του χέρι, τόσο τις φανερές όσο και τις
κρυπτές, τόσο τις κοινές, όσο και τις ιδιαίτερες, όπως αναφέρεται: «Να
ευχαριστήτε τον Θεό για το κάθε τι, διότι αυτό είναι το θέλημα του Θεού όπως
αποκαλύφθηκε σε μας δια του Ιησού Χριστού» (Α΄ Θεσ. 5,18). Επειδή σύμφωνα με τον
Ιερό Χρυσόστομο «η καλύτερη φύλαξι της ευεργεσίας είναι η μνήμη της ευεργεσίας
και η παντοτινή ευχαριστία»
(102).
Και για να το κάνουμε αυτό με τον
τρόπο που πρέπει, πρέπει να σκεφθούμε το σκοπό από τον οποίο κινείται ο Θεός για
να μας μεταδώση τις ευεργεσίες του.
Και επειδή ο Θεός σε κάθε ευεργεσία
κατά πρώτο και κύριο σκοπό εννοεί την τιμή και την υποταγή στο θέλημά του, για
τον λόγο αυτόν εσύ σκέψου ότι: Α΄) Η μεγαλύτερη ευχαριστία που μπορείς να κάνης
στον Θεό για όλες τις ευεργεσίες που σου έκανε, είναι το να φυλάττης τις εντολές
του, το να τον τιμάς, και να είσαι έτοιμος να ακολουθής το θέλημά του, όπως έχει
γραφή: «Τι ζητεί από σένα ο Κύριος; Παρά να ακολουθήσης πρόθυμα Κύριο τον Θεό
σου» (Μιχ. 6,8).
Β΄) Βλέποντας ότι δεν έχεις κάτι
αντάξιο για κάποια ευεργεσία, διότι δεν έκανες τίποτε άλλο παρά αμαρτίες και
αχαριστίες, με πολύ βαθειά ταπείνωσι πές στον Θεό: «Και Πως είναι δυνατό αυτό,
Κύριέ μου, να καταδέχεσαι να προσφέρης σε μένα το νεκρό και βρωμερό σκυλί τόσες
ευεργεσίες; Ας είναι ευλογημένο το όνομά σου στους αιώνες των αιώνων».
Γ΄) Σκεπτόμενος ότι αυτός με τις
ευεργεσίες που σου κάνει, ζητά από εσένα να τον αγαπάς και να τον υπηρετής,
άναψε από την αγάπη ενός τόσο αξιαγάπητου Κυρίου και από την ειλικρινή επιθυμία
στο να υπηρετής, όπως θέλει αυτός. Όμως γι αυτό το πράγμα πρέπει να κάνης μία
ολοκληρωτική προσφορά του εαυτού σου με τον ακόλουθο τρόπο.
Γιά να είναι η προσφορά του εαυτού
σου τέλεια και αξιαγάπητη στον Θεό, από όλες τις πλευρές, χρειάζεται δυό
πράγματα: το ένα είναι να ενώσης την δική σου προσφορά με τις προσφορές που
έκανε ο Χριστός προς τον Πατέρα του. Το άλλο είναι να είναι η θέλησίς σου και η
καρδιά σου ξεκολημμένη από την αγάπη κάθε κτιστού πράγματος. Γιά το ένα γνώριζε
ότι ο Υιος του Θεού ζωντας στην κοιλάδα αυτή του κλαυθμώνος, όχι μόνο τον εαυτό
του και τα έργα του, αλλά και μας μαζί με τα έργα μας πρόσφερε στον ουράνιο
Πατέρα του· ώστε οι δικές μας προσφορές, για να είναι θεάρεστες, πρέπει να
γίνωνται με την ένωσι και με την ελπίδα των προσφορών του Χριστού.
Γιά το δεύτερο σκέψου καλά προτού να
κάνης την προσφορά, αν η θέλησίς σου έχη κάποιο εμπόδιο (προσκόλημμα). Διότι αν
έχης κάτι παρόμοιο, πρέπει εσύ να ξεκολλήσης από κάθε αγάπη, όσο μπορείς, και να
προστρέξης στον Θεό, για να σε ξεκολλήση αυτός εντελώς με το δεξί του το χέρι
και έτσι να μπορέσης να προσφέρης τον εαυτό σου στην θεία μεγαλειότητα λυμένο
και ελεύθερο από κάθε πράγμα. Και πρόσεχε καλά στο σημείο αυτό. Γιατί αν
προσφέρης τον εαυτό σου στο Θεό τον καιρό που είσαι προσκολημμένος στα κτίσματα,
δεν του προσφέρεις τον εαυτό σου αλλά τα κτίσματα, διότι και συ τότε δεν ανήκεις
στον εαυτό σου, αλλά στα κτίσματα, στα οποία είναι προσκολημμένη η θέλησίς σου,
πράγμα που δεν είναι αρεστό στον Θεό, και είναι το ίδιο σαν να ήθελες να τον
κοροϊδέψης. Διότι όπως δεν ήταν δεκτές από τον Θεό στην Παλαιά Διαθήκη όσες
θυσίες είχαν κάποιο ψεγάδι - γι αυτό και πρόσταζε ο Θεός να μην του προσφέρωνται
όσα ζώα ήσαν τυφλά ή είχαν κάποιο παραμικρό ψεγάδι: «Όλα όσα έχουν ψεγάδι δεν θα
τα προσφέρετε στον Κύριο, διότι δεν θα τα δεχθή» (Λευιτ. 22,20) - με τον ίδιο
τρόπο δεν είναι δεκτή και η προσφορά του εαυτού μας, όταν έχη κάποιο παρόμοιο
ψεγάδι και προσκόλημμα
(103)· επειδή
αυτά που προσφέρονται στον Θεό, πρέπει να είναι άξια του Θεού σύμφωνα με τον
Σειράχ που λέγει: «Στόν Κύριο να προσφέρης αντάξιες προσφορές» (Σειρ. 14,11).
Γι αυτό το λόγο συμβαίνει οι τόσες
προσφορές που κάνουμε στον Θεό, όχι μόνο παραμένουν κενές και άδικες και χωρίς
κανένα καρπό, αλλά και μετά από αυτές πέφτουμε σε διάφορα ελαττώματα και
αμαρτίες. Μπορούμε, ναί να προσφέρουμε τον εαυτό μας στον Θεό, μολονότι είμαστε
προσκολημμένοι στα κτίσματα, αλλά με σκοπό να μας λύση η αγαθότητά του από τα
δεσμά εκείνα που είμαστε προσκολημμένοι, και έτσι κατόπιν, να μπορούμε να
δοθούμε ολοκληρωτικά στην θεία του Μεγαλειότητα και στην υπηρεσία του. Και αυτό
πρέπει να το κάνουμε πολλές φορές και με μεγάλη διάθεσι και αγάπη της καρδιάς
μας.
Ας είναι λοιπόν, αδελφέ, η προσφορά
σου προς τον Θεό χωρίς εξάρτησι από κάπου, χωρίς κανένα δικό σου θέλημα και
χωρίς να προσέχης ούτε στα επίγεια ούτε στα ουράνια αγαθά, αλλά μόνο στο θέλημα
και στην πρόνοια του Θεού, στον οποίο οφείλεις να υποτάσσεσαι ολόκληρος και να
θυσιάζεσαι ως θυσία παντοτινή. Και λησμονώντας κάθε κτιστό πράγμα να του λέγης:
«Να, Κύριέ μου και Πλάστη μου, προσφέρω όλο και κάθε θέλημα δικό μου στο χέρι
του θελήματός σου και στην αιώνια πρόνοιά σου. Κάνε λοιπόν σε μένα εκείνο που
νομίζεις και σου αρέσει στη ζωή μου, στον θάνατό μου και μετά τον θάνατό μου και
σε όλη μου την διαμονή και αιωνιότητα».
Αν κάνης την προσφορά σου καθαρά με
τον τρόπο αυτόν (όπως θα γνωρίσης όταν σου συμβούν διάφορες αντιξοότητες σε
αυτό), από επίγειος θα γίνης έμπορος του ευαγγελίου και πάρα πολύ ευτυχισμένος.
Γιατί εσύ θα είσαι του Θεού και ο Θεός θα είναι δικός σου. Γιατί και αυτός είναι
πάντοτε φίλος εκείνων των ανθρώπων που σηκώνουν τον εαυτό τους από τα κτίσματα
(γήινα) και δίνονται ολοκληρωτικά και θυσιάζονται στην θεία του Μεγαλειότητα.
Τώρα λοιπόν, εσύ παιδί μου, βλέπης
εδώ ένα τρόπο πάρα πολύ δυνατό, με τον οποίο μπορείς να νικήσης όλους σου τους
εχθρούς. Διότι αν σε ενώση η προσφορά που λέχθηκε έτσι με τον Θεό, εσύ γίνεσαι
όλος του Θεού και ο Θεός γίνεται όλος δικός σου. Έτσι, ποιός εχθρός και ποιά
δύναμις θα μπορέση ποτέ να σε βλάψη;
Όταν πάλι θέλης να του προσφέρης
κανένα σου έργο, όπως νηστεία, προσευχή, κάθε πράξι υπομονής και άλλα έργα καλά,
σκέψου, όπως είπαμε προηγουμένως, την προσφορά που έκανε ο Χριστός προς τον
Πατέρα του· των νηστειών του, των προσευχών του και των άλλων του έργων και έτσι
με το θάρρος της δυνάμεως αυτών πρόσφερέ του και τα δικά σου. Αν πάλι θέλης να
κάνης στον Ουράνιο Πατέρα προσφορά των έργων του Χριστού για τα χρέη σου, θα την
κάνης με τον εξής τρόπο: Ρίξε ένα γενικό βλέμμα σε όλες σου τις αμαρτίες, και
μερικές φορές σε κάθε μία σου αμαρτία και βλέποντας καθαρά ότι δεν μπορείς μόνος
σου να εξιλεώσης την οργή του Θεού για τις τόσες σου αμαρτίες, ούτε να
θεραπεύσης την θεϊκή του δικαιοσύνη, αναγκαστικά θα προστρέξης στη ζωή και το
πάθος του Υιού του, σκεπτόμενος κάποιο έργο του
(104), ή όταν
νήστευε ή προσευχόταν ή βασανιζόταν ή έχυνε το αίμα του. Εκεί θα δής ότι για να
καταπραύνη τον Πατέρα για το χρέος των αμαρτιών σου, του πρόσφερε εκείνα τα
έργα, εκείνα τα πάθη, εκείνο το αίμα, σαν να του έλεγε:
«Να Πάτερ αιώνιε, που σύμφωνα με το
θέλημά Σου αναπαύω την δικαιοσύνη σου πλούσια για τις αμαρτίες και για τα χρέη
του δούλου σου αυτού: ας ευχαριστηθή λοιπόν η θεία σου Μεγαλειότητα, ας τον
συγχωρέσης και ας τον δεχθής στον αριθμό των εκλεκτών σου». Τότε λοιπόν και συ
πρόσφερε στον ίδιο Πατέρα αυτήν την ίδια την προσφορά και αυτές τις ίδιες τις
δεήσεις για τον εαυτό σου, προσκαλώντας τον να σε ελευθερώση από κάθε χρέος δια
μέσου της δυνάμεως εκείνων. Και αυτό θα ξεκινήσης να το κάνης όχι μόνον
περνώντας από το ένα μυστήριο στο άλλο μυστήριο της ζωής και του πάθους του,
αλλά και από μία πράξι σε κάποια άλλη πράξι του κάθε του μυστηρίου. Και όχι μόνο
για τον εαυτό σου, αλλά και για άλλους ακόμη μπορείς να μεταχειρισθής αυτόν τον
τρόπο της προσευχής.
Η αισθητική ευλάβεια, δηλαδή το να
αισθάνεσαι εσωτερικά τον εαυτό σου, αδελφέ, ότι είναι πρόθυμος στα θεία, ότι
έχει αγάπη, ότι έχει κατάνυξι και ευλάβεια, αυτό προέρχεται άλλοτε από την φύσι
(105) και άλλοτε
από τον διάβολο
(106) και άλλοτε
από την χάρι. Από τους καρπούς της μπορείς να καταλάβης από που προέρχεται.
Γιατί αν δεν ακολουθήση η βελτίωσι της ζωής σου, μπορείς να υποψιάζεσαι μήπως
προέρχεται από τον διάβολο ή από την φύσι και τόσο περισότερο, όσο η ευλάβεια
αυτή ακολουθείται από όρεξι, γλυκύτητα και εξάρτησι (προσκόλλημα) και από κάποια
φαντασία (ιδέα) για τον εαυτό σου. Όταν λοιπόν αντιληφθής Πως αισθάνεται ο νους
σου κάποια γλυκύτητα από πνευματικές γεύσεις, μη κάθεσαι να σκέπτεσαι από ποιό
μέρος σου έρχονται, ούτε να στηρίζεσαι σ αυτές, ούτε ν αφήνης τον νού σου να
βγαίνη από την ταπεινή γνώσι του εαυτού σου, αλλά με περισσότερη φροντίδα και με
περισσότερο μίσος του εαυτού σου φρόντισε να κρατάς ελεύθερη την καρδιά σου από
κάθε προσκόλλησι και από πνευματική ακόμη. Και να επιθυμής μόνο τον Θεό και ό,τι
του αρέσει.
Παρόμοια και η ψυχρότητα και η
ξηρασία της ευλάβειας προέρχεται από τις τρεις αιτίες που είπαμε προηγουμένως:
Από τον διάβολο, για να εμποδίζη τον νού και να τον κατευθύνη από τα πνευματικά
έργα σε έργα ματαιότητος και ηδονές του κόσμου. Από εμάς, από τις επιθυμίες μας
και τις εξαρτήσεις που έχουμε από τα γήινα πράγματα και από την αδιαφορία μας,
και από την χάρι για τα εξής αίτια: δηλαδή ή για να μας κάνη αυτή να μάθουμε να
είμαστε πιο επιμελείς και να εγκαταλείψουμε κάθε προσκόλλημα και ασχολία που δεν
είναι του Θεού, ούτε τελειώνει στον Θεό ή για να γνωρίσουμε στην πράξι ότι κάθε
μας καλό προέρχεται από αυτόν μόνον ή για να τιμώμεν στο εξής περισσότερο τα
χαρίσματά του και να είμαστε περισσότερο ταπεινοί και να προσέχουμε να τα
φυλάττουμε, ή για να ενωνώμαστε ακόμη πιο δυνατά με την θεϊκή του μεγαλειότητα
με την ολοκληρωτική απάρνησι του εαυτού μας, ακόμη και σε αυτές τις πνευματικές
τρυφές, ώστε να μη χωρίσουμε στα δυό την καρδιά μας έχοντας την προσκολημμένη σε
αυτές, διότι την θέλει ο Θεός όλη δική του ή και διότι και ο ίδιος χαίρεται να
μας βλέπη να πολεμούμε με όλες μας τις δυνάμεις χρησιμοποιώντας και αυτήν την
ίδια την χάρι του.
Λοιπόν, αν καταλάβης ότι είσαι
ψυχρός και ξηρός και δεν έχεις την ευλάβεια και την αγάπη και την κατάνυξι που
πρέπει στα θεία, εξέτασε τον εαυτό σου και δές για ποιό σου ελάττωμα σου
αφαιρέθηκε η παρόμοια ευλάβεια, και πολέμησε εναντίον εκείνου όχι για να δεχθής
πάλι την αίσθησι της χάριτος, αλλά για να αφαιρέσης από τον εαυτό σου εκείνο που
δεν αρέσει στον Θεό. Αν όμως δεν βρής την αιτία και το ελάττωμα, η αισθητή σου
ευλάβεια, ας είναι η αληθινή ευλάβεια, δηλαδή η πρόθυμη υποταγή στο θέλημα του
Θεού. Γι αυτό φρόντισε να μην εγκαταλείψης για κανένα λόγο τα πνευματικά σου
γυμνάσματα, αλλά να τα ακολουθής με όλη σου την δύναμι, κι αν σου φαίνωνται
χωρίς καρπό και χωρίς όφελος πίνοντας με την θέλησί σου το ποτήριο της πικρίας,
το οποίο σου δίνει με την ψυχρότητα της ευλάβειας και την στέρησι της
πνευματικής γλυκύτητας το αγαπητό θέλημα του Θεού.
Και μη θέλης να ακολουθής τον Ιησού
μόνον όταν πηγαίνη στο όρος το Θαβώριο, αλλά να τον ακολουθής και όταν πηγαίνη
στο όρος του Γολγοθά. Δηλαδή μη θέλης μόνο να αισθάνεσαι μέσα σου το θεϊκό φως
και τις πνευματικές χαρές και γλυκύτητες, αλλά να θέλης και τους σκοτισμούς και
τις λύπες και τις στενοχώριες και τα πικρά φάρμακα που γεύεται η ψυχή από τους
πειρασμούς των δαιμόνων, εσωτερικούς και εξωτερικούς. Και αν καμμιά φορά η
παρόμοια ψυχρότητα και ξηρασία συνοδεύεται από τόσες πολλές σκοτώσεις του νού,
ώστε να μη γνωρίζης ούτε τι να κάνης, ούτε που να ρίξης το βλέμμα σου
(107)· παρ όλα
αυτά μη φοβηθής, αλλά να παραμείνης σταθερός στον σταυρό, μακρυά από κάθε
κοσμική ηδονή, την οποία μπορεί να σου προσφέρη ο κόσμος ή τα κτίσματα. Να
κρύβης ακόμη και το πάθος σου αυτό από κάθε πρόσωπο και φανέρωσε το μόνο στον
πνευματικό σου πατέρα: αλλά και σ αυτόν να το φανερώσης όχι για να ελευθερωθής
από την δοκιμασία, αλλά για να σου ερμηνεύση τον τρόπο για να μπορέσης να την
υποφέρης όπως αρέσει στον Θεό
(108).
Ακόμη τις προσευχές, τις θείες
μεταλήψεις και τα άλλα σου γυμνάσματα και τους αγώνες να μην τα μεταχειρίζεσαι
για τις θεϊκές γλυκύτητες και για να κατεβαίνης από το σταυρό και για την εκκοπή
του θελήματός σου: αλλά για να παίρνης δύναμι και να μπορής να ανυψώνης το
σταυρό για μεγαλύτερη δόξα του Εσταυρωμένου, όντας ευχαριστημένος σε ό,τι θέλει
αυτός. Και όταν καμιά φορά από την σύγχυσι του νού σου δεν μπορής να προσεύχεσαι
και να μελετάς όπως συνηθίζεις, μελέτα με τον καλύτερο τρόπο που μπορείς, και
εκείνο που δεν μπορείς να το κάνης με το νού, προσπάθησε να το κάνης με την
θέλησί σου και με τα λόγια, μιλώντας με τον εαυτό σου και με τον Θεό, και θα
ιδής θαυμάσια αποτελέσματα και θα πάρη η καρδιά σου κουράγιο και δύναμι.
Λοιπόν στον καιρό του σκοτασμού του
νού σου μπορείς να λες: «Ψυχή μου, γιατί λυπάσαι και με αναστατώνεις; Έλπισε
στον Θεό: πάλι θα υμνήσω τον Σωτήρα της υπάρξεώς μου και Θεό μου» (Ψαλμ. 42,6).
Και πάλι: «Γιατί Κύριε στέκεσαι από μακρυά; Απουσιάζεις στους δύσκολους καιρούς
και στις θλίψεις;» (Ψαλμ. 9,2). «Μη με εγκαταλίπης ο Κύριος και ο Θεός μου, μην
απομακρύνεσαι από εμένα» (Ψαλμ. 37,22). Και θυμούμενος την ιερή διδασκαλία που
ενέπνευσε ο Θεός των θλίψεων στη Σάρρα, την αγαπημένη γυναίκα του Τωβίτ, να την
μεταχειρισθής και συ και να λες με δυνατή φωνή: «Αυτό θα συμβή σε όποιον
σε λατρεύει: η ζωή αυτή, αν είναι για δοκιμασία, θα στεφανωθή αυτός που
υπομένει: εάν βρίσκεται σε θλίψι, θα ελευθερωθή από την θλίψι. Κι αν πρόκειται
να καταστραφή (εν διαφθορά έσται), δεν μπορεί αυτό να γίνη χωρίς το έλεός σου,
διότι δεν χαίρεσαι για την καταστροφή μας, διότι μετά την θαλασσοταραχή
προκαλείς γαλήνη, και μετά από τους θρήνους και τους κλαυθμούς, σκορπίζεις την
χαρά. Ο Θεός του Ισραήλ, ας είναι το όνομά σου ευλογημένο στους αιώνες των
αιώνων» (Τωβίτ).
Ακόμη να θυμηθής το Χριστό που όταν
βρισκόταν στον κήπο και στο σταυρό για μεγαλύτερη δοκιμασία, κατά το αισθητό
μέρος ήταν εγκαταλειμμένος από τον Ουράνιο Πατέρα του. Έτσι και συ με την
ενθύμησι αυτή υποφέροντας το σταυρό, θα πής με όλη σου την καρδιά: «Κύριε, ας μη
γίνη το δικό μου θέλημα, αλλά το δικό σου» (Ματθ. 26,39). Και ενεργώντας έτσι η
υπομονή σου και η προσευχή σου θα ανυψώσουν τις φλόγες της θυσίας της καρδιάς
σου και θα φθάσουν μέχρι τον θρόνο του Θεού, και θα παραμείνης πραγματικά
ευλαβής, διότι η αληθινή ευλάβεια είναι μία ζωντανή προθυμία της θελήσεως και
μία σταθερή αγάπη να ακολουθή κανείς το Χριστό με το σταυρό στους ώμους σε κάθε
δρόμο που ο ίδιος μας προσκαλεί προς τον εαυτό του, και το να θέλουμε τον Θεό
για τον ίδιο τον Θεό, δηλαδή, γιατί έτσι θέλει ο Θεός. Γι αυτό αν ήθελαν οι
άνθρωποι να μετρούν την προκοπή τους από την αληθινή αυτήν ευλάβεια και όχι από
αυτήν που φαίνεται με τις αισθήσεις, δηλαδή από το να αισθάνωνται μόνο στην
καρδιά τους την πνευματική γλυκύτητα της χάριτος, δεν θα έπεφταν στην πλάνη ούτε
από τον εαυτό τους ούτε από τον διάβολο ούτε θα θλίβονταν χωρίς ωφέλεια. Μάλιστα
θα ευχαριστούσαν τον Θεό για ένα τέτοιο καλό που τους κάνει και θα πρόσεχαν στο
εξής να εργάζωνται με μεγαλύτερο ζήλο στην θεϊκή μεγαλειότητα που κυβερνά το
σύμπαν και επιτρέπει τα παρόμοια πολλές φορές, για δική του δόξα και δική μας
ωφέλεια.
Γι αυτό πλανώνται μερικοί που με
φόβο και φρόνησι αποφεύγουν βέβαια τις αφορμές των αμαρτιών, όταν όμως
ενοχλούνται πότε από φρικτούς και άσχημους λογισμούς, πότε πάλι από όνειρα
φοβερά και αισχρά, συγχύζονται και δειλιάζουν και νομίζουν ότι εγκαταλείφθηκαν
από τον Θεό και έτσι απομακρύνθηκαν εντελώς από τον Θεό. Και έτσι μένουν πολύ
μαραμένοι και σχεδόν κοντεύουν να απελπισθούν, και εγκαταλείποντας κάθε καλή
άσκησι των αρετών επιστρέφουν στην Αίγυπτο των παθών και δεν αντιλαμβάνονται
καλά την χάρι που τους κάνει ο Θεός, αφήνοντάς τους να ενοχλούνται από τα
πνεύματα αυτά του πειρασμού, για να καταλάβουν την ταπείνωσί τους και να τον
πλησιάσουν ως ασθενείς και ως άνθρωποι που έχουν ανάγκη από βοήθεια. Γι αυτό
αχάριστα παραπονούνται για εκείνο για το οποίο θα έπρεπε να ευχαριστούν την
αμέτρητη αγαθότητά Του.
Όταν λοιπόν συμβαίνουν παρόμοια, εσύ
εκείνο που έχεις να κάνης είναι το εξής: να σκεφθής καλά και να συλλογισθής την
διεστραμμένη σου κλίσι, την οποία ο Θεός θέλει να γνωρίσης ποιά είναι για το
δικό σου καλό: να γνωρίσης ότι είσαι έτοιμος να πέφτης σε οποιοδήποτε μεγάλο
κακό και ότι χωρίς την βοήθεια του Θεού, θα είχες πάθει την μεγαλύτερη
καταστροφή. Έπειτα να ελπίσης και να είσαι σίγουρος ότι ο Θεός είναι έτοιμος να
σε βοηθήση, επειδή σε κάνει να βλέπης τον κίνδυνο και θέλει να σε ελκύση πιο
κοντά του παρακινώντας σε να προσεύχεσαι και να τρέχης κοντά του. Και γι αυτό
του οφείλεις να του αποδίδης ταπεινές ευχαριστίες. Και ας είσαι σίγουρος ότι οι
παρόμοιοι πειρασμοί ή βλάσφημοι είναι ή πονηροί ή αισχροί λογισμοί που σε
πειράζουν, καλύτερα εκδιώκονται με μία καρτερία υπομονετική και με μία επιδέξια
αποστροφή και τέλεια καταφρόνησι, και όχι με μία αντίστασι επιδέξια και με
αντιρρητικό πόλεμο. Και πρόσεξε την πρώτη υποσημείωσι του ιγ΄ κεφαλαίου του Α΄
μέρους.
Γιά την εξέτασι της συνειδήσεως
σκέψου τρία πράγματα: τα σφάλματα της κάθε μέρας, την αιτία των σφαλμάτων αυτών
και την στενοκαρδία και προθυμία που έχεις να τα πολεμήσης και να αποκτήσης τις
αντίθετές τους αρετές. Γιά τα σφάλματα κάνε εκείνο που σου είπα στο κστ΄
κεφάλαιο (τι πρέπει να κάνουμε όταν πληγωθούμε κ.λπ). Γιά την αιτία αυτών
ανάγκασε τον εαυτό σου να την πολεμήσης, να την κατατροπώσης και να την ρίξης
στη γη. Γιά την προθυμία που χρειάζεται να κάνης αυτό και να αποκτήσης τις
αρετές, δυνάμωσε την θέλησί σου με την απιστία του εαυτού σου, δηλαδή με το να
μην έχης καθόλου θάρρος στον εαυτό σου, με την ελπίδα και το θάρρος στον Θεό, με
την προσευχή και με το μίσος των πράξεων της κακίας και με την επιθυμία των
πράξεων της αντίστοιχης αρετής.
Φρόντισε, αδελφέ, πάντοτε σε κάθε
σου λογισμό, λόγο και έργο να έχης συνείδησι ακατάγνωστη, δηλαδή να μη σε
κατηγορή και να μη σε τύπτη η συνείδησίς σου για κάποιο πράγμα. Διότι όποιος
εξετάζει στο βάθος την ορθή και αγία συνείδησι, δεν μπορεί να σφάλλη ποτέ, ή αν
σφάλλη, να μην διορθωθή. Διότι η συνείδησις είναι ο φυσικός νόμος που έδωσε ο
Θεός στις καρδιές των ανθρώπων για να τους οδηγή πάντοτε σαν λυχνάρι σε όλα τα
καλά. Όπως είπε και ο άγιος Νείλος: «Να χρησιμοποιήσης την συνείδησί σου ως
λυχνάρι για τις πράξεις σου». Και ο Απόστολος είπε ότι «οι εντολές του νόμου του
Θεού είναι γραμμένες μέσα στις καρδιές» (Ρωμ. 2,15).
Απέναντι τεσσάρων πραγμάτων είσαι
υποχρεωμένος να διατηρής την συνείδησί σου ακατηγόρητη: απέναντι του Θεού,
απέναντι του εαυτού σου, προς τον πλησίον σου και προς άλλα πράγματα. Όσον αφορά
τον Θεό πρέπει να εξετάζης την συνείδησί σου αν φύλαξες όλα εκείνα που είσαι
υποχρεωμένος να διαφυλάττης απέναντί του. Δηλαδή αν διαφυλάττης όλες του τις
εντολές και τις πιο ασήμαντες
(109)· και αν τον
αγάπησες και τον υπηρέτησες με όλη σου την ψυχή και είσαι έτοιμος να πεθάνης γι
αυτόν, όπως είσαι υποχρεωμένος. Και αν δεν τα διαφύλαξες, φρόντισε στο εξής να
τα διαφυλάξης.
Ως προς τον εαυτό σου θα διαφυλάξης
ακατηγόρητη την συνείδησί σου, αν δεν αδιαφορής, αλλά κάνης όλο εκείνο το χρέος
που πρέπει και είσαι υποχρεωμένος και είναι σύμφωνα με την δύναμί σου, τόσο προς
τον Θεό, όσο και προς τον πλησίον και προς τα άλλα πράγματα. Και εκτός από αυτά,
αν δεν πέφτης σε υπερβολές και ελλείψεις, καταστρέφοντας παράκαιρα την υγεία σου
και την ζωή σου και τις σωματικές σου δυνάμεις με υπερβολική και ακανόνιστη
άσκησι και δεν αποδίδης στο σώμα το δίκαιο μέτρο, φροντίζοντας για την σύστασι
και συντήρησί του. Γιατί και αυτό είναι αντίθετο στη συνείδησι και στον ορθό
λόγο.
Απέναντι του πλησίον θα φυλάξης
καθαρή την συνείδησί σου, αν δεν κάνης κάτι που είναι αντίθετο στην αγάπη που
χρωστάς απέναντί του, αποδίνοντας στους μεγαλυτέρους σου και ομοίους σου και
κατώτερούς σου εκείνο που πρέπει στον καθένα, σύμφωνα με τον βαθμό και το
επάγγελμα και προσέχοντας να μη τους σκανδαλίζης είτε με λόγο, είτε με έργο,
είτε με σχήμα και με νεύμα, όπως λέγει ο Απόστολος: «Αυτό προσέξτε, να μη βάζετε
πρόσκομμα ή εμπόδιο στον αδελφό» (Ρωμ. 14,13) και το του Σολομώντος: «Να
σκέφτεσαι σωστά ενώπιον Κυρίου και ανθρώπων» (Παρ. 3,4).
Αλλά κι αν σου τύχουν μερικά
πράγματα τα οποία δεν είναι σύμφωνα με την εντολή του Θεού, αλλά επιτρέπονται
και βρίσκονται στην δική σου την κρίσι, γι αυτά τα πράγματα λέγω, αν
πληροφορήται η συνείδησίς σου ότι τάχα είσαι δυνατός και μπορείς να τα φυλάξης ή
όχι, σκανδαλίζεται όμως η συνείδησις του αδελφού σου που είναι αδύνατος, είσαι
υποχρεωμένος και από αυτά να μη δώσης αφορμή σκανδάλου, αλλά να αναπαύσης την
συνείδησι εκείνου: «Μήν τρώτε το ειδωλόθυτο (λέγει ο Παύλος) για εκείνον που σάς
ειδοποίησε και για την συνείδησι…». Συνείδησι όμως λέγω όχι την δική του, αλλά
την συνείδησι του άλλου: «Γιατί να ρυθμίζεται η ελευθερία μου από άλλη
συνείδησι;» (Α΄ Κορ. 10,28). Σε όσα όμως πράγματα είναι εντολή του Θεού και
σκανδαλίζεται η συνείδησις του άλλου, τότε πρέπει εσύ να καταφρονής την
συνείδησι εκείνου και να μην παραβαίνης την εντολή του Θεού, όπως λέγει ο Μέγας
Βασίλειος.
Απέναντι των άλλων πραγμάτων θα έχης
την συνείδησί σου ακατηγόρητη, αν έχης δίκαιο μέτρο και δεν χρησιμοποιής
υπερβολές και ελλείψεις, τόσο στα φαγητά και ποτά, όσο και στα ενδύματα και
χρήματα και στην περιουσία. Διότι πράγμα παρά συνείδησι υπολογίζεται όχι μόνον
το να καταφρονή κανείς και να αφήνη να καταστρέφωνται τα ευτελή φαγητά και
ενδύματα ή τα χρήματα και τα περιουσιακά του στοιχεία, με τα οποία μπορεί να
εξυπηρετήση τις σωματικές του ανάγκες, αλλά και να θέλη και να ζητά τρυφηλά
φαγητά, μαλακά φορέματα και χρήματα και περιουσιακά στοιχεία που δεν είναι
απαραίτητα για την εξυπηρέτησί του.
Και για να μιλήσουμε γενικά, κάθε
πράγμα που είναι έξω από την ορθή λογική, λέγεται παρά συνείδησι. Γι αυτό και συ
αδελφέ, για κάθε τι που πρόκειται να κάνης μικρό ή μεγάλο, πρώτα να
συμβουλεύεσαι την συνείδησί σου και να την εξετάζης όχι όμως με αμέλεια και
επιφανειακά, αλλά στο βάθος και με πολλή φροντίδα και ακρίβεια. Διότι όπως τα
πηγάδια, όσο σκάβονται και εξαντλούνται, τόσο καλύτερο και γλυκύτερο νερό
βγάζουν, έτσι και η συνείδησις, όσο περισσότερο εξετάζεται και ξεσκεπάζεται από
τα πάθη με τα οποία είναι σκεπασμένη, τόσο καλύτερα μας διδάσκει τι πρέπει να
κάνουμε.
Επειδή όμως υπάρχουν και διάφορες
συνειδήσεις, όχι δηλαδή μόνον καλές και καθαρές, αλλά και κεκαυτηριασμένες, όπως
λέγει ο Παύλος, δηλαδή πονηρές και αναίσθητες και μολυσμένες από τα πάθη, και
στη συνέχεια, εξ αιτίας της αναισθησίας ή του μολυσμού τους, ή και διότι δεν
εξετάζονται με πολλή φροντίδα, δεν διδάσκουν πάντοτε σωστά και καλά, για τον
λόγο αυτό σωστό είναι να μην εμπιστεύεσαι πάντοτε μόνο στη συνείδησί σου, αλλά
όσα αυτή σου συμβουλεύει να τα συγκρίνης, αν είναι σύμφωνα με εκείνα που
διδάσκει η Αγία Γραφή ή και να τα φανερώνης στους Πνευατικούς, αν είναι σωστά,
για να μην πλανηθής.
Πρόσθεσα το «ή διότι δεν εξετάζονται
οι συνειδήσεις με τόση επιμέλεια», διότι η συνείδησις του ανθρώπου όσο κι αν
είναι εμπαθής και πονηρή και αναίσθητη, όταν όμως εξετάζεται με ακρίβεια και
επιμέλεια, δε σταματάει πάντοτε να ελέγχη και να τύπτη και να κατηγορή τον
άνθρωπο, ότι αμαρτάνει και ότι πρόκειται να κολασθή δια τις αμαρτίες του, αν δεν
μετανοήση. Γιατί αυτή βάλθηκε μέσα μας από τον Θεό ως αντίδικος, σύμφωνα με το
ευαγγελικό που λέγει: «Να συμβιβασθής γρήγορα με τον αντίδικό σου» (Ματθ. 5,25):
και αψευδέστατος μάρτυρας, σύμφωνα με το· «Σε αυτό συμφωνεί και η συνείδησί
τους» (Ρωμ. 2,15): και συγχρόνως είναι κριτής απαραλόγιστος και πάρα πολύ
δίκαιος και πολύ αυστηρός και λόγος ορθός: γι αυτό και δεν μπορεί να σιωπήση.
Αλλά ο άνθρωπος όταν κυριευθή από τα πάθη και θέλη να κάμνη τις επιθυμίες του
χωρίς κανένα χαλινάρι, όπως παρακούει και παραβαίνει το νόμο του Θεού, έτσι
παρακούει και παραβαίνει και τους ελέγχους της αγίας συνειδήσεως. Και για να μην
ελέγχεται πλέον από αυτήν σαν κάποιος άλλος Ηρώδης κόβει την κεφαλή του Ιωάννου,
δηλαδή δεν υπολογίζει την συνείδησί του και παίρνει την απόφασι να κολασθή. Γι
αυτό και ο Σολομώντας γνωρίζοντας αυτό δεν είπε ότι η συνείδησις όταν εξετάζεται
καλά δεν ελέγχει τον αμαρτωλό, αλλά όταν ο αμαρτωλός φθάση στο αποκορύφωμα των
κακών, καταφρονεί: «Όταν ο ασεβής φθάση στο αποκορύφωμα των κακών, τότε
καταφρονεί» (Παρ. 18,3).
Ακόμη σε συμβουλεύω και ένα άλλο
πράγμα που αξίζει να το πληροφορηθής: Δηλαδή ποτέ να μην εμπιστεύεσαι στη
συνείδησί σου, αν αυτή καμιά φορά δεν σε κατηγορή για κάποια υπόθεσί σου, διότι
λέγεται συνείδησι για εκείνα μόνο που ξέρουμε και όχι για εκείνα που δε
γνωρίζουμε. Επειδή σύφωνα με τον Προφήτη Ιερεμία «η καρδιά είναι πιο βαθειά από
όλα τα πράγματα» (17,9), και μέσα σε αυτήν βρίσκονται κρυμμένα πολλά λεπτά πάθη,
τα οποία καθόλου δεν τα γνωρίζει εκείνος που τα έχει, και από τα οποία παρακαλεί
ο Δαβίδ να καθαρισθή λέγοντας «καθάρισέ με από τα κρυφά πάθη» (Ψαλμ. 18,13), γι
αυτό και συ να πιστεύης ότι η καρδιά σου δεν είναι ποτέ καθαρή από τα κρυπτά και
λεπτά πάθη, τα οποία είναι γνωστά μόνο στο Θεό που εξετάζει μόνος τις καρδιές,
όπως λέγει ο Σολομώντας: «Εσύ εντελώς μόνος γνωρίζεις την καρδιά όλων των
ανθρώπων» (Γ΄ Βασ. 8,39). Και να έχης ως σίγουρο εκείνο που λέγει ο Ιωάννης ότι,
δηλαδή, ο Θεός είναι μεγαλύτερος από την συνείδησι της καρδιάς μας: «Ο Θεός
είναι ανώτερος από την συνείδησί μας και τα γνωρίζει όλα» (Α΄ Ιω. 3,20).
Γι αυτό και ο απόστολος Παύλος
γνωρίζοντας αυτό έλεγε, ότι δε γνωρίζει να τον ελέγχη για κανένα πράγμα η
συνείδησί του, αλλά πάλι εξ αιτίας αυτού δεν νομίζει ότι είναι δίκαιος ενώπιον
του Θεού: «Δεν με κατηγορεί για τίποτε η συνείδησί μου, αλλά αυτό δεν με
αποδεικνύει ότι πραγματικά είμαι αθώος» (Α΄ Κορ. 4,4).
Και όσα καλά έργα και όσες νίκες
έχεις κατορθώσει, ας τις θεωρής ύποπτες. Αυτά σε συμβουλεύω να μη τα σκέπτεσαι
πολύ με τη συνείδησί σου, διότι υπάρχει κάποιος κίνδυνος κρυφής κενοδοξίας και
υπερηφανείας. Έτσι αφήνοντας πίσω όλα αυτά και ρίχνοντάς τα στην ευσπλαγχνία του
Θεού, όποια και αν είναι, οδήγησε το λογισμό σου μπροστά στο δρόμο που σου
απομένει για την ημέρα εκείνη.
Μετά από αυτά, όταν τελειώση η μέρα
εκείνη, εξέτασε τον εαυτό σου, αν χρησιμοποίησες καλά όσα σου έτυχαν. Και για
όσα έσφαλες, να μετανοήσης και να ζητήσης από τον Θεό να σε συγχωρέση και στο
εξής προσπάθησε να διορθωθής. Κατόπιν ευχαρίστησέ τον για τις χάρες και τις
ευεργεσίες που σου χάρισε την ημέρα εκείνη. Αναγνώρισε τον ως Ποιητή κάθε
αγαθού, και περισσότερο ευχαρίστησέ τον διότι σε γλύτωσε από τόσους εχθρούς
φανερούς και μάλιστα από αυτούς που δεν φανερώνονται. Διότι σου έδωσε καλούς
λογισμούς και αφορμές για την αρετή και για κάθε άλλη ευεργεσία που δε γνωρίζεις
εσύ.
Όλη μας η ζωή είναι ένας παντοτινός
πόλεμος πάνω στη γη και πρέπει να πολεμούμε πάντοτε μέχρι το τέλος της ζωής,
όπως είπαμε στο ιε΄ κεφάλαιο του α΄ μέρους. Όμως η κύρια κι η πιο σπουδαία ημέρα
του πολέμου είναι κατά την τελευταία ώρα του θανάτου. Διότι όποιος πέση κατά την
ώρα εκείνη δεν μπορεί πλέον να σηκωθή. Και γι αυτό μη θαυμάσης. Γιατί αν ο
εχθρός τόλμησε να πάη στον αναμάρτητο Κύριό μας στο τέλος της ζωής του, ίσως για
να βρή και σε αυτόν κάποιο σφάλμα, όπως το είπε μόνος ο Κύριος, «έρχεται ο
άρχοντας του κόσμου, αν και δεν έχει πάνω μου καμμία εξουσία» (Ιω. 14,30), πολύ
περισσότερο τολμά να έρχεται στο τέλος της ζωής μας εναντίον μας που είμαστε
αμαρτωλοί
(110).
Γι αυτό εκείνο που πρέπει να κάνης
για να βρεθής τότε καλά ετοιμασμένος, είναι το να πολεμής με ανδρεία αυτό τον
καιρό της ζωής που σου δόθηκε: γιατί εκείνος που πολεμεί καλά στη ζωή αυτή με
την καλή συνήθεια που έχει αποκτήσει, εύκολα κερδίζει την νίκη κατά την ώρα του
θανάτου. Ακόμη να σκέπτεσαι πολλές φορές τον θάνατο με προσοχή. Γιατί όταν έλθη
θα φοβηθής λιγότερο και ο νους σου θα είναι ελεύθερος και πρόθυμος για τον
πόλεμο. Οι άνθρωποι του κόσμου αποφεύγουν το λογισμό αυτό και την μνήμη του
θανάτου, για να μη κόψουν την όρεξι και την επιθυμία που έχουν στα γήινα
πράγματα, στα οποία είναι προσκολημένοι και λυπούνται αν σκεφθούν ότι θα τα
εγκαταλείψουν. Γι αυτό και δεν λιγοστεύει η άτακτη κλίσι που έχουν στα πράγματα,
αλλά αποκτάει περισσότερη δύναμι. Γι αυτό και όταν πρόκειται να χωρισθούν από τη
ζωή αυτή και από τα τόσο αγαπητά τους πράγματα, αισθάνονται μεγάλη και
ανεκδιήγητη λύπη και δοκιμάζουν ένα μεγάλο πόνο.
Λοιπόν για να κάνης εσύ καλύτερα
αυτήν την απαραίτητη προετοιμασία, πρέπει με το λογισμό σου να βρεθής μόνος σου
μερικές φορές, χωρίς καμμία βοήθεια, εκτεθειμένος μέσα στις στενοχώριες του
θανάτου και να σκεφθής εκείνα που μπορούν να σε πολεμήσουν τον καιρό εκείνο. Εδώ
θα σου μιλήσω για την θεραπεία αυτών, για να μπορέσης να αντιμετωπίσης καλύτερα
εκείνην την τελευταία στενοχώρια. Γιατί το κτύπημα εκείνο κι ο πόλεμος εκείνος
που πρόκειται να γίνη μία φορά, όποιος πρόκειται να τον κάνη, πρέπει να τον
γνωρίζει καλά, για να μη σφάλη κατά τη στιγμή εκείνη, διότι μετά δεν υπάρχει
τόπος για διόρθωσι.
Τέσσερις είναι οι κυριώτερες
προσβολές και πιο επικίνδυνες με τις οποίες συνηθίζουν να μας πολεμούν οι εχθροί
μας δαίμονες κατά την ώρα του θανάτου. Ο πόλεμος που μας κάνουν εναντίον της
πίστεως, η απόγνωσις, η κενοδοξία και τα διάφορα φαντάσματα και οι μεταμορφώσεις
των δαιμόνων σε Αγγέλους φωτός.
Όσο για την πρώτη προσβολή σου λέγω
ότι αν αρχίση ο εχθρός να σε πολεμά με τα ψεύτικα επιχειρήματά του βάζοντας στο
νού λογισμούς απιστίας, φύγε αμέσως από το νού σου στη θέλησί σου λέγοντας:
«Πήγαινε πίσω μου Σατανά, πατέρα του ψεύδους, διότι εγώ δεν θέλω καθόλου να σε
ακούσω, διότι μου είναι αρκετό να πιστεύω εκείνο που πιστεύει η αγία μου
εκκλησία».
Και μην αφήσης καθόλου τόπο στην
καρδιά σου στους λογισμούς της απιστίας, όπως αναφέρεται: «Εάν Πνεύμα του
εξουσιάζοντος, δηλαδή του εχθρού, σου επιτεθή, μην μετακινηθής από την θέσι σου»
(Εκκλ. 10,4). Αυτούς τους λογισμούς να τους θεωρής ως κινήσεις του διαβόλου που
προσπαθεί την ώρα εκείνη να σε σκανδαλίση. Κι αν δεν μπορής να στηρίξης το νού
σου, στάσου με ανδρεία και μένε σταθερός με την θέλησί σου για να μην πέσης σε
κανένα λογισμό ή και σε κανένα ρητό της Αγίας Γραφής, το οποίο θα σου προσφέρη ο
εχθρός. Γιατί, όσα ρητά της Αγίας Γραφής κι αν σου θυμίση την ώρα εκείνη, είναι
ακρωτηριασμένα (ελλιπή), προσφέρονται με κακό σκοπό, άσχημα εξηγημένα κι αν
ακόμη φαίνωνται καθαρά, καλά και φανερά.
Κι αν ο πονηρός όφις σε ρωτήση και
σου πή με τον λογισμό τι πιστεύει η εκκλησία, καταφρόνησέ τον εντελώς και μην
του αποκριθής. Αλλά βλέποντας το ψεύδος και την πονηριά του και ότι προσπαθεί να
σε πιάση με τα λόγια, πίστευε χωρίς καμμία αμφιβολία με όλη σου την καρδιά. Σε
περίπτωσι πάλι που είσαι δυνατός στην πίστι και έχεις δυνατό λογισμό και θέλεις
να κάνης τον εχθρό να καταντροπιασθή, απάντησέ του ότι η αγία μου εκκλησία
πιστεύει στην αλήθεια. Κι αν σου πή ποιά είναι αυτή η αλήθεια, να του απαντήσης:
εκείνο που πιστεύει αυτή. Πάνω από όλα κράτα την καρδιά σου πάντοτε σταθερή και
προσεκτική και στραμμένη προς τον Εσταυρωμένο λέγοντας: «Θεέ μου, Ποιητά μου και
Λυτρωτά μου, βοήθησέ με γρήγορα και μην παραχωρήσης να πέσω ποτέ από την αλήθεια
της αγίας σου πίστεως. Αλλά ευδόκησε, όπως με την χάρι σου γεννήθηκα στην
αλήθεια αυτή, έτσι να τελειώσω και την θνητή μου ζωή σ αυτήν προς δόξαν του
ονόματός σου».
Η δεύτερη προσβολή με την οποία ο
πονηρός προσπαθεί εντελώς να μας καταβάλλη, είναι ο φόβος που μας προξενεί με
την ενθύμησι των αμαρτιών μας, για να μας κάνη να γκρεμισθούμε στον βυθό της
απογνώσεως και της απελπισίας.
Εσύ λοιπόν, αδελφέ μου, και στον
κίνδυνο αυτόν, κράτησε τον εαυτό σου σταθερό σ αυτόν τον βέβαιο κανόνα, δηλαδή
ότι η ενθύμησις των αμαρτιών μας τότε είναι από την χάρι του Θεού και αποσκοπεί
στη σωτηρία μας, όταν σε ταπεινώνη και σε κάνη να αισθάνεσαι πόνο στην καρδιά
και λύπη, διότι λύπησες τον Θεό, και όταν σε κάνη να έχης ελπίδα και θάρρος στην
αγαθότητα του Θεού. Όταν όμως η ενθύμησις αυτή σε ενοχλή και σε οδηγή σε απιστία
και μικροψυχία και σε κάμνει να σκέπτεσαι ότι είσαι κολασμένος και ότι για σένα
δεν υπάρχει πλέον καιρός σωτηρίας, γνώριζε ότι προέρχεται από τον διάβολο. Γι
αυτό ταπεινώσου και έλπιζε περισσότερο στον Θεό. Και με τον τρόπο αυτόν θα
νικήσης τον εχθρό με τα όπλα του και θα δοξάσης τον Θεό.
Ναί, πρέπει αδελφέ, να λυπάσαι κάθε
φορά που θυμάσαι τις αμαρτίες σου και να πονάς που έχασες την χάρι του Θεού,
αλλά όμως να έχης θάρρος στο πάθος του και να ζητάς συγχώρεσι. Ακόμη αν σου
φαίνεται ότι ο ίδιος ο Θεός σου λέγει ότι δεν είσαι από τα πρόβατά του, εσύ με
κανένα τρόπο δεν πρέπει να χάσης την ελπίδα και το θάρρος που έχεις σ αυτόν,
αλλά ταπεινά να του λέγης: «Ναί, έχεις δίκαιο, Θεέ μου, να με αποδοκιμάσης για
τις αμαρτίες μου. Αλλά εγώ έχω μεγαλύτερο θάρρος στην ευσπλαγχνία σου ότι θα με
συγχωρέσης. Γι αυτό και ζητώ από σένα την σωτηρία αυτού του ταλαιπώρου πλάσματός
σου, το οποίο καταδικάσθηκε βέβαια από την κακία του, αλλά λυτρώθηκε με την τιμή
του αγίου αίματός σου. Θέλω, λυτρωτά μου, να σωθώ, για δόξα δική σου με την
ελπίδα της αμέτρητης ευσπλαγχνίας σου. Γι αυτό και αφήνομαι όλος στα χέρια σου
και ας γίνη σ εμένα ό,τι σου είναι αρεστό. Διότι εσύ είσαι ο μόνος μου Κύριος.
Κι αν ακόμη με θανατώσης, εγώ στηρίζω σε σένα τις ζωντανές μου ελπίδες».
Η τρίτη προσβολή είναι της
κενοδοξίας και της εκτιμήσεως με την οποία έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου και
στα έργα σου για να σωθής. Γι αυτό πάντοτε και ιδιαίτερα εκείνη την τελευταία
ώρα του θανάτου μην αφήσης τον νού σου να σκεφθή ούτε την παραμικρή εκτίμησι του
εαυτού σου, ούτε των έργων σου, κι αν ακόμη κατώρθωσες όλες τις αρετές των
αγίων. Αλλά η εκτίμησί σου ας είναι στον Θεό ελπίζοντας καθαρά στην ευσπλαγχνία
του και στα έργα της ζωής του και του πάθους του για να σωθής. Πάντοτε μπροστά
στα μάτια σου να ξευτελίζης τον εαυτό σου, μέχρι την τελευταία σου αναπνοή. Κι
αν τύχη να σκεφθής κάποιο καλό σου έργο, αναγνώριζε μόνο τον Θεό, ότι εκείνος
είναι που το έκανε και όχι εσύ, και ότι προήλθε από εκείνον μόνον.
Να προστρέχης, ναί, στην βοήθεια του
Θεού. Αλλά να μην περιμένης να την λάβης τάχα επειδή το αξίζεις και για τους
πολλούς σου και μεγάλους αγώνες που έκανες και νίκησες. Στάσου πάντοτε σε έναν
άγιο φόβο, ομολογώντας ειλικρινά ότι όλες σου οι προβλέψεις και οι προμήθειες
και όλοι οι κόποι και οι αγώνες σου θα ήταν μάταιοι, αν δεν βοηθούσε και αν δεν
τους έπαιρνε ο Θεός κάτω από την σκιά των πτερύγων του· να έχης όλη σου την
ελπίδα μόνο στην υπεράσπισί του.
Αν ακολουθής αυτές τις παραγγελίες,
δεν θα μπορέσουν οι εχθροί να φανούν ανώτεροι από σένα κατά την ώρα του θανάτου.
Αλλά θα σου ανοιχθή ο δρόμος για να περάσης με χαρά από την γη και την εξορία
αυτή στην επουράνια Ιερουσαλήμ, στην γλυκειά πατρίδα. Βλέπε και το λβ΄ κεφάλαιο
του α΄ μέρους, όπου θα βρής εκτενέστερα την ιατρεία της κενοδοξίας και της
υπερηφανείας.
Αν ο πονηρός και πείσμων εχθρός μας,
που δεν κουράζεται ποτέ να μας πειράζη, ήθελε κάποτε να σε πολεμήση και
ιδιαίτερα κατά την ώρα του θανάτου με κάποιες ψεύτικες εμφανίσεις και με
μεταμορφώσεις σε Άγγελο φωτός, εσύ να παραμένης σταθερός στην γνώσι της
ταπεινότητος και της μηδαμινότητος του εαυτού σου. Και να πής με σταθερή καρδιά
και τόλμη: «Να μεταστραφής άθλιε στο δικό σου το σκοτάδι, διότι εγώ δεν έχω
ανάγκη από οράματα, ούτε από τίποτε άλλο, παρά από την ευσπλαγχνία του Ιησού μου
και από τις δεήσεις και ικεσίες της Αειπαρθένου Μαρίας και των άλλων αγίων».
Αλλά και αν με πολλά σημάδια καταλάβης ότι τα οράματα αυτά είναι αληθινά και
προέρχονται από τον Θεό, παρ όλα αυτά εσύ να αποστρέφεσαι πάντοτε και να τα
διώχνης όσο μπορείς μακριά σου. Και να μη φοβηθής μήπως δεν αρέση στον Θεό η
αποστροφή αυτή που κάνεις, σκεπτόμενος την αναξιότητά σου. Γιατί αν τα οράματα
αυτά είναι από τον Θεό, αυτός γνωρίζει καλά να σου τα ξεκαθαρίση και δεν θα του
κακοφανή αν δεν τα δέχεσαι. Γιατί εκείνος που δίνει την χάρι στους ταπεινούς,
δεν την αφαιρεί από αυτούς πάλι για πράξεις που κάνουν οι ίδιοι εξ αιτίας της
ταπεινώσεως.
Αυτά είναι τα πιο συνηθισμένα όπλα
που συνηθίζει ο εχθρός να χρησιμοποιή εναντίον μας εκείνην την τελευταία ώρα του
θανάτου. Αλλά και τον καθένα τον πολεμεί σύμφωνα με τις προσωπικές του κλίσεις
και τα πάθη που έχει, στα οποία γνωρίζει ότι συχνότερα υποκύπτει. Γι αυτό,
αγαπητοί, προτού να πλησιάση η φοβερή εκείνη ώρα του μεγάλου πολέμου, πρέπει να
οπλισθούμε εναντίον των πλέον δυνατών παθών που μας κυριεύουν περισσότερο και να
πολεμούμε με ανδρεία, για να διευκολύνουμε τότε τον καιρό εκείνο την νίκη, που
μας παίρνει κάθε άλλον καιρό.
Η καρδιά σου, αγαπητέ, κτίσθηκε από
τον Θεό μόνο για τον σκοπό αυτόν, δηλαδή για να αγαπάται και να κατοικήται από
αυτόν. Γι αυτό καθημερινά σου φωνάζει να του την δώσης: «Υιε, δος μου την καρδιά
σου» (Παρ. 23,26). Επειδή όμως ο Θεός είναι η ειρήνη που είναι ανώτερη από κάθε
νού, πρέπει η καρδιά που πρόκειται να τον δεχθή, να είναι ειρηνική και ατάραχη,
όπως είπε ο Δαβίδ: «Εγενήθη ο τόπος σου εν ειρήνη» (Ψαλμ. 75,2). Γι αυτό πρέπει
πρώτα από όλα να στερεώσης την καρδιά σου σε μία ειρηνική κατάστασι, ώστε όλες
σου οι εξωτερικές σου αρετές να γεννιώνται από την ειρήνη αυτή και από τις άλλες
εσωτερικές αρετές, όπως είπε εκείνος ο μέγας ησυχαστής Αρσένιος: «Φρόντισε ώστε
όλη σου η εσωτερική εργασία να είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και να
νικήσης τα εξωτερικά πάθη». Διότι κι αν οι σωματικές σκληραγωγίες και όλες οι
ασκήσεις με τις οποίες ασκείται το σώμα είναι άξιες επαίνου, όταν είναι με
διάκρισι και μέτριες, όπως αρμόζει στο πρόσωπο που τις κάνει, όμως εσύ ποτέ δεν
θα αποκτήσης καμία αληθινή αρετή μόνο δια μέσου των αρετών που αναφέρθηκαν
προηγουμένως, παρά ματαιότητα και κενοδοξία, αν και οι ασκήσεις αυτές δεν
παίρνουν δύναμι και ζωή και δεν κυβερνούνται από τις εσωτερικές και ψυχικές
αρετές.
Η ζωή του ανθρώπου δεν είναι τίποτε
άλλο παρά ένας πόλεμος και πειρασμός συνεχής, όπως είπε και ο Ιώβ: «Δεν είναι
ένα πειρατήριο η ζωή του ανθρώπου πάνω στη γη;» (7,1). Λοιπόν εξ αιτίας του
πολέμου αυτού εσύ πρέπει πάντοτε να είσαι άγρυπνος και να προσέχης πολύ και να
παρατηρής την καρδιά σου να είναι πάντοτε ειρηνική και αναπαυμένη. Και όταν
σηκώνεται οποιοδήποτε κύμα ταραχής στην ψυχή σου, να παραμένης πρόθυμος για να
ησυχάζης και να ειρηνεύης αμέσως την καρδιά σου μη αφήνοντάς την να αλλάξη
πορεία και να καταστραφή από την ταραχή εκείνη. Γιατί η καρδιά του ανθρώπου
είναι όμοια με το βαρίδι του ωρολογιού και με το τιμόνι του καραβιού. Και όπως
όταν κάποιο βαρίδι του ωρολογιού ξεκρεμασθή από την θέσι του αμέσως κινούνται
και όλοι οι τροχοί, και όταν το τιμόνι δεν πάρη καλή στροφή, τότε όλο το καράβι
φεύγει από την κανονική του πορεία, το ίδιο συμβαίνει και με την καρδιά: όταν
μία φορά ταραχθή, αμέσως συγκινούνται όλα τα εσωτερικά και εξωτερικά όργανα του
σώματος και ο ίδιος ο νους βγαίνει από τη σωστή του κίνησι και τον ορθό λόγο
του. Γι αυτό πρέπει πάντοτε να ειρηνεύης την καρδιά σου, κάθε φορά που τύχει
κάποια ενόχλησι και σύγχυσι εσωτερική, είτε την ώρα της προσευχής, είτε σε κάθε
άλλον καιρό.
Και να γνωρίζης το εξής· τότε ξέρεις
να προσεύχεσαι καλά, όταν γνωρίζης να εργάζεσαι καλά και να παραμένης ειρηνικός,
διότι και ο απόστολος παραγγέλλει να προσευχώμαστε ειρηνικά, χωρίς οργή και
διαλογισμούς (Α΄ Τιμ. 2,8). Έτσι σκέψου ότι κάθε εργασία σου πρέπει να γίνεται
με ειρήνη, γλυκύτητα και χωρίς βία. Μέ συντομία, όλη γενικά η άσκησις της ζωής
σου πρέπει να γίνεται για να έχης ειρήνη στην καρδιά σου και να μη συγχίζεται
και στη συνέχεια με την ειρήνη αυτή να εκτελής όλα σου τα έργα με ειρήνη και
πραότητα, όπως έχει γραφή: «Τέκνο μου με πραότητα να εκτελής τα έργα σου» (Σείρ.
3,17), για να αξιωθής του μακαρισμού των πράων που λέγει: «Μακάριοι όσοι
φέρονται με πραότητα στους άλλους, διότι αυτοί θα κληρονομήσουν την γη της
επαγγελίας» (Ματθ. 5,5).
Λοιπόν, πριν από κάθε άλλο να έχης
την ειρήνη αυτήν και συστολή, αδελφέ, στις πέντε αισθήσεις σου: δηλαδή στο να
μην βλέπης, ή να κινής τα χέρια σου ή να ομιλής ή να βαδίζης ταραγμένα, αλλά
ειρηνικά και με καλές κινήσεις. Γιατί όταν συνηθίσης να διατηρής την ειρήνη αυτή
στις εξωτερικές σου κινήσεις, εύκολα και χωρίς κόπο θα κατορθώσης να ειρηνεύης
εσωτερικά, επειδή σύμφωνα με τους Πατέρες ο εσωτερικός άνθρωπος μετασχηματίζεται
με τον εξωτερικό. Συνήθιζε να αγαπάς όλους τους ανθρώπους και να είσαι ειρηνικός
με όλους, όπως παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος: «Όσο εξαρτάται από εσάς να ζήτε
ειρηνικά με όλους» (Ρωμ. 12,18). Πρόσεχε την συνείδησί σου να μη σε κατηγορή για
κανένα πράγμα, αλλά να είναι αναπαυμένη με τον Θεό, με τον εαυτό σου, με τον
πλησίον και με τα έξω πράγματα, όπως είπαμε στο η΄ κεφάλαιο του μέρους αυτού.
Και μάλιστα να μην σε κατηγορή ότι παρέλειψες κάποια εντολή του Θεού, γιατί η
διατήρησις της καθαρής συνειδήσεως γεννά την ειρήνη της καρδιάς: «Έχουν πολλή
ειρήνη όσοι αγαπούν το νόμο σου και δε συναντούν εμπόδιο μπροστά τους» (Ψαλμ.
118,164). Συνήθιζε να υποφέρης τις ύβρεις χωρίς ταραχή. Είναι, ναί, αλήθεια ότι
θα υποφέρης πολύ μέχρι να αποκτήσης την ειρήνη αυτή, διότι είσαι αγύμναστος.
Αλλά αφού την αποκτήσης η ψυχή σου θα βρίσκη πολύ παρηγοριά σε κάθε αντίθετη
κατάστασι που θα συναντά. Και από μέρα σε μέρα θα μάθης καλύτερα την άσκησι αυτή
για να ειρηνεύης πνευματικά.
Όταν πάλι δής τον εαυτό σου καμμιά
φορά να είναι στενοχωρημένος και λυπημένος και να ενοχλήται τόσο πολύ, ώστε να
μην μπορή να έχη ειρήνη μέσα του, τρέξε αμέσως στην προσευχή και να επιμένης σ
αυτήν, μιμούμενος τον Κύριό μας που προσευχήθηκε στον Κήπο τρεις φορές, για να
σου δώση παράδειγα ώστε σε κάθε σου θλίψι να έχης ως καταφύγιο την προσευχή, και
όσο λυπημένος και ολιγόψυχος κι αν είσαι, δεν πρέπει να την εγκαταλείπης, έως
ότου βρής την θέλησί σου σύμφωνη με την θέλησι του Θεού, και στη συνέχεια να την
βρής ευλαβή και ειρηνική και συγχρόνως με πολύ θάρρος και τόλμη, για να μπορέση
να δεχθή και να εναγκαλισθή εκείνο που προηγουμένως φοβόταν και το απέφευγε.
Διότι και ο Κύριος ενώ πρώτα φοβόταν το πάθος, μετά την προσευχή όμως δέχθηκε
θάρρος και είπε: «Σηκωθήτε, ας αναχωρήσουμε: να, πλησίασε εκείνος που θα με
παραδώση» (Ματθ. 26,46).
Φρόντισε, όπως λέχθηκε, να μη
συγχυσθή ποτέ η καρδιά σου, ούτε να αναμιχθή σε κάποια υπόθεσι που την ενοχλεί,
αλλά να αγωνίζεσαι πάντοτε και να την κρατάς ειρηνική και αναπαυμένη. Και ο Θεός
που σε βλέπει να ενεργής έτσι και να αγωνίζεσαι, θα οικοδομήση με την χάρι του
στην ψυχή σου μία πόλι ειρήνης. Και η καρδιά σου θα είναι ένας οίκος τρυφής
(χαράς), όπως, κατά κάποιον τρόπο, εννοείται εκείνο το ψαλμικό: «Ιερουσαλήμ που
οικοδομείσαι ως πόλις» (Ψαλμ. 121,2). Αυτό μόνο θέλει από σένα ο Θεός· κάθε φορά
που θα τύχη να ταραχθής, αμέσως να αλλάξης και να προσπαθήσης να ησυχάζης και να
ειρηνεύης σε όλα σου τα έργα και τους λογισμούς. Και όπως δεν οικοδομείται μία
πόλις σε μία ημέρα, έτσι να σκεφθής και συ, ότι, δηλαδή, σε μια μέρα δεν μπορείς
να αποκτήσης αυτή την εσωτερική ειρήνη. Γιατί αυτό δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά
να οικοδομήσης για τον Θεό της ειρήνης έναν οίκο και ένα σκήνωμα στον ύψιστο και
να γίνης ναός του. Και να γνωρίζης ότι ο ίδιος ο Θεός είναι εκείνος που θα
οικοδομήση τον οίκον αυτόν. Διότι ο κόπος σου διαφορετικά θα ήταν μάταιος, όπως
λέγει και το γραφικό: «εάν ο Κύριος δεν οικοδομήση τον οίκο, άδικα κοπίασαν
εκείνοι που οικοδομούν» (Ψαλμ. 126,1). Εκτός από αυτά να γνωρίζης ότι το βασικό
θεμέλιο αυτής της καρδιακής ειρήνης είναι η ταπείνωσις
(111) και το να
αποφεύγης, όσο μπορείς, τις ταραχές και τα σκάνδαλα. Γιατί και στη Γραφή
βλέπουμε ότι ο Θεός δεν θέλησε να του κτίση ναό και κατοικία ο Δαβίδ, που είχε
πολέμους και ταραχές σχεδόν σε όλη την διάρκεια της ζωής του, αλλά ο υιος του ο
Σολομώντας, διότι, σύμφωνα με το όνομά του, παρέμενε ειρηνικός βασιλιάς και με
κανένα δεν έκανε πόλεμο.
Λοιπόν, αδελφέ, αν αγαπάς την ειρήνη
της καρδιάς, αγωνίζου να εισέλθης σ αυτήν από την πόρτα της ταπεινώσεως (γιατί
δεν υπάρχει άλλη είσοδος σ αυτήν εκτός από την ταπείνωσι). Γιά να αποκτήσης όμως
την ταπείνωσι, πρέπει να αγωνισθής και να κοπιάσης (και ιδιαιτέρως στην αρχή)
στο να αγκαλιάσης όλες τις θλίψεις και εναντιότητες ως αγαπητές σου αδελφές, στο
να αποφεύγης κάθε δόξα και τιμή, επιθυμώντας να καταφρονήσαι από τον καθένα και
να μην υπάρχη κανένας που να σε υπερασπίζεται και να σε παρηγορή, παρά μόνον ο
Θεός σου. Βεβαίωσε και στήριξε το λογισμό αυτό στην καρδιά σου, ότι δηλαδή μόνον
ο Θεός σου είναι το καλό σου, το μόνο σου καταφύγιο, και ότι όλα τα άλλα
πράγματα είναι για σένα τέτοια αγκάθια, τα οποία, αν τα βάλης στην καρδιά σου,
θα σε ζημιώσουν με τον θάνατο. Αν σε ντροπιάση κάποιος, δεν πρέπει να λυπηθής,
αλλά να υποφέρης με χαρά την ντροπή, όντας βέβαιος ότι τότε ο Θεός είναι μαζί
σου. Και μη ζητάς άλλη τιμή, ούτε τίποτε άλλο να γυρεύης, παρά να υποφέρης για
την αγάπη του Θεού και για εκείνο που προξενεί μεγαλύτερη δόξα.
Αγωνίζου να χαίρεσαι όταν κάποιος σε
βρίση ή σε ελέγξη ή σε καταφρονήση, διότι κάτω από αυτή τη σκόνι και την ατιμία
βρίσκεται κρυμμένος μεγάλος θησαυρός. Και αν τον δεχθής με την θέλησί σου,
γρήγορα θα γίνης πλούσιος, χωρίς να το γνωρίζη ούτε εκείνος που σου προξενεί
αυτό το χάρισμα, δηλαδή εκείνος που σε ατιμάζει. Μη ζητήσης ποτέ να σε αγαπά
κάποιος στη ζωή αυτή, ούτε να σε τιμά, για να μπορέσης να αφήνεσαι να υποφέρης
μαζί με τον Εσταυρωμένο Χριστό και κανένας να μη σε εμποδίζη από αυτό. Να
φυλάγεσαι από τον ίδιο σου τον εαυτό, σαν από τον μεγαλύτερο εχθρό που έχεις.
Μήν ακολουθής την θέλησί σου, ούτε τον νού σου, ούτε την γνώμη σου, αν θέλης να
μη χαθής. Γι αυτό πάντοτε να κρατάς τα όπλα, για να φυλάγεσαι από τον εαυτό σου.
Και όταν η θέλησίς σου θέλη να κλίνη σε κάποιο πράγμα, έστω και άγιο, απόμονωσέ
την πρώτα και απογύμνωσέ την και τοποθέτησέ την μόνη της μπροστά στον Θεό σου,
παρακαλώντας να γίνη το δικό του θέλημα και όχι το δικό σου. Και αυτό με
εγκάρδιες επιθυμίες, χωρίς καμμία ανάμιξι φιλαυτίας, γνωρίζοντας ότι δεν έχεις
τίποτε που να προέρχεται από τον εαυτό του, ούτε μπορείς να κάνης τίποτε.
Να φυλάγεσαι από τους λογισμούς που
φέρνουν μαζί τους μορφή αγιότητος και ζήλου που δεν έχει διάκρισι, για τον οποίο
λέγει σχετικά ο Θεός: «Να προσέχετε από τους ψευδοπροφήτες που έρχονται προς
εσάς με ενδυμασία προβάτου, ενώ από μέσα είναι λύκοι αρπακτικοί. Από τους
καρπούς τους θα τους αναγνωρίσετε» (Ματθ. 7,15). Και οι καρποί τους είναι η
όποια ανησυχία και ενόχλησι που αφήνουν στην ψυχή. Γιατί όλα αυτά σε
απομακρύνουν από την ταπείνωσι και από αυτήν την εσωτερική ησυχία, με όποιο
χρώμα και σχήμα κι αν είναι. Αυτά είναι οι ψευδοπροφήτες, οι οποίοι όντας
ντυμένοι με σχήμα προβάτου, δηλαδή με την υπόκρισι του ζήλου, χωρίς διάκρισι,
για να ωφελήσουν τον πλησίον, είναι πράγματι λύκοι αρπακτικοί, που αρπάζουν την
ταπείνωσί σου και εκείνην την ειρήνη και την ησυχία, που είναι τόσο απαραίτητα
σε όποιον θέλει να έχη σίγουρη πρόοδο πνευματική. Και όσο η υπόθεσις αυτή έχει
εξωτερικά περισσότερη επιφάνεια και χρώμα αγιότητος, τόσο περισσότερο πρέπει να
το εξετάζης, και αυτό, όπως λέχθηκε, πρέπει να γίνεται, με πολλή ηρεμία και
εσωτερική ησυχία. Αν όμως καμμία φορά κάτι σου λείψη από αυτά, μη συγχυσθής,
αλλά ταπεινώσου μπροστά στον Θεό σου και γνώρισε την αδυναμία σου και στο εξής
να γνωρίζης καλά, γιατί μπορεί να το επιτρέπη ο Θεός ίσως για να ταπεινώση
κάποια σου υπερηφάνεια, που βρίσκεται κρυμμένη μέσα σου και δεν το γνωρίζεις.
Αν πάλι αισθανθής καμμιά φορά να
κεντάται η ψυχή σου από κάποιο δυνατό και φαρμακερό αγκάθι, δηλαδή από κάποιο
πάθος και λογισμό, μην ταραχθής γι αυτό, αλλά δείξε μεγαλύτερη προσοχή, για να
μην περάση στα σπλάγχνα σου. Γύρισε πίσω την καρδιά σου και με ευχαρίστησι
βάλε την θέλησί σου μέσα στον τόπο της ειρήνης και της ησυχίας, φυλάττοντας
καθαρή την ψυχή σου απέναντι του Θεού, τον οποίο θα βρίσκης πάντοτε στα σπλάγχνα
σου και στην καρδιά σου για την ορθότητα της γνώμης σου, όντας βέβαιος ότι το
κάθε τι συμβαίνει για να σε δοκιμάση, για να μπορής να καταλάβης το συμφέρον σου
και για να είσαι άξιος του στεφάνου της δικαιοσύνης, που σου είναι ετοιμασμένος
από την ευσπλαγχνία του Θεού.
Επειδή ο Θεός των θεών και Κύριος
των κυρίων έκανε την ψυχή σου για κατοικία και δικό του ναό, πρέπει να την τιμάς
τόσο πολύ, ώστε να μην την αφήσης να ταπεινωθή και να κλίνη σε άλλο πράγμα· οι
επιθυμίες σου και οι ελπίδες σου ας είναι πάντοτε στον ερχομό του Θεού, ο οποίος
αν δεν βρή την ψυχή μόνη της, δεν θα έλθη να την επισκεφθή. Αυτός την θέλει
χωρίς λογισμούς, όσο μπορεί: μόνην εντελώς από επιθυμίες και πολύ περισότερο
μόνη της από την θέλησί της. Γι αυτό δεν πρέπει εσύ μόνος σου και χωρίς
διάκρισι να σκληραγωγήσαι, ούτε να ψάχνης αφορμές γά να πάσχης για την αγάπη του
Θεού, με μόνη την γνώμη της δικής σου θελήσεως, αλλά με την συμβουλή του
Πνευματικού σου πατρός που σε κυβερνά ως τοποτηρητής του Θεού, ώστε δια μέσου
αυτού ο Θεός διατάσση και ενεργή στη θέλησί σου εκείνο που αυτός θέλει. Μήν
κάνης ποτέ εκείνο που θέλεις. Αλλά ας κάνη ο Θεός εκείνο που θέλει σε σένα. Η
θέλησίς σου ας είναι πάντοτε ελεύθερη από τον εαυτό σου, δηλαδή, εσύ να μην
θέλης ποτέ κανένα πράγμα, και όταν θελήσης τίποτε, ας είναι τέτοιου είδους, ώστε
κι αν δεν γίνη εκείνο που θέλεις, ιδιαίτερα το αντίθετο, να μη λυπάσαι, αλλά ας
μένη το πνεύμα σου τόσο ήσυχο, σαν να μην θέλησες τίποτε.
Αυτή είναι η αληθινή ελευθερία της
καρδιάς και μοναξιά, το να μη δεσμεύεται δηλαδή με τον νού ή με την θέλησί της
σε κανένα πράγμα. Λοιπόν αν δώσης στον Θεό την ψυχή σου τόσο λυμένη, ελεύθερη
και μοναχή, θα ιδής θαύματα που αυτός θα ενεργήση σ αυτήν, εξαιρετικά όμως και
ιδιαίτερα την θεϊκή ειρήνη, που είναι το δώρο εκείνο, που μπορεί να γίνη αιτία
να χωρέση όλα τα άλλα του χαρίσματα, όπως είπε ο μέγας της Θεσσαλονίκης
Γρηγόριος
(112): Ω θαυμαστή
μοναξιά και απόκρυφο ταμείο του Υψίστου! Μέσα στο οποίο μόνον αυτός θέλει να
ακούγεται και όχι αλλού και εκεί να ομιλή στην καρδιά της ψυχής σου. Ω ερημιά
και ησυχία που έγινε παράδεισος! Επειδή μόνον σ αυτήν δίνει άδεια ο Θεός να τον
βλέπουν ή να του ομιλούν. «Παρελθών όψομαι τι το όραμα το μέγα τούτο», έλεγε ο
Μωυσής, όταν βρισκόταν στην αισθητή και νοητή έρημο του Σινά (Έξοδ. 3,3). Αλλά
εάν και συ θέλης να φθάσης σ αυτό, μπές στην γη αυτή ανυπόδητος, γιατί είναι
αγία. Απογύμνωσε πρώτα τα πόδια σου, δηλαδή τις διαθέσεις της ψυχής σου, και ας
μείνουν γυμνές και ελεύθερες από κάθε γήϊνο πράγμα. Μη βαστάσης, ούτε σακκούλι,
ούτε ράβδο σ αυτή την οδό, όπως παρήγγειλε ο Κύριος στους μαθητές του (Λουκ.
10,4), διότι εσύ δεν πρέπει να θέλης κανένα πράγμα του κόσμου αυτού, σαν αυτά
που ζητούν οι άλλοι. Ούτε να ασπασθής κανένα πρόσωπο στην οδό αυτή, όπως
παρήγγειλε ο Ελισσαίος στο παιδάριό του (Βασιλ. 4,29) και έλεγε ο Κύριος στους
μαθητές του (Λουκ. 10,4), έχοντας όλο σου τον λογισμό και την διάθεσι και την
αγάπη μόνο στον Θεό και όχι στα κτίσματα: «άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους
δικούς τους νεκρούς» (Ματθ. 8,22). Εσύ προχώρα μόνος σου στην χώρα των ζωντανών,
και ας μην έχη μερίδιο ο θάνατος με σένα (μέρος μετά σου ο θάνατος).
Ο Κύριος μας είπε στο Ευαγγέλιο ότι
ήλθε να βάλη την φωτιά της αγάπης του στη γη, δηλαδή στην καρδιά και μας έδειξε
πόσο θέλει και επιθυμεί να ανάβη αυτή: «Ήλθα να βάλω φωτιά πάνω στη γη, και
δε θέλω τίποτε άλλο παρά να είναι αναμμένη αυτή» (Λουκ. 12,29). Έτσι (όθεν)
η αγάπη του Θεού δεν έχει όριο, όπως δεν έχει όριο και μέτρο και ο ίδιος ο Θεός
που αγαπάται, η αγάπη όμως προς τον πλησίον πρέπει να έχη. Γιατί αν δεν την
χρησιμοποιήσης με το μέτρο που πρέπει, μπορεί να σε χωρίση από την αγάπη του
Θεού, να σου προξενήση μεγάλη ζημία και να καταστρέψης τον εαυτό σου, για να
κερδίσης άλλους. Ναί, να αγαπάς τον πλησίον σου, αλλά μέχρι το σημείο που δεν θα
ζημιώσης την ψυχή σου. Είσαι υποχρεωμένος βέβαια να του δίνης το καλό
παράδειγμα, δεν πρέπει όμως ποτέ να κάμνης κάθε πράγμα μόνον γι αυτό. Διότι με
τον τρόπο αυτόν, δεν θα έκαμνες τίποτε άλλο, παρά θα προξενούσες ζημία στον
εαυτό σου. Να κάνης όλα τα πράγματα σωστά και άγια, χωρίς να αποβλέπης πουθενά
αλλού, παρά μόνο στο να αρέσης στον Θεό.
Ταπεινώσου σε όλα σου τα έργα, και
θα καταλάβης πόσο λίγο μπορείς με αυτά να ωφελήσης τους άλλους. Σκέψου ότι δεν
πρέπει να έχης τόση πολλή θερμότητα και ζήλο της ψυχής σου, σε σημείο που γι
αυτό να χάνης την ησυχία και την ειρήνη της καρδιάς
(113)· να διψάς
πολύ και να επιθυμής δυνατά να γνωρίσουν όλοι την αλήθεια, όπως την
καταλαβαίνεις και την εννοείς εσύ, και να μεθύσουν από το κρασί εκείνο που
υπόσχεται και χαρίζει στον καθένα ο Θεός χωρίς πληρωμή: «Και θα αγοράσετε
χωρίς χρήματα κρασί και λίπος» (Ησ. 55,1). Αυτήν την δίψα για την σωτηρία
του πλησίον πρέπει να την έχης πάντοτε. Αλλά πρέπει να προέρχεται από την αγάπη
που έχεις προς τον Θεό και όχι από τον αδιάκριτο ζήλο σου. Ο Θεός είναι εκείνος
που μπορεί να φυτέψη την αγάπη αυτήν στη νοητή μοναξιά της ψυχής σου, και όταν
θέλη, να συγκεντρώση τον καρπό. Εσύ από μόνος σου μην σπείρης τίποτε, αλλά
πρόσφερε στον Θεό την γη της ψυχής σου αγνή και καθαρή από κάθε πράγμα, και
αυτός τότε, όπως θέλει, θα σπείρη μέσα της τον σπόρο, και έτσι θα καρποφορήση.
Να θυμάσαι πάντοτε ότι ο Θεός θέλει
την ψυχή σου αυτήν μόνη και ελεύθερη από κάθε δεσμό, για να την ενώση με τον
εαυτό του. Μόνον άφησέ τον να σε εκλέξη και μη τον εμποδίσης με το ελεύθερο
αυτεξούσιο που έχεις. Να κάθεσαι χωρίς να έχης κανένα λογισμό για τον εαυτό σου,
εκτός από εκείνον που πρέπει να αρέσης τον Θεό, αναμένοντας να σε καλέσουν για
να εργάζεσαι. Γιατί ο οικοδεσπότης ήδη βγήκε από το σπίτι του και ψάχνει να βρή
εργάτες για το αμπέλι του, σύμφωνα με την παραβολή του Ευαγγελίου. Διώξε μακριά
σου κάθε φροντίδα και λογισμό, απογυμνώσου από κάθε μέριμνα του εαυτού σου και
από κάθε αγάπη για τα πρόσκαιρα πράγματα, για να σε ντύση ο Θεός μόνος του και
να σου χαρίση εκείνο που δεν μπορείς να φαντασθής. Λησμόνησε όσο μπορείς εντελώς
τον εαυτό σου και ας ζη στην ψυχή σου μόνον η αγάπη του Θεού.
Ακόμη με κάθε φροντίδα πρέπει να
καταπραύνης τον ζήλο και την θέρμη που έχεις για τους άλλους, για να σε φυλάη ο
Θεός με κάθε ειρήνη και γαλήνη. (Στοχάσου) Φρόντισε να μη στερηθή η ψυχή σου από
το δικό της κεφάλαιο (που είναι η ειρήνη της καρδιάς), για να το βάλη χωρίς
διάκρισι στη θέσι των άλλων. Διότι μόνη πανήγυρις κατά την οποία πρέπει να
εμπορεύεσαι για να γίνης πλούσιος, είναι η υποταγή της ψυχής σου στον Θεό,
ελεύθερη από κάθε πράγμα. Πλήν όμως και αυτό να το κάνης χωρίς να το αποδίδης
στον εαυτό σου ή να έχης την εντύπωσι ότι κάνεις κάποιο πράγμα, γιατί ο Θεός τα
κάνει όλα και από τον εαυτό σου δεν θέλει τίποτε, παρά να ταπεινώνεσαι μπροστά
του και να του προσφέρης ελεύθερη εντελώς από τα επίγεια την ψυχή σου,
επιθυμώντας μέσα σου να γίνεται σε όλα στην τελειότητα και για όλα το θέλημα του
Θεού.
Ελπίζοντας, αδελφέ, στον ίδιο τον
Θεό, που σε προσκαλεί λέγοντας: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και
πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11,29), δηλαδή ελάτε όλοι εσείς που
είσθε κουρασμένοι και φορτωμένοι κι εγώ θα σάς αναπαύσω, σ αυτό το κάλεσμα λέγω
του Θεού πρέπει να ακολουθής προσμένοντας τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος. Και
ρίξε τον εαυτό σου αποφασιστικά με κλεισμένα μάτια στο πέλαγος της θείας
προνοίας και της αιώνιας ευδοκίας, σε τρόπο που να φέρεσαι σαν άψυχο αντικείμενο
μόνον από τα δυνατώτατα κύματα της θελήσεως του Θεού, χωρίς να προβάλης κάποια
αντίστασι σ αυτά με την δική σου θέλησι, για να μεταφερθής στο λιμάνι της
τελειότητος και σωτηρίας σου. Κάνοντάς το λοιπόν αυτό πολλές φορές την ημέρα,
αγωνίσου και φρόντισε με όση ασφάλεια μπορείς, εσωτερική και εξωτερική, να
πλησιάσης με όλες σου τις ψυχικές δυνάμεις, στις πράξεις εκείνες που σε
παρακινούν να αγαπήσης τον Θεό, και αυτές είναι η προσευχή και η παντοτινή μνήμη
του γλυκυτάτου ονόματός του, τα δάκρυα που προέρχονται από την αγάπη, η θερμή
ευλάβεια και χαρά προς αυτόν και τα άλλα πνευματικά έργα. Και αυτές οι πράξεις
ας γίνωνται πάντοτε χωρίς την βία και την καταπίεσι της καρδιάς σου, για να μη
σε αδυνατίσουν μέσω των αδιάκριτων και ενοχλητικών γυμνασμάτων και ίσως σε
σκληρύνουν και σε κάνουν άτομο που δεν μπορεί να δεχθή και να χωρέση κάτι
πνευματικό μέσα του. Γι αυτό το πράγμα δέξου και την συμβουλή των εμπείρων και
προπάθησε να συνηθίζης πάντοτε να βρίσκεσαι με επιθυμία στην μνήμη της
αγαθότητος του Θεού, από την αρχή μέχρι το τέλος, και στην θεωρία των συνεχών
και αξιαγάπητων ευεργεσιών του. Και να δέχεσαι με ταπείνωσι τις σταγόνες και
γλυκύτητες που θα κατεβούν στην ψυχή σου από την ανέκφραστη αγαθότητά του. Όλα
αυτά, και ιδιαιτέρως τα δάκρυα
(114), μην τα
ψάχνης εσύ με την βία, αλλά παράμενε ήσυχος στην εσωτερική σου μοναξιά,
παρακαλώντας γι αυτά και προσμένοντας να γίνη το θέλημα του Θεού. Και όταν
εκείνος σου τα δώση, τότε θα είναι γλυκά και καρποφόρα χωρίς δικό σου κόπο. Γι
αυτό και θα τα δεχθής με κάθε ευχαρίστησι. Και περισότερο από όλα με κάθε
ταπείνωσι. Το δε κλειδί με το οποίο ανοίγονται τα απόκρυφα ταμεία των
πνευματικών θησαυρών της γνώσεως και της θείας αγάπης, είναι το να γνωρίζης να
απαρνήσαι τον εαυτό σου σε κάθε καιρό και σε κάθε περίπτωσι. Και με αυτό το ίδιο
κλειδί κλείνει και η θύρα της αγνωσίας και της ψυχρότητος που είχαμε μέχρι τότε.
Όσο μπορείς, να αγαπάς να στέκεσαι
μαζί με την Θεοτόκο στα πόδια του Χριστού, και άκουγε εκείνο που θα σου λέγει ο
Θεός. Πρόσεχε, οι εχθροί σου (ο μεγαλύτερος από τους οποίους είσαι εσύ ο ίδιος)
να μη σου εμποδίσουν αυτήν την αγία σιωπή. Και όταν εσύ ζητάς με το νού σου να
βρής τον Θεό για ν αναπαυθής σ αυτόν, μη ζητάς τόπους και σύνορα με την αδύνατη
και στενή φαντασία σου
(115). Γιατί
αυτός είναι ασύγκριτα άπειρος και βρίσκεται παντού σε όλα, μάλλον όλα τα
πράγματα βρίσκονται σαυτόν. Εσύ θα τον βρής μέσα στην ψυχή σου
(116) κάθε φορά
που πράγματι θα τον αναζητήσης, δηλαδή για να βρής μόνον αυτόν και όχι τον εαυτό
σου. Διότι η χαρά του Θεού είναι να βρίσκεται με μας τους υιούς των ανθρώπων,
όπως προείπαμε, για να μας κάνη αντάξιους του εαυτού του, χωρίς να έχη από εμάς
κάποια ανάγκη.
Όταν διαβάζης ή μελετάς τις Άγιες
Γραφές, μην το κάνης αυτό μόνο για να τις ξεφυλλίζης, αλλά στα λόγια εκείνα που
θα βρής κατάνυξι ή αγάπη θεϊκή ή πνευματική χαρά, εκεί να σταματήσης και να
απολαύσης τον Θεό με κάθε τρόπο που αυτός θέλει να επικοινωνήση μαζί σου. Και αν
εγκαταλείψης να μελετήσης εκείνο που είχες προγραμματίσει, μην ανησυχήσης γι
αυτό, διότι ο σκοπός και το τέλος όλων αυτών των ασκήσεων είναι να απολαύσης τον
Θεό. Μέ γνώμη όμως να μην επιλέξης ως κύριο σκοπό σου αυτήν την παρόμοια
απόλαυσι του Θεού, αλλά καλύτερα, για να αγαπήσης το άγιο θέλημά του,
επιθυμώντας να μιμηθής τα έργα του σε ό,τι μπορείς. Έτσι, όταν βρής εσύ τον
σκοπό, δεν πρέπει να φροντίζης πλέον για τα μέσα τα οποία υποδεικνύονται, όχι
για άλλο λόγο, αλλά για να αποκτηθή αυτός ο σκοπός. Παρόμοια και όταν μελετάς
κάποιο από τα πάθη του Χριστού ή κάποιο από τα έργα του, σε εκείνο που
κατανύγεσαι περισσότερο, σε εκείνο να σταματήσης, και να μελετήσης τον
περισσότερο καιρό. Ένα από τα πολλά επόδια της ειρήνης και της ησυχίας, αδελφέ,
είναι το να φροντίζης και να αναγκάζης τον λογισμό σου ότι πρέπει να διαβάσης
κάθε μέρα τόσα καθίσματα του Ψαλτηρίου, τόσα κεφάλαια αναγνώσεως από τα ιερά
Ευαγγέλια ή τις Επιστολές, και να ταράσσεσαι αν δεν τα περάσης μόνο, χωρίς να
φροντίζης να κατανυχθή η καρδιά σου από αυτά που διαβάζεις ή να λάβη ο νους σου
κάποιο πνευματικό νόημα
(117), πράγμα το
οποίο δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το να αναζητάς τον Θεό φεύγοντας από τον Θεό
και να θέλης να υπηρετήσης τον Θεό, χωρίς να κάνης το θέλημά του.
Αν πράγματι επιθυμής στη ζωή αυτή να
ζήσης ενάρετα και να φθάσης στο τέλος που επιθυμείς, μην έχης άλλο σκοπό παρά να
βρής τον Θεό· και όπου θέλει αυτός, εκεί ας φανερωθή. Και τότε εγκατάλειψε το
κάθε πράγμα και μη προχωράς μπροστά πλέον, όπου εσύ δεν έχεις θέλημα·
αλλά λησμόνησε κάθε άλλο και να αναπαύεσαι μόνο στον Θεό σου· και πάλι όταν θέλη
η μεγαλειότητα του Θεού να κρυφθή και να μη σου φανερωθή πλέον με τον τρόπο
εκείνον, τότε μπορείς πάλι να επιστρέψης και να τον γυρεύης ακολουθώντας τα
γυμνάσματά σου και πάλι με τον ίδιο σκοπό και την ίδια επιθυμία, δηλαδή δια
μέσου αυτών να βρής αυτόν που αγαπάς και βρίσκοντάς τον, να κάνης αυτά που
είπαμε, εγκαταλείποντας κάθε πράγμα και αναπαυόμενος μόνο στον Θεό, γνωρίζοντας
καλά ότι τότε εκπληρώνεται η επιθυμία του. Και να γνωρίζης καλά και το εξής, ότι
δηλαδή πολλά πνευματικά πρόσωπα δεν έχουν καρπό πνευματικό και ησυχία, διότι
αυξάνουν τόσο πολύ τις πνευματικές τους ασκήσεις και νομίζουν ότι δεν κάνουν
τίποτε, αν δεν τα τελειώσουν όλα, τοποθετώντας σ αυτό την τελειότητα και
γινόμενοι ιδιόρρυθμοι και ακολουθούν έτσι την θέλησί τους: βασανίζονται οι
ταλαίπωροι και πολύ κοπιάζουν, ποτέ όμως δεν φθάνουν στην αληθινή ανάπαυσι και
εσωτερική ησυχία, στην οποία αληθινά βρίσκεται και αναπαύεται ο Θεός.
Να διαλέγης πάντοτε τα βάσανα και
τις θλίψεις και να αγαπάς να έχης χαρά μερικών φιλιών και υπερασπίσεων που δε
σου προξενούν καμμία ωφέλεια στην ψυχή και να χαίρεσαι να είσαι υπό την εξουσία
άλλων και να εξαρτάσαι από την θέλησι άλλων. Το κάθε τι πρέπει να σου γίνεται
αιτία και λόγος να πορεύεσαι προς τον Θεό και κανένα πράγμα να μην σε εμποδίζη
από τον δρόμο αυτόν. Αυτή πρέπει να είναι η χαρά σου, δηλαδή το κάθε πράγμα για
σένα να αποτελή πικρία και μόνο ο Θεός να είναι η ανάπαυσίς σου. Όλα σου τα
βάσανα να τα αναφέρης στον Θεό. Αγάπα τον και πρόσφερέ του όλη σου την καρδιά
χωρίς κανένα φόβο και αυτός θα βρή τρόπο να σου διαλύση όλες τις αμφιβολίες και
να σε ανορθώση και αν ακόμη έπεσες. Τελειώνοντας σου λέγω εν συντομία: Αν εσύ
αγαπάς τον Θεό, θα λάβης κάθε μισθό. Πρόσφερε τον εαυτό σου σ αυτόν τον Θεό ως
θυσία με ειρήνη και με ηρεμία πνευματική. Γιά να συνεχίσης όμως καλύτερα την
πορεία και να παραμείνης χωρίς κούρασι και ταραχή, πρέπει σε κάθε σου βήμα να
παραχωρής την θέλησί σου στην θέλησι του Θεού. Και όσο περισσότερο την
υποτάσσεις, τόσο περισσότερο θα λάβης. Η θέλησίς σου πρέπει να είναι
διατεθειμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να θέλης κάθε τι που θα το θέλη και ο Θεός
και να μη θέλης τίποτε, αν δεν το θέλη ο Θεός. Πάντοτε και σε κάθε σου υπόθεσι
να ανανεώνης την πρόθεσι και απόφασι της ψυχής σου, το να είσαι δηλαδή αρεστός
στον Θεό. Πρόσεξε να μην αποφασίσης ποτέ για κανένα σου πράγμα που πρόκειται να
ακολουθήση έξω από εκείνην την ώρα στην οποία βρίσκεσαι, διότι δε γνωρίζεις τι
θα προκύψη την επόμενη ημέρα» (Παρ. 27,1), αλλά να κρατάς ελεύθερο τον εαυτό
σου. Δεν εμποδίζεται όμως κανένας γι αυτό να προσέχη με φρόνιμη επιμέλεια σ
εκείνο που του χρειάζεται, σύμφωνα με την θέσι και το επάγγελμά του. Διότι αυτή
η προσοχή και φροντίδα είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, και δεν εμποδίζει
την ειρήνη, ούτε την αληθινή Πνευματική πρόοδο. Σε όλες σου τις υποθέσεις να
αποφασίσης να κάνης εκείνο που μπορείς και εκείνο που πρέπει και είσαι
υποχρεωμένος να κάνης, και μην ενδιαφέρεσαι και ασχολήσαι σε ό,τι συμβαίνει έξω
από τον εαυτό του. Εκείνο που μπορείς να κάνης πάντοτε, είναι το να προσφέρης
την θέλησί σου στον Θεό και να μην επιθυμής περισσσότερα, έχοντας πάντοτε την
ελευθερία αυτή και όντας ξεκομμένος από όλα τα μέρη (το οποίο μπορείς να έχης σε
κάθε καιρό και σε κάθε τόπο), θα χαίρεσαι την ειρήνη και την ησυχία. Στην ειρήνη
αυτή του Πνεύματος συνίσταται το μεγάλο εκείνο καλό που εσύ ακούς από τις θείες
Γραφές, και η οποία ελευθερία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η παραμονή του
εσωτερικού ανθρώπου στον εαυτό του, χωρίς να εξαπλώνη ή να επιθυμή να ψάχνη
κάποιο πράγμα έξω από τον εαυτό του. Ώστε όλο εκείνο το διάστημα κατά το οποίο
εσύ θα παραμένης με τον τρόπο αυτόν ελεύθερος, θα απολαμβάνης συγχρόνως και
εκείνην την θεϊκή και ανεκδιήγητη χαρά, που είναι η βασιλεία του Θεού, που είναι
μέσα μας, όπως είπε ο Κύριος· «η βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας» (Λουκ.
17,21).
Να γνωρίζης ότι πολλές φορές θα
αισθανθής τον εαυτό σου να ενοχλήται και να λείπη από μέσα του αυτή η αγία
ειρήνη και γλυκειά μοναξιά και αγαπητή ελευθερία, και μερικές φορές μπορεί να
σηκωθή από τις κινήσεις της καρδιάς σου μία σκόνη, που θα σε ενοχλήση στην
πορεία που πρόκειται να εκτελέσης. Και αυτό σου το παραχωρεί ο Θεός για
μεγαλύτερο καλό σου. Θυμήσου ότι αυτός είναι ο πόλεμος από τον οποίον οι άγιοι
έλαβαν τα στεφάνια των μεγάλων μισθών. Σε όλα εκείνα που σε συγχίζουν πρέπει να
πής: «Κύριέ μου, βλέπης εδώ τον δούλο σου, ας γίνη σε μένα το θέλημά σου.
Γνωρίζω και το ομολογώ ότι η αλήθεια των λόγων σου παραμένει πάντοτε σταθερή και
οι υποσχέσεις σου είναι αψευδείς και σ αυτές ελπίζω. Εγώ παραμένω μόνον για
σένα». Ευτυχισμένη, βέβαια, είναι η ψυχή εκείνη που προσφέρεται με τον τρόπο
αυτό στον Κύριό της, κάθε φορά που ενοχληθή ή συγχισθή. Και αν παραμείνη ο
πόλεμος αυτός και δεν μπορέσης έτσι γρήγορα, όπως θέλεις να ενώσης το θέλημά σου
με το θέλημα του Θεού, μην δειλιάσης γι αυτό ούτε να λυπηθής. Αλλά συνέχισε να
προσφέρης τον εαυτό σου και να προσκυνάς και θα νικήσης. Ρίξε μία ματιά και στον
κήπο που ήταν ο Χριστός σου και που τον αποστρεφόταν η ανθρωπότητα λέγοντας:
«Πατέρα, αν είναι δυνατό, ας παρέλθη το ποτήριο αυτό από εμένα». Αλλά αμέσως
διέταξε να βάλη την ψυχή του σε μοναξιά και με ένα θέλημα απλό και ελεύθερο
έλεγε με πολύ βαθειά ταπείνωσι: «αλλά όχι όπως θέλω εγώ, αλλά όπως Εσύ» (Ματθ.
26,39).
Όταν βρίσκεσαι σε κάποια δυσκολία,
μην υποχωρήσης καθόλου, αν δεν υψώσης πρώτα τα μάτια σου στο Χριστό, πάνω στο
σταυρό, και θα δής τυπωμένο εκεί με μεγάλα γράμματα ότι κι εσύ πρόκειται να
οδηγηθής στην θλίψι εκείνη· και τον τύπο αυτόν αντέγραψέ τον με τα έργα στον
εαυτό σου, και όταν καμμιά φορά ενοχληθής από την αγάπη του εαυτού σου, μην
δειλιάσης, ούτε να χωρισθής από το σταυρό, αλλά τρέξε σε προσευχή και δείξε
υπομονή στην ταπείνωσι, μέχρις ότου νικήσης την θέλησί σου και θελήσης να γίνη
σε σένα το θέλημα του Θεού. Και αφού αναχωρήσης από την προσευχή,
συγκεντρώνοντας μόνον τον καρπόν αυτόν, να σταθής χαρούμενος. Αλλά αν δεν έφθασε
σ αυτό η ψυχή σου, ακόμη παραμένει νηστική και χωρίς την τροφή της. Αγωνίζου
ώστε να μην κατοικήση στην ψυχή σου κανένα άλλο πράγμα, ούτε για λίγο χρονικό
διάστημα, παρά μόνον ο Θεός. Μήν λυπάσαι και μην πικραίνεσαι για κανένα πράγα,
ούτε να παρατηρής τις πονηριές και τα κακά παραδείγματα των άλλων, αλλά ας είσαι
σαν ένα μικρό παιδί, που δεν υποφέρει από καμμία από τις πικρίες αυτές, αλλά τα
ξεπερνά όλα χωρίς καμμία βλάβη.
Συνηθίζει ο εχθρός μας διάβολος να
χαίρεται σε κάθε μας σύγχισι και ταραχή της καρδιάς μας, όπως χαίρεται ο λύκος
κατά την διάρκεια του χειμώνα και της ανεμοταραχής. Γιά τον λόγο αυτό προσπαθεί
να καταρουφά τις ψυχές μας και να τις κάνη, όσο μπορεί, να απομακρύνωνται από
την ταπείνωσι και την απλότητα· ακόμη να αποδίδουμε στον εαυτό μας και στην
φροντίδα μας κάποια υπόληψι και να μην βλέπουμε το έργο της θείας και
λεγομένης προκαταρκτικής θείας χάριτος, χωρίς την οποία δεν μπορεί να πή κανείς
τον Κύριο Ιησού Χριστό, όπως λέγει και ο Παύλος: «Κανένας δεν μπορεί να πή τον
Κύριο, Ιησού, παρά μόνον εν Πνεύματι Αγίω» (Α΄ Κορ. 12,3). Και αν μπορούμε να
αντισταθούμε στην χάρι αυτή με την ελεύθερη θέλησί μας, δεν μπορούμε όμως πάλι
να την δεχθούμε χωρίς αυτή την ίδια την χάρι, σε τρόπο ώστε, αν κάποιος δεν την
δεχθή, αίτιος είναι ο ίδιος· αν όμως κατορθώση και την δεχθή, τότε δεν μπορεί να
κάνη κανένα έργο χωρίς την χάρι αυτή που δίνεται αρχικά σε όλους τους
ανθρώπους. Προσπαθεί λοιπόν ο εχθρός να μας κάνη να κρίνουμε και να νομίζη
κανείς ότι δείχνει μεγαλύτερη επιμέλεια από τον άλλον και δείχνει καλύτερη
διάθεσι γά να δέχεται τα χαρίσατα του Θεού· και κατόπιν προσπαθεί ο εχθρός να
κάνη ο άνθρωπος τα καλά έργα με υπερηφάνεια, χωρίς να σκεφθή την αδυναμία του,
και με τον τρόπο αυτόν δέχεται τον λογισμό να καταφρονή τους άλλους. Γι αυτό
λοιπόν και συ αν δεν δείχνης μεγάλη προσοχή και δεν αλλάξης γρήγορα, ώστε να
ντραπής και να ταπεινωθής και να καταφρονήσης τον εαυτό σου, όπως είπαμε, θα σε
κάνη να πέσης σε υπερηφάνεια σαν τον Φαρισαίο που λέγει το Ευαγγέλιο, ο οποίος
εκαυχάτο για τα καλά του έργα και έκρινε τα κακά έργα των άλλων.
Κι αν ο εχθρός μία φορά σε κυριεύση
με την θέλησί σου, σίγουρα κατόπιν θα σε κυριεύση πολλές φορές, και θα σε
γκρεμίση σε κάθε είδους κακία. Και έτσι θα πάθης μεγάλη ζημία και θα κινδυνεύσης
πολύ. Γι αυτό και μας παρήγγειλε και ο Κύριος να αγρυπνούμε και να
προσευχώμαστε: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν»
(Ματθ. 26,41).
Είναι λοιπόν απαραίτητο να προσέχης,
όσο το δυνατόν περισσότερο, με κάθε λεπτομέρεια για να μη σε κάνη ο εχθρός και
χάσης έναν τόσο μεγάλο θησαυρό, όπως είναι η ειρήνη και η γαλήνη της ψυχής.
Γιατί με κάθε του δύναμι προσπαθεί να διώξη από μέσα σου αυτή την ανάπαυσι και
την ειρήνη της ψυχής και να κάνη την ψυχή να ζη με ανησυχία και σύγχυσι, πράγμα
στο οποίο, γνωρίζει αυτός ότι βρίσκεται όλη της η ζημία και η καταστροφή. Διότι
όταν μία ψυχή είναι ειρηνική το κάθε της πράγμα το κάνει με ευκολία, κάμνει και
πολλά έργα και καλά όλα, υπομένει με την θέλησί της και εύκολα ανθίσταται σε
ό,τι της συμβή. Αντίθετα, αν είναι συγχισμένη και ανήσυχη, κάνει λίγα έργα και
αυτά ατελή σε μεγάλο βαθμό, κουράζεται εύκολα και τελικά ζη ένα μαρτύριο χωρίς
όφελος. Γι αυτό εσύ, αν θέλης να νικήσης και να μη χαλάση ο εχθρός το εμπόρευμά
σου, πρέπει να προσέχης περισσότερο από κάθε άλλο, να μην επιτρέψης να ταραχθή η
ψυχή σου και να μην δεχθής να παραμείνη συγχισμένη ούτε μία στιγμή. Και για να
γνωρίζης να φυλάγεσαι καλύτερα από τις πανουργίες και τις απάτες στο συμβάν
αυτό, κράτησε ως βέβαιο κανόνα το εξής· ότι κάθε λογισμός που σε χωρίζει και σε
απομακρύνει από την αγάπη προς τον Θεό και γενικά από όλη την ελπίδα σου στον
Θεό, είναι ένας φοβερός άγγελος του άδη, και σαν τέτοιον πρέπει να τον
απομακρύνης και μην τον δέχεσαι ούτε να τον ακούς. Γιατί το έργο του Αγίου
Πνεύματος δεν είναι άλλο, παρά το να ενώνη σε κάθε περίπτωσι τις ψυχές πάντοτε
και με κάθε αφορμή με τον Θεό, ζεσταίνοντας και δυναμώντάς τις στην γλυκειά του
αγάπη και βάζοντας μέσα τους νέα πεποίθησι και αγάπη προς τον Θεό· ενώ το έργο
του διαβόλου είναι το εντελώς αντίθετο.
Επειδή αυτός χρησιμοποιεί όλα τα
μέσα και τους τρόπους που μπορεί για το σκοπό αυτόν, δηλαδή, βάζει στην καρδιά
φόβο παραπάνω από τον κανονικό, αυξάνει την συνηθισμένη αδυναμία της ψυχής, δεν
αφήνει να διατεθή ούτε να γλυκαθή η ψυχή όπως πρέπει, ούτε στην εξομολόγησι,
ούτε στην θεία μετάληψι, ούτε στην προσευχή, αλλά την κάνει να μεταχειρίζεται
όλα αυτά χωρίς θάρρος, χωρίς αγάπη, αλλά με φόβο και σύγχισι. Τήν έλειψι της
αισθητικής ευλάβειας και την στέρησι της εσωτερικής γλυκύτητος, που συμβαίνει
πολλές φορές στην προσευχή και στα άλλα γυμνάσματα, κάνει την ψυχή να τα δέχεται
με μία ανυπόμονη λύπη, δίνοντάς της να εννοή ότι αυτό γίνεται από τον Θεό, όχι
για να την δοκιμάση, αλλά ότι με τον τρόπο αυτόν όλα της τα έργα είναι χαμένα
και είναι καλύτερα να εγκαταλείψη τις πνευματικές της ασκήσεις. Και στο τέλος
την κάνει να έλθη σε τόση μεγάλη σύγχισι και απελπισία, ώστε να νομίζη Πως ό,τι
κι αν κάνη, είναι εντελώς ανώφελο γενικά και χωρίς καρπό. Έτσι αυξάνει μέσα της
ο φόβος και η λύπη, και νομίζει ότι ο Θεός την εγκατέλειψε. Αλλά δεν είναι αυτή
η αλήθεια. Διότι αν δοκιμάζη η ψυχή ξηρασία και έλλειψι της πνευματικής
γλυκύτητας, μπορεί όμως πάντοτε να κάμνη αναρίθμητα καλά έργα, ακολουθώντας
μόνον την απλή πίστι και έχοντας υπομονή και καρτερία στο να κάνη το καλό, όπως
μπορεί. Έτσι και για να το καταλάβης και συ καλύτερα αυτό και για να μη σου γίνη
αιτία βλάβης το καλό εκείνο και η ωφέλεια που πρόκειται να σου δώση ο Θεός με
την στέρησι της παρόμοιας ευλαβείας και γλυκύτητας, θα τοποθετήσω στο επόμενο
κεφάλαιο τα καλά που προέρχονται από την ταπεινή υπομονή (καρτερία), που θα
δείξη κανείς κατά την διάρκεια αυτής της ξηρασίας της ευλαβείας, για να τα μάθης
και συ και για να μη χάσης την ειρήνη για τον λόγο αυτό, αν σου συμβή να βρεθής
σε μία παρόμοια ξηρασία νοός και λύπη της καρδιάς, τόσο για την στέρησι της
ευλάβειας και της πνευματικής γλυκύτητας που είχες, όσο και για την πικρία που
γεύεσαι από κάθε εσωτερικό πειρασμό και από τους πονηρούς λογισμούς.
Αν και είπαμε προηγουμένως, στο ζ΄
κεφάλαιο, για την πικρότητα και την εσωτερική ξηρασία της ευλάβειας, αλλά και
τώρα θα πούμε όσα παραλείψαμε εκεί, δηλαδή ότι είναι πολλά τα καλά που προξενεί
στην ψυχή η πικρότητα και αυτή η πνευματική ξηρασία, δηλαδή η στέρησις της
πνευματικής χαράς και γλυκύτητος, αν τα δεχθούμε με ταπείνωσι και υπομονή,
πράγματα που αν τα καταλάβαινε ο άνθρωπος, χωρίς αμφιβολία δεν θα τον ενοχλούσε
αυτό τόσο πολύ και δεν θα λυπόταν τόσο όταν του συνέβαιναν γιατί θα δεχόταν την
πικρότητα και την στέρησι αυτή, όχι ως σημείο μίσους που του δείχνει ο Θεός,
αλλά ως σημείο μεγάλης και εξαιρετικής αγάπης, και θα την δεχόταν ως εξαίρετη
χάρι που του κάνει ο Θεός. Διότι οι παρόμοιες καταστάσεις δε συμβαίνουν σε
όλους, παρά σε εκείνους που θέλουν να δοθούν ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του Θεού
και να απομακρυνθούν από εκείνα που μπορούν να τους ζημιώσουν. Και γενικά δε
συμβαίνουν στην αρχή της επιστροφής τους, αλλά αφού υπηρετήσουν τον Θεό για
κάποιο χρονικό διάστημα και αφού καθαρίσουν μέτρια την καρδιά τους με την ιερή
προσευχή και κατάνυξι και αισθανθούν εν μέρει στην καρδιά τους κάποια γλυκύτητα
πνευματική, θέρμη και χαρά, και αποφασίσουν να αφιερωθούν ολοκληρωτικά στον Θεό
και να τον υπηρετήσουν με περισσότερη τελειότητα και όταν ήδη έχουν αρχίσει το
έργο. Γιατί ποτέ δεν βλέπουμε τους αμαρτωλούς και εκείνους, που είναι δοσμένοι
στα πράγματα του κόσμου, να παραπονούνται για παρόμοιους πειρασμούς. Έτσι
φαίνεται καθαρά ότι η πικρότητα αυτή είναι ένα τίμιο και ακριβό φαγητό, με το
οποίο ο Θεός προσκαλεί εκείνους που αγαπά να τους φιλοξενήση. Και αν στη γεύσι
μας δεν είναι νόστιμο, παρά ταύτα μας ωφελεί χωρίς να το γνωρίζουμε τότε που το
γευόμαστε. Γιατί η ψυχή που βρίσκεται σε τέτοια ξηρασία και πικρή γεύσι και έχει
τέτοιους πειρασμούς και λογισμούς, που μόνο να τους σκεφθούμε μας ταράσσουν, ας
φαρμακώνουν την καρδιά και σχεδόν παραλύουν όλον τον εσωτερικό άνθρωπο, με αυτό
τον τρόπο αποκτά φόβο, μίσος και αποστροφή του εαυτού της και εκείνην την
ταπείνωσι που μας ζητά ο Θεός και επί πλέον αποκτά θερμότερη αγάπη προς τον Θεό,
ακριβέστερη προσοχή στους λογισμούς, δυνατώτερο στομάχι για να μπορή να χωνεύη
τους πειρασμούς χωρίς βλάβη και γυμνασμένα αισθητήρια, για να μπορή να διακρίνη
με ευκολία το καλό και το κακό, όπως είπε ο Παύλος (Εβρ. 5,14). Η ψυχή όμως που
τότε δεν καταλαβαίνει τα μυστικά αυτά αίτια, σιχαίνεται και αποφεύγει την
πικρότητα που λέχθηκε, σαν να μη θέλη ποτέ να μείνη χωρίς πνευματική γεύσι και
ηδονή και χωρίς αυτήν κάθε άλλη άσκησι την θεωρεί χαμένο καιρό και κόπο χωρίς
προκοπή.
Και γενικά, για να καταλάβουμε ότι
όλοι οι πειρασμοί μας δόθηκαν από τον Θεό για το συμφέρον μας
(118), πρέπει να
σκεφθούμε ότι ο άνθρωπος, εξ αιτίας της κακής κλίσεως της διεφθαρμένης του
φύσεως, είναι υπερήφανος, φιλόδοξος, στο έπακρο δοκησίσοφος και υπερασπιστής της
ιδικής του γνώμης, και θέλει πάντοτε να τον υπολογίζουν όλοι, περισσότερο από
εκείνο που είναι στην πραγματικότητα. Αυτή όμως η υπόληψις είναι τόσο επικίνδυνη
για την πνευματική του πρόοδο, ώστε και αυτή μόνον η οσμή της να είναι αρκετή να
εμποδίση τον άνθρωπο ώστε να φθάση στην αληθινή τελειότητα. Γι αυτό και ο Θεός,
ως φιλόστοργος Πατέρας, που έχει ένα αγαπητικό ενδιαφέρον για τον καθένα και
μάλιστα για εκείνους που δόθηκαν στην υπηρεσία του, φροντίζει πάντοτε με τους
πειρασμούς που επιτρέπει να μας συμβαίνουν, ώστε να μας βάλη σε μία τέτοια θέσι,
που να μπορούμε να βγούμε από τον φοβερό αυτόν κίνδυνο της παρόμοιας υπολήψεως,
και σχεδόν με την βία να ερχόμαστε στην αληθινή ταπεινή γνώσι του εαυτού μας,
όπως έκανε με τον απόστολο Πέτρο, στον οποίον επέτρεψε να τον αρνηθή τρεις
φορές, για να μπορέση να γνωρίση την αδυναμία του και να μην έχη θάρρος και
εμπιστοσύνη στον εαυτό του: όπως έκανε και με τον απόστολο Παύλο, τον οποίο αφού
τον ανέβασε μέχρι τον τρίτο ουρανό και του απεκάλυψε τα θεϊκά και απόκρυφα
μυστήρια, του έδωσε έναν φυσικό πειρασμό για να γνωρίση την φυσική χαυνότητα και
ασθένειά του, να ταπεινώνεται καυχώμενος στις ασθένειές του και έτσι το μέγεθος
των αποκαλύψεων που δέχθηκε από τον Θεό να μη τον κάνη να υπερηφανεύεται, όπως
λέγει και ο ίδιος, «μου δόθηκε σκόλοπας στη σάρκα, Άγγελος του Σατανά, να
χτυπάη, για να μην υπερηφανεύωμαι» (Β΄ Κορ. 12,7).
Ο Θεός λοιπόν συμπαθώντας την
ταλαίπωρη και παράνομη κλίσι μας, επιτρέπει να μας επισκέπτωνται οι πειρασμοί
που μερικές φορές να είναι τόσο φρικτοί και φοβεροί με διάφορους τρόπους, ώστε
να ταπεινωνόμαστε και να γνωρίζουμε τον εαυτό μας, μολονότι μας φαίνωνται ότι
είναι χωρίς ώφελος. Και στο σημείο αυτό συγχρόνως δείχνει και την αγαθότητα και
την σοφία του, επειδή με εκείνο που το θεωρούμε εμείς περισσότερο βλαπτικό, με
εκείνο μας ωφελεί, επειδή ταπεινωνόμαστε περισσότερο, πράγμα το οποίο είναι το
πιο απαραίτητο από όλα στην ψυχή μας. Έτσι, αν γενικά όλοι οι πειρασμοί
προξενούν ταπείνωσι, πρέπει να ταπεινώνεται και ο δούλος του Θεού που αισθάνεται
στην καρδιά του τους πειρασμούς και λογισμούς που προαναφέραμε και την τόση
ανευλάβεια της πνευματικής χαράς και γλυκύτητος και να σκέπτεται ότι αυτά
συμβαίνουν για τις αμαρτίες του και ότι δεν μπορεί να υπάρχη κάποιος που να έχη
τόσο ηλαττωμένη την ψυχή και να υπηρετή τον Θεό με τόση
χλιαρότητα, όπως είναι η δική του ψυχή, και ότι τέτοιοι λογισμοί δεν συμβαίνουν
σε άλλους, παρά σε εκείνους που είναι εγκαταλειμμένοι από τον Θεό και για τον
λόγο αυτό και ο ίδιος είναι άξιος εγκαταλείψεως.
Να τι κέρδος προέρχεται κατόπιν από
αυτούς τους ταπεινούς λογισμούς: Εκείνος που προηγουμένως δεν νόμιζε ότι έχει
κάποιο κακό, τώρα νομίζει ότι είναι ο πιο παράνομος άνθρωπος του κόσμου και ότι
είναι ανάξιος ακόμη και αυτού του χριστιανικού ονόματος. Βέβαια ποτέ δεν θα
μπορούσε να σκεφθή τόσο χαμηλά για τον εαυτό του (ευτελή έννοιαν),
ούτε να έλθη σε τόση βαθειά ταπείνωσι, αν δεν τον ανάγκαζαν η μεγάλη θλίψις και
οι ξεχωριστοί εκείνοι πειρασμοί και πικρότητες της καρδιάς, που είναι μία
ευεργεσία που δίνει ο Θεός στην ζωή αυτή στην ψυχή εκείνη που αφιερώνεται σ
αυτόν ταπεινωμένη, για να την ιατρεύση με εκείνα τα φάρμακα, με τα οποία αυτός
μόνος γνωρίζει καλά ότι είναι απαραίτητα για την υγεία και την καλή της
κατάστασι.
Εκτός από τους καρπούς αυτούς που
προξενούν στην ψυχή μας οι παρόμοιοι πειρασμοί και η έλλειψις της ευλαβείας,
υπάρχουν ακόμη και άλλοι πολλοί καρποί. Γιατί όποιος είναι στενοχωρημένος από
αυτούς τους εσωτερικούς πειρασμούς, σχεδόν αναγκάζεται να πλησιάση τον Θεό, και
προσπαθεί να κάνη ό,τι είναι σωστό για την θεραπεία της θλίψεως και της
καρδιακής πικρίας και για να μπορέση να ελευθερωθή γρήγορα από τέτοιο νοητό
μαρτύριο. Πηγαίνει εξετάζοντας την καρδιά του, αποφεύγοντας κάθε αμαρτία και
κάθε άλλο παραμικρό ελάττωμα που τον απομακρύνει από τον Θεό με οποιονδήποτε
τρόπο. Και έτσι εκείνη η θλίψις, την οποία αυτός νόμιζε τόσο αντίθετη και
ζημιογόνα, κατόπιν αυτή η θλίψις, του γίνεται σαν ένα κέντρο, από το οποίο
ξεκινά και αναζητεί τον Θεό με περισσότερη θερμότητα, και απομακρύνεται ακόμη
περισσότερο από εκείνο που νομίζει ότι δεν είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού.
Και για να μιλήσω εν συντομία, όλες οι θλίψεις και τα βάσανα που υποφέρει η ψυχή
σ αυτούς τους εσωτερικούς πειρασμούς και ελλείψεις των πνευματικών τρυφών και
ευχαριστήσεων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα φιλικό καθαρτήριο με το οποίο την
καθαρίζει ο Θεός, αν τα υπομένη με ταπείνωσι και υπομονή: και αυτά μπορούν να
μας κάνουν να λάβουμε στον ουρανό εκείνο το στεφάνι που αποκτάται μόνον με το
μέσο αυτών. Και όσο μεγαλύτερα είναι τα βάσανα, τόσο πιο ένδοξος είναι και ο
ουρανός.
Από αυτά είναι φανερό ότι εμείς δεν
πρέπει να συγχιζώμαστε και να λυπούμαστε τόσο για τους άλλους εξωτερικούς
πειρασμούς που μας έρχονται, όσο και για τους προλεχθέντας εσωτερικούς, όπως
κάνουν εκείνοι που έχουν λίγη πείρα στα παρόμοια και ό,τι τους συμβαίνει το
αποδίδουν ότι τους έρχεται ή από τον διάβολο ή από τις αμαρτίες τους και
ατέλειές τους, και τα σημεία της αγάπης του Θεού, τα νομίζουν ως σημεία μίσους,
και τις ευεργεσίες και τις δωρεές του τις θεωρούν ότι είναι δοκιμασίες και
κτυπήματα, που βγαίνουν από μία οργισμένη καρδιά και ό,τι κάνουν είναι χαμένο
και χωρίς μισθό και ότι η ζημία αυτή δεν θεραπεύεται. Διότι αν πίστευαν ότι από
τους παρόμοιους πειρασμούς δεν προκύπτει καμμία ζημία, αλλά μεγάλη απόκτησις
αρετών, αν η ψυχή τους τους μεταχειρισθή και τους δεχθή με ευχαρίστησι, και αν
πίστευαν ότι αυτοί είναι μόνο μία ενθύμησι της στοργικής αγάπης του Θεού προς
εμάς, δεν θα μπορούσαν να ταράσσωνται και να χάνουν την ειρήνη της καρδιάς τους,
γιατί θλίβονται από πολλούς πειρασμούς και λογισμούς παράξενους και βλάσφημους
και βρίσκονται σαν ξηροί και χλιαροί και χωρίς ευλάβεια στην προσευχή και στις
άλλες πνευματικές ασκήσεις που κάνουν.
Μάλιστα τότε με μία νέα επιμονή θα
ήθελαν να ταπεινώσουν τις ψυχές τους ενώπιον του Θεού και να αποφασίζουν σε κάθε
περίπτωσι να εκπληρώσουν το θείο θέλημα με οποιοδήποτε τρόπο θέλει ο Θεός και να
τον υπηρετήσουν στον κόσμο αυτόν και να φροντίζουν να φαίνονται ειρηνικοί και
ήσυχοι, νομίζοντας ότι δέχονται κάθε πράγμα από το χέρι του ουράνιου Πατέρα, στο
χέρι του οποίου βρίσκεται αυτό το πικρό ποτήρι που τους δίνεται. Διότι είτε από
τον διάβολο είναι η ενόχλησις αυτή και ο πειρασμός που υποφέρουν, είτε από τους
ανθρώπους, είτε για τις αμαρτίες τους, είτε για κάθε άλλο λόγο, πάντοτε και σε
όλα ο Θεός είναι που τα παραχωρεί με διάφορα μέσα, όπως κρίνει σωστό, για να μην
φθάσης σε άλλο κακό, παρά σε εκείνο μόνο της ποινής και τιμωρίας, το οποίο
πάντοτε αυτός επιτρέπει να έρχεται για ωφέλειά σου. Και αν το κακό του
πταίσματος, δηλαδή η αμαρτία που γίνεται, για παράδειγμα, από τον πλησίον, είναι
αντίθετη στο θέλημά του, αυτός όμως και αυτήν ακόμη την μεταχειρίζεται για την
δική σου ωφέλεια και σωτηρία, αν εσύ την υπομένης χωρίς ταραχή. Έτσι αντί να
λυπήσαι και να ανησυχής, πρέπει να τον ευχαριστής με εσωτερική χαρά και
αγαλλίασι, κάνοντας ό,τι μπορείς με επιμονή και καρτερία, χωρίς να χάνης τον
καιρό και μαζί με αυτό να χάνης και πολλούς και μεγάλους μισθούς, που θέλει ο
Θεός να αποκτάς με την αφορμή που επιτρέπει να έρχεται.
Αν κάποτε πέσης σε κάποιο σφάλμα
συγγνωστό ή στα λόγια ή στα έργα, δηλαδή να συγχισθής με κάποιο γεγονός που θα
σου συμβή, ή κατακρίνης ή ακούσης να κατακρίνουν άλλοι, ή φιλονικήσης με κάποιον
ή δείξης ανυπομονησία ή περιέργεια ή υποψία άλλων ή πέσης σε αμέλεια, δεν πρέπει
πλέον να συγχίζεσαι ούτε να απελπίζεσαι και να λυπάσαι συλλογιζόμενος εκείνο που
έκανες, άλλοτε νομίζοντας ότι δεν πρόκειται να γλυτώσης από τέτοιες αδυναμίες,
άλλοτε ότι οι ατέλειές σου είναι αιτία αυτών και η αδύνατη προαίρεσίς σου, και
άλλοτε βάζοντας στο νού σου ότι δεν βαδίζεις πραγματικά στην οδό του Πνεύματος
και στην οδό του Κυρίου, και φορτώνεις με χίλιους φόβους την ψυχή σου σε κάθε τι
που συμβαίνει από λύπη και μικροψυχία σου.
Έτσι τι ακολουθεί; Το να ντρέπεσαι
να σταθής μπροστά στον Θεό, το να μην έχης θάρρος σ αυτόν, σαν να μην του
φύλαξες την πίστι που έπρεπε και το να πέφτης και να χάνης τον καιρό σκεπτόμενος
τα πράγματα αυτά, ψάχνοντας πόσο παρέμεινες στο κάθε πταίσμα και αν
συγκατατέθηκες, αν θέλησες αυτά ή όχι, αν απέβαλες τον λογισμό εκείνον και τα
παρόμοια. Και όσο περισσότερο λυπάσαι τόσο περισσότερο αυξάνει η ανορεξία και
ενόχλησις και ανησυχία για να εξομολογηθής. Αλλά και όταν πηγαίνης στην
εξομολόγησι, εξομολογείσαι με έναν φόβο ενοχλητικό, και αφού πάλι πολύ ξοδέψης
καιρό στην εξομολόγησι, πάλι δεν μπορείς να έχης αναπαυμένο το πνεύμα σου, γιατί
νομίζεις ότι δεν τα είπες όλα. Και έτσι περνάς μια ζωή πικρή και ανήσυχη με
μικρό καρπό χάνοντας τον καιρό σου. Και αυτό όλο γίνεται για να σκεπτώμαστε
καλύτερα την φυσική μας χαυνότητα και για να μην ξέρουμε τον τρόπο με τον οποίον
η ψυχή μας πρέπει να ασχολήται (πραγματεύομαι) με τον Θεό: δηλαδή
καλύτερα να μεταχειρίζεται ταπεινή μετάνοια και επιστροφή προς τον Θεό, όταν
πέση σε κάποιο από τα συγγνωστά και μη θανάσιμα αμαρτήματα, παρά να λυπάται γι
αυτά και να στενοχωρήται τόσο πολύ και να ταράσσεται.
Είπα συγγνωστά αμαρτήματα γιατί μόνο
σαυτά είναι συνηθισμένη να πέφτη η ψυχή εκείνη που ζει σύμφωνα με τον τρόπο που
εδώ υποθέσαμε, μιλώντας μόνο για εκείνους που ζούν Πνευματική ζωή και ζητούν να
προοδεύσουν πνευματικά και βρίσκονται χωρίς θανάσιμα αμαρτήματα. Γιατί για
εκείνους που ζούν απλώς και ως έτυχε και με θανάσια αμαρτήματα λυπώντας κάθε
τόσο τον Θεό, χρειάζεται άλλου είδους συμβουλή και παραγγελία και δεν είναι γι
αυτούς το φάρμακο αυτό που είπαμε· οι παρόμοιοι πρέπει να ενοχλούνται και να
κλαίνε με πόνο και να έχουν μεγάλο συλλογισμό εξετάζοντας πάντοτε την συνείδησί
τους και να εξομολογούνται για να μη λείψουν εξ αιτίας της αδιαφορίας τους από
την αναγκαία ιατρεία και σωτηρία τους.
Λοιπόν θέλοντας να πούμε για την
ειρήνη και την ησυχία που πρέπει να έχη εκείνος που δουλεύει και υπηρετεί τον
Θεό, λέμε ότι αυτή η επιστροφή και μετάνοια για να είναι όλη αποθεμένη
στην ελπίδα προς τον Θεό, πρέπει να εννοήται όχι μόνο για τα ελαφριά και
καθημερινά πταίσματα, αλλά ακόμη και για τα μεγαλύτερα και βαρύτερα και
συνηθισμένα, στα οποία καμμιά φορά πέφτει ο δούλος του Θεού όχι μόνο από
αδυναμία και χαυνότητα, αλλά μερικές φορές και από κακία και προαίρεσι
(119). Διότι η
συντριβή που κάνει την διάνοια του πνευματικού ανθρώπου να ταράσσεται και να
απορή, δεν θα οδηγήση ποτέ την ψυχή σε τέλεια στασιμότητα, αν δεν ενωθή με την
εμπιστοσύνη και την αγαπητή ελπίδα της ευσπλαγχνίας και αγαθότητος του Θεού. Και
αυτό κατά πρώτον είναι απαραίτητο και αναγκαίο για εκείνους που επιθυμούν όχι
μόνον να βγούν από τις ταλαιπωρίες τους, αλλά και να αποκτήσουν μεγάλο βαθμό
αρετών και μεγάλη αγάπη και ένωσι με τον Θεό· πράγμα το οποίο μη θέλοντας να
εννοήσουν πολλοί πνευματικοί άνδρες, παραμένουν πάντοτε με μία καρδιά και με ένα
νού σχεδόν απελπισμένοι, που τους κρατεί και δεν τους αφήνει να προχωρήσουν
εμπρός ή να γίνουν δεκτικοί τωνμεγαλυτέρων χαρισμάτων, τα οποία έχει ετοιμάσει
γι αυτούς ο Θεός και μέρα με την μέρα ζούν πολλές φορές μία ζωή άθλια και
ανώφελη και άξια για να τους κλαίη κανείς. Διότι δεν θέλουν παρά να ακολουθούν
την δική τους φαντασία, μη δεχόμενοι την αληθινή και σωτήρια διδασκαλία που τους
κατευθύνει δια μέσου της βασιλικής οδού στις υψηλές και σταθερές χριστιανικές
αρετές και στην ειρήνη εκείνη που άφησε ο Χριστός στη γη λέγοντας: «Σάς αφήνω
ειρήνη· την δική μου ειρήνη σάς αφήνω» (Ιω. 14,27).
Ακόμη οφείλουν οι παρόμοιοι κάθε
φορά που θα βρεθούν σε κάποια ενόχλησι για κάποια αμφιβολία, να δέχωνται τη
συμβουλή του Πνευματικού τους πατρός ή από κάποιον άλλον που τον θεωρούν ικανό
να τους δίνη παρόμοιες συμβουλές και να αφιερώνωνται σε αυτό και να αναπαύωνται
πλήρως. Και εν συντομία, για να τελειώσουμε τον λόγο, όσο για την ενόχλησι που
προέρχεται από τις ελλείψεις, ακολουθεί το επόμενο κεφάλαιο.
Κάνε εκείνα που σου είπα στο κστ΄
κεφάλαιο του πρώτου μέρους, δηλαδή όλες τις φορές που θα δής τον εαυτό σου να
πέφτη σε κάποιο ελάττωμα από τα συγγνωστά, μικρότερο ή μεγαλύτερο και χίλιες
φορές την ημέρα να το κάνης αυτό και πάντοτε με την θέλησί σου και εν γνώσει
σου, μη συγχισθής με ενοχλητική λύπη και μη ταραχθής, ούτε να χάνης πολύ καιρό
εξετάζοντάς το, αλλά αμέσως γνωρίζοντας εκείνο που έκανες, ταπεινώσου, και
βλέποντας την αδυναμία σου, να στραφής με αγάπη στον Θεό σου και με το στόμα ή
και με τον νού, να πής προς αυτόν: «Κύριέ μου, εγώ έκανα σαν αυτός που είμαι.
Και από εμένα δεν μπορούσε κανείς να περιμένη τίποτε άλλο, παρά αυτά τα
ελαττώατα και άλλα ακόμη. Και δεν θα παρέμενα μόνο σ αυτά, αν δεν ήταν η
αγαθότητά σου να με βοηθή και να μη με εγκαταλείπη. Σ ευχαριστώ γι αυτό, γιατί
με ελευθέρωσες, και πονώ για εκείνο που έκανα, μη ανταποκρινόμενος στην χάρι
σου. Συγχώρεσέ με και δος μου την χάρι ώστε να μη σε λυπήσω πλέον, και να μη με
χωρίση κανένα πράγμα από σένα, τον οποίον πάντοτε θέλω να υπηρετώ και να
υπακούω». Και αφού κάνης αυτό, μη χάνης τον καιρό να σκέπτεσαι ή να νομίζης ότι
ο Θεός δεν σε συγχώρεσε. Αλλά με πίστι και ανάπαυσι προχώρα μπροστά,
ακολουθώντας πάντοτε τα συνηθισμένα σου γυμνάσματα, σαν να μην έπεσες σε κανένα
σφάλμα.
Αυτό πρέπει να το κάνης όχι μία
φορά, αλλά αν είναι ανάγκη και εκατό φορές, και σε κάθε στιγμή και με τόσο
θάρρος και ανάπαυσι την τελευταία φορά, όπως και την πρώτη. Γιατί με τον τρόπο
αυτόν τιμάς πολύ την αγαθότητα του Θεού, τον οποίο πάντοτε οφείλεις να εννοής
ότι είναι όλος αγαθός και απείρως σπλαγχνικός και περισσότερο από εκείνο που
μπορείς εσύ να σκεφθής. Και έτσι δεν θα εμποδισθή ποτέ η πρόοδός σου και η
υπομονή σου και η πορεία σου προς τα εμπρός. Γι αυτό μη χάνης τον καιρό σου
άδικα και τον καρπό.
Μπορείς ακόμη να μένης ειρηνικός,
όταν πέφτης σε κάποιο από τα ανωτέρω ελαττώματα, ενεργώντας με τον εξής τρόπο:
Μέ το να παρακινήσαι με κάποια εσωτερική σου ενέργεια στο να αναγνωρίζης την
αθλιότητά σου και να ταπεινώνεσαι μπροστά στον Θεό. Και με μία άλλη ενέργεια· με
το να αναγνωρίζης την ελεημοσύνη του Θεού που έκανε σε σένα και να τον αγαπάς
και να τον εξυψώνης περισσότερο, με την βοήθεια που θα σου δώση ο Θεός. Σε αυτό
που είπαμε πρέπει να προσέχουν εκείνοι που ενοχλούνται και απορούν και
διστάζουν, όταν τύχη να σφάλλουν, να ιδούν πόσο μεγάλη είναι η τύφλωσί τους,
επειδή προχωρώντας με τόση ζημιά τους, χάνουν τον καιρό. Γι αυτό, και αναφέρουμε
σ αυτούς αυτή την είδησι, που είναι ένα κλειδί, με το οποίο μπορεί η ψυχή να
ανοίγη μεγάλους θησαυρούς πνευματικούς και σε λίγο καιρό να πλουτήση με την χάρι
του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίον πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις
μαζί με τον Άναρχο Πατέρα του και το Πανάγιο Αυτού Πνεύμα τώρα και πάντοτε και
στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου