Κυριακή 28 Μαρτίου 2021
Αλεβισμός και Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς Αρχιμ. Ιεροθέου Σ. Βλάχου
Αλεβισμός και Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς
Αρχιμ. Ιεροθέου Σ. Βλάχου
Σχόλια
του νυν Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ.Ιεροθέου στον ισχυρισμό του καθηγητή
Δ.Κιτσίκη ότι ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς είχε εντυπωσιασθεί από τον
Αλεβισμό, «που τόσο κοντά ευρισκόταν στην Ορθοδοξία», ώστε ειλικρινά
πίστεψε πως σύντομα οι Τούρκοι θα γίνονταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι...
Ο Καθηγητής της Ιστορίας του Πανεπιστήμιου της Οττάβας Δημήτριος Κιτσίκης
σε άρθρο του στην «Παράδοση» αναφέρεται στο φαινόμενο του αλεβισμού,
που παρουσιάζεται έντονα στην Τουρκία και δημιουργεί σ’ αυτήν
προβλήματα. Μεταξύ των άλλων λέγεται ότι «ο όρος αλεβισμός» εμφανίστηκε
στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μονάχα στον 19ο αιώνα, για να χαρακτηρισθούν
οι ετερόδοξοι. Συνεπώς πρωτύτερα σήμαινε απλώς, όπως και στο Ιράν,
οπαδό του σιϊσμού. Πέρα από την ύπαρξη των Αλεβίδων και του όρου
αλεβισμού, ο Καθηγητής παρουσιάζει και την φυσιογνωμία του αλεβισμού,
γράφοντας: «Την ουσία όμως του Αλεβισμού, δηλαδή την σύνθεση σαμανισμού, σιϊσμού και ελληνοορθοδοξίας τη συναντάμε ήδη στο γενάρχη Οσμάν, η οποία μέσω των σουφιστικών ταγμάτων θα συνεχισθεί μέχρι τον 20ο αιώνα»1.
Από
τις παρατηρήσεις του Καθηγητού φαίνεται ότι οι Αλεβίδες είναι ένα κράμα
σαμανισμού, σιϊσμού και ελληνορθοδοξίας. Ιδίως αυτό το τελευταίο, αν
πραγματικά συμβαίνει, είναι πολύ ενδιαφέρον σημείο για μας τους
Ορθοδόξους. Ο Καθηγητής χρησιμοποιεί διάφορα παραδείγματα για να
υποστηρίξη τις απόψεις του. Δεν έχω πρόθεση να τα αμφισβητήσω, δεδομένου
μάλιστα ότι δεν είμαι επιστήμων ιστορικός, και φυσικά ούτε ποτέ
ασχολήθηκα με το σοβαρό αυτό θέμα.
Οφείλω
όμως να παρατηρήσω ότι κλονίστηκα σημαντικά από την χρησιμοποίηση ενός
παραδείγματος από την ζωή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που συνέβη
κατά τον χρόνο της αιχμαλωσίας στους Τούρκους. Οι προσωπικές μου
παρατηρήσεις από την ανάγνωση των επιστολών του Αγίου Γρηγορίου του
Παλαμά προς την Εκκλησία της Θεσσαλονίκης, στις οποίες αναφέρονται οι
θεολογικές συζητήσεις, που είχε ο άγιος Γρηγόριος με τον εγγονό του
Ορχάν, τους Χιόνες και άλλους Μωαμεθανούς, καταλήγουν σε διαφορετικά
συμπεράσματα από αυτά του Καθηγητού. Θα ήθελα να παραθέσω τα όσα
λέγονται από τον Κιτσίκη και στην συνέχεια να εκθέσω τα δικά μου σχόλια
και τις προσωπικές μου παρατηρήσεις.
Γράφει ο Καθηγητής: «Χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι ο ελληνοτουρκικός διάλογος του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά
το 1354 στην αυλή του Ορχάν με τον γιό του Οθωμανού ηγεμόνα Ισμαήλ και
τους λεγομένους Χίονες, παρουσία του Έλληνα γιατρού του Ορχάν, του
Ταρωνίτη. Άσχετα από το ποια ακριβώς δοξασία είχαν οι Χίονες, γεγονός
είναι πως ο Ορχάν τους χρησιμοποιούσε για θεολόγους του αντί για
ουλεμάδες του σουνιτικού Ισλάμ και ότι αυτοί οι Χίονες πρέσβευαν κάποια
μορφή συγκρητισμού. Γεγονός επίσης είναι πως ο Παλαμάς τόσο πολύ
εντυπωσιάσθηκε από το κατ’ ουσίαν Αλεβισμό της ηγεμονίας του Ορχάν, ώστε
ευρισκόμενος στη Νίκαια και συζητώντας στον δρόμο θρησκευτικά θέματα
με τους περαστικούς έγραψε το περίφημο: «Εις δε τις εκείνων είπεν ως
εσταί ποτε ότε συμφωνήσομεν αλλήλοις· και εγώ συνεθέμην και επευξάμην
τάχιον ήκειν τον καιρόν εκείνον». Με άλλα λόγια ο Παλαμάς είχε
σε τέτοιο σημείο εντυπωσιασθεί από τον Αλεβισμό, που τόσο κοντά
ευρισκόταν στην Ορθοδοξία, ώστε ειλικρινά πίστεψε πως σύντομα οι Τούρκοι
θα γίνονταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι»2.
Στο κείμενο αυτό έχουν εισχωρήσει πολλές παρερμηνείες,
τις οποίες θα προσπαθήσω να παρουσιάσω. Αυτό θα καταδείξη ότι στα
ιστορικά θέματα χρειάζεται προσεκτική μελέτη των πηγών και ποτέ δεν
πρέπει να χρησιμοποιούμε διάφορα ιστορικά γεγονότα για να υποστηρίξουμε
μια προσωπική μας άποψη, δηλαδή δεν πρέπει να στοχαζόμαστε πάνω σε
ιστορικά γεγονότα.
1. Πραγματικά ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είχε τρεις
θεολογικές συζητήσεις με τους Οθωμανούς κατά τον καιρό της αιχμαλωσίας
του σ’ αυτούς. Οι συζητήσεις αυτές, καθώς και όλες οι ταλαιπωρίες και
κακουχίες που υπέστη σκιαγραφούνται θαυμάσια σε δύο επιστολές που
απέστειλε ο θείος Γρηγόριος προς την Εκκλησία του, δηλαδή την Εκκλησία
της Θεσσαλονίκης, εκ των οποίων η πρώτη έχει τίτλο «επιστολή προς την εαυτού Εκκλησίαν», και η δευτέρα «του Θεσσαλονίκης ότε εάλω», καθώς επίσης και την διάλεξη του Αγίου Γρηγορίου «προς τους αθέους Χιόνας συγγραφείσα παρά Ιατρού του Ταρωνείτου, παρόντος και αυτηκόου γεγονότος του Παλαμά μετά των Ισμαηλιτών».3.
Επομένως έχουμε την δυνατότητα να δούμε τα ίδια τα κείμενα και να
αποκτήσουμε προσωπική γνώμη. Σ’ αυτά, όπως θα αποδειχθή, νομίζω, δεν φαίνεται πουθενά ο ενθουσιασμός του Αγίου Γρηγορίου για τους λεγομένους Αλεβίδες.
Τα όσα έγιναν κατά τον καιρό της αιχμαλωσίας του Αγίου Γρηγορίου έχουν
κεντρική θέση στην υπόθεση του αλεβισμού, γιατί όπως ομολογεί ο
Καθηγητής Κιτσίκης «εάν δεν λάβουμε υπ' όψη μας την αλεβίδικη
προέλευση των Οσμανιδών πλήθος βασικών γεγονότων της ελληνοτουρκικής
ιστορίας καθίστανται ακατανόητα»4.
2. Ο πρώτος θεολογικός διάλογος διεξήχθη μεταξύ του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Ισμαήλ. Ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος γράφει: «Ο δε Ισμαήλ, ούτω γαρ ο του μεγάλου αμηρά υϊδούς εκαλείτο»5.
Ο Κιτσίκης λέγει ότι διεξήχθη διάλογος του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
«με τον γιό του Οθωμανού ηγεμόνα Ισμαήλ». Όμως ο υϊδούς δεν είναι ο
γιος, αλλά ο εγγονός. Κατά τον Πλάτωνα και άλλους έλληνας συγγραφείς ο
υϊδούς είναι ο υιός του υιού, δηλαδή ο εγγονός6. Επομένως ο Ισμαήλ ήταν
υιός του Μουράτ, ο οποίος ήταν υιός του Ορχάν7. Είναι πολύ
χαρακτηριστικό ότι στον διάλογο αυτόν ο άγιος Γρηγόριος κάνει λόγο για Τούρκους και όχι για Αλεβίδες: «Οι τούρκοι λόγον είναι του Θεού φασί τον Χριστόν...»8.
3. Ο δεύτερος διάλογος του Αγίου Γρηγορίου διεξήχθη με τους Χιόνες.
Πολλά έχουν υποστηριχθή για τους Χιόνες. Εδώ μόνον πρέπει να παραθέσω
την γνώμη του Αγίου Γρηγορίου, όπως φαίνεται στις επιστολές του. Ο άγιος
τους χαρακτηρίζει «ανθρώπους μηδέν άλλο μελετήσαντες και παρά του
Σατανά διδαχθέντας η βλασφημίαν και αναισχυντίαν εις τον Κύριον ημών
Ιησούν Χριστόν, τον του Θεού υιόν»9. Ο δε αμηράς τους χαρακτηρίζει
«σοφούς και ελλογίμους»10. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι και ο άγιος
Φιλόθεος Κόκκινος, σύγχρονος και βιογράφος του Αγίου Γρηγορίου του
Παλαμά, τους ονομάζει «νέους παραβάτας και ασεβείς Χιόνας»11.
Δεν
επιθυμώ να ενδιατρίψω στην προέλευση του ονόματος τους, την
φυσιογνωμία τους κ.λ.π., γιατί ο αναγνώστης μπορεί να βρη εκτενή
ανάλυση στην κατατοπιστική εισαγωγή του Παναγιώτου Χρήστου12. Μόνον θα
ήθελα να παραθέσω το συμπέρασμα του ανωτέρω Καθηγητού: «Οι Χιόναι
είχον βασικώς αποστή της χριστιανικής πίστεως, αλλ’ ήθελον να έχουν την
συνείδησίν των ήσυχον ότι διετήρουν μέρος αυτής κρυφίως ως
κρυπτοχριστιανοί — και τούτο ήθελον να αποκρύψουν από τον Ορχάν —, ενώ
ηδύναντο να εμφανίζωνται και ως Τούρκοι και ως Ιουδαίοι. Ήσαν μία συγκρητιστική ομάς, διαμορφωθείσα εκ των στυγνών συνθηκών της τουρκικής εισβολής εις την Μικράν Ασίαν»13. Είναι πιθανόν ο Ορχάν να χρησιμοποίησε «επίλεκτα μέλη της οικογενείας αυτής εις το υπανάπτυκτον εκπαιδευτικόν σύστημά του»14.
Η
συζήτηση του Αγίου Γρηγορίου με τους Χιόνες δεν έγινε σε κλίμα
ευχάριστο. Πολλές φορές στον διασωθέντα διάλογο λέγεται ότι οι Τούρκοι
και οι Χιόνες διέκοπταν τον άγιο Γρηγόριο θορυβούντες15. Μάλιστα δε στο
τέλος της διαλέξεως ένας από τους Χιόνες στράφηκε εναντίον του Αγίου
Γρηγορίου και τον εράπισε. «Εις δε των Χιόνων
προσκαρτερήσας ύβρισε τον μέγαν του Θεού αρχιερέα αισχρώς και ορμήσας
επάνω αυτού έδωκεν αυτώ πληγάς κατά κόρρης»16. Βέβαια, οι άλλοι
παριστάμενοι Τούρκοι τον κατηγόρησαν και τον επετίμησαν, αλλά το γεγονός
είναι ότι η συζήτηση δεν έγινε σε ομαλές συνθήκες, όπως θα έπρεπε να
γινόταν αν υπήρχε ευνοϊκότητα σχέσεων μεταξύ των Τούρκων και του Αγίου
Γρηγορίου του Παλαμά.
Η ίδια ατμόσφαιρα σχεδόν επικράτησε και στην τρίτη θεολογική συζήτηση που
είχε ο άγιος Γρηγόριος με τους Τούρκους κατά τον χρόνο της εξορίας του.
Στο σημείο αυτό θα δούμε την μεγαλύτερη απομάκρυνση του Κιτσίκη από το
κείμενο του Αγίου.
Ο
Κιτσίκης λέγει ότι ο άγιος Γρηγόριος συζητούσε «στο δρόμο θρησκευτικά
θέματα με τους περαστικούς»17. Γεγονός πάντως είναι ότι η συζήτηση
διεξήχθη μεταξύ του Αγίου Γρηγορίου και του τασιμάνη, που ήταν υπεύθυνος
για την λατρεία των Τούρκων, ύστερα από την κηδεία ενός Μουσουλμάνου,
παρουσία βεβαίως μερικών Τούρκων και Χριστιανών. Και η συζήτηση
περιστράφηκε στην διαφορά μεταξύ του Μωάμεθ και του Χριστού, θέμα που
ήταν το κεντρικό σημείο κατά την διάρκεια των θεολογικών συζητήσεων.
Πράγματι,
κατά την διάρκεια της συζητήσεως αυτής ένας από τους παρισταμένους
Τούρκους είπε: «έσται ποτέ ότε συμφωνήσομεν», δηλαδή θα έλθη καιρός που
θα συμφωνήσουμε μεταξύ μας. Και τότε ο άγιος Γρηγόριος απήντησε: «Και εγώ συνεθέμην και επευξάμην τάχιον ήκειν τον καιρόν εκείνον»,
δηλαδή συμφώνησε και ευχήθηκε να έλθη το ταχύτερο ο καιρός εκείνος18.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι ο Κιτσίκης το ερμηνεύει λανθασμένα και δίδει την εντύπωση ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εντυπωσιάσθηκε από τον Αλεβισμό
«που τόσο κοντά ευρισκόταν στην Ορθοδοξία, ώστε ειλικρινά πίστεψε πως
σύντομα οι Τούρκοι θα γίνονταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι». Από όσα όμως
προηγήθηκαν της φράσεως αυτής και από την ερμηνεία που έδωσε ο άγιος
Γρηγόριος σ' αυτήν αποκλείεται να εντυπωσιάσθηκε και να πίστευσε ε ι λ ι κ ρ ι ν ά ότι γρήγορα οι Τούρκοι θα γίνονταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Και εξηγούμαι περισσότερο.
Ο
άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς με τρόπο έξυπνο και ομολογιακό, κατά την
διάρκεια της συζητήσεως, έστρεψε πολύ γρήγορα τον λόγο στην διαφορά
μεταξύ του Μωάμεθ και του Χριστού και τόνισε την υπεροχή του Χριστού
έναντι του Μωάμεθ. Αναφέρθηκε στην διαγωγή του Μωάμεθ και των
Μωαμεθανών, που κυρίευσαν τα μέρη εκείνα με πόλεμο και μάχαιρα, με
λεηλασίες, ανδραποδισμούς και φόνους, με ενέργειες, δηλαδή, που δεν
προέρχονταν από τον αγαθό Θεό, αλλά με θέλημα του ανθρωποκτόνου
διαβόλου, ενώ αντίθετα ο Χριστιανισμός απλώθηκε στον κόσμο με την αγάπη
και την εγκράτεια κ.λ.π.19. Στο σημείο αυτό φάνηκε η τεράστια διαφορά
μεταξύ των Χριστιανών και των Τούρκων.
Η
παρατήρηση αυτή του Αγίου Γρηγορίου εξηρέθισε τους παρισταμένους
Τούρκους - Μουσουλμάνους και κινήθηκαν «προς οργήν». Τότε ακριβώς οι
παριστάμενοι Χριστιανοί έκαναν νοήματα στον άγιο Γρηγόριο «παρείναι τον
λόγον», δηλαδή να περατώση τον λόγο. Τότε ο άγιος Γρηγόριος, κάνοντας
ιλαρό τον λόγο του και υπομειδιάσας, είπε: «Ει γε κατά τους λόγους συνεφωνούμεν ενός αν ήμεν και δόγματος»,
δηλαδή αν συμφωνούσαμε στην διδασκαλία τότε θα ανήκαμε σε ένα δόγμα. Με
τον λόγο αυτόν ο άγιος Γρηγόριος ήθελε να κάνη τον λόγο του ιλαρότερο,
να μη φθάσουν στα άκρα, και φυσικά έδειχνε και την μεγάλη διαφορά που
υπήρχε μεταξύ τους.
Γι' αυτό σημειώνει ο ίδιος: «Αλλ' ο νοών νοείτω των ειρημένων την δύναμιν»20.
Αφού
χαμήλωσαν οι τόνοι της συζητήσεως, κάποιος από τους παρισταμένους είπε
ότι θα έλθη καιρός που θα συμφωνήσουν. Τότε ακριβώς ο άγιος Γρηγόριος
Παλαμάς λέγει ότι συμφώνησε και ευχήθηκε να έλθη το ταχύτερο. Πρέπει
να δούμε τον λόγο αυτόν στην όλη ατμόσφαιρα που προηγήθηκε και όχι στον
ενθουσιασμό του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά για τον Αλεβισμό «που τόσο
κοντά ευρισκόταν στην Ορθοδοξία». Και φυσικά αυτό φαίνεται καθαρά και
από την ερμηνεία που έδωσε ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος της ιδικής του
φράσεως.
Γράφει ότι συμφώνησε σ’ αυτόν τον λόγο ενθυμηθείς τον λόγο του Αποστόλου Παύλου, «τω ονόματι Ιησού Χριστού παν γόνυ κάμψει και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού πατρός». Και μάλιστα επεξηγεί στο ποίμνιό του ότι αυτό θα γίνη κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού: «τούτο ο’ έσται πάντως εν τη δευτέρα παρουσία του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού21».
Μελετώντας
το κείμενο αυτό του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά δεν μπόρεσα πουθενά να
δω, όσο καλή διάθεση και αν είχα, ότι ο άγιος εντυπωσιάσθηκε από τον
Αλεβισμό, και ότι «ειλικρινά πίστεψε πως σύντομα οι Τούρκοι θα γίνονταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι»,
όπως λέγει ο Κιτσίκης. Αντίθετα είδα την φράση του Αγίου Γρηγορίου του
Παλαμά ως μια διπλωματική ενέργεια για να τελειώση καλά η συζήτηση, κατά
την οποία μίλησε με παρρησία και θα έλεγα προκλητικά εναντίον του
Μωάμεθ, προξενώντας οργή στους παρισταμένους Τούρκους.
Από
τις τρεις αυτές θεολογικές συζητήσεις φαίνεται ότι το κεντρικό θέμα
τους ήταν η τεράστια διαφορά μεταξύ του Χριστού και του Μωάμεθ. Ο άγιος
Γρηγόριος πάντοτε επανέφερε την συζήτηση σ’ αυτό το σημείο. Ξεκινούσε
από το ότι το Κοράνιο πίστευε στον Χριστό ως λόγο του Θεού. Η αντίθεσή
του ήταν ότι οι Χριστιανοί δεν μπορούν να δεχθούν τον Μωάμεθ ως
Προφήτη. Φυσικά και οι Τούρκοι ζητούσαν από τους Χριστιανούς να δεχθούν
τον Μωάμεθ ως Προφήτη, αφού και το Κοράνιό τους δέχεται τον Χριστό.
Συνεπώς, το ότι οι συζητούντες με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά Τούρκοι
φαίνονταν ότι αναγνώριζαν τον Χριστό ως λόγο του Θεού, αυτό δεν το
έκαναν γιατί ήταν φιλικά διακείμενοι προς τους Χριστιανούς, αλλά γιατί
το γράφει το Κοράνιο.
Βέβαια,
πρέπει να πούμε ότι την εποχή εκείνη οι Μουσουλμάνοι δέχονταν διάφορες
επιρροές τόσο από τον νεοπλατωνισμό όσο και από τον χριστιανικό
ασκητισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Τζαλαλουντίν Ρουμί22. Αυτός
ο επηρεασμός και συγκρητισμός, που είναι φαινόμενο που παρουσιάζεται σε
κάθε εποχή και σε οπαδούς διαφόρων ομολογιών και θρησκειών, είναι ένα
καθολικό φαινόμενο. Φαίνεται όμως από το περιστατικό του Αγίου
Γρηγορίου του Παλαμά ότι δεν πρόκειται για κάποιο πλησίασμα των
Μουσουλμάνων προς τον Χριστιανισμό, αλλά μάλλον το αντίθετο, δηλαδή
φανερώνεται η επιθετική τους διάθεση. Και το ότι μερικοί εξαναγκάζονταν
να προσχωρήσουν στον Μουσουλμανισμό, όπως φαίνεται εν μέρει και στους
Χιόνας, δείχνει τις φονικές και εχθρικές διαθέσεις των Τούρκων, και όχι τόσο την φιλία τους.
Σε πολλά σημεία των επιστολών που απέστειλε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς προς το ποίμνιο της Θεσσαλονίκης, συναντούμε πολύ βαρεία επίθετα για τους Τούρκους, οι οποίοι υποτίθεται, κατά τον Κιτσίκη, είχαν ενθουσιάσει τον άγιο Γρηγόριο. Τους Ονομάζει βαρβάρους, και μάλιστα «τοις πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτοις»23. Οι Τούρκοι αποτελούν «το δυσεβές και θεομισές και παμμίαρον τούτο γένος», που ο Θεός παρέδωσε σε αδόκιμο νου και πάθη ατιμίας, «ώστε βιούν αισχρώς και απανθρώπως και θεομισώς»24. Αισθάνεται ο άγιος Γρηγόριος ότι οδηγείται από χέρια άνομα: «...αρπαγέντες οίον χερσίν άνομων εκείθεν»25.
Γράφει ότι οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν τους Χριστιανούς πολύ σκληρά. Η
φράση «άγοντας, αγομένους όρων»26 δείχνει μια φρικτή πραγματικότητα. Όλα
αυτά δεν θα τα έλεγε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εάν «είχε εντυπωσιασθεί από τον Αλεβισμό, που τόσο κοντά ευρισκόταν στην Ορθοδοξία», ούτε βέβαια ότι «ειλικρινά πίστεψε πως σύντομα οι Τούρκοι θα γίνονταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι». Άλλωστε, μπορούμε να υποθέσουμε ότι διαψεύσθηκε τόσο γρήγορα ο μέγας αυτός Πατήρ της Εκκλησίας;
Βέβαια,
το θέμα του αλεβισμού στην σύγχρονη εποχή πρέπει να μελετηθή. Δεν μπορώ
να αμφισβητήσω τυχόν πραγματικά στοιχεία του Καθηγητή Κιτσίκη, ούτε να
σταματήσω την προσπάθεια να βρεθούν ειρηνικές λύσεις για την περιοχή
μας. Αλλά αυτό πρέπει να γίνεται με τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Η
μία, ότι δεν πρέπει να αλλοιώνουμε τα ιστορικά γεγονότα και να
παραποιούμε τα κείμενα των Αγίων Πατέρων, για να γίνουν υποστηρίγματα
των απόψεών μας. Η άλλη, ότι δεν πρέπει να μειώνουμε ή να περιφρονούμε
την ορθόδοξη διδασκαλία.
Πραγματικά, δεν μπορεί ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία να χρησιμοποιείται, και μάλιστα παραποιημένα, σε πολιτικές σκοπιμότητες.
Κάθε
χώρα πρέπει να χρησιμοποιή τα κατάλληλα μέσα και τους καλύτερους
τρόπους για να εξασκή την εξωτερική της πολιτική. Και στην εποχή μας το
φαινόμενο του αλεβισμού πρέπει να προσεχθή και να ερευνηθή με προσοχή
και σοβαρότητα. Δεν θεωρώ όμως σωστό να εντάσσουμε την Ορθόδοξη Εκκλησία
στην προσπάθεια αυτή. Γιατί τότε, εκτός των άλλων, δεν μπορούμε να
κάνουμε ούτε ρωμαίικη πολιτική, ούτε φυσικά και επιστημονική έρευνα.
Αύγουστος 1993
_______________________
1 Παράδοση Απρίλιος - Ιούνιος 1993. τεύχος 2. σελ. 142
2 Παράδοση, ένθ. ανωτ. σελ. 145
3 βλ. Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, τόμος Ο', επιμέλεια Παναγιώτου Χρήστου. σελ. 120-165
4 Παράδοση ένθ. ανωτ. σελ. 145
5 Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, ένθ. ανωτ. σελ. 128
6 Liddel-Scott: Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, εκδ. Σιδέρης, Αθήνα, τόμ. ΕΝ, σελ. 1416
7 Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, ένθ. ανωτ. σελ. 128, σημ. 1
8 ένθ. ανωτ. σελ. 128
9 ένθ. ανωτ. σελ. 130
10 ένθ. ανωτ. σελ. 130
11 Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος Γρηγορίου Παλαμά, ΕΠΕ σελ. 374
12 βλ. Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, ένθ. ανωτ. σελ. 68 και εξής.
13 ένθ. ανωτ. σελ. 62-63
14 ένθ. ανωτ. σελ. 63
15 ένθ. ανωτ. σελ. 158-159
16 ένθ. ανωτ. σελ. 165
17 Παράδοση ένθ. ανωτ. σελ. 145
18 Γρηνοοίου Παλαμα Συγγράματα. ένθ. ανωτ. σελ. 138
19 ένθ. ανωτ. σελ.σελ. 137
20 ένθ. ανωτ. σελ. 138
21 ένθ. ανωτ. σελ. 138
22
βλ. Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου: Ρωμηοί σε Ανατολή και Δύση, έκδ. Ιεράς
Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας). σελ. 113 και εξής.
23 Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, ένθ. ανωτ. σελ. 121
24 ένθ. ανωτ. σελ. 124-126
25 ένθ. ανωτ. σελ. 126
26 ένθ. ανωτ. σελ. 121
«Παρεμβάσεις στην σύγχρονη κοινωνία»,
Τόμος Α'- Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), σελ. 201-211
Η αιχμαλωσία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στους Τούρκους, ήτοι το αναίμακτο μαρτύριό του
Ἡ αἰχμαλωσία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στούς Τούρκους, ἤτοι τό ἀναίμακτο μαρτύριό του
τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
(Κήρυγμα τήν Β' Κυριακή τῶν Νηστειῶν, στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀντιρρίου, 4 Μαρτίου 2018)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ Ἐκκλησία
ἑορτάζει ἕναν πολύ μεγάλο ἅγιο καί Πατέρα της, ἀλλά καί Ὁμολογητή τῆς
πίστεως, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Τό κανόνισε μάλιστα νά ἑορτάζεται
τήν Β' Κυριακή τῶν Νηστειῶν, μετά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, γιατί
εἶναι ἡ συνέχειά της καί ὁ ἅγιος εἶναι ἕνας πολύ μεγάλος Ὁμολογητής καί
ὑπερασπιστής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως.
Μετά
ἀπό τούς Καππαδόκες Πατέρες καί τούς μεγάλους Πατέρας τῆς πρώτης
χιλιετίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦταν ἐκεῖνος πού συνόψισε ὅλη τήν
πατερική θεολογία, καί κυρίως τήν διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ ἡσυχασμοῦ πού
εἶναι ἡ βάση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, γι' αὐτό καί εἶναι ὁ ἄριστος
μεταξύ τῶν ἀρίστων.
Ὅταν διαβάση κανείς τόν βίο τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, θά δῆ ὅτι ἦταν ἄριστο παιδί ἀπό τήν μικρή του
ἡλικία, ἦταν ἄριστος μαθητής, ἄριστος φοιτητής, ἄριστος μοναχός, ἄριστος
ἡσυχαστής, ἄριστος ἡγούμενος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἄριστος Μητροπολίτης
Θεσσαλονίκης καί φυσικά ἄριστος Θεολόγος, δηλαδή ἦταν ἕνας ἐκ τῶν
ἀρίστων Θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογητῶν τῆς πίστεώς μας.
Θά
μποροῦσε πολλά νά πῆ κανείς γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος
ἔζησε τόν 14ο αἰώνα, γιά ὅσους δέν ἔχουν ἀκούσει πότε ἀκριβῶς ἔζησε ὁ
ἅγιος αὐτός. Σήμερα ὅμως ἐπέλεξα νά μή σᾶς παρουσιάσω τήν διδασκαλία τοῦ
ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τό τί ἀκριβῶς ἔλεγε γιά τήν Θεογνωσία
καί τήν μεθοδολογία τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά θά πῶ λίγα λόγια γιά ἕνα
γεγονός ἀπό τήν ζωή του, πού ἴσως εἶναι ἄγνωστο σέ πολλούς καί ἔχει
σχέση μέ τά γεγονότα τά ὁποῖα βιώνουμε σήμερα.
Παρακολουθοῦμε ἐδῶ
καί μερικές ἡμέρες ὅτι δύο Ἕλληνες στρατιωτικοί αἰχμαλωτίστηκαν ἀπό
τούς Τούρκους καί ὅλοι φοβοῦνται μήπως ὑπάρξουν διάφορες ἐξελίξεις στίς
σχέσεις μεταξύ τῶν δύο γειτονικῶν χωρῶν. Καί, βέβαια, ἐνεργοποιεῖται τό
Κράτος μας καί ἄλλα Κράτη, οἱ Πρεσβεῖες, τό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν, τό
Ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Ἀμύνης, ἐνεργοποιοῦνται ἄλλες δυνάμεις προκειμένου νά
μαθαίνουμε νέα γύρω ἀπό τήν ὑπόθεση αὐτή καί γιά τήν καλή ἔκβασή της.
Πρέπει,
ὅμως, νά θυμηθοῦμε ὅτι ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦταν ἕνα χρόνο αἰχμάλωτος
στούς Τούρκους. Καί βεβαίως δέν ὑπῆρχαν τότε αὐτές οἱ δυνατότητες πού
ὑπάρχουν σήμερα γιά νά μαθαίνουμε τί ἀκριβῶς συμβαίνει καί νά γίνωνται
τόσες παρεμβάσεις. Ὁ ἴδιος ἔστειλε δύο ἐπιστολές ἀπό τόν τόπο τῆς
αἰχμαλωσίας του, καί παρέμεινε σχεδόν ἕνα χρόνο αἰχμάλωτος στούς
Τούρκους.
Ἡ μία ἐπιστολή εἶναι πρός τήν Ἐκκλησία του, δηλαδή τήν
Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, καί ἡ ἄλλη ἐπιστολή ἐστάλη πρός ἕναν ἀνώνυμο πού
εἶναι μικρότερη καί ἔχει τό ἴδιο περιεχόμενο μέ τήν πρώτη. Μέ τίς
ἐπιστολές αὐτές πληροφορεῖ τούς παραλῆπτες του γιά τό τί συνάντησε κατά
τήν αἰχμαλωσία του. Ὑπάρχει καί ἕνα ἄλλο κείμενο «διάλεξις Παλαμᾶ πρός
Χιόνας», στό ὁποῖο καταγράφεται ὁ διάλογος πού εἶχε μαζί τους. Καί ἔτσι
ἔχουμε αὐθεντική μαρτυρία γιά τό πῶς αἰχμαλωτίστηκε ἀπό τούς Τούρκους
καί πῶς περνοῦσε κατά τήν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας του.
Ὁ ἅγιος
Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ βιογράφος τοῦ
ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, γράφει ὅτι πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του,
δηλαδή πέντε (5) χρόνια πρίν κοιμηθῆ –ἐκοιμήθη τό 1359, ἄρα λοιπόν 5
χρόνια πρίν, τό 1354– εἶχε ταλαιπωρηθῆ σωματικά ἀπό τούς ἀγῶνες του, τά
συχνά ταξίδια γιά τήν ὑπέρασπιση τῆς ὀρθόδοξης πίστης, τούς πειρασμούς
πού εἶχε, τούς ἀκατάπαυστους κόπους καί κυρίως ἀπό τό ὅτι περιέπεσε σέ
μιά δεινή καί πολυήμερη ἀσθένεια.
Ὅμως τότε στήν Ρωμαϊκή
Αὐτοκρατορία ὑπῆρχε μεγάλη διαμάχη μεταξύ τῶν συναυτοκρατόρων, τοῦ
Ἰωάννου τοῦ Παλαιολόγου καί τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ. Λόγῳ τοῦ ὑψηλοῦ
κύρους πού εἶχε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, παρεκλήθη νά μεταβῆ στήν
Κωνταντινούπολη γιά νά τούς συμφιλιώση.
Παρά τό ὅτι ἦταν ἀσθενής,
γράφει ὁ ἅγιος Φιλόθεος, ἀνέλαβε αὐτήν τήν ἀποστολή περιφέροντας «τά
λείψανα τῆς ἀσθενείας του», πού εἶναι πάρα πολύ ὡραία ἔκφραση, καί
δηλώνει ὅτι ἀκόμη ὑπῆρχαν τά συμπτώματα τῆς ἀσθένειάς του σέ ὅλο τό σῶμα
του. Μεταφέροντας, λοιπόν, «τά λείψανα τῆς ἀσθενείας του», ἔκανε τό
ταξίδι νά πάη ἀπό τήν Θεσσαλονίκη ὅπου ἦταν Μητροπολίτης, στήν
Κωνσταντινούπολη γιά τό ἔργο αὐτό.
Μέ ἕνα μικρό πλοιάριο πῆγε
στήν Τένεδο, καί ἀπό ἐκεῖ ἔπρεπε νά πάη πρός τήν Καλλίπολη τῆς
Ἀνατολικῆς Θράκης καί στήν συνέχεια στήν Κωνσταντινούπολη. Ὅμως ἐκεῖνες
τίς ἡμέρες, τήν 2 Μαρτίου τοῦ 1354, σάν αὐτές τίς ἡμέρες δηλαδή, ἔγινε
ἕνας μεγάλος σεισμός στήν Καλλίπολη, γκρεμίστηκαν τά σπίτια, οἱ κάτοικοι
φοβήθηκαν καί ἔφυγαν ἀπο τήν πόλη. Ὁπότε οἱ Τοῦρκοι βρῆκαν τήν εὐκαιρία
καί κατέλαβαν τήν Καλλίπολη. Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού οἱ Τοῦρκοι πάτησαν
τό πόδι τους στήν Εὐρώπη. Μέχρι τότε εἶχαν κυριεύσει ὅλη τήν Μικρά Ἀσία
καί ἐπεκτείνονταν καί σέ ἄλλα μέρη, καί γιά πρώτη φορά τήν ἡμέρα ἐκείνη
κυρίευσαν τήν Καλλίπολη τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης.
Τότε, λοιπόν, τό
πλοῖο μέσα στό ὁποῖο ἐπέβαινε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λόγω μεγάλης
θαλασσοταραχῆς δέν ἔπιασε στό λιμάνι τῆς Καλλίπολης, ἀλλά ἀγκυροβόλησε
πλησίον τῆς ἀκτῆς. Οἱ Τοῦρκοι τό εἶδαν, ὅρμησαν μέ δικά τους πλοιάρια,
ἀνέβηκαν στό κατάστρωμα, ἔγινε μάχη μέσα στό πλοῖο, τό κατέλαβαν,
αἰχμαλώτισαν ὅλους τούς ἐπιβαίνοντας μαζί καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν
Παλαμᾶ.
Ἔτσι, λοιπόν, γιά τόν ἅγιο ἄρχισε ἡ περίοδος τῆς
αἰχμαλωσίας του πού κράτησε ἕναν σχεδόν χρόνο ἀπό τόν Μάρτιο τοῦ 1354
μέχρι τήν ἄνοιξη τοῦ 1355. Ὁ ἅγιος μεταφερόταν ἀπό τόπο σέ τόπο. Ἀπό τήν
Λάμψακο τόν πῆγαν στίς Πηγές, μετά στήν Προύσα καί στήν συνέχεια στήν
Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Πέρασε πάρα πολύ δύσκολες ἡμέρες.
Ὁ ἴδιος
περιγράφει τίς δοκιμασίες του στά κείμενα πού ἀνέφερα προηγουμένως. Κατά
τήν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας του εἶχε τρεῖς θεολογικούς διαλόγους μέ
τούς Μουσουλμάνους γιά θέματα πίστεως, δηλαδή γιά τήν διαφορά μεταξύ τοῦ
Μουσουλμανισμοῦ καί τοῦ Χριστιανισμοῦ, μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ
Μωάμεθ καί, ἄν καί ἦταν αἰχμάλωτος, ἔδωσε ὁμολογία πίστεως.
Αὐτό
εἶχε συνέπειες γιά τήν ζωή του. Δέν δίνει κανείς εὔκολα ὁμολογία γιά τήν
ἀληθινή πίστη καί μάλιστα ὅταν βρίσκεται κάτω ἀπό δύσκολες συνθῆκες.
Δέν ὁμοίαζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ πολλούς ἀπό ἐμᾶς πού ὁμιλοῦμε ὀρθόδοξα
ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, μέσα ἀπό τήν ἡσυχία μας καί τήν ἐλευθερία μας, ἀλλά σέ
δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς μας, ὅταν μᾶς πιέζουν, ἤ ὅταν ἀπειλεῖται ἡ
θέση μας ἀρνούμαστε τόν Χριστό καί τήν ὀρθόδοξη παράδοση.
Ἔτσι,
μιά φορά ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔμεινε ἕνα χρονικό διάστημα στήν ὕπαιθρο κάτω
ἀπό καταιγίδα· ἄλλη φορά μαζί μέ τούς αἰχμαλώτους ἔμειναν γυμνοί,
διημερεύοντας στήν ὕπαιθρο· ὑπέστη πολλές κακώσεις, μαστιγώσεις καί
ἀρκετές ταλαιπωρίες. Ἔχουμε αὐθεντικές μαρτυρίες καί περιγραφές ἀπό τόν
ἴδιο στίς δύο ἐπιστολές πού ἀνέφερα.
Οἱ Τοῦρκοι κατάλαβαν ὅτι ὁ
αἰχμάλωτός τους εἶχε κάποια σημαντική θέση στήν Αὐτοκρατορία καί τόν
κρατοῦσαν αἰχμάλωτο, ὥστε νά ἐξαναγκάσουν τούς Ρωμαίους νά δώσουν ἱκανά
λύτρα γιά νά τόν ἀπελευθερώσουν, πράγμα πού συνηθίζουν νά τό κάνουν, καί
τήν πρόσφατη περίπτωση τῶν αἰχμαλωτισθέντων στρατιωτῶν θά τήν
ἐκμεταλλευθοῦν. Βλέπουμε, λοιπόν, ἕναν μεγάλο Πατέρα καί Ὁμολογητή τῆς
πίστεως νά ὑφίσταται τέτοια μαρτύρια καί ποικίλα προβλήματα καί
δοκιμασίες.
Ὁ ἴδιος περιγράφει ἕναν διάλογο πού εἶχε μέ ἕναν
Τοῦρκο θρησκευτικό λειτουργό στά μέρη τῆς Νικαίας, ἕναν Τασιμάνη. Τό
κεντρικό θέμα τοῦ διαλόγου ἦταν ἡ ἀντίθεση πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς
ἀληθείας τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχηγῶν τους, δηλαδή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί
τοῦ Μωάμεθ. Σέ κάποιο σημεῖο ὁ Τασιμάνης εἶπε ὅτι ὁ Μωάμεθ ἦταν μεγάλος
προφήτης, διότι μέ τήν δύναμή του οἱ Μουσουλμάνοι κυριάρχησαν στόν κόσμο
ἀπό τήν ἀνατολή ἕως τήν δύση.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος τοῦ ἀπάντησε ὅτι
ὁ Μωάμεθ ξεκίνησε ἀπό τήν ἀνατολή καί διῆλθε μέχρι τήν δύση τοῦ ἡλίου
«ἀλλά πολέμῳ καί μαχαίρᾳ καί λεηλασίαις καί ἀνδραποδισμοῖς καί
ἀνδροκτασίαις, ὡν οὐδέν ἐκ Θεοῦ τοῦ ἀγαθοῦ προηγουμένως ἐστί, τοῦ ἐξ
ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνου δέ μᾶλλον προηγούμενον θέλημα». Δηλαδή, ὅλα αὐτά δέν
ἔγιναν ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ἀπό τόν διάβολο. Καί συνέχισε νά λέγη ὅτι αὐτό
τό κατόρθωσε «βίαν ἐπάγων καί τά καθ’ ἡδονήν προτεινόμενος»,
χρησιμοποιώντας βία καί προτεινόμενος τόν βίο τῆς ἡδονῆς.
Αὐτή ἡ
ἀπάντηση ἐκίνησε τήν ὀργή τῶν παρισταμένων Τούρκων πού κινήθηκαν
ἀπειλητικά ἐναντίον τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ἀλλά ἐκεῖνος μέ ἱλαρότηαα καί
μέ μικρό μειδίαμα εἶπε ὅτι ἐάν συμφωνούσαμε κατά τούς λόγους, θά ἀνήκαμε
σέ ἕνα δόγμα, δηλαδή δικαιολογοῦνται οἱ διαφορές. Ὁ ἴδιος ὅμως
σημειώνει ὅτι «ὁ νοῶν νοείτω τῶν εἰρημένων τήν δύναμιν». Καί μέ ὅσα εἶπε
στήν συνέχεια προσπάθησε νά φέρη μιά εἰρήνη, χωρίς ὅμως νά προδώση τήν
πίστη του.
Ἀκόμη ὁ ἅγιος Γρηγόριος περιγράφει ἕνα ἄλλο δύσκολο περιστατικό.
Ὅταν
βρισκόταν αἰχμάλωτος στά μέρη τῆς Προύσας, ὁ Ἐμίρης Ὀρχάν διοργάνωσε
μιά συζήτηση γιά νά πληροφορηθῆ ἀπό τόν Γρηγόριο τί ὑποστηρίζει. Ἔτσι
προσκλήθηκαν μερικοί σοφοί ἐλλόγιμοι, οἱ λεγόμενοι Χιόνες. Αὐτοί ἦταν
Ἕλληνες πού ἀνῆκαν σέ μιά συγκρητιστική ὁμάδα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, οἱ
ὁποῖοι γιά νά τά ἔχουν καλά μέ τούς Τούρκους ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν
χριστιανική πίστη καί ἐμφανίζονταν καί ὡς Μουσουλμάνοι καί ὡς Ἑβραῖοι.
Ἕνα φαινόμενο πού δυστυχῶς ἐπαναλαμβάνεται καί σήμερα ἀπό αὐτούς πού
εἶναι ὑπέρμαχοι τῆς ἰδεολογίας τοῦ συγκρητισμοῦ.
Ἡ συζήτηση ἔγινε
κατά βάση σέ θεολογικά θέματα κυρίως στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Σέ
κάποια στιγμή τοῦ διαλόγου ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Ὀρχάν ρώτησε τόν ἅγιο
Γρηγόριο, γιατί οἱ Χριστιανοί δέν σέβονται τόν δικό τους Προφήτη, τόν
Μωάμεθ, ἐνῶ οἱ Μουσουλμάνοι δέχονται τόν Χριστό ὡς Λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν
Μητέρα Του πλησίον τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπάντησε ὅτι δέν
μπορεῖ κανείς νά ἀγαπᾶ τόν διδάσκαλό ἄν δέν εἶναι πιστευτά τά λόγια του.
Ἔπειτα τοῦ εἶπε ὅτι ὁ Χριστός δέν μᾶς ὑπέδειξε νά δεχθοῦμε κανέναν
Μωάμεθ, γι’ αὐτό καί δέν τόν ἀγαπᾶμε. Ὁ Χριστός μᾶς εἶπε, ὅπως λέγουν οἱ
Ἀπόστολοι, νά μήν δεχθοῦμε κανέναν ἄλλο, γιατί Αὐτός ὁ Χριστός θά κρίνη
τόν κόσμο.
Τά εἶπε αὐτά ἐνῶ ἦταν αἰχμάλωτος καί τό μέλλον του
ἦταν ἄγνωστο, δέν τά εἶπε ἐνῶ ἦταν ἐλεύθερος καί συζητοῦσε ἐλεύθερα καί
ἀκαδημαϊκά σέ κάποιο συνέδριο καί μάλιστα ἦταν μόνος του, χωρίς καμμία
βοήθεια.
Ἡ συζήτηση πῆγε καί σέ ἄλλα θέματα, δηλαδή στήν περιτομή
καί τίς εἰκόνες. Καί μετά οἱ Τοῦρκοι ἄρχοντες πού ἦταν παρόντες
σηκώθηκαν ἀποχαιρέτισαν τόν ἅγιο μέ εὐλάβεια καί ἔφυγαν. Ὅμως, ἕνας ἀπό
τούς Χιόνες, ἀφοῦ ὕβρισε τόν ἅγιο, ὅρμησε ἐναντίον του καί «ἔδωκεν αὐτῷ
πληγάς κατά κόρρης», δηλαδή τοῦ ἔδωσε γροθιές στό πρόσωπό του. Ὅμως οἱ
παρόντες Τοῦρκοι τόν κατηγόρησαν γιά τήν συμπεριφορά του. Δηλαδή, οἱ
ἐξωμότες γίνονται χειρότεροι καί ὠμότεροι ἀπό τούς ἀλλοπίστους.
Καί
βέβαια ὁ ἅγιος Γρηγόριος πέρασε πολλές δοκιμασίες, ἀντιμετώπισε πολλά
προβλήματα, τόν περιέφεραν ἀπό τόπο σέ τόπο, τόν ὕβριζαν ποικιλοτρόπως
καί ἐκεῖνος παρέμενε πιστός σέ αὐτά τά ὁποῖα δίδασκε, χωρίς νά ἔχη
καμμία βοήθεια, καμμία προστασία.
Καί ὅταν πῆραν λύτρα ἱκανά οἱ
Τοῦρκοι, ἀπό χρήματα πού συγκέντρωσαν οἱ Χριστιανοί, διότι ὁ ἅγιος εἶχε
μεγάλη θέση μέσα στήν Ἐκκλησία καί στό Χριστιανικό Ρωμαϊκό Κράτος, τότε
τόν ἀπελευθέρωσαν. Ἐκεῖνος πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη καί εἶχε στό
Παλάτι, μέ τήν παρουσία τοῦ Αὐτοκράτορος, τῶν Συγκλητικῶν ἕναν ὑπέροχο
θεολογικό διάλογο μέ τόν μεγαλύτερο φιλόσοφο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τόν
Νικηφόρο Γρηγορᾶ, τόν ὁποῖο καί κατετρώπωσε.
Ἔπειτα, ἐπέστρεψε
στήν Μητρόπολή του, στήν Θεσσαλονίκη, βρῆκε τήν πόλη νά ὑποφέρη ἀπό μία
ξηρασία, ἐπειδή εἶχε πολύ καιρό νά βρέξη, ἔκανε μία προσευχή καί ἔρριξε
πολύ νερό καί ἔτσι ὁ Ἅγιος ἔγινε εὐεργέτης καί μέ τόν τρόπο αὐτόν στήν
πόλη. Καί ὕστερα ἀπο λίγα χρόνια ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ.
Ὅπως εἶπα προηγουμένως ὅλη αὐτή ἡ περιπέτεια τήν ὁποία πέρασε μέ τούς Τούρκους ἦταν πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του.
Εἶναι,
ὅμως ἐνδιαφέρον, νά δοῦμε τούς χαρακτηρισμούς πού δίνει γιά τούς
Τούρκους τῆς ἐποχῆς του καί περιλαμβάνονται στήν ἐπιστολή πού ἔστειλε
στό Ποιμνίο του, ἐνῶ ἀκόμη ἦταν αἰχμάλωτος. Πολλές φορές στήν ἐπιστολή
του τούς ὀνομάζει βαρβάρους. «Τοῖς πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτοις». Σέ
ἄλλο σημεῖο γράφει ὅτι σέ ἀντιπαράθεση μέ τό εὐσεβές γένος τῶν Ρωμαίων,
τῶν Χριστιανῶν δηλαδή, αὐτοί ἀποτελοῦν «τό δυσεβές καί θεομισές καί
παμμίαρον τοῦτο γένος». Ἀλλοῦ γράφει ὅτι ὁ Θεός τούς παρέδωσε σέ ἀδόκιμο
νοῦ καί πάθη ἀτιμίας «ὥστε βιοῦν αἰσχρῶς καί ἀπανθρώπως καί θεομίσως».
Καί παρά τούς φόνους πού κάνουν καί τίς ἀκολασίες μέ τίς ὁποῖες ζοῦν
νομίζουν ὅτι ἔχουν τόν Θεό συνευδοκοῦντα.
Βρισκόμαστε τόν 14ο
αἰώνα καί ἤδη σιγά-σιγά συρρικνώνεται ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία καί
ἐπεκτείνεται ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία καί μετά ἀπό ἑκατό περίπου χρόνια
κατέλαβαν καί τήν Κωνσταντινούπολη. Ἔτσι παρά τά ὅσα ἔκαναν οἱ Τοῦρκοι
πού καταλάμβαναν ὁλόκληρες περιοχές, καί αἰχμαλώτιζαν καί σκότωναν τούς
ἀνθρώπους, νόμιζαν ὅτι εἶχαν τήν συγκατάθεση τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὅλα αὐτά
γίνονταν μέ τήν θέληση τοῦ θεοῦ τους.
Αὐτήν τήν περίπτωση ἀπό τήν
ζωή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ θέλησα νά παρουσιάσω σήμερα γιά τήν
ἐπικαιρότητα τοῦ θέματος. Βέβαια, δέν μπορεῖ κανείς νά κάνη ἔστω μία
ἐλάχιστη σύγκριση μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί Μουσουλμανισμοῦ. Καμμία
σύγκριση. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τό ἔδειξε αὐτό μέ τούς τρεῖς
θεολογικούς διαλόγους πού ἔκανε κατά τήν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας του
στούς Τούρκους.
Ὅμως σήμερα ὑπάρχουν ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πού
λένε ὅτι δέν ὑπάρχει πρόβλημα νά μαθαίνουν τά παιδιά στό Σχολεῖο ὅλες
τίς θρησκεῖες. Καί ἔβαλαν μέσα στά Σχολεῖα τά θρησκευτικά μαθήματα τό νά
μαθαίνουν τά ὀρθόδοξα παιδιά καί γιά τόν ἅγιο Παΐσιο καί τούς ὀπαδούς
ἄλλων θρησκειῶν, σάν νά μή συμβαίνη τίποτα, χωρίς νά βλέπουν τίς
διαφορές.
Καί σκέφτομαι καί λέω. Ἐάν ζοῦσε σήμερα ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, καί ἦταν Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ἢ καί
Μητροπολίτης Ναυπάκτου θά συνευδοκοῦσε νά διδάσκωνται στά Σχολεῖα τέτοια
θρησκευτικά; Θά συνευδοκοῦσε καί μέ τήν δική του θέληση νά γίνεται
αὐτό, αὐτός πού ὑπέστη τόσα πολλά στήν ἐξορία καί ἔκανε ὁμολογιακό
διάλογο μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του;
Μάλιστα στήν ἐπιστολή πού
ἔστειλε στήν Ἐκκλησία του γράφει ὅτι δέν πρέπει νά ξεχνοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι
Χριστιανοί ὅτι ἔχουν ζωντανό καί ἀληθινό Θεό καί ὁ Χριστός ἀπαιτεῖ ἀπό
τούς Χριστιανούς νά ἔχουν ζωντανή καί ἀληθινή πίστη. Οἱ Χριστιανοί
πρέπει νά δείξουν τήν ἀληθινή πίστη ἀπό τά ἔργα τους, διότι ἔτσι
θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος.
Ἐν πάσῃ περιπτώσει ἐκεῖνο πού πρέπει νά
ποῦμε εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦταν ἕνας μεγάλος Πατέρας
τῆς Ἐκκλησίας, μεγάλος Ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πού ἡ Ἐκκλησία
τόν τιμᾶ πάρα πολύ. Συγχρόνως, εἶναι καί ἕνας ἀναίμακτος μάρτυρας τοῦ
Χριστοῦ. Ὑπέστη ἀναίμακτο μαρτύριο. Ὑπάρχουν μεγάλοι μάρτυρες πού
θυσιάστηκαν καί ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός δέν
ἔχυσε τό αἷμα του, ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ, ἀλλά ὑπέστη μαρτύριο ἀναίμακτο
καί θεωρεῖται μάρτυρας Χριστοῦ ἀναιμάκτως.
Ὅπως ὑπάρχουν καί
ἀναίμακτοι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι καί αὐτοί πού σήμερα δίνουν
τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους καί ὑφίστανται πάρα πολλά, περιφρονήσεις,
χλευασμούς, περιθωριοποιήσεις. Ὅπως ἀκόμη ὑπάρχουν καί Χριστιανοί οἱ
ὁποῖοι ὑπομένουν στήν ζωή τους τά προβλήματα καί τίς δοκιμασίες, ζοῦν
μαρτυρική ζωή ἀναίμακτη, ὅπως ἔχουμε καί τό μνημόσυνο τῆς ἀδελφῆς μας
Μαρίας, μητρός τοῦ ἀγαπητοῦ μας Ἱερομονάχου π. Προδρόμου, ἡ ὁποία πέρασε
ὅλη τήν ζωή της μέ πόνο, μέ δυσκολία, ἀλλά καί μέ μεγάλη ὑπομονή. Εἶναι
ἀναίμακτο μαρτύριο τό νά μπορῆ κανείς νά ὑπομένη τούς λογισμούς τῆς
ἀπελπισίας, τῆς ἀπογνώσεως, τῆς πονηρίας καί τούς διώχνει. Εἶναι ἕνα
ἀναίμακτο μαρτύριο νά πολεμᾶ τά πάθη του καί νά ἀντιμετωπίζη τίς
ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου. Καί αὐτοί εἶναι συνεχιστές τοῦ ἀναιμάκτου
μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Νά δώση ὁ Θεός, ὁ ἅγιος
Γρηγόριος νά μᾶς φωτίζη ὅλους, Κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς νά
παραμένουμε πιστοί στήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί τήν ὅλη παράδοσή μας, νά
ἀποδιώκουμε καί νά ἐκδιώκουμε ὅλους τούς κακούς λογισμούς καί τά πάθη,
καί νά ὑφιστάμεθα στήν ζωή μας μέ ὑπομονή καί ἔμπνευση αὐτό τό ἀναίμακτο
μαρτύριο γιά τόν Χριστό. Ἀμήν.
Αναδημοσίευση από:
http://www.parembasis.gr/index.php/el/5176-2018-03-04a
Η έννοια των θείων ενεργειών στις τριάδες υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων Alexander Milenkovits, Θεολόγος
Ο πνευματικός και νοητικός γίγαντας της Ορθοδοξίας Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς – μοναχός, αρχιεπίσκοπος και διακεκριμένος θεολόγος, την περισσότερη ζωή του την αφιέρωσε στον θεολογικό αγώνα για την βασική αλήθεια: Πως είναι δυνατόν, να γνωρίσουμε τον Ζώντα Θεό μέσω της προσωπικής μας εμπειρίας με αυτόν, καθώς ο ίδιος ο Θεός έζησε και έδρασε μαζί με τον άνθρωπο.
Εννέα επιστολές τις οποίες έγραψε ο Άγιος Γρηγόριος στη διάρκεια από το 1338 έως και το 1341 – Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων οι σύγχρονοι του αλλά και οι μεταγενέστεροι, θεωρούν τοις επιστολές αυτές από τα πιο σπουδαία συγγράμματα του Παλαμά [1]. Οι επιστολές αυτές χωρίζονται σε τρεις ομάδες και κάθε ομάδα αποτελείται από τρία βιβλία (ομιλίες). Με αυτές αρχικά να πολεμά τις διδασκαλίες και έπειτα τις γραπτές επιθέσεις του Καλαβρού φιλοσόφου Βαρλαάμ. Αυτές οι επιστολές λέγονται και τριάδες. Την έκφραση ¨ησυχία¨ τη συναντάμε στα κείμενα των συγγραφέων νηπτικών μοναχών του τετάρτου αιώνα, οι οποίοι προτρέπουν στον αναχωρητικό τρόπο ζωής, όσους είναι αφοσιωμένοι στην συνεχή προσευχή. Οι μοναχοί που ασκούσαν τέτοιο τρόπο ζωής ήταν γνωστοί ως ησυχαστές. Ο Βαρλαάμ αμφισβητούσε αυτόν τον τρόπο άσκησης της θεωρίας του Θεού, και εμπειρίας του Θείου φωτός. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς είναι υπερασπιστής των μοναχών αυτών στη διαμάχη με τον Βαρλαάμ.
Για τη χρονολόγηση της ενάρξεως της ησυχαστικής έριδας υπάρχουν τρείς χρονολογίες: Η πρώτη είναι της συμμετοχή του Βαρλαάμ σε συζητήσεις με τους αντιπροσώπους του πάπα τον χειμώνα του 1333-1334, η δεύτερη της μετάβασης του στη Δύση στις αρχές του 1339, και η τρίτη της συγκλήσεως συνόδου στην Κωνσταντινούπολη το 1341 [2].
Η παρούσα μελέτη διαρθρώνεται σε τέσσερα κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο αναφέρονται στοιχεία του βίου του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος διέπρεψε στην ερημική άσκηση, διακρίθηκε ως Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης για τα πλούσια ποιμαντικά του προσόντα, αποδείχθηκε έξοχος θεολόγος και αναδείχθηκε απαράμιλλος υπερασπιστής της ορθόδοξης πίστης, καθώς έγραψε τις περίφημες τριάδες στη διαμάχη που ξέσπασε με τον Βαρλαάμ Καλαβρό. Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύουμε την πρώτη τριάδα που είναι και η πρώτη επιστολή ως απάντηση που δίνει ο Παλαμάς στον μοναχό. Ο Βαρλαάμ ισχυριζόταν πως χωρίς παιδεία και φιλοσοφία η αγιότητα ή κάποια ηθική αρετή δεν αρκούν για την απαλλαγή από την άγνοια. Ο Παλαμάς δεν είναι αντίθετος με την ενασχόληση με τη φιλοσοφία, θεωρεί πως η φιλοσοφία είναι χρήσιμη, πως γυμνάζει και ανοίγει τους οφθαλμούς της ψυχής, αλλά αρκεί να μην εμποδίζει την επίδοση στην αληθινή γνώση, την είσοδο στην ψύχη, το φόβο του Θεού. Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύουμε τη δεύτερη τριάδα η οποία είναι αφιερωμένη στη Θέωση κατά Χριστόν. Συγκεκριμένα στην παιδεία, «στους λόγους», στην προσευχή και στο ιερό φως. Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο περιγράφουμε την τρίτη τριάδα η οποία κάνει λόγο για την θεία ουσία και τις ενέργειες του Θεού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ομιλεί για την μέθεξη της θεότητας, επεξεργάζεται λεπτομερέστερα τα σχετικά με την διάκριση, την ουσία και την ενέργεια. Ομιλεί για άναρχες δυνάμεις του Θεού όπως την προνοητική και προγνωστική δύναμη. Τέλος, παρατίθενται τα συμπεράσματα της μελέτης και ακολουθούν οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν.
Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά: Επιστολή προς Παύλον Ασάνην
Η θεολογία του ακτίστου φωτός.
1. Συναντήσας εσάς πρόσφατα, εσύ, που κατά την εξ αίματος καταγωγή είσαι συγγενής των κατεχόντων την βασιλεία αλλά κατά τις πνευματικές προδιαγραφές έχεις επιλέξει να είσαι υιός και αδελφός ημών που είμαστε ελάχιστοι λόγω της πτωχείας του πνεύματος που μακαρίζεται από τον Κύριο, ανέφερες ότι ποθείς να μάθεις ποια είναι η δοξασία της οποίας η αρχική πηγή είναι ο Ακίνδυνος και σε ποίου, απ’ όσους σε όλη την ιστορική εξέλιξη εξέφρασαν άνομα φρονήματα για τον Θεό, το έργο, τον λόγο και τα γέμοντα φλυαριών συγγράμματα εμπιστεύτηκε, ώστε να προβεί περαιτέρω κατά της δόξας του Θεού η οποία με αποδεικτικά τεκμήρια κατέστη σαφής στο Θαβώρ.
Η εν λόγω απόπειρα δεν φαίνεται να είναι τόσο δοξασία αλλά μάλλον κάποια αδοξία και μάλιστα όλη η αδοξία και όχι επιμέρους· διότι όποιος ασπάζεται την εν λόγω αδοξία περιπίπτει σε οιαδήποτε εκτροπή προσιδιάζει στο (εν λόγω αρνητικά χαρακτηρολογικό) όνομα, αφ’ ενός κατά το ότι αντιμετωπίζει απαξιωτικά την θεία εκείνη δόξα και όσους ανέκαθεν και κατά την παρούσα ιστορική στιγμή την ανύψωσαν κατά το μέτρο της δυνατότητάς τους, αλλά, για να μιλήσουμε αληθέστερα, τον ίδιο τον εαυτό του, και αφ’ ετέρου κατά το ότι έχει αποκτήσει εξ αυτής της θέσης την νόσο της έσχατης ηθικώς κακοδοξίας»· και τρίτον, το οποίο κατ’εξοχήν έρχεται σε αντιπαράθεση με την απορία της σεβασμιότητάς σου, με το να μη συντάσσεται με καμιά άποψη και καμιά εκδοχή μέχρι τέλους αναφορικά με αυτή την δόξα (επισφαλή εκδοχή) για την οποία εσύ θέτεις ερωτήματα. Είναι εφικτό μάλιστα να μάθεις την εν λόγω ασυμφωνία του με σαφήνεια και από τα αυτόγραφα συγγράμματα εκείνου, τα οποία έχουμε (στην διάθεση μας).
Πράγματι, όποια άποψη θα είχε κάποιος για το φως εκείνο, θα εύρει κατά την εκτύλιξη του περιεχομένου τους την αντίθετη· καθώς φαίνεται λοιπόν ο συγγραφέας των τέτοιου είδους συγγραμμάτων στο εν λόγω σημείο ακριβώς έδωσε ιδιαίτερη προσοχή, να στρέφεται εναντίον του εαυτού του με κάποιους ανατρεπτικούς συλλογισμούς και να αντιφάσκει με τον εαυτό του καταρχάς ως προς όλα και με πολλούς τρόπους, για καθένα από τα θέματα που βρίσκονται στο προσκήνιο, και στον καθένα από τους υπολοίπους (θεολογούντες) κατά πολλούς βέβαια τρόπους αλλά όχι σε όλα τα ζητήματα· διότι ποιος θα μπορούσε, όπως ο ίδιος, να εντοπισθεί από όλους, καθώς αναφέρει γενικώς για το ίδιο ζήτημα όλες τις εκδοχές και ακόμη τις αντίθετες;
Διότι ποιά δοξασία είναι εφικτό να αποχτήσει κάποιος για το θειότατο εκείνο φως, το οποίο με απόρρητο τρόπο εθεάθησαν οι αριστίνδην εκλεγμένοι από τους αποστόλους, οι οποίοι τότε ανέβησαν από κοινού με τον Κυριον στο όρος, αφού είναι άκτιστο;
2. Αλλά ευθύς αμέσως θα έλθει αντιμέτωπος με την εχθρική προς το φως χείρα, η οποία γράφει: «δεν είναι εφικτό να οράται κάτι άκτιστο από καμιά κτιστή φυση ούτε από αυτές τις ανώτατες δυνάμεις που βρίσκονται πέριξ του θείου»· και πάλι: «τίποτε, όπως αυτό τούτο που υποπίπτει στην όραση των σωματικών οφθαλμών υπό οιαδήποτε προσέγγιση δεν είναι άκτιστο, έστω και αν είναι ο Μωυσής, έστω και αν είναι ο Παύλος που ανήλθε στον τρίτο ουρανό, έστω και αν είναι άγγελος, ή οντότητα που άπτεται της θείας θεωρίας»· και εκ νέου: «το μόνο άκτιστο φως και η άκτιστη δόξα, δηλαδή η θεία φύση, είναι παντελώς κατά την καθεαυτότητά της αόρατη». Άραγε δεν απέδειξε με σαφήνεια ότι είναι κτίσμα το φως εκείνο;
Και αν υποστηρίξει κάποιος ότι αυτό είναι θεία ενέργεια και όχι ουσία, εκ νέου προσεγγίζει (το ζήτημα) με αντίθετο φρόνημα η εχθρική συγγραφή και γνώμη του, όταν σημειώνει «δεν είναι εφικτό να θεαθεί κάποιος την συμπληρωματική ενέργεια της υψίστης θεότητας με σωματικούς οφθαλμούς υπό οιαδήποτε οπτική»· και πάλι, «πώς η κτιστή φυση θα θεαθεί την άκτιστη ενέργεια με σωματικούς οφθαλμούς, ακόμα και αν κάποιος είναι ισάγγελος και άγγελος;».
Αφού θέσει λοιπόν κάποιος στο περιθώριο το όνομα της ενέργειας, θα το ονομάσει θεία έλλαμψη και χάρη, προτιμώντας κατά κάποιο τρόπο ένα από τα κατάλληλα ονόματα. Αλλά θα εντοπίσει την ίδια χείρα να χρησιμοποιεί έμμετρους λόγους με άμετρη φορά και να γράφει εκ νέου κατά των απόψεων του: «Έπειτα νομίζει ότι πρόκειται για την άκτιστη χάρη, την οποία κανείς δεν είδε ουτε έχει τις οντολογικές προδιαγραφές για να την δεί, ακόμη και αν λάβει ως χάρισμα φύση αγγέλου». Όθεν ποια αναγκαιότητα υπάρχει να γράφουμε εδώ περισσότερα από τα γραφέντα από τον ίδιο προηγουμένως, έστω και αν είναι πολυ χειρότερα;
3. Αλλά επειδή και η άκτιστη ουσία είναι από κάθε άποψη αόρατη και την άκτιστη χάρι και ενέργεια, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, κανένας ούτε ακόμη άγγελος δεν είδε, θα ονομάσουμε κτιστό το φως εκείνο που εθεάθη από τους αποστόλους στο όρος με την δύναμη του πνεύματος, και έτσι θα κατευνάσουμε το φιλοπόλεμο ήθος του Ακίνδυνου;
Αλλά είναι εφικτό να εντοπίσουμε και επίσης να έχουν γραφεί εκ νέου από την χείρα του τα εξής: «και είναι δυνατόν, σε όσους επιθυμούν να έλθουν προς ημάς, να λάβουν την πίστη διά μέσου της όψης, ότι, δηλαδή, εάν κάποιος το υπέρλαμπρον φως που έλλαμψε στο όρος Θαβώρ, εξαιτίας του ότι έχει ονομασθεί παραδειχθείσα θεότητα από τον Θεολόγο Γρηγόριο και άκτιστο και αΐδιο από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, διαφορετικό αυτό χαρακτηρίζει ως προς το άκτιστο της ουσίας του Θεού, δεν θεωρώ ότι ο εν λόγω αιρετικός θεολογεί με έγκυρο τρόπο.
Και διότι έχει χαρακτηρισθεί ως φως άκτιστο και προαιώνιο και αΐδιο, δεν χαρακτηρίσθηκε όμως ως διαφορετικό από την ουσία του Θεού. Επομένως, ούτε εγώ υποστηρίζω αυτήν την άποψη. Σύμφωνα λοιπόν με τις απόψεις του και κατεξοχήν σύμφωνα με την πρόταση που διετυπώθη από τον ίδιο τώρα, εκείνο το φως που εωράθη, το οποίο υπέδειξε από πριν ότι είναι κτίσμα, είναι και ουσία και άκτιστο, μολονότι προηγουμένως υποστήριξε ότι δεν είναι δυνατόν να θεαθεί η χάρη και η ενέργεια ούτε από τους ίδιους τους αγγέλους.
Έχει μάλιστα παραδοθεί και αυτός ο λόγος του με γραπτό τρόπο και αυτολεξεί έχει διατυπωθεί σε πολλά σημεία των συγγραμμάτων του ότι «η θεία και άκτιστη χάρις και ενέργεια δεν είναι διαφορετική από την θεία ουσία», αλλά και στα κείμενα που μόλις προηγουμένως παρετέθησαν απεφάνθη ότι δεν είναι μόνο άκτιστη αλλά και αόρατη κατά την καθεαυτότητά της η ουσία του Θεού. Εδώ όμως υποστηρίζει ότι το φως που εωράθη είναι η ίδια η ουσία του Θεού· «διότι δεν είναι διαφορετικό από την ουσία», υποστηρίζει.
4. Αλλά θα υποστηρίξει ότι διατύπωσε λόγο για φως που έχει λάμψει στο Θαβώρ αλλά που δεν έχει καταστεί αντικείμενο της όρασης; Μια τέτοια διάκριση εισάγει την κατεξοχήν αφροσύνη. Διότι πώς έλλαμψε στο Θαβώρ, εάν δεν έχει οραθεί στο Θαβώρ; αλλά θα υποστήριζε κάποιος ότι διά μέσου του φωτός εκείνου εθεάθη η θεότητα που με παραδειγματικό τρόπο εμφανίσθηκε στο όρος, δηλαδή εννοήθη; Πρόκειται για μέγιστη υπεροψία ή, για να εκφέρω πιο ακριβή λόγο, για μέγιστη απάτη.
Διότι πώς νοείται αλλά δεν υποπίπτει στην όραση μια κατάσταση που είναι πολύ ανώτερη της όρασης; Αραγε δεν εκλαμβάνει εναντίον της δικής του συνείδησης, με απατηλό τρόπο στοχαζόμενος, το νοήσαι σε αντικατάσταση εκείνου το οποίο θα μπορούσε να θεαθεί διά μέσου οφθαλμών;
Και μάλιστα ενώ ακούει ότι το φως που έλλαμψε στο όρος από τον σωτήρα έγινε ορατό με τους οφθαλμούς των αποστόλων; Διότι λέγει «σήμερα κατέστησαν ορατά όσα είναι αθέατα από τους ανθρώπινους οφθαλμούς και είδαν την θεϊκή αυτή δόξα, αν και όχι στο εύρος που κατείχε, αλλά στον βαθμό που είχαν αντοχή αυτοί που περιέφεραν σωματικούς οφθαλμούς, προκειμένου να μην απωλέσουν μαζί με την όραση και την ζωή».
Αλλά όμως το εν λόγω φως που έγινε ορατό από τους οφθαλμούς των Αποστόλων, διά του οποίου αυτός υποστηρίζει ότι οράται (η θεία ουσία), δηλαδή νοείται από τα άτομα που θεώνται την ουσία του Θεού, τί από τα δύο είναι, κτιστό ή άκτιστο; Διότι, εάν ισχυρίζεται ότι είναι κτιστόν, από κοινού με την υπόλοιπη ασέβεια εμφανίζεται ενώπιόν μας και ως άλλος Ευνόμιος· διότι το να υποστηρίζεται ότι εκ των κτισμάτων νοείται η ουσία του Θεού και όχι η ενέργεια είναι διδασκαλία εκείνου και των οπαδών του. Εμείς όμως θα αρκεστούμε σε όσες αντιρρήσεις αντέταξαν απέναντί του ο Μ. Βασίλειος και ο αδελφός του που είχε τα ίδια φρονήματα μαζί του.
Και αν υποστηρίζει ότι είναι άκτιστο και το φως διά του οποίου οράται η ουσία, κατά την εκτίμηση του αυτό είναι η ουσία του Θεού. Διότι η ουσία είναι το μόνο άκτιστο φως κατά τις θεωρητικές τοποθετήσεις του. Υποστηρίζει λοιπόν ότι η ουσία του Θεού είναι καθεαυτή και αόρατη και ορατή, και το φως το οποίο προηγουμένως υποστήριξε ότι είναι κτιστό, τώρα κατά την εκτίμησή του είναι άκτιστο. Άραγε λοιπόν θα μπορέσει κάποιος να συμφωνήσει μαζί του ότι το ίδιο είναι κατά την καθεαυτότητά του και κτιστό και άκτιστο, και ορατό και αόρατο, και ουσία και μη ουσία, και μάλιστα όταν την κατασκευάζει και διακηρύσσει ως θεία, όχι μόνο για όλα όσα τώρα προσθέσαμε αλλά και για πολλά ακόμα;
5. Εμπρός όμως, ας υποθέσουμε ότι συμφωνεί κάποιος με αυτή την κατεξοχήν επιπόλαιη αφροσύνη· ας υποθέσουμε όμως, είπα, εφόσον κανείς δεν υπάρχει που να συμφωνεί μαζί του. Ολίγον έλειψε να μου διαφύγει, επειδή απεβλήθη από την μνήμη λόγω του περιφανούς της ατοπίας, ότι δεν είναι λίγοι όσοι εκφράζουν την προθυμία να φαίνονται ότι συμφωνούν μαζί του εσχάτως και πριν από τους υπόλοιπους ακόμη και το πρόσωπο που κατέχει το πατριαρχικό αξίωμα, προς τον οποίο και έστειλε το σύγγραμμα στο συνολό του, από το οποίο παραθέτουμε τις οικείες του σκέψεις· διότι οι κομιστές από εκεί μάς το έφεραν.
Και επειδή αυτός δεν φαίνεται μόνον αλλά και διδάσκει όσα και εκείνος και κινεί υπέρ του ιδίου όλα τα σχοινιά, ούτως ειπείν, άλλοι παρασύρονται από τις επαγγελίες του και από τα όσα προτείνει και προβάλλει αξιώματα, ενώ άλλοι φοβούνται τις απειλές και τις προσβολές και επίσης τις οξείες επιτιμήσεις (διότι αφορίζει και αποκηρύσσει και με προφορικό λόγο και με γράμματα προς τους ομοφρόνους του απέναντι σε όσους φέρουν αντιρρήσεις με κάθε τρόπο προς τον Ακίνδυνο), πολλοί συμφωνούν μαζί του ή υποκρίνονται ότι συμφωνούν. Αλλά όμως οιοσδήποτε συμφωνήσει κατά το ότι λέγει ότι το ίδιο είναι και κτιστό και άκτιστο, δεν θα διαφύγει την συνέπεια της σοφιστείας του σχετικά με αυτές τις απόψεις, αφου γράφει σαφώς τα εξής: «εγώ θεωρώ ως άνευ αξίας και το άκτιστο και το κτιστό της θεουργού σοφίας και χάριτος.
Διότι βεβαίως δεν πρέπει εμείς να προσκυνήσουμε την αντίφαση, ώστε, αν είναι η μια εκδοχή υπό ανάθεμα, θα είναι όχι λιγότερο και η δεύτερη». Άρα, δεν έχει εκπέσει από την χάρη ο δυστυχής, αλλά μάλλον έγινε αντίπαλός της, αν όχι και κάτι χειρότερο; Διότι αν έχουν εκπέσει από την χάρη όσοι δικαιώνονται με τον μωσαϊκό νόμο, όπως απεφάνθη σαφώς ο απόστολος αποστέλλοντας την επιστολή του προς τους Γαλάτες, σε ποια κατηγορία θα θέσουμε το άτομο που απαξιοί και αναθεματίζει τόσο το κτιστό όσο και το άκτιστο της χάριτος;
6. Έπρεπε βεβαίως, κατά τον επικυρωτή και προστάτη του Ακινδύνου, τον στην παρούσα φάση αρχιεράρχη και προφανώς αρχιποιμένα, και συγχρόνως διδάσκαλο και διάκονο αυτού, να πράττει τα πάντα. Διότι όπως αυτός υπέβαλε σε αφορισμούς εκείνους όσοι αντιλέγουν στον Ακίνδυνο και όσοι είναι των ιδίων απόψεων με αυτούς, όλους δηλαδή τους ανθρώπους τούς αφώρισε και απεκήρυξε, τον Ακίνδυνο όμως και εκείνους οι οποίοι φρονούν όσα ο ίδιος, στην κατηγορία των οποίων ανήκει και ο ίδιος ως πατριάρχης, περισσότερον από όλους τους άλλους, καθότι έχει προαποδειχθεί και αποδεικνύεται ότι αυτός αντιλέγει με τον εαυτό του παρά με τους άλλους.
Διότι, εφόσον τα ζητήματα που έχουν τεθεί από τον ίδιο και αντίκεινται είναι τέσσερα, σε έκαστον από αυτά ακολουθεί κάποια διπλή αντίθεση ή και τριπλάσια από τους άλλους και τόσες φορές ο ίδιος και ο υπέρ αυτού εκφωνών τους δήθεν αφορισμούς προς καθένα από όσα έχουν διατυπωθεί για τα εν λόγω δέματα αποδεικνύεται υπεύθυνος.
Κατά τον τρόπο λοιπόν που αυτός ο προστάτης του Ακίνδυνου αφώρισε όλους τους ανθρώπους, (στην πραγματικότητα όμως) τον εαυτόν του και όσους συμφωνούν με τις απόψεις του καταδίκασε σε αφορισμό περισσότερο απ’ όλους, έτσι και εκείνος που έλαβε εκ μέρους του την παρρησία προσφάτως χρησιμοποιεί το ανάθεμα. Διότι καθυποβάλλοντας στο ανάθεμα και τους δυο, τόσο εκείνους όσοι θεωρούν ότι η θεουργός χάρη είναι άκτιστη, η οποία κατά τους θεοφόρους πατέρες είναι η λαμπρότητα της θείας φύσης, σύμφωνα με την οποία και ο Κύριος έλαμψε στο όρος και υπέδειξε την λαμπρότητα των αγίων που τελείται κατά μεθεξιν, όσο και εκείνους που διαβεβαιώνουν ότι είναι κτιστή, καθότι κατά τον θεολόγο Γρηγόριο «επειδή μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν μπορούν να κατασκευάσουν ούτε όσοι συνθέτουν τραγέλαφους», και αναγκαστικά όλους όσοι φρονούν ότι αυτή είναι κτιστή ή άκτιστη, κανείς δεν απομένει που να μην υποπίπτει στο σχετικό με τον Ακίνδυνο ανάθεμα.
Με πολλαπλάσιο μάλιστα τρόπο υποβάλλεται πλήρως και ο ίδιος στον εν λόγω κριτικό εκκλησιαστικό έλεγχο· διότι αυτός όχι μόνον από την αμεσότητα της αντίφασης, αλλά και από το γεγονός ότι άλλοτε αποφαίνεται πως είναι κτιστή και άλλοτε άκτιστη, περιπίπτει στο ίδιο με όλους τους άλλους ανάθεμα, ενώ ο Θεός τον έχει εγκαταλείψει ολοκληρωτικά και τον επικυρωτή του και προστάτη του δικαίως καθώς και για το συμφέρον του κοινού πληρώματος των ευσεβών.
Εφόσον λοιπόν και αυτοί επιτίθενται εναντίον μας, κατά τέτοιο τρόπο συνελήφθησαν όχι μόνον με τις φρικωδέστερες αποκηρύξεις των μεγάλων εκείνων συνόδων αλλά και με τους δικούς τους βρόγχους και καταπίπτουν στα βάραθρα τα οποία οι ίδιοι ανέσκαψαν, ολοκληρωτικά είμαστε όλοι εμείς αθώοι και μη υποκείμενοι σε σύλληψη· διότι σύμφωνα με το ψαλμικό «η παγίδα συνετρίβη και εμείς λυτρωθήκαμε», εμείς δηλαδή που αρνούμαστε ρητά αυτές τις διπλόες.
Έτσι, το άτομο που πορεύεται με απλότητα σύμφωνα με τον στίχο του Σολομώντα είναι ανώτερο από το άφρον που στρεβλώνει τους λόγους του, αυτό δηλαδή που προσφέρει ποικίλους δόλους ανάμικτους με ανοησία.
7. Το ότι είναι μάλλον αδοξία παρά δόξα και άνοια παρά διάνοια η κακόνοια του Ακίνδυνου, είτε την σύμφωνα με την διάθεση είτε την σύμφωνα με την απόφαση θα ήθελε κάποιος (δι’ αυτού του τρόπου) να χαρακτηρίζει -διότι αυτή φαίνεται ότι προβάλλει και κατά τις δύο όψεις- νομίζω ότι έχει αποδειχθεί με σαφή τρόπο από τα όσα ήδη έχουν λεχθεί.
Ποια γνώμη έχει αυτός στην συνείδηση του για το υπό εξέταση θέμα, δεν διαφεύγει καθόλου της προσοχής μας ούτε εκείνων που τείνουν συνετόν ους, καθόσον η εν λόγω κατάσταση έχει ελεγχθεί από εμάς πολλάκις με παρρησία. Και εσύ που εξετάζεις με σωστό τρόπο θα έχεις την δυνατότητα να κατανοήσεις κατεξοχήν επαρκώς από αυτά που λέγονται τώρα, ότι έχει την άποψη σε ύψιστο βαθμό ότι το φως της θεότητας είναι κτίσμα και φάσμα, όπως υποστηρίζει και ο Βαρλαάμ· διότι τις ανωτέρω ιδιότητες επιχειρεί να παρουσιάσει με πολλούς συλλογισμούς.
Και κατεξοχήν σε καθολική κλίμακα με τους λόγους του επιχειρεί να δείξει ότι κανένα από τα άκτιστα δεν γίνεται ορατό καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τους οφθαλμούς, αλλά και στους ίδιους τους λόγους του, διά των οποίων κατασκευάζει και αποφαίνεται για το τέτοιου είδους θέμα, δεν υφέρπει και δεν κινείται υπόγεια κανένα αντίθετο που θα στρέφει την γνώμη στο εναντίον.
Όταν όμως το χαρακτηρίσει ως άκτιστο, όλη η κατασκευή που αναφέρεται στην υφή του κατά περίεργο τρόπο, σαν ένας κλέπτης που κρύπτεται, κλέπτει και μεταφέρει το άκτιστο προς την εντελώς αόρατη ουσία του Θεού, η οποία κατά τις δογματικές απόψεις του είναι η μόνη άκτιστη. Διότι οτιδήποτε διαφέρει αυτής κατά οιονδήποτε τρόπο το εγκαθιστά με φανερή προβολή ανάμεσα στα κτίσματα.
Και επειδή αυτός θεωρεί το φως της θεότητας ότι είναι κτιστό και φάσμα, το οποίο στην κυριολεξία ποτέ δεν υπάρχει, στηριζόμενος στην εν λόγω εκδοχή υποστηρίζει ότι δεν είναι ούτε κτιστόν ούτε άκτιστον. Νομίζω ότι έχεις αντιληφθεί την γνώμη της αδοξίας εξαιτίας της οποίας ο Ακίνδυνος εκινδύνευσε αναφορικά με τα θέματα της πίστης.
Και συμβαδίζει σχεδόν ο ίδιος με όλους που ανέκαθεν διατύπωναν μη θέσμια πράγματα για τον Θεόν. Και αυτό έχει διττή αιτία· διότι, αφού αθέτησε τις θείες ενέργειες σύμφωνα με τις οποίες και μόνες επιτρέπεται να θεολογούμε και από τις οποίες μόνο να συγκροτούμε τα οικεία στην ευσέβεια και να απομακρύνουμε τα αλλότρια, πώς δεν θα έσφαλλε και κατά την δική του γνώμη και δεν θα δεχόταν με απλό τρόπο όλες τις απόψεις όλων όσοι έχουν σφάλλει;
Και εκτός από αυτά, και όσα φαίνονται ότι διαφωνούν με βάση τα όσα έχουν θεολογηθεί από την πρώτη χριστιανική εποχή, διά μέσου των οποίων ανατρέπονται μεταξύ τους οι αιρέσεις που είναι αντίθετες κατά υπερβολή και κατά έλλειψη, παραινώντας ο ίδιος να υποστηρίζουμε ότι αγνοούμε πως είναι αντίθετα μεταξύ τους παραγγέλλει να μην χρησιμοποιούμε τίποτε από αυτά.
Και εκείνους όσοι λειτουργούν συμβιβαστικά τους κατηγορεί ως καινοτόμους και τους ονομάζει καινούς και υπερήφανους Θεολόγους, διότι κατά την γνώμη του δεν υπόσχονται ότι θα εξηγούν και θα διδάσκουν σε όλους τα συνετά. Πώς λοιπόν εκ νέου δεν συγκρότησε κάθε δόγμα πονηρό, αφού αυτός αναίρεσε όλα τα δεδομένα, διά των οποίων αναιρούνται όλα εκείνα;
8. Έτσι και για τους ανωτέρω λόγους αυτός είχε την έπαρση ότι συμφωνεί με όλους τους κακόβουλους αιρεσιάρχες, και κατεξοχήν με τον Άρειο, τον Ευνόμιο, τον Μακεδόνιο και με τον ίδιο τον Σαβέλλιο, έστω και «αν ο περί ου ο λόγος διήνυσε μια εκ διαμέτρου διαφορετική πορεία από εκείνους.
Διότι είναι δυνατόν στον Ακίνδυνο να εντάσσει στο ίδιο πλαίσιο τα ασύμπτωτα. Και διότι ο Άρειος και ο Ευνόμιος και οι όμοιοι με αυτούς, εκ του ότι δεν είχαν την δυνατότητα να αποδείξουν εκ των δεδομένων που η ίδια τους παρείχε ότι η ουσία του Πατέρα είναι έτερη προς αυτήν του Υιού, επεχείρησαν να υποκλέψουν τους πολλούς με βάση τα όσα υφίστανται πέριξ της περιοχής της και απεφάνθησαν ότι η άκτιστη ουσία είναι η αγεννησία που θεωρείται με υποστατικό τρόπο πέριξ της περιοχής της· έτσι, λοιπόν εξ ανάγκης υπολείπεται ότι ο γεννητός είναι κατ’ ουσίαν κτιστός.
Και απεφάνθησαν ότι είναι το ίδιο η ατρεψία, η απειρία, η σοφία, η αγαθότητα και με απλό τρόπο ότι όλα τα με φυσικό τρόπο θεωρούμενα πέριξ της θείας ουσίας δεν διαφέρουν καθόλου και υπό οιαδήποτε οπτική από την άγεννησία, δηλαδή από την ουσία του Θεού σύμφωνα με τις δικές τους εκτιμήσεις.
Και οτιδήποτε διαφέρει κατά κάποιο τρόπο από εκείνη το τοποθέτησαν στην ίδια κατηγορία με τα κτίσματα, με σκοπό ο Θεός να έχει κατά την εκτίμηση τους μια και συγχρόνως απλή ουσία και ο Υιός ως γεννητός να είναι άλλης ουσίας και τρεπτός και πεπερασμένος και με αρχή, με άλλους λόγους δηλαδή ότι είναι κτιστός και όχι όντως αγαθός.
9. Ότι ο Ευνόμιος λοιπόν υποστηρίζει ότι όλες οι πέριξ της θείας φύσης άκτιστες ενέργειες και γενικώς όλα όσα θεωρούνται με φυσικό τρόπο πέριξ αυτής δεν διαφέρουν καθόλου από την άκτιστη ουσία και ότι οτιδήποτε διαφέρει από την υφή της καθ’ οιονδήποτε τρόπο είναι κτίσμα, ο συλλογισμός δι’ ολίγων διαδικασιών απέδειξε με ενάργεια. Είναι όμως αξιόχρεοι μάρτυρες αυτού όσοι τον ακολουθούν αλλά και ως προς το εν λόγω σημείο τον αναιρούν.
Και το ότι αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα που δογματίζεται από τον Ακίνδυνο, θα βεβαιώσουν και όλο το πλήθος των συγγραμμάτων του σχετικά με το περιεχόμενό του και τα ιδιόχειρα γράμματα και η γλώσσα του και όλοι σχεδόν που συναντήθηκαν μαζί του. Ας παρατεθούν όμως ορισμένα από αυτά που έχουν γραφτεί από τον ίδιο. «Διότι λέγει δεν έχουμε την δυνατότητα κάτι από τα άκτιστα και τα φυσικά του Θεού να θεωρήσουμε ότι είναι κάτι άλλο από την ουσία του και την φύση του»· και πάλι «όσα λέγονται για τον Θεόν δεν είναι διαφορετικά μεταξύ τους και όλα είναι διαφορετικά από την θεία ουσία και μεταξύ τους»· και πάλι «πως δεν είναι άκτιστες δύο θεότητες για να μην αναφέρω περισσότερες, αν η δύναμη του Θεού και η ενέργεια που τελεί κάθε έργο, η σοφία και η ζωή και η αγαθότητα είναι διαφορετικά τόσο από την θεία ουσία όσο και μεταξύ τους;
Και εκ νέου «το να μερίζεται ο Θεός και έτσι να γίνονται πολλά άκτιστα και να είναι διάφορα της θείας ουσίας και μεταξύ τους, είναι ασεβέστατο». Αλλά για τον Άρειο και τον Ευνόμιο δεν ήταν αυτό η πρόθεση της κακοδοξίας αλλά το οτι δεν διαιρείται κατά τις υποστάσεις ο μόνος, κατά την εκτίμηση τους, Θεός και ότι κατά συνέπεια είναι κτιστός ο Υιός που θεωρείται σε οικεία για τον ίδιον υπόσταση.
Το ότι δεν επιδέχεται οιαδήποτε διαίρεση κατά τις φυσικές ενέργειες, ήταν έπακολούθημα της δυσέβειας εκείνων, η οποία έλαβε αφορμή από τις απόψεις που έχουν για τον Θεό αναφορικά με τις υποστάσεις. Του Ακίνδυνου όμως η πρόθεση είναι ακριβώς αυτό τούτο καθώς επίσης και το να δειχθεί κατά προέκταση κτιστή η θεία έλλαμψη και ενέργεια που εθεάθη από τους αποστόλους στο Θαβώρ, επειδή η ουσία του Θεού είναι εντελώς αόρατη σε όλα και επακολουθεί στον Ευνόμιο και στην κακοδοξία του.
Με βάση το ότι ο μόνος άκτιστος Θεός δεν επιδέχεται διαίρεση ούτε κατά τις υποστάσεις, εκ της οποίας λοιπόν ενότητας επιχειρεί να κατασκευάσει το σύμφωνα με τις ενέργειες αδιαίρετο, είναι μια θέση που οδηγεί, για να εκφέρω λόγο σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, στο ότι ο Θεός είναι υπεράνω του σύμπαντος και στο σύνολό του και στα μέρη του, και εκ της θέσης αυτής προκύπτει ότι αναγκαίως είναι αδιαίρετος και κατά τις υποστάσεις.
Διότι και κατά τις υποστάσεις ο Θεός είναι υπεράνω του σύμπαντος και συνολικά και κατά τα μέρη του. Πράγματι, ο Θεός δεν έχει αποκτήσει την οντότητά του από τις υποστάσεις ως μέρη ουτε συνιστά μέρος σε καθεμιά από τις υποστάσεις, διότι σε καθεμία υπάρχει όλη και η τέλεια θεότητα, ενώ αυτός που κατασκευάζει, με βάση τα όσα υποστηρίζει, το σύμφωνα με τις θείες υποστάσεις αδιαίρετο, συγκατασκευάζει τα αντίθετα κακά και όσα είναι ομογενή με την δυσέβεια.
Εάν δηλαδή λέγει ότι δεν είναι άλλος ο Υιός από την μια εκείνη υπόσταση, την οποία μόνη θεωρεί άκτιστη, είναι ένας νέος Σαβέλλιος. Και αν υποστηρίζει ότι ο Υιός είναι κατά υπόσταση άλλη αναφορικά με τη μόνη άκτιστη σύμφωνα με την εκτίμησή του, έχει οδηγηθεί σε μανιώδεις σκέψεις παρομοίως με τον Άρειο.
10. Πρέπει όμως το άτομο που προτίθεται να είναι ευσεβές να προσέξει ότι το θείον διαιρείται αδιαιρέτως και κατά τις υποστάσεις και κατά τις ενέργειες, αφενός μεν καθόσον εκ της ύπαρξής του επιφαίνεται προς τα εδώ κάποια διαφορά αλλά όχι κατάτμηση -διότι τα ασώματα δεν μερίζονται όπως τα σώματα, και μάλιστα το θείον- και αφετέρου καθόσον όταν διαιρείται κατά τις υποστάσεις έχει το αδιαίρετο κατά τις ενέργειες ενώ όταν διαιρείται κατά τις δυνάμεις και τις ενέργειες παραμένει κατά τις υποστάσεις αδιαίρετο. Διότι από κοινού ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα πριν από τους αιώνες είχαν προγνώσει και είχαν προχωρήσει σε οριοθετήσεις, και, όταν θέλησαν, εδημιούργησαν.
Και προνοούν διηνεκώς για όλο το σύμπαν. Επειδή λοιπόν ο Θεός δεν μερίζεται όπως τα σώματα και δεν είναι μόνον υπεράνω του όλου και του μέρους, αλλά σε κάποιο βαθμό μπορεί να λέγεται και όλον και μέρος (διότι επί της υπόστασής του λέγονται τα πάντα εκτός από τα απολύτως ιδιαίτερα, ακόμα και τα θεωρούμενα ως εναντιούμενα μεταξύ τους), γι’ αυτό μερίζεται και κατά τις θείες υποστάσεις και κατά τις θείες ενέργειες, αλλά θεοπρεπώς, δηλαδή αμερίστως.
Εφόσον όμως αυτοί δεν το έχουν κατανοήσει, ο Ακίνδυνος και όσοι κατά το παρελθόν διατυπώνουν τις εν λόγω επικίνδυνες εκδοχές σύμφωνα με το δικό τους σκεπτικό, μερίζοντας τελείως την οντότητα που είναι αμέριστη, την κατατέμνουν με δυσεβή τρόπο. Και ενώ δήθεν την ενώνουν, την περιτέ-μνουν ή την συγχέουν όχι κατώτερα με δυσέβεια και ονομάζουν πολύθεους τους στοχαστές που δεν προτίθενται να δυσεβούν με τον ίδιο συγκριτικά με τον οικείο τους τρόπο.
11. Ο Ακίνδυνος καθιστά τον Υιόν κτίσμα και (τούτο προκύπτει) από το ότι αποφαίνεται πως είναι κτιστό κάθε έργο και από οιαδήποτε σκοπιά και αν εξετασθεί, ενώ οι θείοι Πατέρες θεολογούν από πολλές προσεγγίσεις ότι η προαιώνια γέννηση είναι έργο της θείας φύσης. Αλλά κάθε φορά που αναφέρει ότι τα ποιήματα είναι έργα της θείας φύσης υποκατασκευάζει αυτήν την θέση διαπράττοντας κακά έργα ή αγνοώντας· και κάθε φορά που αναφέρει ότι η θεία τάξη σύμφωνα με την οποία ο Υιός βρίσκεται σε δεύτερη θέση, σύμφωνα με το μέγα Βασίλειο, του Πατρός, υποστηρίζει ο ίδιος ότι δεν διαφέρει από την φύση.
Επειδή λοιπόν, όταν εμείς αναφέρουμε ότι η θεία θέληση διαφέρει από την θεία πρόγνωση και ότι η θεουργός χάρη και ενέργεια από την δημιουργική ενέργεια και ότι απ’ όλα τα τέτοιου είδους είναι υπερβατική η θεία ουσία σύμφωνα με τους θεοφόρους Πατέρες, εκ του ότι είναι αιτία των ενεργειών της, αυτός μάς συκοφαντεί ότι θεωρούμε πως τα ανωτέρω είναι άνισα και ανόμοια μεταξύ τους και ακολουθώντας την επιχειρηματολογία του παριστά τον Πατέρα και τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα ως άνισα και ανόμοια μεταξύ τους, επειδή και τα εν λόγω πρόσωπα διαφέρουν μεταξύ τους, ενώ ο Πατήρ είναι ανώτερος από τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα κατά την αιτία.
12. Διά μέσου λοιπόν αυτών και κάποιων άλλων τέτοιου είδους όχι ολίγων καταλήγει και στην μανία του Αρείου και στα αντίθετα προς αυτή, αντίθετα όμως όχι κατά την δυσέβεια. Όταν δηλαδή εκ νέου δεν διακρίνει καθόλου την άκτιστη ενέργεια από την άκτιστη ουσία, ακολούθως αποφαίνεται ότι τέτοιου είδους ενέργεια είναι ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα και εκ τούτου συνάγει την συνάρθρωση του Σαβελλίου.
Αλλά και υποστηρίζοντας ότι ο Θεός είναι δύναμη αΐδια, ζωή και σοφία και αγαθότητα και όλα τα τέτοιου είδους, όχι διότι έχει όλα αυτά απαράλλακτα με τον Πατέρα αλλά διότι τα ίδια ανήκουν στον Πατέρα, εισάγει τα εν λόγω ιδιώματα ως προσόντα του Πατρός, τα οποία δεν έχουν άλλη ιδιαίτερη από εκείνον υπόσταση. Το ίδιο ακριβώς κατασκευάζει και όταν απορρίπτει φανερά ότι υπάρχουν κοινές άκτιστες ενέργειες του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, από όλα τα οποία παρουσιάστηκε στους χρόνους μας ένα διπρόσωπο και δυσκόλως οικονομούμενο τέρας, που φέρει την μορφή του Σαβελλίου.
Και έχοντας την πρόθεση να υπερακοντίσει και των δυο την απονεννοημένη εκτίμηση, προέβη σε μια πράξη την οποία κανείς δεν ετόλμησε από εκείνους. Ισχυρίζεται δηλαδή ότι το ίδιο είναι και κτίσμα και ουσία του άκτιστου Θεού, σοφιζόμενος τέτοιου είδους (ιδιότητες) όχι μόνον εναντίον της θείας λαμπρότητας αλλά και όλων όσα θεωρούνται με ουσιώδη τρόπο γύρω από τον Θεό. Διότι ο ίδιος γράφει εκ νέου ότι είναι κτιστά και αρκτά ακόμη και η ατρεψία και η απειρία σύμφωνα με όλα, η θεία αγαθότητα και γενικώς όλα που θεωρούνται με ουσιώδη τρόπο γύρω από τον Θεό, τα οποία αυτός ο ίδιος βεβαιώνει ότι είναι ουσία του Θεού ως όντα που με ουσιώδη τρόπο βρίσκονται γύρω από την ύπαρξή του.
Και τους στοχαστές που δεν δέχονται να υποστηρίζουν τα ίδια τούς αποκηρύσσει με κάθε άνεση ως διθεΐτες και πολυθεΐτες· διότι ισχυρίζεται: «πολλά ισχυρίζονται αυτοί αλλά όχι ότι είναι ένα το άκτιστο και θεωρούν το μεν ένα ουσία, ενώ τα άλλα ανούσια και ότι η ουσία υπέρκειται αυτών κατά το ότι είναι αιτία των πέριξ αυτής, ενώ τα υπόλοιπα ότι είναι κατώτερα εκ του ότι προέρχονται εξ αυτής και υπάρχουν γυρω από την ίδια αλλά όχι ότι υπάρχουν στο εσωτερικό της».
13. Και όποιος νομίζει απίστευτο ότι ο Ακίνδυνος ονομάζει κτίσματα όσα θεωρούνται με ουσιώδη τρόπο γύρω από τον Θεό, και την ίδια την ατρεψία και την απειρία υπό οιαδήποτε οπτική, ας έλθει πλησίον μας και ας εξετάσει όχι μόνον στα εκτενώς συγγραμμένα από τον ίδιο αλλά και στις ιδιόχειρες επιστολές του προς τον ανωτέρω μνημονευθέντα πατριάρχη.
Και το αίτιο από το οποίο κατασκευάζει και υποστηρίζει ότι τα εν λόγω είναι κτίσματα και με το καθένα από αυτά ο ταλαίπωρος αποδεικνύει τον Θεό κτιστό, βλασφημώντας κατά τον εν λόγω τρόπο απέναντί του και, δυστυχώς, με πολλαπλάσιο τρόπο, είναι ότι αυτά ονόμασε έργα Θεού ο έμπειρος στα θεία Μάξιμος στα Θεολογικά Κεφάλαια. Και εάν ονόμασε αυτά άναρχα, λέγει ο Ακίνδυνος, και αΐδια και ότι δεν ήταν εποχή κατά την οποία δεν υπήρχαν, εννοεί τούτο χρονικώς, με την έννοια ότι αυτά είναι ηργμένα και εκτισμένα όχι στον χρόνο αλλά στον αιώνα.
14. Τέτοιου είδους λοιπόν είναι και αυτό. Και εσυ, σεβασμιότατε φίλε, κατά τον τρόπο που εγώ νομίζω έχε το ζητούμενο. Γνώριζε δε και ότι ο Βαρλαάμ εκείνος δεν έχει διαφορετικό φρόνημα εκτός από τον υποκριτικό δόλο και τα ποικίλα ψεύδη, τα οποία καλύπτονται από επίκρυψη και υποκρισία. Διότι αυτός απεδέχθη με πολλαπλάσιο τρόπο όλα τα τέτοιου είδους, μετά την συνοδική καταδίκη εκείνου και έπειτα αυτού του ιδίου, διατηρώντας τα ανωτέρω αδιάσπαστα και προσπαθώντας να διαφύγει την προσοχή των πολλών.
(Γρηγόριος Παλαμάς: Επιστολή προς Παύλον Ασάνην – Η θεολογία του ακτίστου φωτός, εκδ. ΖΗΤΡΟΣ, σ.25-67)
Η ησυχαστική παράδοση στο Άγιον Όρος από τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά έως σήμερα. Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης
Η ησυχαστική παράδοση στο Άγιον Όρος από τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά έως σήμερα
Μωυσή Μοναχού Αγιορείτου
Η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη, αλλά συμπύκνωση όλης της παλαιότερης διδασκαλίας της Εκκλησίας, στη διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού, που συναντούμε στην Αγία Γραφή, στους Αποστολικούς Πατέρες, στους Καππαδόκες Πατέρες, ιδίως στον Μ. Βασίλειο και κατόπιν στον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο. Η παλαμική διδασκαλία παρουσίασε θαυμάσια τις διαστάσεις και τις συνέπειες της σωτήριας αυτής διδασκαλίας2.
Ο Βαρλαάμ αποτελεί τον κανονάρχη των ορθολογιστών φιλοσόφων, που αμφισβητούσαν βάναυσα
την ησυχαστική ζωή των νηπτικών πατέρων του παραδοσιακού αθωνικού Ορθόδοξου μοναχισμού. Η τυχόν επικράτηση των αιρετικών βαρλααμικών απόψεων θα σήμαινε κατάργηση του μοναχισμού και της νηπτικής του εργασίας. Ο άγιος Γρηγόριος σταθερά επέμενε ότι ο αληθινός δρόμος της θεογνωσίας είναι η καθαρότητα της καρδιάς κι όχι η έξαρση της λογικής που οδηγεί στον
αγνωστικισμό. Ένα από τα πρώτα έργα του αγίου το «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων» αναφέρεται με
σαφήνεια στην παιδεία κι ότι η φιλοσοφία δεν οδηγεί στη γνώση του Θεού, καθώς επίσης στη νοερά προσευχή και στο άκτιστο φως3.
Ο άγιος Γρηγόριος μετέβη στο Άγιον Όρος ως μαθητής και όχι ως διδάσκαλος. Η πολυετής προσευχή του ήταν «Κύριε, φώτισόν μου το σκότος!». Διετέλεσε υποτακτικός θεοφώτιστων Γερόντων, παρέμεινε σιωπηλός και μόνο όταν υπήρξε απόλυτη ανάγκη μίλησε και έγραψε κι εξήλθε
του Όρους, για να μεταφέρει την Παράδοση της Εκκλησίας, που μελέτησε και διδάχθηκε, και το καθαρό βίωμα της εμπειρίας του. Ο ησυχασμός είναι η ουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεως, το βασικό γνώρισμα της αγιοπατερικής διδασκαλίας και αυτό μετέφερε, καθώς αναφέρει ο άριστος βιογράφος του άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, ο επίσης νηπτικός και ησυχαστής4. Ας δούμε τις ιερές μορφές Αθωνιτών όσιων και τη νοερά εργασία τους την εποχή του αγίου Παλαμά και μετά από αυτόν:
Ο άγιος Φιλόθεος ως Λαυριώτης μοναχός υπογράφει τον Αγιορείτικο Τόμο του 1339. Πήρε μέρος στις ησυχαστικές έριδες, στο πλευρό του αγίου Παλαμά. Το 1346, ενώ ήταν ακόμη στη Μ. Λαύρα, έγραψε δύο λόγους περί του Θαβωρείου Φωτός και κατά του Ακινδύνου. Πήρε μέρος στη Σύνοδο του 1351 ως μητροπολίτης Ηρακλείας για το ησυχαστικό ζήτημα και συνέταξε τον Τόμο των Πρακτικών της. Το 1368 συνοδικά αναγνώρισε την αγιότητα του Παλαμά και καθώρισε τη μνήμη του τη Β' Κυριακή των Νηστειών συνθέτοντας την ακολουθία του. Στα πολλά έργα του ο άγιος Φιλόθεος χρησιμοποιεί με χάρη τη χαρακτηριστική ησυχαστική ορολογία ως γνήσιος ησυχαστής.
Γέροντας του αγίου Γρηγορίου, ο οποίος τον ενέπνευσε και μύησε στα καλά της ησυχαστικής ζωής, είναι ο όσιος Νικηφόρος ο Ησυχαστής, ο οποίος ασκήθηκε στα ερημικώτερα μέρη του Αγίου Όρους και διέδωσε τις ησυχαστικές αντιλήψεις μεταξύ των Αγιορειτών. Καρπός της αθωνικής ησυχίας είναι η σοφή πραγματεία του «Περί νήψεως και φυλακής καρδίας», που βρίσκεται στη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών. Εκτός της μελέτης και της συγγραφής μόνιμο μέλημά του ήταν η άσκηση της νοεράς προσευχής, που έχοντας πηγή τους λόγους των αγίων Αντωνίου του Μεγάλου, Μακαρίου Αιγυπτίου, Ιωάννου της Κλίμακος, Διαδόχου Φωτικής και Συμεών του Νέου Θεολόγου, έγινε κτήμα της φωτισμένης καρδιάς του. Γι’ αυτό μπορεί να μιλά τόσο καθαρά περί νήψεως στα έργα του: «Την μεν προσοχήν τινές των αγίων νοός τήρησιν έφησαν, άλλοι δε καρδιακήν φυλακήν, έτεροι δε νήψιν και άλλοι νοεράν ησυχίαν και άλλοι άλλως. Τα δε πάντα εν και το αυτό δηλούσιν ως αν τις είποι άρτον και είποι και τεμάχιον και είποι και βουκίον, Ούτω και περί τούτων νόει. Τι δε εστί προσοχή και τι τα ταύτης ιδιώματα, ακριβώς μάνθανε. Προσοχή εστί μετανοίας ακραιφνούς γνώρισμα, προσοχή εστίν αθέτησις αμαρτίας και αρετής επανάληψις, προσοχή εστίν συγχωρήσεως αμαρτιών ανενδοίαστος, πληροφορία· προσοχή εστίν αρχή θεωρίας, μάλλον δε υπόθεσις θεωρίας· δια ταύτης γαρ ο Θεός, παρακύψας, εμφανίζεται τω νοΐ· προσοχή εστίν αταραξία νοός, ή μάλλον, στάσις αυτής, δι' ελέους Θεού τη ψυχή βραβευθείσα· προσοχή εστί καθαίρεσις μεν λογισμών, Θεού δε μνήμης ανάκτορον και της των επερχομένων υπομονής ταμειούχος· προσοχή εστί πίστεως, ελπίδος και αγάπης παραίτιος»5. Ο ησυχαστής όσιος Νικηφόρος υπήρξε ένας από τους πρώτους και σημαντικούς προδρόμους της μεγάλης ησυχαστικής κινήσεως του 14ου αιώνα6.
Επίσης Γέροντας του αγίου Παλαμά υπήρξε ο όσιος Νικόδημος ο Ησυχαστής (1322), ο οποίος κατά τον άγιο Φιλόθεο υπήρξε «ανήρ θαυμαστός κατά τε πράξιν και θεωρίαν», ασκητής έξω της μονής Βατοπαιδίου, τον οποίο ανακάλυψε ο θείος Παλαμάς, θαύμασε τον βίο του κι έζησε πλησίον του εν νηστεία και αγρυπνία και νήψει και αδιαλείπτω προσευχή επί μία τριετία (1319-1322) και από αυτόν έλαβε το μέγα και αγγελικό των μοναχών σχήμα7.
Ο άγιος Παλαμάς συνδεόταν επίσης με τον Αθωνίτη φιλοησυχαστή κι αντιλατινόφρονα άγιο Θεόληπτο, μητροπολίτη Φιλαδέλφειας (1324/26)8. Είναι γεγονός και πρέπει να τονισθεί πως όλοι οι οπαδοί της ησυχαστικής κινήσεως ήταν και πρόκριτοι της ανθενωτικής, γι' αυτό και είχαν πρώτους αντιπάλους τους λατινόφιλους. Ο άγιος Θεόληπτος σε λόγο του «Περί του μοναδικού επαγγέλματος» γράφει προς μοναχό: «Την οδό της διανοίας οδεύων, τα ρήματα της ευχής αναλέγου· και διαλέγου τω Κυρίω αεί βοών και μη εκκακών πυκνά δεόμενος και την αναίδειαν μιμούμενος τής τον αμείλικτον κριτήν δυσωπησάσης χήρας. Τότε πνεύματι περιπατείς και σαρκικαίς επιθυμίαις ου προσέχεις και λογισμοίς κοσμικοίς ου διατέμνεις της ευχής την συνέχειαν ναός δε Θεού χρηματίζεις, απερισπάστως τον Θεόν εξυμνών. Ούτω κατά διάνοιαν ευχόμενος, αξιούσαι και εις μνήμην Θεού διαβαίνειν και εν τοις αδύτοις του νου εισιέναι και μυστικαίς θεωρίαις τον αόρατον κατοπτεύειν και γνωστικώς ενιαίως και αγαπητικαίς εκχύσεσι, μόνος τω Θεώ μόνω κατά μόνας λειτουργών»9. Ο άγιος Θεόληπτος υπήρξε συμμαθητής του αγίου Παλαμά του ιερού «φροντιστηρίου» του οσίου Νικηφόρου Περί φυλακής της καρδίας και της τέχνης της προσευχής. Ο άγιος Θεόληπτος μαθητή είχε τον λόγιο μητροπολίτη Εφέσου Ματθαίο και τη μοναχή Ευλογία, πρώην αυτοκράτειρα Ειρήνη Χουμναίνα Παλαιολογίνα. Θεωρείται πρωτεργάτης ενός αναγεννητικού πνεύματος στο Βυζάντιο, βασισμένο στην πατερική παράδοση. Πρόκειται για λαμπρό εισηγητή του ησυχαστικού πνεύματος στις κοινωνίες του κόσμου και συνεχιστή του έργου του Αθωνίτη Οικουμενικού Πατριάρχη Αθανασίου, που έγινε φορέας των ησυχαστικών ιδεών μέσω των μαθητών του στον κόσμο και η προσευχή του Ιησού έγινε κτήμα πολλών, φτερουγίζοντας από τις έρημους και τις μονές, για να σκηνώσει σε όλη την Εκκλησία, ακόμη και στα αυτοκρατορικά δώματα, αφού ο άγιος Αθανάσιος υπήρξε σύμβουλος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου του Β' του Παλαιολόγου και στην εποχή του πραγματοποιείται μια θεοκρατία στην πόλη του, στην καλύτερη μορφή της10.
Την ίδια εποχή στο Άγιον Όρος εργάζεται ο μεγάλος νηπτικός πατήρ και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης (+1346), ο οποίος διέδωσε τον ησυχασμό σε όλα τα Βαλκάνια δια των αγίων μαθητών του. Ο βιογράφος και μαθητής του άγιος Κάλλιστος γράφει περί αυτού: «Πάσαν σχεδόν την των μοναχών πληθύν και νύκτωρ και μεθημέραν εδίδαξε και εφώτισε, και δια της καθαράς ησυχίας και προσευχής τω Θεώ μετά σπουδής πάντας τους προσερχόμενους προσωκειώσατο»11. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στην παράφραση του ωραιότατου βίου του Καλλίστου αναφέρει πώς ο όσιος Γρηγόριος «είχε διαπαντός έργον περισπούδαστον να δράμη Αποστολικώς όλην την Οικουμένην, και να σύρη όλους τους Χριστιανούς εις την θείαν ανάβασιν με την διδασκαλίαν του, εις τρόπον όπου με το μέσον της πρακτικής αρετής να τους ανεβάση, ωσάν και τον εαυτόν του, εις το ύψος της θεωρίας με την συχνήν δέησιν της νοεράς προσευχής, καθώς και έγινε με το έργον τη αλήθεια δια της θείας χάριτος»12.
Αξιόλογοι μαθητές του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου και θερμοί ακόλουθοι της ησυχαστικής παραδόσεως ήταν Μάρκος ο νηπτικός από τις Κλαζομενές, Ιάκωβος Επίσκοπος Σερβίων, Ααρών ο διορατικός, Μωυσής, Κλήμης από τη Βουλγαρία, Λογγίνος, Κορνήλιος και Ησαΐας. Οι τρεις τελευταίοι είναι αυτοί που βρήκε ο Γρηγόριος ασχολούμενους με τη θεωρητική ζωή στη σκήτη του Μαγουλά. Απέκτησαν και αυτοί αρκετούς μαθητές και τους μύησαν στα μυστικά της ιεράς ησυχίας: «Τη μελέτη και σπουδή των κρειττόνων προστετηκότες και μέχρι τελευτής τη νοερά και σωτηριώδει εργασία εμμελετώντες και ασχολούμενοι» κατά τον άγιο Κάλλιστο.
Ο άγιος Κάλλιστος (+1363) συνδέεται στενά, εκτός του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτη, και με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, του οποίου υπήρξε ενθουσιώδης ακόλουθος, τον συνόδευσε στη Θεσσαλονίκη και στην Κωνσταντινούπολη, υπέγραψε τον Αγιορείτικο Τόμο (1339), συγκάλεσε σύνοδο στα ανάκτορα των Βλαχερνών, που επικύρωσε την παλαμική διδασκαλία13. Αναδείχθηκε και σημαντικός συγγραφέας14, όπου καθαρά φαίνεται η καθαρή καρδιά και η αγάπη της ησυχίας: «Νους καθαρθείς δια της νήψεως, ραδίως σκοτίζεται, ει μη τη συνέχει μνήμη του Ιησού απασχολείται πάντη των έξωθεν. Ο δε την πρακτικήν συναρμόσας τη θεωρία, οιονεί τη του νοός τηρήσει, ψόφους ουκ απαναίνεται κτύπους ανάρθρους ή και ενάρθρους ουκ αποσείεται, τρωθείσα γαρ η ψυχή τω θείω έρωτι του Χριστού, ως αδελφιδώ τούτω γε κατακολουθεί15
Οι άριστα βιογραφούμενοι από τον άγιο Φιλόθεο τον Κόκκινο Αγιορείτες όσιοι· Γερμανός ο Μαρούλης (1336) ο λάτρης της ησυχίας, ο ισόβιος υποτακτικός, ο θεωρητικός16, Σάββας ο Βατοπαιδινός (+1394), ο δια Χριστόν σαλός, ο «λιμώ τε και δίψει και παννύχοις προσταλαιπωρών αγρυπνίαις, ώσπερ άσαρκος τις και άυλος ων η πτηνός μάλλον και ουκ άνθρωπος, μηδέν έχων μεθ' εαυτού το παράπαν, ει μη το σώμα», ο αγωνισθείς κατά του Ακίνδυνου17, Ισίδωρος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (+1350), του οποίου ο βίος είναι γεμάτος από θεοφάνειες, αγγελοφάνειες κι αγιοφάνειες, ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης τον έστειλε στον κόσμο και στάθηκε ένας από τους πρωτοστάτες του αντιβαρλααμικού αγώνος, μεταλαμπαδευτής της νοεράς προσευχής σε περισσότερα στρώματα ανθρώπων, το μοναχικό σχήμα έλαβε από τον άγιο Παλαμά, του οποίου υπήρξε συνοδοιπόρος στους αντιαιρετικούς αγώνες και ως Πατριάρχης τον αποκατέστησε και τον χειροτόνησε μητροπολίτη Θεσσαλονίκης18.
Ορισμένοι των μαθητών του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου μετέφεραν το ησυχαστικό αθωνικό πνεύμα στα Βαλκάνια και πέραν αυτών, όπως οι όσιοι Ρωμύλος (+1375), που μετέφερε στον σερβικό μοναχισμό την ασκητική και μυστική παράδοση του διδασκάλου του, με τους δικούς του μαθητές Νέστορα, Δανιήλ, Σισώη, Μαρτύριο και Γρηγόριο κι έχουμε μια μεγάλη εξάπλωση του ησυχασμού στη Σερβία και Βουλγαρία19, Θεοδόσιος (+1362), που στη μονή που ίδρυσε στο Κελιφάρεβο Τυρνόβου, καλλιέργησε τα γράμματα και τη νήψη και την έκανε κέντρο ησυχασμού, παιδείας και πολιτισμού, σε δύο συνόδους που κλήθηκε υπεράσπισε σθεναρά την αλήθεια των ήσυχαστών20, ως και ο μαθητής του Ευθύμιος Τυρνόβου (+1401/2), σημαντικός Βούλγαρος συγγραφέας, ο οποίος έγραφε στον συνέκδημό του άγιο Κυπριανό Κιέβου περί των καλών της ησυχίας: «Η έρημος είναι μήτηρ της ησυχίας, νηστείας διδάσκαλος, σύζυγος πνευματική, κλίμαξ προς ουρανόν φέρουσα, οδός προς Θεόν απλανής, άλυσις ευεργετική, ησυχία και νηστεία, αγνεία παρακλητική, σοφίας καθηγητής»21. Φίλος των παραπάνω αγίων ήταν ο άγιος Νικόδημος της Τισμάνα (+1406) ως και των αγίων Φιλόθεου Κόκκινου και Γρηγορίου του Παλαμά. Καλλιέργησε μακροχρόνια τη νοερά προσευχή κι αξιώθηκε χαρισμάτων. Στις μονές που ίδρυσε στη Βουλγαρία και Ρουμανία, μετέφερε τις ησυχαστικές ιδέες. Θεωρείται πατέρας του ρουμάνικου μοναχισμού22. Παρόμοιο έργο επιτελεί στη Ρωσία ο Αθωνίτης ησυχαστής άγιος Κυπριανός μητροπολίτης Κιέβου (+1406) με τις μεταφράσεις ασκητικονηπτικών κειμένων και την εδραίωση της περί τον άγιο Σέργιο του Ραντονέζ ησυχαστικής κινήσεως και της προς το Άγιον Όρος στροφής των Ρώσων. Η μυστική ζωή ήρεμα γίνεται δεκτή, παρά τις κάποιες αντίθετες ιδέες, υιοθετούνται οι παλαμικές αντιλήψεις και δημιουργείται η σημαντική κίνηση των πέρα του Βόλγα σπουδαίων στάρετς23.
Μεγάλη μορφή ησυχαστή είναι του οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη (+1365), του οποίου η συνομιλία με τον όσιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη αποτελεί σταθμό στη νηπτική γραμματεία. Αναφέρει λοιπόν πώς με τη βοήθεια της Θεοτόκου «άρχισεν η καρδία μου να λέγη από μέσα την προσευχήν, και ο νους μου να γλυκαίνεται εις την ενθύμησιν του Ιησού μου, και της Θεοτόκου μου, και να είναι πάντοτε μαζί με την ενθύμησιν αυτών, και πλέον από εκείνον τον καιρόν δεν έλειψεν η προσευχή από την καρδίαν μου… Εποθούσα την ησυχίαν πάντοτε, δια να απολαύσω πλέον περισσότερον τον καρπόν της προσευχής ο οποίος είναι μία αγάπη υπερβολική εις τον Θεόν, και μία αρπαγή του νοός προς τον Κύριον… Όταν έλθη η χάρις του Αγίου Πνεύματος εις τον άνθρωπον δια μέσου της προσευχής, τότε παύει η προσευχή· επειδή και ο νους κυριεύεται όλος από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, και δεν ημπορεί πλέον να ενεργήση τας δυνάμεις του, αλλά μένει αργός, και υποτάσσεται εις το Άγιον Πνεύμα, και όπου θέλει το Άγιον Πνεύμα τον πηγαίνει, ή εις αέρα άυλον θείου φωτός, ή εις άλλην θεωρίαν ανεκδιήγητον ή και πολλάκις εις ομιλίαν θεϊκήν και εν συντομία, καθώς θέλει το Πνεύμα το Άγιον, έτσι παρηγορεί τους δούλους του καθώς πρέπει εις τον καθένα, έτσι του δίδει και την χάριν του»24.
Βλαστός της αθωνικής ησυχαστικής χορείας είναι και ο όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης (1380), μαθητής των σπουδαίων ησυχαστών Γρηγορίου και Μωυσή της σκήτης του Μαγουλά, των οποίων το πνεύμα μετέφερε στη μοναστηριούπολη των Μετεώρων25. Επίσης ο άγιος Κάλλιστος ο Β', ο Παντοκρατορινός και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1397), ο οποίος μαζί με τον όσιο Ιγνάτιο τον Ξανθόπουλο έγραψαν περί των καλών της θεοποιού ευχής: «Αδιαλείπτως τοίνυν παράμεινον τω ονόματι του Κυρίου Ιησού, ίνα καταπίη η καρδία τον Κύριον και ο Κύριος την καρδίαν και γένηται τα δύο εις εν. Και αύθις μη χωριζέτω την καρδίαν υμών από του Θεού, αλλά προσμένετε και φυλάσσετε αυτήν μετά της μνήμης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πάντοτε έως ου εμφυτευθή το όνομα του Κυρίου έσω εν τη καρδία και μηδέν έτερον εννοή, ίνα μεγαλυνθή Χριστός εν υμίν»26. Ο άγιος Κάλλιστος ο Καταφυγιώτης συνεχίζοντας θα πει: «Όταν το του νοός πρόσωπον νεύον είσω καρδίας, δρα την του πνεύματος έλλαμψιν εξ αυτής αείβλυτα πηγάζουσαν, τότε πάνυ καιρός του σιγάν»27.
Παρατηρούμε πώς κεντρική μορφή του 14ου αιώνα αναδείχθηκε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1359). Τα έργα του τον κατατάσσουν μεταξύ των μεγάλων θεολόγων και πατέρων της Εκκλησίας. Ύστερα από τις γνωστές ησυχαστικές έριδες μας άφησε δωρεά ανεκτίμητη, ογκώδη μυστική γραμματεία. Ο Αθωνίτης ασκητής, ύστερα από πολλούς και μακρούς αγώνες, δικαιώθηκε από τρεις συνόδους της Κωνσταντινουπόλεως 1341,1347 και 1351. Ο σοφός ιεράρχης της Θεσσαλονίκης ανανέωσε με το έργο του τις περί του ακτίστου φωτός θείες εμπειρίες της Εκκλησίας. Το έργο του αυτό επηρέασε βαθειά τη μετέπειτα θεολογία και τη μοναστική ζωή. Η νίκη του αγίου Παλαμά κατά των αιρετικών, ήταν νίκη του Αγίου Όρους, κατά των ρευμάτων του ουμανισμού και της κυριαρχίας του ορθού λόγου και της γνώσεως, που έθεταν την πίστη σε δεύτερη μοίρα και αλλοίωναν το νόημα της ευαγγελικής αγάπης, προσευχής και ασκήσεως. Ο 14ος αιώνας με την παρουσία εμπνευσμένων μορφών και με κορυφαίο τον άγιο Παλαμά δύναται να χαρακτηρισθεί ως ο λαμπρότερος στην ιστορία της αθωνικής αγιότητος. Η πνευματική ζωή είχε φθάσει σε υψηλό βαθμό και η αρετή των μοναχών κυριαρχούσε28.
Θα μπορούσαμε να πούμε πώς η δόξα του 14ου αιώνα ήταν μια πλούσια δωρεά, που θα έπρεπε να φυλαχθεί στις δυσκολίες που θα ακολουθούσαν. Όμως και μέσα στους αιώνες της δουλείας ο Άθωνας δεν υστερήθη οσίων ησυχαστών: Νήφων ο Καυσοκαλυβίτης (+1411) μαθητής των οσίων Νείλου του Εριχιώτη, Θεογνώστου και Μαξίμου του Καυσοκαλύβη με υπερθαύμαστη άσκηση και υψηλή θεωρητική ζωή29, Νείλος της Σόρας (+1508), ο οποίος χρησιμοποίησε στα συγγράμματά του την ησυχαστική ορολογία των Αθωνιτών, την οποία παρουσίασε σε μοναχούς και λαϊκούς, γιατί η άσκηση και η προσευχή ως μέθοδος τελειοποιήσεως του πνεύματος είναι εξ ίσου απαραίτητη σε όλους30, ως και ο ομόφρονας μαθητής του Ιννοκέντιος τού Βολογκόντσκυ (+1521)31, Διονύσιος ο εν Ολύμπω (+1541), ο λάτρης της ησυχίας και νήψεως32, Θεωνάς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (+1542), όπου κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη «ησύχαζεν εκεί (στο ασκητήριό του) μόνος, μόνω τω Θεώ προσευχόμενος και πάλιν συνήρχετο με τους μαθητάς του, παρήγορων αυτούς πολλάκις με την θείαν διδασκαλίαν του… συνομιλεί με τον Θεόν, και εις την αγάπην αυτού ανεφλέγετο, είναι απόδειξις, ότι ηγάπησε τον Θεόν εξ όλης ψυχής του, και εξ όλης καρδίας του, και εξ όλης ισχύος του, και εξ όλης της διανοίας του»33.
Φορέας των παλαμικών ιδεών στη Ρωσία ήταν και ο Βατοπαιδινός μοναχός Μάξιμος ο Γραικός (+1556), ο οποίος παρά τις πικρές του περιπέτειες, μέσα στη φυλακή έγραψε με κάρβουνο στον τοίχο κανόνα στο Άγιον Πνεύμα, κι αναδείχθηκε για το αναμορφωτικό του έργο το πιο λαμπρό ελληνικό όνομα στη Ρωσία34.
Ο όσιος Νείλος ο Μυροβλύτης (+1651) «καταφλεγόμενος από τον πόθον της ησυχίας, εζήτει τόπον ερμημικώτερον και εύρων σπήλαιον κατάκρημνον και από τα δύο μέρη, φοβερόν εις την θέαν δια το κρημνώδες, κατέβαλε μεγάλας προσπάθειας και κατήλθεν εις αυτό. Έμεινε δε εκεί ο αείμνηστος, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος και καταγινόμενος εις θεωρίας, άλλος δε κανείς δεν εγνώριζε τούτο, ει μη μόνος εκείνος, όστις τον ωδήγησεν εις αυτό. Εις αυτό δε και έμεινεν έως τέλους άγνωστος και αγωνιζόμενος ο μακάριος… πόσας δε αγγελικάς οπτασίας και παρηγορίας είδεν, αδύνατον είναι να διηγηθή τις»35.
Πράγματι ο «ΙΗ' αιών ομοιάζει εν Άθω εις πολλά τον ΙΔ'»36. Πρώτος της πνευματικής αυτής κινήσεως υπήρξε ο όσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης (+1730), τον οποίο δικαίως ο ομόφρονας υποτακτικός του παπα-Ιωνάς ο Καυσοκαλυβίτης (+1765) εξαίρει ως πρότυπο ασκητή-ησυχαστή, νηστευτή-σπηλαιώτη, αλείπτη νεομαρτύρων, διδάσκαλο της νοεράς προσευχής, όταν προσευχόταν «έβγαινε φλόγα πυρός από του στόματός του»37. Του ίδιου πνεύματος ήταν και ο όσιος Ιερόθεος ο Ιβηρίτης (+1745), περί του οποίου ο πρώτος βιογράφος του όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, γράφει περί των μεγάλων ασκητικών του αγώνων και προσευχών του «μετά δακρύων πολλών και στεναγμών (έλεγε) το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Είχεν έργον παντοτινόν ο αείμνηστος, και εσπούδαζεν, αν ήτον τρόπος, και δεν εμποδίζετο από τους ανθρώπους, να μην την αφίνη, ούτε από τον νουν του ούτε από το στόμα του»38. Ο ιερομάρτυς Κοσμάς ο Αιτωλός (+1779), μετά εικοσαετή άσκηση στη μονή Φιλόθεου και εσωτερική πληροφορία εξήλθε στον κόσμο και κατά τις εθνοσωτήριες και ψυχωφελείς ιεραποστολικές του περιοδείες μοίραζε σταυρούς και κομποσχοίνια, μιλώντας απλά αλλά μεστά, για τη δύναμη της νοεράς προσευχής: «Να πάρετε όλοι από ένα κομπολόγιον, και το κομπολόγιόν σας να έχη τριάντα τρία σπυρία, και να προσεύχεσθε να λέγητε το Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, δια της Θεοτόκου και πάντων σου των Αγίων ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλόν σου. Μέσα εις το Κύριε Ιησού Χριστέ, αδελφοί μου, τι θεωρεί; θεωρεί η Αγία Τριάς, ο Θεός μας, η ένσαρκος οικονομία του Χριστού μας. Και πάντες οι Άγιοι με τον Σταυρόν και με το Κύριε Ιησού Χριστέ επήγαν εις τον παράδεισον. Και όποιος λέγει αυτόν τον λόγον και κάμνει και τον Σταυρόν του, καν άνδρας, καν γυναίκα, ευλογεί τον ουρανόν, την γην, την θάλασσαν. Με τον Σταυρόν και με το Κύριε Ιησού Χριστέ ιατρεύονται κάθε αρρωστείες. Με τον Σταυρόν και με το Κύριε Ιησού Χριστέ, οι Απόστολοι αναστούσαν νεκρούς και ιάτρευαν πάσαν ασθένειαν. Με τον σταυρόν και με το Κύριε Ιησού Χριστέ αποστομώνει ο άνθρωπος κάθε αιρετικόν. Με τον Σταυρόν και με το Κύριε Ιησού Χριστέ αγιάζει ο άνθρωπος και πηγαίνει εις τον παράδεισον, να χαίρεται και να ευφραίνεται ωσάν οι Άγγελοι»39.
Μια τετράδα οσίων θα σταθεί στην κορυφή της δημιουργικής πνευματικότητας του 18ου και 19ου αιώνος και θα μας δώσει ένα λαμπρό αναγεννητικό έργο, του οποίου τους ευχύμους καρπούς γευόμαστε μέχρι σήμερα. Πρόκειται για τους ομόφρονες νεοησυχαστές Παΐσιο Βελιτσκόφσκι (+1794), Μακάριο Νοταρά (+1805), Νικόδημο Αγιορείτη (+1809) και Αθανάσιο Πάριο (+1813). Οι τρεις τελευταίοι είναι και οι πρωτοστάτες του λεγόμενου κινήματος των Κολλυβάδων. Το κίνημα αυτό μιλούσε ζωηρά για επιστροφή στη ζωντανή πατερική παράδοση, περί συνεχούς θείας Μεταλήψεως, συνειδητής συμμετοχής του λαού στη λατρεία, νήψεως και ασκητικότητος. Μάλιστα οι όσιοι αυτοί ασχολήθηκαν με τη ζωή και το έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, Γέροντα είχε τον ησυχαστή Βασίλειο, συγγραφέα και μεταφραστή νηπτικών έργων. Μετά πολυετή παραμονή στον Άθωνα επέστρεψε στη Ρουμανία, όπου στις μονές που προΐστατο, έτρεφε τους πολλούς μοναχούς του κυρίως με τα νηπτικά έργα, που μετέφραζαν συνέχεια, όπως τη Φιλοκαλία το 1793, και πολλά άλλα, που στη συνέχεια μεταφέρθηκαν και στη Ρωσία και δημιούργησαν ησυχαστική αναγέννηση με πλουσίους καρπούς. Μεταξύ των έργων αυτών διακρίνονται και έργα του αγίου Παλαμά. Περί της νοεράς προσευχής γράφει ο όσιος Παΐσιος: Οι άγιοι ονομάζουν την προσευχή αυτή τέχνη τεχνών. Ποιος μπορεί ν' ασχοληθεί μ' αυτή χωρίς να διδαχτεί από έναν τεχνίτη, δηλαδή από έναν έμπειρο καθοδηγητή; Η προσευχή αυτή είναι μάχαιρα του πνεύματος, δοσμένη απ' τον Θεό για να συντρίψουμε τον εχθρό των ψυχών μας. Για κείνον όμως που δεν τη χρησιμοποιεί σωστά, υπάρχει φόβος να στραφεί εναντίον του. Η προσευχή αυτή έλαμψε σαν ήλιος ανάμεσα στους μοναχούς40.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γνώρισε τον μοναχισμό και τη νοερά άθληση από τους ενάρετους εξόριστους Κολλυβάδες Γρηγόριο, Νήφωνα, Αρσένιο και Σίλβεστρο τον Καισαρέα στην Ύδρα. Η γνωριμία του και συνεργασία του με τον άγιο Μακάριο Κορίνθου τον Νοταρά έφερε ως μεστό καρπό τη συλλογή και έκδοση της περίφημης Φιλοκαλίας, το 1782, η οποία αποτέλεσε σταθμό για την Ορθόδοξη πνευματικότητα και είχε μεγάλη απήχηση στον μοναχισμό και στον πιστό λαό, ώστε αργότερα να χαρακτηρίζει την εποχή αυτή41. Η απώλεια των χειρογράφων του οσίου της εκδόσεως των Απάντων του Αγίου Παλαμά μετά δικών του σχολίων τον έκανε κατά τον βιογράφο του «κλαίοντα και οδυρόμενο». Κατά τον άγιο Νικόδημο: «Ο Παλαμάς εις τον ακρότατον ανελθών και ταις θεοπτικαίς λάμψεσι καταυγαζόμενος την διάνοιαν, σοφώτατα και θεολογικώτατα συγγράμματα τη Εκκλησία καταλείπει». Ο Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης εύστοχα παρατηρεί για τον όσιο Νικόδημο: «Τον Παλαμάν εθεώρει ως τον εκφραστικώτερον θεολόγον του Ησυχασμού, υπέρ ου τόσον εμόχθησε και τόσα έπαθεν επί δεκαπενταετίαν δια την Συνοδικήν του δικαίωσιν. Εις τα έργα του ο θειος Πατήρ περισσότερον παντός άλλου επικαλείται τον Παλαμάν, ον μνημονεύει μετά πολλού σεβασμού και αγάπης, οσάκις πρόκειται να υποστηρίξη μίαν άποψίν του θεολογικήν, αναφερομένην εις την Ορθόδοξον πνευματικότητα»42. Θ' αρκεσθούμε μόνο σε μια φράση του οσίου από το αριστουργηματικό του Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον επί του θέματός μας· «Συνεργούντος σοι του συνεχώς εν τη καρδία σου μελετωμένου γλυκύτατου Ιησού, θέλεις αναβή και εις τα υπέρ φύσιν διότι ανασκαλεύων δια της νοεράς ταύτης εργασίας και εξάγων τον χουν, και την τέφραν των παθών, και πονηρών λογισμών και προλήψεων από της καρδίας σου, η οποία έχει εν εαυτή συγκεχωσμένον τον σπινθήρα της υπερφυσικής χάριτος του Θεού, θέλεις εύρη και αυτόν τον ίδιον σπινθήρα ον ήλθεν ο Χριστός βαλείν επί της γης της καρδίας, και θέλεις χαρή επί τη ευρέσει αυτού χαράν ανεκλάλητον, και από της χαράς σου θέλεις χύση γλυκύτατα δάκρυα43.
Ο όσιος Αθανάσιος ο Πάριος στο προοίμιο της παραφράσεως του βίου του αγίου Παλαμά, μεταξύ άλλων, αναφέρει πώς γράφει: «από ένα θερμότατον πόθον, όπου αισθάνομαι εις την καρδίαν μου, προς τον μέγαν εν ιεράρχαις Γρηγόριον, τον θαυμάσιον ποιμένα της μεγαλοπόλεως Θεσσαλονίκης, τον λαμπρότατον φωστήρα, όλου του νοητού στερεώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας… Εφρόνει (μετά της Καθολικής Εκκλησίας δηλονότι) και όχι μόνον εφρόνει, αλλά και πολλά έγραψε, και με όλας τας δυνάμεις ηγωνίσθη να απόδειξη και απέδειξεν ότι πάσα θεία ενέργεια και η θεία και θεοποιός χάρις και το φως όπου έλαμψεν ο Κύριος εις την θείαν του μεταμόρφωσιν ήσαν και είναι άκτιστα, και δυσσεβείς και κακόφρονας απέδειχνεν εκείνους, όπου τα εδογμάτιζαν κτιστά44.
Παραλείποντες θαυμαστά στοιχεία βίων ιερών μορφών νεοησυχαστών Αγιορειτών του 19ου και 20ου αιώνος, που υπάρχουν σε πολλά σύγχρονα Γεροντικά45, θα σταθούμε σε τέσσερις αρκετά γνωστές μορφές των ημερών μας, μακαριστούς πλέον και μακάριους, οι οποίοι πολλούς πολύ ωφέλησαν.
Πρόκειται για τον πολύτεκνο και καλλίτεκνο ασκητή Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή (+1959)46 περί του οποίου γράφει ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου αρχιμανδρίτης Εφραΐμ ως πνευματικός εγγονός αυτού: «Μελετώντας κανείς τις επιστολές του μακαρίου Γέροντα Ιωσήφ, το πρώτο που επισημαίνει είναι τον πόθο του, τη νοσταλγία του, την πολλή μεγάλη επιθυμία του να πείση το συνάνθρωπό του να ασχοληθή με την ευχή του Ιησού. Γιατί όταν ήλθε στον Άθωνα έθεσε σαν στόχο του να ζήσει όπως οι παλαιοί ασκητές»47. Γράφει ο Γέρων Ιωσήφ προς νέο σ' επιστολή του ενδιαφερόμενο για την ευχή του Ιησού: «η νοερά προσευχή εις εμένα είναι όπως η τέχνη του καθενός, καθότι εργάζομαι αυτήν τριανταέξ και επέκεινα χρόνια. Όταν εγώ ήλθα στο Άγιον Όρος, εζήτησα απ' ευθείας τους ερημίτας, όπου εργάζονται την προσευχήν. Τότε υπήρχαν πολλοί πριν σαράντα χρόνια όπου είχαν ζωή μέσα τους. Άνθρωποι αρετής. Γεροντάκια παλαιά. Από αυτούς εκάναμε Γέροντα και τους είχαμε οδηγούς. Λοιπόν η πράξις της νοεράς προσευχής είναι να βιάσης τον εαυτό σου να λέγης συνεχώς την ευχήν με το στόμα, αδιαλείπτως. Εις την αρχήν γρήγορα να μην προφθάνη ο νους να σχηματίζη λογισμό μετεωρισμού. Να προσεχής μόνον στα λόγια: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Όταν αυτό πολυχρονίση, το συνηθίζει ο νους και το λέγει. Και γλυκαίνεσαι ωσάν να έχης μέλι στο στόμα σου. Και θέλεις όλο να το λέγης. Αν το αφήνης, στενοχωρείσαι πολύ. Όταν το συνηθίση ο νους και χόρταση -το μάθη καλά- τότε το στέλνει εις την καρδίαν48.
Ο διακριτικός και διορατικός Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης (+1991), παρ' ότι έζησε πολλά έτη στην Αθήνα, ζούσε ζωηρά τη νοερά εργασία και συμβούλευε «θα λες το Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του Ζώντος, ελέησόν με, με πολύ ηρεμία, απαλότητα και γλυκύτητα. Να μη ταράζεσαι από τις διάφορες εικόνες που θα σου φέρνει ο πονηρός, ούτε να βιάζεσαι όταν λες τις λέξεις αυτές, και να προσέχεις καλά το νόημά τους»49. Ζώντας αδιάλειπτα τη νοερά προσευχή συχνά έλεγε πώς να λένε την προσευχή: «Χωρίς βία και άγχος, θα τα λέτε ήρεμα, ταπεινά, με αγάπη, με γλύκα»50 κι άλλοτε «Να προσεύχεσαι χωρίς αγωνία, ήρεμα, με εμπιστοσύνη στην αγάπη και στην Πρόνοια του Θεού. Μην κουρασθής να προσεύχεσαι»51.
Αν θα προσθέταμε κεφάλαια στη Φιλοκαλία, οπωσδήποτε θα έπρεπε να θέσουμε τα έργα του Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ (+1994) μαθητού του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη (+1938) και εξαίρετου βιογράφου του. Ο καθηγητής Γ. Μαντζαρίδης το βιβλίο του «Περί προσευχής» χαρακτηρίζει ανεκτίμητο θησαυρό στην Ορθόδοξη θεολογική και εκκλησιαστική γραμματεία52. Πράγματι το βιβλίο αυτό είναι αποκαλυπτικό των βιωμάτων του συγγραφέως: «Η απόκτησις της προσευχής δια του Ονόματος του Ιησού σημαίνει απόκτησιν της αιωνιότητος. Εις τας πλέον θλιβεράς στιγμάς της καταρρεύσεως του φυσικού ημών οργανισμού η προσευχή, Ιησού Χριστέ, αποβαίνει το ένδυμα της ψυχής. Όταν η δραστηριότης του εγκεφάλου ημών παύη, πάσα δε άλλη προσευχή καθίσταται δύσκολος δια την μνήμην και την προφοράν, τότε το φως της θεογνωσίας, όπερ εκπορεύεται από του Ονόματος και το οποίον ενδομύχως έχομεν αφομοιώσει, θα παραμείνη αναφαίρετον από του πνεύματος ημών…53.
Ο Γέροντας Παΐσιος (+1994) ζώντας στα βάθη της καθαρής του καρδιάς την προσευχή κι αγαπώντας θερμά την ησυχία μιλούσε συχνά στους πολλούς επισκέπτες του περί προσευχής, ως συνέχεια της προσευχής του: «Ο άνθρωπος να συναισθάνεται την αμαρτωλότητά του και να έχει εμπιστοσύνη κι ελπίδα στο έλεος του Θεού, διότι αυτό θα τον σώσει. Έτσι συγκεντρώνεται ο νους του κι αισθάνεται την ευχή ως ανάγκη. Έτσι αρχίζει να λέει «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελθέ»… και η καρδιά ξεκουράζεται»54.
Η ησυχαστική παράδοση σε όλη την ιστορία του Αγίου Όρους ήταν και είναι ζωντανή. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι λίαν επίκαιρος σήμερα. Η γνήσια μοναχική ζωή, είναι η εμπνευσμένη μυστική ζωή, με πλούσια και μοναδική δημιουργία και προσφορά για όλη την Εκκλησία και τον κόσμο. Με τη νοερά άθληση ο Ορθόδοξος μοναχός βιώνει στην εντέλεια την ενότητα της Εκκλησίας και συνεργεί στη σωτηρία του κόσμου.
Η κύρια εργασία των μοναχών είναι η προσευχή, της οποίας η ευεργετική δύναμη έχει απεριόριστη αξία για όλο τον κόσμο. Η αγάπη αυτών που παρέμειναν κρυμμένοι σε σπήλαια και χαράδρες δεν ήταν λιγότερη από αυτών που εργάσθηκαν εκτός του Όρους.
Μέσα από τις κρύπτες τους προσεύχονταν νυχθήμερα υπέρ της σωτηρίας παντός του κόσμου. Η προσωπική τους τελείωση ήταν δύναμη για το ένα σώμα της Εκκλησίας, του οποίου αποτελούσαν δυναμικά μέλη. Οι προσευχές τους ήταν ανυπολόγιστης αξίας για όλη την ανθρωπότητα κι επηρέαζαν τις εκβάσεις της ιστορίας. Οι άσημοι ασκητές βίωναν στα βάθη της καρδιάς τους τα μυστήρια του Θεού, ήσαν οι όντως θεολόγοι. Ο άγιος Μάξιμος έλαβε το χάρισμα της θεολογίας από τη Θεοτόκο στην κορυφή του Άθωνα. Οι θείες ελλάμψεις του ακτίστου και ενυποστάτου φωτός, που χαρίζεται στους κατά χάριν αξίους, ένωναν μυστικά τους νέους μαθητές του Κυρίου, τους ησυχαστές, καθώς θεολογεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Η ζωή των όσιων του Άθω Πατέρων υπογραμμίζεται από την αναγκαιότητα της πρακτικής αρετής και ασκήσεως για να καθαρισθεί ο νους και η καρδιά και να γίνουν δεκτικοί των θείων θεωρημάτων. Αποκορύφωμα όλων των πρακτικών ασκήσεων η προσευχή, η αγάπη, η οποία αντικαθιστούσε την ιεραποστολή, τη διδασκαλία και τη φιλανθρωπία. Μόνη η προσευχή καταξίωνε τον σκοπό της αναχωρήσεως από τον κόσμο. Θεολογία και προσευχή δεν αποτελούν κάτι ανεξάρτητο. Υπάρχει ενότητα πλήρης στην πράξη ως μία θεωρητική ζωή προσιτή σε όλους. Η Εκκλησία σήμερα καλείται να μελετήσει ιδιαίτερα την πλούσια ησυχαστική της παράδοση και πρώτος ο μοναχισμός και μάλιστα ο αθωνικός.
Κλείνω με τα θεόπνευστα λόγια του οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου: «Εγώ εγνώρισα ότι η προσευχή είναι εύκολος, επειδή βοηθεί η χάρις του Θεού. Ο Κύριος αγαπά ημάς υπερβαλλόντως, και δια της προσευχής καταξιοί ημάς να συνομιλώμεν μετ' Αυτού και να μετανοώμεν και να δοξολογώμεν Αυτόν. Αδυνατώ να περιγράψω οπόσον πολύ αγαπά ημάς ο Κύριος. Δια του Πνεύματος του Αγίου γνωρίζεται η αγάπη αυτή, και η ψυχή του προσευχομένου γνωρίζει το Άγιον Πνεύμα»55
Monk Moisis the Athonite
THE HESYCHAST TRADITION ON THE HOLY MOUNTAIN FROM SAINT GREGORY PALAMAS UNTIL TODAY
Summary
Saint Gregory Palamas is primarily an Athonite and a hesychast. His teaching is a distillation of that of the Church on the distinction between the essence and energies of God. Varlaam was the main representative of the anti-Hesychasts. At the time of Saint Gregory, the prayer of the heart was being practised on the Holy Mountain by Saints Philotheos Kokkinos, Nikeforos the Hesychast, the Elder of Saint Gregory, as well as Nikodemos the Hesychast, Theoliptos of Philadelphia, Gregory the Sinaite with his many like-minded disciples, Germanos Maroulis and others. Palamite teaching was thereafter embraced and practised by Athonite saints who lived after him: Maximos Kavsokalyvitis, Nil Sorskij, Dionysios in Olympos, Theonas of Thessaloniki, Maximos the Greek and another Saint Neilos, from whose relics myrrh flowed. The 18lh century resembled the 14lh and we have important neo-hesychast saints: Akakios Kavsokalyvitis, lerotheos of lveron, Kosmas Aitolos, Paϊsy Velichkofskij and the Kollyvades, Makarios Notaras, Nikodemos the Athonite and Athanasios Parios. The spirit of Saint Gregory Palamas reaches down to our own days with the virtuous Athonite Fathers losif the Hesychast, Porfirios Kavsokalyvitis, Sofronios Sakharov, disciple of Saint Silouan, Paϊsios the Athonite and many others, alive or gone to rest. The teaching of Saint Gregory Palamas remains topical and modern Orthodox monasticism delights in it.
Σημειώσεις
1. Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως Αγιορείτης, Ι. Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου - Πελαγίας 1992. σ. 17-18.
2. Ο. π., σ. 22.
3. Θεοκλήτου Διονυσιάτου Μοναχού, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο βίος και η θεολογία του, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 100-106.
4. Δημητρίου Τσάμη, Φιλόθεου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος εις άγιον Γρηγόριον Παλαμάν Αρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1984. Σταύρου Κουρούση, «Οικουμενικός Πατριάρχης Φιλόθεος ο Κόκκινος». Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (εφεξής Θ. Η. Ε), τόμ. 11, στ. 1119 κ. έ. Αθήναι 1967. Βασιλείου Δεντάκη, Βίος και Ακολουθία του αγίου Φιλόθεου (Κόκκινου) Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Θεολόγου. Αθήναι 1971. Δημητρίου Καϊμάκη, «Φιλόθεου Κόκκινου, Δογματικά έργα». Θεολογικόν Συνέδριον εις τιμήν και μνήμην του εν αγίοις πατρός ημών Φιλόθεου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Θεσσαλονικέως. Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1983.
5. Νικηφόρου Μονάζοντος. «Λόγος Περί νήψεως και φυλακής της καρδίας μεστός αυτής τυχούσης ωφελείας», Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Αθήναι 31961, τόμ. Δ', σ. 26.
6. J. Patinot, Θ. Η. Ε., τόμ. 9 (1966), στ. 483-484. Ν. Γιαννόπουλου, Θ. Η. Ε., τόμ. 9, (1966). στ. 494. Β. Τατάκη, «Νικηφόρος μοναχός Ησυχαστής», Κληρονομία 1 (1969),σ. 325-336. Βασ. Ψευτογκά, «Νικηφόρου Ιταλού, Περί της Αγίας Τριάδος και Οικονομίας του Θεού Λόγου», επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, (εφεξής Ε. Ε. Θ. Σ. Π. Θ. ) 23 (1978). σ. 209-232.
7. Δημητρίου Τσάμη, ό.π., σ. 46. J. Patinot. ό. π., σ. 496.
8. V. Laurent. «Θεόληπτος Μητροπολίτης Φιλαδέλφειας», Θ. Η. Ε., τόμ. 6 (1965). σ. 249-250.
9. Θεολήπτου Μητροπολίτου Φιλαδέλφειας, «Λόγος την εν Χριστώ κρυπτήν εργασίαν διασαφών και δεικνύων εν βραχεί του μοναδικού επαγγέλματος τον κόπον», Φιλοκαλία, ό. π., σ. 10.
10. Η. Delehage, «La vie d' Athanase, patriarche de Constantinople (1289-1293, 1304-1310)», Melanges d'archeologie et d'historie 17 (1897), σ. 47-74. A. Kerameus - A. Papadopoulos, Zitija dvuch vselenskich patriarchou XIV v., Sv. Atanasija I i Isidora Ι (Βίοι δύο Οικουμενικών Πατριαρχών του 14ου αι. αγίου Αθανασίου Α' και αγίου Ισιδώρου Α'), Zapiski Ist. - Filol. Fakulteta Imp. St. Petersburgskago Universiteta 76 (1905). σ. 1-51. Αθανασίου Παντοκρατορινού αρχιμ., «Βίος και Πολιτεία του Αθανασίου Α' Οικουμενικού Πατριάρχου (1289-1293 και 1304-1310)» συγγραφείς υπό Ιωσήφ Καλουέτου μοναχού. Θρακικά 13(1940), σ. 59-107. Α. Γριτσόπουλου. Θ. Η. Ε., τόμ. 1, στ. 517-518.
11. I. Pomjalovskij, Zitie ize vo svjatih otca nasego Grigorija Sinaita po rukopisi Moskovskoj Sinodalnoj biblioieki, 1894. σ. 30.
12. Νικόδημου Αγιορείτου Μοναχού. Νέον Εκλογών. Αθήναι 21974. σ. 304.
13. VI. Mosin, Sveti pairijarh Kalist I, Srpska crkva, prav. Crkve 1946.
14. Δημητρίου Γόνη, Το συγγραφικόν έργον του Οικουμενικού Πατριάρχου Καλλίστου Α΄ Αθήναι 1980.
15. Του μακαρίου Καλλίστου του Πατριάρχου, «Κεφάλαια περί προσευχής», Φιλοκαλία, ό. π., σ. 297.
16. P. loannou, «Vie de St Germain l’ Hagiorite par son conteporain le patriarche Philothee de Constantinople», An. Boll. 70 (1952), σ. 35-115. Δημητρίου Τσάμη, Φιλόθεου Κόκκινου, «Βίος Οσίου Γερμανού Μαρούλη», Ε. Ε. Θ. Σ. Π. Θ. 26 (1981), σ. 105-172. Φιλοθέου Κόκκινου, Άγιος Γερμανός ο Αγιορείτης, Θεσσαλονίκη 1985.
17. Δημητρίου Τσάμη, Φιλόθεου Κόκκινου, Βίος Σάββα του Νέου, Θεσσαλονίκη1983. Φιλόθεου Κόκκινου, Βίος Αγίου Σάββα του Βατοπεδινού (του Σαλού δια Χριστόν), Θεσσαλονίκη 1984.
18. Δημητρίου Τσάμη. «Φιλόθεου Κόκκινου, Βίος Αγίου Ισιδώρου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως», Ε. Ε. Θ. Σ. Π. Θ. 25 (1980). σ. 89-187. Τάσου Γριτσοπούλου, «Ισίδωρος Α'», Θ. Η. Ε., τόμ. 6 (1965). στ. 1017-1018.
19. Α. Syrku, Zitie prepodobnago, Monacha Grigorija, Romilo po rukopisi XVΙ. Imperatorskoj Publicnoj Biblioteki sobranija Giljferdinga s prilozeniem sluzby prepodobnomu Romilu po rukopisi XVIIV. Belgradskoj narodnoj biblioteki, P. 1900.
20. N. Zlatarski, Zitie i podriznistro prepodobnago otca nasego Feodosija ize ν Trnove sapisano svetejsim patriarchom Konstantinagrada kir Kalistom, Sbornik za narodni umotvorenija nauka i kniznina, Kniga XX, nova rediga Kniga utora, S. 1904, σ. 1-41. Δ. Γόνη, ό. π., σ. 69-120.
21. I. Bogtanou, Patriarch Evtimij. Kniga za nego i negovoto vrerne, 1970.
22. Ιωαννικίου Μπαλάν ιερομ., Ρουμανικό Γεροντικό, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 47-50.
23. Ι. Μανβέτωφ. Ο μητροπολίτης Κιέβου Κυπριανός και η λειτουργική του δραστηριότης. Μόσχα 1882. Ι. Σαμπάτιν, «Κυπριανός άγιος Μητροπολίτης Κιέβου». Θ. Η. Ε., τόμ. 7 (1965), στ. 113-115.
24. Θεοφάνους του Περιθεωρίου και Προηγουμένου της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, «Βίος και λαμπροί αγώνες και θαύματα του Οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Μαξίμου του Καυσοκαλύβη του εν Αγίω Όρει του Άθωνος ασκήσαντος κατά τον ΙΔ΄ αιώνα». Νέον Εκλόγιον. ό. π., σ. 310. Fr. Halkin, «Deux vies de s. Maxime le Kausokalybe, eremite au Mont Athos (xiv s. )», An. Boll. 54 (1936). σ. 65-109.
25. Δημητρίου Σοφιανού, Ο Όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης, Μετέωρα 1990.
26. Των εν μοναχοίς Καλλίστου και Ιγνατίου των Ξανθοπούλων. «Μέθοδος και κανών συν Θεώ ακριβής». Φιλοκαλία, ό. π., σ. 222-223. Σ. Παπαδόπουλου, «Κάλλιστος ο Β' Ξανθόπουλος», Θ. Η. Ε., τόμ. 7 (1965). στ. 265.
27. Εκ των του Καλλίστου Καταφυγιώτου συλλογιστικών και υψηλοτάτων κεφαλαίων τα σωζόμενα, Φιλοκαλία, τόμ. Ε', Αθήναι 1963, σ. 33. Σ. Παπαδόπουλου, «Κάλλιστος ο Καταφυγιώτης», Θ. Η. Ε. (1965), στ. 264.
28. Θ. Χατζησταύρου. Αι περί των ησυχαστών της ΙΑ' εκατονταετηρίδος και της διδασκαλίας αυτών έριδες, Λειψία 1905. Γ. Παπαμιχαήλ, «Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και Βαρλαάμ ο Καλαβρός», Εκκλησιαστικός Φάρος (1908), σ. 297-339. Του αυτού, «Αι ησυχαστές και έριδες του ΙΔ' αιώνος», Εκκλησιαστικός Φάρος 5 (1910), σ. 385-425. Χ. Παπαδόπουλου, «Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η λατινική Εκκλησία», Γρηγόριος Παλαμάς 7 (1913), σ. 345-354. Θ. Καστανά, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο μυστικισμός των ησυχαστών. Θεσσαλονίκη 1939. Π. Χρήστου, «Περί τα αίτια της ησυχαστικής έριδος», Γ. Π. 39 (1956), σ. 128-138. Του αυτού, Γρηγόριος ο Παλαμάς και η θεολογία εις την Θεσσαλονίκην κατά τον ΙΔ΄ αιώνα. Θεσσαλονίκη 1957. Του αυτού, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα. Θεσσαλονίκη 1962. G. Schiro, Ο Βαρλαάμ και η φιλοσοφία εις την Θεσσαλονίκην κατά τον ΙΔ' αιώνα, Θεσσαλονίκη1959. Jean Meyendorff, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η Ορθόδοξη Μυστική Παράδοση. Αθήνα 1983. Δ. Κουτσουρή, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η αντιησυχαστική κακοδοξία του ΙΔ' αιώνα, Αθήνα 1996.
29. F. Halkin, «La vie de Saint Niphon», An. Boll. 58 (1940).
30. Βασιλείου Grolimund Μοναχού, Του εν οσίοις πατρός ημών Νείλου Σόρσκυ, Άπαντα τα σωζόμενα ασκητικά, Θεσσαλονίκη 1985.
31. Martin Jordan, «Ιννοκέντιος όσιος», Θ. Η. Ε. . τόμ. 6 (1965), στ. 903-904.
32. Αποστόλου Γλαβίνα, Ο άγιος Διονύσιος ο Ολυμπίτης, Θεσσαλονίκη 1985.
33. Νέον Εκλόγιον, σ. 385.
34. Γ. Παπαμιχαήλ., Μάξιμος ο Γραικός ο πρώτος φωτιστής των Ρώσων. Αθήναι1950. Β. Φειδά, Θ. Η. Ε., τόμ. 8 (1966), στ. 627-632.
35. Ματθαίου Λαγγή, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμ. 5, Αθήναι 51974, σ. 180-182.
36. Κοσμά Βλάχου διακόνου, Η χερσόνησος τον Αγίου Όρους Άθω, Βόλος 1903. σ. 110.
37. Σ. Παπαδόπουλου. Θ. Η. Ε., τόμ. 1, στ. 1174-1175.
38. Βίος και Πολιτεία του Οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Ιεροθέου. Νέον Εκλόγιον, ό. π., σ. 354. Α. Γριτσόπουλου. «Ιερόθεος ο Ιβηρίτης», Θ. Η. Ε., τόμ. 6 (1965). στ. 800-802.
39. Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου, Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήναι 191996. σ. 289.
40. Πέτρου Μπότση. Οσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, Αθήνα 1990, σ. 192. Α. Ταχιάου, Ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-1794) και η ασκητικοφιλολογική σχολή του, Θεσσαλονίκη 1964.
41. Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών, συνερανισθείσα παρά των αγίων και θεοφόρων πατέρων ημών, εν ή δια της κατά την πράξιν και θεωρίαν ηθικής φιλοσοφίας, ο νους καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται, επιμελεία μεν ότι πλείστη διορθωθείσα, νυν δε πρώτον τύποις εκδοθείσα δια δαπάνης του τιμιωτάτου και θεοσεβεστάτου κυρίου Ιωάννου Μαυροκορδάτου, εις κοινήν ορθοδόξων ωφελείαν. Ενετίησιν 1782, Αθήναι 21893, Αθήναι 31957, Θεσσαλονίκη 41984. Κωνσταντίνου Παπουλίδη, «Σύμμεικτα περί Φιλοκαλίας και του Ευεργετινού», Μακεδονικά 10 (1970), σ. 291-293. αμφιλοχίου Ράντοβιτς αρχιμ., Η Φιλοκαλική Αναγέννηση του XVΙΙ καί XIX αι. και οι πνευματικοί καρποί της. Αθήναι 1984.
42. Θεοκλήτου Διονυσιάτου Μοναχού, Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, Ο Βίος και τα έργα του 1749-1809. Αθήναι 1959. σ. 208.
43. Νικόδημου Αγιορείτου. Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, Αθήναι, δ. χ. σ. 127.
44. Αθανασίου Πάριου ιερομ., Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο Άντίπαπας, Θεσσαλονίκη 1981. σ. 19,25.
45. Ιωαννικίου Κοτσώνη αρχιμ., Αθωνικόν Γεροντικόν, Θεσσαλονίκη 1991. Του αυτού, Ανθοδέσμη από το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1992. Ιωσήφ Βατοπαιδινού Μοναχού. Οσίων μορφών αναμνήσεις. Θεσσαλονίκη 1995. Χερουβείμ αρχιμ., Από το Περιβόλι της Παναγίας. Ωρωπός 1981. Αντωνίου ιερομ., Βίοι Αθωνιτών τού ΙΘ' αιώνος, τόμ. Α' Ορμύλια 1994. τόμ. Β' 1995. Βασίλειου Σκιαδά. Σύγχρονες οσιακές μορφές, Αθήνα 1995. Διονυσίου Τάτση πρεσβ., Διδαχές Γερόντων, Κόνιτσα 1996. Λαζάρου Διονυσιάτου Μοναχού, Διονυσιάτικαι Διηγήσεις, Άγιον Όρος 1997. Νικολάου Ζαχαριάδη. Εμπειρίες από τον αμίλητο κόσμο τον Άθω, τόμ. Α', Πύργος 1997. τόμ. Β' 1999. Παϊσίου Μοναχού, Αγιορείται πατέρες και αγιορείτικα, Σουρωτή 31994. Αλεξίου Παναγοπούλου, Άγνωστες οσιακές μορφές Αγιορειτών τού 19ου αιώνα, Αθήναι 1994. Βλασίου μοναχοί, Αθωνικόν Λειμωνάριον, Λάρνακα 1998. Ανωνύμου ησυχαστού. Νηπτική θεωρία, Θεσσαλονίκη 1979. Ιωαννικίου Μπαλάν ιερομ., Ρουμανικό Γεροντικό, Θεσσαλονίκη 1985. Γαβριήλ Διονυσιάτου αρχιμ., Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, Βόλος 1959. Ανδρέου Μοναχού. Γεροντικό του Αγίου Όρους, τόμ. Α', Αθήναι 1979. τόμ. Β' 1981. Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου ιερομ. Ασκητικές μορφές και διηγήσεις από τον Άθω, Άγιον Όρος 1999. Μωυσέως Αγιορείτου Μοναχού. Αγιορείτικες διηγήσεις του Γέροντος Ιωακείμ, Θεσσαλονίκη 21998.
46. Ιωσήφ Βατοπαιδινού μοναχού, Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Θεσσαλονίκη 41996. Του αυτού. Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής και η Πατερική Παράδοσις, Αθήνα1997.
47. Εφραΐμ Αρχιμ. Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής και η διδασκαλία του περί νοεράς προσευχής μέσα από τις επιστολές του, Ομιλία στο Πνευματικό Κέντρο Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, 10-5-1999.
48. Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστού, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, Άγιον Όρος 41992. σ. 35-36.
49. Αναστ. Τζαβάρα, Αναμνήσεις από τον Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1992, σ. 55.
50. Κων/νου Γιαννιτσιώτη. Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σ. 48-49.
51. Ό. π., σ, 59.
52. Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Περί προσευχής», Πρωτάτον 45. σ. 24.
53. Σωφρ. Σαχάρωφ αρχιμ. Περί προσευχής. Έσσεξ Αγγλίας 1993, σ. 163-164.
54. Διονυσίου Τάτση. Ο Γέροντας Παΐσιος, Κόνιτσα 1995, σ. 93-94.
55. Αρχιμ. Σωφρονίου. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Θεσσαλονίκη 81999. σ. 381.
Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας