1. Πιστεύομε στο Θεό, και πιστεύομε τον Θεό· άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Πραγματικά πιστεύω τον Θεό σημαίνει ότι θεωρώ βέβαιες κι’ αληθινές τις επαγγελίες που μας έδωσε· πιστεύω δε στον Θεό σημαίνει ότι φρονώ περί αυτού ορθώς.
Πρέπει δε να τα έχωμε και τα δύο, να είμαστε αληθινοί και στα δύο και να συμπεριφερώμαστε έτσι, ώστε και να πιστευώμαστε από εκείνους που βλέπουν σωστά και πιστοί να είμαστε ενώπιον του Θεού προς τον οποίο απευθύνεται η πίστις, και ως πιστοί ακριβώς να δικαιούμαστε από αυτόν «διότι», λέγει, «επίστευσε ο Αβραάμ και τούτο υπολογίσθηκε για την δικαίωσή του».
Πώς λοιπόν πιστεύσας εδικαιώθηκε ο Αβραάμ; Έλαβε από τον Θεό υπόσχεσι για το σπέρμα του, που ήταν ο Ισαάκ, ότι θα ευλογηθούν όλες oι φυλές του Ισραήλ. Έπειτα διατάσσεται από τον Θεό να θυσιάση, παιδί ακόμη, τον Ισαάκ που ήταν ο μόνος διά του οποίου επρόκειτο να εκπληρωθη η υπόσχεσις. Και χωρίς ν’ αντείπη τίποτε ο πατέρας, έσπευσε να γίνη αυτόχειρ του παιδιού του, ενώ εθεωρούσε αυτήν την δι’ αυτού υπόσχεσι βέβαιη και έγκυρη.
2. Βλέπετε ποια είναι η πίστις που δικαιώνει; Αλλά επαγγέλθηκε και σε μας ο Χριστός κληρονομιά ζωής αΐδιας και τρυφής και δόξης και βασιλείας, ενώ έπειτα παρήγγειλε να πτωχεύωμε, να νηστεύωμε, να ζούμε με ευτέλεια και θλίψι, να είμαστε έτοιμοι για θάνατο, να σταυρώνωμε τους εαυτούς μας μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες.
Εάν λοιπόν σπεύδωμε προς αυτά και πιστεύομε εκείνη την επαγγελία του Χριστού, πραγματικά επιστεύσαμε τον Θεό κατά το παράδειγμα του Αβραάμ, και τούτο θα υπολογισθή για την δικαίωσί μας.
3. Και παρατηρήσατε την ακολουθία των προτάσεων. Το ότι δηλαδή εδέχθηκε να προσφέρη για σφαγή τον Ισαάκ δεν έγινε μόνο ισχυρά μαρτυρία και απόδειξις της πίστεως του Αβραάμ, αλλά υπήρξε και αίτιο του ότι ο Χριστός εγεννήθηκε από το σπέρμα του, διά του οποίου ευλογήθηκαν όλες οι φυλές της γης κι εκπληρώθηκε η επαγγελία. Διότι κατά κάποιον τρόπο ο Θεός έγινε οφειλέτης σ’ αυτόν που έδωσε για τον Θεό τον μονογενή και γνήσιο υιό του· οφειλέτης ν’ αντιδώση γι’ αυτόν και την προς αυτόν επαγγελία τον δικό του μονογενή και γνήσιο υιό.
Έτσι και σε μας· η χάρη των εντολών του Θεού σωφροσύνη και δικαιοσύνη και ταπείνωσις, η υπομονή των κάθε είδους κακώσεων και μετάδοσις των αγαθών, καθώς και η κακοπάθεια του σώματος με νηστείες και αγρυπνίες και γενικώς το να σταυρώνωμε τους εαυτούς μας μαζί με τα παθήματα και τις επιθυμίες, όχι μόνο είναι απόδειξις ότι πιστεύομε αληθινά στις επαγγελίες του Χριστού, αλλά και καθιστά κατά κάποιον τρόπο τον Θεόν οφειλέτη να αντιπροσφέρη σε μας την αΐδια και άφθαρτη ζωή και τρυφή, την δόξα και βασιλεία.
4. Γι’ αυτό και ο ίδιος, απευθυνόμενος προς τους μαθητάς του, έλεγε· μακάριοι είναι οι πτωχοί διότι δική σας είναι η βασιλεία των ουρανών· μακάριοι οι πενθούντες, μακάριοι οι ελεήμονες, μακάριοι οι διωκόμενοι για την δικαιοσύνη»· και, αλλοίμονο στους πλουσίους, αλλοίμονο στους γελώντας, αλλοίμονο στους χορτασμένους, αλλοίμονό σας όταν όλοι οι άνθρωποι σας κολακεύουν.
Αυτός λοιπόν που αποβλέπει όχι προς τα μακαριζόμενα από τον Κύριο, αλλά προς τα ταλανιζόμενα, ειπέ μου, πώς θα πιστευθή ότι εμπιστεύεται τον Θεό; «Δείξε μου», λέγει, «την πίστι σου από τα έργα σου», και «όποιος είναι σοφός, ας δείξη τα έργα του από την καλή συμπεριφορά».
Απόσπασμα από τον λόγο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, «Ομιλία περί Πίστεως», από τον τόμο, «Γρηγορίου Παλαμά έργα», τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Μετάφραση Παναγιώτης Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1985.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου