— anaxoriti
Εάν δε ονομάζεται και ‘πρωτότοκος της κτίσεως’ (Κολ.1:15), όμως δεν
ονομάζεται πρωτότοκος ως εξισούμενος προς τα κτίσματα και ως πρώτος εξ
αυτών χρονικώς (διότι πώς είναι δυνατόν τούτο όταν βέβαια είναι αυτός
και Μονογενής;), αλλά εξαιτίας της συγκαταβάσεως του Λόγου προς τα
κτίσματα, λόγω της οποίας έχει γίνει και αδελφός πολλών.
Διότι βεβαίως ο μονογενής είναι μονογενής επειδή δεν υπάρχουν άλλοι αδελφοί, ο δε πρωτότοκος λέγεται πρωτότοκος λόγω της υπάρξεως και των άλλων αδελφών.
Δια τούτο λοιπόν εις ουδέν σημείον των Γραφών έχει λεχθή, πρωτότοκος του Θεού ούτε κτίσμα του Θεού, λέγονται όμως το Μονογενής, και το Υιός, και ο Λόγος, και η Σοφία που αναφέρονται εις τον Πατέρα και είναι γνωρίσματα αυτού. ‘Διότι είδαμεν την δόξαν αυτού, ωσάν μια δόξαν που έχει ένας Μονογενής Υιός από τον Πατέρα’ (Ιωάν. 1:14), και απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού τον Μονογενή’ (Α’ Ιωάν. 4:8), και ‘ο Λόγος σου Κύριε, διαμένει αιωνίως’ (Ψαλμ. 118 [119]: 89), και ‘εν αρχή υπήρχεν ο Λόγος και ο Λόγος ήτο προς τον Θεόν’ (Ιωάν. 1:1), και ‘ο Χριστός είναι Θεού δύναμις και Θεού σοφίαν’ (Α’ Κορ. 1:24), και ‘αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός’ (Ματθ.3:17, 17:5), και ‘συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του ζώντος Θεού’ (Ματθ.16:16).
Το δε πρωτότοκος αναφέρεται εις την προς την κτίσιν επιδειχθείσαν συγκατάβασιν, διότι αυτής της κτίσεως ωνομάσθη και πρωτότοκος. Και το ‘έκτισε’ πάλιν αναφέρεται εις την προς τα κτίσματα χάριν, διότι χάριν αυτών κτίζεται.
Εάν λοιπόν είναι Μονογενής, όπως βέβαια και είναι, τότε πρέπει να ερμηνευθή το πρωτότοκος, εάν όμως είναι πρωτότοκος δεν θα είναι Μονογενής.
Διότι δεν είναι δυνατόν ο ίδιος να είναι και Μονογενής και πρωτότοκος, εκτός εάν αναφέρεται αλλού το ένα και αλλού το άλλο. Είναι δηλαδή Μονογενής λόγω της γεννήσεως αυτού εκ του Πατρός, όπως έχει λεχθή, πρωτότοκος δε λόγω της προς τα κτίσματα συγκαταβάσεως και της μετά των πολλών αδελφοποιήσεως.
Δια τούτο, εάν τα δύο αυτά ρητά αντίκεινται μεταξύ των, θα ημπορούσε κανείς δικαίως να είπη ότι υπερισχύει εις τον Λόγον μάλλον το ιδίωμα του Μονογενούς, δια το ότι δεν υπάρχει άλλος Λόγος, ή άλλη Σοφία, αλλά μόνον αυτός είναι ο αληθινός Υιός του Πατρός.
Και μάλιστα, όπως έχει λεχθή εις τα προηγούμενα, δεν έχει λεχθή συνδεδεμένον με κάποιαν αιτίαν, αλλ’ ανεξαρτήτως, το ‘ο Μονογενής Υιός, ο οποίος είναι εις τον κόλπον του Πατρός’ (Ιωάν. 1:18). Το δε πρωτότοκος είναι συνδεδεμένον πάλιν με την αιτίαν της κτίσεως, την οποίαν ανέφερεν ο Παύλος όταν έλεγε, ‘διότι δι’ αυτού εδημιουργήθησαν τα πάντα’ (Κολ. 1:16). Εάν δε όλα τα κτίσματα εκτίσθησαν δι’ αυτού, αυτός είναι διαφορετικός από τα κτίσματα, και δεν είναι κτίσμα, αλλά κτίστης των κτισμάτων.
Δεν ωνομάσθη επομένως πρωτότοκος επειδή εγεννήθη εκ του Πατρός, αλλά επειδή η κτίσις εδημιουργήθη δι’ αυτού. Και όπως ακριβώς προ της δημιουργίας αυτός ήταν ο Υιός δια του οποίου εγένετο η δημιουργία, έτσι και πριν ονομασθή πρωτότοκος όλης της κτίσεως, αυτός ήταν επίσης ο Λόγος που ήταν προς τον Θεόν, και ήταν Θεός ο Λόγος.
Αλλά επειδή και αυτό δεν το κατενόησαν οι βλάσφημοι, περιφέρονται και λέγουν ‘εάν είναι πρωτότοκος όλης της κτίσεως, είναι φανερόν ότι και αυτός είναι ένας εκ της κτίσεως’.
Ανόητοι!
Εάν είναι καθ’ ολοκληρίαν πρωτότοκος όλης της κτίσεως, άρα όλης της κτίσεως είναι διαφορετικός. Διότι δεν είπεν ότι είναι πρωτότοκος των άλλων κτισμάτων, δια να μη νομισθή ότι είναι ωσάν ένας από τα κτίσματα, αλλ’ έχει γραφή, όλης της κτίσεως, δια να δειχθή ότι είναι διαφορετικός από την κτίσιν.
Ο Ρουβήν λοιπόν δεν ωνομάσθη πρωτότοκος όλων των τέκνων του Ιακώβ, αλλά του ιδίου του Ιακώβ και των αδελφών, δια να μη θεωρηθή ότι είναι άλλος και δεν ανήκει εις τα παιδιά του Ιακώβ (Γέν. 35:23).
Αλλά και περί του ίδιου του Κυρίου ο απόστολος δεν είπε, δια να γίνη πρωτότοκος όλων, δια να μη νομισθή ότι φορεί σώμα ξένον προς το δικό μας, αλλ’ είπεν, ‘πρωτότοκος μεταξύ πολλών αδελφών’ (Ρωμ.8:29) δια την ομοιότητα της σαρκός.
Εάν λοιπόν και ο Λόγος ήταν ένας εκ των κτισμάτων, θα είχεν είπει η Γραφή και δι’ αυτόν ότι είναι πρωτότοκος των άλλων κτισμάτων. Τώρα όμως που οι άγιοι λέγουν ότι είναι πρωτότοκος όλης της κτίσεως, αποδεικνύεται τελείως αντιθέτως ότι είναι διαφορετικός από όλην την κτίσιν, και ότι δεν είναι κτίσμα ο Υιός του Θεού. Διότι εάν είναι κτίσμα θα είναι και ο ίδιος του εαυτού του πρωτότοκος.
Πώς λοιπόν ημπορεί, ώ Αρειανοί, να είναι και πρώτος από τον εαυτόν του και δεύτερος μετά τον εαυτόν του; Επειδή εάν είναι κτίσμα, και όλη η κτίσις εδημιουργήθη δι’ αυτού και δι’ αυτού συνεστήθη, πώς ημπορεί και να κτίζει την κτίσιν και να είναι συγχρόνως ένα εξ αυτών τα οποία εδημιουργήθησαν δι’ αυτού και απετέλεσαν την κτίσιν;
Επειδή δε αυτού του είδους η επινόησίς των φαίνεται άτοπος, ελέγχονται από την αλήθειαν, ότι ωνομάσθη μεν πρωτότοκος μεταξύ πολλών αδελφών δια την συγγένειαν της σαρκός, ωνομάσθη δε και πρωτότοκος εκ των νεκρών, δια το ότι η ανάστασις των νεκρών εγένετο εξ αυτού και μετά από αυτόν.
Πρωτότοκος δε όλης της κτίσεως ωνομάσθη δια την φιλανθρωπίαν του Πατρός, ένεκα της οποίας όχι μόνο τα πάντα εδημιουργήθησαν δια του Λόγου αυτού, αλλά διότι και αυτή η κτίσις περί της οποίας ο απόστολος είπεν ότι αναμένει με λαχτάραν την αποκάλυψιν των υιών του Θεού (Ρωμ. 8:19), ‘θα ελευθερωθή κάποτε από την δουλείαν εις την φθοράν, δια να εισέλθη εις την ένδοξον ελευθερίαν των παιδιών του Θεού’ (Ρωμ. 8:21).
Κατ’ αυτόν τον τρόπον λοιπόν με το να ελευθερωθή η κτίσις, θα είναι και αυτής πρωτότοκος ο Κύριος μαζί με όλους τους υιοθετηθέντας, εις τρόπον ώστε, με το να λέγεται αυτός πρώτος, αυτά τα οποία θα ακολουθήσουν να παραμένουν συνδεδεμένα με τον Λόγον, ωσάν μετά τινός αρχής…
Εις όλους λοιπόν είναι φανερόν ότι ούτε δια τον εαυτό του, ωσάν να είναι κτίσμα, ούτε δια το ότι έχει κατ’ ουσίαν κάποιαν συγγένειαν προς όλην την κτίσιν ωνομάσθη πρωτότοκος αυτής, αλλά επειδή εξαρχής, όταν εδημιουργούσεν ο Λόγος τα κτίσματα, είχεν εκδηλώσει την συγκατάβασίν του προς τα γεννητά δια να ημπορέσουν να δημιουργηθούν. Δεν θα ημπορούσαν δηλ. να αντέξουν την φύσιν του που είναι ανόθευτος πατρική λαμπρότης, εάν λόγω της πατρικής συγκαταβάσεως δεν τα βοηθούσε και δεν τα έφερε εις την ύπαρξιν με την υποστήριξίν του.
Και δεύτερον δε πάλιν, επειδή ο Λόγος εξεδήλωσε την συγκατάβασίν του, υιοθετείται δι’ αυτού και η κτίσις, δια να γίνη και αυτής πρωτότοκος κατά πάντα, όπως έχει λεχθή, και δια το ότι κτίζει, και δια το ότι εισέρχεται εις αυτήν την οικουμένην υπέρ πάντων.
Δια τούτο λοιπόν έχει γραφή, ‘όταν δε παρουσιάση τον πρωτότοκον εις την οικουμένην λέγει, να τον προσκυνήσουν όλοι οι άγγελοι του Θεού’ (Εβρ. 1:6).
Ας ακούουν οι αντίχριστοι και ας σπαράσσουν τους εαυτούς των, διότι το να εισέλθη αυτός είς την οικουμένην συνετέλεσεν εις το να ονομασθή και πρωτότοκος όλων, έτσι ώστε να είναι του μεν Πατρός μονογενής Υιός, δια το ότι εξ αυτού μόνος αυτός εγεννήθη, της δε κτίσεως πρωτότοκος δια την υιοθέτησιν των πάντων.
(Από τον Β’ Λόγο Κατά Αρειανών, 62-64, ΑΠΑΝΤΑ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΤΟΜΟΣ Β, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ‘ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ’)
Διότι βεβαίως ο μονογενής είναι μονογενής επειδή δεν υπάρχουν άλλοι αδελφοί, ο δε πρωτότοκος λέγεται πρωτότοκος λόγω της υπάρξεως και των άλλων αδελφών.
Δια τούτο λοιπόν εις ουδέν σημείον των Γραφών έχει λεχθή, πρωτότοκος του Θεού ούτε κτίσμα του Θεού, λέγονται όμως το Μονογενής, και το Υιός, και ο Λόγος, και η Σοφία που αναφέρονται εις τον Πατέρα και είναι γνωρίσματα αυτού. ‘Διότι είδαμεν την δόξαν αυτού, ωσάν μια δόξαν που έχει ένας Μονογενής Υιός από τον Πατέρα’ (Ιωάν. 1:14), και απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού τον Μονογενή’ (Α’ Ιωάν. 4:8), και ‘ο Λόγος σου Κύριε, διαμένει αιωνίως’ (Ψαλμ. 118 [119]: 89), και ‘εν αρχή υπήρχεν ο Λόγος και ο Λόγος ήτο προς τον Θεόν’ (Ιωάν. 1:1), και ‘ο Χριστός είναι Θεού δύναμις και Θεού σοφίαν’ (Α’ Κορ. 1:24), και ‘αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός’ (Ματθ.3:17, 17:5), και ‘συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του ζώντος Θεού’ (Ματθ.16:16).
Το δε πρωτότοκος αναφέρεται εις την προς την κτίσιν επιδειχθείσαν συγκατάβασιν, διότι αυτής της κτίσεως ωνομάσθη και πρωτότοκος. Και το ‘έκτισε’ πάλιν αναφέρεται εις την προς τα κτίσματα χάριν, διότι χάριν αυτών κτίζεται.
Εάν λοιπόν είναι Μονογενής, όπως βέβαια και είναι, τότε πρέπει να ερμηνευθή το πρωτότοκος, εάν όμως είναι πρωτότοκος δεν θα είναι Μονογενής.
Διότι δεν είναι δυνατόν ο ίδιος να είναι και Μονογενής και πρωτότοκος, εκτός εάν αναφέρεται αλλού το ένα και αλλού το άλλο. Είναι δηλαδή Μονογενής λόγω της γεννήσεως αυτού εκ του Πατρός, όπως έχει λεχθή, πρωτότοκος δε λόγω της προς τα κτίσματα συγκαταβάσεως και της μετά των πολλών αδελφοποιήσεως.
Δια τούτο, εάν τα δύο αυτά ρητά αντίκεινται μεταξύ των, θα ημπορούσε κανείς δικαίως να είπη ότι υπερισχύει εις τον Λόγον μάλλον το ιδίωμα του Μονογενούς, δια το ότι δεν υπάρχει άλλος Λόγος, ή άλλη Σοφία, αλλά μόνον αυτός είναι ο αληθινός Υιός του Πατρός.
Και μάλιστα, όπως έχει λεχθή εις τα προηγούμενα, δεν έχει λεχθή συνδεδεμένον με κάποιαν αιτίαν, αλλ’ ανεξαρτήτως, το ‘ο Μονογενής Υιός, ο οποίος είναι εις τον κόλπον του Πατρός’ (Ιωάν. 1:18). Το δε πρωτότοκος είναι συνδεδεμένον πάλιν με την αιτίαν της κτίσεως, την οποίαν ανέφερεν ο Παύλος όταν έλεγε, ‘διότι δι’ αυτού εδημιουργήθησαν τα πάντα’ (Κολ. 1:16). Εάν δε όλα τα κτίσματα εκτίσθησαν δι’ αυτού, αυτός είναι διαφορετικός από τα κτίσματα, και δεν είναι κτίσμα, αλλά κτίστης των κτισμάτων.
Δεν ωνομάσθη επομένως πρωτότοκος επειδή εγεννήθη εκ του Πατρός, αλλά επειδή η κτίσις εδημιουργήθη δι’ αυτού. Και όπως ακριβώς προ της δημιουργίας αυτός ήταν ο Υιός δια του οποίου εγένετο η δημιουργία, έτσι και πριν ονομασθή πρωτότοκος όλης της κτίσεως, αυτός ήταν επίσης ο Λόγος που ήταν προς τον Θεόν, και ήταν Θεός ο Λόγος.
Αλλά επειδή και αυτό δεν το κατενόησαν οι βλάσφημοι, περιφέρονται και λέγουν ‘εάν είναι πρωτότοκος όλης της κτίσεως, είναι φανερόν ότι και αυτός είναι ένας εκ της κτίσεως’.
Ανόητοι!
Εάν είναι καθ’ ολοκληρίαν πρωτότοκος όλης της κτίσεως, άρα όλης της κτίσεως είναι διαφορετικός. Διότι δεν είπεν ότι είναι πρωτότοκος των άλλων κτισμάτων, δια να μη νομισθή ότι είναι ωσάν ένας από τα κτίσματα, αλλ’ έχει γραφή, όλης της κτίσεως, δια να δειχθή ότι είναι διαφορετικός από την κτίσιν.
Ο Ρουβήν λοιπόν δεν ωνομάσθη πρωτότοκος όλων των τέκνων του Ιακώβ, αλλά του ιδίου του Ιακώβ και των αδελφών, δια να μη θεωρηθή ότι είναι άλλος και δεν ανήκει εις τα παιδιά του Ιακώβ (Γέν. 35:23).
Αλλά και περί του ίδιου του Κυρίου ο απόστολος δεν είπε, δια να γίνη πρωτότοκος όλων, δια να μη νομισθή ότι φορεί σώμα ξένον προς το δικό μας, αλλ’ είπεν, ‘πρωτότοκος μεταξύ πολλών αδελφών’ (Ρωμ.8:29) δια την ομοιότητα της σαρκός.
Εάν λοιπόν και ο Λόγος ήταν ένας εκ των κτισμάτων, θα είχεν είπει η Γραφή και δι’ αυτόν ότι είναι πρωτότοκος των άλλων κτισμάτων. Τώρα όμως που οι άγιοι λέγουν ότι είναι πρωτότοκος όλης της κτίσεως, αποδεικνύεται τελείως αντιθέτως ότι είναι διαφορετικός από όλην την κτίσιν, και ότι δεν είναι κτίσμα ο Υιός του Θεού. Διότι εάν είναι κτίσμα θα είναι και ο ίδιος του εαυτού του πρωτότοκος.
Πώς λοιπόν ημπορεί, ώ Αρειανοί, να είναι και πρώτος από τον εαυτόν του και δεύτερος μετά τον εαυτόν του; Επειδή εάν είναι κτίσμα, και όλη η κτίσις εδημιουργήθη δι’ αυτού και δι’ αυτού συνεστήθη, πώς ημπορεί και να κτίζει την κτίσιν και να είναι συγχρόνως ένα εξ αυτών τα οποία εδημιουργήθησαν δι’ αυτού και απετέλεσαν την κτίσιν;
Επειδή δε αυτού του είδους η επινόησίς των φαίνεται άτοπος, ελέγχονται από την αλήθειαν, ότι ωνομάσθη μεν πρωτότοκος μεταξύ πολλών αδελφών δια την συγγένειαν της σαρκός, ωνομάσθη δε και πρωτότοκος εκ των νεκρών, δια το ότι η ανάστασις των νεκρών εγένετο εξ αυτού και μετά από αυτόν.
Πρωτότοκος δε όλης της κτίσεως ωνομάσθη δια την φιλανθρωπίαν του Πατρός, ένεκα της οποίας όχι μόνο τα πάντα εδημιουργήθησαν δια του Λόγου αυτού, αλλά διότι και αυτή η κτίσις περί της οποίας ο απόστολος είπεν ότι αναμένει με λαχτάραν την αποκάλυψιν των υιών του Θεού (Ρωμ. 8:19), ‘θα ελευθερωθή κάποτε από την δουλείαν εις την φθοράν, δια να εισέλθη εις την ένδοξον ελευθερίαν των παιδιών του Θεού’ (Ρωμ. 8:21).
Κατ’ αυτόν τον τρόπον λοιπόν με το να ελευθερωθή η κτίσις, θα είναι και αυτής πρωτότοκος ο Κύριος μαζί με όλους τους υιοθετηθέντας, εις τρόπον ώστε, με το να λέγεται αυτός πρώτος, αυτά τα οποία θα ακολουθήσουν να παραμένουν συνδεδεμένα με τον Λόγον, ωσάν μετά τινός αρχής…
Εις όλους λοιπόν είναι φανερόν ότι ούτε δια τον εαυτό του, ωσάν να είναι κτίσμα, ούτε δια το ότι έχει κατ’ ουσίαν κάποιαν συγγένειαν προς όλην την κτίσιν ωνομάσθη πρωτότοκος αυτής, αλλά επειδή εξαρχής, όταν εδημιουργούσεν ο Λόγος τα κτίσματα, είχεν εκδηλώσει την συγκατάβασίν του προς τα γεννητά δια να ημπορέσουν να δημιουργηθούν. Δεν θα ημπορούσαν δηλ. να αντέξουν την φύσιν του που είναι ανόθευτος πατρική λαμπρότης, εάν λόγω της πατρικής συγκαταβάσεως δεν τα βοηθούσε και δεν τα έφερε εις την ύπαρξιν με την υποστήριξίν του.
Και δεύτερον δε πάλιν, επειδή ο Λόγος εξεδήλωσε την συγκατάβασίν του, υιοθετείται δι’ αυτού και η κτίσις, δια να γίνη και αυτής πρωτότοκος κατά πάντα, όπως έχει λεχθή, και δια το ότι κτίζει, και δια το ότι εισέρχεται εις αυτήν την οικουμένην υπέρ πάντων.
Δια τούτο λοιπόν έχει γραφή, ‘όταν δε παρουσιάση τον πρωτότοκον εις την οικουμένην λέγει, να τον προσκυνήσουν όλοι οι άγγελοι του Θεού’ (Εβρ. 1:6).
Ας ακούουν οι αντίχριστοι και ας σπαράσσουν τους εαυτούς των, διότι το να εισέλθη αυτός είς την οικουμένην συνετέλεσεν εις το να ονομασθή και πρωτότοκος όλων, έτσι ώστε να είναι του μεν Πατρός μονογενής Υιός, δια το ότι εξ αυτού μόνος αυτός εγεννήθη, της δε κτίσεως πρωτότοκος δια την υιοθέτησιν των πάντων.
(Από τον Β’ Λόγο Κατά Αρειανών, 62-64, ΑΠΑΝΤΑ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΤΟΜΟΣ Β, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ‘ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ’)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου