ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄. Σε τι βρίσκεται η χριστιανική τελειότητα. Γιά να την αποκτήση
κάποιος, πρέπει να πολεμά. Τα τέσσερα αναγκαία σ αυτόν τον πόλεμο. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Το μεγαλύτερο και τελειότερο
κατόρθωμα, που μπορεί να πή ή να συλλογισθή ο άνθρωπος, είναι το να πλησίαση
κάπως στο Θεό και να ενωθεί με αυτόν. Λοιπόν, εάν εσύ, αγαπητέ μου εν Χριστώ
αναγνώστη, επιθυμείς να φθάσης σε αυτήν την κορυφή, πρώτα πρέπει να γνωρίσης,
από τι αποτελείται η πνευματική ζωή και η χριστιανική τελειότητα
(1). Γιατί, είναι
πολλοί, που λένε, Πως αυτή η ζωή και η τελειότητα βρίσκεται στις νηστείες, στις
αγρυπνίες, στις γονυκλισίες, στις χαμαι-κοιτίες και σε άλλες παρόμοιες
σκληραγωγίες του σώματος. Άλλοι πάλι λένε Πως βρίσκεται στις πολλές προσευχές
και στις μεγάλες ακολουθίες. Και άλλοι πολλοί νομίζουν, ότι η τελειότητα
βρίσκεται ολόκληρη στη νοερά προσευχή
(2), στη μοναξιά
και στην αναχώρησι, στη σιωπή και στην εκπαίδευσι με τον κανόνα· δηλαδή, το να
βαδίζουν με τον κανόνα και το μέτρο, και ούτε να φτάνουν σε υπερβολές, ούτε σε
ελλείψεις. Οι αρετές όμως αυτές, μόνες τους, δεν είναι αυτό που ζητάμε ως
χριστιανική τελειότητα, αλλά είναι άλλοτε μέσα και όργανα, για να απολαύση
κάποιος την χάρι του Αγίου Πνεύματος, άλλοτε πάλι είναι καρπός του Αγίου
Πνεύματος.
Και ότι μεν είναι πολύ δυνατά
όργανα, για την απόλαυσι της χάρης του Αγίου Πνεύματος, δεν υπάρχει καμμία
αμφιβολία, γιατί βλέπουμε πολλούς ενάρετους που τα μεταχειρίζονται όπως πρέπει,
με αυτό τον σκοπόν, για να αποκτήσουν δηλαδή ισχύ και δύναμι κατά της κακίας και
της χαλαρότητας, για να δυναμώνουν εναντίον των πειρασμών και της πλάνης των
τριών κοινών εχθρών, δηλαδή της σάρκας, του κόσμου και του διαβόλου, για να
παίρνουν από εκείνες την πνευματική βοήθεια, που είναι αναγκαίες σε όλους τους
δούλους του Θεού, και μάλιστα στους αρχαρίους, και απλά, για να αξιωθούν να
πάρουν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος· δηλαδή, «Πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας·
Πνεύμα βουλής και ισχύος· Πνεύμα σοφίας και συνέσεως· Πνεύμα φόβου Θεού», καθώς
τα απαριθμεί ο Ησαΐας (11,2).
Ότι αυτές οι πράξεις είναι και
καρπός του Πνεύματος και έχουν ως αποτέλεσμα την «αγάπη, χαρά, πίστι, εγκράτεια»
(Γάλ. 5,22), όπως είπε ο Παύλος, και αυτό είναι χωρίς αμφιβολία. Γιατί οι
πνευματικοί άνδρες παιδεύουν το σώμα με αυτές τις σκληραγωγίες, γιατί λύπησε τον
Ποιητή του
(3) και για να το
κρατάνε πάντα ταπεινωμένο και υποτεταγμένο στο να εργάζεται τα του Θεού. Σιωπούν
και μονάζουν, για να αποφεύγουν και την παραμικρή λύπη προς τον Θεό.
Προσεύχονται και προσέχουν στη λατρεία του Θεού και στα έργα της ευσέβειας, για
να έχουν το πολίτευμά τους στους ουρανούς· μελετάνε τη ζωή και το πάθος του
Κυρίου μας, όχι για τίποτα άλλο, παρά να γνωρίσουν περισσότερο την δική τους
κακία, και την αγαθότητα και ευσπλαγχνία του Θεού, ακολουθούν τον Ιησού Χριστό
με το να απαρνούνται τον εαυτό τους και με το σταυρό στους ώμους, για να
θερμαίνωνται περισσότερο στην αγάπη του Θεού και στο μίσος του εαυτού των.
Οι αρετές όμως που αναφέρθηκαν,
μπορούν να προξενήσουν σε εκείνους, που θέτουν όλο τους το βάρος σε αυτές,
περισσοτέρη βλάβη από τις φανερές αμαρτίες· όχι εξαιτίας αυτών (γιατί, αυτές
είναι όλες αγιώτατες), αλλ εξ αιτίας εκείνων που τις μεταχειρίζονται, επειδή,
αυτοί προσέχοντας σ αυτές μόνο, αφήνουν την καρδιά τους να τρέχη στα δικά τους
θελήματα και τα θελήματα του διαβόλου, ο οποίος βλέποντάς τους Πως πηγαίνουν από
τον ευθύ δρόμο, τους αφήνει όχι μόνον να αγωνίζωνται με χαρά σε αυτούς τους
σωματικούς αγώνες, αλλά ακόμη να επεκτείνωνται, με τον μάταιο λογισμό τους, και
ως στα μεγαλεία του Παραδείσου. Όθεν και νομίζουν οι τοιούτοι Πως υψώθησαν μέχρι
τα τάγματα των Αγγέλων και Πως αισθάνονται τον Θεό μέσα τους· και κάποτε,
βυθισμένοι μέσα σε κάποιες σκέψεις και λογισμούς περιέργους και υψηλούς,
νομίζουν Πως άφησαν σχεδόν τον κόσμο αυτόν και αρπάγησαν μέχρι τον τρίτο ουρανό.
Αλλά, σε πόσα σφάλματα είναι
μπλεγμένοι αυτοί και πόσο είναι μακριά από την αληθινή τελειότητα, μπορεί να το
καταλάβη ο κάθε ένας από την ζωή και τα ήθη τους. Γιατί, αυτοί θέλουν να
προτιμούνται από τους άλλους σε κάθε τι που υπάρχει· είναι ιδιόρρυθμοι και
ισχυρογνώμονες στο θέλημά τους, είναι τυφλοί σε όλα τα δικά τους, με επιμέλεια
όμως εξετάζουν τους λόγους και τις πράξεις των άλλων, αν τους αγγίξη κάποιος
λίγο στη μάταιη υπόληψι της τιμής τους, που αυτοί νομίζουν Πως έχουν και που (σε
υπόληψι) θέλουν να τους έχουν και οι άλλοι· ή εάν τους εμπόδιση κάποιος από
κείνες τις ευλάβειες και τις αρετές, με τις οποίες καταπιάνονται (ο Θεός να
φυλάει!) αμέσως συγχύζονται, αμέσως ανάβουν όλοι από θυμό και γίνονται έξαλλοι.
Και, αν ο Θεός θέλοντας να τους φέρη
σε ακριβή γνώσι του εαυτού τους και στον αληθινό δρόμο της τελειότητας, τους
στείλη θλίψεις και αρρώστειες ή παραχωρήση να τους έρθουν διωγμοί (οι οποίοι
είναι το δοκιμαστήριο που δοκιάζει τους γνήσιους και αληθινούς δούλους του),
τότε φανερώνουν τα κρυφά της καρδιάς τους, Πως είναι διεφθαρμένοι από την
υπερηφάνεια. Γιατί, σε κάθε λυπηρό γεγονός που συμβαίνει, δεν θέλουν να
ακολουθήσουν το θέλημα του Θεού, μένουν αναπαυμένοι στις δίκαιες, αν και κρυφές
κρίσεις του Θεού, ούτε θέλουν κατά το παράδειγμα του ταπεινωθέντα και παθόντα
Υιού αυτού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να ταπεινωθούν κάτω από όλα τα
κτίσματα, έχοντας για αγαπητούς φίλους τους τους διώκτες, σαν όργανα της θείας
αγαθότητας και συνεργούς της σωτηρίας τους.
Οπότε είναι φανερό Πως βρίσκονται σε
μεγάλο κίνδυνο. Γιατί, έχοντας το εσωτερικό μάτι, δηλαδή τον νού τους, σκοτεινό,
βλέπουν με εκείνο τον εαυτόν τους· και σκεπτόμενοι να πετύχουν τις εξωτερικές
πράξεις που κάνουν, Πως είναι καλές, νομίζουν Πως έφτασαν στην τελειότητα· και
κατά αυτόν τον τρόπο υπερηφανευόμενοι, κατακρίνουν τους άλλους. Γι αυτό δεν
είναι δυνατό να αλλάξη άλλος κάποιους από αυτούς, πάρα μόνο μία ξεχωριστή
βοήθεια του Θεού. Γιατί ευκολώτερα μετατρέπεται στο καλό ο φανερός αμαρτωλός,
παρά ο απόκρυφος και σκεπασμένος με το κάλυμμα των φαινομενικών αρετών.
Τώρα λοιπόν που γνώρισες πολύ καλά
ότι η πνευματική ζωή και η τελειότητα δεν στέκεται σε αυτές τις αρετές, που
είπαμε, γνώριζε ότι δεν αποτελείται από άλλα παρά από
(4) την γνώσι της
αγαθότητας και της μεγαλειότητας του Θεού και της δικής μας μηδεναμηνότητας και
κλίσεως σε κάθε κακό στη αγάπη του Θεού και στο μίσος του εαυτού μας· στην
υποταγή, όχι μόνο του Θεού, αλλά και όλων των κτισμάτων, για την αγάπη του Θεού
στην αποστροφή κάθε δικού μας θελήματος, τέλειας υπακοής στο Θείο θέλημα· και
ακόμη, να τα θέλουμε όλα αυτά και να τα κάνουμε ξεκάθαρα για τη δόξα του Θεού
(5) και μόνο για
να αρέσουμε σε αυτόν, και γιατί έτσι θέλει και αυτός και έτσι πρέπει να τον
αγαπάμε και να τον υπηρετούμε.
Αυτός είναι ο νόμος της αγάπης,
αυτός που έχει γραφτεί από το χέρι του ίδιου του Θεού στις καρδίες των πιστών
δούλων του. Αυτή είναι η απάρνησις του εαυτού μας, την οποία ζητεί από εμάς ο
Θεός. Αυτός είναι ο γλυκός ζυγός του Ιησού και το φορτίο του το ελαφρό. Αυτή
είναι η υποταγή στο θέλημα του Θεού, στην οποία μας προσκαλεί ο λυτρωτής μας και
Διδάσκαλος με το δικό του παράδειγμα και με τη φωνή του
(6).
Λοιπόν, εσύ αδελφέ, που επιθυμείς να
φθάσης στο ύψος αυτής της τελειότητας, επειδή και είναι ανάγκη να κάνης μία
ακατάπαυστη πάλη με τον εαυτό σου, για να νικήσης γενναία και να εξουδετερώσης
όλα τα θελήματα μεγάλα και μικρά, αναγκαστικά, πρέπει να ετοιμασθής με κάθε
προθυμία της ψυχής σου σε αυτό τον πόλεμο (γιατί, το στεφάνι δεν δίνεται σε
άλλο, παρά μόνο στον γενναίο πολεμιστή)· ο οποίος πόλεμος, καθώς είναι
δυσκολώτερος από κάθε άλλο πόλεμο (γιατί πολεμώντας εναντίον του εαυτού μας,
πολεμούμαστε από τον ίδιον τον εαυτό μας), έτσι και η νίκη που πετυχαίνουε σε
αυτόν, θα είναι ενδοξότερη από κάθε άλλη, και περισσότερο ευπρόσδεκτη στον Θεό.
Γιατί αν θελήσης να θανατώσης τα άτακτα πάθη σου, και τις επιθυμίες και θελήματά
σου, θα αρέσης στον Θεό περισσότερο, και θα τον υπηρετής καλύτερα, παρά να
μαστιγώνεσαι μέχρι να βγάλης αίμα, και να νηστεύης περισσότερο από τους παλιούς
ερημίτες, και παρά να επέστρεφες στο καλό χιλιάδες ψυχές, όντας εσύ κυριευμένος
από τα πάθη
(7).
Γιατί, αν κι ο Θεός αγαπά
περισσότερο την επιστροφή των ψυχών, από τη νέκρωσι ενός μικρού θελήματος, όμως
εσύ, αγαπητέ, δεν πρέπει να θέλης, ούτε να κάνης τίποτα άλλο βασικώτερο, από
εκείνο που ο Θεός ζητά, και θέλει πλέον αποκλειστικά από σένα· γιατί αυτός,
βεβαιότατα, καλύτερα ευχαριστείται στο να αγωνίζεσαι για να απονεκρώσης εσύ τα
δικά σου πάθη, παρά στο να κάνης οποιοδήποτε άλλο πράγμα, και ας είναι μεγάλο
και σπουδαίο, παραβλέποντας τα πάθη σου.
Τώρα λοιπόν, που έμαθες από τι
αποτελείται η χριστιανική τελειότητα και ότι για να την αποκτήσης πρέπει να έχης
ένα παντοτινό και σκληρότατο πόλεμο εναντίον του εαυτού σου, είναι ανάγκη να
προμηθευτής τέσσερα πράγματα, σαν οπλισμό πολύ ασφαλή και αναγκαίο, για να γίνης
νικητής σε αυτόν τον αόρατο πόλεμο και να λάβης το στεφάνι. Και αυτά είναι: α)
το να μην εμπιστεύεσαι ποτέ τον εαυτόν σου, β) το να έχης πάντα όλο σου το
θάρρος και την ελπίδα στο Θεό γ) το να αγωνίζεσαι πάντα· και δ) το να
προσεύχεσαι. Γιά αυτά θέλω να σου μιλήσω ξεχωριστά, συν Θεώ, σύντομα.
Το να μην εμπιστεύεσαι τον εαυτόν
σου
(8), αγαπητέ μου
αδελφέ, είναι τόσο αναγκαίο σε αυτόν τον πόλεμο, που χωρίς αυτό, να είσαι
βέβαιος, ότι, όχι μόνον δεν θα μπορέσεις να πετύχεις τη νίκη που επιθυμείς, αλλ
ούτε καν να αντισταθείς στο παραμικρό και αυτό, ας τυπωθεί καλά στο νού σου.
Γιατί, εμείς πράγματι, όντας φυσικά
διεφθαρμένοι από τη φύσι μας από τον καιρό της παραβάσεως του Αδάμ, έχουμε σε
μεγάλη υπόληψι τον εαυτό μας, η οποία αν και δεν είναι αλήθεια, παρά ένα ψέμα
και τίποτα άλλο, εμείς όμως, νομίζουμε με μία απατηλή εντύπωση, Πως είμαστε
κάποιοι
(9). Αυτό είναι
ένα ελάττωμα, που πολύ δύσκολα αναγνωρίζεται, και που δεν αρέσει στο Θεό, ο
οποίος αγαπά να έχουμε εμείς μία γνώσι χωρίς δόλο γι αυτή την βεβαιότατη
αλήθεια.
Δηλαδή, να ξέρουμε, ότι κάθε χάρι
και αρετή που έχουμε, προέρχεται από αυτόν μόνο, που είναι η πηγή κάθε αγαθού
και ότι, από μας, δεν μπορεί να προέλθη κανένα καλό, ούτε κανένας καλός
λογισμός, που να του αρέση. Αν και αυτή η αναγκαιότατη αλήθεια (δηλαδή, το να μη
πιστεύουμε στον εαυτόν μας) είναι έργο του θεϊκού του χεριού, που συνηθίζει να
το δίνη στους αγαπημένους του φίλους, πότε με εμπνεύσεις και φωτισμούς, πότε με
σκληρά μαστιγώματα και θλίψεις, πότε με βίαιους και σχεδόν ανίκητους πειρασμούς,
και πότε με άλλα μέσα, που εμείς δεν καταλαβαίνουμε· με όλα αυτά, θέλει να
γίνεται και από μέρους μας εκείνο, που ανήκει, και είναι δυνατόν σε μας. Γι αυτό
λοιπόν, αδελφέ μου, σου σημειώνω εδώ τέσσερεις τρόπους, με τους οποίους μπορείς,
με τη βοήθεια του Θεού, να πετύχης αυτή την αμφιβολία του εαυτού σου, δηλαδή, το
να μην εμπιστεύεσαι ποτέ τον εαυτό σου.
Ο α΄
είναι το να γνωρίσης την μηδαμινότητά σου
(10) και να
σκεφθής, ότι από μόνος σου δεν μπορείς να κάνης κανένα καλό, για το οποίο να
γίνης άξιος της βασιλείας των ουρανών.
Ο β΄
το να ζητής γι αυτό πολλές φορές βοήθεια από τον Θεό με θερμές και ταπεινές
δεήσεις, επειδή αυτό είναι χάρισμα δικό Του· και αν θέλης να το πάρης, πρέπει
πρώτα να σκεφθής τον εαυτό σου, όχι μόνο γυμνό από αυτή τη γνώσι του εαυτού σου,
αλλά και κατά τα πάντα αδύνατο να την απόκτησεις· έπειτα, να μιλάς με οικειότητα
πολλές φορές μπροστά στη μεγαλειότητα του Θεού, και πιστεύω σταθερά, εξ αιτίας
του πελάγους της ευσπλαγχνίας του, θα σου την δώση, όταν αυτός γνωρίση, μην
αμφιβάλλης καθόλου, ότι θα την απολαύσεις.
Ο γ΄
τρόπος, είναι το να συνηθίσης να φοβάσαι πάντα τον εαυτό σου· να φοβάσαι τους
αναρίθμητους εχθρούς, στους οποίους, δεν είσαι δυνατός να κάνης ούτε την
παραμικρή αντίστασι, να φοβάσαι τη πολύ δυνατή τους συνήθεια στο να πολεμούν τις
πανουργίες, τα στρατηγήματά τους, τις μεταμορφώσεις τους σε αγγέλους φωτός· τα
αναρίθμητα τεχνάσματα και παγίδες, που σου στήνουν κρυφά στον ίδιο το δρόμο της
αρετής.
Ο δ΄
τρόπος είναι, όταν πέσης σε κανένα ελάττωμα να σκεφθής καθαρά την απόλυτη
αδυναμία σου· επειδή, γι αυτό το σκοπό παραχώρησε ο Θεός να πέσης, για να μάθης
καλύτερα την ασθένεια σου
(11) και έτσι να
μάθης, όχι μόνο να περιφρονής εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου σαν ένα τίποτα, αλλά και
να θέλης να σε καταφρονούν και οι άλλοι σαν τέτοιου είδους ασθενή. Γιατί χωρίς
αυτή την θέλησι, δεν είναι δυνατό να γίνη αυτή η ενάρετη δυσπιστία του εαυτού
σου, η οποία έχει το θεμέλιό της στην αληθινή ταπείνωσι και στην προλεγόμενη
έμπρακτη γνώσι της δοκιμής.
Οπότε, καθ ένας βλέπει πόσο
απαραίτητο είναι σ εκείνον που θέλει να ενωθή με το ουράνιο φως, το να γνωρίση
τον εαυτό του, την οποία γνώσι συνηθίζει να την δίνη η ευσπλαγχνία του Θεού
στους υπερήφανους και προληπτικούς, μέσα από τις πτώσεις, αφίνοντάς τους δηλαδή
με δίκαιο τρόπο να πέφτουν σε κανένα ελάττωμα (από το οποίο νομίζουν Πως
ημπορούν να φυλαχτούν) για να γνωρίσουν την αδυναμία τους, και να μη
επιστεύωνται πλέον στον εαυτόν τους καθόλου.
Αλλά αυτό το μέσο, το τόσο άθλιο και
αναγκαστικό, δεν συνηθίζει να το μεταχειρίζεται πάντοτε ο Θεός, παρά, όταν τα
άλλα μέσα, τα πιο ελεύθερα, όπως είπαμε, δεν προξενούν στον άνθρωπο αυτή την
επίγνωσι του εαυτού του· γιατί τότε παραχωρεί να πέση ο άνθρωπος σε σφάλματα
τόσο μεγαλύτερα ή μικρότερα, όσο είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη και η υπερηφάνεια
και η υπόληψις, που έχει για τον εαυτό του· ώστε, όπου δεν υπάρχει καμία
απολύτως υπόληψις, καθώς συνέβη στην Παρθένο Μαρία, εκεί δεν υπάρχει παρομοίως
ούτε και καμία πτώσις· λοιπόν, όταν εσύ πέσεις, τρέξε αμέσως με τον λογισμό στη
ταπεινή γνώσι του εαυτού σου, και με επίμονη προσευχή ζήτησε από το Θεό να σου
δώση το αληθινό φως, για να γνωρίσης την μηδαμινότητά σου και να μην δείχνης
εμπιστοσύνη καθόλου στον εαυτόν σου, εάν θέλης να μη πέσης πάλι και μάλιστα σε
μεγαλύτερη βλάβη και φθορά.
Είναι πολύ αναγκαίο σε αυτόν τον
πόλεμο, το να μην εμπιστευώμαστε τον εαυτόν μας, όπως είπαμε· παρόλα αυτά, εάν
απελπισθούμε μόνο, δηλαδή, εάν αποβάλουμε, μόνον κάθε πεποίθησι του εαυτού μας,
βέβαια, ή τραπούμε σε φυγή, ή θα νικηθούμε, και θα κυριευθούμε από τους εχθρούς.
Γι αυτό, κοντά στη ολοκληρωτική απάρνησι του εαυτού μας, χρειάζεται ακόμη και η
πλήρης ελπίδα και εμπιστοσύνη στο Θεό, ελπίζοντας δηλαδή από αυτόν μόνο κάθε
καλόν και κάθε βοήθεια και νίκη. Γιατί, καθώς από τον εαυτό μας, όπου είμαστε το
τίποτα, τίποτα άλλο δεν περιμένουμε, παρά γκρεμίσματα και πτώσεις, για τα οποία
και πρέπει να μην έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας τελείως, κατά αυτό τον τρόπο
θα απολαύσουμε οπωσδήποτε από τον Θεόν κάθε νίκη, αμέσως μόλις οπλίσουμε την
καρδιά μας με μίαν ζωντανή ελπίδα σε αυτόν, ότι θα λάβουμε την βοήθειά του
σύμφωνα με εκείνο το ψαλμικό «σ αυτόν έλπισε η καρδιά μου και βοηθήθηκα» (Ψαλμ.
27,9).
Αυτήν την ελπίδα, μαζί και βοήθεια,
μπορούμε να πετύχουμε για τέσσερις λόγους.
α) Γιατί την ζητάμε από ένα Θεό, ο
οποίος με το να είναι Παντοδύναμος, ό,τι θέλει μπορεί να το κάνη και στη
συνέχεια μπορεί να βοηθήση και μας.
β) Γιατί, την ζητάμε από ένα Θεό ο
οποίος, όντας άπειρα σοφός, όλα, τα πάντα γνωρίζει με πλήρη τελειότητα, και
επομένως γνωρίζει όλο εκείνο που ταιριάζει στη σωτηρία μας.
γ) Γιατί ζητάμε αυτή την βοήθεια,
από ένα Θεό, ο οποίος, για να είναι ατέλειωτα αγαθός, με μία αγάπη και θέλησι
που δεν περιγράφεται, είναι πάντα έτοιμος για να δώση από ώρα σε ώρα, και από
στιγμή σε στιγμή, όλη τη βοήθεια που μας χρειάζεται, για την πνευματική και
ολοκληρωτική νίκη του εαυτού μας, αμέσως όταν τρέξουμε στην αγκαλιά του με
σταθερή ελπίδα.
Και Πως είναι δυνατόν, ο καλός
εκείνος Ποιμένας μας, που έτρεχε τριαντατρία χρόνια αναζητώντας το χαμένο
πρόβατο, με τόσο δυνατές φωνές, που βράχνιασε ο λάρυγκας, που περπάτησε δρόμο
τόσο κοπιαστικό και ακανθώδη, που έχυσε όλο του το αίμα και έδωσε τη ζωή, Πως
είναι δυνατόν, λέω, τώρα που αυτό το πρόβατο ακολουθεί πίσω του, και με επιθυμία
φωνάζει, και τον παρακαλεί, να μη γυρίση σε αυτό τους οφθαλμούς του; Πως μπορεί
να μην το ακούση; και να μην το βάλη στους θείους του ώμους, κάνοντας γιορτή με
όλους τους Αγγέλους του ουρανού; και αν ο Θεός μας δεν παύει από το να γυρεύη με
μεγάλη επιμέλεια και αγάπη, να βρή κατά την ευαγγελική παραβολή, τη χαμένη
δραχμή, τον τυφλό και κωφό αμαρτωλό, Πως γίνεται τώρα να εγκαταλείψη αυτόν, που
σαν χαμένο πρόβατο, φωνάζει και καλεί τον δικό του Ποιμένα; και ποιός θα πιστέψη
ποτέ, Πως ο Θεός, που χτυπάει πάντα την καρδιά του ανθρώπου, επιθυμώντας να μπή
μέσα και να δειπνήση, σύμφωνα με την ιερή Αποκάλυψι
(12), δίνοντας σε
αυτόν τα χαρίσματά του, ότι, όταν του ανοίγη την καρδιά ο άνθρωπος και τον
προσκαλή, αυτός θα έπρεπε να κάνη με την θέλησί του τον κωφό και να μη θέλη να
μπή;
Ο δ τρόπος για ν απόκτηση κάποιος
αυτήν την στο Θεόν ελπίδα και βοήθεια, είναι το να τρέξη με την μνήμη του στην
αλήθεια των θείων Γραφών, οι οποίες, σε τόσα μέρη ας δείχνουν φανερά, ότι δεν
έμεινε ποτέ ντροπιασμένος και αβοήθητος, όποιος έλπισε στον Θεό. «Κοιτάξτε τις
αρχαίες γενεές και στοχασθήτε· ποιός εμπιστεύθηκε στον Κύριο και
καταντροπιάσθηκε;» (Σειράχ 2,9)
(13).
Μέ τα τέσσαρα λοιπόν αυτά όπλα
οπλίσου, αδελφέ μου. Και άρχισε το έργο, και πολέμησε για να νικήσης· και βέβαια
από αυτά θα αποκτήσης, όχι μόνον την ολοκληρωτική ελπίδα στον Θεό, αλλά και την
ολοκληρωτική απελπισία στον εαυτό σου, για την οποία δεν παραλείπω να σου
υπενθυμίσω και σε αυτό το κεφάλαιο, ότι έχεις πολλή ανάγκη από την γνώσι της·
επειδή, στον άνθρωπο είναι τόσον πολύ προσκολλημένη η εμπιστοσύνη στον εαυτό
του, ότι είναι κατά κάποιον τρόπο κάτι και τόσο λεπτή, που σχεδόν πάντα ζη κρυφά
μέσα στην καρδιά μας, και μας φαίνεται Πως δεν έχομε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας
και έχομε ελπίδα στο Θεό. Οπότε, για να φεύγης εσύ, όσο μπορείς, αυτή την μάταιη
υπόληψι, και να εργάζεσαι με την έλλειψι επιστοσύνης στον εαυτό σου και με την
ελπίδα στο Θεό, είναι ανάγκη να προπορεύεται η σκέψις της αδυναμίας σου, πιο
πριν από την σκέψη της παντοδυναμίας του Θεού, και πάλι αυτές οι δυό μαζί να
προπορεύωνται πριν από κάθε μας πράξι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄. Πως μπορεί να γνωρίσει κάποιος εάν εργάζεται με την μη
εμπιστοσύνη στον εαυτό του και με την ολοκληρωτική ελπίδα στον Θεό.
Πολλές φορές νομίζουν μερικοί
αυθάδεις ότι δεν έχουν κανένα θάρρος στον εαυτό τους και ότι όλη τους την ελπίδα
και πεποίθησι, την έχουν στον Θεό· όμως δεν είναι έτσι· και γι αυτό βεβαιώνονται
από το αποτέλεσμα που έρχεται σε αυτούς από τον ξεπεσμό τους, όταν συμβή. Γιατί
αν ίσως αυτοί λυπούνται στον ξεπεσμό τους και, κατά κάποιο τρόπο, απελπίζονται
και νομίζουν ότι μπορούν στο εξής να κάνουν καλό, αυτό είναι σίγουρο σημείο, ότι
και προ του ξεπεσμού τους πίστευαν στον εαυτό τους και όχι στον Θεό. Και εάν η
λύπη και η απελπισία τους είναι μεγάλη, είναι ολοφάνερο ότι και πολύ πίστευαν
στον εαυτό τους και λίγο στο Θεό, γιατί όποιος δεν εμπιστεύεται πολύ στον εαυτό
του και ελπίζει στο Θεό, όταν ξεπέσει, δεν απορεί τόσο πολύ, ούτε λυπάται
υπερβολικά, εφόσον γνωρίζει, ότι αυτό του συμβαίνει για την αδυναμία του εαυτού
του και για την λίγη ελπίδα που έχει στον Θεό μάλιστα τότε απιστεί περισσότερο
στον εαυτό του και με περισσότερη ταπείνωσι ελπίζει στο Θεό και μισώντας
περισσότερο από κάθε άλλον τα άτακτα πάθη, που είναι η αιτία του ξεπεσμού του,
με ένα μεγάλο πόνο ήσυχο και ειρηνικό, για τη λύπη του Θεού, αποκτά βέβαια την
απιστία στον εαυτό του, καταδιώκει όμως τους εχθρούς του μέχρι θανάτου με
μεγαλύτερη γενναιότητα και αποφασιστικότητα.
Αυτά που είπα, επιθυμώ να τα
σκεφθούν μερικοί, που νομίζουν Πως είναι ενάρετοι και πνευματικοί, οι οποίοι,
όταν πέσουν σε κανένα ελάττωμα, δεν μπορούν, ούτε θέλουν να ειρηνεύσουν και
μερικές φορές θέλοντας να ελευθερωθούν από την πολλή λύπη και την ενόχλησι, που
τους συμβαίνει από την αγάπη του εαυτού τους, τρέχουν αμέσως γι αυτό και μόνο
στον πνευματικό πατέρα, στον οποίον έπρεπε κυρίως να πηγαίνουν για να ξεπλυθούν
από την μόλυνσι της αμαρτίας και να λάβουν δύναμι κατά του εαυτού τους, με το
αγιώτατο μυστήριο της μετανοίας και της εξομολογήσεως.
Σχετικά με αυτό, βρίσκονται σε πλάνη
πολλοί, όσοι νομίζουν για αρετή την ολιγοψυχία και την υπερβολική λύπη που τους
συνοδεύει ύστερα από την αμαρτία, μη γνωρίζοντας ότι αυτή προέρχεται από κρυφή
υπερηφάνεια και πρόληψι, που έχουν κάνει θεμέλια πάνω στην ελπίδα και στο θάρρος
που έχουν στο εαυτό τους και στις δυνάμεις τους. Γιατί αυτοί, υπολογίζοντας τον
εαυτό τους ότι είναι κάτι, κατά κάποιον τρόπο, ξεθάρρεψαν πολύ, και βλέποντας με
την δοκιμή της πτώσεως, ότι δεν έχουν καμμία δύναμι, ταράζονται και απορούν, σαν
για κανένα πράγμα καινούργιο και ολιγοψυχούν βλέποντας πεσμένο στη γη εκείνο στο
οποίο βασίσθηκαν (δηλαδή τον εαυτόν τους), πάνω στον οποίο είχαν αποθέσει το
θάρρος και την ελπίδα τους. Αυτό όμως δεν γίνεται και στον ταπεινό, ο οποίος
μόνο στο Θεό έχει την ελπίδα και το θάρρος του, χωρίς να έχη καμία ελπίδα στον
εαυτό του. Γι αυτό, όταν πέση σε κάθε είδους σφάλμα, αν και αισθάνεται πόνο και
λύπη, με όλο τούτο δεν ταράσσεται, ούτε απορεί. Γιατί ξέρει ότι αυτό του συνέβη
από την αθλιότητα και την αδυναμία του εαυτού του, η οποία γνωρίζεται πολύ καλά
με το φως της αλήθειας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄. Άλλες εμπειρίες, μέσα από τις οποίες αποκτάται η απιστία στον
εαυτό μας και η εμπιστοσύνη και το θάρρος στο Θεό.
Επειδή όλη η δύναμις με την οποία
νικώνται οι εχθροί μας, γεννιέται από την μη εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και από
την ελπίδα στο Θεό, είναι ανάγκη να προμηθευθής αδελφέ μου, από τις ειδήσεις
αυτές, για να αποκτήσης την δύναμι αυτή, με την βοήθεια του Θεού, γνώριζε λοιπόν
με βεβαιότητα, ότι, ούτε όλα τα προτερήματα, είτε φυσικά είναι, είτα αποκτημένα,
ούτε όλα τα χαρίσματα που δίνονται δωρεάν, ούτε η γνώσις όλη της θείας Γραφής,
ούτε το Πως εργαστήκαμε πολλά χρόνια το Θεό και συνηθίσαμε στην εργασία του· όλα
αυτά, δεν θα μας κάνουν να εκπληρώσουμε το θείο του θέλημα, αν και σε κάθε καλό
θεάρεστο, που θα πρέπει να κάνουμε και σε κάθε κίνδυνο, που πρέπει να αποφύγουμε
και σε κάθε σταυρό που πρέπει να σηκώσουμε κατά το θέλημά του, αν, λέω, δεν
ανυψώση την καρδιά μας μια ξεχωριστή βοήθεια του Θεού και δεν μας δυναμώση για
να τα εκτελέσουμε, καθώς είπε ο Κύριος «χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε
τίποτε» (Ιωάν. 15,15). Ώστε, εμείς πρέπει σε όλη μας τη ζωή και σε όλες τις
ημέρες και ώρες και στιγμές, να έχουμε αυτή την αποφασιστική γνώμη, ότι με
κανένα τρόπο και κανένα λογισμό, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να εμπιστευθούμε και να
ελπίσουμε στον εαυτό μας.
Γιά την στο Θεό ελπίδα, κοντά σ
εκείνα που σου είπα στο γ΄
κεφάλαιο, γνώριζε, ότι δεν είναι άλλο ευκολώτερο στο Θεό, όσον το να νικήσης
τους εχθρούς σου, τόσο τους λίγους, όσο και τους πολλούς· τόσο τους παλιούς και
ανδρείους, όσο και τους νέους και αδυνάτους. Λοιπόν, μία ψυχή, ας είναι
φορτωμένη από αμαρτίες, ας έχη όλα τα ελαττώματα του κόσμου· ας είναι μολυσμένη,
όσο μπορεί να φαντασθή κάποιος, ας δοκίμασε όσο θέλησε και όσο μπόρεσε να
μεταχειρισθή κάθε μέσο και αγώνα, για να αφήση την αμαρτία και να κάνη το καλό
και δεν μπόρεσε ποτέ να αποκτήση κανένα μικρό μερίδιο καλού, μάλιστα να προχωρά
ακόμη πιο βαθειά στο κακό, όμως, με όλα αυτά, δεν πρέπει να σταματήση ποτέ, να
ελπίζη στον Θεό, ούτε πρέπει να εγκαταλείψη ποτέ τα όπλα και τους αγώνες τους
πνευματικούς, αλλά πρέπει να πολεμάει πάντα ανδρειωμένα. Γιατί, πρέπει να
γνωρίζης ότι σε αυτό τον αόρατο πόλεμο δεν χάνει όποιος δεν παύσει ποτέ από του
να πολεμά και να ελπίζη στον Θεό, του οποίου η βοήθεια, δεν λείπει ποτέ από τους
πολεμιστές του, μολονότι και μερικές φορές επιτρέπει να μένουν πληγωμένοι· ας
πολεμεί λοιπόν ο καθένας, διότι σ αυτόν τον πόλεμο στηρίζεται το παν. Και το
ιατρικό είναι έτοιμο και δραστικό, για να δοθή στους πολεμιστές, που γυρεύουν
τον Θεό και την βοήθειά του, με σταθερή ελπίδα. Γιατί σε καιρό που αυτοί δεν το
ελπίζουν, θα εξαφανισθούν οι εχθροί τους όπως έχει γραφή, «έχασε την πολεμική
του δύναμι ο μαχητής της Βαβυλώνος» (Ιερ. 51,30).
Αν η δυσπιστία στον εαυτό μας και η
ελπίδα στον Θεό, οι τόσο απαραίτητες σ αυτόν τον πόλεμον, μείνουν μοναχές, όχι
μόνον δεν θα νικήσουμε, αλλά και θα γκρεισθούμε σε πολλά κακά. Γι αυτό το λόγο,
κοντά σε αυτές χρειάζεται και η εκγύμνασι, που είναι το τρίτο πράγμα που είπαμε
στην αρχή, η οποία πρέπει να γίνεται πρώτα με το νού και με τη θέλησι. Και τον
μεν νού πρέπει να φυλάμε από την αγνωσία, η οποία είναι σε αυτόν πολύ αντίθετη,
επειδή τον σκοτίζει και του εμποδίζει στην γνώσι της αλήθειας, η οποία είναι το
δικό του αντικείμενο. Γι αυτό είναι ανάγκη να τον γυμνάζουμε, ώστε να γίνη
λαμπρός και καθαρός, για να μπορή να διακρίνη καλά εκείνο που μας χρειάζεται για
να καθαρίσουμε την ψυχή μας από τα πάθη και να την στολίσουμε με τις αρετές.
Αυτή λοιπόν την λαμπρότητα του νού
μπορούμε να την αποκτήσουμε με δυό τρόπους· ο πρώτος και πλέον αναγκαίος, είναι
η προσευχή, με την οποία παρακαλούμε το Άγιο Πνεύμα να καταδεχθή να σκορπίση το
θείο του φως μέσα στις καρδιές μας, το οποίο, βέβαια, θα το κάνη αν ζητήσουμε
πραγματικά μόνο τον Θεό, αν κάνουμε το θέλημά του το άγιο και αν υποτάξουμε κάθε
τι μας στη συμβουλή και ερώτησι των εμπείρων και πνευματικών μας Πατέρων.
Ο δεύτερος τρόπος είναι, μία
παντοτεινή εκγύμνασις βαθειάς σκέψεως και μελέτης των πραγμάτων, για να
γνωρίσουμε με αυτή, ποιά πράγματα είναι καλά, ποιά κακά, όχι όπως τα κρίνει
λανθασμένα η αίσθησις και ο κόσμος, αλλά καθώς τα κρίνει ο ορθός λόγος και το
Πνεύμα το Άγιο, δηλαδή, η αλήθεια των θεοπνεύστων Γραφών και των πνευματοφόρων
Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας. Γιατί, όταν αυτή η σκέψις και μελέτη
γίνη σωστή και όπως πρέπει, μας κάνει να γνωρίσουμε καθαρά ότι πρέπει να
θεωρούμε μηδέν και μάταια και ψεύτικα όλα εκείνα που αγαπά και με διαφόρους
τρόπους ζητάει ο τυφλός και διεφθαρμένος κόσμος.
Δηλαδή, ότι οι τιμές και οι ηδονές
και ο πλούτος του κόσμου δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ματαιότητα και θάνατος της
ψυχής· ότι οι βρισιές και οι δυσφημίσεις που μας κάνει ο κόσμος, προξενούν σε
μας αληθινή δόξα και οι θλίψεις χαρά· με το να συγχωράμε τους εχθρούς μας και να
τους κάνουμε καλά, είναι μεγαλοψυχία και μία από τις μεγαλύτερες ομοιότητες με
τον Θεό· ότι περισσότερο ισχύει το να καταφρονήση κάποιος τον κόσμο, παρά να
είναι εξουσιαστής όλου του κόσμου· ότι το να υπακούη κάποιος πρόθυμος, είναι μία
πράξις μάλλον μεγαλόψυχη και γενναία, παρά το να υποτάση και να προστάζει
μεγάλους βασιλείς.
Ότι η ταπεινή γνώσι του εαυτού μας,
πρέπει να τιμάται περισσότερο από το ύψος όλων των επιστημών, ότι το να
νικήσουμε και να νεκρώσουμε τα θελήματά μας και τις ορέξεις μας, όσο και αν
είναι μικρές, είναι άξιο μεγαλυτέρου επαίνου, παρά το να καταπολεμήσουμε πολλά
κάστρα, να κατατροπώσουμε δυνατά στρατόπεδα με τα όπλα στα χέρια και το να
κάνουμε θαύματα ή να αναστήσουμε νεκρούς.
Η αιτία που δεν διακρίνουμε ορθά όλα
αυτά τα πράγματα που είπαμε και άλλα πολλά, είναι γιατί δεν τα σκεφτόμαστε στο
βάθος τους ποιά είναι, αλλά πιάνουμε την αγάπη ή το μίσος σε αυτά, αμέσως από
μόνη την εξωτερική τους μελέτη και εμφάνισι. Έτσι όταν, η αγάπη τους ή το μίσος
προλαβάνουν και σκοτίζουν το νού μας και γι αυτό δεν μπορεί να τα διακρίνη
σωστά, όπως είναι στην αλήθεια
(14). Λοιπόν, εσύ
αδελφέ μου, εάν θέλης να μην βρή τόπον η πλάνη αυτή στο νού σου, πρόσεχε καλά·
και όταν, ή βλέπης με τα μάτια ή μελετάς με το νού κανένα πράγμα, κράτα όσο
μπορείς την θέλησί σου και μη την αφήσης να το αγαπήση ή να το μισήση, αλλά
παρατήρησέ το με το νού μοναχά.
Πρίν απ όλα, όμως, σκέψου φρόνιμα,
ότι αν αυτό είναι οδυνηρό και αντίθετο στην φυσική σου κλίσι, παρακινείσαι από
το μίσος να το αποστρέφεσαι. Αν όμως σου προξενή ευχαρίστησι, παρακινείσαι από
την αγάπη να το θέλης. Γιατί, τότε που ο νους σου δεν είναι ζαλισμένος από το
πάθος, είναι ελεύθερος και καθαρός και μπορεί να γνωρίση την αλήθεια και να
διαπεράση μέσα στο βάθος του πράγματος, που το κακό είναι κρυμμένο κάτω από την
ψεύτικη ευχαρίστησι ή που το καλό είναι σκεπασμένο κάτω από την επιφάνεια του
κακού.
Αν όμως η θέλησις πρόλαβε να το
αγαπήση ή να το μισήση, δεν μπορεί πλέον ο νους να το γνωρίση καλά, καθώς
πρέπει· διότι εκείνη η διάθεσις, ή καλύτερα να πω, εκείνο το πάθος που μπήκε στο
μέσο, σαν τείχος, ζαλίζει το νού τόσο, που νομίζει το πράγμα άλλο από εκείνο που
είναι στην αλήθεια και το περνά ως τέτοιο στην επιθυμία, η οποία όσο πηγαίνει
μπροστά και περισσότερο αγαπά ή μισεί το πράγμα εκείνο, τόσο και ο νους
σκοτίζεται περισσότερο και έτσι σκοτισμένος, κάνει πάλι να φαίνεται στην
επιθυμία το πράγμα εκείνο περισσότερο όσο ποτέ αγαπητό ή μισητό. Έτσι όταν δεν
τηρήται ο παραπάνω κανόνας που είπα, (ο οποίος είναι πολύ αναγκαίος σε όλη αυτή
την εκγύμνασι), δηλαδή, το να κρατάς την επιθυμία σου από την αγάπη ή το μίσος
του πράγματος, αυτές οι δυό δυνάμεις της ψυχής, ο νους δηλαδή και η θέλησις,
προχωρούν πάντα κακώς, σαν σε κύκλο, από το σκοτάδι σε βαθύτερο σκοτάδι και από
το σφάλμα σε μεγαλύτερο σφάλμα.
Λοιπόν, φυλάξου, αγαπητέ, με κάθε
είδους προσοχή, από την εμπαθή αγάπη ή το μίσος του κάθε πράγματος, το οποίο δεν
έφθασες να ερευνήσης καλά πρότερα με το φως του νού και του ορθού λόγου, με το
φως των θείων Γραφών, με το φως της χάριτος και της προσευχής και με την κρίση
του πνευματικού σου πατρός για να μην κάνης λάθος και να υπολογίζης το αληθινά
καλό για κακό και το αληθινά κακό για καλό. Καθώς αυτό συμβαίνει να γίνεται, ως
επί το πλείστον, σε κάποια έργα, τα οποία φαίνονται μεν καθ εαυτά Πως είναι καλά
και άγια, για μερικές όμως περιστάσεις· δηλαδή γίνονται ή παράκαιρα ή σε σχετικό
τόπο ή με ανάλογο μέτρο, προξενούν όμως μεγάλη βλάβη σε εκείνους που τα
επιχειρούν, καθώς γνωρίζουμε πολλούς που κινδύνευσαν σε παρόμοια επαινετά και
αγιώτατα έργα.
Καθώς είναι ανάγκη να φυλάμε το νού
μας από την αγνωσία, όπως είπαμε πριν, έτσι παρομοίως είναι ανάγκη να τον φυλάμε
ακόμη και από την πολυπραγμοσύνη, την αντίθετή της αγνωσίας. Γιατί, αφού τον
γεμίσουμε από πολλούς λογισμούς μάταιους και άτακτους και βλαπτικούς, τον
κάνουμε αδύνατο και δεν μπορεί να καταλάβη εκείνο που ταιριάζει στην αληθινή
απονέκρωσί μας και τελειότητα. Γι αυτό, πρέπει να είσαι σαν πεθαμένος εντελώς,
σε κάθε έρευνα των επιγείων πραγμάτων, τα οποία, αν και μπορεί να επιτρέπωνται,
δεν είναι όμως και αναγκαία. Και μαζεύοντας πάντα το νού σου, όσο μπορείς μέσα
στον εαυτό σου, κάνε τον αμαθή από τα πράγματα όλου του κόσμου τα πράγματα.
Τα μηνύματα, οι καινούργιες ειδήσεις
και όλες οι μεταβολές και οι αλλοιώσεις, μικρές και μεγάλες του κόσμου και των
βασιλείων, ας είναι για σένα τέτοιου είδους, σαν να μην υπάρχουν καθόλου
(15). Αλλά και αν
σου προσφέρωνται από τους άλλους, εναντιώσου σε αυτά, απομάκρυνέ τα από την
καρδιά και τη φαντασία σου. Ας είσαι δε προσεκτικός εραστής στο να καταλάβης τα
πνευματικά και τα ουράνια, μη θέλοντας να γνωρίζης άλλο μάθημα στον κόσμο, παρά
τον Εσταυρωμένο και τη ζωή του και τον θάνατο και το τι ζητάει αυτός από σένα·
και βέβαια θα ευχαριστήσης πολύ τον Θεόν, ο οποίος έχει για εκλεκτούς και
αγαπημένους του εκείνους που τον αγαπούν και φροντίζουν να κάνουν το θέλημά του.
Επειδή, κάθε άλλο ζήτημα και έρευνα,
είναι εγωισμός και υπερηφάνεια, δεσμά και παγίδες του διαβόλου, ο οποίος σαν
πανούργος, βλέποντας ότι η θέλησις εκείνων που προσέχουν στην πνευματική ζωή
είναι δυνατή και ισχυρή, γυρεύει να νικήση το νού τους με τέτοιες περιέργειες,
για να κυριεύση με αυτόν τον τρόπο και το ένα και το άλλο. Οπότε, συνηθίζει
πολλές φορές να τους δίνη σκέψεις δήθεν υψηλές, λεπτές και περίεργες και μάλιστα
στους εύστροφους στο νού και σε εκείνους που είναι εύκολοι να υψηλοφρονήσουν.
Γιατί αυτοί αιχμαλωτισμένοι από την
ηδονή και τη συνομιλία εκείνων των υψηλών σκέψεων, στις οποίες νομίζουν ψεύτικα
ότι απολαμβάνουν τον Θεό, ξεχνούν να καθαρίσουν την καρδιά τους και να προσέχουν
στην ταπεινή γνώσι του εαυτού τους και στην αληθινή απονέκρωσι· και έτσι αφού
δεθούν με το δεσμό της υπερηφάνειας, γίνονται είδωλο του ίδιου του νού τους· και
στη συνέχεια, λίγο λίγο, χωρίς να το καταλάβουν, φθάνουν να λογαριάσουν, ότι δεν
έχουν ανάγκη πλέον από την συμβουλή και τη νουθεσία των άλλων, επειδή συνήθισαν
να προστρέχουν σε κάθε τους ανάγκη στο είδωλο της δικής τους κρίσεως· πράγμα,
που είναι πολύ επικίνδυνο και δύσκολο να ιατρευθή· διότι η υπερηφάνεια του νού
είναι πλέον περισσότερο επικίνδυνη από εκείνη της θελήσεως.
Επειδή, η μεν υπερηφάνεια της
θελήσεως, όντας φανερή στο νού, εύκολα θα μπορή καμιά φορά να ιατρευθή,
υποτασσόμενη σ εκείνο που πρέπει. Ο νους όμως όταν έχη σταθερή γνώμη ότι η
κρίσις του είναι καλύτερη από των άλλων, από ποιόν θα μπορή να ιατρευθή και Πως
να υποταχθή στην κρίσι των άλλων, εκείνος που δεν την έχει τόσον καλή σαν την
δική του; Αν ο οφθαλμός της ψυχής, ο οποίος είναι ο νους, με τον οποίο ο
άνθρωπος μπορεί να γνωρίση και να καθαρίση την υπερηφάνεια της θελήσεως, είναι ο
ίδιος ασθενής, τυφλός και γεμάτος από υπερηφάνεια, ποιός έπειτα μπορεί να τον
γιατρέψει; και αν το φως είναι σκοτάδι και ο κανόνας είναι λάθος, Πως θέλει να
φωτίση ή να διορθώση τα άλλα; Γι αυτό πρέπει να αντισταθής το γρηγορώτερο σε
αυτή την επικίνδυνη υπερηφάνεια του μυαλού, προτού να διαπεράση μέσα στο νού των
κοκκάλων σου και αντιστεκόμενος, βάλε χαλινάρι στην οξύτητα του νού σου και
υπόβαλε τη δική σου γνώμη στη γνώμη των άλλων και γίνε ανόητος για την αγάπη του
Θεού και θα είσαι σοφώτερος από τον Σολομώντα· «Όποιος νομίζει ότι είναι σοφός
με τα μέτρα αυτού εδώ του αιώνα, ας γίνη μωρός, για να γίνη πραγματικά σοφός» (Α΄ Κορινθ. 3,10).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄. Πως πρέπει να εξασκούμε τη θέλησί μας για να θέλη σε όλες μας
τις εσωτερικές και εξωτερικές πράξεις, ως τελειωτικό σκοπό μόνο την ευχαρίστησι
του Θεού.
Πέρα από την εκγύμνασι του νού σου
πρέπει να κυβερνήσης και την θέλησί σου με τέτοιο τρόπο, που να μην την αφήσης
να στρέφεται προς τις επιθυμίες της, και η οποία πρέπει να γίνη όλη ένα με την
θέλησι του Θεού. Και σκέψου καλά ότι δεν είναι αρκετό σε σένα αυτό μόνο, το να
θέλης και να ζητάς εκείνα που αρέσουν στον Θεό, αλλά επιπλέον ακόμη, και το να
θέλης, ως κινούμενος από τον Θεό, και για μόνο το τέλος, να αρέσης σ αυτόν
καθαρά. Γιά το σκοπό αυτό, έχουμε μεγαλύτερη φιλονεικία με τη φύσι, παρά για όλα
τα παραπάνω που έχουμε πεί. Επειδή η φύσις μας παρεκλίνει μόνη της τόσο πολύ,
που σε όλα τα πράγματα, μερικές φορές ακόμη και σε αυτά τα καλά και τα
πνευματικά, ζητά την ανάπαυσί της και την ευχαρίστησί της και από αυτό, σαν
τελείως ανυποψίαστα, τρέφεται με λαχτάρα σαν από τροφή.
Γι αυτό και όταν μας προσφέρωνται τα
πνευματικά, αμέσως τα επιθυμούμε και τα βλέπομε όχι όμως παρακινημένοι από το
θέλημα του Θεού ή για μόνον το να αρέσουμε στο Θεό, αλλά και για εκείνη την
ευχαρίστησι και την χαρά, που προέρχεται σε μας, θέλοντας εκείνα που θέλει ο
Θεός. Αυτή η οποία πλάνη είναι τόσο περισσότερη κρυμμένη, όσο είναι από μόνο του
καλύτερο και πνευματικώτερο εκείνο που θελήσαμε. Γιατί δεν φθάνει μόνον το να
θέλουμε εκείνα που θέλει ο Θεός, αλλά και το να τα θέλουμε, καθώς και όταν και
όπως και γιατί εκείνος τα θέλει
(16), ώστε και
στο να επιθυμούμε και αυτόν τον ίδιο το Θεό, συνήθως βρίσκονται σ αυτό πολλές
απάτες της δικής μας αγάπης, δηλαδή της φιλαυτίας. Επειδή πολλές φορές
αποβλέπουμε περισσότερο στο δικό μας συμφέρον και καλό, παρά στο θέλημα του
Θεού, ο οποίος για μόνο την δόξα του, ευαρεστείται και θέλει να τον αγαπάμε, να
τον επιθυμούμε και να του κάνουμε υπακοή όπως είπαμε πριν.
Λοιπόν, εσύ αδελφέ μου, για να
φυλαχθής από αυτό τον δεσμό, που εμποδίζει τον δρόμο της τελειότητας και για να
προκόψης στο να θέλης και να κάνης κάθε σου πράξι για μόνο το θέλημα και τη δόξα
και ευαρέστησι του Θεού και για να υπηρετής μόνον αυτόν (ο οποίος, σε κάθε μας
πράξι και λογισμό, θέλει να είναι μόνος αυτός, η αρχή και το τέλος)
χρησιμοποίησε αυτόν τον τρόπο.
Όταν πρόκειται να επιχειρήσης καμμιά
πράξι, την οποία θέλει ο Θεός, η οποία είναι απλά καλή· μη στρέφης την επιθυμία
σου αμέσως στο να την θέλης, αν πρώτα δεν υψώσης το νού σου στο Θεό, να δής αν
είναι και θέλημα δικό του το να την θελήσης και αν αυτός έτσι θέλη και αν μέσα
από αυτή αρέσεις σε αυτόν μόνο. Και όταν σκεφθής ότι από αυτήν την θεία θέλησι
είναι παρακινημένη η δική σου κλίσις, τότε να θέλης την πράξι εκείνη και να την
πραγματοποιής, γιατί την θέλει ο Θεός και είναι για μόνο την δόξα και την υπακοή
του.
Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν θέλης να
αποστραφής εκείνο που δεν θέλει ο Θεός, δηλαδή το κακό, μην το αποστραφής
αμέσως, αν πρώτα δεν προσηλώσης το βλέμα του νού σου στην θεία του θέλησι, η
οποία θέλει να το αποστραφής για να αρέσης σε αυτόν. Γιατί η απάτη της φύσεως
είναι πολύ λεπτή και γι αυτό είναι σε λίγους γνωστή, επειδή αυτή αναζητάει κρυφά
τον εαυτό της πάντα· και πολλές φορές κάνει να φαίνεται σε μας, ότι ο δικός της
σκοπός είναι να αρέσουμε μόνο στον Θεό, όμως δεν είναι έτσι η αλήθεια.
Γι αυτό συμβαίνει πολλές φορές να
νομίζουμε εκείνο που θέλουμε, ή δεν θέλουμε για δικό μας συμφέρον ότι το θέλουμε
ή δεν το θέλουμε για να αρέσουμε μόνο και μόνο στο Θεό. Λοιπόν, για να
αποφύγουμε αυτήν την απάτη, η καθ εαυτού θεραπεία είναι η καθαρότητα της
καρδιάς, η οποία αποτελείται από το να αποβάλλουμε τον παλιό άνθρωπο και να
ντυθούμε τον νέο (και σε αυτό προσανατολίζεται όλος αυτός ο πόλεμος).
Όμως, για να σε μάθω την τέχνη να
κάνης αυτό, άκουσε. Στην αρχή κάθε σου πράξεως πρέπει να βγής όσο μπορείς, από
κάθε θέλημα δικό σου και να μη θελήσης ούτε να κάνης ούτε να αποστραφής κανένα
πράγμα, αν πρώτα δεν καταλάβης ότι παρακινείσαι και παρασύρεσαι σε αυτό, από
μόνο την απλή θέλησι του Θεού. Και εάν σε όλα σου τα έργα τα εξωτερικά, και
μάλιστα στα εσωτερικά της ψυχής, δεν μπορής να αισθάνεσαι ενεργεία πάντα αυτή
την από το Θεό παρακίνησι και ευαρέστησι
(17) τουλάχιστον
να έχης την ευχαρίστησι να την έχης δυνάμει· δηλαδή, να έχης εσύ πάντα από μόνος
σου άποψι αληθινή, να αρέσης μόνο στον Θεό σου σε κάθε σου έργο.
Στα έργα όμως που θα κρατήσουν
κάποιο διάστημα, όχι μόνο στην αρχή είναι καλό να παρακινής τον εαυτό σου σε
αυτή την ευχαριστία προς τον Θεόν, αλλά και έως τέλους έχεις χρέος να φροντίζεις
να ανανεώνεις πολλές φορές αυτή με την υπενθύμηση γιατί
(18), αν δεν
κάνεις έτσι, κινδυνεύεις να μπλεχτείς πάλι στο δεσμό της φυσικής αγάπης του
εαυτού σου, η οποία, με το να παρεκλίνει περισσότερο στον εαυτό της παρά στο
Θεό, συνηθίζει πολλές φορές με το διάστημα του χρόνου, να μας κάνει να αλλάζουμε
αστόχαστα τα πράγματα και να μεταβάλουμε τα τέλη και τους πρώτους σκοπούς μας.
Οπότε, όποιος δεν προσέχει καλά σ
αυτό, αρχίζει πολλές φορές να κάνη κανένα έργο, με σκοπόν για να αρέση μόνο στον
Κύριό του· αλλ έπειτα, μετά από ολίγο, οδηγείται χωρίς να το καταλαλάβη, να του
αρέση και αυτού αυτό με την δική του θέλησι, έτσι που λησμονεί το θείο θέλημα·
και δένεται τόσο πολύ με την ευχαρίστησι εκείνου του έργου, που αν ο ίδιος ο
Θεός τον εμποδίση με κάποια ασθένεια ή με πειρασμό δαιμόνων και ανθρώπων ή με
άλλο μέσο κανενός κτίσματος, αυτός συγχίζεται ολόκληρος και ταράσσεται και
μερικές φορές κατακρίνει τον ένα και τον άλλον, ότι του στάθηκαν εμπόδιο (για να
μην πω Πως γογγύζει και κατά του ιδίου του Θεού καμμία φορά), πράγμα το οποίο
είναι σημείο ολοφάνερο, ότι η κρίσις του δεν ήταν όλη του Θεού, αλλά γεννήθηκε
από την σάπια και διεφθαρμένη ρίζα της φιλαυτίας.
Γιατί εκείνος που κινείται για μόνο
το θέλημα και την ευχαριστία του Θεού, δεν προτιμά περισσότερο το ένα έργο από
το άλλο, ούτε αν είναι το ένα είναι υψηλό και μεγάλο, και το άλλο ταπεινό και
μικρό αλλά εξ ίσου θέλει και τα δυό, γιατί είναι αρεστά στο Θεό για το καιρό ή
για τη μέθοδο ή για άλλη κάποια περίστασι που εκείνος μόνος γνωρίζει· οπότε
αυτός, είτε το σημαντικό και μεγάλο έργο παίρνει στα χέρια του, είτε το ταπεινό
και μικρό, μένει το ίδιο ειρηνικός και αναπαυμένος· γιατί με κάθε τρόπο
απολαβάνει το σκοπό του, που ήταν να φανή ευάρεστος στο Θεό σε όλα τα έργα του,
είτε στη ζωή είτε στο θάνατο. «Γι αυτό και αγωνιζόμαστε με ζήλο, για να είμαστε
ευάρεστοι στον Θεό, είτε μείνουμε στο σώμα, είτε φύγουμε από αυτό» (Β΄
Κορινθ. 5,9). Οπότε, αγαπητέ, ας είσαι πάντα προσεκτικός και συνεσταλμένος στον
εαυτό σου και προσπάθησε να κατευθύνης τις πράξεις σου σε αυτόν τον τελικό
σκοπό.
Εάν πάλι και καμιά φορά παρακινηθής
από την επιθυμία της ψυχής σου να κάνης το καλό για να αποφύγης τους τόπους
τιμωρίας και για να απολαύσης τον Παράδεισο, μπορείς ακόμη και σε αυτό να
σκεφτείς για τελευταίο σκοπό σου την ευαρέστησι και επιθυμία του Θεού, ο οποίος
θέλει να μπής στη βασιλεία του και να μην πας στον Άδη. Αυτή την αιτία, δηλαδή
το τέλος, δεν είναι δυνατό να γνωρίση κανείς σωστά, πόση εξουσία και δύναμι
έχει.
Γιατί ένα έργο, ας είναι πολύ
ταπεινό, ας είναι πολύ μικρό, όμως όταν γίνεται με σκοπό για να αρέση μόνο στο
Θεό και στη δόξα του, αξίζει απείρως περισσότερο (για να πω έτσι), από άλλα
πολλά έργα σπουδαία, ένδοξα και πολύ μεγάλα, που γίνονται χωρίς αυτό το σκοπό·
έτσι κοντά στο Θεό περισσότερο ευχάριστο είναι ένα μόνο λεπτό· όταν το δώσης σε
ένα φτωχό, γι αυτή μόνη την αιτία για να αρέσης στη Θεία του μεγαλωσύνη, παρά το
να ξεγυμνωθής από όλα τα πολλά υπάρχοντά σου, όταν το κάνης με κάποιον άλλο
σκοπό και αν το κάνης για να απολαύσης τα ουράνια αγαθά, τα οποία είναι σκοπός
όχι απλά καλός, αλλά και πολύ επιθυμητός. Αυτή η εξάσκησις την οποία πρέπει να
κάνης σε κάθε σου πράξι, το να έχης δηλαδή ένα σκοπό, να αρέσεις μόνον στο Θεό,
η άσκησις λέω αυτή, και στην αρχή θα σου φανή δύσκολη, όμως μετά από αυτά θα σου
γίνη εύκολη, ένα μεν από την χρησιμοποίησι της υποθέσεως και άλλο δε, από το να
επιθυμής πάντα το Θεό και γι αυτόν να αναπνέης με ζωντανή διάθεσι της καρδιάς
σου, σαν σε τελειότατο και μοναδικό αγαθό, το οποίο είναι άξιο για μόνο τον
εαυτό του να αναζητήται από όλα τα δημιουργήματα και να υπηρετήται και να
αγαπάται περισσότερο από κάθε άλλο.
Αυτός ο λογαριασμός της άπειρης
αξιομισθίας του Θεού, όσο γίνεται πιο πολύ βαθύς και πιο πολύ συνεχώς, τόσο θα
είναι και πιο πολύ θερμές και συνεχείς οι παραπάνω αναφερόμενες πράξεις της
θελήσεώς μας. Και έτσι, πιο πολύ ευκολώτερα και γρηγορότερα θα αποκτήσουμε την
συνήθεια να κάνουμε κάθε μας πράξι μόνο για την αγάπη και ευχαρίστησι του
Δεσπότου εκείνου, που μόνος είναι άξιος να αγαπάται. Τελευταία, αν θέλης να
καταλάβης αν ο Θεός σε παρακινή σε κάθε σου πράξι, πρέπει να ζητήσης αυτό από
τον Θεό με θερμή προσευχή, παρακαλώντας τον να σου προσθέση ακόμη και αυτή τη
χάρι κοντά στις άλλες αναρίθμητες ευεργεσίες και χάρες που σου έκανε και σου
κάνει συνέχεια, για μόνον την αγάπη και χωρίς κανένα κέρδος δικό του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄. Μερικές σκέψεις που παρακινούν την επιθυμία του ανθρώπου να
θέλη να κάνη σε κάθε πράγμα το θέλημα του Θεού.
Γιά να παρακινήσης τη θέλησί σου με
περισσοτέρη ευκολία, να θέλης σε όλα την ευχαρίστησι και τη δόξα του Θεού,
θυμήσου συχνά, ότι αυτός προτύτερα με διαφόρους τρόπους σε τίμησε και σε
αγάπησε· σε δημιούργησε από το τίποτα, κατ εικόνα και ομοίωσι δική του και όλα
τα άλλα κτίσματα τα έκανε στην δική σου υπηρεσία· σε λύτρωσε από τη σκλαβιά του
διαβόλου, στέλνοντας όχι έναν Άγγελο, αλλά τον Υιόν του τον Μονογενή για να σε
εξαγοράση, όχι με φθαρτή τιμή χρυσού και αργύρου, αλλά με το πολύτιμο αίμα του
και θάνατο τον πιο πολύ βασανιστικό και άτιμο και πάλι μετά από αυτά, κάθε ώρα
και κάθε στιγμή, σε φυλάει από τους εχθρούς· πολεμεί για σένα με τη θεία του
χάρι έχει έτοιμο για τροφή σου και τιμή σου, τον αγαπητό του Υιό στα άχραντα
Μυστήρια.
Αυτό είναι ένα σημάδι μιας υπέροχης
τιμής και αγάπης, που έχει για σένα ο Θεός, τόσο μεγάλη, που δεν μπορεί κανείς
να καταλάβη πόση τιμή κάνει ένας τόσο μεγάλος Βασιλιάς στην μηδαμινότητα και
ταλαιπωρία μας και αντίθετα, πόση τιμή και σεβασμό χρωστάμε να κάνουμε εμείς,
στην τόσο σημαντική αυτού μεγαλειότητα, ο οποίος έκανε για μας τόσα και τόσα
θαυμάσια πράγματα.
Και εάν οι επίγειοι βασιλείς, όταν
τιμώνται από ανθρώπους και τους πιο ασήμαντους και ευτελείς, είναι οφειλέτες να
τους κάνουν την ανταπόδοσι, πόσο περισσότερο πρέπει να κάνουμε εμείς οι
τιποτένιοι στον υπέρτατον Βασιλιά του σύμπαντος, από τον οποίον είμαστε τόσο
πολύ τιμημένοι και αγαπημένοι; Εκτός από αυτό που είπαμε, έχε πάντα στην θύμησί
σου περισσότερο από κάθε άλλο, ότι, όπως είπαμε πριν, η θεία μεγαλειότητα από
μόνη της είναι απεριόριστα άξια να τιμάται και να υπηρετήται καθαρά από όλους
κατά τον τρόπο που της αρέσει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ΄. Τα πολλά θελήματα και οι επιθυμίες, που υπάρχουν στον άνθρωπο
και η μάχη που υπάρχει ανάμεσά τους.
Γνώριζε ότι στον πόλεμο αυτό, δυό
θελήσεις υπάρχουν μέσα μας αντίθετες αναμεταξύ τους· η μία, του λογικού και γι
αυτό λέγεται, θέλησις λογική, και ανώτερη· η άλλη, της αισθήσεως και γι αυτό
ονομάζεται, θέλησις αισθητική και κατώτερη, η οποία ακόμη πιο συνηθισμένα,
ονομάζεται θέλησις άλογη, θέλησις διαθέσεως σάρκας και πάθους· με την ανώτερη
και λογική θέλησι επιθυμούμε όλα τα καλά· και με την κατώτερη και παράλογη
θέλησι, επιθυμούμε όλα τα κακά· λοιπόν, όταν εμείς θέλουμε κανένα πράγμα με
μόνον την αίσθησι, έως που δεν ταιριάζουμε με την ανώτερη και λογική θέλησι να
το θέλουμε, δεν λογαριάζεται, ότι το θέλουμε στα αλήθεια. Οπότε όλος ο αόρατος
πόλεμος, πρώτα σε αυτό μένει, δηλαδή, στο να μη γέρνει η ανώτερη θέλησι στη
κατώτερη. Γιατί, η λογική θέλησι, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στη θέλησι του Θεού,
που μένει πάνω της και σε εκείνη της αισθήσεως, που είναι κάτω της, πολεμείται
πάντα και από τη μία και από την άλλη. Επειδή και κάθε μία από αυτές θέλει να
την παρασύρη και να την υποτάξη στον εαυτό της
(19).
Γι αυτό, μεγάλη δοκιμασία και κόπο,
και μάλιστα στην αρχή, δοκιμάζουν εκείνοι, που συνήθισαν στο κακό, όταν
αποφασίσουν να αλλάξουν την κοσμική και σαρκική τους ζωή και να παραδοθούν στην
αγάπη και υπηρεσία του Θεού. Γιατί, τις αντιθέσεις που δέχεται η λογική θέλησί
τους, από την θέλησι του Θεού και από την θέλησι της αισθήσεως, οι οποίες μένουν
από το ένα μέρος και από το άλλο και την πολεμούν, είναι τόσο δυνατές, που με
μεγάλη δοκιμασία τις αισθάνονται, πράγμα το οποίο δεν συβαίνει σε εκείνους, που
συνήθισαν ήδη, ή στις αρετές ή στις κακίες και που αναπαύονται να ζούν ή σε
εκείνες ή σε αυτές.
Γιατί, οι μεν ενάρετοι, συμφωνούν
εύκολα στην θέλησι του Θεού, οι δε κακοί, κλίνουν σε εκείνη της αισθήσεως, χωρίς
καμία αντίθεσι
(20). Οπότε, ας
μην καυχάται κανείς, Πως μπορεί να αποκτήση τις αληθινές χριστιανικές αρετές και
να υπηρετήση τον Θεό, καθώς πρέπει, αν δεν βιάση στα αλήθεια τον εαυτό του για
να εγκαταλείψη όχι μόνο τις μεγαλύτερες ευχαριστήσεις, αλλά ακόμη και τις
μικρότερες, στις οποίες ήταν πριν αφοσιωμένος με κοσμική αγάπη. Και από αυτό
συμβαίνει να φθάνουν στην τελειότητα πολύ λίγοι
(21). Γιατί, αφού
κατάκτησαν με κόπο τις μεγαλυτέρες ευχαριστήσεις, δεν θέλουν μετά από αυτά να
πιέσουν τον εαυτό τους, στο να νικήσουν και τις μικρότερες και ασήμαντες
επιθυμίες τους, οι οποίες κάθε ώρα τους κατακτούν.
Γιά παράδειγμα· υπάρχουν μερικοί,
που δεν παίρνουν το ξένο πράγμα, αλλά όμως αγαπάνε με υπερβολή το δικό τους·
είναι άλλοι που δεν ζητάνε τιμές με αθέμιτα και άπρεπα μέσα· όμως, δεν τις
συχαίνονται, καθώς έχουν χρέος, αλλά και τις επιθυμούν, και κάποιες φορές τις
γυρεύουν με άλλους διαφόρους τρόπους. Άλλοι πάλι, κρατάνε τις νομοθετημένες
νηστείες κατά την υποχρέωσί τους, όμως κυριεύονται από την αδηφαγία και την
βουλιμία, τρώγοντας περισσότερο από αυτό που τους είναι αρκετό. Άλλοι ζούν με
εγκράτεια, όμως δεν ξεκολλάνε από κάποιες παρέες, που τους αρέσουν, οι οποίες
τους προξενούν μεγάλο εμπόδιο στην πνευματική ζωή και στη ένωσι με το Θεό· και
μάλιστα, οι εκείνες οι συναναστροφές, που γίνονται με πρόσωπα νέα και ευλαβή,
από τα οποία όσο λιγώτερο φοβάται κάποιος, τόσο περισσότερο πρέπει να τα
αποφεύγη
(22).
Οπότε, από αυτά που είπαμε,
ακολουθεί σε αυτούς το γεγονός ότι κάνουν τα καλά έργα, ατελή, ελλιπή και
ταιριασμένα με την επιθυμία της τιμής και των επαίνων του κόσμου. Από αυτά, σαν
επακόλουθο έρχεται το να μη προκόβουν στο δρόμο της σωτηρίας, αλλά να
επιστρέφουν και πίσω και να ξαναπέφτουν στα πρώτα κακά· γιατί δεν αγαπάνε την
αληθινή αρετή, ούτε φαίνονται ευχάριστοι στο Θεό, που τους λύτρωσε πριν από την
τυραννία του διαβόλου· από αυτά ακόμη ακολουθεί να είναι αυτοί αμαθείς πάντα και
τυφλοί στο να μη βλέπουν τον κίνδυνο που βρίσκονται σε κάποια στιγμή, που
νομίζουν Πως είναι ασφαλείς και ακίνδυνοι.
Και εδώ φανερώνεται μία πλάνη, τόσο
περισσότερο επιζήμια, όσο είναι λιγώτερο γνωστή· επειδή, είναι πολλοί που
ακολουθούν την πνευματική ζωή, αγαπάνε όμως περισσότερο από ό,τι πρέπει τον
εαυτό τους (αν και στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουν να τον αγαπούν). Γιατί,
καταπιάνονται περισσότερο, με εκείνα τα αγωνίσματα, που γέρνει η επιθυμία τους
και αφήνουν τα άλλα, που έρχονται σε αντίθεσι με τη φυσική τους κλίσι και στις
επιθυμίες των αισθήσεων, τις οποίες, έπρεπε με κάθε δίκαιο να πολεμούν με όλες
τους τις δυνάμεις.
Γιά αυτό, αγαπητέ εν Κυρίω, αδελφέ
μου, σου παραγγέλνω να αγαπάς πάντα την δυσκολία και τη δοκιμασία, που φέρνει
μαζί του αυτός ο πόλεμος, ακόμη και αν νικηθής κάποτε σε αυτόν. Γιατί λέει ο
Σειράχ· «Μη μισήσης κουραστική εργασία» (7,16). Γιατί εδώ βρίσκονται τα πάντα.
Επειδή και όσο πιο δυνατά αγαπήσης τη δυσκολία που δείχνει στους αρχάριους η
αρετή και ο πόλεμος, τόσο περισσότερο και πιο γρήγορα θα νικήσης· τι λέω; εάν
εσύ αγαπήσης περισσότερο τον βασανιστικό πόλεμο των παθών, παρά τις δικές σου
αρετές και τις νίκες, φυσικά πολύ πιο γρήγορα θα αποκτήσης κάθε καλό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ΄. Πως πρέπει να πολεμά κάποιος εναντίον της παραλόγου θελήσεως
των αισθήσεων και σχετικά με τις πράξεις που πρέπει να πραγματοποιήση η θέλησις,
προκειμένου να αποκτήση τις συνήθειες των αρετών.
Κάθε φορά, που παραλόγη επιθυμία των
αισθήσεων από το ένα μέρος και η θέλησις του Θεού από το άλλο, πολεμούν την
λογική σου επιθυμία και θέλει κάθε μία να νικήση, πρέπει να γυμνάζεσαι εσύ με
πολλούς τρόπους για να νικήση ολοκληρωτικά η επιθυμία του Θεού.
Και α΄,
όταν πολεμηθής από τις κινήσεις καμμιάς παράλογης επιθυμίας των αισθήσεων,
πρέπει να αντισταθής δυνατά, για να μη γίνη αποδεκτή από εκείνες η ανωτέρω
θέλησις του λογικού.
β΄.
Αφού σταματήσουν, σήκωσε αυτές πάλι κατεπάνω σου για να τις νικήσης και να τις
διώξης μακριά σου με μεγαλύτερη σφοδρότητα και δύναμι.
Και πάλι, μετά από αυτά, ανακάλεσε
αυτές στον γ΄
πόλεμο, στον οποίο θα συνηθίσης να τις μισήσης με όλη σου την ψυχή και τις
συχαίνεσαι
(23).
Αυτοί οι τρεις πόλεμοι, πρέπει να
γίνωνται σε κάθε μας άτακτη επιθυμία (εκτός από τα πάθη τα σαρκικά, για τα οποία
θα μιλήσω στο κατάλληλο σημείο).
Τελευταία, πρέπει να κάνης και
πράξεις αντίθετες με καθένα από τα πάθη σου.
Γιά παράδειγμα, αν κάποιος σε
ατίμασε και συ νιώθης πόλεμο από τις κινήσεις της ανυπομονησίας, πρόσεχε καλά
και θα νιώσης ότι αυτές οι κινήσεις πολεμούν πάντα την ανώτερη και λογική θέλησι
και προσπαθούν να την υποτάξουνε και να την κάνουν να συγκατατεθή· οπότε, εσύ
στον α΄
πόλεμο αντιστάσου στις κινήσεις αυτές με όλες σου τις δυνάμεις και βιάσου να μη
παρεκλίνης, ούτε να κάνη συγκατάθεσι σε αυτές η λογική σου επιθυμία, λέγοντας
και συ μαζί με τον Ωσηέ: «Αντιτασσόμενος θα τους συντρίψω» (1,2), και να μη
σταματήσης ποτέ αυτή την μάχη, έως ότου γνωρίσεις, ότι ο εχθρός σχεδόν
κουρασμένος παρέμεινε σαν νεκρωμένος και νικημένος· (πρόσεχε όμως καλά και
φυλάξου από την πονηριά του διαβόλου. Γιατί, όταν αυτός καταλάβη ότι
αντιστεκόμαστε δυνατά στις κινήσεις κάποιου πάθους, όχι μόνο δεν τις ξεσηκώνει
τότε καταπάνω μας, αλλά και αν είναι σηκωμένες, προσπαθεί να τις σταματήση, να
μη μας πολεμούνε, για να μην αποκτήσουμε με την εκγύμνασι εκείνη την συνήθεια
των αρετών και επιπλέον, για να μας κάνη να πέσουμε και σε κενοδοξία και σε
υπερηφάνεια, κάνοντάς μας με τρόπο επιδέξιο να νομίσουμε Πως σαν γενναίοι
στρατιώτες κατατροπώσαμε γρήγορα τους εχθρούς μας).
Γι αυτό εσύ, αγαπητέ, πέρασε στον β΄
πόλεμο, δηλαδή ξεσήκωσε κατεπάνω σου με την ενθύμησι εκείνους τους λογισμούς,
που σου έγιναν αιτία της ανυπομονησίας· και με συχνές επιθυμίες και με
περισσότερη βία από την πρώτη, καταδίωξε τις κινήσεις τους μακριά από σένα,
λέγοντας με τον Δαβίδ· «Θα κυνηγήσω τους εχθρούς μου και δεν θα υποχωρήσω μέχρις
ότου να τους εξολοθρεύσω» (Ψαλμ. 17,41). Μά επειδή δεν είναι αρκετό το να
διώξουμε μόνο τους εχθρούς μας, αλλά πρέπει και να τους μισήσουμε από την καρδιά
μας για να μη νικηθούμε από αυτούς άλλη φορά, γι αυτό και εσύ με τον γ΄
πόλεμο πρέπει να εναντιωθής με τόση σφοδρότητα στους λογισμούς της
ανυπομονησίας, έως να τους μισήσης και να τους συχαθής λέγοντας εκείνο το
ψαλμικό. «Τήν αδικία την μίσησα και την σιχάθηκα» (Ψαλμ. 118,162), και, «Μέ
τέλειο μίσος τους μίσησα· έγιναν προσωπικοί μου εχθροί» (Ψαλμ. 118,21).
Τελευταία, για να κάνης τέλεια την ψυχή σου με τις έξεις
(24) των αρετών,
πρέπει να κάνης ακόμη και πράξεις εσωτερικές που να είναι αντίθετες απευθείας
στην ανυπομονησία σου· κατά το «Απομακρύνσου από το κακό και κάνε το καλό»
(Ψαλμ. 33,14).
Γιά παράδειγμα· αν επιθυμής να
αποκτήσης τελείως την συνήθεια της υπομονής, δεν φθάνει μόνον να εξασκήσαι με
τους τρόπους του πολέμου, που είπα, αλλά πρέπει ακόμη και να αγαπάς την
περιφρόνησι, που έλαβες από εκείνον που σε ατίμασε ή σε έβρισε, επιθυμώντας να
ατιμασθής πάλι και να βριστθής όπως και πρώτα από τον ίδιο τον άνθρωπο· και να
είσαι προετοιμασμένος να υπομείνης ακόμη βαρύτερες ατιμίες και βρισιές, επειδή
και οι παρόμοιες πράξεις είναι αναγκαίες, για να μας κάμουν τέλειους στις
αρετές. Γιατί αλλιώς, οι άλλες πράξεις όσο πολλές και δυνατές και αν είναι, δεν
είναι όμως ικανές να αποσπάσουν την κακία από τις ρίζες της. Γι αυτό είναι
ανάγκη, εκεί που ήταν προηγουμένως φυτευμένη και ριζωμένη η κακία, εκεί αντί
αυτής να φυτευθή και να ριζωθή η αντίθετή της αρετή
(25), για να
γίνουν κατά τους ιατρούς τα αντίθετα θεραπεία των αντιθέτων.
Έτσι εάν εμείς δεν συνηθίσουμε με
πολλές και συχνές πράξεις να αγαπάμε την καταφρόνησι και να χαιρώμαστε με αυτήν,
πάνω στην οποία αγάπη της καταφρονήσεως θεμελιώνεται και ριζώνει η υπομονή, δεν
θα ελευθερωθούμε ποτέ από την κακία της ανυπομονησίας, η οποία θεμελιώνεται πάνω
στο μίσος της καταφρονήσεως· γι αυτό και μένοντας ζωντανή η ρίζα της κακίας,
φυτρώνει πάντα με τρόπο που μαραίνει την αρετή, μερικές φορές δε και την πνίγει
εντελώς· και εμάς κάνει να κινδυνεύουμε, για να ξαναπέσουμε πάλι με κάθε
ευκαιρία που θα μας τύχη· είναι, λοιπόν, βέβαιο, ότι χωρίς τις αντίθετες πράξεις
που είπαμε, δεν είναι δυνατόν να αποκτήσουμε την αληθινή συνήθεια των αρετών.
Γνώριζε δε και αυτό, ότι αυτές οι
πράξεις πρέπει να είναι τόσο συχνές και τόσο πολλές, που να μπορούν να
καταστρέψουν τελειωτικά την συνήθεια της κακίας, η οποία καθώς ριζώθηκε και
κατέκτησε την καρδιά μας από τις πολλές κακές πράξεις, έτσι πρέπει να ξερριζωθή
από αυτή με τις πολλές καλές πράξεις, και τότε να ριζώσουμε στην καρδιά μας την
συνήθεια των αρετών, μάλιστα λέω, ότι πρέπει να είναι πολύ περισσότερες οι καλές
πράξεις από τις κακές για να γίνη η συνήθεια ενάρετη· επειδή οι καλές πράξεις
δεν είναι σαν τις πράξεις της κακίας που υποστηρίζονται από την φύση, η οποία
είναι διεφθαρμένη από την αμαρτία.
Σου λέω ακόμη και τούτο· ότι αν η
αρετή που ασκείσαι το απαιτή, πρέπει ακόμη να κάνης και εξωτερικές πράξεις
παρόμοιες με τις εσωτερικές· για παράδειγμα· για να αποκτήσης την υπομονή όχι
μόνο πρέπει να αγαπάς με την καρδιά σου εκείνους που σε εξευτέλισαν ή σε
ενόχλησαν με κάθε τρόπο, αλλά και να λες σε αυτούς λόγια πραότητας και αγάπης·
και αν μπορής και να τους υπηρετείς ακόμη με έργα και να τους βάλλης μετάνοια
(26). Και αυτές
οι πράξεις και οι εσωτερικές και οι εξωτερικές, να σου φαίνωνται δύσκολες τόσο
για την αδυναμία του νού σου, όσο και για την δυσκολία που σου φέρνει σε αυτά η
επιθυμία σου, όμως με κανένα τρόπο δεν πρέπει να τις εγκαταλείψης, αλλά να
αγωνίζεσαι να τις κάνης. Γιατί, όσο αδύνατες και αν είναι, σε κρατούνε σταθερό
και γενναίο στον πόλεμο και σου διευκολύνουν τον δρόμο για να νικήσης.
Στάσου με προσοχή και συμμαζέψου
καλά στον εαυτό σου για να πολεμήσης όχι μόνο τις μεγάλες και αποτελεσματικές
επιθυμίες σου, αλλά ακόμη και τις μί-κρές και ελαφριές του κάθε σου πάθους·
γιατί οι μικρές ανοίγουν τον δρόμο στις μεγάλες, οπότε και μετά από αυτά
γεννιούνται μέσα μας οι κακές επιθυμίες· και από την λίγη φροντίδα που έχουν
μερικοί στο να αποσπάσουν από την καρδιά τους τις μικρές επιθυμίες, αφού
κυρίευσαν τις μεγάλες του ιδίου πάθους, ακολουθεί σε αυτούς ανέλπιστα και
ξαφνικά, να βλαφθούν και να νικηθούν από τους εχθρούς τους με δύναμι και φθορά
περισσότερη παρά από ό,τι πριν.
Σου υπενθυμίζω ακόμη να περικόβης
και να απονεκρώνης τις επιθυμίες και τα θελήματά σου, ακόμη και για πράγματα που
επιτρέπονται μεν αλλά δεν είναι απαραίτητα (και τέτοια είναι οι πολλές
συνομιλίες, τα λιπαρώτερα φαγητά και τα παρόμοια). Γιατί από αυτό θα σε
ακολουθήσουν πολλά καλά. Γιατί αυτά θα σε κάνουν περισσότερο προετοιμασμένο και
πιο πρόθυμο να νικάς τον εαυτό σου και στα άλλα. Γιατί θα γίνης δυνατώτερος και
εμπειρότερος στον πόλεμο των πειρασμών γιατί θα αποφύγης διάφορες παγίδες του
διαβόλου και θα κατορθώσης πράγματα πολύ αρεστά στο Θεό.
Λοιπόν εάν ακολουθήσης, αγαπητέ, με
τον τρόπο αυτόν που σου είπα αυτά τα άγια γυμνάσματα, να είσαι βέβαιος Πως σε
λίγο καιρό θα προκόψης πολύ και θα γίνης άνθρωπος πνευματικός αληθινά και
πραγματικά και όχι ψεύτικα και στο όνομα μόνο. Γιατί αν επιχειρήσης άλλο τρόπο
και άλλα γυμνάσματα ευχάριστα στην επιθυμία σου, τόσο που να νομίζης ότι
ενώθηκες με τον Θεό και του συνομιλείς γλυκά, γνώριζε, ότι δεν είναι δυνατόν να
αποκτήσης τη χάρι του αγίου Πνεύματος ή καμμία αρετή επειδή η χάρις του
Πνεύματος, καθώς είπα στο α΄
κεφάλαιο, δεν αποτελείται ούτε γεννιέται από γυμνάσματα ευχαριστήσεως και
παρόμοια με τη φύσι μας, αλλά από εκείνα που βάζουν τη φύση στους σταυρούς και
τις κακοπάθειες, και από εκείνα που ανακαινίζεται ο άνθρωπος μέσα από τις
επιθυμίες των ευαγγελικών αρετών και ενώνεται με τον εσταυρωμένο του Ποιητή.
Γνώριζε και αυτό, ότι καθώς οι
συνήθειες των κακών γίνονται με πολλές και συχνές πράξεις της λογικής θελήσεως,
επειδή αυτή είναι που παραδίνεται στις παράλογες επιθυμίες της αισθήσεως. Έτσι
και οι συνήθειες των ευαγγελικών αρετών, αποκτώνται με το να κάνης πράξεις
συχνές και πολλές και να παραδίνεσαι στο θέλημα του Θεού, από το οποίο είμαστε
προσκαλεσμένοι πότε στη μία αρετή και πότε στην άλλη. Γιατί καθώς η λογική
θέλησί μας, δεν μπορεί ποτέ να είναι κακή και γήινη, όσο και αν πολεμήται από
την παράλογη επιθυμία της σάρκας και από την κακία, αν δεν παραδοθεί μόνη της σε
αυτή και υποταχτεί· έτσι πάλι αυτή, δεν μπορεί ποτέ να είναι ενάρετη και ενωμένη
με τον Θεό, αν και προσκαλήται από την χάρι του, αν δεν παραδοθή ολοκληρωτικά
στο θέλημα και στη χάρι αυτού, τόσο με τις εσωτερικές πράξεις όσο και με τις
εξωτερικές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ΄. Τι πρέπει να γίνεται, όταν η ανώτερη λογική θέλησις φαίνεται
νικημένη από την παράλογη και κατώτερη και από τους εχθρούς.
Αν καμμία φορά σκεφθής ότι η λογική
σου θέλησις δεν μπορεί να αντισταθή ποτέ καθόλου στην παράλογη επιθυμία και
στους εχθρούς που σε πολεμούνε, επειδή και δεν αισθάνεσαι να έχης μία προθυμία
ζωντανή εναντίον τους· συ όμως, να παραμείνης, αδελφέ μου, σταθερός και μην
εγκαταλείψης τον πόλεμο, γιατί θα θεωρήσαι ως νικητής, εφόσον δεν βλέπης φανερά
νικημένο τον εαυτό σου. Διότι όπως η ανώτερη θέλησί μας δεν έχει ανάγκη από τις
κατώτερες επιθυμίες, για να προσβάλλη τις πράξεις της, έτσι αν αυτή η ίδια δεν
θέλη, δεν μπορεί να πιεσθή ποτέ και να νικηθή από αυτές με όσο σκληρό πόλεμο και
αν της κάνουν. Γιατί, ο Θεός χάρισε στη θέλησί μας τόση ελευθερία και δύναμι,
ώστε και αν όλες οι αισθήσεις, και όλοι οι δαίμονες και όλος ο κόσμος μαζί
οπλισθούν εναντίον της και την πολεμούν δυνατά, παρόλα αυτά, μπορεί η θέλησί μας
με κάθε ελευθερία, να τα περιφρονήση και να θέλη εκείνο, που θέλει, ή να μη θέλη
εκείνο, που δεν θέλει και όσες φορές θέλει και για το σκοπό εκείνο που της
αρέσει καλύτερα.
Εάν δε και καμιά φορά οι νοητοί
εχθροί και η παράλογή σου επιθυμία, τόσο δυνατά σε πολεμούνε και σε καταπιέζουν,
ώστε αποδυναμωμένος, δεν μπορείς να κάνης εναντίον τους κανένα έργο πνευματικό
για να βοηθηθής, σου λέω, να μη δειλιάσης ούτε σε αυτή την περίπτωσι, ούτε να
ρίξης στη γη τα άρματα· αλλά χρησιμοποίησε αυτό το όχημα, εναντίον αυτών και
λέγε προς τους εχθρούς· «δεν υποχωρώ από τον πόλεμο, δεν θα σάς αφήσω ούτε τώρα
απλήγωτους». «Ο Κύριος είναι το φως και η σωτηρία μου, ποιόν θα φοβηθώ; Ο Κύριος
το καταφύγιο της ζωής μου, από ποιόν θα πανικοβληθώ;» (Ψαλμ. 26,1). «Εγώ στο
όνομά του θα εξουθενώσω τους εχθρούς μου» (Ψαλμ. 43,7)· και αν τώρα δυναμωθής,
αλλά πάλι νικηθής, όπως γράφτηκε· «Όσο και αν συνασπίζεσθε, θα συντριβήτε·
εξοπλισθήτε όσο θέλετε, πάλι θα συντριβήτε» (Ησ. 8,9). Οπότε όπως κάνει εκείνος
που έχει εναντίον του τον εχθρό και τον καταδυναστεύει· ο οποίος, μη μπορώντας
να τον χτυπήση κατευθείαν, τον χτυπά πλάγια και δοκιμάζει να κάνη ένα πήδημα
παραπίσω, για να μπορέση να τον πληγώση και κατ ευθείαν έτσι κάνε και συ· μάζεψε
τους λογισμούς σου μέσα στον εαυτό σου και σκέψου ότι δεν έχεις καμμία δύναμι
και έτσι καταφεύγοντας στο Θεό, που μπορεί τα πάντα, κάλεσέ τον με θερμή ελπίδα
και δάκρυα, ενάντια στο πάθος που σε πολεμεί, λέγοντας· «Κύριε, βοήθησέ με· Θεέ
μου, Θεέ μου, βοήθησέ με· Ιησού μου, βοήθησέ με· πολέμισε τους πολεμούντάς με·
πάρε ασπίδα και όπλο και έλα βοήθησέ με» (Ψαλμ. 34,1). «Θεοτόκε Παρθένε, βοήθησέ
με, για να μην αφήσω τον εχθρό να με νικήση».
Εάν δε το πάθος και ο εχθρός σου
δίνη χρόνο, μπορείς ακόμη να βοηθήσης την αδυναμία της θελήσεώς σου κατά του
πάθους, με τους στοχασμούς και αυτές τις ασκήσεις. Παραδείγματος χάριν, όταν εσύ
πέσης σε καμία δυσκολία ή άλλη κάποια τιμωρία και η επιθυμία σου δεν μπορή ή δεν
θέλη να την υπομείνη, βοήθησέ την με αυτά.
Α΄.
Σκέψου, ότι η δοκιμασία αυτή που υποφέρεις, πρέπει να την πάθης άξια, γιατί εσύ
έδωσες την αφορμή και με κάθε δίκαιο χρωστάς να υποφέρης εκείνην την πληγή, που
εσύ με τα χέρια σου έδωσες στον εαυτό σου.
Β΄.
Εάν εσύ δεν έχης στη δοκιμασία αυτή κανένα φταίξιμο, γύρισε τον λογισμό σου στα
πολλά άλλα και μεγάλα σου σφάλματα και σκέψου, Πως γι αυτά δεν σου έδωσε ακόμη ο
Θεός την τιμωρίαν που σου αρμόζει, αλλά ούτε εσύ τα σωφρόνισες καθώς πρέπει·
οπότε η ευσπλαγχνία του Θεού σε ελέησε και για να μη βασανισθής αιώνια, σου
έστειλε την προσωρινή αυτή δοκιμασία· και λοιπόν πρέπει να τη δεχθής με χαρά και
ευχαριστία.
Γ. Σκέψου, ότι αν και πρόλαβες και
έκανες αρκετό κανόνα για τα αμαρτήματά σου εκείνα με τα οποία λύπησες την
μεγαλειότητα του Θεού (το οποίο δεν πρέπει ποτέ να σκεφθής)· σκέψου όμως Πως
στην βασιλεία των ουρανών δεν μπαίνει κανείς άλλος, παρά μέσα από την στενή πύλη
των δοκιμασιών και των θλίψεων. «Πρέπει να περάσουμε από πολλές θλίψεις για να
μπούμε στην Βασιλεία του Θεού» (Πράξ. 14,21).
Δ΄.
Ότι αν και συ μπορείς να μπής σε αυτή την βασιλεία μέσα από άλλο δρόμο, δηλαδή
μέσα από την αγάπη του Θεού, όμως αυτό δεν πρέπει ούτε καν να το σκεφθής· επειδή
και ο Υιος του Θεού με όλους του τους φίλους, μπήκε σε αυτή μέσα από αγκάθια και
σταυρούς.
Ε. Σκέψου Πως αυτή η δοκιμασία που
υποφέρεις, είναι κατά το θέλημα του Θεού (το οποίο πρέπει να σκέφτεσαι στην αρχή
κάθε σου πράξεως και θλίψεως που θα σου συμβαίνη, όπως σου είπα πιο πριν, στο ι΄
και ια΄
κεφάλαιο, δηλαδή το να θέλης να γίνεται σε κάθε σου έργο και σε κάθε άλλο
γεγονός το θέλημα του Θεού), ο οποίος για την αγάπη που σου έχει, ευχαριστιέται
και χαίρεται να σε βλέπη να υποφέρης ως πιστός του και γενναίος πολεμιστής.
Λοιπόν και συ για να ανταποκριθής σε αυτή του την αγάπη, όσο είναι άδικη και
βαριά η δοκιμασία που υποφέρεις, τόσο αγωνίσου να την υπομένης με ευχαριστία.
Γιατί κάνοντας έτσι, φαίνεσαι Πως υπομένεις στην πράξι και αγαπάς και σε αυτά
ακόμη τα σκληρότατα βασανιστήρια μόνον την θεία του θέλησι, για την οποία και
κοντά στην οποία, κάθε τι πικρό φαίνεται γλυκό και κάθε άτακτο έχει τάξι και
κανόνα τέλειο.
Εάν θέλης να νικάς τους εχθρούς σου
πιο γρήγορα και εύκολα, είναι ανάγκη να πολεμάς, αδελφέ και για πάντα και
γενναία, εναντίον όλων σου των παθών, περισσότερο όμως και ειδικά εναντίον της
φιλαυτίας σου, δηλαδή της υπερβολικής αγάπης του εαυτού σου, συνηθίζοντας να
έχης για φίλους σου αγαπητούς τις περιφρονήσεις και τις θλίψεις, που μπορεί ποτέ
να σου δώση ο κόσμος· γιατί, με το να μη γνωρίζει κάποιος αυτόν τον πόλεμο του
εαυτού του και με το να τον υπολογίζη λίγο, συνέβηκε και συμβαίνει πάντα να
είναι οι νίκες δύσκολες, σπάνιες, ατελείς και ανύπαρκτες.
Λοιπόν, αυτός ο πόλεμος πρέπει να
γίνεται πάντοτε, ασταμάτητα, δηλαδή συνεχώς, ως την ώρα του θανάτου σου και με
γενναία ψυχή, την οποία εύκολα θα αποκτήσης εάν την ζητήσης από τον Θεό· εάν
όμως σκεφθής την μανιασμένη ορμή και το παντοτεινό μίσος, που έχουν εναντίον σου
οι εχθροί δαίμονες και το μεγάλο πλήθος των παρατάξεων και στρατευμάτων του,
σκέψου όμως από την άλλη πλευρά και ότι είναι πολύ μεγαλύτερη η δύναμι του Θεού
και η αγάπη που σου έχει και ότι πολλοί περισσότεροι είναι οι Άγγελοι του
ουρανού και οι προσευχές των Αγίων, που πολεμούν κρυφά με το μέρος μας, όπως
γράφτηκε για τον Αμαλήκ· «Μέ μυστικό και αόρατο χέρι πολεμά ο Κύριος» (Έξοδ.
17,16). Γι αυτό και από αυτήν την σκέψι παρακινήθηκαν τόσες γυναίκες και τόσα
ανήλικα παιδιά και κατέκτησαν και νίκησαν όλη τη δύναμι και σοφία του κόσμου,
όλες τις προσβολές του εχθρού διαβόλου και όλη τη μανία του.
Οπότε, δεν πρέπει να φοβηθής ποτέ,
αν και σου φαίνεται ότι ο πόλεμος των εχθρών είναι δυνατός κατά πολύ, ότι θα
παραμείνη για όλη σου την ζωή και ας σε φοβερίζη με πτώσεις από διάφορα μέρη.
Γιατί, κάθε δύναμι και γνώσι των εχθρών μας, βρίσκεται στα χέρια του θείου μας
Αρχιστρατήγου Ιησού Χριστού, για του οποίου την τιμή πολεμείσαι. Ο οποίος,
επειδή μόνος του σε προσκαλεί με πίεσι στον πόλεμο, είναι φανερό, ότι όχι μόνο
δεν θα αφήση ποτέ να υπάρξει σε βάρους σου κάποια εξουσία και νίκη από τους
εχθρούς (γιατί αυτό το θεωρεί ως προσβολή του)· αλλά πολεμώντας αυτός για σένα,
θα τους δώση στα χέρια σου νικημένους, όταν του φανή ευχάριστο, όπως γράφτηκε «Ο
Κύριος ο Θεός σου πηγαινοέρχεται μέσα στο στρατόπεδό σου για να σε προστατεύση
και για να συλλάβη τους εχθρούς σου και να τους παραδώση στα χέρια σου».
(Δευτερ. 23,14).
Εάν όμως και αυτός αργοπορήση μέχρι
την τελευταία μέρα της ζωής σου, να κάνης αυτή την νίκη
(27), αυτό θα
είναι για μεγαλύτερο κέρδος σου· μόνον εσύ, αυτό πρέπει να κάνης, το να πολεμάς
μεγαλόψυχα· και αν πολλές φορές μείνης πληγωμένος στον πόλεμο, μην αφήσης ποτέ
σου τα όπλα, ούτε να φύγης· τέλος πάντων, για να παρακινήσαι να πολεμάς γενναία,
πρέπει να γνωρίζης, ότι αυτόν τον πόλεμο δεν μπορεί να τον αποφύγη κανένας
άνθρωπος, είτε στη ζωή είτε στο θάνατο· και όποιος δεν πολεμάει για να νικήση τα
πάθη και τους εχθρούς του, αναγκαστικά πρέπει να συλληφθή από εδώ ή από εκεί και
να πεθάνη.
Γι αυτό, πρέπει να πολεμάμε γενναία
και πάντα, γιατί έχουμε να κάνουμε με τέτοιους εχθρούς, οι οποίοι τόσο πολύ μας
μισούν, που δεν είναι δυνατόν να ελπίζουμε ποτέ από αυτούς ούτε ειρήνη, ούτε
διωρία ή καμμία ανακωχή και κατάπαυσι του πολέμου. Γιατί καλό ήταν από την αρχή
να μην ανοίξουμε πόρτα και να βάλουμε τους εχθρούς και τα πάθη μέσα στην ψυχή
και καρδιά μας· αφού όμως τους βάλαμε μία φορά, δεν μπορούμε πια να
αδιαφορήσουμε, αλλά πρέπει να πολεμάμε για να τους βγάλουμε, επειδή αυτοί είναι
αναιδείς και αδιάντροποι, δεν βγαίνουν με άλλον τρόπο παρά με τον πόλεμο
(28).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΣΤ΄. Μέ ποιό τρόπο ξημερώνοντας πρέπει να βγαίνη στη μάχη το πρωί ο
στρατιώτης του Χριστού για να πολεμά.
Αφού ξυπνήσης το πρωί και
προσευχηθής αρκετή ώρα λέγοντας, Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιε του Θεού, ελέησόν με,
το πρώτο πράγμα που πρέπει να σκεφθής είναι αυτό, το να νομίσης ότι βλέπης τον
εαυτό σου κλεισμένο μέσα σε ένα τόπο και στάδιο
(29), το οποίο
δεν είναι άλλο, παρά η ίδια σου καρδιά και όλος ο εσωτερικός άνθρωπος· με αυτόν
το νόμο, ότι όποιος εκεί δεν πολεμήσει, θα μένη για πάντα πεθαμένος· και μέσα σε
αυτό φαντάσου Πως βλέπης μπροστά σου εκείνο τον εχθρό και εκείνη την κακή σου
επιθυμία, την οποία αποφάσισες να πολεμήσης και είσαι έτοιμος να πληγωθής και να
πεθάνης, αρκεί μόνο να την νικήσης. Και από μεν το δεξιό μέρος του σταδίου,
πίστεψε Πως βλέπης τον νικηφόρο σου Αρχιστράτηγο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό με
την Παναγία του Μητέρα και με πολλά τάγατα Αγγέλων και Αγίων και μάλιστα τον
Αρχάγγελο Μιχαήλ· και από την αριστερή πλευρά, ότι βλέπης τον υπόγειο διάβολο με
τους δικούς του δαίμονες, για να ξεσηκώσουν το πάθος εκείνο και την κακή
επιθυμία καταπάνω σου, και να σε παρακινήσουν να εγκαταλείψης τον πόλεμο και να
υποταχθής σε αυτό· φαντάσου και Πως ακούς μία φωνή, σαν από τον φύλακά σου
Άγγελο, να σου λέη τα εξής: Εσύ σήμερα θα πολεμήσης εναντίον αυτού του πάθους
και των άλλων σου εχθρών η καρδιά σου ας μη δειλιάση πλήρως και αποφύγης τον
πόλεμον για τον φόβο ή άλλο περιορισμό με κανένα τρόπο· διότι ο Κύριος μας και
Αρχιστράτηγός μας Ιησούς στέκεται εδώ περιτριγυρισμένος μαζί με όλους τους
χιλιάρχους και εκατοντάρχους του, δηλαδή με όλα του τα δοξασμένα τάγματα, για να
πολεμήση όλους τους εχθρούς σου και να μη τους αφήση να σε καταπιέσουν ή να σε
νικήσουν «Ο Κύριος θα πολεμήση για σάς» (Εξοδ. 14,14). Οπότε, στάσου σταθερός,
βίασε τον εαυτό σου, υπόμεινε τον πόνο που θα θέλης να αισθανθής κάποια φορά,
φώναζε πολλές φορές από τα σπλάγχνα της καρδιάς σου· «μη με παραδώσης στη
βουλιμία των εχθρών μου» (Ψαλμ. 26,18). Φώναζε τον Κύριό σου και την Παρθένο και
όλους τους Αγίους και τις Αγίες· και θα νικήσης οπωσδήποτε· γιατί λέει· «Σάς
γράφω νέοι μου για να σάς βεβαιώσω ότι έχετε νικήσει τον πονηρό» (Ιωάν. α΄ 2,13). Και αν εσύ είσαι αδύνατος και κακομαθημένος, ενώ οι
εχθροί σου είναι δυνατοί και πολλοί, πολύ περισσότερες είναι οι βοήθειες εκείνου
που σε έπλασε και σε λύτρωσε και ασύγκριτα δυνατώτερος είναι ο Θεός στον πόλεμον
αυτόν, όπως γράφτηκε· «Ο Κύριός σου είναι κραταιός και δυνατός στον πόλεμο»
(Ψαλμ. 23,8). Και περισσότερο πόθο έχει αυτός για να σε σώση, παρά αυτόν που
έχει ο έχθρος για να σε καταστρέψη. Γι αυτό πολέμα και μη βαρεθής ποτέ σου τον
κόπο. Γιατί από τον κόπο και από την βία και την δοκιμασία, που αισθάνεσαι για
την συνήθεια που έδειξες στο κακό, γεννάται η νίκη και ο μεγάλος θησαυρός, με
τον οποίο αγοράζεται η βασιλεία των ουρανών και ενώνεται η ψυχή για πάντα με το
Θεό.
Λοιπόν άρχισε στο όνομα του Θεού να
πολεμάς με τα οχήματα της απιστίας στον εαυτό σου και της ελπίδας και του
θάρρους στο Θεό σου, με την προσευχή και με την εκγύμνασι· μάλιστα δε με το
όχημα της καρδιακής και νοερής προσευχής, το οποίο είναι το· Κύριε, Ιησού
Χριστέ, όνομα τόσο φοβερό, που σαν μαχαίρι με δυό στόματα στρέφεται μέσα στη
καρδιά, μασάει και κατακόβει τους δαίμονες και τα πάθη· γι αυτό σχετικά είπε ο
Ιωάννης της Κλίμακας. «Ιησού ονόματι, μάστιζε πολεμίους»· για το οποίο μιλάμε
ξεχωριστά στο με΄
κεφάλαιο. Μέ αυτά, λέω, πολεμάει εκείνο τον εχθρό και εκείνο το πάθος και την
κακή επιθυμία, που σε πολεμάει την οποία είσαι αποφασισμένος να νικήσης με την
σειρά, που σου είπα στο ιγ΄
κεφάλαιο· δηλαδή πότε με την αντίστασι, να τον πληγώνεις μέχρι θανάτου, πότε με
το μίσος, πότε με τις πράξεις της αντίθετης αρετής· και έτσι, να κάνης πράγματα
που αρέσουν στο Θεό σου, ο οποίος, με όλη την θριαμβεύουσα στον ουρανό Εκκλησία
στέκεται αόρατα και βλέπει τον πόλεμό σου· για τον οποίο πόλεμο, δεν πρέπει να
λυπάσαι σκεπτόμενος, ότι αφενός μεν είναι η υποχρέωσις που έχουμε όλοι μας να
δουλεύουμε και να αρέσουμε στο Θεό και αφετέρου η ανάγκη που έχουμε να πολεμάμε,
καθώς σου είπα από πριν. Γιατί, αν εγκαταλείψουμε αυτόν τον πόλεμο, οπωσδήποτε
θα θανατωθούμε. Έπειτα, και αν φύγης προς στιγμή από τον κατά Θεόν αυτό πόλεμο
σαν αποστάτης και παραδοθής στο κόσμο και σε όλες τις καλοπεράσεις και
αναπαύσεις της σάρκας, ύστερα όμως και με την πίεσί σου πάλι πρέπει να πολεμήσης
και με τόσες αντιθέσεις, που πολλές φορές να ιδρώνη το πρόσωπό σου και να
καταπληγώνεται η καρδιά σου με θανατηφόρες λυποθυμίες. Πότε; την ώρα των
γηρατειών σου και του θανάτου σου. Όταν οι δαίμονες και όλα τα πάθη σου, πιθανόν
να σε έχουν περικυκλώσει. Και τόσο να σε συντρίψουν, που εσύ μη μπορώντας, ποιό
πρώτα να πολεμήσης, θα παραδοθής σε αιώνιο θάνατο. Γι αυτό, μη γίνης τόσο
ανόητος, αγαπητέ, που να θέλης να πολεμάς τότε σε μία ώρα ασύμφορη αλλά σαν
φρόνιμος, υπόμεινε τώρα την κούρασι του πολέμου, για να νικήσης, να στεφανωθής
και να ενωθής με τον Θεό και εδώ και εκεί στη βασιλεία του την ουράνια· «Θυμήσου
τον δημουργό σου τις μέρες της νεότητός σου, πριν έλθουν οι μέρες οι κακές και
φθάσουν τα χρόνια εκείνα που δεν θα έχης δύναμι» (Εκκλ. 12,1).
Πολύ σε συμφέρει, αδελφέ, να
γνωρίζης και την τάξι, που πρέπει να κρατάς, για να πολεμάς όπως πρέπει και όχι
απλά και όπως έτυχε, καθώς κάνουν πολλοί και βλάπτονται. Η τάξι του πολέμου κατά
των εχθρών και των κακών σου επιθυμιών, είναι αυτή· να μπής μέσα στη καρδιά σου
και να ερευνήσης με επιμέλεια, από ποιούς λογισμούς και από ποιές επιθυμίες και
προσπάθειες είναι αυτή περικυκλωμένη και από ποιό πάθος περισσότερο κυριεύεται
και βασανίζεται· και πρώτα, κατά εκείνου του πάθους να πιάσης τα όπλα και να
πολεμήσης· εάν όμως συμβή να πειραχθής και από άλλα πάθη, εσύ πρέπει πάντα να
πολεμάς το πιο κοντινό πάθος, που τότε έμπρακτα σε πολεμά και πάλι να γυρίζης
τον πόλεμο σε εκείνο που περισσότερο σε κατακυριεύει.
Αν ακόμη δεν είσαι συνηθισμένος,
αγαπητέ, να πολεμάς αντίθετα στα ξαφνικά χτυπήματα και επιθέσεις των προσβολών,
ή άλλων κάποιων αντίθετων που σου τυχαίνουν, σε συμβουλεύω να κάνης το εξής:
Δηλαδή, συνήθιζε πάντα να ερευνάς από πριν, καθισμένος στο σπίτι σου, ότι θα σου
συμβούν πολλές προσβολές, ατιμίες, πολλές φορές δε και πληγές και άλλα πολλά
αντίθετα· και με αυτόν τον τρόπο να είσαι προετοιμασμένος, ώστε να μην ταραχθής,
αλλά να τα υπομείνης με ευχαριστία χωρίς ταραχή. Τήν προετοιμασία αυτή πρέπει
μάλιστα να κάνης όταν είσαι έτοιμος να βγής έξω από το σπίτι σου και να πας σε
κάποιον άλλον τόπο και μάλιστα όταν θα συνομιλήσης με πρόσωπα που θυμώνουν
εύκολα. Γιατί, μία τέτοια προετοιμασία και προγύμνασι, πιστεύει ότι είναι
ευκαταφρόνητα και τα πιο φοβερά και ξαφνικά περιστατικά και το πάθος του θυμού,
δεν αφήνει να ταραχθή· «ετοιμάσθηκα και δεν ταράχθηκα» (Ψαλμ. 118,60)
(30).
Κοντά δε στην προμελέτη και την
προετοιμασία αυτή, χρησιμοποίησε και αυτόν τον τρόπο. Όταν, σε κάποια περίπτωσι,
αρχίση κάποιος ξαφνικά και χωρίς να το περιμένης, ή να σε χτυπά, ή να σε βρίζη
και να σου προξενή άλλη ατιμία, στάσου για λίγο· και αφού συμμαζέψης τους
λογισμούς σου μέσα στην καρδιά σου, βάλε όλη την προσοχή και επιφυλακή στο νού
σου, στο να προσέξη καλά και να μη ταραχθή καθόλου από το πάθος του θυμού η
καρδιά σου· εάν όμως προλάβη να ταραχθή, να μην αφήσης να βγή έξω το πάθος και
να σε παρακινήση στο να βρίσης και συ και να εκδικηθής· «μέσα μου, λέγει,
συνταράσσεται η καρδιά μου» (Ψαλμ. 14)
(31).
Στή συνέχεια βίασε τον εαυτό σου να
σηκώσης το νού σου στο Θεό, σκέψου την άπειρη αγάπη που σου έχει, για την οποία
σου έστειλε τον ανέλπιστο αυτό πειρασμό και τη δοκιμασία, για να σε καθαρίση
περισσότερο και να σε ενώσει μαζί του καλύτερα. Αυτά, λέω, σκεπτόμενος γύρισε
στον εαυτό σου και ελέγχοντάς τον, πές μέσα σου· «Έ, άθλιε και ταλαίπωρε! και
γιατί δεν θέλεις εσύ να αγκαλιάσης αυτόν τον σταυρό και την δοκιμασία που σου
έστειλε, όχι κάποιος άλλος, αλλά αυτός ο ιδιος σου ο Πατέρας ο ουράνιος; μετά
γύρισε στο σταυρό και αγκάλιασέ τον νοερά με την πιο μεγάλη χαρά, που μπορείς,
λέγοντας, ω σταυρέ, που ιδρύθηκες από την πρόνοια του Θεού, πριν να γίνω εγώ! ω
σταυρέ, που γλυκάθηκες από την γλυκειά αγάπη του εσταυρωμένου, κάρφωσε και
προσήλωσέ με σε σένα για να μπορέσω ολοκληρωτικά να ενωθώ με εκείνο, που με
λύτρωσε, πεθαίνοντας πάνω σε σένα». Εάν όμως και το πάθος του θυμού προλάβη και
κινηθή μέσα σου και δεν σε αφήση στη αρχή να υψώσης το νού σου στο Θεό όμως,
πάλι μελέτησε να τον υψώσης το γρηγορώτερο, σαν να μην έχης ταραχθή καθόλου·
γιατί θα βοηθηθής.
Η καλύτερη όμως και πιο
αποτελεσματική θεραπεία τους να μη κινούνται ξαφνικά τα πάθη, είναι, το να
απομακρυνθούν οι αιτίες από τις οποίες προέρχεται αυτή η κίνησις. Αυτές γενικά
είναι δυό· η αγάπη και το μίσος. Οπότε, εάν εσύ αγαπητέ, έφθασες να έχης εμπαθή
αγάπη σε κανένα πρόσωπο, ή σε άλλο κανένα μικρό πράγμα, ή μεγάλο και αμέσως
μόλις ιδής να σου το αρπάξουν ή το πειράξουν, ταράζεσαι ξαφνικά και
σκανδαλίζεται από την συμπάθεια η καρδιά σου, πρέπει να πολεμάς, να βγάλης από
την καρδιά σου την κακή εκείνη αγάπη που έχεις σε αυτό, γιατί, όσο αυτή είναι
μεγαλύτερη ή μικρότερη, τόσο μεγαλύτερη ή μικρότερη είναι και η ξαφνική κίνησις
του πάθους.
Εάν όμως αντίθετα και έχεις μίσος σε
κάποιον, ή σε άλλο κανένα πράγμα και από αυτό ταράζεσαι ξαφνικά και αηδιάζης,
όταν το βλέπης ή ακούς κάποια θαυμαστή του ενέργεια, πρέπει να πιέζης τη θέλησί
σου, μέχρι να το αγαπήσης· όχι μόνο γιατί είναι και αυτό πλάσμα του Θεού, σαν
και εσένα φτιαγμένο κατ εικόνα αυτού και ομοιότητα από το ύψιστο χέρι του Θεού·
όχι μόνον γιατί και αυτός σαν εσένα είναι αναγεννημένος με αυτό το πολύτιμο αίμα
του Χριστού, όχι μόνο γιατί είναι αδελφός σου και μέλος σου και δεν πρέπει να
τον μισής, ούτε με αυτήν την ίδια την σκέψι σου και τον λογισμό σου, όπως
γράφτηκε «μην κρατάς κακία στην καρδιά σου για τον αδελφό σου» (Λευϊτ. 19,17)
(32). Αλλά, και
γιατί, αν είναι το πρόσωπο εκείνο κακό και άξιο μίσους, όμως, όταν εσύ το
αγαπάς, μοιάζεις με τον Θεό ο οποίος αγαπά όλα του τα δημιουργήματα και κανένα
ποτέ δεν συχαίνεται, καθώς λέει ο Σολομώντας: «Όλα είναι δικά σου και γι αυτό τα
φροντίζεις Κύριε, εσύ που αγαπάς την ζωή» (Σοφ. Σολομ. 11,). Και μάλιστα, διότι
ο Θεός παραβλέποντας τις κακίες των ανθρώπων «τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί
πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. 5,45).
Εναντίον των σαρκικών παθών θα
πολεμάς, αδελφέ, με ξεχωριστό και διαφορετικό τρόπο από τους άλλους. Και για να
γνωρίζης να πολεμάς με την τάξι, πρέπει να σκέφτεσαι ότι υπάρχουν τρεις χρόνοι
και τρεις πόλεμοι· πριν από τον πειρασμό, στο καιρό του πειρασμού και αφού
περάσει ο πειρασμός.
Ο πόλεμος πριν από τον πειρασμό θα
είναι, κατά των αιτιών, που συνήθως γίνονται αφορμή αυτού του πειρασμού· δηλαδή,
πρώτα, εσύ πρέπει να πολεμάς κατά αυτού του πάθους· όχι αντιστεκόμενος σ αυτό,
όπως σου είπα να κάνης στα άλλα πάθη, αλλά αποφεύγοντας με όλη σου τη δύναμι από
κάθε είδους αφορμή και πρόσωπο, το οποίο σου προξενεί πειρασμό στη σάρκα. Και,
εάν καμιά φορά είναι ανάγκη να μιλήσης με κανένα τέτοιον, μίλησε με συντομία και
με πρόσωπο σεμνό και σοβαρό· μάλιστα, τα λόγια σου, ας έχουν κάποια σκληρότητα
περισσότερη, παρά γλυκύτητα.
«Μήν έχης εμπιστοσύνη στον εχθρό σου
ποτέ», λέγει ο Σειράχ (12,11). Και συ, μην έχης εμπιστοσύνη ποτέ στον εαυτό σου.
Γιατί, καθώς ο χαλκός γεννάει από μόνος του την σκουριά έτσι και η διεφθαρμένη
φύσις σου γεννά από μόνη της την κακία· «όπως ο χαλκός σκουριάζει, έστι και
κακία του» (αυτόθι)· μην έχης εμπιστοσύνη, πάλι σου λέω, στον εαυτό σου, και αν
μπορή να ειπωθή έτσι ότι και εσύ δεν αισθάνεσαι, ούτε ακόμη αισθανθής τόσο καιρό
τις αιχμές της σάρκας· διότι αυτή η κατηραμένη κακία, εκείνο που δεν έκανε σε
πολλούς χρόνους, το κάνει σε μία ώρα και πολλές φορές κάνει τις ετοιμασίες της
κρυφά και όσο περισσότερο κάνει τον φίλο και δίνει λιγωτέρο υποψία για αυτή,
τόσο περισσότερο βλάπτει και αθεράπευτα πληγώνει
(33).
Γι αυτό, πολλές φορές πρέπει να
φοβάται κανείς περισσότερο (καθώς η πείρα το απέδειξε και το αποδεικνύει), από
εκείνα τα πρόσωπα, με τα οποία νομίζει εύλογο να συναναστρέφεσαι ή γιατί είναι
συγγενείς του ή γιατί είναι ευλαβή και ενάρετα
(34) ή γιατί
ευεργετήθηκε από αυτούς και κρίνει σαν υποχρέωσι να τα συχνοχαιρετά. Διότι με
την απερίσκεπτη αυτή συναναστροφή, ανακατώνεται η φαρμακερή ευχαρίστησις της
αισθήσεως, ώστε ανεπαίσθητα λίγο λίγο διαπερνά ως και στο νού της ψυχής και
σκοτεινιάζει τόσο τη λογική, με τρόπο, που αρχίζουν ύστερα να μην υπολογίζουν
καθόλου τα επικίνδυνα αίτια της αμαρτίας· δηλαδή, τα ερωτικά βλέμματα, τα γλυκά
λόγια του ένα και του άλλου μέρους· τις άσεμνες κινήσεις και μορφασμούς· τα
πιασίματα των χεριών και έπειτα καταντούν να πέσουν ή στην ολοκληρωτική αμαρτία
ή στα άλλα διαβολικά πάθη, από τα οποία δύσκολα μπορούν να ελευθερωθούν.
Γι αυτό, πρέπει, αδελφέ, να
αποφεύγης την φωτιά, γιατί είσαι πανί και μην ξεθαρρέψης ποτέ ότι είσαι στουπί
βρεγμένο και καλά γεμάτο από νερό καλής και δυνατής θελήσεως· όχι· αλλά Πως
είσαι στουπί ξερό και αμέσως πλησιάζοντας τη φωτιά, κατακαίγεσαι, σύμφωνα με
αυτό που έχει γραφεί για τον Σαμψών, ότι «έσπασε τα νεύρα όπως σπάει η κλωστή
του στουπιού, όταν πλησιάση στη φωτιά» (Κρίτ. 16,9), ούτε να λογαριάσης ότι
έχεις σταθερή απόφασι και προθυμία καλύτερα να πεθάνης παρά να λυπήσης τον Θεό
με την αμαρτία. Γιατί, αν υποθέσουμε ότι είσαι στουπί βρεγμένο, αλλά όμως με την
συχνή συναναστροφή και το θέαμα, η φωτιά με την θερμότητά της ξηραίνει λίγο λίγο
το νερό της καλής σου θελήσεως και ανέλπιστα, τόσο θα προσκολληθής στο διαβολικό
έρωτα, ώστε να μην ντραπής τους ανθρώπους, ούτε να σεβασθής συγγένεια ή φιλία,
ούτε να φοβηθής τον Θεό, ούτε να υπολογίσης την τιμή, ούτε την ζωή, ούτε τις
τιμωρίες όλες της κολάσεως· αλλά να εκτελέσης την αμαρτία. Γι αυτό, φεύγε, φεύγε
όσο μπορείς.
Α΄.
Από τις συναναστροφές των προσώπων που σκανδαλίζουν, αν αληθινά δεν θέλης να
πιασθής από την αμαρτία και να θανατωθής
(35)
Β΄.
Απόφευγε την ανεργία και οκνηρία και στάσου άγρυπνος και νηφάλιος με τους
λογισμούς και με τα έργα, που ταιριάζουν στη στάσι σου.
Γ. Μήν παρακούσης ποτέ σου, αλλά
υποτάξου εύκολα στους προεστώτες και Πνευματικούς σου Πατέρες, κάνοντας με
προθυμία και γρήγορα εκείνα που σε προστάζουν και μάλιστα, εκείνα που σε
ταπεινώνουν και είναι αντίθετα της θελήσεώς σου και της φυσικής σου κλίσεως.
Δ΄.
Μη κάνης ποτέ κρίσι αλαζονική για τον πλησίον σου· δηλαδή, μην τον κατακρίνης
και μάλιστα, γι αυτήν την ίδια σαρκική αμαρτία, για την οποία μιλάμε, αν και
είναι φανερά πεσμένος σε αυτήν, αλλά συμπάθησέ τον και μην αγανακτήσης εναντίον
του, ούτε να τον κοροϊδέψης, αλλά από το παράδειγμά του, ταπεινώσου εσύ και
γνώρισε τον εαυτό σου, ότι είσαι ασθενής και σκόνη και στάχτη λέγοντας· εκείνος
έπεσε σήμερα, εγώ θα πέσω αύριο. Γιατί, αν συ εύκολα κρίνεις τους άλλους και
τους καταφρονείς, ο Θεός παραδειγματικά θα σε εκπαιδεύση, παραχωρώντας να πέσης
κι εσύ στο ίδιο ελάττωμα. «Να μην κρίνετε, λέγει, και δεν θα κριθήτε» (Ματθ.)·
για να γνωρίσης με το πέσιμό σου την υπερηφάνειά σου και να ταπεινωθής και έτσι
να ζητήσης θεραπεία και για τα δυό· και για την υπερηφάνειά σου και για την
πορνεία σου. Εάν όμως και σε φυλάξη ο Θεός και δεν πέσης, ούτε αλλάξεις λογισμό,
όμως πάλι μη δώσης εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, αλλά πάντα να φοβάσαι και να
αμφιβάλης για τη στάσι σου.
Ε΄.
Πρόσεχε καλά, εάν απόκτησες κανένα χάρισμα θεϊκό ή βρίσκεσαι σε καλή κατάστασι,
να μη βάλης στο λογισμό σου κάποια περιττή ιδέα και φαντασία, Πως είσαι κάποιος
και Πως οι εχθροί σου δεν θα σε πολεμήσουν πια, με το να φαίνεσαι ότι προς το
παρόν τους μισείς και τους αποστρέφεσαι. Γιατί, αν σε αυτό είσαι απροφύλακτος,
εύκολα θα πέσης.
Αυτά, λοιπόν, είναι εκείνα, που
πρέπει να φυλάξης πριν από τον πειρασμό του σαρκικού πάθους.
Στόν καιρό όμως του πειρασμού,
πρέπει να σκεφθής από που προέρχεται αυτός ο πόλεμος· από εσωτερική αιτία, ή από
εξωτερική. Εξωτερική αιτία είναι η περιέργεια των οφθαλμών, τα γλυκά στην ακοή
λόγια και τραγούδια· η απαλότητα και ο στολισμός των φορεμάτων, τα ευωδιαστά
μυριστικά της οσφρήσεως· οι συνομιλίες και οι κινήσεις και τα πιασίματα, που
παρακινούν στην αμαρτία αυτή· η θεραπεία σε αυτά τα απαντήματα είναι· η
σεμνότητα και η ταπεινότητα των φορεμάτων, το να μη θέλης ούτε να δής, ούτε να
ακούσης, ούτε να μυρίσης, ούτε να μιλήσης ή να πιάσης όλα εκείνα, που παρακινούν
σε αυτή την κακία και προ πάντων η αποφυγή της συναναστροφής, όπως είπαμε
παραπάνω. Η εσωτερική αιτία προέρχεται ή από την καλοζωία του σώματος ή από τους
λογισμούς του νού που μας έρχονται από τις κακές μας συνήθειες και τα πάθη ή από
την παρακίνησι του διαβόλου.
Και η μεν καλοζωία του σώματος,
πρέπει να σκληραγωγήται με νηστείες, αγρυπνίες, χαμαικοιτίες και μάλιστα
γονυκλισίες και άλλες παρόμοιες ταλαιπωρίες· καθώς εξηγεί η διάκρισις και η
διδασκαλία των θείων Πατέρων των δε λογισμών, από όπου κι αν προέρχωνται, οι
θεραπείες είναι αυτές· το να ασχολήσαι με διάφορα γυμνάσματα, αρμόδια για την
κατάστασί σου, τα οποία είναι η ανάγνωσις των ιερών βιβλίων, και μάλιστα, του
αγίου Εφραίμ, της Κλίμακας, του Ευεργετινού, της Φιλοκαλίας και άλλων παρόμοιων,
η μελέτη και η προσευχή· η οποία ας γίνεται έτσι. Όταν αρχίσουν αυτοί οι
λογισμοί της πορνείας να σε ενοχλούν, αμέσως θυμίσου με τον νού σου τον
εσταυρωμένο και εκ βάθους ψυχής λέγε· «Ιησού μου, Ιησού μου γλυκύτατε, βοήθησέ
με γρήγορα, για να μην αιχμαλωτισθώ από αυτόν τον εχθρό». Και κάποιες φορές
αγκαλιάζοντας (νοερά, ή αισθητά, αν είναι παρών), τον σταυρό στον οποίο κρέμεται
ο Κύριός σου, ασπάσου πολλές φορές τις πληγές του, λέγοντας με αγάπη·
«ωραιότατες πληγές, πληγές αγιώτατες πληγές αγνότατες, πληγώσατε αυτήν την αθλία
και ακάθαρτη καρδιά μου και εμποδίστε με από το να σάς βλάψω».
Η δε θεραπεία σου κατά την χρονική
περίοδο που πληθαίνουν οι λογισμοί των σαρκικών ηδονών, ας μη γίνεται κατ
ευθείαν εναντίον αυτών, πράγμα το οποίο και μερικά βιβλία γράφουν έτσι (όπως
είναι το να σκεφθής την βρώμα και την αηδία της σαρκικής ηδονής· τον έλεγχο της
συνειδήσεως που θα σου προξενήση, τις πίκρες που ακολουθούν, τους κινδύνους, την
φθορά της περιουσίας και της παρθενίας σου, την κατηγορία της τιμής και άλλα
παρόμοια)· η μελέτη σου λέω, ας μην γίνεται σε αυτά, γιατί αυτή η φροντίδα δεν
είναι πάντα μέσο ασφαλές, για να νικήσης τον πειρασμό της σάρκας· μάλιστα μπορεί
να προξενήση βλάβη. Γιατί αν και ο νους αποβάλη τους λογισμούς προσωρινά με την
παρόμοια μελέτη, όμως με το να είναι ασθενής και εμπαθής, όταν τα μελετά αυτά,
αποτυπώνει καλύτερα την ευχαρίστησι και ευχαριστιέται και συγκατατίθεται σε
αυτή. Οπότε η αληθινή θεραπεία των σαρκικών ηδονών είναι, το να αποφεύγουμε
πάντα, όχι μόνο από αυτές, αλλά και από κάθε τι άλλο (ακόμη και αν είναι
εναντίον τους), που μας τις υπενθυμίζει. Γι αυτό, η μελέτη σου ας είναι σε άλλα·
δηλαδή, στη ζωή και το πάθος του εσταυρωμένου μας Ιησού, στη φοβερή ώρα του
θανάτου σου, στην τρομερή ημέρα της Κρίσεως και στα διάφορα είδη της κολάσεως.
Εάν όμως και οι σαρκικοί αυτοί
λογισμοί σε πολεμούνε περισσότερο από το συνηθισμένο (όπως αυτό συμβαίνει), μη
δειλιάσης γι αυτό, ούτε να αφήσης την μελέτη των παραπάνω, για να στραφής σ
αυτούς, για να τους αντισταθής, όχι, αλλά ακολούθησε όσο περισσότερο συνοπτικά
μπορείς, την μελέτη σου αυτή, μη φροντίζοντας εντελώς για τους λογισμούς αυτούς,
σαν να μην ήταν δικοί σου. Γιατί, δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να αντισταθής
σ αυτούς, αν και συνεχώς σε πολεμούν, από το να τους καταφρονής και να μη θέλης
καθόλου να τους θυμηθής· μετά από αυτά, θα τελειώσης την ενασχόλησί σου, με
αυτήν (ή παρόμοια δέησι).
«Ελευθέρωσέ με, πλάστη μου και
λυτρωτά μου από τους εχθρούς μου, στην τιμή του πάθους σου και της ανείπωτής σου
αγαθότητας». Και μη στρέψης το νού σου στη σαρκική αυτή κακία. Γιατί και μοναχή
της η ενθύμησί της, δεν είναι χωρίς κίνδυνο. Αλλά, ούτε να στέκεσαι να συνομιλής
με αυτόν τον πειρασμό και να ερευνάς τον εαυτό σου αν συγκατατέθηκες σαυτές ή
όχι. Γιατί, αυτή η έρευνα, αν και φαίνεται ότι είναι καλή, όμως στ αλήθεια είναι
μία πλάνη του διαβόλου ή για να σε ενοχλή και να σε κάνη να απελπίζεσαι και να
μικροψυχήσης ή για να σε κρατάη πάντα μπλεγμένο σ αυτούς τους λογισμούς και από
αυτούς να σε κάνει να πέσης και σε αυτή ή άλλη αμαρτία.
Γι αυτό, σε αυτό τον πειρασμό (όταν
η συγκατάθεσις δεν είναι φανερή) είναι αρκετό το να το ομολογήσης αυτό με
συντομία στον πνευματικό σου, έχοντας αναπαύσει την γνώμη σου, χωρίς να
σκέφτεσαι πλέον τίποτα. Και φανέρωσέ του αληθινά κάθε σου λογισμό σχετικά με
αυτό, χωρίς να σε κρατάη ποτέ καμμία συστολή ή ντροπή. Γιατί, αν με όλους μας
τους εχθρούς χρειαζώμαστε την δύναμι της ταπεινώσεως για να τους νικήσουμε, πόσο
μάλλον την χρειαζόμαστε στο σαρκικό αυτό πόλεμο, περισσότερο παρά σε κάτι άλλο.
Επειδή και αυτή η κακία είναι σχεδόν πάντα ποινή και επακόλουθο και βλάστημα της
υπερηφάνειας
(36). Έπειτα,
αφού περάσει ο πειρασμός, εκείνο που έχεις να κάνης είναι αυτό· όσο και αν σου
φαίνεται ότι είσαι ελευθερωμένος από τον πόλεμο της σάρκας και για όλα βέβαιος,
πρέπει όμως να στέκεσαι με το νού μακρυά από εκείνες τις υποθέσεις και τα
πρόσωπα, που έγιναν αιτία του πειρασμού· και μη σκεφθής ότι πρέπει να τα
συναναστρέφεσαι, γιατί είναι συγγενή ή ενάρετα ή και ευεργέτες σου· γιατί και
αυτή είναι μία πλάνη της κακής φύσεως και παγίδα του πανούργου μας εχθρού
διαβόλου, που μεταμορφώνεται σε άγγελο φωτός, για να μας βάλει στο σκοτάδι όπως
είπε ο Παύλος (Β΄ Κορινθ. 11,14).
Γιά να μη πέσης στην άθλια κακία της
αμέλειας, η οποία σου εμποδίζη τον δρόμο της τελειότητας και σε προδίδει στα
χέρια των εχθρών, πρέπει να αποφεύγης κάθε περιέργεια και κάθε γήϊνο προσκόλλημα
και κάθε είδους ασχολία, που δεν ταιριάζει στην κατάστασί σου. Έπειτα πρέπει να
βιάσης τον εαυτό σου, να υπακούης γρήγορα σε κάθε καλή συμβουλή και σε κάθε
προσταγή των προεστώτων και πνευματικών σου, κάνοντας κάθε πράγμα σε εκείνο τον
χρόνο και με εκείνο τον τρόπο που τους αρέσει. Σε κάθε έργο που έχεις να κάνεις,
μην αργοπορήσης εντελώς· γιατί εκείνη η μικρή πρώτη αργοπορία φέρνει μαζί της
και την δεύτερη και η δεύτερη την τρίτη και η τρίτη τις υπόλοιπες, στις οποίες
παρεκλίνει η αίσθησις ευκολώτερα παρά στην πρώτη. Επειδή και περισσότερο
τραβήχθηκε και αιχμαλωτίστηκε από την ηδονή, που δοκίμασε στη δεύτερη και τρίτη
και υπόλοιπες αργοπορίες. Γι αυτό και η πράξις ή αρχίζει πολύ αργά, ή
εγκαταλείπεται εντελώς πολλές φορές ως ενοχλητική· και έτσι λίγο λίγο γίνεται η
συνήθεια της αμέλειας, η οποία φτάνει μετά από αυτά σε τέτοιο σημείο, που με
άλλο τρόπο δεν αναγνωρίζεται, παρά αν εμείς αφού βαρεθούμε πλέον την αμέλεια,
δοθούμε ολοκληρωτικά σε έργα σημαντικά και προσεκτικά. Γιατί από την τελευταία
μας αυτή φροντίδα μάθαμε ότι σταθήκαμε έως τότε πολύ αμελείς, με ντροπή και
βλάβη τόσων καλών έργων, που θα μπορούσαμε να κάνουμε.
Αυτή η αμέλεια τρέχει παντού και με
το φαρμάκι της, όχι μόνο την θέλησι φαρακώνει και την κάνει να αποστρέφεται κάθε
εργόχειρο και κάθε πνευματικό κόπο και υπηρεσία, αλλά ακόμη τυφλώνει και το νού,
για να μη θεωρήση σε ποιό παράλογο και κακό λογισμό στηρίζεται αυτή η θέλησις
και για να μην παρακινήση, από αυτή την παρατήρησι, αυτή την θέλησι να φροντίση
να τελέση γρήγορα κάθε οφειλόμενη υπηρεσία και να μη την αφήνη παντελώς ή να την
αναβάλλη για άλλο χρόνο. Επειδή δεν είναι μόνο αρκετό το να κάνης γρήγορα το
έργο που έχεις να κάνεις, αλλά πρέπει να το κάνης και σε καιρό κατάλληλο, που
απαιτεί η ποιότητα και το είναι εκείνου του έργου και με όλη εκείνη την φροντίδα
που ταιριάζει σε αυτό, για να έχη κάθε δυνατή τελειότητα. Επειδή είναι γραμμένο·
«Καταραμένος όποιος κάνει τα έργα του Κυρίου με αμέλεια» (Ιερ. 48,10). Και όλο
αυτό το κακό συμβαίνει, γιατί δεν σκέφτεσαι την δύναμι εκείνου του καλού έργου
να το κάνης στον καιρό του και με γνώμη αποφασιστική, για να νικήσης τον κόπο
και την δυσκολία, που φέρει η αμέλεια στους αρχαρίους στρατιώτας.
Λοιπόν, εσύ πρέπει να σκέφτεσαι
πολλές φορές ότι μία μόνη ανύψωσι του νού στο Θεό και μία ταπεινή γονυκλιτική
μετάνοια στη γη, που γίνεται στο όνομα και την τιμή αυτού του Θεού, αξίζει
περισσότερο, από όλους τους θησαυρούς του κόσμου. Και ότι, κάθε φορά που
αφήνουμε την αμέλεια και βιάζουμε τον εαυτό μας με επιμελή έργα, οι Άγγελοι
φέρνουν στην βασιλεία των ουρανών, ένα στεφάνι ένδοξης νίκης· και ότι αντίθετα
πάλι στους αμελείς, όχι μόνο δεν δίνει στεφάνια ο Θεός, αλλά και παίρνει από
αυτούς λίγο λίγο τις χάρες που έχει δοσμένες, αφήνοντάς τους να στερηθούν και
της βασιλείας του για την αμέλειά τους· γιατί έχει γραφτεί ότι· «Οι καλεσμένοι
στους ουρανίους γάμους αδιαφόρησαν και πήγαν άλλος στο χωράφι του και άλλος στο
εμπόριό του» (Ματθ. 22,5).
Αυξάνει δε τις χάρες αυτές στους
επιμελείς και βιαστές του εαυτού τους, κάνοντάς τους να μπούν μετά από αυτά και
στην ουράνια βασιλεία του· «η βασιλεία των ουρανών κερδίζεται με προσπάθεια και
την κερδίζουν αυτοί που αγωνίζονται» (Ματθ. 11,12).
Εάν όμως και ο κακός λογισμός,
πολεμώντας να σε ρίξη στην αμέλεια, σου φέρνει στο νού ότι, για να αποκτήσης μία
αρετή που επιθυμείς, θα κοπιάσης πολύ και για πολλές ημέρες, και ότι οι εχθροί
σου είναι δυνατοί και πολλοί και εσύ είσαι ένας και αδύνατος, και ότι χρειάζεσαι
να κάνης πολλές και μεγάλες πράξεις για να την κατορθώσης· αν λέω, αυτά σου
φέρνει στο νού ο λογισμός της αμελείας, μη τον ακούσης· αλλά άρχισε να φέρνης
στο νού σου πράξεις σαν να έχης να κάνης λίγες και σαν να πρέπη να κοπιάσης λίγο
και για λίγες ημέρες· και σαν να έχης να πολεμήσης εναντίον ενός εχθρού μόνο και
σαν να μην ήταν άλλοι να σε πολεμήσουν και με μία τόσο μεγάλη ελπίδα, σαν να
είσαι (όπως και είσαι), με την βοήθεια του Θεού, πιο δυνατός από εκείνους. Γιατί
αν κάνης έτσι, θα αρχίση να εξασθενή από σένα η αμέλεια και θα έχης διάθεσι
κατόπιν να μπή στην ψυχή σου λίγο λίγο η αντίθετη αρετή της επιμέλειας.
Το ίδιο αυτό κάνε και για την
προσευχή· για παράδειγμα, αν ο καιρός το απαιτή να κάνης μία ώρα προσευχή και
αυτό φαίνεται σκληρό στην αμέλειά σου, άρχισε την προσευχή, σαν να έχης να
προσευχηθής μισό τέταρτο της ώρας και μετά εύκολα θα περάση στο άλλο μισό και
από εκείνο στο άλλο, κ.τ.λ. Και αν καμιά φορά καταλάβεις στο διάστημα αυτό
δυσκολία και αντίστασι πολύ πιεστική, άφησε για την ώρα την προσευχή, για να μην
την αντιπαθήσης και μετ από λίγο ξανακάνε πάλι την προσευχή που άφησες· τον ίδιο
αυτό τρόπο πρέπει να χρησιμοποιής και στο εργόχειρο και στην υπηρεσία σου, όταν
συμβαίνη να έχης να κάνης πράγματα, τα οποία, με το να φαίνωνται στην αμέλειά
σου πολλά και δύσκολα, εσύ ταράζεσαι ολόκληρος. Γι αυτό άρχιζε με την καρδιά σου
ήσυχα από το ένα, σαν να μην είχες να κάνης άλλο. Και έτσι ενεργώντας με
επιμέλεια, θα τα κάνης όλα με πολύ λιγότερο κόπο, από κείνον, που φαίνονται στην
αμέλειά σου. Γι αυτό, αν δεν κάνης έτσι και αν δεν σκεφθής να πολεμήσης τον κόπο
και την δυσκολία, που σου δείχνεται από τον εχθρό για κάθε αρετή, θα υπερισχύση
η αμέλεια μέσα σου, οπότε όχι μόνον όταν είναι παρών ο κόπος και η δυσκολία,
αλλά και από μακριά ακόμη, θα σε κάνη να ανυπομονής και να φοβάσαι, ότι θα έχης
πάντα κόπους και δυσκολίες και ότι θα σε πειράζουν πάντα οι εχθροί σου. Οπότε
και στην ίδια σου την ανάπαυσι, θα έχης από τους λογισμούς σου ενόχλησι.
Γνώριζε, δηλαδή, παιδί μου, ότι το
πάθος της αμέλειας με το κρυφό του φαρμάκι, λίγο λίγο σαπίζει, όχι μόνο τις
πρώτες και μικρές ρίζες, οι οποίες επρόκειτο να βλαστήσουν τις συνήθειες των
αρετών, αλλά σαπίζει και εκείνες ακόμη τις ρίζες των καλών συνηθειών, που
προηγουμένως αποκτήθηκαν. Και όπως ο σκώληκας τρώει το ξύλο, έτσι και αυτό το
πάθος προχωράει, κατατρώγοντας ανεπαίσθητα και καταναλίσκει το νού της
πνευματικής ζωής· και με το μέσο αυτό, γνωρίζει να στήνη τις παγίδας και τις
θηλιές ο διάβολος σε κάθε άνθρωπο, ιδιαίτερα, όμως, στις πνευματικές ψυχές,
γνωρίζοντας ότι εύκολα πέφτει στις επιθυμίες κάθε αργός και αμελής, καθώς είναι
γραμμένο· «Σε επιθυμίες βρίκεται κάθε άνεργος» (Παροιμ. 13,4).
Λοιπόν, εσύ να αγρυπνάς πάντα
προσευχόμενος και επιμελούμενος καλά ως ανδρείος αγωνιστής· «χείρες ανδρείων, εν
επιμελεία» (Παροιμ. 13,4). Και μη περιμένης να υφαίνης τον νυμφικό σου χιτώνα,
όταν πρόκειται να πας εκεί στολισμένος, για να συναντήσης το Νυμφίο Χριστό. Και
θυμήσου κάθε μέρα, ότι το σήμερα είναι δικό σου, το αύριο είναι στο χέρι του
Θεού· και ότι, εκείνος που σου έδωσε το πρωί, δεν σου υπόσχεται να σου δώση και
το βράδυ. Γι αυτό μην ακούσης τον διάβολο, που σου λέει να του δώσης το σήμερα
και το αύριο να δώσης στο Θεό, όχι· αλλά ξόδεψε όλες τις στιγές των ωρών της
ζωής σου, καθώς αρέσει στο Θεό. Και σαν να μην πρόκειται να σου δοθή πλέον άλλος
καιρός. Και λογάριαζε, ότι, για κάθε στιγμή, θα δώσης ακριβέστατο λογαριασμό
επειδή πολύτιμος είναι στα αλήθεια ο καιρός, που έχεις στα χέρια και θα έρθη η
ώρα να τον ζητήσης και να μη τον βρής.
Νόμιζε ακόμη σαν χαμένη εκείνη την
ημέρα (αν και να έκανες πολλά άλλα έργα), στην οποία δεν απόκτησες πολλές νίκες
κατά των κακών σου κλίσεων και θελημάτων και κατά την οποία δεν ευχαρίστησες τον
Θεό, όχι μόνο για τις ευεργεσίες που σου έκανε, και μάλιστα για το βασανιστικό
του πάθους, ο οποίος για σένα υπέφερε· αλλά και για την πατρική γλυκειά
εκπαίδευσι των θλίψεων που πρόκειται να σου στείλη καμμία φορά. Τελειώνοντας και
σου παραγγέλλω· «αγωνίσου πάντα τον καλό αγώνα» (Α΄
Τιμ. 6,12), γιατί πολλές φορές μία μόνον ώρα επιμελείας, κέρδισε τον παράδεισο
και για μία ώρα αμελείας, τον έχασε. Και γίνε επιμελής, αν θέλης να είναι
ασφαλής η ελπίδα της σωτηρίας σου προς Θεό· «όποιος έχει εμπιστοσύνη στον Θεό,
όλα θα τα έχη άφθονα» (Παροιμ. 28,25)(37).
Μεγάλη σκέψις και παντοτεινή
εξάσκησις χρειάζεται για να κυβερνηθούν και να διορθωθούν καλά οι πέντε
εξωτερικές μας αισθήσεις· δηλαδή η όρασις, η ακοή, η όσφρησις, η γεύσις και η
αφή. Γιατί η παράλογη επιθυμία της καρδιάς, που είναι σαν στρατηγός της
διεφθαρμένης μας φύσεως, γέρνει με υπερβολή στο να ζητάη πάντα τις ευχαριστήσεις
και τις αναπαύσεις και μη μπορώντας μόνη της να τις αποκτήση, μεταχειρίζεται τις
αισθήσεις του σώματος σαν στρατιώτες και όργανα φυσικά, για να συλλαμβάνη τα απ
έξω αντικείμενά τους, δηλαδή τα αισθητά πράγματα, των οποίων τις ευχάριστες
εικόνες και φαντασίες που περνάνε παίρνοντάς της, τις τυπώνει στην ψυχή, και
μετά από αυτά ακολουθεί η ευχαρίστησις. Αυτή εξ αιτίας της συγγένειας που
υπάρχει μεταξύ της ψυχής και της σάρκας, μοιράζεται σε όλα εκείνα τα μέρη των
αισθήσεων, που χωρούν αυτή την ευχαρίστησι· και από αυτήν, συμβαίνει (αλλοίμονο)
στη ψυχή ο αθάνατος θάνατος· και συπληρώνεται αυτό που γράφτηκε, ότι «ανέβη
θάνατος δια των θυρίδων» (Ιερ.9,20). Δηλαδή μέσα από τις αισθήσεις, τις οποίες
έχει σαν παράθυρα η ψυχή, για να απολαμβάνη τα αισθητά.
Βλέπεις, αδελφέ, την μεγάλη ζημιά,
που σου προξενείται από τις αισθήσεις; Πρόσεχε, λοιπόν, να την θεραπεύσης,
δηλαδή, φρόντιζε καλώς, να μην αφήνης να πηγαίνουν οι αισθήσεις σου εκεί, που
αυτές θέλουν, ούτε να τις μεταχειρισθής για μόνη την απόλαυσι των αισθητών
ηδονών και όχι για κανένα άλλο σκοπό καλό ή ωφέλεια ή ανάγκη. Και αν ως τώρα,
χωρίς να τα γνωρίσης αυτά, οι αισθήσεις σου δόθησαν ολοκληρωτικά στις αισθητές
ευχαριστίες, όμως, από τώρα και ύστερα, αγωνίσου όσο μπορείς, να τις φέρης πίσω
και να τις κυβερνήσης τόσο καλά, με τρόπο που, από εκεί που προτύτερα
υποδουλώνονταν άθλια στις μάταιες και ψυχοφθόρες ηδονές, να αποκτούν ύστερα από
κάθε κτίσμα και αντικείμενο αισθητό, ψυχωφελή νοήματα και να τα φέρουν μέσα στη
ψυχή· μέσα από τα νοήματα αυτά η ψυχή μπορεί να συμμαζεύται στον εαυτό της και
με τα φτερά των αύλων της δυνάμεων, να ανεβαίνη στη μελέτη και δοξολογία του
Θεού
(38)· αυτό οποίο
μπορείς και συ να το κάνης με τον εξής τρόπο.
Γιά παράδειγμα· όταν βρεθή μπροστά
σε καμμία εξωτερική σου αίσθησι κανένα αισθητό αντικείμενο, είτε ορατό, είτε
ακουστό, είτε οσφρατό, είτε γευστικό ή χειροπιαστό, ξεχώρισε με τον λογισμό σου
από το υλικό πράγμα που έχει το άϋλο πνεύμα, δηλαδή την ενέργεια του Αγίου
Πνεύματος που είναι σε αυτό· και σκέψου, ότι αυτό από μόνο του, δεν είναι
δυνατόν να έχη το είναι ή άλλο τίποτε, από όσα βρίσκονται σε αυτό· αλλά όλο του
το κάθε τι είναι έργο του Θεού, ο οποίος με το πνεύμα του αοράτως του δίνει
εκείνο το είναι, εκείνη την αγαθότητα, εκείνη την ωραιότητα, εκείνη την δύναμι,
εκείνη την σοφία και κάθε άλλο καλό που έχει μέσα του. Οπότε εδώ ας χαρή η
καρδιά σου, διότι μόνον ο Θεός σου είναι η αιτία και η αρχή τόσων διαφόρων,
τόσων μεγάλων, τόσων θαυμαστών στην ακρίβεια πραγμάτων και ότι αυτός με υπεροχή,
όλα τα εμπεριέχει στον εαυτό του· και ότι αυτές οι τελειότητες όλων των αισθητών
κτισμάτων, δεν είναι άλλο παρά ένας ελάχιστος βαθμός ή ένας ίσκιος των απείρων
αυτού θεϊκών θαυμασιών και τελειοτήτων. Και λοιπόν όταν εσύ κατά αυτόν τον τρόπο
συνηθίσης να βλέπης τα αισθητά κτίσματα και δεν μένης στο εξωτερικό και στο
φαινόμενο μόνον, αλλά διαπερνάς με τον νού σου στην εσωτερική και κρυφή αυτή
ωραιότητα (γιατί εικόνες των νοητών είναι τα αισθητά κατά τον Διονύσιο τον
Αρεοπαγίτη), τότε την μεν εξωτερική τους ωραιότητα, ως ασήμαντη και υλική, θα
την καταφρονήσης και θα την προσπεράσης, στην δε κρυπτόμενη δύναμι και ενέργεια
του αγίου Πνεύματος, θα προσηλώσης το νού σου, δοξολογώντας τον Κύριο.
Έτσι βλέποντας τα τέσσαρα στοιχεία,
τη φωτιά, τον αέρα, το νερό και την γη και στοχαζόμενος την ουσία και την δύναμι
και την ενέργεια που έχουν, με μεγάλη σου ευχαρίστησι θα πής προς τον τέλειο
Δημιουργό, που κατά τέτοιο τρόπο τα δημιούργησε· «ω θεία ουσία! ω άπειρος
Δύναμις και ενέργεια άκρως επιθυμητή, πόσο χαίρομαι και ευχαριστούμαι, διότι εσύ
είσαι μόνη η αρχή και αιτία κάθε κτιστής ουσίας των όντων και κάθε ενέργειας και
δυνάμεως»!
(39) Έτσι όταν
βλέπης τα ουράνια και φωτεινά σώματα, τον ήλιο, την σελήνη και τα αστέρια και
σκεφθής ότι πήραν το φως και την λαμπρότητα από τον Θεό, θα φωνάξης· «ω φως,
υπέρ παν φως, από το οποίο δημιουργήθηκε κάθε φως άϋλον και υλικό· ω φως
θαυμαστό, το πρώτο αντικείμενο της χαράς των Αγγέλων και της απολαύσεως των
αγίων, στού οποίου την ακλινή θεωρίαν, θαμπώνονται οι οφθαλμοί των Χερουβίμ, και
σε σύγκρισι αυτού, όλα τα αισθητά φώτα φαίνονται σκοτάδι βαθύτατο, σε δοξολογώ
και σε υπερυψώ· ω φως αληθινό, όπου φωτίζεις κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο
(Ιωάν. α΄)· αξίωσέ με να σε δώ νοερά, για να χαρή με την τελειότητα η καρδιά
μου». Έτσι και όταν βλέπης τα δένδρα, τα χόρτα και άλλα διάφορα φυτά και
σκέφτεσαι με το μυαλό, Πως ζούνε, τρέφονται, αυξάνουν και γεννούν τα όμοιά τους
και Πως από μόνα τους δεν έχουν την ζωή και τα υπόλοιπα που έχουν, αλλά από το
Πνεύμα το Άγιο, που εσύ δεν βλέπεις, το οποίο μόνο τα ζωογονεί· έτσι μπορείς να
πής· «Να, εδώ είναι η αληθινή ζωή, από την οποία, στην οποία και δια της οποίας
ζούν και τρέφονται και αυξάνουν τα πάντα, ω ζωντανή θεραπεία της καρδιάς μου»!
Παρόμοια και από την μορφή των αλόγων ζώων, θα εξυψώσης το νού σου στον Θεό, που
δίνει σε αυτά την αίσθησι και την από τόπου σε τόπο κίνησι, λέγοντας· ω πρώτον
κινούν· το οποίο μολονότι κινείς τα πάντα, είσαι ακίνητο στον εαυτό σου· ω, πόσο
χαίρομαι και ευφραίνομαι στην ακινησία και στερεότητά σου»!
Βλέποντας πάλι τον εαυτό σου ή και
τους άλλους ανθρώπους και σκεπτόμενος ότι μόνο εσύ έχει όρθιο σχήμα και είσαι
σωστός και λογικός από όλα τα άλλα ζώα και Πως είσαι μία ένωσις και ένας
σύνδεσμος των αύλων και υλικών κτισμάτων, παρακινήσου σε δοξολογία και
ευχαριστία του Δημιουργού Θεού σου και πές: «Ω Τριάς υπερούσιε, Πάτερ, Υιε και
Πνεύμα Άγιο, ας είσαι δεδοξασμένη στους αιώνας. Πόσο χρεωστώ να σε ευχαριστώ
πάντοτε, όχι μόνον διότι με έπλασες από την γη και με έκαμες βασιλέα όλων των
επιγείων κτισμάτων όχι μόνον διότι με τίμησες κατά την φύσι με την δική σου
εικόνα, με νουν, λόγον και πνεύμα ζωοποιό του σώματος μου
(40), αλλά και
διότι μου έδωσες δύναμι να γίνω προαιρετικά με τις αρετές, καθ ομοίωσιν δική
σου, για να μπορώ έτσι να σε απολαμβάνω στους αιώνας».
Έρχομαι τώρα στις πέντε αισθήσεις
ειδικώτερα και σου λέω· αν θέλγεσαι, αδελφέ, από την ωραιότητα και το κάλλος των
κτισμάτων, την οποία βλέπουν τα μάτια σου, χώρισε με τον νού σου εκείνο που
βλέπης, από το πνεύμα που δεν βλέπεις· και σκέψου, ότι όλη εκείνη η ωραιότητα
που φαίνεται από από έξω, είναι του μόνου αοράτου και παγκαλεστάτου πνεύματος,
από την οποία λαμβάνει την αφορμή εκείνη η εξωτερική ωραιότητα· και πές γεμάτος
ευχαρίστησι· «Να τα ρυάκια της άκτιστης πηγής! Να, οι ρανίδες του απείρου
πελάγους παντός αγαθού! ω, και πόσο χαίρομαι, ω εις τα ενδότερά της καρδιάς μου,
συλλογιζόμενος την αιώνια και άπειρη του Κτίστου μου ωραιότητα, που είναι αρχή
και αιτία πάσης κτιστής ωραιότητος! ω, πόσο γλυκαίνομαι, στοχαζόμενος το
άφραστον και ακατανόητο και υπέρκαλο κάλλος του Θεού μου, από το οποίο έχει την
αρχή κάθε κάλλος».
Όταν ακούσης καμιά γλυκειά φωνή η
αρμονία ήχων και τραγουδιών, στρέψε το νού σου στον Θεό και πές· «ω αρμονία των
αρμονιών, Κύριέ μου! πόσο ευφραίνομαι στις άπειρές σου τελειότητες· επειδή όλες
μαζί σου αποδίδουν υπερουράνια αρμονία· και ενωμένες ακόμη με τους Αγγέλους
στους ουρανούς και με όλα τα κτίσματα, δημιουργούν μεγάλη συμφωνία· πότε θα
έλθη, Κύριέ μου, η ώρα, να ακούσω μέσα στα ώτα της καρδιάς μου την γλυκυτάτη
φωνή σου να μου πής· «σου δίνω την δική μου ειρήνη· την ειρήνη από τα πάθη·
διότι η φωνή σου είναι ευχάριστη», σύμφωνα το Άσμα (2,14).
Αν πάλι μυρίζης κανένα άρωμα ή
λουλούδι ευωδιαστό, πέρασε από την εξωτερική ευωδία στην κρυμένη μυρωδιά του
αγίου Πνεύματος και πές· «Να, οι ευωδίες του πανευώδους εκείνου άνθους και του
ακένωτου εκείνου μύρου, το οποίο δόθηκε σε όλα τα κτίσματά του· κατά το Άσμα εγώ
άνθος της πεδιάδος, κρίνο των κοιλάδων (2, 10)· και πάλι· «το όνομά σου μύρο που
σκορπιέται» (1,2). Να, η της πηγαίας ευωδίας διάδοσις, η οποία άφθονα
πλημμυρίζει τις θεϊκές της πνοές, από τους πάνω και καθαρώτατους Αγγέλους, μέχρι
τα τελευταία κτίσματα και τα κάνει όλα να ευωδιάζουν, σύμφωνα με τον Αρεοπαγίτη
Διονύσιο (Εκκλησ. Ιεραρ. κεφ. Δ΄)· σχετικά με την οποία ευωδία είπε ο Ισαάκ στο
υιό του Ιακώβ· «η ευωδία του υιού μου είναι σαν του αγρού, την οποία ευλόγησε ο
Κύριος» (Γέν. 27,27).
Πάλι, όταν τρώς ή πίνης, σκέψου Πως
ο Θεός είναι εκείνος, που δίνει σε όλα τα φαγητά νοστιμάδα και μόνο με αυτόν
ευχαριστημένος, μπορείς να πής: «Να χαίρεσαι ψυχή μου διότι, καθώς έξω από τον
Θεόν σου δεν υπάρχει καμμία ανάπαυσις, έτσι έξω από αυτόν, δεν υπάρχει και
καμμία γλυκύτητα ή νοστιμάδα· οπότε, σε αυτόν μόνο μπορείς να ευχαριστιέσαι,
καθώς ο Δαβίδ σε παρακινεί λέγοντας «Δοκιμάστε και δείτε πόσο καλός είναι ο
Κύριος» (Ψαλμ. 33, 8). Και ο Σολομώντας σε πληροφορεί λέγοντας σχετικά με αυτό·
«ότι ο καρπός του είναι γλυκός στο λαρύγγι μου» (Άσμα 2,3).
Όταν κινήσης τα χέρια σου, για να
κάνης κανένα έργο, σκέψου, Πως ο Θεός είναι η πρώτη αιτία εκείνου του έργου και
συ, δεν είσαι άλλο, παρά ένα ζωντανό όργανό του· στον οποίο σηκώνοντας τον
λογισμό σου, πές έτσι: «Πόση είναι η χαρά που δοκιμάζω μέσα στον εαυτό μου,
Ύψιστε Θεέ του σύμπαντος! Γιατί εγώ δεν μπορώ να κάνω χωρίς εσένα κανένα πράγμα·
πράγματι, είσαι ο πρώτος και ο αρχικός δημιουργός κάθε πράγματος».
Όταν βλέπης σε άλλους αγαθότητα,
σοφία, δικαιοσύνη και άλλες αρετές, κάνοντας με το νού σου αυτόν τον διαχωρισμό,
πές στον Θεό σου· «Ω πλουσιώτατε θησαυρέ της αρετής, πόση είναι η χαρά μου!
διότι από σένα και δια σου μόνου προέρχεται κάθε καλό· και διότι όλο το καλό,
κατά σύγκρισι των θείων σου τελειοτήτων, είναι μηδέν· σε ευχαριστώ, Θεέ μου, γι
αυτό και για κάθε άλλο καλό που έκανες στον πλησίον μου· αλλά θυμήσου, Θεέ μου,
και τη δική μου φτώχεια και την μεγάλη ανάγκη που έχω για την αρετή».
Και για να πω γενικά, όσες φορές δής
στα κτίσματα κάποιο πράγμα να σε αρέση και σε ευχαριστή, μη σταματήσης σ αυτό,
αλλά πέρασε με τον λογισμό σου στο Θεό και πές· «Αν Θεέ μου, τα κτίσματά σου
είναι τόσο ωραία, τόσο χαροποιά, τόσο αρεστά, πόσο αράγε ωραίος, πόσο χαροποιός
και γλυκύτατος είσαι εσύ ο Κτίστης όλων αυτών»!
Εάν λοιπόν, αγαπητέ, έτσι κάνης,
μπορείς να απολαμβάνης τον Θεό μέσα από τις πέντε αισθήσεις σου και να ανεβαίνης
πάντα από τα κτίσματα στον Κτίστη, με τρόπο που η δημιουργία της κτίσεως να σου
γίνεται μία θεολογία και ακόμη ευρισκόμενος σ αυτόν τον κόσμο των αισθήσεων, να
φαντάζεσαι εκείνο τον νοητό. Επειδή και είναι αλήθεια, όλος ο κόσμος και όλη η
φύσις, δεν είναι άλλο παρά ένας νόμος και ένα όργανο κάτω από το οποίο αόρατα
βρίσκεται ο Δημιουργός και τεχνίτης, ενεργώντας και δείχνοντας την τέχνη του και
με τα ορατά και υλικά προβάλλει τις αόρατες και ασώματες ενέργειες και
τελειότητές του
(41).
Παραπάνω σου έδειξα, Πως εμείς από
τα αισθητά μπορούμε να ανεβάσουμε τον νού στη θεωρία του Θεού· τώρα μάθε και
άλλο τρόπο, για να ανεβάσης το νού σου στη μελέτη του σαρκωθέντος Λόγου,
σκεπτόμενος τα αγιώτατα μυστήρια της ζωής και του πάθους του. Όλα τα αισθητά
πράγματα του σύμπαντος κόσμου, μπορούν να βοηθήσουν σ αυτή την μελέτη και
θεωρία, αν πρώτα συλλογισθής σ αυτά, όπως είπαμε παραπάνω, τον Κορυφαίο Θεό, ως
μοναδική και πρώτη αιτία, που τους έδωσε όλο εκείνο το είναι, την δύναμι, την
ωραιότητα και όλες τις άλλες τελειότητες που έχουν και αν μετά από αυτά σκεφθής,
πόσο μεγάλη και άπειρη στάθηκε η αγαθότητα αυτού του ίδιου του Θεού, ο οποίος
όντας μοναδική αρχή και Κύριος κάθε δημιουργήματος, θέλησε να πέση τόσο χαμηλά,
να γίνη άνθρωπος, να πάθη και να πεθάνη για τον άνθρωπον, επιτρέποντας στα ίδια
έργα των χειρών του, να οπλισθούν εναντίον του για να τον σταυρώσουν.
Λοιπόν όταν εσύ βλέπης ή ακούς ή
πιάνης όπλα, σχοινιά, ξυλοδαρμούς, στύλους, αγκάθια, καρφιά, σφυριά και άλλα
τέτοια, συλλογίσου με τον νού σου ότι όλα αυτά, στάθηκαν όργανα του πάθους του
Κυρίου σου.
Πάλι, όταν βλέπης ή κατοικής σε
σπίτια φτωχικά, ας έρχεται στην ενθύμησί σου το σπήλαιο και η φάτνη του Δεσπότου
σου. Αν δής να βρέχη, θυμήσου εκείνη την γεμάτη αίματα βροχή του ιδρώτα, που
έσταζε στον κήπο από το ιερώτατο σώμα του γλυκύτατού μας Ιησού και κατάβρεξε την
γη. Αν βλέπης την θάλασσα και τα καΐκια, θυμήσου, Πως ο Θεός σου περπάτησε
σωματικά πάνω σε αυτή, και Πως στεκότανε μέσα στα πλοία και δίδασκε τους όχλους
από αυτά. Οι πέτρες, που θα δής, θα σου θυμήσουν εκείνες τις πέτρες, που
συντρίφθηκαν στον θάνατό του· η γη θα σου θυμήση εκείνο το σεισμό, που έκανε
τότε στο πάθος του.
Ο ήλιος, θα σου θυμίση το σκοτάδι,
που τον σκοτείνιασε τότε· τα νερά θα σου θυμήσουν εκείνο το νερό, που έτρεξε από
την αγία του πλευρά, όταν τον ετρύπησε ο στρατιώτης νεκρό στο σταυρό. Αν πίνης
κρασί ή άλλο ποτό, θυμήσου το ξύδι και την χολή, που πότισαν τον Δεσπότη σου. Αν
σε θέλγη η ευωδία των αρωμάτων, τρέξε νοερά στη δυσωδία, που ο Ιησούς αισθανόταν
στο όρος του Γολγοθά, το οποίο ήταν τόπος της καταδίκης, στο οποίο αποκεφάλιζαν
τους ανθρώπους και γι αυτό ήταν δύσοσμο και βρωμερό
(42).
Όταν ντύνεσαι, θυμήσου, ότι ο
αιώνιος Λόγος ντύθηκε σάρκα ανθρώπου για να ντύση εσένα από την θεότητά του.
Όταν πάλι ξεντύνεσαι, σκέψου τον Χριστό σου, που έμεινε γυμνός για να μαστιγωθή
και να καρφωθή στο σταυρό για λογαριασμό σου. Εάν σου φανή καμμία φωνή γλυκειά
και νόστιμη, μετάθεσε την αγάπη στο Σωτήρα σου, στού οποίου τα χείλη ξεχύθηκε
όλη η χάρι και νοστιμάδα, κατά το ψαλμικό «εξεχύθη χάρις εν χείλεσί σου» (Ψαλμ.
44,3)· και από την γλυκύτητα της γλώσσης του κρεμόταν ο λαός, κατά τον
Ευαγγελιστή Λουκά· «ο λαός όλος όταν τον άκουγε κρεμόταν από τα χείλη του» (κεφ.
19,48). Εάν ακούσης ταραχές και φωνές του λαού, σκέψου εκείνες τις παράνομες
φωνές των Ιουδαίων, «Άρον, Άρον, σταύρωσον αυτόν», που ακούστηκαν δυνατά στα
θεϊκά αυτιά του. Αν δής κανένα όμορφο πρόσωπο, θυμήσου Πως ο ωραιότατος Ιησούς
Χριστός, πάνω από όλους τους ανθρώπους, έγινε άμορφος, και ατιμασμένος, χωρίς
καμία ομορφιά πάνω στο σταυρό για την αγάπη σου. Κάθε φορά, που θα κτυπήση το
ρολόϊ, ας έρθη στο νού σου εκείνο το λυποθύμισμα της καρδιάς, που ένιωσε ο
Ιησούς, όταν άρχισε στο κήπο να φοβάται την ώρα του πάθους και του θανάτου, που
πλησίασε· ή νόμισε Πως ακούς εκείνους τους σκληρούς χτύπους που ακούγονταν από
τα σφυριά, όταν τον κάρφωναν στο σταυρό. Και για να πω απλά, σε κάθε λυπηρή
αφορμή που θα σε βρή ή βρή άλλους, σκέψου Πως δεν είναι μηδέν κάθε λύπη και
δοκιμασία, κατ αναλογία και ομοιότητα των ανήκουστων δοκιμασιών, που
καταπλήγωσαν και συνέτριψαν το σώμα και την ψυχή του Κυρίου σου.
Όταν βλέπης πράγματα ωραία στην όψι
και τίμια στη γη, σκέψου, ότι όλα είναι μηδαμηνά, και σαν μια κοπριά, σε σχέσι
με την σύγκρισι των ωραιοτήτων και πλουσιοτήτων του ουρανού, τα οποία μετά το
θάνατο θα απολαύσης αν καταφρονήσης όλο τον κόσμο· στρέφοντας όλη τη ματιά σου
προς τον ήλιο, σκέψου ότι περισσότερο από αυτόν είναι φωτεινή και ωραία η ψυχή
σου, αν σταματάς στη χάρι του Ποιητού σου· διαφορετικά, είναι περισσότερο
σκοτεινή και σιχαμερή από το καταχθόνιο σκοτάδι. Βλέποντας με τα μάτια σου στον
ουρανό, πέρασε με τα μάτια της ψυχής σου ψηλότερα στο πύρινο ουρανό
(43), και εκεί
συγκετρώσου με τον λογισμό, σαν να σου είναι αυτός έτοιμος για παντοτεινή
ευτυχέστατη κατοικία, εφ όσον ζήσεις εδώ στη γη με αθωότητα. Ακούγοντας τα
κελαδίσματα των πουλιών πάνω στα δέντρα την εποχή της ανοίξεως και άλλα μελωδικά
τραγούδια, ανέβασε το νού σου σε εκείνα τα γλυκοκελαδίσματα του Παραδείσου, και
σκέψου Πως εκεί ακούγεται ασταμάτητα το Αλληλούια και οι άλλες αγγελικές
δοξολογίες
(44) και
παρακάλεσε τον Θεό να σε αξιώση να τον υμνής για πάντα, μαζί με εκείνα τα
ουράνια πνεύματα «Και μετά ταύτα ήκουσα φωνήν όχλου πολλού μεγάλην εν τω ουρανώ,
λέγοντος Αλληλούια» (Αποκ. 19,3).
Όταν καταλάβης ότι νιώθεις
ευχαρίστησι από την ωραιότητα των δημιουργημάτων, σκέψου, ότι εκεί παρακάτω από
την ευχαρίστηση, βρίσκεται κρεμασμένο το υποχθόνιο φίδι, πολύ προσεκτικό και
πρόθυμο να σε σκοτώση ή ακόμη και να σε πληγώση και πές εναντίον του· «Α,
κατηραμένο φίδι! Πως κάθεσαι έτσι που έχεις στείσει παγίδα, για να με καταφάς»!
και έπειτα αφού στραφής προς το Θεό, πές· «Ευλογητός είσαι, Θεέ μου, που μου
φανέρωσες το εχθρό μου και με ελευθέρωσες από το λυσσασμένο του λάρυγγα και το
άγγιστρο». Και αμέσως κατάφυγε, κατάφυγε στις πληγές του εσταυρωμένου,
συγκετρώσου σε αυτές, και σκέψου πόσο υπέφερε ο Κύριός μας στην αγιώτατη σάρκα
του, για να σε ελευθερώση από την αμαρτία και να σε κάνη να μισήσης τις ηδονές
της σάρκας.
Σου θυμίζω και άλλο ένα πράγμα, για
να αποφύγης αυτή την επικίνδυνη απόλαυσι και ευχαρίστησι της σάρκας· και αυτό
είναι, το να βυθίζης καλά το νού σου στο να συλλογίζεται μετά από τον θάνατο τι
θα γίνη εκείνο το πρόσωπο που τότε σου άρεσε· δηλαδή, ότι θα γίνη σάπιο και
γεμάτο σκουλίκια και βρωμιά· όταν περπατάς σε κάθε βήμα και διασκελισμό ποδιού
που κάνεις, θυμήσου Πως κατά αυτόν τον τρόπο πηγαίνεις πλησιάζοντας στον τάφο.
Βλέποντας πουλιά στον αέρα, ή νερά να τρέχουν, σκέψου Πως η ζωή σου με
μεγαλύτερη ταχύτητα πετά και πηγαίνει στο τέλος της. Όταν ξεσηκωθούν άνεμοι
δυνατοί τον χειμώνα, ή αστράφτει και βροντάει ο ουρανός, τότε θυμήσου τη φοβερή
μέρα της Κρίσεως· και κλίνοντας τα γόνατα, προσκύνησε τον Θεό και παρακάλεσέ τον
να σου δώση χάρι και χρόνο, να ετοιμασθής καλά, για να παρουσιασθής τότε μπροστά
στην Ύψιστη Μεγαλειότητα.
Εάν σε βρούν διάφορα γεγονότα,
εξασκήσου κατά αυτό τον τρόπο· όταν, παραδείγματος χάριν, είσαι στενοχωρημένος
από κανένα πόνο ή μελαγχολία ή υποφέρης από πυρετό ή κρύωμα ή κάτι άλλο θλιβερό,
ανέβασε το νού σου στο θέλημα του Θεού, στον οποίο φάνηκε ευχάριστο για το καλό
σου να υποφέρης σ αυτό το μέτρο και αυτή την εποχή εκείνη την αρώστεια και την
θλίψι, για την οποία, χαρούμενος για την αγάπη που σου δείχνει ο Θεός, και για
την αφορμή που σου δίνει να τον υπηρετήσης σε όλα εκείνα που του αρέσουν
περισσότερο, πές με την καρδιά σου· «Ιδού εις εμέ το πλήρωμα του θελήματος του
Θεού μου, το οποίο από πολλά χρόνια ώρισε με αγάπη να υποφέρω εγώ αυτή την
θλίψι· ας είναι πάντα ευλογημένος ο αγαθώτατός μου Δεσπότης». Και πάλι, όταν
έλθη στο νού σου κανένας καλός λογισμός, στρέψου στο Θεό και γνωρίζοντας ότι
προήλθε από αυτόν, ευχαρίστησέ τον.
Όταν κάνης ανάγνωσι, πίστεψε ότι
βλέπεις τον Θεό κάτω από εκείνα τα λόγια, και δέξου τα σαν να προέρχονταν από το
θεϊκό του στόμα. Τόν καιρό που βλέπεις ότι βασιλεύει ο ήλιος και έρχεται η
νύχτα, λυπήσου και παρακάλεσε τον Θεό, να μην πέσης στο αιώνιο σκοτάδι.
Βλέποντας τον σταυρό, συλλογίσου Πως αυτός είναι η σημαία και το λάβαρο της
εκστρατείας και του πολέμου σου, και Πως, αν απομακρυνθής από αυτόν, θα
παραδοθής στα χέρια των εχθρών αν όμως τον ακολουθήσης, θα φθάσης στον ουρανό
φορτωμένος με ένδοξα βραβεία. Βλέποντας την εικόνα της Παναγίας, αφιέρωσε την
καρδιά σου σ αυτή που βασιλεύει στον Παράδεισο και ευχαρίστησέ την, γιατί
στάθηκε πάντα έτοιμη στο θέλημα του Θεού σου, γιατί γέννησε, θήλασε, ανέθρεψε
τον Λυτρωτή του κόσμου, και γιατί δεν λείπει στον αόρατό μας πόλεμο η προστασία
και η βοήθειά της. Οι εικόνες των Αγίων, ας παραβάλλουν στο νού σου ότι έχεις
τόσους συμπαραστάτες και μεσίτες στον Θεό και παρακαλούν για σένα· αυτοί
ρίχνοντας με γενναιότητα τα κοντάρια τους και αφού περπάτησαν, σου άνοιξαν τον
δρόμο, μέσα από τον οποίο περπατώντας, θα στεφανωθής και συ μαζί τους σε μια
δόξα παντοτεινή.
Όταν δής τις Εκκλησίες, ανάμεσα στις
άλλες ευλαβείς σκέψεις σου, συλλογίσου ότι η ψυχή σου είναι ναός του Θεού,
σύμφωνα με «εσείς είσθε ναός του ζωντανού Θεού » (Β΄ Κορινθ. 6,16) και πρέπει να
την διατηρής καθαρή και αγνή. Ακούγοντας σε κάθε στιγμή τον ασπασμό του Αγγέλου
το, Θεοτόκε Παρθένε, κάνε αυτές τις σκέψεις· α΄) ευχαρίστησε τον Θεό για εκείνο
το μήνυμα, που έστειλε από τον ουρανό στη γη και στάθηκε η αρχή της σωτηρίας
μας. β΄) Χαίρε μαζί με την Αειπαρθένο Μαρία για τα πολλά μεγαλεία της, στα οποία
υψώθηκε για την εξαίρετη τιμή και βαθύτατη ταπείνωσί της. Και γ΄) προσκύνησε
μαζί με αυτήν την ευτυχισμένη Μητέρα και με τον Αρχάγγελο Γαβριήλ το θείο της
βρέφος, που τότε αμέσως συνελήφθη στη παναγία της μήτρα· αυτό πρέπει να το
επαναλαμβάνης τρεις φορές την ημέρα, το βράδυ, το πρωί και το μεσημέρι.
Τήν δε Πέμπτη το βράδυ, σκέψου την
λύπη της Θεοτόκου για τον γεμάτο αίματα ιδρώτα, που έτρεξε από τον αγαπητό της
Υιό μέσα στο Κήπο που προσευχόταν, όταν πήγαν οι στρατιώτες με τον Ιούδα και τον
έπιασαν και για την θλίψι που είχε ο Υιος της όλη εκείνη την νύχτα· το πρωί της
Παρασκευής, σκέψου τις λύπες και τους πόνους που δοκίμασε για την παρουσίασι του
μονογενούς Υιού της στον Πιλάτο και στον Ηρώδη, για την απόφασι του θανάτου και
για το σήκωμα του Σταυρού του· το μεσημέρι, έως το Σάββατο, σκέψου την ρομφαία
της θλίψεως που πέρασε την καρδιά αυτής της πολύ άξιας Κυρίας, για την σταύρωσι
και τον θάνατο του μονάκριβου παιδιού της, για το σκληρότατο τρύπημα της λόγχης
της αγίας του πλευράς και για την ταφή του κ.τ.λ. Και με συντομία, ας είσαι
πάντα ξάγρυπνος και προσεκτικός, στο να κυβερνάς τις αισθήσεις σου, και σε κάθε
τι που τύχαινει, χαροποιό ή λυπηρό, αγωνίσου να κινήσαι ή να πηγαίνεις πίσω, όχι
από την αγάπη ή το μίσος των επιγείων, αλλά από μόνη την θέλησι του Θεού και να
δέχεσαι αυτά ή να τα αποστρέφεσαι τόσο, όσο θέλει ο Θεός.
Λοιπόν, ας γνωρίζης ότι τους
παραπάνω τρόπους, που σου φανέρωσα για την κυβέρνησι των αισθήσεών σου, δεν σου
τους έδωσα για να ασχολήσαι συνέχεια με αυτούς· επειδή και έχης υποχρέωσι σχεδόν
πάντα, να έχης το νού σου μαζεμένο μέσα στην καρδιά σου, για να στέκεσαι μαζί με
τον Κύριό σου, ο οποίος θέλει να προσέχης στο να νικάς τους εχθρούς σου και τα
πάθη σου, με συνεχείς πράξεις, τόσο με το να αντιστέκεσαι σ αυτά, όσο και με τις
πράξεις των αντίθετων αρετών, καθώς σου προείπα στο ιγ΄ κεφάλαιο· αλλά σου τους
ερμήνευσα για να γνωρίζης να κυβερνάς τον εαυτό σου, όταν το καλέση η ανάγκη.
Γιατί πολλοί, και παλαιοί και νέοι ασκητές, και άλλοι με παρόμοιες φαντασίες
πλανήθηκαν και χάθηκαν από τον διάβολο, ο οποίος γνωρίζει και συνηθίζει να
μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός, καθώς είπε ο Παύλος, για να πλανήση τον
άνθρωπο· «Και ο ίδιος ο σατανάς μεταμφιέζεται σε άγγελο φωτός» (Β΄ Κορινθ.
11,14).
Γνώριζε επίσης και αυτό, ότι καθώς
από την αίσθησι γεννιέται η φαντασία, έτσι αντιστρόφως και από την φαντασία
γεννιέται η αίσθηση, δηλαδή τόσο πολύ χοντραίνει και παχαίνει η φαντασία σε
μερικούς ανθρώπους, που προκαλεί τις ίδιες ενέργειες και έχει τα ίδια
αποτελέσματα, που κάνει και η αίσθησις· γι αυτό πολλοί υποχόνδριοι και
φαντασιώδεις φοβούνται από τις φαντασίες τους, όπως φοβούνται και από τις
αισθήσεις τους· και ή γλυκαίνονται και προσπαθούν ή πονούν και υποφέρουν κάποιοι
και πεθαίνουν μόνο και μόνο από αυτά τα πρόσωπα και πράγματα που φαντάζονται,
παρομοίως σαν να ήταν παρόντα αισθητά και πραγματικά, αυτά τα ίδια πρόσωπα και
πράγματα που φαντάζονται. Και, λοιπόν, ποιός δεν βλέπει πόσο κακό πράγμα είναι η
φαντασία και πόσο πρέπει να την αποφεύγουμε;
Ανάγκη μεγάλη είναι να κυβερνά
κάποιος όπως πρέπει την γλώσσα του και να την χαλιναγωγή. Γιατί, κάθε ένας
κλίνει πολύ στο να την αφήνη να τρέχη και να ομιλή για εκείνα που δίνουν
ευχαρίστησι στις αισθήσεις μας· η πολυλογία, τις περισσότερες φορές, προέρχεται
από την υπερηφάνεια, από την οποία, φανταζόμενοι εμείς Πως γνωρίζουμε πολλά, και
ικανοποιώντας τη γνώμη μας, πιεζόμαστε με πολλές επαναλήψεις των λόγων μας, να
τυπώσουε την γνώμη μας αυτή στις καρδιές των άλλων, για να τους κάνουμε τον
δάσκαλο, σαν να έχουν ανάγκη να μάθουν από μας· και μάλιστα την ίδια υπερηφάνεια
δείχνουμε όταν τους διδάσκουμε χωρίς αυτοί να μας ρωτήσουν πρώτα.
Τα κακά που γεννιούνται από την
πολυλογία, δεν είναι δυνατό να τα περιγράψουμε με λίγα λόγια· η πολυλογία είναι
μητέρα της ακηδίας· υπόθεσις άγνοιας και ανοησίας· πόρτα της καταλαλιάς,
υπηρέτης των ψεμμάτων και ψυχρότητα της ευλαβούς θερμότητας· τα πολλά λόγια
δυναμώνουν τα πάθη και από αυτά κινείται μετά από αυτά η γλώσσα με περισσότερη
ευκολία στην αδιάκριτη συζήτησι. Γι αυτό και ο Απόστολος Ιάκωβος, θέλοντας να
φανερώση πόσο δύσκολο είναι το να μην αμαρτάνη κάποιος στα λόγια που λέει, είπε
ότι αυτό είναι χαρακτηριστικό των τελείων ανδρών· «Αν κάποιος δεν κάνη σφάλματα
με τα λόγια, αυτός είναι τέλειος άνθρωπος, ικανός να χαλιναγωγήση όλο του τον
εαυτό» (3). Γιατί, αφού η γλώσσα αρχίσει μία φορά να μιλάει, τρέχει σαν
αχαλίνωτο άλογο, και δεν μιλάει μόνο τα καλά και αυτά που πρέπει, αλλά και τα
κακά· γι αυτό και ονομάζεται αυτή από τον ίδιο τον Απόστολο, «μεστή από κακό,
γεμάτη από δηλητήριο θανατηφόρο». Όπως σύμφωνα και ο Σολομώντας είπε, ότι από
την πολυλογία δεν θα αποφύγης την αμαρτία· «εκ πολυλογίας ουκ εκφεύξη αμαρτίαν»
(Παρ. 10,20). Και για να μιλήσουμε γενικά, όποιος μιλάει πολύ, δείχνει ότι είναι
ανόητος· «ο άφρων πληθύνει λόγους» (Εκκλ. 10,14).
Μήν ανοίξης μεγάλες συνομιλίες με
εκείνον, που σε ακούει με κακή όρεξι, για να μη τον αηδιάσης και τον κάνης να σε
σιχαθή, όπως γράφτηκε: «Ο πλεονάζων λόγον, βδελυχθήσεται» (Σειράχ κεφ. 7).
Απόφευγε να μιλάς αυστηρά και μεγαλόφωνα. Γιατί και τα δυό είναι πολύ μισητά και
δίνουν υποψία ότι είσαι μάταιος και έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου· μην
μιλάς ποτέ για τον εαυτό σου και για τις υποθέσεις σου ή για τους συγγενείς σου·
παρά, όταν είναι ανάγκη και όσο μπορείς περισσότερο, με συντομία και ολιγολογία.
Και αν σου φανή Πως άλλοι μιλούν για τον εαυτό τους παραπάνω, εσύ πίεσε τον
εαυτό σου να μη τους μιμηθής, αν υποτεθή ότι και τα λόγια τους να φαίνωνται
ταπεινά και των ίδιων κατηγορητικά. Γιά δε τον πλησίον σου και για όσα ανάγονται
σε αυτό, μίλα όσο λιγώτερο μπορείς, όταν και εκεί που είναι ανάγκη για το καλό
του
(45).
Γιά τον Θεό, να μιλάς με όλη σου την
όρεξι και μάλιστα για την αγάπη και την αγαθότητά του. Αλλά με φόβο,
σκεπτόμενος, ότι μπορείς να κάνης λάθος ακόμη και σε αυτό. Οπότε, καλύτερα αγάπα
να προσέχης, όταν άλλοι μιλούν σχετικά με αυτά, φυλάττοντας τους λόγους τους στα
εσωτερικά της καρδιάς σου. Γιά τα άλλα που μιλάνε, μόνο ο ήχος της φωνής ας
ενοχλή την ακοή σου· αλλά ο νους σου, ας στέκεται ανυψωμένος στο Θεό. Αλλά και
όταν ακόμη είναι ανάγκη να ακούσης εκείνον, που μιλάει για να καταλάβης και να
του απαντήσης, και τότε μην παραλείψης ανάμεσα να υψώσης κάποιο με το λογισμό
στον ουρανό, που κατοικεί ο Θεός σου· και σκέψου το ύψος του και Πως αυτός
βλέπει πάντα την μηδαμινότητά σου, εξέταζε καλά εκείνα, που έρχονται στην καρδιά
σου για να πής, πριν να περάσουν στη γλώσσα και θα βρής πολλά, που είναι
καλύτερα να μην βγούν από το στόμα σου· αλλά ακόμη γνώριζε, ότι και από εκείνα,
που σκέφτεσαι ότι είναι καλά να πής, είναι πολύ καλύτερο να τα θάψης στη σιωπή
και θα το γνωρίσης, αφού περάση εκείνη η συνομιλία.
Η σιωπή, είναι μία μεγάλη
ενδυνάμωσις του Αοράτου Πολέμου και μία σίγουρη ελπίδα της νίκης· η σιωπή, είναι
πολύ αγαπημένη από εκείνον, που δεν εμπιστεύεται τον εαυτό του, αλλά ελπίζει στο
Θεό· είναι φύλακας της ιεράς προσευχής και θαυμαστή βοήθεια στην εκγύμνασι των
αρετών
(46)· και ακόμη
είναι σημείο φρονιμάδας. Γιατί, αν και άλλος δεν μιλάη, το κάνει γιατί δεν έχει
λόγο να πή· «Εστί σιωπών, ου γαρ έχει απόκρισιν» (Σειράχ κεφ. 5)· και άλλος,
διότι φυλάττει τον κατάλληλο καιρό για να μιλήση· «Και έστι σιωπών, ειδώς
καιρόν» (αυτόθι). Και άλλος για άλλες αιτίες
(47)· γενικά όμως
και ολοκληρωτικά, όποιος δεν μιλάει, δείχνει Πως είναι φρόνιμος και σοφός· «εστί
σιωπών και αυτός φρόνιμος» (Σειρ. 14,27). «Ένας σιωπαίνει και αποδεικνύεται
σοφός» (Σειρ. 20,4).
Γιά να συνηθίσης να σιωπάς, σκέψου
πολλές φορές τις ζημιές και τους κινδύνους της πολυλογίας και τα μεγάλα καλά της
σιωπής και αυτούς τους τρεις τρόπους, που είπα στα προηγούμενα τρία κεφάλαια,
δηλαδή το να ανεβαίνη κάποιος από τα αισθητά στη θεωρία του Θεού, στη θεωρία του
σαρκωθέντος Λόγου· και στο στολισμό των ηθών, μπορούν να μεταχειρίζονται
εκείνοι, που έχουν γνώσι, διάκρισι και δύναμι στο λογισμό, για να διορθώνουν τις
αισθήσεις τους με αυτούς. Όσοι όμως δεν έχουν αυτή την γνώσι και την δύναμι,
αυτοί με άλλον τρόπο μπορούν να διορθώνουν τις αισθήσεις τους· δηλαδή, με όλη
τους την δύναμι να απέχουν από όλα εκείνα τα αισθητά, που μπορούν να βλάπτουν
την ψυχή τους.
Και λοιπόν, εσύ αδελφέ μου, α΄ μεν,
πρέπει να φυλάττης με μεγάλη προσοχή τους κακούς και γρήγορους κλέφτες που
έχεις, δηλαδή, τα μάτια σου, και να μην τα αφήνης να τεντώνονται και να βλέπουν
με περιέργεια τα πρόσωπα των γυναικών, τόσο τα όμορφα, όσο και τα άσχημα ή τα
πρόσωπα των ανδρών και μάλιστα των νέων και αγένειων ή να βλέπουν την ξεγύμνωσι
όχι μόνο των ξένων σωμάτων, αλλά και αυτού του ιδίου σου σώματος. Γιατί από
αυτήν την περιέργεια και το εμπαθή κοίταγμα, η καρδιά συλλαμβάνει την ηδονή και
την επιθυμία της πορνείας και της παιδεραστίας. Καθώς είπε ο Κύριος. «Όποιος
βλέπει γυναίκα με επιθυμία πονηρή, έχει κιόλας μέσα του διαπράξει την μοιχεία με
αυτήν» (Ματθ. 5,38). Και κάποιος σοφός είπε «εκ του οράν, τίκτεται το εράν»
(48). Γι αυτό και
ο Σολομώντας παραγγέλνει, να μη πιαστούμε από τα μάτια μας, μήτε να νικηθούμε
από επιθυμία ωραιότητας· «υιε, μη σε νικήση κάλλους επιθυμία, μητέ αγρευθής σοίς
οφθαλμοίς» (Παρ. 6,25).
Εκτός από αυτά, φυλάξου να μη βλέπης
περίεργα τα όμορφα φαγητά και ποτά, ενθυμούμενος την πρώτη μητέρα του γένους μας
Εύα η οποία, για να δη τον απαγορευμένο καρπό του εμποδισμένου ξύλου στον
Παράδεισο, τον επιθύμησε, τον πήρε, τον έφαγε και έτσι πέθανε· ούτε να βλέπης με
ευχαρίστησι τα όμορφα ρούχα ή τον χρυσό και το αργύριο ή τις λαμπρές δόξες του
κόσμου, για να μη περάση από τα μάτια σου μέσα στη ψυχήν σου το πάθος της
φιλοδοξίας και φιλαργυρίας. «Απόστρεψαν γαρ, φησι, τους οφθαλμούς μου, του μη
ιδείν ματαιότητα» (Ψαλμ. 118.)· και για να μιλήσω γενικά, φυλάξου να μη βλέπης
χορούς, παιχνίδια, τραπέζια, ξεφαντώματα, μαλώματα, παλαίσματα, τρεχάματα και
όλα τα άλλα άτακτα και άσεμνα πράγματα, που αγαπά ο ηλίθιος κόσμος και έχει
απαγορευμένα ο νόμος του Θεού· αλλά απόφευγε και κλείσε τα μάτια σου από αυτά,
για να μη γεμίσης την καρδιά και την φαντασία σου από άσχημες εικόνες και πάθη,
και ξεσηκώσης ταραχή και νέο πόλεμο εναντίον σου, αφήνοντας τον αγώνα, που έχεις
να αγωνίζεσαι εναντίον των παλαιών σου παθών. Αγάπα όμως να βλέπης τις
Εκκλησίες, τις αγίες εικόνες, τα ιερά βιβλία, τα κοιμητήρια, τους τάφους και όσα
άλλα είναι σεμνά και άγια, των οποίων η θεωρία σε ωφελεί.
Α΄. Πρέπει να προφυλάττης τα αυτιά
σου. Πρώτα για να μην ακούς τα αισχρά και ερωτικά λόγια, τα τραγούδια και τα
μουσικά όργανα, από τα οποία γλυκαίνεται η ψυχή σου και η καρδιά σου ανάβει από
την σαρκική επιθυμία. Γιατί είναι γραμμένο· «απομάκρυνε από μένα τα επονείδιστα
λόγια» (Παρ. κζ΄ 11).
Κατά δεύτερο λόγο, για να μην ακούς
τα αστεία και τα γελωτοποιά λόγια, τα οποία μάλιστα είναι φαντασιώσεις και τα
κάθε είδους και διάφορα του κόσμου ψέμματα, νοστιμευόμενος και γλυκαινόμενος από
αυτά. Επειδή δεν είναι σωστό στο χριστιανό να ακούη με ευχαρίστησι αυτά, αλλά
εκείνων των διεφθαρμένων ανθρώπων, σχετικά με τους οποίους είπε ο Παύλος, ότι,
«θα κλείσουν τα αυτιά τους στην αλήθεια και θα στραφούν στα παραμύθια» (Β΄.
Τιμοθ. δ 4.)
Τρίτο, για να μην ακούς με
ευχαρίστησι τις κατακρίσεις και πολυλογίες που οι άλλοι κάνουν εναντίον του
πλησίον αλλά ή να τις εμποδίζεις, αν μπορείς ή να μην κάθεσαι να τις ακούς.
Επειδή ο μέγας Βασίλειος θεωρεί άξιους αφορισμού, τόσο εκείνους που πολυλογούν,
όσο και εκείνους που στέκονται και ακούν τις συκοφαντίες· «Αν βρεθή κάποιος να
καταλαλή άλλον ή αν ακούη να καταλαλούν και δεν τους επιτιμά… μαζί με αυτόν να
αφορίζεται»
(49).
Τέταρτο, φυλάξου να μη γλυκαίνεσαι
και ακούς τα περιττά και μάταια λόγια και τις φλυαρίες, στις οποίες καταπιάνεται
ο περισσότερος κόσμος· γιατί, είναι γραμμένο· «δεν θα ακούσης λόγο μάταιο»
(Έξοδ. 23,1). Και ο Σολομώντας είπε· «μάταιο λόγο κάντον μακρυά μου» (Παρ.
30,8). Και ο Κύριος είπε· «Γιά κάθε μάταιο λόγο που θα πούν οι άνθρωποι, θα
λογοδοτήσουν την ημέρα της κρίσεως» (Ματθ. 12,36).
Και για να πούμε σύντομα, φυλάξου να
μην ακούς όλα εκείνα τα λόγια και ακούσματα, που μπορούν να βλάψουν την ψυχή
σου· αυτά κυρίως είναι οι κολακείες των κολάκων και οι έπαινοι, σχετικά για τους
οποίους είπε ο Ησαΐας «λαός μου, αυτοί που σάς καλοτυχίζουν, σάς κοροϊδεύουν»
(3,11). Αγάπησε δε να ακούς τα θεία λόγια, τις ιερές μελωδίες και ψαλμωδίες, και
όλα όσα είναι σεμνά, άγια, σοφά και ψυχωφελή· και μάλιστα αγάπα να ακούς τις
ατιμίες και τις βρισιές που σου κάνουν οι άλλοι.
Ε΄. Φύλαξε την όσφρησί σου από τα
μυρωδικά, τους μόσχους και άλλα ευωδιαστά αρώματα, τα οποία δεν πρέπει ούτε πάνω
σου να τα βάζης ή να τα αλείφης, ούτε με υπερβολή να μυρίζεσαι. Επειδή αυτά, όλα
είναι χαρακτηριστικό των ασέμνων γυναικών, και όχι των φρονίμων ανδρών, και
κοιμίζουν την γενναιότητα της ψυχής, και την σπρώχνουν σε πορνικά πάθη και
επιθυμίες και κάνουν να έρχωνται σε αυτούς που τα μεταχειρίζονται, οι προφητικές
εκείνες κατάρες, που λένε «Και αντί της ευχάριστης ευωδίας, θα υπάρχη μούχλα»
(Ησ. 3,23), «Και αλοίομονο σε όσους αλείφονται με τα καλύτερα αρώματα» (Άμ.
6,6).
ΣΤ΄. Φύλαξε την γεύσι και την κοιλιά
σου, για να μην υποδουλώνεται σε παχυντικά και ευχάριστα και πολυποίκιλα φαγητά,
και νόστιμα και ευώδη ποτά. Γιατί, τα τρυφερά αυτά τραπέζια, πριν να τα
αποκτήσης, θα σε κάνουν να πέσης σε κλεψιές, ψέματα, κολακείες, και άλλα χίλια
υπηρετικά πάθη και κακά· αφού όμως τα αποκτήσης, θα σε γκρεμίσουν στους λάκκους
των σαρκικών ηδονών και κτηνόμορφων επιθυμιών, όσες πραγματοποιούνται κάτω από
την κοιλιά· και θα φέρουν εναντίον σου τις προφητικές εκείνες κατάρες του Αμώς·
«Αλοίμονο εσείς που τρώτε τρυφερά αρνάκια και καλοθρεμένα μοσχαράκια από τα
κοπάδια….» (6,4).
Ζ΄. Πρέπει να φυλάγεσαι, να μην
πιάνης με το χέρι όχι μόνο ξένο σώμα γυναίκας, άνδρα ή γέροντα, το ίδιο και
νεώτερου, αλλά ούτε το δικό σου σώμα και μάλιστα τα απόκρυφα σημεία σου, χωρίς
να υπάρχη ανάγκη. Γιατί, όσο άκομψη είναι αυτή η αίσθησις της αφής, τόσο
αισθητική και ζωντανή είναι και παρακινεί τα πάθη της σάρκας, και γκρεμίζει τον
άνθρωπο ως αυτή την πράξι της αμαρτίας. Και όλες μεν οι άλλες αισθήσεις,
υπηρετούν την αφή, και κατά κάποιο τρόπο, από μακριά εργάζονται την αμαρτία.
Αλλά όταν κάποιος φθάση στην αφή, δηλαδή φτάνη και πιάνη, δύσκολα πια μπορεί να
κρατηθή και να μην διαπράξη την αμαρτία.
Στην αίσθησι της αφής, αναφέρεται
και ο στολισμός της κεφαλής και του σώματος και των ποδιών. Οπότε, φυλάξου να μη
στολίζης το σώμα σου με μαλακά και διάφορα και λαμπρά ρούχα ή με πολυέξοδα
καλύμματα της κεφαλής ή με πολύτιμα παπούτσια, γιατί αυτά αρμόζουν στις γυναίκες
και στους άνδρες δεν ταιριάζουν, αλλά μόνο να φοράς σεμνά και ταπεινά και όσα
είναι αναγκαία και χρειάζονται, στο κρύο του χειμώνα και στον καύσωνα του
καλοκαιριού για την συντήρησι του σώματος, για να μην ακούσης και συ εκείνο, που
άκουσε ο πλούσιος που ντύθηκε την βασιλική και μεταξωτή ενδυμασία, δηλαδή, το·
«Απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου» (Λουκ. 16,25) και έλθη πάνω σου η κατάρα
που λέγει ο Ιεζεκιήλ· «Θα βγάλουν τους μανδύες τους και θα πετάξουν από πάνω
τους τα χρυσοκέντητα ρούχα τους» (26,16).
Στην αφή αναφέρονται ακόμη και οι
άλλες ανέσεις του σώματος· όπως είναι, το φτιάξιμο των μαλλιών και το συχνό
πλύσιμο των γενιών, τα λαμπρά και πολύτιμα σπίτια, τα πολυέξοδα και μαλακά
στρώματα και καθίσματα. Από αυτά όλα να φυλάγεσαι, ως βλαβερά της συνέσεώς σου
και υπεύθυνα της πορνείας και των σαρκικών παθών, για να μην κληρονομήσης το
ουαί του Αμώς, που λέγει· «Αλοίμονο σε σάς που ξαπλώνετε σε ανάκλιντρα
στολισμένα με ελεφαντόδοντο» (6,4).
Αυτά που σου είπα ως τώρα, είναι η
γη, την οποία κατεδικάστηκε να τρώη το νοητό φίδι ο διάβολος. Αυτά είναι, η ύλη
και η τροφή, με την οποία τρέφονται όλα τα πάθη της σάρκας. Και λοιπόν, εάν εσύ
δεν τα καταφρονήσης, ως δήθεν μικρά, αλλά πολεμήσης γενναία και δεν τα αφήσης να
μπούν μέσα από τις αισθήσεις στην ψυχή και την καρδιά σου, σε πληροφορώ, ότι
αλήθεια, εύκολα θα εξαφανίσης με την ατροφία τον διάβολο και τα πάθη και σε λίγο
καιρό θα φανής νικητής άριστος σε αυτόν τον Αόρατο Πόλεμο.
Γιατί είναι γραμμένο στον Ιώβ, ότι ο
μυρμηκολέοντας (δηλαδή ο διάβολος) εξαφανίστηκε και χάθηκε μη έχοντας να φάη
τροφή, «Μυρμηκολέων ώλετο, παρά το μη έχειν βοράν» (δ 11)
(50).
Αφού μιλήσαμε σχετικά για την
διόρθωσι των αισθήσεών μας, επακόλουθο είναι να πούμε εδώ και Πως πρέπει να
διορθώνουμε την φαντασία και ενθύμησί μας, επειδή και κατά την γνώμη όλων σχεδόν
των φιλοσόφων, η φαντασία και η ενθύμησις, δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μία
αποτύπωσις όλων εκείνων των αισθητών πραγμάτων, που είδαμε, ακούσαμε και
μυριστήκαμε και γευτήκαμε και πιάσαμε. Και για να πω με συντομία, η φαντασία και
ενθύμησις, είναι μία εσωτερική κοινή αίσθησις, η οποία φαντάζεται και θυμάται
καθαρά όλα, όσα οι εξωτερικές πέντε αισθήσεις μας πρόλαβαν να προαισθανθούν. Και
κατά κάποιο τρόπο, η μεν αίσθησις και τα αισθητά, παρομοιάζονται με την
σφραγίδα, ενώ η φαντασία, με το αποτύπωμα της σφραγίδας.
Η φαντασία αυτή και η ενθύμησις μας
δόθηκε μετά την παράβασι για να την μεταχειρισθούμε, όταν οι εξωτερικές μας
αισθήσεις ησυχάζουν και όταν δεν έχουμε μπροστά μας παρόντα τα αισθητά εκείνα
πράγματα, που πέρασαν από τις αισθήσεις και τυπώθηκαν σε αυτήν. Γιατί είναι
αδύνατο να έχουμε πάντα παρόντα όλα όσα γνωρίσαμε και ακούσαμε και μυρίσαμε και
γευθήκαμε και πιάσαμε, γι αυτό τα φέρνουμε μπροστά μας με την φαντασία και την
ενθύμησι, που τα έχει τυπωμένα και έτσι μιλούμε γι αυτά και σκεπτόμαστε, σαν να
τα είχαμε και μπροστά μας.
Γιά παράδειγα· εσύ πήγες μία φορά
και είδες την Σμύρνη, έπειτα έφυγες από εκεί και πλέον δεν την βλέπεις με την
εξωτερική αίσθησι των ματιών, αλλά όμως με την εσωτερική αίσθησι δηλαδή, με την
φαντασία και ενθύμησι, όταν θέλης, φέρνεις την Σμύρνη μπροστά σου και την
βλέπεις, σαν να ήταν και παρόν, με το ίδιο σχήμα και διάστημα και μέγεθος και
τοποθεσία, που έχει· όχι Πως τότε πηγαίνεις και βλέπεις την Σμύρνη, (καθώς
νομίζουν μερικοί αμαθείς). Αλλά βλέπεις την εικόνα της Σμύρνης, την οποία έχει
τυπωμένη μέσα η φαντασία και η ενθύμησίς σου. Αυτή η φαντασία των αισθητών
είναι, που μας ενοχλεί και μέσα στον ύπνο και μας κάνει να βλέπουμε τα διάφορα
και πολυποίκιλα όνειρα, στα οποία πρόσεχε να μη πιστεύης ποτέ.
Επειδή όμως η φαντασία αυτή, είναι
μια παράλογη και χοντρή αποτύπωσις των πέντε αισθήσεων και φαντάζεται τα αισθητά
με το σχήμα και χρώμα και το μέγεθός τους, όπως είπαμε.
Α. Να γνωρίζης, δε ότι ο Θεός, όπως
είναι έξω από όλες τις αισθήσεις μαζί και τα αισθητά και πέρα από κάθε σχήμα και
χρώμα και διάστημα και τόπο, ως εντελώς ασχημάτιστος και άμορφος και υπάρχει
παντού και πάνω από όλα, έτσι είναι και έξω από κάθε φαντασία. Και στη συνέχεια,
γνώριζε, ότι η φαντασία είναι μία δύναμις της ψυχής, που δεν έχει επιδεξιότητα
να ενωθή με τον Θεό, για αυτά της τα ελαττώματα (Βλέπε στη Φιλοκαλία, που
λέγει, ότι «καμία φαντασία δεν έχει θέσι στην περίπτωσι του Θεού. Διότι γενικά
είναι πάνω από κάθε έννοια»).
Β΄. Γνώριζε, ότι και ο εωσφόρος και
ο πρώτος των Αγγέλων, όντας πριν ανώτερος της παράλογης φαντασίας και πέρα από
κάθε σχήμα και χρώμα και αίσθησι ως νους λογικός και άϋλος και ασχημάτιστος και
ασώματος, ύστερα αφού φαντάσθηκε και εσχημάτισε με το νού του την ισοθεία, έπεσε
από εκείνη την άμορφη και ασχημάτιστη και απαθή και ενιαία, ασώματη κατάστασι
του νού, κάτω στη πολυσχημάτιστη και πολυμέριστη και παχυλή αυτή φαντασία, όπως
είναι γνώμη πολλών θεολόγων και έτσι, από άγγελος ασχημάτιστος, άϋλος και
απαθής, έγινε διάβολος, υλικός, κατά κάποιο τρόπο, πολύσχημος και εμπαθής
(51). Γι αυτό και
ονομάζεται από τους θείους Πατέρες ζωγράφος που μιμείται τα πάντα και φίδι
πολύμορφο και τρώει την γη των παθών, φαντασιοκόπος και άλλα παρόμοια ονόματα.
Από τον ίδιο το Θεό παρομοιάζεται ως δράκος με σώμα, με ουρά, με νεύρα, με
πλευρά, με ράχη, με μύτη, με μάτια, με στόμα, με χείλη, με δέρμα, με σάρκα και
με άλλα παρόμοια μέλη. Και βλέπε στο μ΄και μα΄ κεφάλαιο του Ιώβ. Οπότε, από αυτά
μάθε, αγαπητέ, ότι η φαντασία με διάφορες μορφές, καθώς είναι εφεύρεσι και
καρπός του διαβόλου, έτσι του είναι και πολύ επιθυμητή. Επειδή, σύμφωνα με τους
Αγίους
(52) αυτή είναι
το γεφύρι, μέσα από το οποίο περνώντας οι δολοφόνοι δαίμονες, ενώνονται με την
ψυχή και έτσι την κάνουν κατοικητήριο αισχρών και πονηρών και βλάσφημων λογισμών
και όλων των ακαθάρτων ψυχικών και σωματικών παθών.
Γ. Γνώριζε, ότι κατά τον
θεολογικώτατο Άγιο Μάξιμο και ο πρωτόπλαστος Αδάμ κτίστηκε από τον Θεό χωρίς
φαντασία. Επειδή, ο νους εκείνου, καθαρός, μοναδικός και πράγματι νους ων, δεν
τυπωνόταν, ούτε σχηματιζόταν από τις αισθήσεις και τα διάφορα είδη των αισθητών.
Αλλά χωρίς να μεταχειρισθή την κατώτερη δύναμι της φαντασίας και να φαντασθή
σχήματα και χρώματα και είδη και διαστήματα, παρατηρούσε με την ανώτερη δύναμη
της ψυχής, δηλαδή την διάνοια, μόνους γυμνούς και ψιλούς τους λόγους των όντων,
άϋλα, καθαρά και πνευματικά(53).
Αλλά ο ανθρωποκτόνος διάβολος, καθώς αυτός έπεσε από την φαντασία, έτσι έκανε
και τον Αδάμ, να σχηματίση τον νού του με την ισοθεΐα και να πέση από την ιδία
αυτή την φαντασία και έτσι από εκείνη την νοερά, ισάγγελο, ενιαία, λογική και
ασχημάτιστη ζωή, γκρεμίστηκε ο ταλαίπωρος, στην αισθητική, πολυμέριστη και
πολυσχημάτιστη φαντασία αυτή και την κατάσταση των αλόγων ζώων. Επειδή η
φαντασία είναι κυρίως ιδίωμα των αλόγων ζώων και όχι των λογικών.
Αφού για μία φορά έπεσε ο άνθρωπος
σε αυτήν την κατάστασι, ποιός μπορεί να πή, σε πόσα πάθη, σε πόσα κακά και σε
πόσες πλάνες κατακρεμίστηκε μέσα από την φαντασία; Γέμισε την ηθική φιλοσοφία
από διάφορες απάτες
(54). Γέμισε τη
φυσική από πολλές ψευτοδοξασίες
(55), και γέμισε
την θεολογία από ψεύτικα και σάπια δόγματα. Γιατί, πολλοί, και μεγάλοι και
νεώτεροι, θέλοντας να θεωρήσουν και να μιλήσουν σχετικά με το Θεό και των
σχετικών, των απλών, ασχημάτιστων και αφάνταστων μυστηρίων, όπου ενεργεί η
ανώτερη από όλες τις δυνάμεις, η δύναμις της ψυχής, δηλαδή, ο νους, πριν ακόμη
να καθαρίσουν το νού τους από τα εμπαθή σχήματα και εικόνες της φαντασίας των
αισθητών πραγμάτων, αντί για την αλήθεια βρήκαν το ψέμα. Και το μεγαλύτερο κακό
είναι, ότι και το ψέμα αυτό, το ασπάστηκαν και το κρατούν δυνατά σαν αλήθεια και
όντως ον· αντί για θεολόγοι, φάνηκαν φαντασιολόγοι, αφού παραδόθηκαν σε αδόκιμο
νού, κατά τον Απόστολο.
Λοιπόν, εσύ αδελφέ, εάν αγαπάς να
ελευθερωθής με ευκολία από τις πλάνες αυτές και τα πάθη, εάν επιθυμής να να
ξεφύγης από τις διαφόρες παγίδες και τεχνάσματα του διαβόλου και εάν επιθυμής να
ενωθής με τον Θεό και να πετύχης τον θείο φωτισμό και την αλήθεια, πολέμα, αλλά
με όλες σου τις δυνάμεις πολέμα, να ξεγυμνώσης τον νού σου από τα σχήματα και τα
χρώματα και τα διαστήματα, και γενικά από κάθε φαντασία και ενθύμησι των
αισθητών πραγμάτων, και καλών και κακών.
Επειδή όλα αυτά είναι σαν μολυσμοί
και λάσπες και σκοτεινιά, που μολύνουν την καθαρότητα και ευπρέπεια και
λαμπρότητα του νού και παχαίνουν την αϋλία του. Και σχεδόν, κανένα πάθος
(56) ψυχικό ή
σωματικό δεν μπορεί να πλησίαση τον νού, παρά δια μέσου της φαντασίας αυτής των
αισθητών. Αγωνίσου λοιπόν να φυλάξης αυτό το νού σου αχρωμάτιστο, ασχημάτιστο,
άμορφο και καθαρό, καθώς το έπλασε ο Θεός.
Αυτό βέβαια με άλλο τρόπο δεν
γίνεται, παρά αν τον επιστρέφης και τον μαζέψης μέσα στο στενό τόπο της καρδιάς
σου και όλου του εσωτερικού άνθρωπου· και εκεί μέσα να τον συνηθίζης να
βρίσκεται πότε μεν προσευχόμενος με πένθος, με τον εσωτερικό λόγο της καρδιάς,
και λέγοντας· «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιε του Θεού, ελέησόν με»· και να προσέχη
μόνον τα λόγια της προσευχής αυτής, (όπως σχετικά με αυτό σου λέω στο κς΄
κεφάλαιο), άλλοτε παρατηρώντας τον ίδιο σου τον εαυτό, μάλλον δια μέσου του
εαυτού σου κατανοώντας τον Θεό και αναπαυόμενος
(57)· αυτή η
θεωρία και η μελέτη λέγεται κυκλική και απλανής
(58). Γιατί, όπως
το φίδι, όταν θέλη να βγάλη το παλιό του δέρμα, πηγαίνει και περνάει από στενό
τόπο, όπως λένει οι φυσιολόγοι, έτσι και ο νους, μέσα από το στενό τόπο της
καρδιάς και της Νοεράς Προσευχής που βρίσκεται μέσα σε αυτήν, φιλτράρεται,
βγάζει το φόρεμα της φαντασίας των αισθητών και κακών προλήψεων και γίνεται
καθαρός, λαμπρός και κατάλληλος στην ένωσι του Θεού για την ομοιότητα που
παίρνει με αυτόν. Και πάλι, καθώς το νερό, όσο ενώνεται και περνάει στριμωγμένο
μέσα από τους στενούς σωλήνες, τόσο λεπταίνει και δυναμώνεται και ανεβαίνει σε
ύψος· έτσι και ο νους, όσο ασχολείται με την ακριβή μελέτη της καρδιάς και τη
δική του θεωρία, τόσο λεπταίνει, τόσο δυνατώτερος γίνεται και ψηλότερος από κάθε
πάθος και επίθεσι λογισμών και από κάθε σχήμα και είδος, όχι μόνον των αισθητών,
αλλά και των νοητών, με το να μένουν όλα αυτά έξω διότι εκεί μέσα δεν μπορούν να
μπούν
(59). Εάν καμμιά
φορά πάη ο νους σου στα εξωτερικά που βλέπεις και στις φαντασίες του κόσμου,
πάλι ξαναγύρισε τον μέσα στον θάλαμο της καρδιάς, έως ότου να συνηθίσει.
Αυτός είναι ο πρώτος και κυριώτερος
τρόπος, τον οποίον πρέπει να έχης παντοτεινό έργο για να διορθώσης, αγαπητέ, την
φαντασία και την θύμησί σου· τι λέω; Να διορθώσης και να εξαφανίσης από την
ρίζα, τις κακές προλήψεις αυτής και τα είδωλα. Αυτός ο οποίος τρόπος, όσο είναι
καρποφόρος και ωφέλιμος, τόσο είναι και κουραστικός· και όσο είναι κουραστικός,
τόσο είναι και δυσκολοεπιχείρητος (για να μην πω και δυσκολοπίστευτος), κοντά
στους πολλούς και μάλιστα στους δικούς μας σοφούς και διδασκάλους του τωρινού
αιώνα, οι οποίοι δεν θέλουν να πιστέψουν στην διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος και
τόσων και τόσων θεοφόρων Πατέρων, που διδάσκουν αυτόν τον τρόπο στο νεοτύπωτο
βιβλίο της Φιλοκαλίας, το οποίο είναι πιο πολύτιμο από κάθε βαρύτιμο πετράδι,
στερούνται δίκαια τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, τους οποίους απολαμβάνουν
πολλοί αμαθείς και αγράμματοι: «Τα απέκρυψε αυτά ο Θεός, κατά το λόγιο, από
σοφούς και συνετούς και τα φανέρωσε στα νήπια» (Λουκ. 10,21). Γιατί, όσοι δεν
πιστεύουν σ αυτή τη νοερή εργασία, ούτε να καταλάβουν μπορούν την ωφέλεια που
προέρχεται από αυτή κατά το· «Αν δεν πιστεύσετε, δεν θα καταλάβετε» (Ησ. 7,9).
Όταν βλέπης ότι ο νους σου
κουράζεται και δεν μπορεί πια να μείνη μέσα στην καρδιά και στην προσευχή του
νού που γίνεται μέσα σε αυτή, τότε χρησιμοποίησε και τον β΄ τρόπο, δηλαδή, άφησε
το να βγαίνη έξω και να ασχολήται με μελέτες και παρατηρήσεις και σε νοήματα
θεία και πνευματικά, τόσο σε αυτά που περιέχονται μέσα στις Γραφές, όσο και αυτά
που βρίσκονται στα κτίσματα, ιδιαίτερα στα νοητά, τα οποία λέγονται στην
καθομιλουμένη μεταφυσικά και αφηρημένα της ύλης. Γιατί, αυτά τα πνευματικά
νοήματα, συγγενή με τον νού έχουν και την λεπτότητα και την ιδιότητα του άϋλου,
δεν τον αφήνουν να παχαίνη, αλλά τον κάνουν με ευκολία να επιστρέψη στον τόπο
της καρδιάς και να ενωθή πάλι με την νοερή μνήμη του Θεού. Γι αυτό λέει, ο Θείος
Μάξιμος, «ότι μόνη η πράξις δεν μπορεί να κάνη τον νού απαθή, αν δεν τον
διαδέχονται πολλές και ποικίλες θεωρίες». Πρόσεξε όμως, να μη ασχολήσαι στους
λόγους των υλικών σωμάτων και ζώων, δηλαδή στα λεγόμενα φυσικά, αφού είσαι ακόμη
επαθής. Γιατί μη όντας ο νους σου ελεύθερος από τις μοχθηρές φαντασίες των
αισθητών, πριν να διαπεράση μέσα στους πνευματικούς και άϋλους λογισμούς, που
βρίσκονται μέσα στα σώματα και στα ζώα, πιάνεται από μόνο την εξωτερική μορφή
τους και την επιφάνεια· και ευχαριστημένος σε αυτή, αποκτά ψεύτικες δοξασίες και
πάθη, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος, αντί να βρή απάθεια και αλήθεια, καθώς το
έπαθαν τόσοι και τόσοι φιλόσοφοι, που καλούνται φυσικοί.
Ή χρησιμοποίησε και τον γ΄ τρόπο για
ανάπαυσι και παρηγοριά του νού σου· δηλαδή, φαντάσου τα μυστήρια της ζωής και
του πάθους του Κυρίου, δηλαδή την Γέννησί του στο σπήλαιο, την Υπαπαντή του στο
Ναό· την Βάπτισί του στον Ιορδάνη, την Σαρανταήμερη νηστεία του στην έρημο· το
κήρυγμα του Ευαγγελίου του, τα διάφορα θαύματα που έκανε· την Μεταμόρφωσί του
στο Θαβώρ, το νίψιμο των ποδιών των μαθητών του, την παράδοσι των μυστηρίων, την
προδοσία του, τα πάθη του· τον Σταυρό του, τον Επιτάφιό του· την Ανάστασί του
και την Ανάληψί του· τα κάθε είδους βάσανα των Μαρτύρων και τις μακροχρόνιες
ασκήσεις των Οσίων.
Το ίδιο, μπορείς, ακόμη για την
συντριβή της καρδιάς σου και την μετάνοια, να φαντάζεσαι το μυστήριο και την
φοβερή ώρα του θανάτου σου, την τρομερή ημέρα της Κρίσεως, τα διάφορα είδη των
αιωνίων κολάσεων, δηλαδή, τις λίμνες της αιώνιας φωτιάς· τις κατασκότεινες και
υπόγειες φυλακές· τους πολύ κρύους τάφους· τα σκουλίκια που πίνουν αίμα, την
συντροφιά με τους δαίμονες· φαντάσου ακόμη και την απόλαυσι της απερίγραπτης
χαράς και την ουράνια εκείνη βασιλεία των δικαίων την αιώνια δόξα και
μακαριότητα· τον ήχο εκείνων που εορτάζουν την ένωσι με το Θεό και την
παντοτεινή γνωριμία και συγκατοίκησι όλων των Αγίων
(60).
Αλλά, γνώριζε, ότι δεν σου λέω να
ασχολήσαι πάντα με αυτά, αλλά να τα μεταχειρίζεσαι μόνο κάποτε κάποτε και
μερικές φορές, ως που να ξεκουρασθή ο νους σου και πάλι να επιστρέψη στην καρδιά
και εκεί να εργάζεται το αφάνταστο και ασχημάτιστο, δια μέσου της καρδιακής
μνήμης του Θεού. Γιατί, όπως όλα τα φερέοικα ζώα, δηλαδή αυτά που κουβαλάνε μαζί
το σπίτι τους (σαν τα σαλιγκάρια και τις χελώνες) και τα όστρακα, δεν
αναπαύονται πουθενά αλλού, παρά μέσα στα όστρακα, που είναι ντυμένα και μέσα
στις τρύπες τους, έτσι και ο νους, με φυσικό τρόπο, σε τίποτα άλλο δεν
αναπαύεται τόσο, όσο, στο να βρίσκεται μέσα στο σώμα που φοράει, δηλαδή, μέσα
στο θάλαμο της καρδιάς και στον εσωτερικό άνθρωπο και από εκεί, σαν από καμία
πολεμήστρα, να πολεμά τους λογισμούς και τους εχθρούς και τα πάθη, που εκεί μέσα
είναι κρυμμένα, αν και οι περισσότεροι άνθρωποι αυτό δεν το γνωρίζουν (61).
Πάνω από όλα σου λέω, ότι για να
πολεμάς και να προφυλάγεσαι καλά, μην αφίνης την φαντασία και την ενθύμησί σου
να θυμάται όλα εκείνα, που είδες ή άκουσες ή μυρίστηκες ή γεύτηκες ή έπιασες και
ιδιαιτέρως, τα άσεμνα και κακά. Γιατί έχει επιβεβαιωθή με την δοκιμή, Πως
περισσότερο πόλεμο κάνει κάποιος να ελευθερωθή από την φαντασία και την ενθύμησι
ενός πράγματος, παρά από την ιδία την αίσθησί του. Επειδή το να ιδή κανείς -
υποθετικά λέμε - ή να μην ιδή ένα πρόσωπο με πάθος, αυτό είναι εύκολο και πόλεμο
τόσο δεν έχει· όταν όμως το ιδή και το περιεργασθή, δεν είναι πλέον εύκολο, αλλά
χρειάζεται πόλεμος και αγώνας, για να βγάλη την ενθύμησι του προσώπου εκείνου
από την φαντασία του.
Και πολλές φορές, μία μονάχα,
εμπαθής και περίεργη ματιά, που ρίξαμε σε ένα όμορφο πρόσωπο, μας εντυπώνει στη
φαντασία τόσο βαθιά την ενθύμησί του, που πολεμούμε σαράντα ή πενήντα χρόνια,
μέχρι και αυτά τα γηρατειά μας και δεν μπορούμε να εξαλείψουμε εκείνη την
ενθύμησι και φαντασία. Και είναι άξιο για γέλια, ότι το πρόσωπο εκείνο γερνάει
και ασχημαίνει ή πεθαίνει και γίνεται χώμα· και πολλές φορές εμείς οι ίδιοι
πιάνουμε με τα χέρια μας τα οστά του στον τάφο, αλλά η φαντασία μας κρατεί τόσο
σφικτά και δυνατά την εικόνα του, που πάντα το νομίζει για νέο και για ζωντανό·
και έτσι σαν παράλογη και τυφλή, μας κάνει να αμαρτάνουμε με αυτό στη καρδία,
σαν να ήταν και αληθινό, τόσο όταν είμαστε ξύπνιοι, όσο και όταν κοιμώμαστε(62).
Ακόμη σου υπενθυμίζω, να φυλαχθής
καλά και να μη πιστεύης ή τελείως να δέχεσαι ως αληθινό, αν δής ξύπνιος ή ενώ
κοιμάσαι, μέσα από την καρδιά σου ή έξω κανένα σχήμα, όπως φως ή φωτιά ή σαν
είδος αγγέλου ή αγίου ή κάτι άλλο παρόμοιο, ό,τι κι αν είναι.
Όπως έχει υποχρέωσι αναπόφευκτη κάθε
χριστιανός, όταν χάση την ειρήνη της καρδιάς του να κάνη το ό,τι μπορεί για να
την ξαναποκτήση, έτσι πάλι πρέπει να γνωρίζη, ότι κανένα γεγονός που συμβαίνει
στον κόσμο, που θα του συνέβαινε, δεν είναι σωστό και φρόνιμο να του στερή ή να
του κλονίζη την παρόμοια ειρήνη. Πρέπει ναί, να λυπούμαστε για τις αμαρτίες μας,
αλλά με έναν πόνο ειρηνικό, κατά τον τρόπο, που προηγουμένως έδειξα σε πολλά
σημεία· και έτσι, χωρίς ενόχλησι της καρδιάς, να συμπονάμε με ευλαβή διάθεσι
αγάπης κάθε άλλο αμαρτωλό και να κλαίμε εσωτερικά το λιγότερο· δηλαδή, ας
πενθούμε για τα σφάλματά του. Γιά τα άλλα που συμβαίνουν, τα βαρειά και
βασανιστικά, που μας έρχονται, όπως ασθένειες, πληγές, θάνατοι των συγγενών μας,
επιδημίες πείνας, πόλεμοι, φωτιές και άλλα παρόμοια κακά, αν και οι κοσμικοί τα
αποστρέφωνται τις περισσότερες φορές, ως ενοχλήσεις της φύσεως, παρόλα αυτά,
μπορούμε με την χάρι του Θεού, όχι μόνο να τα υποφέρουμε, αλλά και να τα θέλουμε
και να τα αγαπάμε, σαν δίκαιη τιμωρία στους παράνομους και σαν αφορμές των
αρετών στους καλούς· επειδή σε αυτόν το σκοπό αποβλέπουμε, και αυτό αρέσει ακόμη
και σε αυτόν τον Κύριό μας και Θεό, που ας τα στέλνει· του οποίου το θέλημα
ακολουθώντας εμείς, θα περάσουμε με καρδιά ήσυχη και αναπαυμένη όλες τις θλίψεις
και τα βάσανα της τωρινής ζωής. Και να είσαι βέβαιος, ότι κάθε παρενόχλησις και
ταραχή της καρδιάς μας, δεν αρέσει στα θεϊκά μάτια· γιατί όποια και νάναι αυτή,
πάντα είναι συντροφιασμένη από ατέλεια και πάντα προέρχεται από κάποια κακιά
ρίζα της φιλαυτίας.
Γι αυτό να έχης πάντοτε άγρυπνη μία
σκοπιά παρατηρήσεως, η οποία αμέσως μόλις δεί κάτι που μπορεί να σε ενοχλήση και
να σε ταράξη, ας σου κάνη νόημα, για να καταλαβαίνης για τι πρόκειται και να
πιάνεις τα όπλα στο να διοικήσαι σκεπτόμενος, ότι όλα εκείνα τα κακά και άλλα
παρόμοια πολλά, αν και φαίνονται εξωτερικά κατά την αίσθησι κακά, δηλαδή
βλαβερά, όμως δεν είναι αληθινά κακά, ούτε μπορούν να μας αφαιρέσουν τα
πραγματικά καλά και ότι όλα τα διατάζει και τα παραχωρεί ο Θεός, για τους
σωστούς σκοπούς που είπαμε πριν και μας συμφέρουν και για άλλα, που δεν είναι
γνωστά σε μας, αλλά πολύ δίκαια και πολύ άγια χωρίς αμφιβολία. Και, αν σε κάθε
θλιβερό και αντίθετο γεγονός που συμβαίνει, παραμένη η καρδιά σου έτσι
αναπαυμένη και ειρηνική, μπορεί να έχης πολύ κέρδος· αν όμως ταράζεται, γνώριζε
ότι κάθε άσκησι που κάνεις, σου αποδίδει ή καμία ή πολύ μικρή ωφέλεια.
Επιπλέον λέω και αυτό, ότι όταν η
καρδιά ενοχλήται και ταράσσεται, είναι πάντα κάτω από τα διάφορα χτυπήματα και
τους πολέμους των εχθρών και το σπουδαιότερο, όταν είμαστε ταραγμένοι δεν
μπορούμε να δούμε καλά και να διακρίνουμε τον ίσιο δρόμο και την ασφαλή πορεία
της αρετής· ο εχθρός μας λοιπόν διάβολος που μισεί πολύ αυτήν την ειρήνη (επειδή
είναι μέρος, που κατοικεί το πνεύμα του Θεού, για να ενεργήση μεγάλα πράγματα),
πολλές φορές έρχεται σαν φίλος και δοκιμάζει να μας την πάρη, χρησιμοποιώντας
διάφορες επιθυμίες
(63), οι οποίες
μας φαίνονται Πως είναι καλές· αλλά πόσο αυτές είναι απατηλές και ψεύτικες,
μπορείς μεταξύ των άλλων στοιχείων να το γνωρίσης κι από αυτό· δηλαδή, επειδή
μας κλέβουν την ειρήνη της καρδιάς.
Γι αυτό, αν θέλης να εμποδίσης την
τόση μεγάλη ζημιά, όταν ο παρατηρητής, δηλαδή ο νους και η προσοχή του νού, σε
προειδοποιήση ότι κάποια νέα επιθυμία κάποιου καλού ζητεί να μπή μέσα σου, μην
της ανοίξης την είσοδο της καρδιάς, αν δεν ελευθερωθής πρώτα από κάθε θέλημα
δικό σου και την παρουσιάσης στο Θεό και ομολογώντας την τυφλότητα και αγνωσία
σου, να τον παρακαλέσης θερμά να σε φωτίση με το δικό του φως, για να δής, εάν
αυτή η επιθυμία προέρχεται από αντίδικο εχθρό· και γι αυτό, τρέξε στον
πνευματικό σου πατέρα και άφησέ το, όσο μπορείς, στην κρίσι εκείνου. Όμως, αν
και η επιθυμία εκείνη είναι από τον Θεό, πρέπει εσύ, πριν να την επιχειρήσης, να
ταπεινωθής και να θανατώσης την μεγάλη σου προθυμία και θερμότητα, που έχεις γι
αυτή· διότι το έργο εκείνο, του οποίου προηγείται αυτή η δική σου ταπείνωσις,
αρέσει πολύ περισσότερο στο Θεό, παρά να γίνη με την επιθυμία της φύσεως -
μάλιστα καμιά φορά του αρέσει πολύ περισσότερο εκείνη η δική σου ταπείνωσις,
παρά αυτό το ίδιο το έργο. Και με τον τρόπο αυτόν, αφού αποβάλλεις από τον εαυτό
σου τις επιθυμίες, που δεν είναι καλές και μη κάνονας τις καλές, αν δεν
καθησυχάσης πρώτα τις φυσικές σου κινήσεις, θα κρατήσης την ειρήνη και την
ασφάλεια, την ακρόπολι της καρδιάς σου.
Γιά να διαφυλάξης ακόμη την καρδιά
σου ειρηνική σε κάθε πράγμα, πρέπει να την ελέγχης και να την φυλάς από κάποιες
επιπλήξεις και εσωτερικούς ελέγχους της συνειδήσεώς σου, οι οποίοι μερικές φορές
είναι του διαβόλου, μολονότι φαίνονται ότι είναι του Θεού, με το να σε
κατηγορούν για κάποιο λάθος· τους παρόμοιους ελέγχους, από τα αποτελέσματά τους
θα τους αναγνωρίσης από που προέρχονται. Γιατί, αν σε ταπεινώνουν και σε κάνουν
επιμελή στο να εργάζεσαι και δεν σου αφαιρούν την ελπίδα και εμπιστοσύνη που
έχεις στον Θεό, πρέπει να τους δέχεσαι σαν από τον Θεό και να τον ευχαριστής· αν
όμως σε συγχύζουν και σε κάνουν μικρόψυχο, δύσπιστο, αμελή και οκνηρό στο καλό,
να είσαι βέβαιος Πως προέρχονται από τον εχθρό· και μη τους δίνης σημασία, αλλά
ακολούθησε τον δρόμο σου και την εξάσκησί σου. Γιατί, και εκτός από όλα αυτά που
σου είπα, πλέον από κοινού, γεννιώνται στη καρδιά μας οι παρενοχλήσεις και οι
συγχύσεις, από τα περιστατικά των αντιθέτων πραγμάτων, που μας ακολουθούν σε
αυτόν τον κόσμο.
Αλλά εσύ, για να προφυλαχθής από
αυτά τα χτυπήματα της συγχύσεως, μπορείς να κάνης δυό πράγματα· το ένα είναι να
σκεφθής σε ποιό είναι αντίθετα εκείνα τα περιστατικά· στο πνεύμα και την ψυχή; ή
στην αγάπη του εαυτού μας και των επιθυμιών μας; Γιατί, αν είναι αντίθετα στις
επιθυμίες σου και την αγάπη του εαυτού σου (ο οποίος είναι γενικά ο πρώτος
εχθρός σου), δεν πρέπει να τα ονομάζης αντίθετα, αλλά να τα έχης για ευεργεσίες
και βοήθεια του Υψίστου Θεού, οπότε και με χαρούμενη καρδιά και ευχαριστία να τα
αποδέχεσαι· εάν όμως και είναι αντίθετα στο πνεύμα και την ψυχή, δεν πρέπει ούτε
γι αυτό να χάνης την ειρήνη της καρδίας σου, όπως θα μάθης στο επόμενο κεφάλαιο·
το άλλο είναι να υψώσης τον νού σου στο Θεό, και με μάτια κλειστά (χωρίς να
θέλης να γνωρίζης κάτι άλλο), να δέχεσαι κάθε περιστατικό από το σπλαγχνικό χέρι
της θείας πρόνοιάς του, σαν πράγμα γεμάτο από διάφορα αγαθά
(64).
Όταν βρίσκεσαι πληγωμένος, επειδή
έπεσες σε κάποιο αμάρτημα λόγω αδυναμίας σου ή καμιά φορά με την θέλησί σου για
κακό σου, μη δειλιάσης· ούτε να ταραχθής γι αυτό, αλλά αφού επιστρέψης αμέσως
στο Θεό, μίλησε έτσι· «Βλέπε, Κύριέ μου· έκανα τέτοια πράγματα σαν τέτοιος που
είμαι· ούτε ήταν δυνατό να περίμενες και τίποτα άλλο από εμένα τον τόσο
κακοπροαίρετο και αδύνατο, παρά ξεπεσμό και γκρέμισμα».
Και εδώ, ξευτελίσου στα μάτια σου
αρκετή ώρα και λυπήσου με πόνο καρδιάς για την λύπη που προξένησες στον Θεό και
χωρίς να συγχυσθής, αγανάκτησε κατά των αισχρών σου παθών, ιδιαιτέρως δε και
μάλιστα, εναντίον εκείνου του πάθους που έγινε αιτία να πέσης· έπειτα πές πάλι·
«Ούτε μέχρι εδώ θα στεκόμουνα, Κύριέ μου, και θα αμάρτανα χειρότερα, εάν εσύ δεν
με κρατούσες με την πολύ μεγάλη σου αγαθότητα».
Και ευχαρίστησέ τον και αγάπησέ τον
περισσότερο παρά ποτέ θαυμάζοντας την τόση μεγάλη ευσπλαγχνία του, ότι και
παρόλο που λυπήθηκε από σένα, πάλι σου δίνει το δεξί του χέρι και σε βοηθάει,
για να μη ξαναπέσης στην αμαρτία· τελευταία πές με μεγάλο θάρρος στη μεγάλη
ευσπλαγχνία του· «Εσύ, Κύριέ μου, κάνε σαν εκείνος που είσαι και συγχώρεσέ με
και μην επιτρέψης στο εξής να ζω χωρισμένος από σένα, ούτε να απομακρυνθώ ποτέ,
ούτε να σε λυπήσω πλέον».
Και κάνοντας έτσι, μη σκεφθής αν σε
συγχώρεσε, διότι αυτό δεν είναι τίποτα άλλο, παρά υπερηφάνεια, ενόχλησις του
νού, χάσιμο του καιρού και απάτη του διαβόλου, χρωματισμένη με διαφόρες καλές
προφάσεις. Γι αυτό, αφήνοντας τον εαυτό σου ελεύθερα στα ελεήμονα χέρια του
Θεού, ακολούθησε την άσκησί σου, σαν να μην είχες πέσει. Και αν συμβή εξαιτίας
της αδυναμίας σου να αμαρτήσης πολλές φορές την ημέρα
(65) και να
μείνης πληγωμένος, κάνε αυτό που σου είπα όλες τις φορές, όχι με μικρότερη
ελπίδα στο Θεό. Και κατηγορώντας περισσότερο τον εαυτό σου και μισώντας την
αμαρτία περισσότερο, αγωνίσου να ζής με περισσότερη προφύλαξι.
Αυτή η εκγύνασις δεν αρέσει στο
διάβολο· γιατί βλέπει Πως αρέσει πολύ στο Θεό, επειδή και μένει ντροπιασμένος ο
αντίπαλος, βλέποντας ότι νικήθηκε από εκείνον, που αυτός είχε πριν νικήσει. Γι
αυτό και διαφορετικούς απατηλούς τρόπους χρησιμοποιεί για να μας εμποδίση να μη
το κάνουμε. Και πολλές φορές πετυχαίνει τον σκοπό του εξαιτίας της αμέλειάς μας
και της λίγης φροντίδας που έχουμε στον εαυτό μας. Γι αυτό, όσο εσύ βρείς
δυσκολία σε αυτό από τον εχθρό, τόσο περισσότερο πρέπει να αγωνισθής να το κάνης
πολλές φορές, ακόμη και αν μία μόνο φορά έπεσες· μάλιστα πρέπει αυτό να κάνης,
αν, αφού αμαρτήσης, αισθάνεσαι ότι ενοχλείσαι και συγχύζεσαι και σε πιάνη
απελπισία για να μπορέσης έτσι με αυτό να αποκτήσης ειρήνη και γαλήνη στην
καρδιά σου και θάρρος μαζί· και αφού οπλισθής με αυτά τα όπλα, να στραφής στο
Θεό.
Γιατί, αυτή η παρόμοια ενόχλησις και
ταραχή που έχει κάποιος για την αμαρτία, δεν γίνεται επειδή με αυτό που έκανε
λύπησε τον Θεό, αλλά γίνεται για τον φόβο της δικής του καταδίκης· και αυτό
σημαίνει ότι, αυτή προέρχεται από την φιλαυτία, όπως πολλές φορές είπαμε.
Ο τρόπος λοιπόν, για να αποκτήσης
την ειρήνη, είναι ο εξής· να ξεχάσης τελειωτικά την πτώσι και την αμαρτία σου
(66) και να
παραδοθής στην σκέψι της μεγάλης και άφατης αγαθότητας του Θεού· και ότι, αυτός
μένει πολύ πρόθυμος και επιθυμεί να συγχωρέση κάθε αμαρτία, όσο και αν είναι
βαρειά, προσκαλώντας τον αμαρτωλό με διάφορους τρόπους και μέσα από διάφορους
δρόμους, για να έλθη σε συναίσθησι και να ενωθή μαζί του σε αυτή την ζωή με την
χάρι του· στην δε άλλη, να τον αγιάση με τη δόξα του και να τον κάνη αιώνια
μακάριο. Και αφού με αυτές και παρόμοιες σκέψεις και στοχασμούς, γαληνέψης το
νού σου, τότε θα επιστρέψης στην πτώσι σου, κάνοντας όπως είπα πιο πάνω·
κατόπιν, όταν έρθη η ώρα της εξομολογήσεως (την οποία σε προτρέπω να κάνης πολύ
συχνά), θυμήσου όλες σου τις αμαρτίες, και με νέο πόνο και λύπη, για την λύπη
του Θεού, και με πρόθεσι και απόφασι να μη τον λυπήσης πλέον, φανέρωσέ τες όλες
στον Πνευματικό σου και κάνε με προθυμία τον κανόνα που θα σου ορίση.
Γνώριζε, αγαπητέ, ότι ο διάβολος δεν
φροντίζει για τίποτα άλλο, παρά για τη δική μας απώλεια, και ότι δεν πολεμάει
όλους με ένα και τον ίδιο τρόπο. Και για να αρχίσω να σου περιγράφω μερικούς από
τους πολέμους του και τις τακτικές τους και τις απάτες του, σου παρουσιάζω πέντε
καταστάσεις ανθρώπων. Μερικοί είναι στην υπηρεσία της αμαρτίας χωρίς κανένα
λογισμό να ελευθερωθούν· μερικοί πάλι, θέλουν να ελευθερωθούν, αλλά δεν το
επιχειρούν· είναι και άλλοι που μετά την απόκτησι των αρετών, πέφτουν με
μεγαλύτερη φθορά στην αμαρτία. Άλλοι νομίζουν ότι βαδίζουν στην τελειότητα,
άλλοι αφήνουν τον δρόμο της αρετής που έχουν και άλλοι, την αρετή που έχουν, την
κάνουν αιτία κακίας. Γιά όλους αυτούς θα μιλήσω ξεχωριστά.
Όταν ο διάβολος κρατά κάποιον στην
υπηρεσία της αμαρτίας, δεν φροντίζει για τίποτα άλλο παρά να τον τυφλώνη
περισσότερο και να τον βγάζη από κάθε καλό λογισμό, που μπορεί να τον παρακινήση
στο να γνωρίση την πολύ δυστυχισμένη του ζωή· και όχι μόνον τον βγάζει από τους
λογισμούς που τον καλούν στην επιστροφή και στην μετάνοια, βάζοντας στο νού του
άλλους λογισμούς κακούς και αντίθετους, αλλά και με έτοιμες και γρήγορες
αφορμές, τον κάνει ο τρισκατάρατος να πέφτη συχνά στην ίδια αμαρτία ή σε άλλες
μεγαλύτερες, από τις οποίες βγαίνει ο ταλαίπωρος αμαρτωλός, περισσότερο
σκοτισμένος και τυφλός, ώστε με την τυφλότητά του φτάνει και γκρεμίζεται στην
συνήθεια της αμαρτίας και έτσι τρέχοντας ο άθλιος από την πράξι της αμαρτίας σε
μεγαλύτερη τυφλότητα και πάλι από την τυφλότητα σε μεγαλύτερα αμαρτήματα,
κυκλογυρίζει σχεδόν όλη την ταλαίπωρη ζωή του μέχρι θανάτου, αν ο Θεός δεν
οικονομήση την σωτηρία του με την χάρι του.
Λοιπόν, όποιος βρίσκεται σε αυτή την
πολύ δυστυχισμένη κατάστασι, αν αγαπά να θεραπευθή, πρέπει να δεχθή αμέσως το
γρηγορώτερο τον λογισμό εκείνον και την έμπνευσι, που τον προσκαλεί από το
σκοτάδι στο φως και από την αμαρτία στη μετάνοια και πρέπει να φωνάξη με όλη του
την καρδιά στο Ποιητή του· «Κύριέ μου βοήθησέ με, βοήθησέ με γρήγορα και μη με
αφήσης πλέον σε αυτό το σκοτάδι της αμαρτίας»· ας μη σταματήσει να ξαναλέη
πολλές φορές το ίδιο και να φωνάζη με αυτό και παρόμοιο τρόπο· και αμέσως,
αμέσως, αν είναι δυνατόν, ας ζητήση βοήθεια και συμβουλή, για να μπορέση να
ελευθερωθή από τον εχθρό· εάν όμως δεν μπορή να πάη αμέσως, ας προστρέξη γρήγορα
στον σταυρωμένο Ιησού και ας προσπέση στα Αγιά του πόδια με το πρόσωπο στη γη
και στη Θεοτόκο Μαρία, ζητώντας ευσπλαγχνία και βοήθεια· και η νίκη στέκεται σε
αυτή την γρηγοράδα.
Εκείνοι, που γνωρίζουν την κακή ζωή
που ζούν και θέλουν να την αλλάξουν, ως επί το πλείστον μένουν πλανεμένοι και
νικημένοι από τον εχθρό με αυτά τα όπλα· μετά από αυτά· αύριο, αύριο· ας
τελειώσω πρώτα αυτή την υπόθεσι και μετά από αυτά να παραδοθώ με περισσότερη
ανάπαυσι στη χάρι του Θεού και στη πνευματική ζωή· ας κάνω αυτό σήμερα και αύριο
μετανοώ. Παγίδα του εχθρού είναι αυτή, αδελφέ, η οποία έπιασε πολλούς και πιάνει
ακόμη πιο πολύ τον κόσμο. Αιτία της παγίδας αυτής είναι η αμέλεια και η άγνοιά
μας. Επειδή και σε μια τέτοια υπόθεσι, από την οποία αποτελείται και κρέμεται
όλη η σωτηρία της δικής μας ψυχής και όλη η τιμή του Θεού, δεν πιάνουμε γρήγορα
εκείνο το τόσο δυνατό όπλο και να πούμε στον εαυτό μας· τώρα, τώρα να ζήσω
πνευματική ζωή και όχι μετά από αυτά· σήμερα, σήμερα να μετανοήσω και όχι αύριο·
το τώρα και το σήμερα, είναι στα χέρια μου· το, μετά από αυτά και το αύριο είναι
στα χέρια του Θεού. Αλλά και αν μου είχε δοθή το, μετά από αυτά και το αύριο,
ποιός δρόμος σωτηρίας και νίκης θα είναι αυτός, το να θέλω πρώτα να πληγωθώ και
ύστερα να θεραπευθώ, το να κάνω πρώτα τις νέες αταξίες μου και να συμορφώνωμαι;
Οπότε, αν θέλης να φύγεις, αδελφέ,
από αυτή την πλάνη και να νικήσης τον εχθρό, η θεραπεία είναι, το να υπακούσης
γρήγορα με την πράξι στους καλούς λογισμούς και τις θείες εμπνεύσεις, που σε
καλούν σε μετάνοια και να μη δώσης καθόλου περιθώριο στη μέση, ούτε να πής, ότι
εγώ αποφάσισα οριστικά να μετανοήσω μετά από αυτά και πια δεν μπορώ να αλλάξω·
όχι γιατί οι αποφάσεις αυτές πολλές φορές είναι λανθασμένες και πολλοί
δείχνοντας εμπιστοσύνη σ αυτές, εξαπατήθηκαν και έμειναν αμετανόητοι για
διάφορες αιτίες.
Α΄. Γιατί οι δικές μας αποφάσεις δεν
είναι θεμελιωμένες πάνω στην απιστία του εαυτού μας και στο θάρρος και την
ελπίδα του Θεού· και μετά από αυτό συμβαίνει το να μη μπορούμε να δούμε την
μεγάλη μας υπερηφάνεια, από την οποία παρακινούμενοι, δίνουμε εμπιστοσύνη στις
δικές μας αποφάσεις, Πως είναι σταθερές. Αλλά το φως για να γνωρίσουμε αυτή την
υπερηφάνεια και ασθένειά μας και η βοήθεια για να θεραπευτούμε, προέρχεται από
την αγαθότητα του Θεού, ο οποίος παραχωρεί, όπως είπαμε προηγουμένως, να πέσουμε
και με την πτώσι, μας προσκαλεί αντί να ελπίζουμε στο δικό μας θάρρος και
ελπίδα, να ελπίζουμε και να δίνουμε εμπιστοσύνη σε αυτόν μόνο· και από την
υπερηφάνειά μας, μας προσκαλεί στη γνώσι του εαυτού μας. Θέλεις να γνωρίζης,
άνθρωπε, πότε είναι δυνατές και στερεές οι αποφάσεις σου; Όταν δεν έχης καμμία
εμπιστοσύνη στο εαυτό σου και όταν είναι όλες θεμελιωμένες με ταπείνωσι στην
ελπίδα και το θάρρος του Θεού.
Β΄. Όταν κινούμαστε εμείς να πάρουμε
καμμία απόφασι, σκεφπόμαστε μόνο την ωραιότητα και δύναμι της αρετής, η οποία
παρασύρει με το μέρος της την θέλησί μας, όσο και αν είναι ασθενής και αδύνατη·
μετά από αυτά όμως, όταν παρουσιασθή η δυσκολία και ο κόπος, με τα οποία
αποκτάται η αρετή, με το να είναι αδύνατη και νέα η θέλησί μας, μικραίνει και
αποσύρεται πίσω και στη συνέχεια μένουν άπρακτες οι αποφάσεις μας. Γι αυτό εσύ
συνήθισε να αγαπάς πολύ περισσότερο τις δυσκολίες, που φέρνουν την απόκτησι των
αρετών, παρά τις ίδιες τις αρετές, και από αυτές τις δυσκολίες ας τρέφεται πάντα
η θέλησίς σου, πότε με το λίγο και πότε με το πολύ, αν θέλης πραγματικά να
αποκτήσεις τις αρετές. Και ας είσαι βέβαιος, ότι τόσο πιο γρήγορα και πιο
γενναία θα νικήσης τον εαυτό σου και τους εχθρούς σου, όσο πιο γενναία
αγκαλιάσεις τις δυσκολίες και όσο περισσότερο τις αγαπάς.
Γ΄. Γιατί οι αποφάσεις μας μερικές
φορές δεν σκέφτονται τις αρετές και την θέλησι του Θεού, αλλά το δικό τους
συμφέρον, το οποίο, συνήθως ακολουθεί τις αποφάσεις, που κάνουμε για τις
πνευματικές τρυφές και για να αποκτήσουμε θεία χαρίσατα. Οπότε εμείς, στις
θλίψεις που μας στενοχωρούν πολύ, άλλη βοήθεια δεν βρίσκουμε, παρά να βάλουμε
σκοπό και να αποφασίσουμε Πως θα παραδοθούμε ολοκληρωτικά στο Θεό και στις
εξασκήσεις των αρετών. Και αν αγαπάς να παραδοθής και συ, αδελφέ, σε αυτό, ας
είσαι στο καιρό των πνευματικών τρυφών πολύ επιφυλακτικός και ταπεινός στις
αποφάσεις σου· ιδιαίτερα όμως φυλάξου, να μη δίνης εντολές στον εαυτό σου και να
μην κάνης τάματα, για να μην τα παραβής και πέσης στην αμαρτία· και όταν
βρίσκεσαι λυπημένος, η απόφασι και η γνώμη σου ας είναι να υποφέρης ευχάριστα
τον σταυρό και την θλίψι, καθώς θέλει ο Κύριος, αποστρεφόμενος κάθε γήινη
βοήθεια και καμιά φορά ακόμη και την ουράνια· μια ας είναι η αναζήτησίς σου και
μία η επιθυμία σου, να βοηθήσαι από τον Θεό, για να μπορής να υποφέρης κάθε τι
αντίθετο, χωρίς να μολύνης την αρετή της υπομονής και χωρίς να κάνης τον Θεό σου
να δυσανασχετήση.
Όταν ο εχθρός δεν μπορή να νικήση
ούτε αυτούς που έχουν εξαρτηθή από την αμαρτία, ούτε αυτούς που ζητάνε να
ελευθερωθούν από αυτήν, όπως παραπάνω είπαμε, τότε τρέχει ο πονηρός στους
ενάρετους και πολεμάει σαν πανούργος να τους κάνη να λησμονήσουν τους εχθρούς,
που είναι κοντά τους και έμπρακτα τους πολεμούν και τους βλάπτουν, να επιθυμούν
όμως και να φαντάζωνται πάνω από την δύναμί τους τα υψηλά και μεγάλα
(67) και πριν από
τον κατάλληλο καιρό να έχουν αποφασιστικούς σκοπούς, για να φθάσουν στην
τελειότητα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το να μη φροντίζουν αυτοί για τις πληγές, με
τις οποίες είναι πληγωμένοι, αλλά, νομίζοντας αυτές τις επιθυμίες και αποφάσεις
της τελειότητας σαν να ήταν έργα και πράγματα, υπερηφανεύονται με διαφόρους
τρόπους. Οπότε, μη θέλοντας να υποφέρουν στην πράξι κάτι το αντίθετο, ούτε το
παραμικρό εμπόδιο ή ένα μικρό λόγο, χάνουν μετά από αυτό τον καιρό τους σε
μεγάλες μελέτες αποφάσεων, αποφασίζοντας δηλαδή με το νού τους, να υποφέρουν
μεγάλες δοκιμασίες για την αγάπη του Θεού. Και επειδή, όταν παίρνουν τις
φαντασμένες αυτές αποφάσεις, δεν αισθάνονται καμμία θλίψι και αντίθεσι στο σώμα
τους, γι αυτό νομίζουν οι ταλαίπωροι ότι βρίσκονται στο ύψος εκείνων των
εναρέτων, που υποφέρουν μεγάλες δοκιμασίες έμπρακτα. Και δεν γνωρίζουν, Πως άλλα
είναι τα λόγια και οι αποφάσεις και άλλα είναι τα έργα και η πραγματικότητα.
Λοιπόν, αν θέλης να αποφύγης,
αδελφέ, αυτή την απάτη, αποφάσισε να πολεμάς με τους εχθρούς, που σε πολεμούν
πραγματικά και από κοντά και έτσι θα γνωρίσης φανερά, αν οι αποφάσεις που
παίρνεις, είναι αληθινές ή ψεύτικες· δυνατές ή αδύνατες· και έτσι θα βαδίσης
στην αρετή και την τελειότητα, μέσα από τον δοκιμασμένο ασφαλή και βασιλικό
δρόμο.
Εναντίον των εχθρών εκείνων, που δεν
σε ενοχλούν προς το παρόν, δεν σε συμβουλεύω να κάνης πόλεμο, πάρα μόνο όταν
πιθανά αντιληφθής ότι με την πάροδο του χρόνου θα σε πολεμήσουν. Γιατί με την
πρόγνωσι και την προμελέτη μπορείς να προετοιμασθής με γενναίες αποφάσεις για να
αντισταθής· και όταν έρθουν, μένουν άπρακτοι, αφού σε βρίσκουν προετοιμασμένο.
Γι αυτό μη νομίσης ποτέ ότι οι αποφάσεις σου Πως να έγιναν και έργα και πράξεις
κι αν ακόμη εξασκήθηκες στις αρετές για λίγο χρόνο με τους κατάλληλους τρόπους·
αλλά σε αυτά ας είσαι ταπεινός και να φοβάσαι τον εαυτό σου και την αδυναμία
σου· και ελπίζοντας στο Θεό, τρέξε σε αυτόν με συχνές δεήσεις για να σε δυναμώνη
και να σε φυλάη από τους κινδύνους και μάλιστα από κάθε μικρή υπόληψι και ελπίδα
του εαυτού σου. Γιατί αν εσύ είσαι κατά αυτό τον τρόπο ταπεινός στον εαυτό σου,
πιθανόν να μην είσαι ελεύθερος τελείως από κάποια μικρά ελαττώματα (στα οποία σε
αφήνει ο Θεός καμιά φορά για να σε κάνη να γνωρίσης την αδυναμία του εαυτού σου
και για να φυλάξη σε σένα κάποιο καλό που έχεις), παρόλα αυτά, σου επιτρέπεται
να επιθυμής και να παίρνης μεγάλες αποφάσεις, για να ανέβης σε ψηλότερο βαθμό
τελειότητας.
Η τέταρτη απάτη με την οποία μας
επιτίθεται ο πονηρός διάβολος, όταν μας δη ότι βαδίζουμε τον ευθύ δρόμο της
αρετής, είναι οι διάφορες επιθυμίες, που ξεσηκώνει εναντίον μας, για να μας κάνη
να ξεπέσουμε από την εκγύμνασι των αρετών στις κακίες. Γιά παράδειγμα, όταν ένας
άρρωστος υποφέρη με υπομονετική θέλησι την αρρώστια του, ο εχθρός, που γνωρίζει
ότι με τον τρόπο αυτόν μπορεί εκείνος να αποκτήση την συνήθεια της υπομονής, του
παρουσιάζει μπροστά του πολλά καλά έργα, που θα μπορούσε να κάνη αν βρισκότανε
σε άλλη κατάστασι και φροντίζει να τον πείση ότι αν ήταν υγιής, θα μπορούσε να
υπηρετήση καλύτερα τον Θεό και να ωφελήση και τον εαυτό του και τους άλλους.
Αφού του βάλλει αυτές τις επιθυμίες,
πηγαίνει σιγά σιγά, αυξάνοντάς τες κατά αυτό τον τρόπο, που τον κάνει να
θορυβήται και να ταράζεται, γιατί δεν μπορεί να τις τελειώση, σύμφωνα με το
θέλημά του. Και όσο του γίνονται μεγαλύτερες και δυνατώτερες οι παρόμοιες
επιθυμίες, τόσο πιο πολύ αυξάνει και η ενόχλησις και η ταραχή της καρδιάς του·
και μετά λίγο λίγο, με ικανότητα τον καταφέρνει ο εχθρός ώστε να μην υπομένη
πλέον την αρρώστια του, όχι ως αρρώστια, αλλά ως εμπόδιο εκείνων των αρετών, που
με πολλή όρεξι επιθυμεί να κάνη, για μεγαλύτερη ωφέλεια. Και αφού τον φέρει σε
αυτό το σημείο, με πολλή ικανότητα του κλέβει από το νού εκείνο τον σκοπό που
είχε για να υπηρετήσει καλύτερα τον Θεό και να αποκτήση περισσότερες αρετές. Και
έτσι, άλλο δεν του αφήνει, παρά γυμνή και μόνη την επιθυμία του να ελευθερωθή
από την αρρώστια. Επειδή όμως, σύμφωνα με την θέλησί του, δεν του περνά,
συγχύζεται και ταράσσεται σε τέτοιο σημείο, που γίνεται εντελώς ανυπόμονος, και
έτσι φθάνει ο άθλιος να πέση στην κακία της ανυπομονησίας, από την αρετή της
υπομονής, που εξασκείτο από πριν χωρίς να το καταλαβαίνη καθόλου
(68).
Ο τρόπος λοιπόν, για να αντισταθής
σε αυτήν την απάτη του διαβόλου, είναι ο εξής: Όταν βρεθής σε αυτή την κατάστασι
της αρρώστιας, που να ενοχλήσαι και να ταράσσεσαι, πρόσεχε καλά, να μη δέχεσαι ή
να μην υποχωρής καθόλου στις επιθυμίες που τότε σου έρχονται, όσο καλές κι αν
φαίνωνται. Γιατί, μη μπορώντας τότε να τις κάνης έργο, αναγκαστικά συγχύζεσαι
και δεν ειρηνεύεις. Πρέπει λοιπόν, με κάθε ταπείνωσι, υπομονή και υποταγή να
πιστεύης, Πως οι επιθυμίες σου αυτές, δεν μπορούν να πάρουν εκείνη την έκβασι
και το τέλος που επιθυμείς, όντας εσύ περισσσότερο αδύνατος και αστήρικτος από
εκείνο που εσύ λογαριάζεις· ή σκέψου ότι ο Θεός για τις κρυφές κρίσεις του ή και
για τις αμαρτίες σου, δεν θέλει από σένα εκείνα τα καλά που επιθυμείς, αλλά
καλύτερα θέλει να σε έχη ταπεινωμένο με την υπομονή, κάτω από το γλυκό και
δυνατό χέρι της θελήσεώς του.
Έτσι παρόμοια και αν έχης κάποτε
κανόνα από τον Πνευματικό σου για κανένα σου αμάρτημα και γι αυτό δεν μπορείς,
όπως επιθυμείς, να ακολουθής με συνέπεια την κάθε ενέργεια που κάνεις για
ευλάβεια, και ιδιαιτέρως την θεία Κοινωνία, μη συγχυσθής και ενοχληθής από την
επιθυμία τους· αλλά αφού αποβάλης κάθε δικό σου θέλημα, φόρεσε εκείνο που αρέσει
στο Θεό με πόνο καρδιάς, λέγοντας μέσα σου. Άχ, εάν το μάτι της θεϊκής πρόνοιας,
δεν έβλεπε σε μένα αχαριστίες και ελαττώματα, εγώ βέβαια, δεν θα βρισκόμουν τώρα
σε τέτοια αθλιότητα, να στερηθώ τη χάρι των αγιωτάτων Μυστηρίων γι αυτό,
βλέποντας ότι ο Κύριος μου, μου φανερώνει με αυτό την αναξιότητά μου, υμνώ και
δοξολογώ στους αιώνας το όνομά του, λέγοντας προς αυτό: «Φιλανθρωπότατε Δέσποτα·
ελπίζοντας καλά στην αγαθότητά σου, αν και είμαι ανάξιος ο άθλιος να σε δεχθώ
στην ψυχή μου με το μέσο των θείων Μυστηρίων, με όλα αυτά, δεν σταματώ με άλλον
τρόπο να σου ανοίγω την καρδιά μου, για να μπαίνης πνευματικά σε αυτή, να την
χαροποιής και να την δυναμώνης εναντίον των εχθρών, που θέλουν να την χωρίσουν
από σένα· και παραμένω πάντα ευχαριστημένος για όλα εκείνα, που αρέσουν στα
μάτια σου, Δημιουργέ μου και Σωτήρα μου· αυτό μόνο επιθυμώ, το θέλημά σου να
είναι και τώρα και πάντα η τροφή μου και η δύναμίς μου· και αυτή μόνο την χάρι,
πολυαγαπητέ μου, σου ζητώ· η ψυχή μου ελευθερωμένη από κάθε τι που δεν σου
αρέσει, να μένη πάντα ντυμένη με την στολή των αγίων σου εντολών και ετοιμασμένη
στο νοητό ερχομό σου και σε ό,τι άλλο επιθυμείς να μου δώσης».
Αν φυλάξης αυτές τις παραγγελίες, να
είσαι σίγουρος, ότι κάθε επιθυμία του καλού, που εσύ δεν μπορείς να ολοκληρώσης,
που προέρχεται είτε από την φύσι, είτε από τον διάβολο, που θέλει να σε ενοχλεί
πάντα και να σε βγάζη πάντα από τον δρόμο της αρετής· ή και καμιά φορά από τον
Θεό, για να δοκιμασθή η υποταγή σου στο θέλημά του· σε κάθε, λέγω, ανεκπλήρωτη
επιθυμία σου, θα έχης πάντα αφορμή να ευχαριστής τον Θεό σου, όπως του αρέσει.
Γιατί από αυτό αποτελείται η αληθινή ευλάβεια και η υπηρεσία που ζητάει ο Θεός
από εμάς.
Γνώριζε ακόμη και αυτό, ότι για να
μην αγανακτής και χάνης την υπομονή στις θλίψεις και στους πειρασμούς που
έρχονται, από όποιο μέρος και αν είναι, πρέπει να χρησιμοποιής εκείνα τα δίκαια
και φρόνιμα μέσα, που συνηθίζουν να χρησιμοποιούν οι υπηρέτες του Θεού, δηλαδή,
το να μη δίνης εσύ αφορμή σε αυτές, το να παρακαλής τον Θεό να σε ελευθερώνη από
αυτές και άλλα παρόμοια· όχι όμως με τόση επιθυμία και αφοσίωσι ολοκληρωτική,
για να ελευθερωθής από τις θλίψεις αυτές, αλλά γιατί θέλει ο Θεός να
μεταχειριζώμαστε τα παρόμοια μέσα και όργανα
(69). Γιατί,
εμείς δεν γνωρίζουμε αν θέλη ο Θεός να μας ελευθερώση με τα μέσα αυτά από την
θλίψι εκείνη. Οπότε αν συ κάνης αλλιώς, ζητώντας ολοκληρωτικά να ελευθερωθής από
τις θλίψεις, θα γκρεμισθής σε πολλά κακά, και εύκολα θα πέσης στην ανυπομονησία,
με το να μη γίνεται η ελευθερία αυτή σύμφωνα με την επιθυμία και την προσπάθειά
σου· ή η υπομονή σου θα είναι ελαττωματική, και δεν θα είναι όλη αρεστή στο Θεό,
αλλά θα είναι άξια μικρού μισθού.
Τέλος πάντων, σε πληροφορώ εδώ για
μία κρυφή απάτη της φιλαυτίας, η οποία συνηθίζει να σκεπάζη τα ελαττώματά μας
και με κάποιο τρόπο να τα αποκρούη όπως στο παράδειγμα· βρίσκεται κάποιος
άρρωστος, λίγο υπομονητικός στην ασθένειά του, ο οποίος κρύβει την ανυπομονησία
του με σκέπασμα κάποιου ζήλου φαινόμενης αρετής, λέγοντας Πως η λύπη του δεν
είναι αληθινή ανυπομονησία για το μαρτύριο που υποφέρει από την ασθένεια, αλλά
ότι λυπάται εύλογα, ή γιατί αυτός έδωσε την αφορμή για την ασθένεια, ή γιατί
εκείνοι που τον υπηρετούν, αηδιάζουν από την ασθένειά του και δυσανασχετούν και
βλάπτονται. Έτσι μπορεί να πή κανείς ότι και ο φιλόδοξος, που συγχύζεται για την
δόξα που δεν πήρε, δεν αποδίδει την αφορμή της αποτυχίας στη δική του
υπερηφάνεια και ματαιότητα, αλλά σε άλλες αφορμές και προφάσεις. Ότι δε η ρίζα
της μικροψυχίας και συγχύσεως αυτών, δεν είναι γι άλλους ή γι άλλη αιτία, παρά
γιατί αυτοί μισούν και αποστρέφονται εκείνο, που είναι αντίθετο με την επιθυμία
τους, φανερό είναι· επειδή, ούτε ο παραπάνω άρρωστος φροντίζει και συγχύζεται,
γιατί οι ίδιοι που τον υπηρετούν, κοπιάζουν το ίδιο ή αηδιάζουν και βλάπτονται
για την ασθένεια κάποιου άλλου, παρά για μόνο τη δική του· ούτε ο φιλόδοξος, που
αναφέρθηκε, συγχύζεται τόσο για άλλες θλιβερές υποθέσεις, που του τυχαίνουν, όσο
γιατί απέτυχε να του δοθεί η θέσις που επιθυμούσε. Οπότε, εσύ, για να μη πέσης
σε αυτό το σφάλμα και σε άλλα, υπόφερε πάντα με υπομονή κάθε κόπο και
εκπαίδευσι, που θα σε ακολουθήση, από όποιου είδους αφορμή και αν είναι.
Το πανούργο φίδι, δεν σταματάει ποτέ
να μας πειράζη με τις πανουργίες και τις απάτες του, ακόμη και σε αυτές τις
αρετές, που αποκτήσαμε, για να μας γίνωνται αυτές αιτίες φθοράς και κακίας·
επειδή, συναρεσκόμενοι σε αυτές και στον ίδιο μας τον εαυτό, φτάνουμε να
υψηλοφρονούμε, και υψηλοφρονούντες πέφτουμε (φεύ!) μετά από αυτά στην κακία και
στο λάκκο της υπερηφάνειας και της κενοδοξίας. Οπότε, για να φυλαχθής, αδελφέ,
από αυτό τον κίνδυνο, συμμάζεψε όλο το νού σου στην καρδιά σου και πολέμα πάντα
αυτό τον δαίμονα, σαν να κάθεσαι, σε μια πλατιά και ευρύχωρη πολεμήστρα, στην
αληθινή και πολύ βαθιά γνώσι της μηδαμινότητας του εαυτού σου· σκεπτόμενος, Πως
αληθινά δεν είσαι τίποτα άλλο, παρά το μηδέν, και Πως δεν μπορείς να κάνης
τίποτα, και Πως δεν έχεις τίποτε άλλο, παρά ταλαιπωρίες, αρρώστιες, κακίες και
ελαττώματα, και Πως δεν σου ταιριάζει τίποτα άλλο, παρά αιώνια καταδίκη. Και
αφού βεβαιωθής σε αυτή την αλήθεια, μην αφήσης ποτέ το νού σου να ασχοληθή με τα
εξωτερικά πράγματα του κόσμου, ούτε καν από ένα παραμικρό λογισμό ή γεγονός που
θα σου τύχη, έχοντας βέβαιο και σίγουρο, ότι όλα τα εξωτερικά πράγματά σου είναι
τόσο εχθρικά, που αν είχες παραδοθή στα χέρια τους, θα ήσουν σίγουρα νεκρός ή
πληγωμένος.
Και για να γυμνάζεσαι καλά και να
κρατάς καλά την ανωτέρω πολεμήστρα της αληθινής γνώσεως της μηδαμηνότητάς σου,
χρησιοποίησε αυτό τον κανόνα: Όσες φορές φέρεις το νού σου στη σκέψι του εαυτού
σου και των έργων σου, να υπολογίζης πάντα με εκείνο, που είναι δικό σου και όχι
με εκείνο που είναι του Θεού και της χάριτός του· και έπειτα, πίστευε τον εαυτό
σου τέτοιο, ό,τι είδους τον βρίσκεις Πως είναι με την δική σου δύναμι, για
παράδειγμα· αν σκεφθής τον χρόνο, που ήταν πριν να δημιουργηθείς εσύ, θα δής ότι
σε όλη εκείνη την άβυσσο της αιωνιότητας ήσουν ένα καθαρό μηδέν, ούτε μπορούσες
να κάνεις τίποτα, για να λάβης την ύπαρξι· πάλι στον καιρό που έχεις την ύπαρξι,
για μόνο την αγαθότητα του Θεού, αφίνοντας σε αυτόν το δικό του (το οποίο είναι
η διαρκής πρόνοια, με την οποία κάθε ώρα σε φυλάει), τι άλλο είσαι, παρά ένα
μηδέν; Γιατί δεν μένει καμμία αμφιβολία, ότι στο πρώτο σου μηδέν (από το οποίο
σε τράβηξε με το παντοδύναμό του χέρι ο Θεός), θα μπορούσες να γυρίσεις
αυτοστιγμεί, αν αυτός σε αφήση για μία μόνη στιγμή.
Είναι λοιπόν φανερό, ότι μένοντας σε
αυτή τη φυσική ύπαρξι, με την δική σου δύναμι, δεν μπορείς ποτέ να υπολογίσης
τον εαυτό για κάτι ή να θέλης να σε υπολογίζουν οι άλλοι.
Έπειτα, αν σταθής καλά στο «εύ
είναι» της χάριτος, πρέπει να σκεφθής καλά Πως αν η δική σου φύσις γυμνωθή από
την θεία βοήθεια και την χάρι, ποιό καλό και αξιόμισθο μπορεί ποτέ να κάνη αυτή
μόνη της; Βέβαια, τίποτα. Ώστε μπορείς και συ να λες με τον Παύλο «δεν εκοπίασα
εγώ αλλά η χάρις του Θεού που είναι μαζί μου» (Α΄ Κορ. 15,10). Έπειτα,
σκεπτόμενος από την άλλη πλευρά τα πολλά σου περασμένα λάθη, και επιπλέον σε
αυτά τα άλλα πάρα πολλά κακά που θα έκανες, αν ο Θεός δεν σε εμπόδιζε με το
σπλαγχνικό του χέρι, θα βρής ότι οι παρανομίες σου με τον πολλαπλασιασμό, όχι
μόνο των ημερών και των χρόνων, στους οποίους έγιναν, αλλά ακόμη και των κακών
σου πράξεων και των συνηθειών και παθών σου (γιατί η μία κακία καλεί και
παρασύρει στον εαυτό της την άλλη), οι παρανομίες σου, λέω, μπορούν να φθάσουν
σε ένα αριθμό σχεδόν αμέτρητο και συ θα γινόσουν ένας άλλος καταχθόνιος
εωσφόρος.
Οπότε, αν δεν θέλης να είσαι άρπαγας
και κλέφτης της αγαθότητας και της δόξας του Θεού· επειδή όλα τα άλλα τα έδωσε ο
Θεός και στα κτίσματά του, την δόξα όμως την κράτησε αυτός, για να δοξάζεται
μόνος ως Δημιουργός όλων, γι αυτό λέει, «την δόξα μου δεν θα την δώσω σε άλλον»
(Ησ. 42,8), αλλά θα μένης πάντα με τον Κύριό σου και να δοξάζης αυτόν μόνο, όπως
είναι δίκαιο, σε κάθε σου πράξι αγαθή, ως αρχή και μέση και τέλος όλων των
αγαθών, πρέπει να πιστεύης ότι εσύ είσαι ο κατώτερος και ο χειρότερος όλων των
ανθρώπων
(70).
Και γνώριζε καλά, ότι αυτή η κρίσις
που κάνεις για τον εαυτό σου, δεν έχει καθόλου υπερβολή, για να έχης αφορμή και
από αυτό να υπερηφανεύεσαι· αλλά είναι δίκαια και αληθινή, και στη συνέχεια,
αιτία ταπεινώσεως, το Πως είσαι δηλαδή από όλους τους άλλους χειρότερος. Εάν
όμως και συ νομίζεις Πως γνωρίζοντας την πονηριά σου, ξεπερνάς κατά αυτό κάποιον
άλλο, που φαντάζεται κάποιος κάτι για τον εαυτό του· γνώριζε ότι υστερείσαι και
συ πολύ και γίνεσαι χειρότερος από αυτόν, αν και θέλης να σε υπολογίζουν οι
άνθρωποι και να νομίζεσαι από αυτούς ως τέτοιος (ως άνθρωπος που μπορούν να
υπολογίζουν), ο οποίος γνωρίζεις ότι δεν είσαι στην πραγματικότητα.
Λοιπόν, αν θέλης η γνώσις της
πονηριάς σου και της μηδαμηνότητάς σου να κρατά μακριά τους εχθρούς σου και να
σε κάνη αγαπητό στο Θεό, είναι ανάγκη, όχι μόνο να περιφρονής τον εαυτό σου ως
ανάξιο, και στη συνέχεια άξιο όλων των κακών, αλλά και να θέλεις να είσαι
καταφρονημένος και από τους άλλους, αποστρεφόμενος τις τιμές, χαιρόμενος στις
κατηγορίες και κάνοντας όλα εκείνα, που οι άλλοι που έχουν κοσμικό φρόνιμα
περιφρονούν. Αυτών τη γνώμη και τα λόγια μη δεχθής καθόλου
(71), ούτε να
εγκαταλείψης αυτή την αγία πράξι της περιφρονήσεως του εαυτού σου, για να
γίνεται αυτό από σένα, γι αυτόν και μόνο τον σκοπό της ταπεινώσεώς σου και όχι
για να αρέσης στους ανθρώπους και να σε έχουν σε υπόληψι.
Εάν δε και τύχει καμιά φορά, να σε
αγαπούν πολύ και να σε επαινούν άλλοι για κάποιο καλό που σου έδωσε ο Θεός,
στάσου καλά μαζεμένος μέσα στον εαυτό σου και μη μετακινηθής καθόλου από την
αληθινή γνώσι της μηδαμηνότητάς σου, που λέχθηκε παραπάνω, αλλά στρέψου πρώτα
στον Θεό, λέγοντας προς αυτόν με όλη σου την καρδιά· «Ας μη γίνει ποτέ, Κύριέ
μου, να γίνω κλέφτης της δικής σου τιμής και χάριτος· σε σένα πρέπει αίνος, τιμή
και δόξα· σε μένα ντροπή». «Σε σένα, Κύριε, η δικαιοσύνη και σε μένα η ντροπή
του προσώπου σου» (Δαν. 9,7)· «όχι σε μας Κύριε, όχι σε μας, αλλά δόξασε το
όνομά σου» (Ψαλμ. 113,9). «Η δόξα δική σου και εγώ δικός σου δούλος» (Έσδρ.
4,29).
Μετά από αυτά γύρισε προς αυτόν που
σε επαινεί, μιλώντας έτσι μέσα σου με τον λογισμό σου· από που αυτός με έχει για
καλόν, αφού δεν είναι άλλος καλός και αγαθός παρά μόνος ο Θεός μου; «ουδείς
αγαθός, ει μη εις ο Θεός» (Ματθ. 19,17). Γιατί, κάνοντας έτσι και αποδίδοντας
στο Θεό το δικό του, θα κρατήσης μακριά τους εχθρούς και θα γίνης άξιος να
δεχθής μεγαλύτερα χαρίσματα και ευεργεσίες από τον Θεό. Αλλά και όταν η
ενθύμησις των καλών έργων και αρετών που κάνεις σε παρακινούν στην υπερηφάνεια,
αμέσως σκέψου, Πως τα έργα αυτά είναι του Θεού και όχι δικά σου
(72) και σαν να
μιλάς με αυτά, πές:
«Εγώ δεν γνωρίζω Πως φανερωθήκατε
και ήρθατε στο νού μου! Γιατί, εγώ δεν είμαι η αρχή σας, αλλά ο αγαθός Θεός και
η χάρις του· εκείνος σάς δημιούργησε, σάς έθρεψε και σάς διαφύλαξε, λοιπόν αυτόν
μόνον θέλω να γνωρίζω για αληθινό και αρχικό πατέρα και αίτιο, αυτόν να
ευχαριστώ και σε αυτόν να αποδίδω κάθε έπαινο».
Έπειτα, σκέψου, Πως όλα τα έργα που
έκανες, δεν έφτασαν την αναλογία και τη συμμετρία στο φως και στη χάρη που σου
παραδόθηκε, για να γνωρίσης και να τα κάνης, αλλά Πως είναι πολύ ατελή και πολύ
μακριά από εκείνο το καθαρό σκοπό και την πρέπουσα επιμέλεια, με την οποία
έπρεπε να τα κάνης. Οπότε, αν σκεφθής καλά, περισσότερο πρέπει να ντρέπεσαι από
τις αρετές σου, παρά να σου αρέσουν αυτές μάταια και να υπερηφανέυεσαι για
αυτές. Γιατί είναι αληθινό, ότι οι φυσικές αρετές του Θεού, τις οποίες πρέπει να
μιμούμαστε, αυτές από μόνες τους είναι καθαρές και πολύ τέλειες, μολύνονται κατά
κάποιο τρόπο και μειώνονται από τις ατέλειες και ελλείψεις της δικής μας
μιμήσεως
(73).
Ακόμη, σύγκρινε τα έργα σου με
εκείνα των αγίων και αληθινών φίλων και δούλων του Θεού και θα γνωρίσης, ότι τα
μεγαλύτερα και καλύτερα έργα τα δικά σου, είναι πολύ τιποτένια και πολύ μικρής ή
καθόλου τιμής, αν τα συγκρίνης πάλι με εκείνα τα έργα του Κυρίου μας Ιησού
Χριστού, που έκανε για σένα στα Μυστήρια της ζωής και του Σταυρού του (τα οποία
να υπολογίσης όχι σαν έργα Θεού, αλλά καθ εαυτά μόνον ως έργα ανθρώπου) και αν
σκεφθής την καθαρότητα της αγάπης του, την αναμαρτησία, με την οποία τα έκανε,
θα γνωρίσης ότι όλα σου τα έργα και οι αρετές, είναι σχεδόν αμαρτίες και
ακαθαρσίες. Γιατί γράφτηκε· «όλη η δικαιοσύνη μας είναι σαν βρώμικο ρούχο» (Ησ.
64,6)· ή πολύ περισσότερο, χειρότερες από το τίποτα.
Τελευταία, αν εξυψώσης τον νού σου
στη θεότητα και στην άπειρη μεγαλειότητα του Θεού σου, «έμπροσθεν του οποίου,
ουδέ ο ουρανός είναι καθαρός», όπως γράφτηκε (Ιώβ 15,15), και στην υπηρεσία και
λατρεία που του πρέπει, θα δής καθαρά, ότι όχι υπερηφάνεια και υψηλοφροσύνη,
αλλά μεγάλος τρόμος και φόβος πρέπει να σου δημιουργηθή σε κάθε σου έργο, όσο
και αν είναι άγιο, όσο και αν είναι πολύ τέλειο και ότι μόνο χρεωστάς να πής με
όλη σου την καρδιά στο Θεό, εκείνη την ταπεινή φωνή του Τελώνου· «ο Θεός
ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. 18,13).
Ακόμη σου παραγγέλνω να μην είσαι
εύκολος στο να φανερώνης τα χαρίσματα, που σου κάνει ο Θεός. Γιατί, αυτό σχεδόν
πάντα, δεν αρέσει στο Θεό, καθώς ο ίδιος μας δίδαξε με την παρακάτω ιστορία.
Φανερώθηκε μια φορά ο Ιησούς Χριστός
σαν είδος βρέφους, σε ένα ευλαβή και ενάρετο, και εκείνος γνωρίζοντας Πως ήταν ο
Κύριος, τον παρεκάλεσε με απλότητα να του πή τον αγγελικό ασπασμό, καθώς
συνηθίζεται να λέγεται από όλους, δηλαδή το, Θεοτόκε Παρθένε· άρχισε το πανάγιο
εκείνο βρέφος να λέγη με προθυμία· «Χαίρε, Κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά
σου· ευλογημένη συ εν γυναιξί». Και εδώ στάθηκε, και δεν θέλησε με τα υπόλοιπα
λόγια να επαινέση τον εαυτό του και να πή: «Και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας
σου». Επειδή όμως εκείνος τον παρακαλούσε να πή και τον παρακάτω στίχο και τα
υπόλοιπα, αυτό εξαφανίσθηκε, αφίνοντας τον δούλο του σε μεγάλη χαρά. Και με το
δικό του παράδειγμα, φανέρωσε σε αυτόν αυτή την ουράνια διδασκαλία, δηλαδή, το
να μην επαινή ποτέ κανείς τον εαυτό του και τις χάρες που έχει. Λοιπόν, μάθε και
συ να ταπεινώνεσαι και να μην επαινήσαι μόνος σου, γνωρίζοντας τον εαυτό σου και
όλα τα έργα σου, Πως είναι ένα τίποτα. «Ας σε εγκωμιάζη ο γείτονας, και όχι το
δικό σου στόμα, ξένος και όχι τα δικά σου χείλη» (Παροιμ. 27, 2).
Αυτό είναι το θεμέλιο όλων των
αρετών
(74)· ο Θεός μας
δημιούργησε από το μηδέν και τώρα που είμαστε όντα εξ αιτίας του, θέλει να
θεμελιώση όλη την πνευματική οικοδομή πάνω σε αυτή μας τη γνώσι, ότι δηλαδή, από
μόνοι ας είμαστε ένα μηδέν και όσο περισσότερο εμβαθύνουμε σε αυτήν, τόσο
περισσότερο θα μεγαλώση η οικοδομή· και όσο περισσότερο χώμα βγάζουμε από αυτό
το βάθος, δηλαδή, όσο, περισσότερο γνωρίζουμε τα ελαττώματα και τις αθλιότητές
μας, τόσο και ο θεϊκός αρχιτέκτονας θα βάλη πλέον στερεές πέτρες, για να αυξήση
την πνευματική αυτή οικοδομή. Και μη νομίζης, παιδί μου, ότι μπορείς να
εμβαθύνης κάποτε σε αυτή την γνώσι, όσο φτάνει. Γιατί αυτό είναι αδύνατο·
μάλιστα, κάνε στον εαυτό σου αυτό τον λογαριασμό, ότι αν και ήταν δυνατόν να
παραδοθή σε κανένα δημιούργημα τέτοιο πράγμα, δεν θα μπορούσε να βρεθή άλλο πιο
βαθύ βάθος να ερευνήση, παρά η δική σου μηδαμηνότητα.
Από αυτή την γνώσι καλά βαλμένη στη
πράξι, μπορούμε να έχουμε κάθε καλό· και χωρίς αυτήν είμαστε σχεδόν τίποτα,
ακόμη και αν θέλαμε να κάνουμε τα έργα όλων των αγίων και να είμαστε
απασχολημένοι πάντα με τον Θεό· ω μακάρια γνώσι, που μας κάνεις ευτυχισμένους
στη γη και δοξασμένους στον ουρανό! ω φως που βγαίνεις από το σκοτάδι και κάνεις
λαμπρές και καθαρές τις ψυχές! ω χαρά που δεν αναγνωρίζεσαι Πως λάπεις ανάμεσα
στις ακαθασίες μας! ω μηδέν, το οποίο σαν γνωρισθής, μας κάνεις κυρίους του
σύμπαντος! Δεν μπορώ να χορτάσω ποτέ, μιλώντας σου σχετικά με αυτό, αγαπητέ. Αν
θέλης να επαινέσης τον Θεό, κατηγόρησε τον εαυτό σου και να επιθυμής να
κατηγορήσαι από τους άλλους· ταπεινώσου σε όλους και κάτω από όλους, αν θέλης να
υψώσης τον Θεό και τον εαυτό σου σ αυτόν. Αν επιθυμής να τον βρής, μην υψώνεσαι,
γιατί αυτός φεύγει· ταπεινώνου και ταπεινώσου όσο μπορείς· και αυτός θα έλθη να
σε βρή και να σε αγκαλιάση· και τόσο θέλει να σε δεχθή και ενωθή σφικτά μαζί σου
με αγάπη, και τόσο πλέον αγαπητά, όσο περισσότερο εσύ ταπεινώνεσαι στα μάτια του
και όσο θέλεις να ταπεινώνεσαι και από τους άλλους και όλοι να σε αποστρέφωνται,
σαν ένα πράγμα συγχαμερό.
Λοιπόν, για την τόση χάρι, που σου
κάνει, αδελφέ, ο Θεός, ο τόσο λυπημένος από τις αμαρτίες σου, για να σε ενώση με
τον εαυτό του, κάνε και συ αυτό, το να νομίζης δηλαδή τον εαυτό σου ανάξιο και
χειρότερο από όλους και μη παραλείπης συνεχώς, να ευχαριστής και να είσαι
χρεώστης εκείνων, που γίνονται αφορμή να ταπεινώνεσαι· δηλαδή σε εκείνους που σε
περιφρόνησαν ή και σε περιφρονούν συνέχεια. Και αν άθελά σου και με κακή όρεξι
της καρδιάς σου, υποφέρεις τις περιφρονήσεις τους, όμως αγωνίσου όσο μπορείς, να
μη δείχνης κανένα εξωτερικό σημάδι ότι σου κακοφαίνονται.
Και αν με όλες αυτές τις σκέψεις και
λογαριασμούς, που είναι πολύ αληθινές, η πανουργία του διαβόλου και η αγνωσία
και κακή κλίσι η δική μας, θα μπορούσαν να ήθελαν υπερισχύση σε μας, με τρόπο
που οι λογισμοί της υψηλοφροσύνης να μη λείπουν από το να μας ενοχλούν και να
πληγώνουν την καρδιά ας, ακόμη και τότε είναι καιρός κατάλληλος, τόσο
περισσότερο να ταπεινωνώμαστε και να περιφρονούμε και να μισούμε τον εαυτό μας,
όσο από την δοκιμή βλέπομε, Πως πολεμούμε, ναί, και αγωνιζόαστε με όλες μας τις
δυνάμεις, για να λυτρωθούμε από αυτό· δεν μπορούμε όμως να ελευθερωθούμε από την
τυραννία του, επειδή και πάσχουμε από τις ενοχλήσεις της υπερηφάνειας, η οποία
έχει την ρίζα και αρχή στην μάταιη και καταραμένη υπόληψι του εαυτού μας και
έτσι θα βγάλη από το πικρό φαρμάκι μέλι, υγεία από τις πληγές και ταπείνωσι από
την ίδια την υπερηφάνεια.
Αν και σου είπα ως τώρα πολλά,
δείχνοντάς σου τον τρόπο που θα χρησιμοποιής, για να νικήσης τον εαυτό σου και
να οπλισθής από τις αρετές, όμως είναι ανάγκη να σου παραγγείλω ακόμη και μερικά
άλλα.
Και Α΄ σου λέω αυτό: Αν θέλεις,
αδελφέ, να αποκτήσης τις αρετές, να μην ακολουθήσης την τάξι που μεταχειρίζονται
κάποιοι και κάνουν πνευματικές ασκήσεις στις επτά ημέρες της εβδομάδας, άλλη
άσκησι γι άλλη αρετή και άλλη γι άλλη, όχι· αλλά η τάξις της δικής σου
εξασκήσεωςς ας είναι το να κάνης πόλεμο αντίθετο σε εκείνα τα πάθη, που πάντα σε
πειράζουν και σε ζημίωσαν και ακόμη συνέχεια σε ζημιώνουν, να στολίζεσαι όμως
από τις αντίθετες αρετές των παθών σου, όσο περισσότερο μπορείς. Γιατί, αν
αποκτήσης αυτές τις αρετές, τις αντίθετες με τα πάθη που σε πειράζουν, βέβαια
και όλες τις άλλες αρετές, με ευκολία και με λίγες πράξεις, θα τις αποκτήσης·
την κάθε μία στον κατάληλό της καιρό και την συνηθισμένη αιτία της· επειδή οι
αρετές είναι πάντα μαζί συνδεδεμένες και όποιος έχει μία εντελώς, όλες τις άλλες
τις έχει πρόχειρες στην πόρτα της καρδιάς του.
Β΄. Μήν αναβάλλης ποτέ χρόνο για την
απόκτησι των αρετών, ούτε ημέρες, ούτε βδομάδες, ούτε μήνες, ούτε χρόνια. Αλλά
σχεδόν, πάντα να αγωνίζεσαι, σαν να γεννήθηκες τότε· και σαν νέος στρατιώτης,
πολέμα συνέχεια και βάδιζε στο ύψος της τελειότητάς τους και μη σταματήσης ούτε
στιγμή. Γιατί, το να σταθής στο δρόμο των αρετών και της τελειότητας, δεν είναι
το να πάρης αναπνοή και δύναμι, αλλά το να στραφής πίσω ή να αδυνατήσης
περισσότερο.
Το να σταθής, εγώ εννοώ, το να
νομίζης ότι απόκτησες εντελώς την αρετή και το να ψάχνεις λίγο τις μικρές
παραλείψεις, που έχεις ακόμη, ή και τις αφορμές και τα αίτια, που σε προσκαλούν
σε πράξεις άλλης νέας αρετής. Οπότε, ας είσαι πάντα γνωστικός και θερμός και
επιδέξιος, για να μη χάσης ούτε καν μία παραμικρή αφορμή και αιτία αρετής. Αγάπα
όλες τις αφορμές και αιτίες, που σε παρακινούν στην αρετή και μάλιστα σε εκείνες
τις αιτίες, που περισσότερο είναι δύσκολες να νικηθούν. Επειδή και οι πράξεις
που γίνονται για να νικηθούν οι δυσκολίες των αρετών, πιο γρήγορα δημιουργούν
τις συνήθειες των αρετών και με βαθυτέρη ρίζα. Εκείνες όμως τις αιτίες, που
μπορούν να σε παρακινήσουν στο πειρασμό της σάρκας, απόφευγε με κάθε φιλοπονία
και γρήγορα, όπως προηγουμένως σου είπα.
Γ΄. Να είσαι φρόνιμος και
διακριτικός στις εξωτερικές εκείνες αρετές, που μπορούν να προξενήσουν ζημιά και
ασθένεια στο σώμα, όπως είναι το να το βασανίζης με υπερβολικές νηστείες,
αγρυπνίες, μελέτες και άλλα παρόμοια· γιατί αυτές, πρέπει να αποκτώνται λίγο
λίγο και με τους βαθμούς τους, όπως θα πω πιο κάτω. Γιά τις άλλες αρετές, που
είναι ολοκληρωτικά εσωτερικές και ψυχικές, καθώς είναι το να αγαπάς τον Θεό, το
να καταφρονής τον κόσμο, το να ταπεινώνεσαι στα ίδια τα μάτια σου, το να μισείς
τα πάθη και την αμαρτία, το να είσαι υπομονητικός και πράος, το να αγαπάς όλους
και όποιον σε ζημιώνει και άλλα παρόμοια, αυτές τις αρετές, λέω, δεν σου
χρειάζεται για να τις αποκτήσης λίγο λίγο, ούτε να ανέβης στην τελειότητά τους
με βαθμούς και σκαλοπάτια, αλλά βιάσου να κάνεις γι αυτές κάθε πράξι όσο
μπορείς, το γρηγορώτερο.
Δ΄. Όλος σου ο λογισμός, όλη η
επιθυμία και η καρδιά, ας μη λογίζεται, ούτε να επιθυμή, ούτε να θέλη άλλο, παρά
το να νικήσης εκείνο το πάθος, που πολεμάς και σε πολεμεί και να αποκτήσης την
αρετή, που είναι αντίθετη σε αυτό· αυτό ας είναι για σένα όλος ο κόσμος, αυτός ο
ουρανός και η γη· αυτό ας είναι όλος σου ο θησαυρός και αυτό ας είναι όλος σου ο
σκοπός, για να αρέσεις και με αυτό στο Θεό· αν τρώς, αν νηστεύης, αν κοπιάζης,
αν αναπαύεσαι, αν αγρυπνάς, αν κοιμάσαι, το οποίο γίνεται μέσα στο σπίτι σου και
αν είσαι έξω, αν προσέχης στις ευλάβειες και στα εργόχειρα, όλα αυτά ας
κατευθύνωνται και ας αποβλέπουν στο να κυριεύσης και νικήσης εκείνο το πάθος και
να αποκτήσης την αντίστοιχη αρετή.
Ε΄. Ας είσαι έχθρος κοινός όλων των
επιγείων ηδονών και απολαύσεων. Γιατί, με αυτόν τον τρόπο, θα πολεμηθής λιγώτερο
από τις άλλες κακίες, οι οποίες όλες έχουν για ρίζα τους την ηδονή. Όταν αυτή
κοπή με το μίσος του εαυτού μας, χάνουν εκείνες την δύναμί τους. Γιατί, αν
θελήσης από το ένα μέρος να πολεμήσης κάποια κακία, να πούμε ακριβώς, κάποια
μερική ευχαρίστησι, και από το άλλο να προσέχης σε άλλες επίγειες ηδονές, αν και
όχι θανάσιμες, αλλά συγγνωστές και ελαφριές, βέβαια, ο πόλεμός σου θα είναι
σκληρός, αιματώδης και πολύ αβέβαιος και στη συνέχεια και η νίκη σου θα είναι
σπάνια. Γι αυτό, να θυμάσαι πάντα εκείνες τις θείες αποφάσεις· «Όποιος αγαπά τη
ζωή του, θα την χάση· αυτός όμως που δεν λογαριάζει τη ζωή του, όσο ζει αυτός ο
κόσμος, θα την φυλάξη για την αιώνια ζωή» (Ιωάν. 12,25). «Αδελφοί, είμαστε
οφειλέτες, αλλά όχι ως προς τον σαρκικό άνθρωπο, που απαιτεί διαγωγή σύμφωνη με
τις επιθυμίες του. Γιατί αν ζήτε σύμφωνα με τις επιθυμίες του φυσικού ανθρώπου,
σάς περιμένει βέβαιος θάνατος. Αν όμως νεκρώσετε τις φυσικές σας επιθυμίες, με
την βοήθεια του Πνεύματος, θα ζήσετε» (Ρωμ. 8,12).
ΣΤ΄. Και τελευταία σου παραγγέλλω,
ότι πολύ καλό και ίσως αναγκαίο, για την απόκτησι των αρετών το να κάνης πρώτα
μία γενική εξομολόγησι, με όλους εκείνους τους οφειλόμενους τρόπους που πρέπει,
για να βεβαιωθής περισσότερο ότι σε σκέπει η χάρις του Θεού σου, από τον οποίο
θα προσμένης όλα τα χαρίσματα, όλες τις αρετές και τις νίκες.
Αν και ο αληθινός στρατιώτης του
Χριστού, που αγαπά να φτάσει στο πλήρωμα της τελειότητας, δεν θα θέση ποτέ στην
πρόοδό του κάποια χρονική προθεσμία, όμως πρέπει να συγκρατώνται με κάποια
διάκρισι οι υπερβολικές εκείνες θερμότητες του πνεύματος, οι οποίες ανάβουν
μάλιστα στην αρχή με μεγάλη επιθυμία, σβύνουν μετά από αυτά και μας αφήνουν στα
μισά του δρόμου. Οπότε, όχι μόνο οι εξωτερικές και σωματικές αρετές πρέπει να
αποκτώνται σιγά σιγά, σαν με βαθμίδες και σκαλοπάτια, όπως είπαμε, αλλά ακόμη
και οι εσωτερικές και ψυχικές αρετές, κατά αυτόν τον τρόπο πρέπει να αποκτώνται.
Γιατί, με τέτοιο τρόπο, το λίγο γρήγορα γίνεται πολύ και παραμένει. Οπότε, για
παράδειγμα, για να αποκτήσης την εσωτερική αρετή της υπομονής, δεν μπορείς
αμέσως να χαίρεσαι ή να επιθυμής τις βρισιές και τα άλλα αντίθετα, που θα σου
κάνη κάποιος, γιατί η χαρά αυτών και η επιθυμία, είναι οι υψηλότεροι βαθμοί της
υπομονής· σ αυτούς δεν πρέπει να ανεβαίνης αν ίσως δεν περάσης πρώτα από τους
χαμηλότερους βαθμούς και τα σκαλοπάτια αυτής της αρετής. Τα σκαλοπάτια αυτά
είναι, το να καταφρονής εσύ πρώτος τον εαυτό σου· το να μη συγκατατεθής στο να
εκδικηθείς· το να μισής την εκδίκησι και τα παρόμοια (βλέπε στο ιγ΄ κεφάλαιο).
Σε συμβουλεύω ακόμη, να εξασκήσαι
κυρίως όχι σε όλες τις αρετές, ούτε σε πολλές, αλλά πρώτα σε μία μόνο και μετά
από αυτά στην άλλη. Γιατί έτσι φυτεύεται η ενάρετη συνήθεια στη ψυχή πιο εύκολα
και πιο σταθερά· διότι και με την αδιάκοπη εκγύμνασι της μιας αρετής και η
ενθύμησί σου τρέχει ευκολώτερα σ αυτήν και ο νους σου λεπτύνεται πάντα
περισσότερο, για να βρίσκης νέους τρόπους και αιτίες για να την αποκτήσης· και η
θέλησίς σου κλίνει ευκολώτερα και με μεγαλύτερη διάθεσι σ αυτήν. Αυτά βέβαια,
δεν θα επακολουθήσουν, αν καταπιασθής με πολλές αρετές.
Εξ άλλου οι πράξεις μιας μόνης
αρετής, όντας όμοιες μεταξύ τους γίνονται με την ίδια και όμοια εξάσκησι,
λιγότερο κοπιαστικές. Γιατί η μία καλεί και βοηθεί την άλλη, την παρόμοιά της
και εξ αιτίας αυτής της ομοιότητος, εντυπώνονται σε μας ακόμη καλύτερα, με το να
βρίσκουν τον θρόνο της καρδιάς ήδη έτοιμο και διατεθειμένο στο να δέχεται
εκείνες τις νέες πράξεις, που θα ξανακάνουμε, καθώς δέχτηκε από πριν και τις
άλλες τις όμοιές τους.
Αυτοί οι λογαριασμοί, που είπαμε,
έχουν τόση δύναμι και αλήθεια, που γνωρίζουμε βέβαια, Πως όποιος γυμνάζεται καλά
σε μία αρετή, μαθαίνει μαζί με τα άλλα και τον τρόπο, για να γυμνάζεται στην
άλλη και έτσι με την αύξησι της μιας, αυξάνουν όλες μαζί, για την αδιαχώριστη
ένωσι, που έχουν αναμεταξύ τους, διότι όλες οι αρετές είναι ακτίνες, που
προέρχονται από το ένα και το ίδιο θεϊκό φως.
Γιά την απόκτησι των αρετών,
χρειάζεται να υπάρχη μία ψυχή γενναία και μεγάλη και μία θέλησις, όχι ασθενής
και απαλή, αλλά αποφαστική και δυνατή, με σίγουρη προϋπόθεσι, ότι έχουμε να
περάσουμε μέσα από πολλά αντίθετα και σκληρά και ακόμη, πρέπει να έχουμε και
κλίσι ξεχωριστή και αγάπη προς αυτές· αυτήν την οποία μπορούμε να αποκτήσουμε,
αν συλλογιζώμασυτε, πόσο οι αρετές αυτές αρέσουν στο Θεό και πόσο είναι ευγενείς
και εξαιρετικές από μόνες τους και πόσο μας είναι ωφέλιμες και αναγκαίες.
Επειδή, κάθε μας τελειότητα και προκοπή, από αυτές έχει και την αρχή και το
τέλος.
Οπότε, κάθε πρωί, ας παίρνονται
δραστικές προθέσεις και αποφάσεις από μας, για να γυμναζώμαστε σε όσα αίτια της
αρετής, πιθανώς, μπορούν να συμβούν εκείνη την ημέρα· το βράδυ, πρέπει να
εξετάζουε, αν τα χρησιμοποιήσαμε καλά· και το άλλο πρωί, να ανανεώνουμε πάλι τις
ίδιες αποφάσεις και επιθυμίες πιο ζωντανά και μάλιστα, για να ασκούμαστε στην
απόκτησι της αρετής εκείνης, που έχουμε τότε στα χέρια μας. Παρόμοια και τα
παραδείγματα των αγίων και οι προσευχές μας και οι μελέτες της ζωής και του
Πάθους του Χριστού, όλα αυτά, που είναι τόσο αναγκαία σε κάθε πνευματική άσκησι
των αρετών, ας γίνωνται κυρίως για εκείνη την αρετή, στην οποία τότε θέλουμε να
γυμναστούμε· αλλά και όσες αφορμές και αιτίες συναντήσουμε εκείνη την ημέρα, και
αν είναι διαφορετικές μεταξύ τους, όμως όλες πρέπει να τις μεταχειριζώμαστε, όσο
το δυνατόν, στην απόκτησι της αρετής εκείνης, που επιθυμούμε (βλέπε στο μ΄
κεφάλαιο).
Κατά αυτό τον τρόπο δεν πρέπει να
φροντίζουμε, στο να συνηθίσουμε να κάνουμε τις ενάρετες πράξεις, εσωτερικές και
εξωτερικές, και με τόση πολλή προθυμία και ευκολία, με όση προθυμία και ευκολία
κάναμε πριν και τις αντίθετες κακίες τους ή καλύτερα, με όση ευκολία γίνονται
και οι φυσικές επιθυμίες της καρδιάς μας· με άλλα λόγια τόση συνήθεια πρέπει να
αποκτήσουμε στις αρετές, που να μας γίνωνται σαν φυσικές. Και όσο μεγαλύτερες
δυσκολίες συναντάμε σ αυτές (όπως είπαμε παραπάνω), τόσο οι δυσκολίες αυτές,
γρηγορώτερα και βαθύτερα, θα βάλουν και θα φυτέψουν την καλή συνήθεια στην ψυχή
μας.
Τα κατάλληλα ρητά της θείας Γραφής,
όταν λέγωνται από μας, με την φωνή ή και με τον νού, έχουν θαυμαστή δύναμι, για
να βοηθήσουν στην εκγύμνασι της ζητούμενης αρετής· γιατί λέγει ο Σολομών· «Τι θα
τηρήσης, τέκνο; Τα λόγια του Θεού» (Παρ. 31,2). Γι αυτό, ας έχουμε πρόχειρα
πολλά ρητά για την αρετή που εξασκούμαστε, τα οποία ας γίνωνται πράξι και ας
λέγωνται όλη την ημέρα και μάλιστα, όταν τύχη το αντίθετο πάθος της αρετής
εκείνης να μας πολεμήσει.
Γιά παράδειγμα· αν ασχολούμαστε με
την απόκτησι της υπομονής, μπορούμε να πούμε τα παρακάτω ρητά και άλλα παρόμοια·
«Μακρόθυμος ανήρ, πολύς εν φρονήσει» (Παρ. 14,31). «Η υπομονή των φτωχών δεν θα
εξαφανισθή» (Ψαλμ. 9,19). «Αλοίμονο σε όσους έχασαν την υπομονή» (Σειρ. 2,15).
«Ο μακρόθυμος είναι ανώτερος από τον ισχυρό. Και όποιος συγκρατεί την οργή του,
ανώτερος από εκείνον που κυριεύει μία πόλι» (Παρ. 10,32). «Μέ την υπομονή σας θα
σώσετε τις ψυχές σας» (Λουκ. 21,19). «Μέ την υπομονή διανύουμε τον αγώνα που
έχουμε μπροστά μας» (Εβρ. 12,1). «Να, καλοτυχίζουμε όσους δείχνουν υπομονή»
(Ιάκωβος 5,11). «Μακάριος όποιος δέχεται με υπομονή τις δοκιμασίες» (Ιάκ. 1,12).
«Η υπομονή σας πρέπει να κρατήση ως το τέλος» (Ιάκ. 1,4). «Έχετε ανάγκη από
υπομονή» (Εβρ. 10,36). Ομοίως μπορούμε να πούμε και αυτές τις μικρές προσευχές·
«Ω Θεέ μου, πότε θα οπλισθή η καρδία μου με το όχημα της υπομονής;» «Πότε θα
περάσω κάθε δοκιμασία με αναπαυμένη καρδιά, για να δώσω χαρά στο Θεό μου;» «Ω
πολυαγαπητές μου δοκιμασίες, που με κάνατε όμοιο με τον Κύριό μου Ιησού, που
υπόφερε για μένα; Ω Ιησού, μόνη ζωή της ψυχής μου, άραγε θα ζήσω ποτέ εγώ
αναπαυμένος μέσα στα χίλια βάσανα για τη δική σου δόξα;» «Μακάριος εγώ, αν και
στο μέσο της φωτιάς των θλίψεων ανάψω από επιθυμία, να υποφέρω μεγαλύτερα
βάσανα!»
Αυτές τις μικρές προσευχές θα
χρησιμοποιήσουμε, για να προκόψουμε στις αρετές και άλλες ακόμη κατάλληλες για
κάθε αρετή, που γυμναζόμαστε, όσες θα μας εμπνεύση το πνεύμα της ευλάβειας. Οι
μικρές αυτές προσευχές αποκαλούνται ακοντιστικές και σαϊτευτικές, γιατί είναι
σαν ακόντια, δηλαδή κοντάρια και βέλη που κονταρεύουν και σαϊτεύουν στον ουρανό
και έχουν μεγάλη δύναμι για να μας ξεσηκώσουν στην αρετή και να φθάσουν ως τα
αυτιά του Θεού, αν και συνοδεύωνται από δυό πράγματα, σαν από δυό φτερά· το ένα
είναι, η αληθινή γνώσις της χαράς του Θεού μας, την οποία αυτός λαμβάνει για την
εκγύμνασι, που εμείς κάνουμε στις αρετές, το άλλο είναι μία θερμή και διάπυρη
επιθυμία, να τις αποκτήσουμε, για να αρέσουμε στην θεία του μεγαλειότητα
(75).
Ανάμεσα σε εκείνα που είναι αναγκαία
και συμβάλλουν στην απόκτησι των αρετών, εκτός από όσα είπα με παραπάνω, είναι
και το εξής· δηλαδή το να πηγαίνουμε πάντα μπροστά, αν θέλουμε να φθάσουμε στο
σκοπό, που εμείς εδώ θέλουμε. Γιατί αλλιώς, αν μόνο σταματήσουμε, γυρίζουμε προς
τα πίσω· ότι, όταν παύσουμε από τις ενάρετες πράξεις, αναγκαστικά συμβαίνει,
μέσα από βίαιες κλίσεις της αισθητικής διαθέσεως και των άλλων πραγμάτων, που
μας παρακινούν εξωτερικά, συμβαίνει, λέω, να γεννιούνται σε μας πολλά πάθη
άτακτα, τα οποία διαφθείρουν τις αρετές ή τουλάχιστον τις λιγοστεύουν και έτσι
μας στερούν από πολλές χάρες, που μπορούσαμε προοδεύοντας, να πετύχουμε από τον
Θεό.
Γι αυτό ο πνευματικός δρόμος, είναι
διαφορετικός από την πορεία, που κάνει ο οδοιπόρος της γης. Γιατί στην μεν γήϊνη
πορεία, αν σταματήση ο οδοιπόρος, δεν χάνει τίποτε από την πορεία που έχει
διανύσει· στην πνευματική όμως πορεία, αν σταματήση ο οδοιπόρος της αρετής,
χάνει και όσες αρετές απόκτησε προηγουμένως· και ακόμη η μεν κούρασι του
οδοιπόρου αυξάνει, όσο περισσότερο θα περπατήση, στον πνευματικό όμως δρόμο, όσο
περισσότερο περπατεί κάποιος μπρός, τόσο αποκτά πάντα μεγαλύτερη εξουσία και
δύναμι.
Γιατί με την ενάρετη άσκησι, το μεν
κατώτερο μέρος, δηλαδή το σώμα, που με τον πολεμό του έκανε σκληρό και
κοπιαστικό τον δρόμον της αρετής, αδυνατίζει πάντα περισσότερο, το δε ανώτερο
μέρος, στο οποίο μένει η αρετή, δηλαδή η ψυχή, στηρίζεται και δυναμώνει πάντα
περισσότερο. Οπότε, όσο προοδεύουμε στο καλό και στην αρετή, τόσο μικραίνει η
δοκιμασία εκείνη που αισθανόμαστε στην αρχή της αρετής· και ακόμη, και κάποια
απόκρυφη γλυκύτητα (η οποία προέρχεται από τον Θεό), ενώνεται μαζί μας και
γίνεται κάθε ώρα μεγαλύτερη. Και έτσι πορευόμενοι πάντα με περισσότερη ευκολία
και δύναμι, από αρετή σε αρετή, φθάνουμε τελευταία στην κορυφή του όρους, εκεί
που η ψυχή γίνεται τέλεια και ενεργεί μετά από αυτά κάθε καλό, όχι με αηδία,
αλλά με ιδιαίτερη χαρά και ευφροσύνη. Γιατί αφού νίκησε και δάμασε τα πάθη και
υπέταξε όλη την κτίσι δια μέσου της υποταγής του σώματός της, ζη ευτυχισμένη
μέσα στον Θεό· και εκεί κοπιάζοντας ευχάριστα, δέχεται ανάπαυσι.
Εάν θέλης να περπατάς πάντα μπροστά
στο δρόμο των αρετών χωρίς να σταματήσης, πρέπει να προσέχης καλά, να μην αφήσης
να φύγη από τα χέρια σου, εκείνο που μπορεί να γίνη αφορμή για να αποκτήσης την
αρετή. Οπότε, κακώς σκέφτονται εκείνοι που αποφεύγουν, όσο μπορούν τα αντίθετα
εκείνα, που μπορούν να τους βοηθήσουν στην απόκτησι της αρετής· για παράδειγμα·
επιθυμείς να αποκτήσης την συνήθεια της υπομονής; Δεν είναι καλό να αποφεύγης
εκείνες τις υποθέσεις και εκείνες τις πράξεις και τους λογισμούς, που σε
παρακινούν στην ανυπομονησία· και γι αυτό δεν πρέπει να απέχεις από κάποιες
πράξεις που σου είναι ενοχλητικές. Αλλά συναναστρεφόμενος και συνομιλώντας με
όποιον και αν είναι, που να προκαλή αηδία και θλίψι, να έχης πάντα ετοιμασμένη
και πρόθυμη την θέλησί σου, να υποφέρης κάθε τι το αηδιαστικό και ανόρεκτο που
μπορεί να συμβή. Γιατί αν κάνης διαφορετικά, δεν θα συνηθίσης ποτέ στην υπομονή.
Έτσι παρομοίως πρέπει να κάνης σε
όποια πράξι σου προξενεί αηδία ή από μόνη της ή εξ αιτίας εκείνου που σε
παρακίνησε σ αυτή ή και εξ αιτίας εκείνου, που σε εμποδίζει από την άλλη, που
σου αρέσει περισσότερο· δηλαδή, πρέπει να μεταχειρισθής και να ακολουθήσης την
πράξι και το έργο εκείνο και που σε συγχύζει και σε ενοχλεί και μπορούσες να
αναπαυθής, αν το αφήσης. Γιατί έτσι δεν μπορείς να μάθης ποτέ να υποφέρης· αλλά
ούτε μπορεί να είναι ποτέ αληθινή ανάπαυσις αυτή που ζητάς, όταν δεν προέρχεται
από ψυχή καθαρή από το πάθος της φιλαυτίας και στολισμένη από αρετή.
Το ίδιο σου λέω να κάνης και για
εκείνους τους λογισμούς, που μερικές φορές ενοχλούν και συγχύζουν το νού σου.
Αυτούς δεν πρέπει να τους αποβάλης μόνος σου· επειδή, με την δοκιμασία που σου
δίνουν, σε κάνουν συγχρόνως να συνηθίζης να υπομένης τα αντίθετα. Και όποιος σου
λέγει αντίθετα από αυτά, σε συβουλεύει να αποφεύγης καλύτερα την προσωρινή
δοκιμασία που αισθάνεσαι, παρά να ακολουθής την αληθινή αρετή, που επιθυμείς.
Είναι βέβαια αληθινό, ότι ο αρχάριος
στρατιώτης πρέπει να παλεύη αντίθετα με τις εχθρικές αφορμές που είπαμε, με
προσοχή και επιδεξιότητα· και άλλοτε να τις πολεμάει, άλλοτε να τις καταφρονή
και να τις αφίνη, ανάλογα με την περισσότερη ή λιγότερη πρόοδο και δύναμι που
αποκτά στην αρετή. Αλλά, δεν πρέπει γι αυτό να γυρνάη εντελώς τους ώμους του και
να οπισθοχωρή, σε σημείο που να εγκαταλείπη κάθε αφορμή εναντιότητος που θα του
συνέβαινε. Γιατί, αν και κατά το παρελθόν θέλαμε να γλυτώσουμε από τον κίνδυνο
του ξεπεσμού μέσα από αυτή τη φυγή, όμως, στο μέλλον θα κινδυνεύσουμε
περισσότερο να νικηθούμε από τα χτυπήματα και τις προσβολές της ανυπομονησίας,
αφού δεν θα είμαστε από πριν εξοπλισμένοι με την χρήση της αντίθετης αρετής,
δηλαδή της υπομονής. Όμως, αυτοί οι συλλογισμοί, δεν έχουν τόπο στα σαρκικά
πάθη, όπως είπαμε παραπάνω κατά μέρος γι αυτά. Επειδή τα αίτια αυτών, πάντα και
με τελειότητα πρέπει να τα αποφεύγουμε.
Δεν πρέπει, αγαπητέ, με κανένα
τρόπο, να αποφεύγης εκείνα, που γίνονται αφορμές, για να αποκτήσης τις αρετές.
Αλλά αντίθετα, πρέπει να τα δέχεσαι πάντα με χαρά, αμέσως μόλις σου
παρουσιασθούν και να θεωρής έντιμα πλέον και αγαπητά εκείνα, που είναι στην
αίσθησί σου περισσότερο αηδιαστικά και ανόρεκτα. Και αυτό θα το πετύχης, με την
βοήθεια του Θεού, αν τυπώσης καλά στον νού σου τις ακόλουθες σκέψεις.
Πρώτα πρέπει να σκεφθής, ότι οι
αφορμές είναι όργανα ανάλογα μάλιστα και αναγκαία, για να αποκτήσης τις αρετές.
Οπότε, όταν εσύ ζητάς τις αρετές από τον Θεό, επόμενο είναι να ζητάς ακόμη και
τα όργανα και τις αφορμές τους· αλλιώς, η προσευχή σου είναι μάταιη και μόνο
γίνεται για να πειράζης τον Θεό. Γιατί, ο Θεός δεν συνηθίζει ποτέ να δίνη την
αρετή της υπομονής χωρίς τις θλίψεις, οι οποίες είναι οι αφορμές και τα όργανα
της υπομονής· ούτε την ταπείνωσι, χωρίς τις περιφρονήσεις και ατιμίες· το ίδιο
και όλες τις άλλες αρετές.
Γι αυτό, πρέπει να μας είναι τόσο
περισσότερο αρεστά και αγαπητά τα όργανα αυτά και οι αφορμές των αρετών, όσο
είναι περισσότερο κοπιαστικές. Γιατί οι πράξεις, που κάνουμε σε αυτές τις
αφορμές που μας συμβαίνουν, είναι γενναιότερες και δυνατώτερες και πλέον
ευκολώτερα και γρηγορώτερα μας ανοίγουν τον δρόμο της αρετής. Δεν πρέπει όμως να
ασκούμαστε μόνο στις μεγάλες αφορμές και αντιθέσεις που μας τυχαίνουν, αλλά
ακόμη και στις μικρές· για παράδειγμα, δεν πρέπει μόνο να υπομένουμε τα
χτυπήματα ή τις βρισιές που μας τυχαίνουν, αλλά πρέπει να υποένουμε και το βαρύ
βλέμμα και σχήμα που θα μας κάνη κάποιος ή τον ψυχρό λόγο που θα μας πή
(76). Γιατί οι
πράξεις που γίνονται στις μικρές αυτές αφορές, συμβαίνουν συχνότερα και στη
συνέχεια μας κάνουν να συνηθίζουμε να υπομένουμε ευκολώτερα και τις μεγάλες.
Δεύτερον, να σκεφθής, ότι όλα εκείνα
που μας συμβαίνουν, προέρχονται από τον Θεό προς ωφέλειά μας και για να βγάλουμε
εμείς καρπό από αυτά. Και αν μερικά από αυτά, καθότι είναι ελλείψεις δικές μας ή
άλλων, δεν μπορεί κάποιος να πή ότι προέρχονται από τον Θεό (ο οποίος δεν θέλει
την αμαρτία)· όμως, λέγονται Πως είναι του Θεού, μολονότι αυτός παραχώρησε να
γίνουν και γιατί μολονότι μπορούσε να τα εμποδίση, δεν τα εμποδίζει. Ακόμη όλες
οι θλίψεις και τα βάσανα, που ας έρχονται ή από έλλειψι δική μας ή από κακία
άλλων, λέγονται Πως είναι από τον Θεό και του Θεού· γιατί θέλει να τα παθαίνουμε
και να βασανιζώμαστε, για εκείνο το καλό της αρετής, που μπορούμε να κερδίσουμε
από αυτά και για άλλες κρίσεις του Θεού, που μας είναι ακατανόητες βέβαια, όμως
δίκαιες και εύλογες, καθώς λέει ο άγιος Αυγουστίνος (βλέπε και στο μα΄
κεφάλαιο).
Οπότε, εμείς βέβαιοι όντες ότι ο
Θεός θέλει να υποφέρουμε θεληματικά κάθε είδους ενόχλησι, που προέρχεται από
άλλους ή από δικά μας άδικα έργα, το να λέγουμε (όπως πολλοί με πρόφασι της
ανυπομονησίας τους λέγουν), Πως ο Θεός δεν θέλει, μάλιστα συγχαίνεται τα κακά
που γίνονται, δεν είναι άλλο, παρά το να σκεπάζουμε τα σφάλματά μας με μία
μάταιη πρόφασι και να αποστρεφώμαστε το σταυρό των θλίψεων, τον οποίο δεν
μπορούμε να αρνηθούμε Πως είναι αρεστός στο Θεό και Πως αυτός ο ίδιος προστάζει
να τον σηκώνουμε· μάλιστα λέω, Πως ο Θεός περισσότερο αγαπά να υποφέρουμε εμείς
εκείνες τις δοκιμασίες, που προέρχονται από την πονηρία των ανθρώπων, και,
μάλιστα, εκείνων, που είναι ευεργετημένοι από εμάς, παρά εκείνα τα βάσανα που
προέρχονται από άλλα λυπηρά γεγονότα. Γιατί, φυσικά η υπερήφανη φύσις μας,
περισσότερο καταστέλλεται και ταπεινώνεται από εκείνα· και επίπλεον υποφέροντας
αυτά θεληματικά, θεραπεύουμε και δοξάζουμε υπερβολικά τον Θεό μας, με το να
συνεργαζώμαστε μαζί του σε ένα θαυμάσιο έργο, στο οποίο πάρα πολύ λάμπει η
ανέκφραστη αγαθότητα και η παντοδυναμία του. Και αυτό είναι, το να βγάζουμε από
το θανάσιμο φαρμάκι της αμαρτίας, γλυκύτατο καρπό και μέλι αρετής και κάλους.
Γι αυτό, μόλις δη ο Θεός ότι έχουμε
αληθινά ζωντανή και θερμή επιθυμία και ότι τον παρακαλούμε όπως πρέπει, για μία
τέτοιου είδους ένδοξη απόκτησι του καλού, μας ετοιμάζει το ποτήριο των
σφοδρότερων και δυνατωτέρων πειρασμών και τις πλέον σκληρότερες αφορμές, για να
τις δεχθούμε σε κατάλληλο καιρό. Οπότε, εμείς γνωρίζοντας την αγάπη του προς
εμάς και το δικό μας συμφέρον, πρέπει με κλεισμένα μάτια να το δεχώμαστε με χαρά
και να το πίνουμε όλο έως στο βάθος, πρόθυμα και με ασφάλεια· επειδή είναι
ιατρικό, που δόθηκε από χέρι που δεν μπορεί να κάνη λάθος και αποτελείται από
βότανα, τόσο πιο ωφέλιμα στην ψυχή, όσο πικρά είναι από μόνα τους.
Επειδή είπαμε παραπάνω, ότι η
άσκησις μιας μόνης αρετής, η οποία γίνεται για λίγο καιρό, είναι πιο καρποφόρα
και ωφέλιμη, παρά αυτή που γίνεται με εξάσκησι των πολλών μαζί αρετών, και ότι
σύμφωνα με εκείνη θα κυβερνούνται οι αφορμές, που μας τυχαίνουν, αν και είναι
διαφορετικές μεταξύ τους, γι αυτό, τώρα πρόσεχε να μάθης τον τρόπο, που μπορεί
να γίνη αυτό πολύ εύκολα.
Πολλές φορές συβαίνει σε μία και την
ίδια ημέρα ή και ώρα, να μας ελέγξη χωρίς αιτία κάποιος για μία μας πράξι, που
είναι καλή, ή να μη μας κάνη μία χάρι, που ζητήσαμε από κάποιον, ή να μας τύχη
κανένα άλλο, που να δίνη κακή υποψία για μας χωρίς αιτία, ή να ακολουθήση
κανένας πόνος του σώματός μας· ή να μας προστάξη ανώτερός μας κανένα πράγμα, που
δεν μας αρέσει ή να μας συμβούν άλλα σκληρά και δυσκολοϋπόφερτα, από τα οποία
είναι γεμάτη η ταλαίπωρη ζωή του ανθρώπου. Στην μεγάλη ποικιλία, λέω, αυτών ή
άλλων παρόμοιων γεγονότων, μπορούμε να προβάλλουμε διάφορες πράξεις αρετής· αλλά
για να διαφυλάξουε το κανόνα που έχει ορισθή, πρέπει να γυμνασθούμε με πράξεις,
οι οποίες να είναι όλες ομοειδείς και όμοιες με την αρετή, που έχουμε τότε στα
χέρια μας.
Γιά παράδειγμα· ανίσως στο χρόνο που
θα έλθουν οι αφορμές που ειπώθηκαν, γυμναζώμαστε στην υπομονή, θα κάνουμε
ενέργειες, στο να υποφέρουμε όλες αυτές τις αφορμές θεληματικά και με αγαλλίασι
ψυχής· αν η άσκησί μας είναι στην ταπείνωσι, θα κάνη τον εαυτό μας να γνωρίση,
Πως είναι άξιος κάθε κακού σε όλα αυτά τα αντίθετα που μας ήρθαν αν είναι ο
αγώνας μας στην υποταγή, θα υποταχθή πρόθυμα στο πολύ πιο ισχυρό χέρι του Θεού·
και για θεραπεία δική του (επειδή και έτσι θέλει), θα υποταχθούμε και στα
κτίσματα τα λογικά, και ακόμη και στα άλογα και στα άψυχα, από τα οποία
προέρχονται σε μας αυτά τα βάσανα και οι θλίψεις.
Αν πάλι γυμναζώμαστε στην πτωχεία,
πρέπει να υπομένουμε και να είμαστε ευχαριστημένοι από κάθε παρηγοριά, ή μεγάλη
ή μικρή, αυτού του κόσμου. Αν είναι η άσκησί μας στην αγάπη, θα προβάλλουμε
πράξεις αγάπης και προς τον πλησίον, μιας και αυτός μας έγινε όργανο του καλού,
που μπορούμε να αποκτήσουμε και προς το Θεό, εφόσον αυτός είναι η πρώτη και
αγαπητή αιτία, από την οποία προέρχονται ή επιτρέπονται αυτές οι θλίψεις, για
την δική μας εξάσκησι και πνευματική προκοπή. Από αυτά που είπαμε, γίνεται
φανερό, ότι και με μία μόνη αφορμή τυχόν αρρώστειας ή άλλης θλίψεως, που μπορεί
να μας ακολουθή για πολύ καιρό, μπορούμε να κάνουμε πράξεις εκείνης της αρετής,
που τότε εξασκούμε.
Όσον αφορά το χρονικό διάσημα το
οποίο πρέπει να διαθέτουμε για την εξάσκησι της κάθε αρετής, αυτό δεν πρέπει να
το καθορίσουμε εμείς. Γιατί αυτό πρέπει να το κανονίζη κανείς σύμφωνα με την
θέσι του, την ανάγκη του, την πρόοδο που κάνει στην πνευματική ζωή και σύμφωνα
με την διάκρισι εκείνου του Γέροντα ή του Πνευματικού που μας καθοδηγεί σ αυτήν.
Αν όμως δείξουμε επιμέλεια πραγματική και χρησιμοποιούμε τους τρόπους που
είπαμε, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέσα σε λίγες εβδομάδες σημειώνεται μεγάλη
πρόοδος. Σημείο ότι είχαμε κάποια πρόοδο στην αρετή, είναι η σταθερή συνέχισις
της εξασκήσεως στην αρετή. Και αυτό πρέπει να συμβαίνη ακόμη και τον καιρό της
σκοτίσεως και στενοχώριας της ψυχής, ακόμη και τον καιρό που θα αφαιρεθούν από
εμάς, κατά θεία οικονομία, οι πνευματικές χαρές και παρηγοριές
(77).
Πολύ καθαρό σημείο της προόδου μας
είναι και ο πόλεμος που μας κάνει η σάρκα για να προβάλλουμε τα έργα της αρετής.
Γιατί, όσο αδυνατίζει ο σαρκικός πόλεμος, πρέπει να γνωρίζουμε ότι προκόψαμε
στην αρετή.
Έτσι όταν δεν αισθανώμαστε πόλεμο ή
αποστασία στο αισθητικό και κατώτερο μέρος, ή όταν τύχουν ξαφνικά τα αίτια και
οι προσβολές
(78), αυτό είναι
σημείο ότι πετύχαμε στην αρετή. Αλλά και όταν οι πράξεις μας συνοδεύωνται με
μεγαλύτερη προθυμία στην εκτέλεσί τους από πρώτα και υπάρχει και πνευματική
χαρά, τότε μπορούμε περισσότερο να υπολογίσουμε ότι προοδεύσαμε στην αρετή.
Όμως παρ όλα αυτά ποτέ δεν πρέπει να
έχουμε την βεβαιότητα ότι αποκτήσαμε τις αρετές ή νικήσαμε εντελώς κάποιο πάθος,
μολονότι ύστερα από πολύ καιρό και πολλούς πολέμους δεν αισθανθήκαμε τις
κινήσεις του πλέον, διότι εδώ μπορεί να είναι κρυμμένη η πανουργία και η
ενέργεια του διαβόλου και της φύσεώς μας που μας εξαπατά. Έτσι, μερικές φορές
αυτή είναι κακία, που από κάποια κρυφή υπερηφάνεια παρουσιάζεται ως αρετή· και
εκτός από αυτό, αν σκεφθούμε την τελειότητα, στην οποία μας προσκαλεί ο Θεός,
ακόμη κι αν είχαμε προοδεύση πολύ στην αρετή, πάλι δεν μπορούμε να σκεφθούμε ότι
μπήκαμε στην αρχή και στα πρώτα της σύνορα
(79).
Έπειτα μέσα στο βάθος της καρδιάς
μας βρίσκονται τόσα κρυπτά και τόσα λεπτά πάθη, που ούτε καν γνωρίζουμε ότι
είναι πάθη. Πως λοιπόν μπορούμε να ξεθαρρέψουμε ότι καθαρισθήκαμε από τα πάθη;
Και αν εκείνοι οι πολύ δυνατοί και προφητικοί οφθαλμοί του Δαβίδ, δεν μπορούσαν
να τα γνωρίζουν αυτά, Πως μπορούμε να τα γνωρίσουμε εμείς; Γι αυτό όπως εκείνος
παρακαλούσε τον Θεό να τον καθαρίση από αυτά, «Από τα κρυφά μου πάθη καθάρισέ
με» (Ψαλμ. 18,13), έτσι και μείς είμαστε υποχρεωμένοι πάντοτε να παρακαλούμε για
την κάθαρσι των παρομοίων κρυφών παθών. Γιατί εμείς καταλαβαίνουμε μόνο τις
ενέργειες και τα κλαδιά των παθών, δεν μπορούμε όμως να γνωρίσουμε τις δυνάμεις
τους και τις ρίζες τους, χωρίς τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Γι αυτό και
μόνον όταν ενεργούν, καταλαβαίνουμε ότι έχουμε πάθη. Όταν όμως αυτά ησυχάζουν
(80), νομίζουμε
ότι φθάσαμε στην τελειότητα.
Γι αυτό εσύ ως αρχάριος στον πόλεμο,
και σαν ένα βρέφος που τότε γεννήθηκες για να πολεμάς, να γυμνάζεσαι πάντοτε με
προθυμία, σαν να μην είχες κάνει ακόμη αρχή στην αρετή. Και καλύτερα να
φροντίζης να προοδεύης στις αρετές, παρά να εξετάζης και να ζητάς σημεία της
δικής σου πνευματικής προόδου.
Γιατί ο Κύριός μας, ο αληθινός Θεός
και μόνος εξεταστής των καρδιών μας, μερικούς φωτίζει να γνωρίζουν την πρόοδό
τους και μερικούς δεν τους φωτίζει, όπως γνωρίζει ότι εξ αιτίας αυτής της
γνώσεως μπορεί να επακολουθήση η ταπείνωσις ή η υπερηφάνεια, και από το ένα
μέρος ως φιλόστοργος Πατέρας εμποδίζει τον κίνδυνο, και από το άλλο τους δίνει
αφορμή για να αυξήσουν την αρετή. Όμως κι εκείνος που δεν γνωρίζει την πρόοδό
τους ας συνεχίζη την εξάσκησι των αρετών του και θα το γνωρίζη τότε, όταν φανή
αρεστό στον Θεό· και αυτό για μεγαλύτερο καλό δικό του.
Όταν βρίσκεσαι σε κάποια δοκιμασία
και την υποφέρης ευχάριστα, πρόσεχε καλά να μη νικηθής ποτέ από τον διάβολο ή
από την αγάπη του εαυτού σου και επιθυμήσης να ελευθερωθής από αυτό. Γιατί από
αυτό θα πάθης δυό μεγάλες ζημίες· η μία είναι, ότι αν και αυτή η επιθυμία προς
το παρόν δεν θα σου στερήση την αρετή της υπομονής, όμως σιγά σιγά θα σε φέρη
στην κατάστασι της ανυπομονησίας· η άλλη είναι το ότι η υπομονή σου θα γίνη
ελλιπής, αφού θα χάσης τους μισθούς και τις αμοιβές τους οποίους δίνει ο Θεός,
μόνον το διάστημα εκείνο το χρονικό, κατά το οποίο εσύ υποφέρεις. Διότι, αν δεν
επιθυμούσες εσύ την ελευθερία, αλλά σε όλες τις δοκιμασίες αφιέρωνες τον εαυτό
σου στην θεϊκή αγαθότητα, αν και η δοκιμασία εκείνη που υπέφερες έμπρακτα,
μπορεί να διαρκούσε μία ώρα ή και λιγότερο, παρ όλα αυτά ο Θεός μπορούσε να την
θεωρήση ως μία θεραπεία που διήρκεσε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Γι αυτό σε όλα τα πράγματα πρέπει να
κρατάς τις επιθυμίες σου μακριά από το δικό σου θέλημα, και να τις αντικρύζης
απλά όλες και καθαρά με μόνο τον αληθινό τους σκοπό, που είναι το θέλημα του
Θεού. Έτσι με τον τρόπο αυτόν και αυτές θα είναι δίκαιες και ορθές, και εσύ σε
κάθε αντίθετο συμβάν θα είσαι αναπαυμένος και θα μένης ήσυχος. Διότι, επειδή
τίποτε δεν μπορεί να συμβή χωρίς το θέλημα του Θεού, και συ δεν θέλεις τίποτε
άλλο, παρά το θέλημα του Θεού, είναι φανερό ότι θα φθάσης στο σημείο να θέλης
και να έχης όλη σου την επιθυμία, όπου κι αν συμβή σε κάθε καιρό.
Αυτό όμως που λέμε, ό,τι θέλει ο
Θεός, δεν εννοείται για τις αμαρτίες τις δικές σου ή των άλλων, επειδή ο Θεός
δεν τις θέλει, ούτε σύμφωνα με το προηγούμενό του θέλημα, ούτε με το επόμενο,
όπως θεολογεί ο θείος Δαμασκηνός
(81), αλλά
εννοείται για κάθε παιδεία και τιμωρία που προέρχεται από τις αμαρτίες μας ή από
κάτι άλλο. Αυτή η δοκιμασία και η θλίψις, με το να ονομάζεται σταυρός, είναι
τόσο αγαπητή στον Θεό, ώστε με αυτήν ευεργετεί μερικές φορές και αυτούς τους
δικούς του και τους αγαπημένους του φίλους. Εκπληρώνεται ακόμη με αυτή το
επόμενό του θέλημα, το οποίο είναι πάντοτε δίκαιο και ωφέλιμο για μας, κατά τον
άγιο Δαμασκηνό (βλέπε και στο λθ΄ κεφάλαιο).
Εκείνο πάλι που λέω εδώ, να υπομένης
δηλαδή κάθε θλίψι και δοκιμασία, εννόησέ το για εκείνο που παραμένει σε μας και
είναι αρεστό στον Θεό να το υποφέρουμε· δηλαδή αφού πρώτα χρησιμοποιήσουμε
εκείνα τα μέσα που επιτρέπονται για να ελευθερωθούμε από αυτό, (όπως είναι η
προσευχή και το να μη δίνουμε εμείς αιτία, το να μην μπούμε σε πειρασμό και άλλα
παρόμοια)· όμως και αυτά τα μέσα πρέπει να τα χρησιμοποιούμε όπως θέλει και όπως
προστάσσει ο Θεός, που τα ώρισε για την υπηρεσία μας· δηλαδή, διότι αυτός θέλει
έτσι να τα χρησιμοποιούμε και όχι σύμφωνα με την δική μας προσπάθεια και το δικό
μας θέλημα, ούτε επειδή επιθυμούμε περισσότερο να ελευθερωθούμε από εκείνες τις
ενοχλητικές καταστάσεις και δοκιμασίες, αλλά να τα χρησιμοποιούμε για υπηρεσία
και ευαρέστησι του Θεού.
Όταν ο πονηρός διάβολος γνωρίζη ότι
βαδίζουμε σωστά στην οδό της αρετής, με ζωντανές επιθυμίες και σωστά
τοποθετημένες και με τάξι, από τις οποίες δεν μπορεί να μας αποσπάση με φανερές
απάτες, τότε μεταμφιέζεται σε άγγελο φωτός και με φιλικούς λογισμούς και με ρητά
των θείων Γραφών και με παραδείγματα των αγίων, μας παρακινεί, ευκαίρως ακαίρως,
να βαδίσουμε αδιάκριτα στο ύψος της τελειότητος, για να μας κάνη κατόπιν να
πέσουμε στον γκρεμό. Έτσι μας παρακινεί να ταλαιπωρούμε σκληρά το σώα μας με
νηστείες, εγκράτειες, μαστιγώσεις, χαμαικοιτίες και άλλες παρόμοιες θλίψεις, ή
για να υπερηφανευθούμε νομίζοντας ότι κατωρθώσαμε μεγάλα πράγματα ή για να μας
συμβή κάποια ασθένεια και να μην μπορούμε να κάνουμε καλά έργα, ή από τον κόπο
και την άσκησι να αηδιάσουμε και να συγχαθούμε τις πνευματικές ασκήσεις· και
έτσι σιγά σιγά, αφού κρυώσουμε για το καλό, να πέσουμε με περισσότερη επιθυμία
από πριν στις επίγειες ηδονές και ξεφαντώματα. Κι αυτό συνέβη σε πολλούς. Αυτοί
ακολουθώντας την ορμή ενός αδιάκριτου ζήλου και περνώντας το μέτρο της αρετής
τους, με πολλούς βασανισμούς, χάθηκαν μέσα στις εφευρέσεις τους και έγιναν
παίγνιο των πονηρών δαιμόνων. Αυτό όμως δεν θα συνέβαινε, αν σκεπτόταν καλά
εκείνα που είπαμε· και αν σκεφτόταν ακόμη ότι αυτές οι βασανιστικές πράξεις, αν
και είναι άξιες επαίνου και καρποφόρες, εν τούτοις χρειάζονται σωματική δύναμι
και ανάλογη ταπείνωσι της ψυχής, παρόμοια δηλαδή με την σωματική δύναμι·
χρειάζεται όμως και παρόμοια κράσι στην ποιότητα και στον χαρακτήρα του καθενός.
Εκείνοι όμως που δεν μπορούν να
αγωνίζωνται με αυτή τη σκληρότητα της ζωής παρόμοια με τους Αγίους, μπορούν και
με άλλους τρόπους να μιμηθούν τη ζωή τους· δηλαδή, έχοντας μεγάλες και
αποτελεσματικές επιθυμίες για την αρετή· κάνοντας θερμές προσευχές· ποθώντας τα
πιο ένδοξα στεφάνια των αληθινών πολέμων για τον Ιησού Χριστό· καταφρονώντας
όλον τον κόσμο, ακόμη και αυτόν τον εαυτό τους· παραδιδόμενοι στη σιωπή και την
μοναξιά· όντας ταπεινοί και πράοι με όλους· υποφέροντας το κακό και κάνοντας το
καλό στους εχθρούς τους και στους αχάριστους· φυλάγοντας τον εαυτό τους από κάθε
σφάλμα, έστω και μικρό· όλα αυτά είναι περισσότερο ευάρεστα στον Θεό, από ό,τι
οι ασκήσεις και οι σκληραγωγίες του σώματος.
Γι αυτό κι εγώ σε συμβουλεύω, στις
παρόμοιες σκληραγωγίες του σώματος να βαδίζης με διάκρισι, για να μπορής να τις
αυξήσης· επειδή με τις υπερβολές αναγκαστικά θα φθάσης στο σημείο να τις
εγκαταλείψης. Σε συμβουλεύω όμως να μην πέσης στο άλλο σφάλμα και την υπερβολή
μερικών, που θεωρούνται ως πνευματικοί άνδρες. Αυτοί, κολακευόμενοι και
απατόμενοι από την υπερβολική αγάπη του σώματός τους, φροντίζουν πολύ να
διατηρούν την σωματική τους υγεία, και φαίνονται τόσο ζηλότυποι και ότι το
επιθυμούν αυτό τόσο πολύ, που με τον παραμικρό κόπο και την παραμικρή ενόχλησι,
τρέμουν και φοβούνται μη την χάσουν. Και για άλλο πράγμα δεν συζητούν με
μεγαλύτερη όρεξι, ούτε σκέπτονται κάτι άλλο, όσο την διακυβέρνησι της ζωή τους.
Γι αυτό προσέχουν πάντοτε να ζητούν φαγητά περισσότερο κατάλληλα στην όρεξι,
παρά στο στομάχι τους, το οποίο πολλές φορές χάνει την δύναμί του από την μεγάλη
καλοπέρασι.
Κι αν αυτοί ισχυρίζωνται ότι αυτό το
κάνουν για να μπορούν να υπηρετούν καλύτερα τον Θεό, βέβαια, αυτό δεν σημαίνει
τίποτε άλλο παρά να συμφωνήσουν μεταξύ τους, χωρίς κανένα κέρδος και μάλιστα με
ζημία του ενός και του άλλου, δυό κεφαλιακοί και πρώτοι εχθροί, δηλαδή το πνεύμα
και το σώμα. Γιατί με την φροντίδα αυτή, αφαιρείται από το σώμα η υγεία και από
το πνεύμα χάνεται η ευλάβεια. Γι αυτό το πιο ασφαλές και ωφέλιμο είναι και για
το σώμα και για την ψυχή, να υπάρχη κάποιος ελεύθερος τρόπος ζωής, όχι όμως
χωρίς την διάκρισι εκείνη που ανέφερα προηγουμένως· με την διάκρισι αυτή πρέπει
να παρατηρούνται και οι διαφορετικές καταστάσεις των ανθρώπων και οι
διαφορετικές κράσεις των σωμάτων, οι οποίες δεν υπόκεινται όλες στον ένα και
ίδιο κανόνα, όπως λέγει στα Ασκητικά του ο Μέγας Βασίλειος
(82). Προσθέτω
και αυτό, ότι όχι μόνο για να αποκτήσουμε τις εξωτερικές αρετές, αλλά και για
την απόκτησι των εσωτερικών αρετών, πρέπει να προχωρούμε με κάποια μετριότητα
και βαθμηδόν, λίγο λίγο, όπως είπα παραπάνω στο λδ΄ κεφάλαιο.
Από την ρίζα της φιλαυτίας, την
οποία έχουμε αναφέρει πολλές φορές, δηλαδή από την αγάπη και την τιμή που έχουμε
για τον εαυτό μας, προέρχεται μία άλλη κακία που μας προξενεί πάρα πολύ μεγάλη
ζημία· αυτή είναι η αυθάδης κρίσις και κατάκρισις που κάνομε σε βάρος του
πλησίον μας. Από την κατάκρισι αυτή φθάνουμε στο σημείο να εξευτελίζουμε τους
αδελφούς, να τους καταφρονούμε και να τους ταπεινώνουμε. Αυτό το ελάττωμα όπως
προέρχεται από την υπερηφάνεια, από αυτήν θάλπεται και τρέφεται με προθυμία.
Γιατί αυτή η υπερηφάνεια μαζί με την κατάκρισι, αυξάνεται συνέχεια, επειδή,
χωρίς να το καταλάβουν, αρέσκεται η μία με την άλλη και πλανώνται συγχρόνως.
Όση μεγαλύτερη υπόληψι και τιμή
έχουμε για τον εαυτό μας, τόσο περισσότερο παρακινούμαστε να κατακρίνουμε και να
καταφρονούμε τους άλλους, νομίζοντας ότι εμείς είμαστε μακριά από εκείνες τις
ατέλειες και τα ελαττώματα που νομίζουμε ότι έχουν αυτοί. Και ο πανούργος
διάβολος που βλέπει μέσα μας μια τόσο κακή διάθεσι, παραμένει πάντοτε άγρυπνος
για να μας ανοίγη τα μάτια και να μας κρατά ξάγρυπνους για να βλέπουμε και να
εξετάζουμε και να μεγαλοποιούμε τα ελαττώματα των άλλων. Αλλά οι αμελείς δεν το
πιστεύουν και δεν γνωρίζουν πόσο φροντίζει και πόσο συνεργεί ο εχθρός αυτός να
τυπώση στο νού μας αυτά τα μικρά ελαττώματα του ενός και του άλλου.
Γι αυτό, εάν αδελφέ μου, αγρυπνή
αυτός για να σε ζημιώση, στάσου και συ άγρυπνος για να μη πέσης στις παγίδες
του. Και αμέσως μόλις σου παρουσιάση κάποιο ασφάλμα του πλησίον σου, γύρισε πίσω
από τον λογισμό αυτόν, διότι έχει γραφή· «καθένας σας να μη σκέπτεσθε την κακία
του πλησίον» (Ζαχ. 8,17). Κι αν ακόμη αισθάνεσαι ότι παρακινείσαι να τον κρίνης,
σκέψου ότι η εξουσία αυτή δεν δόθηκε σε σένα. Αλλά κι αν σου είχε δοθή, δεν θα
μπορούσες να κρίνης σωστά όντας εσύ ο ίδιος περικυκλωμένος από χίλιους λογισμούς
και πάθη και πολύ εύκολος να έχης κακή ιδέα για τους άλλους, χωρίς δίκαιη αιτία.
Το δραστικώτερο φάρμακο της κακίας
αυτής είναι το να ασχολήσαι πάντοτε να ερευνάς με τον λογισμό σου τα δικά σου
πάθη και τις δικές σου κακίες, τα οποία είναι τόσο πολλά και τόσο απόκρυφα, που
μόνον για να τα γνωρίσης και να τα θεραπεύσης, δεν θα σου φθάσουν όλες οι ημέρες
της ζωής σου, και όχι να σου περισσέψη καιρός για να εξετάζης τις πράξεις των
άλλων. Εάν έτσι ερευνάς και κρίνης μόνον τα δικά σου πάθη, θα καθαρίσης τους
εσωτερικούς οφθαλμούς του νού σου από εκείνους τους κακούς χυμούς και τα μεγάλα
δοκάρια που βρίσκονται μέσα· από τα οποία παρακινείσαι να βλέπης τα μικρά
ξυλαράκια, που έχουν οι άλλοι στα μάτια τους, όπως είπε ο Κύριος: «Γιατί βλέπεις
το σκουπιδάκι στο μάτι του αδελφού σου και δεν καταλαβαίνεις το δοκάρι που
βρίσκεται στο δικό σου το μάτι;» (Ματθ. 7,3).
Γνώριζε, ότι όπως εξετάζεις με κακή
διάθεσι κάποιο πάθος του αδελφού σου, κάποια ρίζα του ίδιου πάθους βρίσκεται και
μέσα στην καρδιά σου, που σύμφωνα με την διάθεσι και το πάθος που έχει, έτσι με
εμπάθεια κρίνει και τα των άλλων, όπως έχει γραφή· «ο κακός άνθρωπος από το
απόθεμα της καρδιάς του βγάζει πονηρά πράγματα» Ματθ. 12,35). Γιατί και με άλλον
τρόπο, ένας καθαρός και απαθής οφθαλμός, με απάθεια βλέπει τα πράγματα και όχι
με πονηριά· «Καθαρός είναι ο οφθαλμός όταν δεν βλέπη πονηρά» (Άββ. 1,13). Έτσι
όταν σου έλθη κάποιος λογισμός για να κρίνης άλλους για κάποιο ελάττωμα,
αγανάκτησε κατά του εαυτού σου ως φταίχτη και εργάτου του ίδιου σφάλματος, και
πές στην καρδιά σου· «Πως εγώ ο ταλαίπωρος βρισκόμενος στο ίδιο σφάλμα θα σηκώσω
κεφάλι για να ιδώ και να κρίνω τα σφάλματα των άλλων;». Και έτσι τα όπλα που θα
μεταχειρισθής για τα σφάλματα των άλλων, μεταχειρίσου τα κατά του εαυτού σου,
για να θεραπεύσης τις πληγές σου.
Κι αν ακόμη το σφάλμα κάποιου
αδελφού μπορεί να είναι δημόσιο και φανερό, εσύ αιτιολόγησέ το με αγάπη και
φιλαδελφία και πές ότι στον αδελφό εκείνον με το να βρίσκωνται άλλες αρετές
κρυμμένες, για να φυλαχθούν αυτές, επέτρεψε ο Θεός να πέση στο σφάλμα αυτό ή αν
έχη μικρό χρονικό διάστημα το ελάττωμα εκείνο, για να παραμένη πιο ταπεινός στα
μάτια τα δικά του· και ακόμη με την καταφρόνησι των άλλων να κάνη κάποιον καρπό
ταπεινώσεως και να ευαρεστήση τον Θεό περισσότερο, και έτσι το κέρδος του θα
είναι μεγαλύτερο από την ζημία του. Αν πάλι η αμαρτία κάποιου είναι όχι μόνο
φανερή, αλλά και μεγάλη και προέρχεται από καρδιά ισχυρογνώμονος, μη τον
κατακρίνης· αλλά τρέξε με το λογισμό σου στις φοβερές κρίσεις του Θεού και θα
δής εκεί και άλλους ανθρώπους που ενώ προηγουμένως ήσαν στην παρανομία σε πολύ
μεγάλο βαθμό, να έχουν φθάσει σε μεγάλα μέτρα αγιότητος με την μετάνοια· και
άλλους πάλι ενώ προηγουμένως ήσαν στον υψηλότερο βαθμό της τελειότητος, να έχουν
πέσει σε αθλιώτατο γκρεμό.
Γι αυτό, να στέκεσαι πάντοτε με φόβο
και τρόμο, περισσότερο για τον εαυτό σου, παρά για κανένα άλλον. Και ας είσαι
βέβαιος ότι όλα εκείνα τα καλά λόγια που θα πής για τον πλησίον και η χαρά που
θα δοκιμάσης γι αυτόν, είναι καρπός και αποτέλεσμα του αγίου Πνεύματος. Και
αντίθετα κάθε καταφρόνησις και αυθάδης κρίσις και καταλαλιά του πλησίον,
προέρχεται από την κακία μας και από διαβολική παρακίνησι.
Έτσι αν κάποιο ελάττωμα του αδελφού
σου σε σκανδαλίση, μην αναπαυθής ποτέ, ούτε να δώσης ύπνο στους οφθαλμούς σου,
μέχρις ότου το διώξης από την καρδιά σου με όλη σου την δύναμι.
Αν και η απιστία προς τον εαυτό μας
και η ελπίδα προς τον Θεό και η εξάσκησις, είναι τόσο απαραίτητα στον πόλεμο
αυτόν, όπως αποδείχθηκε μέχρις εδώ, περισσότερο αναγκαία και από τα τρία αυτά
είναι η προσευχή (που είπαμε ότι είναι το τέταρτο όπλο στο πρώτο κεφάλαιο)· με
αυτήν μπορούμε να λάβουμε από τον Κύριό μας, όχι μόνον εκείνα που είπαμε, αλλά
και κάθε άλλο καλό. Γιατί η προσευχή είναι μέσον και όργανο για να λάβουμε όλες
εκείνες τις χάρες που μας πλημυρίζουν προερχόμενες από εκείνη την πηγή της
αγάπης και της αγαθότητος του Θεού· με την προσευχή θα βάλης το μαχαίρι στο χέρι
του Θεού, για να πολεμά και να νικά για σένα. Και για να μεταχειρισθής καλά την
προσευχή αυτή, πρέπει να την κάνης παντοτεινή και να γίνη συνήθεια, και να
κοπιάζης για να έχης τα εξής αποτελέσματα.
α΄) Να έχης πάντοτε μία ζωντανή
επιθυμία να υπηρετής τον Θεό σε κάθε περίπτωσι, με εκείνον τον τρόπο, που είναι
αρεστός στον Θεό. Και για να ανάψη μέσα σου η επιθυμία αυτή, σκέψου καλά, ότι ο
Θεός, εξ αιτίας των υπερθαυμασίων εξοχοτήτων, αγαθότητας, λέγω, μεγαλωσύνης,
σοφίας, ωραιότητας, και άλλων αμέτρητων τελειοτήτων, είναι υπεράξιος να
υπηρετήται και να τιμάται· ότι αυτός για να σε υπηρετήση, βασανίσθηκε και
κοπίασε τριάντα τρία χρόνια, θεράπευσε και χάρισε υγεία στις βρωμερές σου
πληγές, που ήταν δηλητηριασμένες με την κακία της αμαρτίας· όχι με κρασί και
λάδι και έμπλαστρα· αλλά με το πολύτιμο Αίμα του, που έτρεξε από τις πανάγιες
φλέβες του και από τις καθαρώτατες σάρκες, που καταξεσχίσθηκαν από τις
μαστιγώσεις, τα αγκάθια και τα καρφιά. Και ακόμη, σκέψου πόσο μας συμφέρει αυτή
η υπηρεσία. Διότι γινόμαστε κύριοι του εαυτού μας, ανώτεροι από τον διάβολο και
υιοί του ίδιου του Θεού.
β΄) Να έχης μία ζωντανή και θερμή
πίστι ότι ο Θεός θα σου δώση ό,τι χρειάζεται για την υπηρεσία του και για δική
σου ωφέλεια. Αυτή η αγία πίστις και ελπίδα είναι το σκεύος, το οποίο η
ευσπλαγχνία του Θεού γεμίζει από τους θησαυρούς των χαρίτων του. Και όσο αυτό
είναι μεγαλύτερο και έχει μεγαλύτερη χωρητικότητα, τόσο πλουσιώτερα η προσευχή
θα μεταστραφή στο στήθος μας. Και Πως είναι δυνατόν ο αναλλοίωτος και
παντοδύναμος Θεός να σταματήση από το να μας κάνη μετόχους των χαρίτων του, τη
στιγμή που ο ίδιος μας πρόσταξε να τους τις ζητούμε; και υποσχέθηκε να μας δώση
το πνεύμα του, αν του το ζητήσουμε με πίστι και υπομονή; Διότι είπε· «Πόσο
περισσότερο ο επουράνιος πατέρας θα δώση Πνεύμα Άγιο σε εκείνους που το ζητάνε;»
Λουκ. 11,13). Και πάλι· «Όλα όσα θα ζητήσετε στην προσευχή με πίστι, θα τα
λάβετε» (Ματθ. 21,22).
γ΄) Πρέπει να πλησιάσης στην προευχή
με σταθερή απόφασι να επιθυμής μόνο το θείο του θέλημα και όχι το δικό σου, τόσο
στο να ζητάς όσο και στο να λαμβάνης εκείνο που ζητάς· δηλαδή, να προσεύχεσαι
γιατί το θέλει ο Θεός· και να επιθυμής να σε επακούση, διότι και εκείνος έτσι
θέλει. Και με συντομία η απόφασίς σου να είναι να ενώνης την θέλησί σου με την
θέλησι του Θεού, και όχι να θέλης ο Θεός να υποχωρήση στην δική σου την θέλησι.
Και αυτό γιατί; Όντας η θέλησί σου
μολυσμένη από την φιλαυτία, πολλές φορές σφάλλει και δεν ξέρει τι ζητάει. Ενώ η
θέλησις του Θεού είναι ενωμένη πάντοτε με ανέκφραστη αγαθότητα και δεν μπορεί
ποτέ να σφάλλη. Οπότε αυτή είναι κανόνας και βασίλισσα όλων των άλλων θελήσεων
και πρέπει να την ακολουθούν όλες οι άλλες θελήσεις των λογικών κτισμάτων και να
υπακούουν σ αυτήν.
Γι αυτό πρέπει να ζητάς πάντοτε
εκείνα που αρέσουν στον Θεό. Αν όμως και έχης και κάποια αμφιβολία για κάποιο
πράγμα από αυτά ότι δεν αρέσει στον Θεό, θα το ζητήσης με την απόφασι ότι, το
θέλεις, αν θέλη ο Θεός να το έχης. Και εκείνα που γνωρίζεις ότι σίγουρα είναι
αρεστά στον Θεό (όπως είναι οι αρετές) θα τα ζητήσης περισσότερο, για να
υπηρετήσης και να ευχαριστήσης μόνο αυτόν και για κανένα άλλο σκοπό και στόχο,
και αν ακόμη αυτός είναι πνευματικός.
δ΄) Πρέπει να πηγαίνης στην προσευχή
στολισμένος με ανάλογα έργα για τα ζητήματά σου· και μετά την προσευχή να
κοπιάζης περισσότερο για να γίνης δεκτικός της χάριτος και της αρετής που ζητάς
από τον Θεό. Γιατί διαφορετικά το να ζητά κάποιος μία αρετή από τον Θεό, έπειτα
να μη χρησιμοποιή τρόπους και έργα για να γίνη δεκτικός της χάριτος της αρετής
που ζητάει από τον Θεό (διότι η εξάσκησι της προσευχής πρέπει να συνοδεύεται
πάντοτε από τον αγώνα να νικάμε τον εαυτό μας, ώστε να αλληλοβοηθούνται το ένα
ακολουθώντας το άλλο), αλλά να δείχνη αδιαφορία, αυτό σημαίνει ότι εκπειράζει
τον Θεό και ότι δεν τον παρακαλεί. Γι αυτό και ο θείος Ιάκωβος είπε· «Πολύ
ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη
(83)», δηλαδή «Η
παράκλησις του δικαίου έχει μεγάλη δύναμι και αποτελεσματικότητα» (Ιάκ. 5,14).
ε΄) Στην προσευχή σου πρέπει να
διατηρής εκείνα τα τέσσερα πράγματα που είπε ο Μέγας Βασίλειος: πρώτον, να
δοξολογής τον Θεό· δεύτερον να τον ευχαριστής για τις ευεργεσίες που σου έκανε·
τρίτον, να εξομολογήσαι σ αυτόν ότι είσαι αμαρτωλός και παραβάτης των εντολών
του· και τέταρτον, να ζητάς εκείνο που είναι απαραίτητο για τη σωτηρία σου.
Παραδείγματος χάριν, μπορείς να
προσευχηθής με τον εξής τρόπο: «Κύριε και Θεέ μου, σε υμνώ και σε ευχαριστώ για
την φυσική σου δόξα και την άπειρη μεγαλειότητα, και σε ευχαριστώ διότι με
δημιούργησες μόνον εξ αιτίας της αγαθότητός σου και με λύτρωσες τόσες πολλές
φορές, που κι εγώ ο ίδιος δε γνωρίζω και με λευθέρωσες από τα χέρια των εχθρών
μου· ναί, το ομολογώ ότι εγώ πάντοτε ήμουν παραβάτης των αγίων σου εντολών και
αχάριστος απέναντι όλων των ευεργεσιών που μου έκανες. Αλλά εσύ Θεέ μου, μην
προσβάλλεσαι από την αχαριστία μου, αλλά βοήθησέ με και τώρα και μη μου αρνηθής
αυτό που σου ζητώ για την σωτηρία της ψυχής μου». Και αν εξασκείσαι σε κάποια
αρετή, με τον ίδιο τρόπο ζήτησε και αυτήν από τον Θεό· και αν κάποιος σε
στενοχωρή για κάτι, μη ξεχάσης να ευχαριστήσης τον Θεό γι αυτό το αντίθετο που
σου έδωσε. Γιατί και αυτό δεν είναι μικρή ευεργεσία.
στ΄) Γιά να λάβη η προσευχή την
δύναμί της και να εκπληρώση ο Θεός τις επιθυμίες μας, τόσο λόγω της φυσικής του
αγαθότητος και ευσπλαγχνίας, όσο και από τις αξιομισθίες της ζωής και του πάθους
του Μονογενούς Υιού του και λόγω της υποσχέσεώς του να μας εισακούη, θα
τελειώσης την προσευχή σου με ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω λόγια: Χάρισέ
μου Θεέ μου αυτή τη χάρι, λόγω της υπερβολικής σου ευσπλαγχνίας. Ας έχουν
παρρησία ενώπιόν σου οι αξιομισθίες της ζωής και του πάθους του αγαπητού σου
Υιού, για να πετύχω αυτή την χάρι που σου ζητώ· Θυμήσου, Κύριε, Πως υποσχέθηκες
σε μας ότι θα μας εισακούης, λέγοντας· «Ενώ ακόμη θα μιλάς, θα σου πω· να, είμαι
μπροστά σας» (Ησ. 58,9). Και άλλες φορές πάλι θα ζητήσης χάρες λόγω της
παρρησίας Αειπαρθένου Μαρίας και των άλλων Αγίων που έχουν μεγάλη δύναμι κοντά
στον Θεό και τιμούνται πολύ από αυτόν, διότι στη ζωή αυτή τίμησαν πολύ την θεϊκή
του Μεγαλειότητα.
ζ΄) Πρέπει να προσεύχεσαι πάντοτε
και με υπομονή. Γιατί η ταπεινή υπομονή νικά τον ανίκητο Θεό και ελκύει το έλεός
του. Και αν η συχνή και ανυποχώρητη υπομονή της χήρας του ευαγγελίου, έκανε τον
κριτή να υποχωρήση στα ζητήματά της, και μάλιστα κριτή που ήταν όλο αδικία και
πονηρία, σύμφωνα με την ευαγγελική διήγησι, την οποία είπε ο Κύριος επίτηδες,
για να μην υποχωρούμε, αλλά να επιμένουμε στην προσευχή· «τους έλεγε και
παραβολή για να προσεύχωνται συνέχεια και να μην αποκάμνουν» (Λουκ. 18,1)· αν
λέγω ο κριτής της αδικίας υποχώρησε στα ζητήματα της χήρας, Πως δεν θα υποκύψη
τις παρακλήσεις μας ο Θεός, που είναι το αποκορύφωμα των αγαθών; Έτσι, αν κάποτε
κατά τη προσευχή σου, αργήση να σου απαντήση ο Θεός, και μάλιστα αν σου δείξη
σημάδια ότι δεν σε εισακούει, εσύ να συνεχίσης να προσεύχεσαι πάλι, έχοντας
σταθερή και ζωντανή την ελπίδα της βοήθειάς του. Επειδή στον Θεό δεν λείπουν
ποτέ, μάλλον υπάρχουν με περίσσεια σε υπερβολικό βαθμό, όλα εκείνα που τον
αναγκάζουν να ευεργετή τους άλλους.
Γι αυτό, εάν ηέλλειψις και η αιτία
δεν προέρχεται από τον εαυτό σου, να είσαι βέβαιος και σίγουρος ότι θα λάβης
εκείνο που θα ζητήσης· εάν όμως και δεν το λάβης, διότι δεν σου συμφέρει, να
γνωρίζης ότι και τότε πάλι έλαβες, ίσως και περισσότερο από εκείνο που ζητούσες
και ότι από την αποτυχία αυτή, θα έχης μεγαλύτερη ωφέλεια. Και όσο περισσότερο
δεν εισακούεσαι, τόσο περισσότερο να ταπεινώνεσαι μπροστά στα μάτια του Θεού·
και αναλογιζόμενος την αναξιότητά σου και στηριζόμενος πάντοτε πάνω στην
ευσπλαγχνία του Θεού, να αυξάνης πάντοτε το θάρρος σου και την ελπίδα σου σ
αυτόν. Η ελπίδα αυτή τόσο περισσότερο πολεμείται από τον εχθρό, όσο περισσότερο
θα είναι αρεστή στον Κύριο.
Πάνω από όλα να ευχαριστής πάντοτε
τον Θεό, ομολογώντας και αναγνωρίζοντάς τον ως αγαθό, σοφό και αγαπητό ευεργέτη
σου, τόσο όταν δεν λαμβάνης μερικά από εκείνα που ζητάς, όσο και όταν σου
δίνεται όλο εκείνο που ζήτησες
(84),
παραμένοντας σε κάθε σου αίτημα σταθερός και χαρούμενος κάτω από την ταπεινή
υποταγή της θείας του πρόνοιας.
Η νοερή και καρδιακή προσευχή,
σύμφωνα με τους Αγίους Πατέρες τους καλουμένους Νηπτικούς, είναι η συγκέντρωσις
του ανθρώπινου νού στην καρδιά του κυρίως, και χωρίς να ομιλή με το στόμα, με
μόνο τον ενδιάθετο λόγο, ο οποίος ομιλείται μέσα στην καρδιά, να λέγη αυτή τη
σύντομη και μονολόγιστη προσευχή· δηλαδή το «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιε του Θεού,
ελέησόν με», κρατώντας λίγο και την αναπνοή
(85).
Καταχρηστικά όμως και ευρύτερα νοερή προσευχή λέγεται και κάθε άλλη δέησις που
δεν θα γίνη με το στόμα, αλλά με τον ενδιάθετο λόγο της καρδιάς που αναφέρθηκε.
Αν, λοιπόν, αδελφέ, αγαπάς να
εισακουσθής πιο εύκολα από τον Θεό και να λάβης εκείνο που του ζητάς, αγωνίζου
όσο μπορείς σ αυτή τη νοερή προσευχή, παρακαλώντας τον Θεό με όλο σου τον νού
και την καρδιά για να σε ελεήση και να σου δώση εκείνα που είναι απαραίτητα και
σε συμφέρουν για τη σωτηρία σου. Διότι, όσο περισσότερο κόπο έχει αυτή η νοερή
προσευχή, από εκείνη που λέγεται με το στόμα προφορικά, τόσο περισσότερο την
ακούει ο Θεός, ο οποίος ακούει καλύτερα την νοερή βοή της καρδιάς, παρά τις
δυνατές φωνές του στόματος. Γι αυτό και έλεγε στον Μωυσή που μόνο νοερά και με
την καρδιά τον παρακαλούσε για τους Ιουδαίους: «Γιατί φωνάζεις δυνατά προς
εμένα;» (Εξόδ. 14,15).
Γνώριζε ακόμη ότι, επειδή και το
έλεος του Θεού, είναι καθολικό Όνομα και περιέχει όλες τις χάρες
(86), που ζητάμε
και εμείς από τον Θεό, και ο Θεός μας τις δίνει, γι αυτό για κάθε υπόθεσι και
χάρι που ζητάς από τον Θεό, μπορείς να χρησιμοποιής την προρρηθείσα σύντομη
αυτήν προσευχή, το «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιε του Θεού, ελέησόν με». Γιατί και ο
νους συμμαζεύεται με αυτήν πιο εύκολα, ενώ στις άλλες προσευχές, στις
εκτενέστερες και πολλές, ο νους διασκορπίζεται. Εάν όμως και επιθυμής, κατά τις
διάφορες υποθέσεις και χάριτες που ζητάς, να προσεύχεσαι, εδώ σου παραθέτω
μερικές προσευχές, για να τις έχης ως παράδειγμα. Γιά παράδειγμα, όταν ζητάς
κάποια αρετή και χάρι, μπορείς να πής με την καρδιά σου τα εξής·
«Κύριε, ο Θεός μου, δος μου αυτή τη
χάρι και αρετή για δόξα και τιμή δική σου»· ή έτσι· «Κύριέ μου, εγώ πιστεύω ότι
σου αρέσει και είναι δόξα δική σου το να ζητήσω εγώ και να λάβω αυτή την χάρι·
εκπλήρωσέ μου λοιπόν αυτή την επιθυμία σύμφωνα με το θέλημά σου». Όταν έμπρακτα
πολεμήσαι από τους εχθρούς, θα προσευχηθής έτσι· «Τρέξε γρήγορα, Θεέ μου, να με
βοηθήσης, για να μη νικηθώ από τους εχθρούςμου· ή Θεέ μου, καταφυγή μου, δύναμις
της ψυχής μου, βοήθησέ με γρήγορα, για να μην πέσω». Όταν ακολουθή η μάχη,
ακολούθησε και εσύ αυτόν τον τρόπο της προσευχής, αντιστεκόμενος γενναία σ
εκείνο που σε πολεμεί. Έπειτα, αφού τελειώσει η σκληρότητα της μάχης, στρέψου
προς τον Θεό, παρουσίασε μπροστά του τον εχθρό που σε πολέμησε και την αδυναμία
σου να του αντισταθής λέγοντας· «Να, Κύριε, το δημιούργημα των χεριών της
αγαθότητός σου, το εξαγορασμένο με το Αίμα σου. Να ο εχθρός σου που ζητά να το
εξαφανίση και να το καταφάγη· σε σένα προστρέχω· σε σένα μόνον ελπίζω που είσαι
αγαθός και παντοδύναμος· και κύταξε την αδυναμία μου και την ταχύτητα (αν δεν με
βοηθήσης εσύ) να υποταχθώ εκούσια· βοήθησέ με λοιπόν, εσύ που είσαι η ελπίδα και
η δύναμις της ψυχής μου».
Σου υπενθυμίζω και το εξής: Όταν
κουρασθής να προσεύχεσαι νοερά και με την καρδιά, μπορείς να λες και με το στόμα
και προφορικά τόσο την ευχή «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιε του Θεού, ελέησόν με»,
όπως λέγουν οι Πατέρες, όσο και τις άλλες προσευχές που θα θελήσης. Φρόντιζε
όμως και να συμμαζεύης τον νού σου τότε για να προσέχης στα λόγια της προσευχής.
Μερικοί μάλιστα λέγουν ότι νοερά
προσευχή λέγεται ακόμη και το εξής· όταν ο άνθρωπος αφού συμμαζέψη όλες τις
νοερές δυνάμεις της ψυχής του μέσα στην καρδιά, χωρίς να πή κανένα λόγο ούτε
προφορικό, ούτε ενδιάθετο, με μόνο το νού του σκέπτεται και αμετάβατα
αναλογίζεται ότι ο Θεός είναι παρών ενώπιόν του· και ότι αυτός στέκεται μπροστά
του πότε με φόβο και δέος σαν ένας κατάδικος· πότε με ζωντανή πίστι για να λάβη
την βοήθειά του· και πότε με αγάπη και χαρά για να τον υπηρετήση παντοτεινά. Και
αυτό είναι εκείνο που έλεγε ο Δαβίδ· «Έβλεπα πάντοτε τον Κύριό μου ενώπιόν μου»
(Ψαλμ. 15,8). Μπορεί η προσευχή αυτή να γίνη και μόνο με ένα αμετάβατο βλέμμα
του νού προς τον Θεό, πενθικό και παρακαλεστικό, το οποίο βλέμμα είναι σαν μία
σιωπηλή υπενθύμησι εκείνης της χάριτος, που του είχαμε ζητήσει προηγουμένως με
τον λόγο και με την καρδιακή προσευχή. Γι αυτό, επειδή η προσευχή αυτή μπορεί να
γίνη εύκολα σε κάθε τόπο και για κάθε αφορμή και περίστασι, κράτησέ την στα
χέρια σου σαν ένα όπλο δυνατό και ευκολομεταχείριστο, και θα ωφεληθής και θα
βοηθηθής πολύ.
Επειδή και η διάνοια με την οποία ο
νους θεωρητικά μεταβαίνει από ένα νόημα σε άλλο και κάνει τους συλλογισμούς του
ονομάζεται λόγος διανοητικός, γι αυτό και η θεωρία και μελέτη όταν γίνεται με
τον παρόμοιο διανοητικό λόγο στα θεία και πνευματικά νοήματα, από τους πατέρες
θεωρείται ως προσευχή
(87), και όταν
στο τέλος της παρόμοιας μελέτης ζητήσουμε από τον Θεό να μας δώση κάποια χάρι
και αρετή που επιθυμούμε, με την δύναμι των νοημάτων εκείνων που μελετήσαμε.
Γιατί κατά κάποιον τρόπο η μεταβατική εκείνη κίνησις του νού και θεωρία και
μάλιστα αυτή που γίνεται με κάποια κατάνυξι και με τα θεοφιλή πάθη της καρδιάς,
είναι νοητή φωνή και προσευχή, την οποία ο Κύριος που είναι ο πρώτος Νους και
ποιητής των νόων. Γι αυτό και συ, θέλοντας να προσευχηθής για κάποιο διάστημα
χρονικό, για παράδειγμα για μισή ώρα ή για μία ή και περισσότερη ώρα, μπορείς να
προσθέσης στην προσευχή σου και μια μελέτη πνευματική, όπως η ζωή και το πάθος
του Ιησού Χριστού, αναφέροντας και καταθέτοντας πάντοτε τις πράξεις του στην
αρετή εκείνη που εσύ ζητείς και επιθυμείς· όπως, για παράδειγμα, αν επιθυμής και
θέλης να λάβης την αρετή της υπομονής, θα μελετήσης κάπως το Μυστήριο της
Μαστιγώσεως και του δαρμού του Κυρίου με τον εξής τρόπο:
Α΄) Ότι μετά την εντολή του Πιλάτου
στάθηκε ο Ιησούς στον καθωρισμένο τόπο κατασυρμένος από τους υπηρέτες της
αδικίας με κραυγές και εμπαιγμούς για να τον μαστιγώσουν.
Β΄) Ότι παρέμεινε γυμνωμένος από
αυτούς που ήσαν πολύ λυσσασμένοι και έμειναν οι καθαρώτατες αυτές Σάρκες
ολόγυμνες και ασκέπαστες.
Γ΄) Ότι τα χέρια του που δεν
έφταιξαν ποτέ, σφίχθηκαν με σκληρό σχοινί και παρέμειναν δεμένα στο στύλο.
Δ΄) Ότι το σώμα του παρέμεινε
καταπληγωμένο και καταξεσχισμένο από τις μαστιγώσεις και τους δαρμούς, και έτσι
σαν ποτάμι έτρεξε κατά γης το θεϊκό του Αίμα.
Ε΄) Ότι οι δαρμοί, προστιθέμενοι ο
ένας στον άλλο και στον ίδιο τόπο, τον καταξέσχισαν και έτσι χειροτέρεψαν και
ερεθίσθηκαν περισσότερο οι πληγές του, που προηγουμένως υπήρχαν στα Άχραντα Μέλη
του
(88).
Αυτές οι μελέτες ή και άλλες
παρόμοιες κατά πρώτον θα κάνουν τις εσωτερικές διαθέσεις της ψυχής σου να
αισθάνωνται όσο το δυνατόν πιο ζωντανά τις πικρότατες ανησυχίες και τα σκληρά
βάσανα που υπέφερε ο Αγαπητός σου Κύριος σε όλα τα μέρη του αγιωτάτου Σώματός
του, και σε όλα μαζί· και στη συνέχεια, θα σου δώσουν την διάθεσι να αποκτήσης
την υπομονή. Μετά από τις εξωτερικές πληγές του Σώματος, πέρασε στην αγιωτάτη
Ψυχή του και σκέψου, όσο μπορείς και όσο μπορεί να χωρέση ο νους σου, την
υπομονή και την πραότητα με τις οποίες υπέφερε τόσες θλίψεις, χωρίς να χορτάση
ποτέ την δίψα που είχε για να υποφέρη περισσότερα και μεγαλύτερα βάσανα για την
δόξα του Πατρός του και για την δική σου ευεργεσία.
Κατόπιν σκέψου ότι ο ίδιος υποφέρει
από μία ζωντανή επιθυμία στο να θέλης και συ να υποφέρης την δοκιμασία που
έχεις· και ότι παρακαλεί τον Πατέρα του, για να δώση και σε σένα την χάρι, για
να σηκώσης με υπομονή τον σταυρό και την θλίψι που βασανίζει εσένα και κάθε
άλλον άνθρωπο. Έτσι γι αυτές τις μελέτες και τις θεωρίες, θέλησε και συ να
υποφέρης με μία καρδιά υπομονετική το κάθε τι. Και κατόπιν, στρέφοντας το νού
σου στον ουράνιο Πατέρα, ευχαρίστησέ τον που μόνον για την δική σου αγάπη
έστειλε στον κόσμο τον Μονογενή του Υιό, να υποφέρη τόσα σκληρά βάσανα και
παρακαλεί συνέχεια για σένα· έπειτα ζήτησέ του την αρετή της υπομονής με την
δύναμι των έργων και παρακλήσεων του Υιού του.
Μπορείς ακόμη να προσευχηθής και με
τον τρόπο αυτόν και να μελετήσης πάνω στα ίδια τα πάθη του Κυρίου, για να λάβης
το αίτημά σου. Γιά παράδειγμα· αφού με προσοχή συλλογισθής τα πάθη του Κυρίου
μας και με τον λογισμό σου δής την προθυμία της καρδιάς του με την οποία τα
υπέφερε, όπως είπαμε παραπάνω, από το μέγεθος των βασάνων και την υπομονή του,
θα περάσης σε άλλους δυό στοχασμούς: Ο ένας είναι της αξιομισθίας του, δηλαδή
των αμέτρητων μισθών που ο Ιησούς έγινε αίτιος τόσο στον εαυτό του, ως άνθρωπος,
όσο και σε όλο το ανθρώπινο γένος, γι αυτά τα πάθη και την υπομονή του. Και ο
άλλος είναι της χαράς και της δόξας του Πατρός του, την οποία έλαβε για την
τέλεια υποταγή του Υιού του που υπέφερε τα πάθη αυτά.
Αυτά τα δυό παρουσιάζοντάς τα στην
Θεία του Μεγαλειότητα θα ζητήσης εξ αιτίας της δυνάμεως αυτών την χάρι ή και την
αρετή που επιθυμείς. Και αυτό μπορείς να το κάμνης όχι μόνο σε κάθε είδος των
παθών του Κυρίου, αλλά και σε κάθε άλλη μερική πράξι, εσωτερική και εξωτερική,
που έκανε αυτός σε όλη του τη ζωή.
Έχεις και άλλον τρόπο, αγαπητέ, να
μελετάς και να προσεύχεσαι δια μέσου της Αγίας Θεοτόκου, στρέφοντας το νού σου
α΄) στον ουράνιο Πατέρα, β΄) στον Γλυκύτατο Ιησού, γ΄) και τελευταίο, σ αυτήν
την ενδοξότατη Μητέρα του.
Στρέφοντας το νού σου στον Θεό,
σκέψου· α΄ την μεγάλη χαρά που από αιώνες νωρίτερα είχε ο Θεός σκεπτόμενος το
πρόσωπο της Θεοτόκου· τις αρετές και τις πράξεις της, από τότε που γεννήθηκε
στον κόσμο, μέχρι τότε που αναπαύθηκε.
Το α΄ μελέτησέ το με τον εξής τρόπο:
Ύψωσε τον λογισμό σου πάνω από κάθε καιρό και χρόνο και κτίσμα νοητό και
αισθητό. Και εισερχόμενος, για να μιλήσω έτσι, στην ίδια την αιωνιότητα και στο
νού του Θεού, σκέψου τις τρυφές και τις ανέκφραστες αγαλλιάσεις που δεχόταν ο
Θεός δια μέσου της Αειπαρθένου Μαρίας
(89). Βρίσκοντας
τον Θεό ανάμεσα σ αυτές τις τρυφές, ζήτησέ του να σου δώση, εξαιτίας των
αφράστων αυτών αγαλλιάσεων, χάρι και δύναμι, για να μπορής να καταβάλλης και να
νικήσης τους εχθρούς σου· και μάλιστα εκείνον, που τότε σε πολεμεί· κατόπιν
αναλογιζόμενος τις τόσες πολλές και εξαιρετικές πράξεις και αρετές αυτής της
Θεοτόκου, και παρουσιάζοντάς τις άλλοτε όλες μαζί και άλλοτε μία από αυτές στον
Θεό, για την δύναμι εκείνων, ζήτησε από την άπειρη αγαθότητά του όλο εκείνο που
χρειάζεσαι και επιθυμείς.
Μετά από αυτά, στρέφοντας εκ
δευτέρου τον νού σου στον Κύριό μας, τον Υιό της, ενθύμησέ του την Παναγία
κοιλιά που τον βάσταξε για εννέα μήνες· την ευλάβεια με την οποία τον προσκύνησε
όταν γεννήθηκε και τον γνώρισε ως αληθινό Θεό και τέλειο άνθρωπο, Υιό και ποιητή
της· τους φιλόστοργους οφθαλμούς της, που τον είδαν τόσο φτωχό· τις αγκάλες που
τον δέχθηκαν, το γάλα που θήλασε, τους κόπους και τα βάσανα που υπέφερε γι αυτόν
στη ζωή του και στον θάνατό του· και σου υπόσχομαι ότι με όλα αυτά θα προκαλέσης
ευχάριστη διάθεσι στο θείο της τέκνο για να σου υπακούση.
Στο τέλος στρέψε το νού σου και σ
αυτήν την Παναγία Θεοτόκο και θύμησέ της ότι στάθηκε η εκλεκτή από την αίδιο
πρόνοια και αγαθότητα του Θεού, ως Μητέρα της χάριτος και της ευσπλαγχνίας και
ως δική μας Μητέρα και συνήγορος και ότι μετά από τον Υιό της δεν έχουε
ασφαλέστερο και δυνατώτερο καταφύγιο να προσφύγουμε, παρά σε αυτήν· υπενθύμισέ
της ότι όλοι εμείς οι Χριστιανοί, όπως δεν ονομάζουμε κυρίως πατέρα πάνω στη γη,
όπως μας παρήγγειλε ο Υιος της επειδή κυρίως μόνον ένα Πατέρα έχουμε, αυτόν που
βρίσκεται στους ουρανούς: «Και πατέρα σας μην ονομάσετε κανένα πάνω στη γη,
γιατί ένας είναι ο Πατέρας σας ο ουράνιος» (Ματθ. 23,9) - με τον ίδιο τρόπο ούτε
άλλη μητέρα ονομάζουμε πάνω στη γη, επειδή κυρίως αυτήν μόνον έχουμε Μητέρα
στους ουρανούς και όλοι μας καυχόμαστε να ονομαζώμαστε τέκνα της. Γι αυτό και
προσβλέπουε προς αυτήν για να μας ελεήση ολοκληρωτικά, όπως αποβλέπει χωρίς να
παρεκκλίνη και στην μητέρα του το νήπιο που έχει απογαλακτισθή, όπως έχει
γραφεί: «Ύψωσα την ψυχή μου σαν το θηλασμένο βρέφος κοντά στην μητέρα του»
(Ψαλμ. 130,3).
Ακόμη υπενθύμισέ της τις αλήθειες
που γράφουν γι αυτήν τα βιβλία, ότι όλοι οι πιστοί πιστεύουν στα τόσο υψηλά και
τόσο θαυμαστά και μεγάλα κατορθώματα και χαρίσματα που προξένησε σε όλο το
ανθρώπινο γένος, επειδή αυτή μόνο όντας ανάμεσα Θεού και ανθρώπων, τον μεν Θεό
έκανε υιό ανθρώπου, τους δε ανθρώπους υιούς Θεού. Ότι χωρίς την μεσιτεία της δεν
μπορεί κανένας να πλησιάση τον Θεό, ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος, διότι αυτή
μόνον βρίσκεται ανάμεσα στην κτιστή κι ουράνια κτίσι· ότι αυτή μόνον είναι Θεός
άμεσος μετά τον Θεό, και έχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος, επειδή είναι
αληθινά Μητέρα του Θεού· και ότι αυτή είναι όχι μόνον ο θησαυροφύλακας όλου του
πλούτου της Θεότητος, αλλά και ο διαμοιραστής σε όλους, Αγγέλους και ανθρώπους,
όλων των υπερφυσικών ελλάμψεων και πνευματικών χαρισμάτων που δίνονται από τον
Θεό στην κτίσι. Και ότι δεν υπάρχει κανένας που να την επεκαλέσθηκε με πίστι και
να μην τον άκουσε με ευσπλαγχνία. Τέλος πάντων, παρουσίασέ της τα βάσανα και τα
πάθη του Μονογενή της Υιού που υπέφερε για τη σωτηρία μας, και παρακάλεσέ την να
ζητήση χάρι για σένα από αυτόν, ώστε και για σένα τα πάθη αυτά να προξενήσουν το
αποτέλεσμα εκείνο, για το οποίο τα υπέφερε ο Υιος της· και αυτό είναι η δική σου
σωτηρία· και αυτό όχι για άλλο, παρά για δική του δόξα και ευαρέστησι.
Θέλοντας να προστρέξης στην Θεοτόκο
με πίστι και θάρρος για κάθε σου ανάγκη, μπορείς να το πετύχης όταν σκεφθής: Α΄)
Ότι όλα εκείνα τα δοχεία (όπως το γνωρίζεις από την πείρα σου) στα οποία έχει
τοποθετηθή μόσχος ή άλλο παρόμοιο άρωμα πολύτιμο, μολονότι δεν υπάρχει μέσα τους
το άρωμα, τα αγγεία αυτά διατηρούν την ευωδία του αρώματος εκείνου. Και όσο
περισσότερο χρονικό διάστημα παρέμεινε το άρωμα μέσα στο δοχείο, τόσο
περισσότερο τα δοχεία εκείνα διατηρούν την ευωδία· και μάλιστα τόσο περισσότερο
ευωδιάζουν εκείνα, όσο περισσότερο παραμείνει το άρωμα μέσα, μολονότι εκείνος ο
μόσχος ή το παρόμοιο άρωμα είναι μιας περιοριστικής και περιωρισμένης δυνάμεως.
Παρόμοια να σκεφθής ότι και ένας που στέκεται κοντά σε μία μεγάλη πυρκαϊά,
διατηρεί την θερμότητα για πολύ καιρό και μετά την απομάκρυνσί του από την
φωτιά. Και επειδή αυτά είναι αληθινά, άραγε από ποιά άρρητη ευωδία φιλανθρωπίας,
από ποιά φλόγα αγάπης και από ποιούς λογισμούς ελέους και ευσπλαγχνίας μπορούμε
να πούμε ότι είναι γεμάτα τα σπλάγχνα της Θεοτόκου, που για εννέα μήνες κράτησε
στα σπλάγχνα της το Χριστό, το ακένωτο μύρο, που κρατεί πάντοτε στο στήθος της
και στην αγάπη της, τον Υιό του Θεού, που είναι η ίδια η αυτοαγάπη και το ίδιο
αυτοέλεος και αυτοευσπλαγχνία και όχι περιορισμένης δυνάμεως και μικρής
διάρκειας, αλλά ατέλειωτης και απεριόριστης;
Έτσι όπως όποιος αγγίζει στα δοχεία
που έχουν το μύρο, δέχεται την ευωδία πάνω του, και όποιος πλησιάζει σε μία
μεγάλη πυρκαϊά, δεν μπορεί παρά να δεχθή από την θερμότητά της, έτσι και πολύ
περισότερο κάθε φτωχός που έχει ανάγκη και πλησιάζει με ταπείνωσι και πίστι στο
ουράνιο μύρο, στην φωτιά της αγάπης, του ελέους και της ευσπλαγχνίας, που
πάντοτε ευωδιάζει και πάντοτε ανάβει στο στήθος της Παρθένου, οπωσδήποτε θα
δεχθή βοήθειες, ευεργεσίες και χάριτες, τόσο περισσότερες, όσο περισσότερο συχνά
και με μεγαλύτερη πίστι και θάρρος πλησιάση.
Β΄) Ότι κανένα κτίσμα δεν αγάπησε
τόσο τον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, ούτε συμμορφώθηκε τόσο με το θέλημά
Του, όσο η Παναγία του Μητέρα, αφενός μεν διότι τον γέννησε μόνη χωρίς άνδρα,
αφετέρου διότι γέννησε μόνο αυτόν και κανένα άλλον, και έτσι δεν μοιράσθηκε
καθόλου με άλλον η αγάπη της. Αν λοιπόν αυτός ο Υιος του Θεού και αγαπητός Υιος
της Παρθένου, έδωσε όλη του τη ζωή και όλο του τον εαυτό για τις ανάγκες ημών
των αμαρτωλών και έδωσε την μητέρα του ως μητέρα μας και συνήγορο για να μας
βοηθά, και μετά από αυτόν αποτελεί μέσον της σωτηρίας μας, Πως και με ποιό τρόπο
θα μπορέση κάποτε αυτή η αγαπημένη του μητέρα και δική μας συνήγορος να γίνη
αποστάτης της θελήσεως του τόσο αγαπημένου της Υιού και να μη μας βοηθήση;
Γι αυτό αγαπητέ, πρόστρεχε,
πρόστρεχε με θάρρος για κάθε σου ανάγκη στην Παναγία Θεοτόκο. Γιατί εκείνη η
επιστοσύνη και το θάρρος που δείχνεις σ αυτήν, είναι πλούσια και μακαρία και
ασφαλές καταφύγιο και πάντοτε δίνει στην καρδιά σου χάριτες και ελεημοσύνες.
Δυό τρόπους μπορείς να μεταχειρισθής
για να δεχθής την βοήθεια και προστασία των επουρανίων αγίων. Ο ένας είναι να
στραφής προς τον Ουράνιο Πατέρα και να του δείξης την αγάπη με την οποία
αγαπάται και τους αίνους με τους οποίους υμνείται από όλους τους αγίους του
ουρανού, και τους αγώνες και τα βάσανα που υπέφεραν αυτοί οι άγιοι πάνω στη γη
για την δόξα του· και έτσι με την δύναμι αυτών των πραγμάτων να ζητήσης από την
Μεγαλειότητά του εκείνο που χρειάζεσαι. Ο άλλος είναι να προστρέξης σ αυτά τα
ίδια τα πνεύματα των Αγγέλων και των Αγίων, διότι εκείνα επιθυμούν όχι μόνο την
επίγεια σωτηρία μας και τελειότητα, αλλά και την δόξα μας στους ουρανούς και να
ζητήσης να σε βοηθήσουν εναντίον όλων των κακιών των εχθρών σου και να σε
προστατέψουν ακόμη κατά την ώρα του θανάτου σου. Σκέψου καμμία φορά και τις
πολλές και εξαιρετικές χάριτες που δέχθηκαν από τον Θεό αυτοί οι Άγιοι του
ουρανού, διεγείροντας και ανάβοντας μέσα σου μία δυνατή χαρά και αγάπη γι
αυτούς, γιατί είναι πλουτισμένοι με τόσα υπερφυσικά χαρίσματα τα οποία να τα
υπολογίζης σαν να είναι δικά σου. Μάλιστα, αν είναι δυνατόν να χαίρεσαι
περισσότερο γιατί τα έχουν αυτοί και όχι εσύ, διότι αυτό είναι το θέλημα του
Θεού, που είναι αινετός και ευλογημένος. Και για να κάνης αυτή την άσκησι με
ευκολία και τάξι, διαίρεσε τα τάγματα των Αγίων της ημέρας με την εξής τάξι: Τήν
Δευτέρα να παρακαλής τα εννέα Τάγματα των Αγγέλων· την Τρίτη τον Τίμιο Πρόδρομο·
την Τετάρτη τους Πατριάρχας και Προφήτας· την Πέμπτη τους Αποστόλους· την
Παρασκευή τους μάρτυρες· το Σάββατο τους Ιεράρχες με τους άλλους Αγίους· την
Κυριακή τις Παρθένες με τις άλλες Αγίες.
Αλλά καθημερινά μη σταματήσης να
προστρέχης στην Θεοτόκο, την Βασίλισσα όλων των Αγίων, στον Άγγελο τον φύλακά
σου, στον Αρχάγγελο Μιχαήλ και σε όλους τους Αγίους τους συνηγόρους και βοηθούς
σου. Να παρακαλής καθημερινά την Αειπάρθενο Μαρία, τον Υιό της, τον Κύριό μας
Ιησού Χριστό και τον ουράνιο Πατέρα του, για να σε αξιώσουν της χάριτος αυτής·
δηλαδή για να σου δώσουν για κύριο και καθολικό σου συνήγορο και υπερασπιστή τον
δίκαιο Ιωσήφ τον μνήστορα. Και κατόπιν πρόστρεχε σ αυτόν τον ίδιο τον Ιωσήφ με
δεήσεις και θάρρος για να σε δεχθή στην προστασία του. Διότι αναρίθμητες ήταν οι
ευεργεσίες που δέχθηκαν από αυτόν εκείνοι που τον είχαν σε ευλάβεια και
πρόστρεξαν σ αυτόν, όχι μόνον όταν είχαν πνευματικές ανάγκες, αλλά και υλικές,
και ιδιαίτερα να τους καθοδηγή Πως πρέπει να προσεύχωνται και να μελετούν σωστά.
Γιατί αν τους άλλους Αγίους τους αγαπά ο Θεός επειδή τον τίμησαν και υποτάγησαν
σ αυτόν, πόσο περισσότερο πρέπει να πιστεύουμε ότι αγαπά τον ταπεινότατο αυτόν
και άγιο; και πόσο ισχύουν οι παρακλήσεις του ενώπιον του Θεού, αφού είχε τόση
τιμή από τον ίδιο τον Θεό, όταν σωματικά ήταν στη γη, που θέλησε να υποτάσσεται
σ αυτόν και να τον υπακούει ως Πατέρα του, όπως αναφέρει το ιερό Ευαγγέλιο
(Λουκ. 2,51), και να τον υπηρετή σε ό,τι ήταν ανάγκη, όπως καθαρά αποδεικνύει
στα Ασκητικά του ο Μέγας Βασίλειος
(90);
Εκείνα που είπα προηγουμένως για τα
πάθη του Κυρίου, είναι για να να προσευχώμαστε και να τα μελετούμε και για να
ζητήσουμε κατόπιν εκείνη την χάρι που θέλουμε.
Τώρα εδώ προσθέτω Πως μπορούμε από
την μελέτη αυτών των ιδίων παθών να προξενήσουμε στην καρδιά μας διάφορες
διαθέσεις και άγια πάθη. Θέλοντας λοιπόν να μελετήσης τη σταύρωσι του Ιησού
Χριστού, μπορείς να σκεφθής τα νοήματα που ακολουθούν:
Α΄) Ότι την ώρα που βρισκόταν ο
Κύριός μας πάνω στο όρος του Γολγοθά, με μανία τον ξεγύμνωσε εκείνος ο
λυσσασμένος λαός και κατάσχισε τις σάρκες του, που προηγουμένως ήταν κολλημένες
στα ρούχα του από τους δαρμούς.
Β΄) Ότι πριν από τον σταυρό
αφαίρεσαν από την κεφαλή του το ακάνθινο στεφάνι, το οποίο, μετά την σταύρωσι
τοποθετώντας το πάνω του, έγινε αιτία νέων πληγών.
Γ΄) Ότι με τα κτυπήματα των σφυριών
και των καρφιών προσηλώθηκε πολύ σκληρά πάνω στο γυμνό και κατάξηρο ξύλο του
σταυρού.
Δ΄) Ότι επειδή δεν έφθαναν τα θεία
του μέλη για να τον σταυρώσουν, τα άπλωσαν με τόση βία εκείνοι οι αιμοβόροι
στρατιώτες, ώστε βγήκαν από την θέσι τους όλα τα κόκκαλα, και μπορούσαν ένα ένα
να μετρηθούν, όπως αναφέρει και ο ψαλμωδός εκείνο το χωρίο: «Απαρίθμησαν όλα τα
οστά μου» (Ψαλμ. 21,18).
Ε΄) Ότι την ώρα που τον κρεμούσαν
στο ξερό ξύλο, επειδή δεν μπορούσε να στηριχθή από πουθενά αλλού παρά μόνον από
τα καρφιά, αναγκαστικά με το βάρος του σώματος άνοιγαν περισσότερο οι πανάγιες
πληγές και από αυτό αισθανόταν ο γλυκύτατος Ιησούς μας πόνους δριμύτατους στην
καρδιά του.
Έτσι από αυτές ή από άλλες παρόμοιες
μελέτες, αν θέλης, μπορής να προξενήσης στον εαυτό σου διάθεσι και πάθος αγάπης
για τον Θεό σου, φρόντισε, τότε, από την γνώσι των παρόμοιων παθών να περάσης
στην μεγαλύτερη γνώσι της άπειρης αγαθότητος του Κυρίου σου και της αγάπης του
προς εσένα· και όταν αυξηθή αυτή η γνώσις μέσα σου, θα αυξηθή και η αγάπη προς
τον Κύριό σου.
Γιά να δεχθής λοιπόν στην καρδιά σου
πόνο, λύπη και συντριβή, διότι με τις αμαρτίες σου λύπησες τόσες φορές τον Θεό
σου και με τόση μεγάλη αχαριστία, σκέψου αυτήν την άπειρη αγαθότητα και αγάπη
που σου έδειξε ο Κύριος των πάντων, ο οποίος έπαθε και υπέφερε τόσο πολύ για τις
παρανομίες σου.
Γιά να παρακινηθής στην ελπίδα,
σκέψου ότι ένας Κύριος μεγάλος και υψηλός έφθασε στο σημείο να ταλαιπωρηθή τόσο
πολύ, για να εξαλείψη την αμαρτία σου, για να σε ελευθερώση από τα δεσμά του
δαίμονα και από τα μερικά σου σφάλματα και για να εξιλεώση τον αιώνιο Πατέρα σου
και για να σου δώση θάρρος ώστε σε κάθε σου ανάγκη σ αυτόν να προστρέχης.
Γιά να παρακινηθής στη χαρά, από τα
βάσανά του πέρασε στα αποτελέσματα των βασάνων του. Μέ άλλα λόγια σκέψου ότι με
εκείνα τα βάσανα καθαρίζει τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Εξευμενίζει την οργή
του Πατέρα του. Συγχύζει τον άρχοντα του σκότους. Θανατώνει τον θάνατο. Μέ τις
ψυχές των αγίων αναπληρώνει τον τόπο των εκπεσόντων Αγγέλων και προξενεί χαρά
στον Άναρχο Πατέρα του και στο Ομοούσιο Πνεύμα του, κερδίζοντας την Παρθένο
Μαρία και όλη την θριαμβεύουσα Εκκλησία στους ουρανούς και την στρατευόμενη
Εκκλησία στη γη.
Γιά να μισήσης τις αμαρτίες σου, να
χρησιμοποιήσης όλους τους λογισμούς που θα μελετήσης για το σκοπό μόνον αυτό·
δηλαδή, σκέψου ότι ο Κύριός μας δεν έπαθε για άλλο σκοπό, παρά μόνο για να σε
κάνη να μισήσης τις αμαρτίες και τις κακές σου επιθυμίες· και μάλιστα την
επιθυμία εκείνη που σε κυριεύει περισσότερο και είναι αντίθετη στην μεγαλειότητα
του Θεού.
Γιά να έλθης σε έκπληξι και
θαυμασμό, σκέψου ποιό πράγμα μπορεί να είναι μεγαλύτερο από αυτό, δηλαδή να
βλέπης τον Ποιητή του παντός, που χορηγεί την ζωή σε όλα, να καταδικάζεται σε
θάνατο από τα κτίσματά του· να βλέπης καταπατημένη και ξευτελισμένη την υπέρτατη
μεγαλειότητα· καταδικασμένη την δικαιοσύνη· φτυμένη την ωραιότητα· να μισήται η
αγάπη του Ουράνιου Πατέρα· να βλέπης εκείνο το άκτιστο και απρόσιτο φως, να
καταντήση στην εξουσία του σκότους· η αυτοδόξα και ευδαιμονία να θεωρήται ατιμία
και καταφρόνησις του ανθρωπίνου γένους και να φθάση στην μεγαλύτερη ταλαιπωρία.
Γιά να λυπάσαι μαζί με τον λυπημένο
Κύριό σου, αφήνοντας τα εξωτερικά του βάσανα, σκέψου άλλα ασυγκρίτως μεγαλύτερα
που τον βασάνιζαν εσωτερικώς. Γιατί, αν λυπάσαι για τα εξωτερικά, πολύ
περισσότερο, θα είναι θαύμα βέβαια, Πως δεν σχίζεται η καρδιά σου από την λύπη
για τα εσωτερικά του πάθη! Δηλαδή, όταν σκεφθής ότι η ψυχή του Χριστού,
βλέποντας καθαρά τον Θεό πάνω στη γη με εκείνη την λεγόμενη μακάρια όρασι, όπως
τώρα τον βλέπει στον ουρανό
(91), και τότε
τον γνώριζε ως αξιώτατο και ανώτερο κάθε τιμής και υπηρεσίας, γι αυτό και
επιθυμούσε όλα τα κτίσματα με όλες τους τις δυνάμεις να του αποδίδουν την τιμή
αυτή. Έτσι βλέποντας τον Θεό αντίθετα τώρα να έχη προσβληθή τόσο άσχημα και να
είναι βρισμένος από τα αμέτρητα σφάλματα και τις βδελυρές παρανομίες του κόσμου,
αμέσως πληγωνόταν από αναρίθμητους πόνους και βάσανα· αυτά τα βάσανα τόσο
περισσότερο τον βασάνιζαν, όσο μεγαλύτερη ήταν η αγάπη και η επιθυμία του για να
τιμάται και να υπηρετήται από όλους η τόσο Ύψιστη μεγαλειότητα. Και λοιπόν, όπως
δεν μπορεί κανείς να καταλάβη το μέγεθος αυτής της αγάπης και της επιθυμίας,
έτσι κανείς δεν μπορεί να καταλάβη πόσο σκληρή και πόσο βαρειά ήταν γι αυτό αυτή
η εσωτερική λύπη του Εσταυρωμένου Ιησού.
Μαζί με αυτά σκέψου ότι αγαπώντας ο
Κύριος υπερβολικά όλα του τα κτίσματα, αναλογικά με την αγάπη του αυτήν,
λυπήθηκε υπερβολικά για όλες τις αμαρτίες τους, για τις οποίες επρόκειτο να
χωρισθούν από αυτόν. Διότι για κάθε τους θανάσιμο αμάρτημα που έκαναν και
πρόκειται να κάνουν όλοι οι άνθρωποι, όσοι γεννήθηκαν και όσοι πρόκειται να
γεννηθούν, και να το πω πιο απλά, όσες φορές πρόκειται κάποιος να αμαρτάνη,
τόσες φορές και χωρίζεται από τον Κύριο, με τον οποίο μπορούσε να είναι ενωμένος
με την αγάπη. Ο χωρισμός αυτός τόσο σκληρότερος στάθηκε για τον Ιησού, από τον
χωρισμό των σωματικών μελών, όταν χωρισθούν και βγούν από τον φυσικό τους τόπο,
όσο η ψυχή, όντας πνεύμα καθαρό, είναι ευγενέστερη και τελειότερη από το σώμα
και στη συνέχεια είναι πιο χωρητική του πόνου. Ανάμεσα στα πάθη αυτά του Κυρίου
που δοκίμασε για τα κτίσματα, αυστηρότερο είναι εκείνο που δοκίμασε για όλες τις
αμαρτίες των κολασμένων, που, μη μπορώντας να ενωθούν μαζί του, πρόκειται να
υποφέρουν ανεκδιήγητα αιώνια βάσανα.
Αν η ψυχή σου, αδελφέ, δεν πόνεσε
από τα λεχθέντα βάσανα του αγαπητού της Ιησού, ας προχωρήση λίγο περισσότερο με
τον λογισμό της και θα βρή σ αυτόν περισσότερα βάσανα και πολύ πιο βαριά για να
τον συμπονέση. Διότι ο Κύριος βασανίσθηκε και με τους αμέτρητους πόνους του
ξεχρέωσε όχι μόνο τις αμαρτίες που έχουν γίνει, αλλά και εκείνες που θα γίνουν
από τους ανθρώπους
(92)· και εκείνες
βέβαια τις συγχώρεσε, τις άλλες όμως μας έδωσε την δύναμι να τις αποφεύγουμε.
Δεν θα λείψουν και άλλες σκέψεις για
να συμπονέσης τον Εσταυρωμένο. Γιατί ο Κύριος πάνω στο σταυρό ένιωσε όλα τα είδη
των πόνων, χωρίς καμία εξαίρεσι, που μπορούσε να περάση κάθε άνθρωπος από τον
Αδάμ μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Έτσι οι ύβρεις, οι πειρασμοί, οι συκοφαντίες,
οι σκληραγωγίες και κάθε στενοχώρια και δοκιμασία όλων των ανθρώπων του κόσμου,
βασάνισαν την ψυχή του Χριστού πολύ πιο δυνατά, από όσο βασανίσθηκαν εκείνοι που
τα έπαθαν. Γιατί όλες τις θλίψεις μεγάλες και μικρές, τόσο της ψυχής όσο και του
σώματος, που δοκίμασαν οι άνθρωποι σε όλο το διάστημα της ζωής τους, μέχρι τον
πιο μικρό κεφαλόπονο και μέχρι το κέντημα της βελόνας, τα δοκίμασε όλα μέχρι το
τέλος, και για την άπειρη αγάπη του θέλησε να συμπονέση και να χαράξη στην
καρδιά του ο σπλαγχνικώτατος Κύριός μας, διότι ήταν νέος Αδάμ και Πατέρας
πνευματικός όλων των ανθρώπων.
Δεν είναι δυνατόν όμως να διηγηθή
κανείς πόσο τον έθλιψαν οι πόνοι της Παναγίας Του Μητέρας, επειδή και αυτή με
κάθε τρόπο και για όλα τα αίτια που βασάνισαν τον Υιό της, συμπόνεσε και
συνέπαθε μαζί σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Έτσι αυτοί οι πόνοι της Παναγίας Του
Μητέρας ανανέωσαν στο ευλογημένο της Τέκνο τις εσωτερικές του πληγές και η
γλυκυτάτη του καρδιά έμεινε σαν να είχε πληγωθή από αμέτρητα πυρακτωμένα βέλη· η
καρδιά του αυτή, για τα τόσα βάσανα που είπα και για άλλα σχεδόν αμέτρητα και
άγνωστα σε μας, μπορούσε να πή κανείς εύκολα, ότι ήταν ένας άδης αγαπητικός
εκουσίων βασάνων, όπως λέγεται ότι συνήθιζε να ονομάζη μία ευλαβής ψυχή με αγία
απλότητα τον Εσταυρωμένο.
Τέλος πάντων, αν αγαπητέ, σκεφθής
καλά την αιτία όλων των βασάνων που αναφέρθηκαν, που υπέφερε ο Λυτρωτής μας και
Κύριος, δεν θα έβρισκες άλλη εκτός από την αμαρτία. «Αυτός φορτώθηκε τις θλίψεις
μας και υπέφερε τους πόνους τους δικούς μας» (Ησ. 53,5). Έτσι βγαίνει καθαρά το
συμπέρασμα ότι το να συμπάσχης και συ πραγματικά με τον Εσταυρωμένο σου Θεό και
να ανταποδώσης τις ευεργεσίες που αυτός σου ζητάει και εσύ είσαι υποχρεωμένος να
το κάνης χωρίς καμμία πρόφασι και δικαιολογία, είναι το να πονάς πράγματι για
την αγάπη του, το ότι τον λύπησες, το να μισής περισσότερο από κάθε άλλο την
αμαρτία και να πολεμάς γενναία εναντίον όλων του των εχθρών και εναντίον όλων
σου των κακών κλίσεων και θελημάτων, για να βγάλης από πάνω σου, με τον τρόπο
αυτόν, τον παλιό άνθρωπο μαζί με τις πράξεις του και να ντυθής τον νέο,
στολίζοντας την ψυχή σου με τις ευαγγελικές αρετές.
Κοντά στις άλλες ωφέλειες που
μπορείς να δεχθής από την αγία μελέτη αυτή του Εσταυρωμένου είναι: Α΄) Το να
λυπάσαι και να πονάς όχι μόνο για τις περασμένες σου αμαρτίες, αλλά και για τα
πάθη που ζούν ακόμη μέσα σου, τα οποία έβαλαν τον Κύριό σου στο σταυρό. Β΄) Το
να του ζήτησης συγχώρεσι για τα πταίσματά σου και χάρι να μισήσης τέλεια τον
εαυτό σου· για να μη τον λυπήσης πλέον. Μάλιστα για ανταμοιβή των τόσων
παθημάτων του να τον αγαπάς και να τον υπηρετής στο εξής τέλεια, πράγμα το οποίο
δεν μπορεί να γίνη χωρίς αυτό το άγιο μίσος των αμαρτιών σου. Γ΄) Να διώχνης από
μέσα σου κάθε κακή κλίσι, όσο μικρή κι αν είναι. Δ΄) Να αγωνίζεσαι με όλη σου
την δύναμι να μιμήσαι τις αρετές του λυτρωτή σου, που έπαθε όχι μόνο για να μας
σώση πληρώνοντας για τις αμαρτίες μας, αλλά και για να μας δώση παράδειγμα για
να ακολουθήσουμε στα άγια ίχνη του: «Ο Χριστός έπαθε για χάρι μας, αφήνοντάς σας
υπόδειγμα για να βαδίσετε στ αχνάρια του» (Α΄ Πέτρου 2,21).
Κι εδώ σου δείχνω έναν τρόπο
μελέτης, τον οποίον θα μεταχειρισθής για να μιμήσαι τις αρετές του Κυρίου και να
τις διακηρύττης, όπως αναφέρεται: «Να διακηρύξετε τα μεγαλεία εκείνου που σάς
ωδήγησε από το σκοτάδι στο θαυμαστό του φως» (Α΄ Πέτρου 2,9).
Λοιπόν, για να αποκτήσης την αρετή
της αμνησικακίας και να μην έχης μίσος προς τους εχθρούς σου και μνησικακία,
αλλά να τους αγαπάς, να τους συγχωρής και ολόψυχα να παρακαλάς γι αυτούς τον Θεό
για να τους συγχωρέση κι εκείνος, κι αν ακόμη σε έβρισαν, κι αν σε ζημίωσαν, και
αν κινδύνεψε η ζωή σου μέχρι θανάτου, κοίταξε τότε μία φορά τον Κύριό σου
καρφωμένο πάνω στο σταυρό και γεμάτον από αίματα. Πρόσεξέ τον Πως με το ακάνθινο
στεφάνι στην κεφαλή, με πρόσωπο ταπεινωμένο και φτυμμένο και με ξηραμένα χείλη,
φωνάζει και παρακαλεί τον Πατέρα του, για να συγχωρέση τους σταυρωτές του:
«Πάτερ, άφες» (Λουκ. 23,34)· μολονότι μπορούσε να να διατάξη την γη και να τους
καταπιή αυτοστιγμεί! και λοιπόν από αυτό να σκεφθής το εξής: Αν εκείνος ο
Παντοδύναμος Δεσπότης συγχώρεσε την αμαρτία των τόσο θανατηφόρων εχθρών του,
ποιό σπουδαίο πράγμα είναι, αν εσύ ο τιποτένιος, αν εσύ ο βρωμερός και το
τιποτένιο σκουλήκι της γης, μιμηθής εκείνον και συγχωρέσης τους εχθρούς σου από
την καρδιά σου!
Γιά να αποκτήσης την αρετή της
υπακοής στους πνευματικούς σου πατέρες και για να έχης ταπείνωσι στην καρδιά
σου, σκέψου αυτόν τον προαιώνιο και ομοούσιο Λόγο του Πατρός, που με μόνο το
νεύμα του έκτισε τα πάντα, Πως έγινε τόσο υπήκοος στο πατρικό θέλημα και τόσο
ταπεινώθηκε, ώστε καταδέχθηκε θάνατο, και μάλιστα θάνατο σταυρικό, όπως είπε ο
Παύλος: «Ταπεινώθηκε θεληατικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου
σταυρικού» (Φιλιπ. 2,8). Μέ την λέξι του σταυρού δείχνει τον πιο άτιμο και τον
πιο κατάδικο και τον πιο καταραμένο θάνατο, που δέχθηκε ο Κύριος. «Όποιος
κρεμιέται είναι καταραμένος από τον Θεό» (Δευτερ. 21,23). Θάνατος τον οποίο δεν
δέχθηκε ποτέ άνθρωπος στην ιστορία του κόσμου. Και εν συντομία, πρόσεξε τις
ατιμίες που υπέστη στα εξής περιστατικά: Προδίνεται από ένα μαθητή του· ο άλλος
τον αρνείται· οι υπόλοιποι μαθητές και απόστολοι φεύγουν και τον εγκαταλείπουν
μόνο του! Αυτά έγιναν για τον Κύριό μας αίτια πάρα πολύ μεγάλης ατιμίας. Διότι
όλος ο κόσμος μιλούσε εναντίον του, ότι δηλαδή ήταν άνθρωπος τόσο κακού
χαρακτήρα, ώστε και αυτός ο ίδιος ο μαθητής του τον μίσησε για τις κακίες του
και τον πρόδωσε· και ο άλλος τον απαρνήθηκε ως απατεώνα και ψεύτη. Και κατόπιν
όλοι οι υπόλοιποι μαθητές, επειδή δεν τον αγαπούσαν με αληθινή αγάπη, αλλά
υποκριτικά, ύστερα τον μίσησαν και τον εγκατέλειψαν και έφυγαν. Στέκεται μπροστά
σε πολλά και διάφορα κριτήρια του Άννα, του Καϊάφα, του Πιλάτου και του Ηρώδη! Ο
αρχιληστής Βαρραβάς θεωρείται καλλίτερος από τον Ιησού και προτιμάται από τον
λαό! και όλα αυτά αποτελούν πάρα πολύ μεγάλη ατιμία! Περιπαίζεται από τον Ηρώδη,
αφού τον έντυσε λαμπρό φόρεμα και αποστέλλεται συνοδευόμενος από τα βασιλικά του
στρατεύματα! Περιπαίζεται από τον Πιλάτο με το ντύσιμο της πορφύρας, με το
ακάνθινο στεφάνι και με το καλάμι στο δεξί το χέρι και προσκυνείται δήθεν ως
βασιλιάς ψεύτικος! Φτύνεται! Σκεπάζεται το πρόσωπό του και έτσι χαστουκίζεται
και δέχεται χτυπήματα! Κάθε ένας βλέπει όλα αυτά πόσο ατιμωτικά είναι. Σηκώνει
μόνος του το σταυρό του στους ώμους του
(93) και τρέχει
δια μέσου της Ιερουσαλήμ στον τόπο του Κρανίου! Ξεγυμνώνεται και σταυρώνεται ως
ληστής με τους ληστές, όχι χωρίς καρφιά
(94), αλλά με
καρφιά, για να νομίζουν εκείνοι που θα τον βλέπουν ότι ήταν ένας κακοποιός
άνθρωπος και αποστάτης και στασιαστής! Χλευάζεται πάνω στο σταυρό, όντας από μία
τόσο πολυάνθρωπη πόλι, που μπορούσε τότε η Ιερουσαλήμ να έχη πάνω από δυό
εκατομμύρια ανθρώπους! Μπροστά σ αυτούς θεατρίσθηκε μάλιστα και διαπομπεύθηκε με
τον τρίγλωσσο τίτλο
(95) που ήταν
επάνω στο σταυρό, και αντί να ποτισθή με νερό στην δίψα του, ποτίσθηκε χολή και
ξύδι. Δεν τέλειωσαν μέχρις εδώ οι ατιμώσεις του. Και μετά τον θάνατό του δέχεται
λόγχη στην πλευρά, κηρύττεται πλάνος, και ο Τάφος του σφραγίζεται δήθεν για να
μην κλαπή! Θα μπορούσε βέβαια να μείνη και άταφος από εκείνους τους άσπλαγχνους,
αν ο ευλογημένος εκείνος Ιωσήφ ο Αριμαθαίος δεν τον συμπονούσε και δεν τολμούσε
να τον ζητήση για να τον ενταφιάση.
Ας ντραπής, λοιπόν, τώρα, ας ντραπής
και συ αδελφέ και να μην υπερηφανεύεσαι πλέον, αλλά γενικά να μην αφήνης ούτε
ψιλός λογισμός υπερηφανείας να μπαίνη στην ψυχή σου, σκεπτόμενος την τόση μεγάλη
ταπείνωσι του Θεού σου.
Τέλος πάντων για να αποκτήσης την
αρετή της υπομονής και να μιμηθής τον Χριστό σου σκέψου:
Α΄) Ότι η ψυχή του Χριστού έχοντας
όλη της την προσοχή στον Θεό Λόγο αισθανόταν έκπληξι όταν έβλεπε εκείνη την
ακατανόητη και άπειρη μεγαλειότητα, μπροστά στην οποία όλα τα πράγματα του
κόσμου είναι σαν ένα μηδέν, να υποφέρη πάνω στη γη τόσες ατιμίες για τον άνθρωπο
(και αυτή μένει ακίνητη στην δόξα της), από τον οποίον δεν δέχθηκε κάτι άλλο,
παρά απιστίες και ύβρεις. Γιατί όσες ατιμίες και ύβρεις προξένησε ο άνθρωπος
στην ανθρωπότητα του Χριστού, τις έκανε σε αυτόν τον Θεό Λόγο, με τον οποίον
ήταν ενωμένη κατά την υπόστασι.
Β΄) Σκέψου ότι ο Θεός και Πατήρ
θέλησε και παρεκίνησε την ψυχή του Ιησού Χριστού, δηλαδή του Υιού του, να
υποφέρη για μας τα παρόμοια πάθη· δηλαδή ραπίσματα, βλασφημίες, μαστιγώσεις,
αγκάθια και στο τέλος τον σταυρικό θάνατο, φανερώνοντας σ αυτήν, ότι του αρέσει
να την βλέπη γεμάτη από κάθε είδους ονειδισμούς και θλίψεις.
Γ΄) Σκέψου βλέποντας με τον
φωτεινότατο νού της, πόσο πολύ αρεστό είναι αυτό στον Θεό και αγαπώντας με
απόλυτη αγάπη την θεϊκή του μεγαλειότητα, μόλις δέχθηκε την πρόσκλησι να πάθη
για την δική μας την αγάπη και για το δικό μας παράδειγμα, δέχθηκε με χαρά και
θέλησε πρόθυμα να υπακούση στο άγιο θέλημά του· και ποιός μπορεί να περάση με
τον λογισμό του μέσα σ εκείνες τις βαθύτατες επιθυμίες που είχε γι αυτό εκείνη η
ψυχή, η πιο αγαθή και πιο καθαρή από όλες
(96)! Αυτή
βρισκόταν εκεί σαν να είναι μέσα σε έναν λαβύρινθο από βάσανα, ζητώντας πάντοτε
και δεν εύρισκε (όπως ήθελε) νέους τρόπους και νέους οδούς παθημάτων. Και γι
αυτό έδωσε ελεύθερα όλο της τον εαυτό και τις αθωότατες σάρκες στην σφαγή και
τον κατασπαραγμό των παρανόμων ανθρώπων και των δυνάμεων του άδη, για να κάνουν
εκείνο που θέλουν.
Δ΄) Ύστερα από αυτά κοίταξε τον
Ιησού σου, που με ήμερα και σπλαγχνικά μάτια στρέφεται προς εσένα και λέγει· «Να,
παιδί μου, που για να μη θελήσης να αντισταθής λίγο στα πάθη σου, που με έκαναν
να καταντήσω οι άτακτες επιθυμίες σου, δές πόσο υποφέρω και με πόση χαρά για την
αγάπη σου, για να σου δώσω παράδειγμα αληθινής υπομονής! Σε παρακαλώ, λοιπόν,
παιδί μου για όλους μου τους πόνους και συ θεληματικά να σηκώσης αυτόν τον
σταυρό και κάθε άλλος που θέλω, αφήνοντας τον εαυτό σου στα χέρια εκείνων των
ανθρώπων που σε καταδιώκουν, στους οποίους εγώ θα ανταποδώσω σύμφωνα με
την τιμή σου και κατά του σώματός σου. Ω και να γνώριζες πόσο θα
χαιρόμουνα με αυτό! και αυτό μπορείς να το δής στις πληγές αυτές τις οποίες
δέχθηκα με υπερβολική χαρά, σαν πολύτιμα και αγαπητά πράγματα για να στολίσω με
πολύτιμες αρετές την φτωχή σου ψυχή, που είναι αγαπημένη από εμένα,
περισσότερο από όλο εκείνο, που δεν μπορείς να εννοήσης! και αν εγώ
κατάντησα για σένα σε τόσα πάθη, γιατί και συ, αγαπητή μου νύφη, να μη θέλης να
πάθης κάτι, για να θεραπεύσης την καρδιά μου και να γλυκάνης τις πληγές που μου
προξένησε η ανυπομονησία σου, που έδωσε μεγαλύτερη πίκρα από τις δικές μου
πληγές;».
Ε΄) Σκέψου καλά ποιός είναι εκείνος
που μιλάει μαζί σου με τον τρόπο αυτό και θα ιδής ότι είναι Αυτός ο Βασιλιάς της
Δόξης, Χριστός ο αληθινός Θεός και τέλειος άνθρωπος! Σκέψου και το μέγεθος των
βασάνων και των ύβρεων που δεν άξιζε να γίνουν ακόμη και στον χειρότερο ληστή
του κόσμου! Δές τον Κύριό σου να στέκεται ανάμεσα σε τόσα βάσανα, όχι μόνο
ακίνητος και με θαυμάσια υπομονή, αλλά και να χαίρεται σαν να ήταν στους γάμους
του! και όπως με λίγο νερό ανάβει περισσότερο η φωτιά, έτσι με την αύξησι των
βασάνων, που ήταν μικρά μπροστά στην τόσο πλούσια αγάπη του, περίσσευε όλο και
περισσότερο η χαρά και η επιθυμία να υποφέρη μεγαλύτερα!
ΣΤ΄) Σκέψου κατόπιν όλο εκείνο το
αίτιο, για το οποίο έπαθε αυτά ο σπλαγχνικώτατος Κύριος, (όχι χωρίς την θέλησί
του, αλλά θεληματικά και για την αγάπη του προς εσένα)· ήταν για να γυμνάζεσαι
και συ, μιμούμενος εκείνον, στην αρετή της υπομονής, για να περνάς πιο μέσα σε
εκείνο που αυτός θέλει από σένα και στη χαρά που θα σου δώση, αν αγωνίζεσαι στην
αρετή αυτή, για να σηκώσης όχι μόνο με υπομονή, αλλά και με χαρά και με
θερμότατη αγάπη το σταυρό σου και κάθε άλλη θλίψι, για να μιμηθής καλύτερα τον
Θεό σου, για να τον αναπαύσης περισσότερο. Έτσι βάζοντας μπροστά στα μάτια σου
τους ονειδισμούς και τις πικρίες που γεύθηκε για σένα ο Κύριός σου και την
καρτερία και την υπομονή του, πρέπει να αισθανθής αισχύνη και ντροπή γιατί όλοι
σου οι πόνοι και οι θλίψεις και καταφρονήσεις και όλη σου η υπομονή, με σύγκρισι
εκείνων, δεν είναι αληθινή υπομονή, αλλά μία σκιά υπομονής· και να φοβηθής και
να τρομάξης που ακόμη υπάρχει μέσα στην καρδιά σου ένας μικρός λογισμός να μη
θέλης να υποφέρης για την αγάπη του Κυρίου σου.
Αυτός ο σταυρωμένος Κύριος, είναι,
παιδί μου, το βιβλίο που σου δίνω να μελετάς συνέχεια, από το οποίο μπορείς να
μάθης την αληθινή εικόνα κάθε αρετής. Γιατί αυτός με το να είναι βίβλος ζωής,
όχι μόνο διδάσκει τον νού με λόγια, αλλά και με το ζωντανό του παράδειγμα
ζεσταίνει την θέλησι. Από βιβλία είναι γεμάτος όλος ο κόσμος. Αλλά παρά ταύτα,
δεν μπορούν όλα μαζί τα βιβλία τόσο τέλεια να σου διδάξουν τον τρόπο για να
μπορέσης να αποκτήσης όλες τις αρετές, όπως σε διδάσκει ο Ιησούς.
Σ αυτόν τον σταυρωμένο σε συμβουλεύω,
παιδί μου, να προστρέχης και να τον καταφιλής με δάκρυα και να τον αγκαλιάζης με
θέρμη κάθε φορά που θα σε δαγκάσουν τα νοητά φίδια των δαιμονικών και των
ανθρώπινων πειρασμών, και σίγουρα θα γιατρευθής από τις πληγές σου, όπως κάποτε
και οι Εβραίοι γιατρεύονταν από τα δαγκώματα των αληθινών φιδιών, όταν έβλεπαν
πάνω στο ξύλο να είναι κρεμασμένο το χάλκινο φίδι, που προτύπωνε τον Κύριό μας,
όπως έλεγε ο ίδιος: «Και όπως ο Μωυσής ύψωσε στην έρημο το χάλκινο φίδι, έτσι
πρέπει να υψωθή ο Υιος του ανθρώπου, ώστε καθένας που πιστεύει σ αυτόν να μη
χάνεται, αλλά να έχη ζωή αιώνια» (Ιω. 3,14).
Γνώριζε και αυτό, παιδί μου, ότι
εκείνοι που ξοδεύουν πολλές ώρες κλαίοντας κάθε πάθος του Κυρίου μας και
αναλογίζονται την υπομονή του και κατόπιν στις δυστυχίες και ασθένειες και
δοκιμασίες και ατιμίες και ύβρεις που τους συμβαίνουν φαίνονται ανυπόμονοι,
αυτοί μοιάζουν με τους δειλούς στρατιώτες του κόσμου, που πριν από την μάχη κάτω
από τα αντίσκηνα υπόσχονται μεγάλα πράγματα και πολεμούν και νικούν μόνοι τους·
όταν όμως φανούν οι εχθροί, εγκαταλείπουν τα όπλα και τρέπονται σε φυγή. Ποιό
πράγμα μπορεί να είναι πιο ανόητο και χωρίς φρόνησι και πιο καταγέλαστο, από το
να αναλογίζεται κανείς τις αρετές του Κυρίου και να τις αγαπά και να τις θαυμάζη
και κατόπιν να τις λησμονή εντελώς ή να μη τις τιμά, όταν έλθη καιρός να τις
εξασκήση;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου