Σε κάθε Θεία λειτουργία, ιδιαίτερα όμως στις περιόδους της άσκησης και της περισυλλογής (όπως η Σαρακοστή), πολλοί από μας προσερχόμαστε στη Θεία Κοινωνία.[1] Κι όμως, πολλές φορές ούτε καταλαβαίνουμε βαθιά τι έχει συμβεί -δεν εννοώ διανοητικά, αλλά με όλη την καρδιά και το είναι μας- ούτε (ακόμα χειρότερα) φέρουμε τους καρπούς που θα ’πρεπε να φέρουμε.
Δεν καταλαβαίνουμε πάντα ότι στη Θεία Κοινωνία γινόμαστε ένα με τον Χριστό. Σύμφωνα με την εικόνα που μας δίνει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, η θεότητα του Χριστού και η καθαρή, τέλεια, αναμάρτητη ανθρωπότητά Του διεισδύουν μέσα μας κατά τον ίδιο τρόπο που η φωτιά εισχωρεί και διαπερνά ένα ξίφος που πυρακτώθηκε μέσα σ’ ένα καμίνι. Από κρύο μέταλλο που ήταν, όταν το βγάλουμε έξω είναι όλο φωτιά, σε τέτοιο βαθμό που μπορούμε τώρα να κάψουμε το σίδερο και να κόψουμε με τη φωτιά. Αυτό συμβαίνει και σ’ εμάς (έστω σπερματικά), όταν δεχόμαστε τη Θεία Κοινωνία. Γινόμαστε κοινωνοί της αναμάρτητης, τέλειας και καθαρής ανθρωπότητας του Χριστού· και αυτή είναι ξέχειλη από τη θεία Του φύση και ουσία.
Αυτό συμβαίνει κάθε φορά που κοινωνούμε. Το παίρνουμε είδηση; Μας καταλαμβάνει όντως δέος; Δεχόμαστε την Κοινωνία με την αίσθηση ότι έχουμε γίνει τώρα, μ’ έναν τρόπο άρρητο, σχεδόν απίστευτο, ό,τι είναι ο Χριστός – όχι πλήρως, όχι σε βαθμό τελειότητας, αλλά κατά ένα βαθμό που συνεχώς θα αυξάνεται, αν συνεχίσουμε να παραμένουμε πιστοί σ’ αυτό που μας δίνεται; Αλλά αν έχουν πράγματι έτσι τα πράγματα, τότε τα λόγια του αποστόλου Παύλου, κινούμενα από θεία έμπνευση, αποτελούν ταυτόχρονα και μία προειδοποίηση: όταν λέει ότι όσοι έχουν βαπτιστεί στο όνομα του Χριστού, όσοι κοινωνούν, είναι τόσο ενωμένοι μαζί Του, ώστε ό,τι κάνουν συμβαίνει και στον ίδιο τον Χριστό, τότε όταν αμαρτάνουμε με τα λόγια, τα έργα ή τις σκέψεις μας, είναι σαν να υποβάλλουμε όχι μόνο τον εαυτό μας αλλά και τον Χριστό στη ντροπή της αποτυχίας μας.
Αν όντως πιστεύουμε ότι στη Θεία Κοινωνία ενωνόμαστε με τον Χριστό με τον τρόπο που μας το περιέγραψε πιο πάνω ο άγιος Γρηγόριος, τότε, πώς πρέπει να προετοιμαζόμαστε γι’ αυτό; Με πόσο δέος και ευλάβεια θα πρέπει να προσερχόμαστε! Αλλά και πώς εκ των προτέρων θα ετοιμάζουμε τον εαυτό μας, εξετάζοντας την ψυχή μας, τη ζωή μας, τις σχέσεις μας, καθετί που μας αφορά, ώστε να απορρίψουμε ό,τι δεν μπορεί να ενωθεί μαζί Του και να ενισχύσουμε το ελάχιστο ίσως που μπορεί να προσληφθεί από Αυτόν! Πώς θα ετοιμάζουμε τον εαυτό μας, ώστε να αυξηθούμε εν Χριστώ, ώσπου σταδιακά να φθάσουμε σ’ αυτό που ο απόστολος Παύλος ονομάζει «μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ»!
Αλλά και όταν έχουμε λάβει τη Θεία Ευχαριστία, πόσο προσεκτικά πρέπει να πορευόμαστε, πόσο προσεκτικά να βαδίζουμε στη ζωή μας, πόσο καθαρές πρέπει να διατηρούμε όχι μόνο τις πράξεις μας, οι οποίες απορρέουν από αυτό που έχουμε μέσα μας, αλλά και τις σκέψεις μας· οι κινήσεις της καρδιάς μας πόσο άγιες πρέπει να γίνουν! Όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν με μία κίνηση της βουλήσεως ή της επιθυμίας μας, αλλά μέσα από τη διαρκή προσπάθεια να είμαστε άξιοι του γεγονότος ότι γίναμε Σώμα Χριστού, καθένας ξεχωριστά, αλλά και ως κοινότητα. Κι αυτό είναι επίσης κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε: κοινωνός του Σώματος και του Αίματος του Χριστού δεν γίνεται ο καθένας ατομικά, ως εάν ήταν αποκομμένος από τους άλλους. Όλοι οι εν Χριστώ είναι ένα, και διδασκόμαστε ότι το όλο σώμα της Εκκλησίας είναι το Σώμα του Χριστού, η σαρκωμένη παρουσία Του σ’ αυτόν τον κόσμο – ατελής ναι, αλλά παρουσία. Δεν είμαστε φώτα ούτε ο καθένας μας ξεχωριστά ούτε όλοι μαζί· μπορούμε όμως να γίνουμε μια φλογίτσα, που ίσως απλά να τρεμοπαίζει, αλλά ταυτόχρονα να κάνει και λιγότερο πηχτό το σκοτάδι αυτού του κόσμου ακυρώνοντας την παντοδυναμία του.
Ας προετοιμαζόμαστε λοιπόν για την Ευχαριστία, ερευνώντας τη ζωή μας από κάθε άποψη και απορρίπτοντας όλα όσα μόνο να καούν μπορούν μέσα στη φωτιά του Χριστού. Ας καλοδεχθούμε τον ερχομό Του και ας Του επιτρέψουμε να εισχωρήσει μέσα μας όπως η φωτιά εισχωρεί στο σίδερο της ψυχής, για το οποίο μιλά ο άγιος Γρηγόριος. Και κατόπιν , εάν έχουμε έστω και λίγο κατανοήσει τί μας συμβαίνει, ας είναι η ζωή μας μια πράξη ευγνωμοσύνης, μια μαρτυρία ότι ο Κύριός μας δεν έζησε και δεν πέθανε μάταια, ότι άξιζε να δώσει τον εαυτό Του για μας, άξιζε να υποστεί την ταπείνωση να κάνει εμάς δοχεία της παρουσίας Του σ’ αυτόν τον κόσμο. Η ευγνωμοσύνη θα ’πρεπε να μας παρακινήσει σε μία ζωή περισσότερο άξια της δωρεάς του Θεού. Ας στοχαστούμε πάνω σ’ αυτά κατά τις εβδομάδες που έρχονται, πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα, ώστε να μπούμε στην περίοδο των Παθών προετοιμασμένοι να μοιραστούμε μαζί Του τον δρόμο του Σταυρού· να παραιτηθούμε από καθετί που Τον φόνευσε, Τον ταπείνωσε, Τον πρόδωσε, και να εισέλθουμε μαζί Του στην αιώνια ζωή!
[1] Ομιλία που εκφωνήθηκε στις 24 Μαρτίου του 1996.
Anthony Bloom, Στο φως της κρίσης του Θεού: Πορεία από το Τριώδιο στην Ανάσταση, 1η έκδοση, εκδ. Εν πλω, Αθήνα, 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου