Toυ
Θεόδωρου Ι. Ρηγινιώτη
Θεολόγου
Στα πικρά χείλη και στις ματωμένες καρδιές των ανθρώπων πλανάται το ερώτημα:
Τι Θεός είναι Αυτός, που αφήνει
τους ανθρώπους ν’ αρρωσταίνουν και να πεθαίνουν νέοι; Που επιτρέπει
γονείς να θάβουν τα παιδιά τους, σύζυγοι τους συζύγους τους, μικρά
παιδιά τους γονείς τους;
Τι έκανε ο Θεός για το θάνατο;
Μήπως κάθεται στον ουρανό και παρατηρεί ασυγκίνητος τα δημιουργήματά Του
να βασανίζονται σαν μυρμήγκια που πέσανε σ’ ένα αυλάκι με νερό;
Ας πούμε, λοιπόν, τι έκανε ο Θεός για το θάνατο:
Ο Θεός πονάει για το θάνατο των ανθρώπων
και δεν θέλει να πεθαίνουμε. Είναι βασικό στοιχείο της χριστιανικής
πίστης ότι το θάνατο δεν τον δημιούργησε ο Θεός, αλλά τον προκάλεσε η
απομάκρυνση των πρώτων ανθρώπων από το δρόμο του Θεού. Μακριά απ’ το Θεό
δεν υπάρχει ζωή. Έτσι, ενώ ο Θεός δημιούργησε τους ανθρώπους με τη
δυνατότητα να είναι αθάνατοι (άγιοι, ενωμένοι με το Θεό), όμως οι πρώτοι
άνθρωποι δεν έκαναν πράξη αυτή τη δυνατότητα, αλλά τελικά ήταν θνητοί,
επειδή γύρισαν την πλάτη τους στο Θεό και δεν πήραν το δώρο της
αγιότητας και της αθανασίας, που τους πρόσφερε. Αυτό το γεγονός το
διηγείται η Αγία Γραφή – με αρκετούς συμβολισμούς βέβαια – ως την
ιστορία του Αδάμ και της Εύας και του απαγορευμένου καρπού (το
«προπατορικό αμάρτημα»).
Όμως ο Θεός δεν άφησε αβοήθητους τους
ανθρώπους. Και εδώ θα προσπαθήσουμε να δώσουμε σε όλους τους πονεμένους
αδελφούς μας (και ποιος δεν πονάει για κάποιον δικό του;) την απάντηση
των αγίων διδασκάλων της Ορθοδοξίας στο ερώτημα τι κάνει ο Θεός για να
μας λυτρώσει από το θάνατο.
Ο Υιός του Θεού και Θεός, ο Ένας από την
Αγία Τριάδα, με τη σύμφωνη γνώμη και τη συνεργασία των Άλλων Δύο (του
Πατέρα, που Τον έστειλε, και του Αγίου Πνεύματος, που πραγματοποίησε την
ενανθρώπισή Του), έγινε άνθρωπος και άφησε τους ανθρώπους να τον
βασανίσουν και να τον σκοτώσουν φρικτά, για να δώσει σε όλους τους
ανθρώπους – ακόμα και στους βασανιστές Του – τη δυνατότητα να Τον
γνωρίσουν, να Τον πλησιάσουν, να ενωθούν μαζί Του και να σωθούν στην
αιωνιότητα.
Έγινε άνθρωπος και πέθανε ως άνθρωπος,
για να καλέσει κοντά Του την ανθρωπότητα, που βασανιζόταν από το κακό,
το θάνατο και το διάβολο, να την ενώσει σε ένα σώμα (την Εκκλησία) και
να της δώσει τη δυνατότητα απελευθέρωσης και αθανασίας. Το έκανε μάλιστα
έτσι, με το να πεθάνει – αντί να επέμβει δυναμικά, ως παντοδύναμος, και
να συντρίψει τους αμαρτωλούς – για να Τον πλησιάσει όποιος θέλει,
ελεύθερα, χωρίς να επιβάλει σε κανέναν να Τον πιστεύει και να Τον
λατρεύει. Και το έκανε από καθαρή και ανιδιοτελή αγάπη, χωρίς ο ίδιος να
έχει να κερδίσει απολύτως τίποτα.
Γι’ αυτό, στην Ορθόδοξη Εκκλησία λέμε
ότι ο θάνατος νικήθηκε και, ουσιαστικά, καταργήθηκε. Για να είμαστε
ακριβείς, προς το παρόν ο θάνατος καταπατήθηκε· θα καταργηθεί οριστικά
με την ανάσταση των νεκρών, στη Δευτέρα Παρουσία.
Δεν υπάρχει θάνατος, μόνο ένα ταξίδι από
εδώ στον «ουρανό», δηλαδή στον κόσμο των ψυχών. Εκεί οι άνθρωποι
περιμένουν το τέλος της Ιστορίας και τη γενική ανάσταση όλων των νεκρών,
μετά την οποία θα υπάρχει αιώνια ζωή στη Γη ή τουλάχιστον σε μια
ανακαινισμένη μορφή του δικού μας σύμπαντος.
«Περιμένουμε καινούργιους ουρανούς και
καινούργια γη, κατά την υπόσχεση του Χριστού, όπου θα κατοικεί η
δικαιοσύνη» γράφει ο απόστολος Πέτρος (Β΄ επιστολή του αποστόλου Πέτρου,
κεφ. 3, στίχος 13).
Αποδείξεις;
Υπάρχουν τρία πολύ σοβαρά τεκμήρια για το ότι η ζωή συνεχίζεται και μετά το θάνατο:
Το πρώτο τεκμήριο είναι η διδασκαλία του
Ιησού Χριστού. Ο Χριστός κήρυξε πάρα πολλές φορές ότι η ζωή είναι
αιώνια και μάλιστα ότι η αληθινή ζωή είναι κοντά Του – μια ζωή που
αρχίζει από εδώ και συνεχίζεται στην αιωνιότητα.
Είπε: «Αλήθεια σας λέω ότι όποιος ακούει
τα λόγια μου και πιστεύει σ’ Εκείνον που με έστειλε, έχει ζωή αιώνια,
και δεν πηγαίνει σε κρίση» [δηλ. δεν τον κρίνει ο Θεός], «αλλά έχει ήδη
πάει από το θάνατο στη ζωή. Αλήθεια σας λέω, ότι έρχεται ώρα – και ήδη
ήρθε – που οι νεκροί θ’ ακούσουν τη φωνή του Υιού του Θεού και αυτοί που
θα την ακούσουν θα ζήσουν… Έρχεται ώρα, που όλοι όσοι βρίσκονται στους
τάφους θ’ ακούσουν τη φωνή του και θα πάνε, εκείνοι που έκαναν το καλό,
σε ανάσταση ζωής, κι εκείνοι που έκαναν το κακό, σε ανάσταση κρίσης»
(δες κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, κεφ. 5, στίχοι 24-29).
Στην αγία Μάρθα, την αδελφή του Λαζάρου,
που έκλαιγε για τον αδερφό της, ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η ανάσταση
και η ζωή. Όποιος πιστεύει σ’ εμένα, κι αν πεθάνει, θα ζήσει· και κάθε
ζωντανός που πιστεύει σ’ εμένα δε θα πεθάνει ποτέ. Το πιστεύεις αυτό;»
(κατά Ιωάννην, κεφ. 11, στίχοι 25-26).
Ο Χριστός πέθανε και αναστήθηκε για να
λυτρώσει από το θάνατο εμάς, όχι τον εαυτό του. «Τελευταίος εχθρός
καταργείται ο θάνατος» γράφει ο απόστολος Παύλος στην Α΄ Επιστολή του
προς Κορινθίους, κεφ. 15, στίχ. 26, που βρίσκεται μέσα στην Καινή
Διαθήκη, μετά τα Ευαγγέλια.
(Καινή Διαθήκη λέμε το βιβλίο που έχει
μέσα τα τέσσερα Ευαγγέλια και τα άλλα βιβλία που έγραψαν οι απόστολοι,
δηλαδή οι μαθητές του Χριστού: επιστολές, τις «Πράξεις των Αποστόλων»
και την «Αποκάλυψη»)