Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Η φιλοξενία τού Αβραάμ Η Τριαδικότης τού Θεού κατά τα μυστηριώδη ΙΗ΄ και ΙΘ΄ κεφάλαια τής Γενέσεως Τού Γεωργίου Τσιμπιρίδη




    1. Εναλλαγή Ενικών και Πληθυντικών

    2. Κύριος παρά Κυρίου

    3. Ξενίσαντες Αγγέλους

    4. Εν χειρί αγγέλου

    5. Έλαθον τινές ξενίσαντες αγγέλους

    6. Μια σύγχρονη φανέρωση της Αγίας Τριάδος

    7. Πώς ερμηνεύει τη φιλοξενία του Αβραάμ η υμνολογία της Εκκλησίας



Αξίζει, αγαπητοί αναγνώστες, να εμβαθύνουμε λίγο στα κεφάλαια 18/ιη΄ και 19/ιθ΄ τής Γενέσεως διότι είναι από τα παραδοξώτερα κεφάλαια τής Γραφής, φανερώνουν την διάκριση εν τω Θεώ προσώπων και αποδεικνύουν περιτράνως την Τριαδικότητα τού Θεού.



1. Εναλλαγή Ενικών και Πληθυντικών

Κατά το ΙΗ κεφ. τής Γενέσεως, στίχ. 1 ο Θεός (Ο΄) ή Γιαχβέ (Μασ. - יְהוָה֙) ενεφανίσθη εις τον Αβραάμ «παρά την δρυν Μαμβρή». Υψώσας δε ο Αβραάμ τούς οφθαλμούς του παραδόξως είδε ΤΡΕΙΣ άνδρες. Παραδόξως πάλι και κατά θεία προφανώς παρόρμηση, εις τον στίχ. 3, τούς προσφωνεί σε ενικό δια τού ‘Κύριε’ (Adonai - אֲדֹנָ֗י), ενώ εις τούς αμέσως επομένους στίχ. 4 και 5 ομιλεί προς αυτούς σε πληθυντικό (‘νίψατε τούς πόδας σας’, ‘αναπαύθητε’, ‘στηρίξατε την καρδίαν σας’, ‘θέλετε παρέλθει’, ‘επεράσατε’). Άξιον παρατηρήσεως επίσης, ότι, ενώ εις τον στίχ. 3 ο Αβραάμ εμφανίζει τον εαυτό του ως δούλο ΕΝΟΣ (‘τον δούλο σου’ – Εβρ. עַבְדֶּֽךָ ebedka), εις τον στίχ. 5 εμφανίζει τον εαυτό του ως δούλο ΤΡΙΩΝ (‘τον δούλο σας’ – Εβρ. עַבְדְּכֶ֑ם ebedkim). Οι τρεις ομιλούν συγχρόνως και λέγουν τα αυτά, ως εξ ενός στόματος, κάτι που φανερώνει την απόλυτη ενότητα Ενεργείας και Θελήματος μεταξύ τών υψηλών επισκεπτών τού Αβραάμ. Η ενότητα δε αυτή είναι η υπαρκτική (οντολογική) έκφραση τής απόλυτης αγάπης, τής κοινωνίας αγάπης που συνδέει αυτά τα τρία πρόσωπα. Και εις μεν τον στίχ. 5 το κείμενο γράφει κανονικώς ‘είπον’ (Eβρ. וַיֹּ֣אמְר֔וּ - way·yō·mə·rū), σε πληθυντικό δηλαδή, ως τρεις που ήσαν, εις δε τούς στίχ. 10,13,15,17,20 γράφει παραδόξως ‘είπε’ (Εβρ. וַיֹּ֗אמֶר - way·yō·mer), σε ενικό δηλαδή, ως να ήτο ΕΝΑΣ.

Άξιον επίσης προσοχής, ότι αλλού το κείμενο γράφει ‘είπε Κύριος (Εβρ, וַיֹּ֥אמֶר     יְהוָ֖ה way·yō·mer Yah·weh)’ και αλλού απλώς ‘είπε’ (Εβρ. וַיֹּ֗אמֶר - way·yō·mer), χωρίς δηλαδή να καθορίζει υποκείμενο, κάτι αρκετά παράδοξο, διότι κανονικώς γεννάται το ερώτημα: ΠΟΙΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ‘είπε’; Γενικώς εις τις εκδηλώσεις τών υψηλών επισκεπτών τού Αβραάμ και εις τις εκδηλώσεις του απέναντί τους, παρουσιάζεται η ενότητα συγχρόνως δε και η ισοτιμία τών τριών θείων προσώπων!

Αφού οι τρεις άνδρες εφιλοξενήθησαν από τον Αβραάμ, ανεχώρησαν προς τα Σόδομα. Τότε κατά τούς στίχ. 20-21 ο Γιαχβέ είπε «Η κραυγή τών Σοδόμων και τών Γομόρρων επληθύνθη και η αμαρτία αυτών βαρεία σφόδρα. Θέλω λοιπόν καταβή, και θέλω ιδεί αν έπραξαν ολοκλήρως κατά την κραυγήν την ερχομένη προς εμέ, και θέλω γνωρίσει εάν ουχί». Κατ’αυτόν τον λόγο ο Γιαχβέ, μετά την εμφάνισή του εις τον Αβραάμ, θα κατέβαινε εις τις αμαρτωλές πόλεις, για να δει προσωπικώς και ‘ιδίοις όμμασιν’ (‘Θέλω καταβή’) και να διαπιστώσει την ηθική αυτών κατάσταση. Παρά τον λόγο όμως τού Γιαχβέ περί προσωπικής καταβάσεως αυτού εις τα Σόδομα, το κείμενο λέει, ότι ο Αβραάμ εξηκολούθησε να στέκεται ενώπιον τού Γιαχβέ και να συνομιλεί μαζί Του μεσιτεύων υπέρ σωτηρίας τών Σοδόμων! Μετά απ’αυτό έφυγε ο Γιαχβέ (στίχ. 33).

Εις δε τα Σόδομα, κατά το ΙΘ:1, από τούς τρεις άνδρες πήγαν μόνο οι δύο, οι οποίοι ονομάζονται και άγγελοι, εις δε τον στίχ. 13 εμφανίζονται ως απεσταλμένοι τού Γιαχβέ.

Από αυτό προκύπτει η εξής απορία: Δεν κατέβηκε ο Γιαχβέ προσωπικώς και αισθητώς εις τα Σόδομα, όπως είπε εις τον Αβραάμ; Η απάντηση είναι θετική. Πράγματι, ο Γιαχβέ κατέβηκε εις τα Σόδομα προσωπικώς και αισθητώς εις το πρόσωπο τών δύο ανδρών – αγγέλων. Οι δύο κατά τα πρόσωπα, κατά την ουσία είναι ο ΕΝΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΥΤΟΣ ΓΙΑΧΒΕ!

Όπως το κεφ. 18 περί τών επισκεπτών τού Αβραάμ είναι γεμάτο από παράδοξα, έτσι και το κεφ. 19 περί τών επισκεπτών τού Λωτ. Όπως οι τρεις παρουσιάζονται ταυτοχρόνως ως ΕΝΑΣ Κύριος, έτσι και οι δύο. Κατ’αρχάς ο Λωτ εις τον στίχ. 2 προσφωνεί τούς δύο άντρες κανονικώς σε πληθυντικό δια τού ‘κύριοι’, έπειτα εις τον στίχ. 18 παραδόξως και κατά θεία προφανώς παρόρμηση τούς προσφωνεί σε ενικό δια τού ‘Κύριε’. Παραθέτουμε αυτόν μετά τού επομένου στίχου: «Και είπεν ο Λωτ προς αυτούς, Μη παρακαλώ, Κύριε. Ιδού ο δούλος σου εύρηκε χάριν ενώπιόν σου, και μεγάλυνας το έλεός σου, το οποίον έκανες προς εμέ...»

Ρητώς λέγει το κείμενο, ότι ο Λωτ απευθύνθηκε προς ‘αυτούς’, δηλαδή όχι προς τον ένα,αλλά προς τούς δύο άντρες, όπως άλλωστε ήτο φυσικό. Και το ότι ο Λωτ προσεφώνησε ‘αυτούς’ δια τού ενικού ‘Κύριε’ καθίσταται αναμφισβήτητο από τις φράσεις ‘ο δούλος σου’, ‘ενώπιόν σου’, ‘το έλεός σου’, ‘έκανες’. Περισσότερο δε τούτο καθίσταται αναμφισβήτητο από τον στίχ. 21, ο οποίος ανταποκρίνεται προς τον στίχ. 18. Μετά την παράκληση τού Λωτ προς τούς δύο άντρες, στίχ. 18-20, η απάντησή του αναφέρεται εις τον στίχ. 21: «Και είπε προς αυτόν ο Κύριος, Ιδού, επήκουσά σου και εις το πράγμα τούτο, να μην καταστρέψω την πόλιν, περί τής οποίας ελάλησας». Δεν γράφει ‘Και είπον’, οπότε ως υποκείμενο θα εξυπακούετο ‘αυτοί’ (οι δύο άνδρες), αλλά ‘Και είπε’, οπότε ως υποκείμενο εξυπακούεται το ‘Κύριος’, δια τού οποίου ακριβώς ο Λωτ προσεφώνησε τούς δύο άνδρες.

Η Αλήθεια και το Πνεύμα Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ




Πηγή: Από το βιβλίο «ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ». ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ. ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ



Μην πλανιέσαι από την έπαρση και τη διδασκαλία εκείνων που πλανήθηκαν από την οίηση και, περιφρονώντας την αλήθεια της Εκκλησίας και τις θείες αποκαλύψεις, ισχυρίζονται πως η αλήθεια μπορεί να μιλήσει μέσα σου χωρίς τους φθόγγους του λόγου και να σε νουθετεί η ίδια με κάποιαν ακαθόριστη και ανεξήγητη ενέργεια. Πρόκειται για διδασκαλία του ψεύδους και των εραστών του, τη διδασκαλία του Θωμά Κεμπησίου.

Γνωρίσματα της διδασκαλίας του ψεύδους είναι η σκοτεινότητα, η αοριστία, η ισχυρογνωμοσύνη, το ευφάνταστο, το ευερέθιστο, η εμπαθής ικανοποίηση την οποία γεννά μια λεπτή ενέργεια φιλοδοξίας και ηδυπάθειας.

Η πεσμένη ανθρωπότητα πλησιάζει την αγία αλήθεια με την πίστη. Άλλος δρόμος προς την αλήθεια δεν υπάρχει. Αλλά «για να πιστέψει κανείς», γράφει ο απόστολος, «χρειάζεται ν' ακούσει το κήρυγμα, και το κήρυγμα γίνεται με τον λόγο του Θεού».

Ο λόγος του Θεού είναι Αλήθεια. Το είπε ο Κύριος, όταν προσευχήθηκε στον Πατέρα Του: «Ο λόγος Σου είναι Αλήθεια». Οι ευαγγελικές εντολές είναι Αλήθεια. Το ομολόγησε ο Δαβίδ, όταν είπε στον Θεό: «Όλες οι εντολές σου είναι Αλήθεια». Απεναντίας, όπως ο ίδιος παραδέχεται, κάθε άνθρωπος υποκύπτει στο ψεύδος. «Κι εγώ, μέσα στον πόνο μου, είπα: “Κάθε άνθρωπος είναι ψεύτης”». Η Θεία Γραφή είναι που τα βεβαιώνει όλα τούτα. Πώς είναι δυνατό, λοιπόν, από τον εκφραστή του ψεύδους ν' ακούσεις τη φωνή της Αγίας Αλήθειας;

Θέλεις πραγματικά ν ακούσεις την πνευματική φωνή της Αγίας Αλήθειας; Μάθε να μελετάς το Ευαγγέλιο. Απ' αυτό θ' ακούσεις την Αλήθεια, σ' αυτό θα δεις την Αλήθεια. Η Αλήθεια θα σου αποκαλύψει την πτώση σου και τα δεσμά τού ψεύδους, τα δεσμά της πλάνης, με τα οποία αόρατα δένεται η ψυχή τού ανθρώπου, ακόμα κι εκείνου που έχει ανακαινιστεί από το Άγιο Πνεύμα με το Βάπτισμα.

Ντρέπεσαι να παραδεχθείς, πεσμένε εγωιστή, εγωιστή και στην ίδια την πτώση σου, ότι πρέπει ν' αναζητάς την Αλήθεια έξω από τον εαυτό σου, ότι η είσοδός της στην ψυχή σου θα πρέπει να γίνει διαμέσου των σωματικών αισθήσεων, της ακοής και της οράσεως; Μα αυτό αποτελεί αναμφισβήτητη πραγματικότητα, που η άρνησή της φανερώνει πόσο μεγάλη είναι η πτώση μας.

Τόσο μεγάλη, τόσο φοβερή ήταν η πτώση μας, που ο Κύριος, για να μάς σώσει, για να μάς ανεβάσει από το βάραθρο της απώλειας και να θεραπεύσει τα θανάσιμα ψυχικά μας τραύματα, έγινε άνθρωπος. Έγινε άνθρωπος Εκείνος, για να γίνουμε εμείς, από μαθητές του διαβόλου και του ψεύδους, μαθητές του Θεού και της Αλήθειας. Έγινε άνθρωπος Εκείνος, για να ελευθερωθούμε εμείς, διαμέσου του Λόγου και του Πνεύματος της Αλήθειας, από τη δουλεία τής αμαρτίας και να μάθουμε όλη την Αλήθεια. «Και θα γνωρίσουμε την Αλήθεια, και η Αλήθεια θα μας ελευθερώσει».

Τόσο είχαμε παραδοθεί στην κακία και την ηδυπάθεια, ώστε χρειάστηκε η Αγία Αλήθεια να προσλάβει τις σωματικές μας αισθήσεις. Απαιτούνταν όχι μόνο οι φθόγγοι των λόγων Της, αλλά και οι θεραπείες των ασθενών και τα ψηλαφητά θαύματα με τα νερά, τα δέντρα, τα ψωμιά και τόσα άλλα, για να βεβαιωθούμε εμείς με τα σωματικά μας μάτια πως Εκείνος είναι η Αλήθεια και να μπορέσουμε έτσι, αμυδρά έστω, να Την αντικρύσουμε. Τόσο σκοτισμένα ήταν τα πνευματικά μας μάτια!

«Αν δεν δείτε εσείς σημεία και τέρατα, δεν πρόκειται να πιστέψετε», είπε επιτιμητικά ο Κύριος στους σαρκικούς ανθρώπους που Τού ζητούσαν τη σωματική τους θεραπεία, χωρίς να υποψιάζονται πως οι ψυχές τους ήταν ασύγκριτα πιο άρρωστες, κι έτσι είχαν ανάγκη τον ουράνιο Γιατρό, για να τις θεραπεύσει, πολύ περισσότερο απ' όσο Τον είχαν ανάγκη τα σώματά τους.

Περί Θείων Ονομάτων Ο Θεός ως Αιών τών αιώνων και "Είναι" κάθε υπαρκτού Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου (ψευδώνυμο)




Πηγή αρχαίου κειμένου σε πολυτονικό πριν τη μετατροπή του: https://churchgoc.org/Library/areopagitis2.html
Πηγές στις οποίες στηρίχθηκε η μετάφραση στη Δημοτική: ΕΠΕ Χρήστου Διονυσίου Αρεοπαγίτου Fil-3, σελ. 152-156, και http://paterikakeimena.blogspot.gr/2011/02/5.html "Περί όντος εν ώ και περί παραδειγμάτων", κεφάλαιο 5ο: 4, 5:

Κείμενο     Μετάφραση

Περί όντος εν ώ και περί παραδειγμάτων

4. Επειδή και περί τούτων είπομεν, φέρε, ταγαθόν ως όντως ον και τών όντων απάντων ουσιοποιόν ανυμνήσωμεν.

Ο ων όλου τού είναι κατά δύναμιν υπερούσιός εστιν υποστάτις αιτία και δημιουργός όντος, υπάρξεως, υποστάσεως, ουσίας, φύσεως, αρχή και μέτρον αιώνων και χρόνων οντότης και αιών τών όντων, χρόνος τών γινομένων, το είναι τοις οπωσούν ούσι, γένεσις τοις οπωσούν γινομένοις.

Εκ τού όντος αιών και ουσία και ον και χρόνος και γένεσις και γινόμενον, τα εν τοις ούσιν όντα και τα οπωσούν υπάρχοντα και υφεστώτα.

Και γαρ ο θεός ου πώς εστιν ων, αλλ' απλώς και απεριορίστως όλον εν εαυτώ το είναι συνειληφώς και προειληφώς.

Διο και βασιλεύς λέγεται τών αιώνων ως εν αυτώ και περί αυτόν παντός τού είναι και όντος και υφεστηκότος και ούτε ην ούτε έσται ούτε εγένετο ούτε γίνεται ούτε γενήσεται, μάλλον δε ούτε εστίν. αλλ' αυτός εστι το είναι τοις ούσι και ου τα όντα μόνον, αλλά και αυτό το είναι τών όντων εκ τού προαιωνίως όντος,

αυτός γαρ εστιν ο αιών τών αιώνων, ο υπάρχων προ τών αιώνων.

5. Αναλαβόντες ουν είπωμεν, ότι πάσι τοις ούσι και τοις αιώσι το είναι παρά τού προόντος.

Και πας μεν αιών και χρόνος εξ αυτού, παντός δε και αιώνος και χρόνου και παντός οπωσούν όντος ο προών αρχή και αιτία, και πάντα αυτού μετέχει, και ουδενός τών όντων αποστατεί και αυτός εστι προ πάντων, και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκεν, και απλώς, ει τι οπωσούν έστιν, εν τω προόντι και έστι και επινοείται και σώζεται,

και προ τών άλλων αυτού μετοχών το είναι προβέβληται, και έστιν αυτό καθ' αυτό το είναι πρεσβύτερον τού αυτοζωήν είναι και αυτοσοφίαν είναι και αυτοομοιότητα θείαν είναι, και τα άλλα, όσων τα όντα μετέχοντα, προ πάντων αυτών τού είναι μετέχει,

μάλλον δε και αυτά καθ' αυτά πάντα, ων τα όντα μετέχει, τού αυτό καθ' αυτό είναι μετέχει, και ουδέν έστιν ον, ού μη έστιν ουσία και αιών το αυτοείναι.

Πάντων ουν εικότως τών άλλων αρχηγικώτερον ως ων ο θεός εκ τής πρεσβυτέρας τών άλλων αυτού δωρεών υμνείται. Και γαρ το προείναι και υπερείναι προέχων και υπερέχων το είναι παν, αυτό φημι καθ' αυτό το είναι, προϋπεστήσατο και τω είναι αυτώ παν το οπωσούν ον υπεστήσατο. Και γουν αι αρχαί τών όντων πάσαι τού είναι μετέχουσαι και εισί και αρχαί εισί και πρώτον εισίν, έπειτα αρχαί εισίν.

Και ει βούλει τών ζώντων ως ζώντων αρχήν φάναι την αυτοζωήν και τών ομοίων ως ομοίων την αυτοομοιότητα και τών ηνωμένων ως ηνωμένων την αυτοένωσιν και τών τεταγμένων ως τεταγμένων την αυτόταξιν και τών άλλων, όσα τούδε ή τούδε ή αμφοτέρων ή πολλών μετέχοντα τόδε ή τόδε ή αμφότερα ή πολλά εστι, τας αυτομετοχάς ευρήσεις τού είναι πρώτον αυτάς μετεχούσας και τω είναι πρώτον μεν ούσας, έπειτα τούδε ή τούδε αρχάς ούσας και τω μετέχειν τού είναι και ούσας και μετεχομένας.

Ει δε ταύτα τη μετοχή τού είναι έστι, πολλώ γε μάλλον τα αυτών μετέχοντα.
   

Περί όντος και περί παραδειγμάτων

4. Αφού λοιπόν μιλήσαμε και γι' αυτά, εμπρός, ας ανυμνήσουμε το αγαθό ως όντως Ον και ως Δημιουργό τής ουσίας όλων τών όντων.

Ο Ων είναι κατά τη δύναμη, η υπερούσια υποστατική αιτία όλου του «είναι». Είναι Δημιουργός όντος, υπάρξεως, υποστάσεως, ουσίας, φύσεως, είναι Αρχή και Μέτρο τών αιώνων, Οντότητα των χρόνων και Αιώνας των όντων· είναι ο Χρόνος όσων γίνονται, το "Είναι" όσων υπάρχουν με οποιοδήποτε τρόπο, η Γένεση όσων έχουν οποιουδήποτε είδους γένεση.

Από τον Όντα, προέρχονται ο αιώνας και η ουσία και το ον και ο χρόνος και η γένεση και ό,τι γίνεται, όσα υπάρχουν μέσα στα όντα, και αυτά που με οποιοδήποτε τρόπο υπάρχουν και υφίστανται.

Γιατί βέβαια ο Θεός δεν είναι ων με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, αλλά γενικά και απεριόριστα συγκεντρώνει και προ-λαμβάνει στον εαυτό του όλο το "είναι".

Γι' αυτό και λέγεται «βασιλεύς των αιώνων», επειδή μέσα σ' Αυτόν και γύρω απ' Αυτόν υπάρχει και υφίσταται όλο το είναι, ενώ ο Ίδιος ούτε ήταν, ούτε θα είναι, ούτε έγινε, ούτε γίνεται, ούτε θα γίνει· ή ορθότερα, ούτε υπάρχει. Αλλά Αυτός είναι η ύπαρξη για τα όντα, και όχι μόνο τα όντα, αλλά και αυτό το "είναι" των όντων προέρχεται από τον προαιωνίως Όντα.

Γιατί αυτός είναι ο Αιώνας των αιώνων, «αυτός που υπάρχει πριν από τους αιώνες».

5. Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν ας πούμε ότι όλα τα όντα και όλοι οι αιώνες λαμβάνουν την ύπαρξη τους από τον Προϋπάρχοντα.

Κάθε αιώνας και χρόνος προέρχεται απ' Αυτόν, και η Αρχή και η Αιτία για κάθε αιώνα και χρόνο, καθώς και για όλα όσα έχουν οποιουδήποτε είδους ύπαρξη, είναι ο Προϋπάρχων. Όλα μετέχουν σ' Αυτόν και από κανένα ον δεν απουσιάζει. «Αυτός υπάρχει πριν από όλα και τα πάντα έχουν συσταθεί σ' Αυτόν». Και γενικά, ό,τι έχει κάποιου είδους ύπαρξη, υπάρχει και επινοείται και σώζεται μέσα στον Προϋπάρχοντα.

Μάλιστα το «είναι» έχει προβληθεί από όλες τις άλλες συμμετοχές σ' Αυτόν. Και αυτό καθαυτό το «είναι», είναι πρωταρχικότερο από την ύπαρξη της αυτοζωής και της αυτοσοφίας και της θείας αυτοομοιότητας. Είναι επίσης πρωταρχικότερο και από όλα τα άλλα, στα οποία μετέχοντας τα όντα, πρώτα απ' όλα αυτά μετέχουν στο «είναι».

Ή καλύτερα, μετέχουν σ' αυτό καθεαυτό το «είναι», και όλες αυτές καθαυτές οι ιδιότητες, στις οποίες μετέχουν τα όντα. Και δεν υπάρχει κανένα ον του οποίου ουσία και αιώνας να μην είναι το Αυτοείναι.

Επομένως, εύλογα ο Θεός, χάρη στην πρωταρχικότερη από τις άλλες δωρεές του, υμνείται ως «ο Ων». Επειδή, κατέχοντας εκ των προτέρων την προΰπαρξη και την υπεροχή Του από όλα τα υπαρκτά, έδωσε από πριν υπόσταση σε όλο το "είναι", (εννοώ αυτό καθεαυτό το "είναι"), και με αυτό καθεαυτό το "είναι", έδωσε υπόσταση σε κάθε είδος ύπαρξης. Έτσι λοιπόν οι αρχές των όντων όλες, υπάρχουν και είναι αρχές, επειδή ακριβώς μετέχουν στο "είναι"· πρώτα όμως υπάρχουν και έπειτα είναι αρχές.
Ίσως θέλεις να υποστηρίξεις την αυτοζωή ως αρχή τών ζωντανών, ως ζωντανών,  και την αυτοομοιότητα ως αρχή τών ομοίων, ως ομοίων, και την αυτοένωση τών ενωμένων, ως ενωμένων, και την αυτοταξία, ως αρχή τών ταξινομημένων, ως ταξινομημένων.  Και να υποστηρίξεις το ίδιο για όλα τα άλλα, που με το να μετέχουν στο ένα ή στο άλλο, ή και στα δυο, ή σε πολλά, είναι το ένα ή το άλλο, ή και τα δύο ή πολλά. Τότε όμως, και πάλι θα βρεις ότι και οι ίδιες οι αυτοσυμμετοχές, πρώτα μετέχουν στο "είναι", και υπάρχουν πρώτα συμμετέχοντας στο "είναι", και μετά είναι αρχές του ενός ή του άλλου. Υπάρχουν και μετέχονται, επειδή μετέχουν στο "είναι".

Και αν αυτές (οι αρχές) υπάρχουν με τη μετοχή του είναι, πολύ περισσότερο ισχύει αυτό για όσα μετέχουν σε αυτές!


Θείος Φωτισμός Αγίου Δημητρίου τού Ροστώφ



Πηγή: "Πνευματικό Αλφάβητο" Ιερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής. 1996.

Βυθό βαθύ ονομάζει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος τα μυστήρια και τη σοφία του Θεού. Γι' αυτό, ενώ η ανθρώπινη σοφία διδάσκεται από τους ανθρώπους, η θεία σοφία διδάσκεται μόνο από τον Θεό και μόνο σε λίγους, όσους έχουν ζωντανή πίστη και καλή προαίρεση. Εκείνος που δεν διδάχθηκε από τους ανθρώπους τη σοφία τους, δεν θα μπόρεση ποτέ να την κατανόηση και να την οικειοποιηθεί. Εκείνος που διδάχθηκε από τον Θεό τη θεία σοφία, είναι σε θέση να κατανοεί τα πάντα, και θεία και ανθρώπινα.
Το Πνεύμα το Άγιον είναι πηγή κάθε σοφίας. "Το γαρ Πνεύμα πάντα ερευνά και τα βάθη του Θεού. Ημείς δε ου το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού, ίνα ειδώμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα ημίν. Ό και λαλούμεν ουκ εν διδακτοίς ανθρώπινης σοφίας λόγοις, αλλ' εν διδακτοίς Πνεύματος Αγίου" (Α' Κορινθίους 2. 10, 12-13).
Οι Απόστολοι δεν μαθήτευσαν κοντά σε ανθρώπους, αλλά ξαφνικά "πλήσθηκαν άπαντες Πνεύματος Αγίου, και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι" (Πραξ. 2. 4). Και ο Κύριος δεν άνοιξε κανένα βιβλίο για να διδάξει τους μαθητές του, αλλά "διήνοιξεν αυτών τον νουν του συνιέναι τας γραφάς" (Λουκάς 24. 45). Γι' αυτό από μάς απαιτείται μόνο δεκτικότητα της χάριτος του Θεού, δηλαδή καλή προαίρεση, πνευματικός αγώνας και συνεχής εκζήτηση του ελέους και του φωτισμού του Θεού.
Κατά το μέτρο της προαιρέσεως και του πνευματικού αγώνος του ανθρώπου έρχεται σταδιακά ο φωτισμός του νου. Και κατά το μέτρο του φωτισμού του νου δίδεται η χάρις του Κυρίου. Και κατά το μέτρο της αποδοχής και της πληρώσεως της ψυχής με τη θεία χάρη, πραγματοποιείται η ένωσις με τον Κύριο. Εκείνος που ενώθηκε νοερά με τον Κύριο είναι πεπεισμένος για τη σωτηρία του και αναστημένος πριν από την κοινή ανάσταση.
Όσο κανείς ασκείται, τόσο αναγνωρίζει την αδυναμία του. Και όσο αναγνωρίζει την αδυναμία του, τόσο πλουτίζει σε ταπείνωση και κατάνυξη. Και όσο αποκτά ταπείνωση και κατάνυξη, τόσο φωτίζεται η διάνοιά του και διαπιστώνει ότι χωρίς τον Κύριο δεν είναι τίποτα και δεν έχει τίποτα.
Μέχρι να γνωρίσεις τελείως τον εαυτό σου, μέχρι να διαποτισθεί η ψυχή σου με τη χάρη του Θεού, μέχρι να φωτισθεί ο νους σου, μέχρι να καθαρθείς από τα πάθη, μέχρι να συμφιλιωθείς με τον Θεό, μέχρι να ενωθείς οριστικά μαζί Του, μέχρι τότε είναι αδύνατο να ζεις χωρίς τη θλίψη, χωρίς τον φόβο και χωρίς την οδύνη. Όταν όμως ενωθείς με τον Θεό, ο φόβος και η οδύνη θα μεταβληθούν σε χαρά και ευφροσύνη από του νυν και έως του αιώνος. Αμήν.

Ανάπαυσις της ψυχής κοντά στον Κύριο Πού αλλού μπορεί να βρεθεί αληθινή ανάπαυση; Αγίου Δημητρίου τού Ροστώφ ASKHTAI





Πηγή: Ιερά Μονή Παρακλήτου. Ωρωπός 1996.



Όσο και ν΄ αναζητάς ανάπαυσι και παρηγοριά σ' αυτόν τον πρόσκαιρο κόσμο δεν θα την βρης. Την ειρήνη και την παρηγοριά μπορεί να τη δώση στην ψυχή μόνον ο Κύριος, με τη χάρι Του. Όπως ο ίδιος είπε: "Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνη την εμήν δίδωμι υμίν ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν. εγώ δίδωμι υμίν" (Ίω. 14. 27).

Σκέψου, πού και σε ποια γήινη απόλαυσι θα βρης την ειρήνη και την ανάπαυσι; Πού θα Βρης την εσωτερική γαλήνη και τη μόνιμη χαρά; Μήπως στη δόξα; Αλλά σήμερα είσαι τιμημένος και αύριο ατιμασμένος. "Πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου· εξηράνθη ο χόρτος, και το άνθος εξέπεσε" (Ησ. 40. 6-7). Αλλά μήπως στον πλούτο; Όχι μόνο ειρήνη και ανάπαυσι δεν σου χαρίζει, άλλ' αντίθετα πολλή μέριμνα και ανησυχία και ανασφάλεια, μέρα και νύχτα. Οι άνθρωποι σε φθονούν και σε αντιπαθούν, κι εσύ πάλι δεν είσαι ποτέ ικανοποιημένος με όσα έχεις. Θέλεις ν' αποκτάς όλο και περισσότερα, ξεχνώντας πώς τίποτε απ' τον πλούτο σου δεν θα σου μείνη. Λέει ο πλούσιος: "Εύρον ανάπαυσιν και νυν φάγομαι εκ των αγαθών μου, και ουκ οίδε τις καιρός παρελεύσεται και καταλείψει αυτά ετέροις και αποθανείται" (Σοφ. Σειρ. 11. 19). "Καθώς εξήλθεν από γαστρός μητρός αυτού γυμνός, επιστρέψει του πορευθήναι ως ήκει, και ουδέν ου λήψεται εν μοχθώ αυτού, ίνα πορευθή εν χειρί αυτού... ώσπερ γαρ παρεγένετο, ούτω και απελεύσεται, και τις η περίσσεια αυτού, ή μοχθεί εις άνεμον;" (Έκκ/Υ 5.14-15). Μην ξεχνάς ακόμη πως ο πλούτος γίνεται αφορμή για πολλές αμαρτίες και θανάσιμες πτώσεις, όπως διαπιστώνει και ο απόστολος: "Οι βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και Βλαβερός, αίτινες Βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν" (Α' Τιμ. 6. 9). Γι' αυτό τον λόγο και ο Κύριος αναφώνησε κάποτε με πόνο: "Πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εις την βασιλείαν του Θεού εισελεύσονται!... Ευκοπώτερον εστί κάμηλον δια τρυμαλιας ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν!" (Μαρκ. 10. 23,25). Τι θα προτιμήσης, λοιπόν; Τον πρόσκαιρο πλούτο ή τη Βασιλεία του Θεού;

Η οντολογία της θεοποιού Χάριτος κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά Η οντολογία τής θεοποιού Χάριτος κατά τον υπέρμαχο τού Ησυχασμού Δημητρίου Ι. Τσελεγγίδη


 
Πηγή: Αποτελεί επεξεργασμένη μορφή μιας παραγράφου της μελέτης μας, Χάρη και ελευθερία κατά την Πατερική Παράδοση του ΙΔ’ αιώνα, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 21-39.

Η Χάρη του Θεού κατά την θεολογία και την πνευματική εμπειρία των Πατέρων της Ορθόδοξης Ανατολής αποτελεί θεολογικό όρο με σαφές δογματικό περιεχόμενο. Ο όρος «Χάρις Θεού» στο πλαίσιο της θεολογίας δηλώνει κατά τον ησυχαστή άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά μία συγκεκριμένη φυσική και ουσιώδη ενέργεια του Θεού, που όταν γίνεται μεθεκτή, θεώνει χαρισματικώς τους μετόχους της[1]. Είναι κατά συνέπεια προφανής η σωτηριολογικού χαρακτήρα σημασία της, γι’ αυτό και δεν πρέπει να ταυτίζεται με τις άλλες ενέργειες[2] του Τριαδικού Θεού.
O άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θεμελιώνει βιβλικώς τον όρο «χάρις» προσδίδοντας ιδιαίτερη θεολογική σημασία σε διάφορες λεκτικές διατυπώσεις τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης, που υποδηλώνουν τον δογματικό χαρακτήρα της. Ειδικότερα, αναφερόμενος στο χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης: «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» [3], ταυτίζει την διδόμενη στους ταπεινούς χάρη με την θεία Χάρη, η οποία «διά φωτός επιφαίνεται» [4]. Παράλληλα, επαναλαμβάνει την χριστολογική ερμηνεία του ιερού Χρυσοστόμου[5] στο ψαλμικό χωρίο: «εξεχύθη χάρις εν χείλεσί σου» [6], για να διακηρύξει τον άκτιστο χαρακτήρα της θείας Χάριτος[7], ενώ προσεγγίζοντας ερμηνευτικά το χωρίο του προφήτη Ιερεμία: «εμέ εγκατέλιπον πηγήν ύδατος ζώντος» [8] παρατηρεί, ότι το «ζων ύδωρ» είναι η θεία Χάρη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος[9]. Αλλά, η θεία Χάρη ως δόξα και λαμπρότητα του Θεού είναι κατά τον Παλαμά το «φως», με το οποίο περιβάλλεται ο Θεός κατά τον Ψαλμωδό[10]. Το φως αυτό είναι το θείο και άυλο «πυρ», που φωτίζει τις ψυχές των ανθρώπων[11] και τους καθοδηγεί[12] προς τον Θεό. Άλλωστε, και ο «άρτος των αγγέλων», που κατά τον Ψαλμωδό έφαγε ο λαός του Θεού στην έρημο[13], είναι κατά τον Παλαμά αυτό το φως της θείας Χάριτος[14], με το οποίο τρέφονται πνευματικώς οι άγγελοι αλλά και οι πνευματικοί άνθρωποι.
Φανέρωση του φωτός αυτού της θείας Χάριτος έχουμε στη φλεγόμενη και μη κατακαιόμενη βάτο[15], στο πρόσωπο του Μωυσή, όταν κατέβηκε από το όρος Σινά κρατώντας τον «Δεκάλογο» των θείων εντολών[16], στην ανάληψη του προφήτη Ηλία στον ουρανό με το «άρμα πυρός»[17], αλλά και στον «ως υπό πυρός καιόμενον τα σπλάχνα» προφήτη Ιερεμία[18].
Τέλος, στο χωρίο του προφήτη Ιωήλ: «εκχεώ από του πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα» [19] επισημαίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς την θεία Χάρη, που επαγγέλθηκε ο Χριστός στους μαθητές του και σε όλους τους πιστούς του[20], μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας του.
Αλλά, η Χάρη του Θεού, που προαναγγέλθηκε στην Παλαιά Διαθήκη και αποκαλύφθηκε μερικώς μέσα στην ιστορία της, παρέχεται πλούσια μέσα στη νέα πραγματικότητα, που εγκαινίασε η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου και η έλευση του Παρακλήτου. Η Παλαιά Διαθήκη, η Καινή Διαθήκη και η μέλλουσα βασιλεία του Θεού, κατά τον υπέρμαχο του Ησυχασμού, δεν χωρίζονται στεγανώς, αλλά συνδέονται λειτουργικώς. Έτσι, η «εν φωτί δόξα του Θεού», που είδαν, αν και αμυδρότερα, οι προφήτες Μωυσής και Ηλίας αποτελούν σύμβολα[21] και τύπους της θεοφάνειας του Θαβώρ, ενώ η άκτιστη δόξα της μεταμορφώσεως του Χριστού αποτελεί προοίμιο και σύμβολο της ίδιας δόξας, που θα αποκαλυφθεί στη μέλλουσα βασιλεία[22].

Η σπερματική δύναμη τού Θεού πίσω από τη φυσική ακολουθία τής δημιουργίας Αγίου Γρηγορίου Νύσσης




Πηγή: Αγίου Γρηγορίου Νύσσης: "Απολογητικός προς Πέτρον τον αδελφόν αυτού, περί τής Εξαημέρου". PG 44: 69-80.


Αρχαίο Κείμενο     Μετάφραση

Ει άυλός εστιν ο Θεός, πόθεν η ύλη, πώς το ποσόν εκ του απόσου, και εκ του αόπτου το ορατόν, και εκ του αμεγέθους τε και αορίστου, το πάντως όγκω τινί και πηλικότητι οριζόμενον; Και τα άλλα πάντα όσα περί την ύλην οράται, πώς ή πόθεν παρήγαγεν ο μηδέν εν τη εαυτού φύσει τοιούτον έχων;

Μία γαρ εκάστου τών περί της ύλης προφερομένων ημίν η λύσις: Το μήτε αδύνατον την σοφίαν του Θεού υποτίθεσθαι, μήτε την δύναμιν άσοφον· αλλά μετ' αλλήλων είναι ταύτα. Και εν αμφότερα δείκνυσθαι, ως άμα και κατά ταυτόν τω ετέρω συγκαθοράσθαι το έτερον. Το τε γαρ σοφόν αυτού θέλημα τη δυνάμει των ενεργουμένων εφανερώθη, και η ενεργητική αυτού δύναμις εν τω σοφώ θελήματι ετελειώθη.

Ει ουν εν τω αυτώ και κατά ταυτόν εστιν η σοφία και η δύναμις ούτε αγνοεί όπως αν ύλη προς την κατασκευήν ευρεθείη των όντων, ούτ' αδυνατεί το νοηθέν προαγαγείν εις ενέργειαν.

Πάντα δε δυνάμενος, ομού τα πάντα δι' ων η ύλη συνίσταται τω σοφώ τε και δυνατώ θελήματι κατεβάλετο προς την απεργασίαν των όντων, το κούφον, το βαρύ, το ναστόν, το αραιόν, το μαλακόν, το αντίτυπον, το υγρόν, το ξηρόν, το ψυχρόν, το θερμόν, το χρώμα, το σχήμα, την περιγραφήν, το διάστημα· α πάντα μεν καθ' εαυτά έννοιαί εστι και ψιλά νοήματα. Ου γαρ τι τούτων εφ' εαυτού ύλη εστίν, αλλά συνδραμόντα προς άλληλα, ύλη γίνεται.

Ει ουν τω υπερέχοντι της σοφίας και της δυνάμεως, και πάντα οίδε και πάντα δύναται, τάχα πώς προσεγγίζομεν τη υψηλή του Μωϋσέως φωνή, ος φησιν· "Εν κεφαλαίω (τούτο γαρ αντί της "αρχής" Ακύλας εκδέδωκε) πεποιήσθαι παρά του Θεού τον ουρανόν και την γην";

Επειδή γαρ εισαγωγικόν προς θεογνωσίαν το της Γενέσεως βιβλίον ο προφήτης πεποίηται, και σκοπός εστι τω Μωυσή, τους τη αισθήσει δεδουλωμένους χειραγωγήσαι δια των φαινομένων προς τα υπερκείμενα της αισθητικής καταλήψεως, ουρανώ δε και τη γη ορίζεται ημίν η δια της όψεως γνώσις.

Δια τούτο ως περιεκτικά των όντων τα έσχατα τών δια της αισθήσεως ημίν γινωσκομένων ο λόγος ωνόμασεν, ίνα δια του τα περιέχοντα ειπείν παρά Θεού γεγενήσθαι, συμπεριλάβη παν το εντός των άκρων περιεχόμενον, και αντί του ειπείν ότι αθρόως πάντα τα όντα ο Θεός εποίησεν, είπεν "εν κεφαλαίω", ήτοι "εν αρχή" πεποιηκέναι τον Θεόν τον ουρανόν και την γην.

Μία δε των δύο φωνών η σημασία, της τε αρχής και του κεφαλαίου. ∆ηλούται γαρ επίσης δι' εκατέρων το αθρόον: εν μεν γαρ τω "κεφαλαίω", το συλλήβδην τα πάντα γεγενήσθαι περιίστησι, δια δε της "αρχής" δηλούται το ακαρές τε και αδιάστατον. Η γαρ "αρχή" παντός διαστηματικού νοήματος αλλοτρίως έχει. Ως το σημείον αρχή της γραμμής, και του όγκου το άτομον, ούτως και το ακαρές του χρονικού διαστήματος.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για τον τρόπο υπάρξεως τού Πατρός και τού Υιού Είναι ο Υιός τού Θεού, Υιός θελήσεως; Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου



Πηγή: «Η οντολογία τού προσώπου»: η συστηµατική παρερµηνεία τών αγίων Αθανασίου, Καππαδοκών και Μαξίµου από τον Μητροπολίτη Περγάµου Ιωάννη Ζηζιούλα. Ναύπακτος, Φεβρουάριος 2016. Σελ. 49-52.
Αναδημοσίευση από pdf: http://www.parembasis.g

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στους θεολογικούς του λόγους αντιµετώπισε και κονιορτοποίησε τους Ευνοµιανούς, πού ήταν η κυριότερη µερίδα τών Αρειανών στην εποχή του. Στον τρίτο θεολογικό του λόγο αναφέρεται διεξοδικά στο θέµα τού Υιού και Λόγου τού Θεού, ήτοι τής γεννήσεως από τον Πατέρα.
Στην αρχή, αναλύοντας τις κύριες απόψεις που υπάρχουν για τον Θεό, αναφέρει τρεις, ήτοι την αναρχία, την πολυαρχία και την µοναρχία. Οι δύο πρώτες υποστηρίζονται από τους ειδωλολάτρες, ενώ σε µάς «µοναρχία το τιµώµενον». Αλλά όταν κάνη λόγο για την µοναρχία, γράφει ότι δεν περιορίζεται σε ένα Πρόσωπο, «ουχ ην έν περιγράφει πρόσωπον». Πρόκειται για την µοναρχία την οποία «φύσεως οµοτιµία συνίστησι» ή σύµπνοια γνώµης, ή ταυτότητα τής κινήσεως και η συµφωνία µε το ένα πρόσωπο, πράγµα το οποίο δεν γίνεται στην κτιστή φύση. Ο Πατήρ είναι αίτιος τής γεννήσεως τού Υιού και τής εκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύµατος, αλλά υπάρχει ισοτιµία τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος. Καίτοι υπάρχει διαφορά στον αριθµό, όµως δεν τέµνονται τα πρόσωπα ως προς την ουσία. Ο Πατήρ είναι γεννήτωρ τού Υιού και προβολεύς τού Αγίου Πνεύµατος «απαθώς και αχρόνως και ασωµάτως», αλλά υπάρχει µια φύση στον Τριαδικό Θεό112.
Στην συνέχεια ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θέτει πολλά ερωτήµατα στους Ευνοµιανούς, προκειµένου να ανατρέψη τις εσφαλµένες θεολογικές απόψεις τους και να δείξη ότι η θεολογία τής Εκκλησίας δεν είναι στοχαστική. Θα καταγραφούν µερικές µόνον θεολογικές θέσεις πού µε ενδιαφέρουν στο θέµα αυτό.
Πιστεύουµε ότι ο Πατήρ είναι η αιτία τών άλλων δύο προσώπων, «το αίτιον ως ου πάντως πρεσβύτερον τών ων εστιν αίτιον»113.
Οι Ευνοµιανοί έθεταν στον άγιο Γρηγόριο το ερώτηµα: «βουληθείς γεγέννηκε τον Υιό ή µη βουλόµενος;». Και στην συνέχεια ερωτούσαν: Εάν εγέννησε τον Υιό χωρίς να θέλη, τότε «τετυράννηται», δηλαδή αναγκάσθηκε.

"Εξ ού", "δι ού", "εν ώ". Προθέσεις περί τού Αγίου Πνεύματος Α΄ μέρος Επιστολής τού Αγίου Βασιλείου: "Περί τού Αγίου Πνεύματος" Μιχάλης Μαυροφοράκης


 
 
Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία και Αίρεση", του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του.
 
Ομιλία Νο 123
(ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ // ΕΠΟΜΕΝΗ)
(Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 15-9-1995).

Η Εκκλησία δεν δογματίζει χωρίς αιτία. Και ο λόγος είναι, ότι το δόγμα τής Εκκλησίας, ΔΕΝ είναι μία θεωρητική "ιδεολογία", αλλά είναι πρωτίστως εκλογίκευση και καταγραφή τής αληθινής ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ τής θέασης τού Θεού. Ο πιστός καλείται, όχι να "μάθει", αλλά να "βιώσει" τον Ζώντα Θεό. Γι' αυτό και δεν ανήκει στις πρoτεραιότητες τής Εκκλησίας, μία συστηματική καταγραφή τού Χριστιανικού δόγματος. Όταν όμως οι αιρέσεις επιχειρούν να παραχαράξουν αυτό το δόγμα, η Εκκλησία κατ' ανάγκην υποχρεώνεται να καταγράψει την αληθή εν Χριστώ εμπειρία, ώστε να προστατέψει τα μέλη της από την πλάνη. Αυτός είναι και ο λόγος που έγραψε ο άγιος Βασίλειος την επιστολή αυτή που θα εξετάσουμε σήμερα, αυτός είναι και ο λόγος που δημοσιεύουμε το παρόν άρθρο. Επειδή "λύκοι βαρείς, μη φειδόμενοι τού ποιμνίου", διδάσκουν ψευδείς διδασκαλίες δήθεν ως Χριστιανικές, και παρασύρουν ανθρώπους στην απώλεια.
 
1. Οι ειδωλολατρικές και Αρειανικές καταβολές τών Πνευματομαχητών
Όσοι προσπάθησαν να αντιταχθούν στη θεότητα του Αγίου Πνεύματος χρησιμοποίησαν με εσφαλμένο παραπλανητικό τρόπο ορισμένες προθέσεις που αναφέρονται στα πρόσωπα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ας υπενθυμίσουμε όμως κάτι που είναι πολύ ουσιαστικό στο να αντιληφθούμε ότι η περί του Αγίου Πνεύματος διδασκαλία της Εκκλησίας μας, ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα είναι πρόσωπο υπόστασης, και μάλιστα το τρίτο πρόσωπο του Ενός εν Τριάδι Θεού, είναι η αρχαιότερη διδασκαλία για την αλήθεια του Ευαγγελίου. Αντίθετα, οι αιρετικές απόψεις, οι οποίες αποτέλεσαν τον δογματικό πυρήνα των αιρέσεων, ήρθαν αρκετά αργότερα.
Ο Ελληνισμός και ο Ιουδαϊσμός, ύστερα από την περίοδο  των διωγμών εναντίον της Εκκλησίας, προσπάθησαν να αλώσουν την Εκκλησία αλλοιώνοντας και διαστρέφοντας την ευαγγελική αλήθεια με τα διάφορα ειδωλολατρικά ή κακόδοξα πιστεύω τους. Έτσι λοιπόν, η πρώτη σημαντική αιρετική κίνηση έγινε από τον Άρειο, με  πρώτο στόχο τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τον Υιό και Λόγο του Θεού που ενανθρώπησε, για να σώσει το ανθρώπινο Γένος και για τον οποίο οι αποδείξεις περί της θεότητάς Του, και μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και μέσα από τα κείμενα και ιδιαιτέρως την Αγία Γραφή, είναι αδιαμφισβήτητες.

Βασίλειος ο Μέγας Για το Άγιο Πνεύμα




Πηγή: Επιστολές και άλλα κείμενα τού Μεγάλου Βασιλείου. Εισαγωγή: Στυλ. Παπαδόπουλος, Απόδοση: Βασ. Μουστάκης. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος

Αναδημοσίευση από: http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/basil_pnevma_1.html




Θ’
Προσδιοριστικές έννοιες για το Πνεύμα, σύμφωνες με τη διδασκαλία των Γραφών

22. Ας εξετάσουμε τώρα και τι λογής είναι οι κοινές μας έννοιες για το Πνεύμα, που τις συνάξαμε γι' αυτό από τις Γραφές και τις κληρονομήσαμε από την άγραφη παράδοση των πατέρων.

Πρώτα λοιπόν, ποιος είναι που, ακούοντας τις ονομασίες του Πνεύματος, δεν νιώθει τον ψυχικό του κόσμο να υψώνεται και δεν πετά η σκέψη του προς την ανώτατη φύση; Γιατί Πνεύμα Θεού έχει ειπωθεί και «Πνεύμα της αληθείας, που από τον Πατέρα εκπορεύεται»(1), «Πνεύμα ευθές»(2), «Πνεύμα ηγεμονικό»(3). «Πνεύμα άγιο»(4) είναι η κύρια και ξεχωριστή του ονομασία, που βέβαια ταιριάζει σαν ονομασία σε κάθε τι το ασώματο και καθαρά άϋλο κι αμέριστο. Έτσι κι ο Κύριος, διδάσκοντας τη γυναίκα που θαρρούσε το Θεό προσκυνητό σε κάποιο τόπο, ότι το ασώματο δεν περιέχεται, λέει: «Πνεύμα είναι ο Θεός»(5). Δεν είναι λοιπόν μπορετό, ακούοντας Πνεύμα, να τυπώσει κανείς μέσα στο νου του περιορισμένη φύση, που να υπόκειται σε μετατροπές κι αλλοιώσεις ή να είναι σε όλα όμοια με την κτίση. Αλλά, ανεβάζοντας πολύ ψηλά τους λογισμούς, είναι ανάγκη ν' αντιληφθεί κάποια ουσία νοερή, άπειρη σε δύναμη, απεριόριστη σε μέγεθος, αμέτρητη με χρόνους ή αιώνες, πάμπλουτη σε βιός αγαθών. Προς αυτό έχουν στραφεί όλα όσα χρειάζονται αγιασμό. Αυτό ποθούν όλα όσα ζουν με αρετή, σαν να ποτίζονται από την άνωθεν πνοή του και να βοηθούνται στο δικό τους και φυσικό σκοπό. Τελειοποιεί τα άλλα, το ίδιο όμως δεν έχει καμμιά έλλειψη. Δεν εξαρτά από πουθενά τη ζωή του, αλλά το ίδιο χορηγεί ζωή. Δεν μεγαλώνει με προσθήκες, αλλά είναι ανέκαθεν ολοκληρωμένο, στον εαυτό του θεμελιωμένο και παντού παρόν. Είναι η πηγή του αγιασμού, φως νοητό, παρέχοντας μες από τον εαυτό του σε κάθε λογικό ον ένα φως σαν άπλετο για την εύρεση της αλήθειας. Απρόσιτο κατά τη φύση. Αντιληπτό εξ αιτίας του ότι είναι αγαθό. Πλημμυρίζει τα πάντα με τη δύναμή του, αλλά μόνο οι άξιοι μετέχουν σ' αυτό. Και δεν μετέχουν κατά το ίδιο μέτρο, αλλά η ενέργειά του μοιράζεται ανάλογα προς την πίστη. Είναι απλό στην ουσία, ποικίλο όμως στις ενέργειες. Ολόκληρο είναι στον καθένα(6) κι ολόκληρο παντού είναι. Μερίζεται δίχως να παθαίνει τίποτα και μετέχει κανείς σ' αυτό ολότελα. Συμβαίνει όπως με το ηλιοφώς. Η χάρη του φαίνεται να είναι παρούσα μονάχα σ' αυτόν που το απολαμβάνει, όμως συνάμα και πάνω στη γη και τη θάλασσα λάμπει και με τον αέρα είναι ανακατωμένο. Έτσι λοιπόν και το Πνεύμα. Στο καθένα απ' αυτά που το δέχονται σαν να είναι μονάχα παρόν, αδιάκοπα αφήνει τη χάρη του ολόκληρη σε όλα. Όσα μετέχουν σ' αυτό, το απολαμβάνουν όσο τους επιτρέπει η φύση τους κι όχι όσο εκείνο μπορεί.

Αγίου Αθανασίου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Λόγος περί της Ενανθρωπίσεως του Λόγου και της δια σώματος προς ημάς επιφανείας Αυτού



Απόδοση εις την νέα Ελληνική: Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης

Πηγή: http://www.phys.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/a8anasios_megas_logos_peri_enan8rwphsews.htm 



Εισαγωγή - Περίληψη

Ο λόγος αυτός, όπως και ο «Κατά Ειδώλων», γράφτηκε περί τα έτη 317-319 μ.Χ. Σ’ αυτόν εξετάζεται το μεγάλο γεγονός της σαρκώσεως του άσαρκου Λόγου του Θεού, δηλαδή του Υιού του Θεού, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος.

Στο πρώτο μέρος του λόγου αναλύεται ο διπλός σκοπός της ενανθρωπήσεως του Λόγου: α) η επιστροφή της ανθρωπότητας στην κατάσταση της αθανασίας που απωλέσθηκε λόγω του προπατορικού αμαρτήματος· και β) η απόδοση στους ανθρώπους της ικανότητας να γνωρίσουν τον αληθινό Θεό.

Στο δεύτερο μέρος του λόγου περιγράφει τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται ο διπλός σκοπός της ενανθρωπήσεως: είναι τα θαυμαστά έργα του Χριστού, ο θάνατος και η ανάστασή του.

Στο τρίτο μέρος του λόγου ανασκευάζονται οι αντιρρήσεις των Ιουδαίων και των Ελλήνων (ειδωλολατρών) για την ενανθρώπηση του Λόγου. Οι αντιρρήσεις των Ιουδαίων ανασκευάζονται από την προφητική τους παράδοση. Οι αντιρρήσεις των ειδωλολατρών ανασκευάζονται με λογικά επιχειρήματα. Ο Μέγας Αθανάσιος τονίζει ότι το ανθρώπινο γένος δεν είναι απρεπές για να υπηρετήσει την αποκάλυψη του Θεού. Ποιό καλύτερο σκεύος από τον άνθρωπο υπήρχε για την αποκάλυψη του Λόγου;

Τέλος, στον επίλογο ο συγγραφέας τονίζει ότι για την ολοκλήρωση της διδασκαλίας για την ενανθρώπηση του Σωτήρα χρειάζονται δυό πράγματα: μελέτη της Αγίας Γραφής και βίος αγνός.

Η ενανθρώπηση του Λόγου παίζει τον σπουδαιότερο ρόλο για την δημιουργία, την κτίση και τον άνθρωπο. Οδηγεί στη θέωση, όπως με έμφαση θεολογεί ο Μέγας Αθανάσιος: «ο Λόγος ενανθρώπησε, για να θεοποιηθούμε εμείς». Αφορά το νόημα και τον στόχο της υπάρξεως και της ζωής μας.


ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ     Νεοελληνική απόδοση

1. Αυτάρκως εν τοις προ τούτων εκ πολλών ολίγα διαλαβόντες, περί
της των εθνών περί τα είδωλα πλάνης και της τούτων δεισιδαιμονίας,
Πως εξ αρχής τούτων γέγονεν η εύρεσις, ότι εκ κακίας οι άνθρωποι
εαυτοίς την προς τα είδωλα θρησκείαν επενόησαν·
αλλά γαρ χάριτι Θεού σημάναντες ολίγα και περί της θειότητος του
Λόγου του Πατρός και της εις πάντα προνοίας και δυνάμεως αυτού·
και ότι ο αγαθός Πατήρ τούτω τα πάντα διακοσμεί και τα πάντα
υπ αυτού κινείται και εν αυτώ ζωοποιείται·
φέρε κατά ακολουθίαν, μακάριε και αληθώς φιλόχριστε, τη περί της
ευσεβείας πίστει, και τα περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου
διηγησώμεθα, και περί της θείας αυτού προς ημάς επιφανείας
δηλώσωμεν· ην Ιουδαίοι μεν διαβάλλουσιν, Έλληνες δε χλευάζουσιν,
ημείς δε προσκυνούμεν· ίν έτι μάλλον εκ της δοκούσης ευτελείας του
Λόγου μείζονα και πλείονα την εις αυτόν ευσέβειαν έχης.
Όσω γαρ παρά τοις απίστοις χλευάζεται, τοσούτω μείζονα την περί
της θεότητος αυτού μαρτυρίαν παρέχει· ότι τε α μη καταλαμβάνουσιν
άνθρωποι ως αδύνατα, ταύτα αυτός επιδείκνυται δυνατά· και α ως
απρεπή χλευάζουσιν άνθρωποι, ταύτα αυτός τη εαυτού αγαθότητι
ευπρεπή κατασκευάζει· και α σοφιζόμενοι οι άνθρωποι ως ανθρώπινα
γελώσι, ταύτα αυτός τη εαυτού δυνάμει θεία επιδείκνυται, την μεν των
ειδώλων φαντασίαν τη νομιζομένη εαυτού ευτελεία δια του σταυρού
καταστρέφων, τους δε χλευάζοντας και απιστούντας μεταπείθων
αφανώς ώστε την θειότητα αυτού και δύναμιν επιγινώσκειν.
Εις δε την περί τούτων διήγησιν, χρεία της των προειρημένων μνήμης·
ίνα και την αιτίαν της εν σώματι φανερώσεως του τοσούτου και
τηλικούτου πατρικού Λόγου γνώναι δυνηθής, και μη νομίσης ότι
φύσεως ακολουθία σώμα πεφόρεκεν ο Σωτήρ· αλλ ότι ασώματος ων
τη φύσει, και Λόγος υπάρχων, όμως κατά φιλανθρωπίαν και
αγαθότητα του εαυτού Πατρός, δια την ημών σωτηρίαν, εν
ανθρωπίνω σώματι ημίν πεφανέρωται.
Πρέπει δε ποιουμένους ημάς την περί τούτου διήγησιν, πρότερον περί
της των όλων κτίσεως και του ταύτης Δημιουργού Θεού ειπείν, ίνα
ούτως και την ταύτης ανακαίνισιν υπό του κατά την αρχήν αυτήν
δημιουργήσαντος Λόγου γεγενήσθαι αξίως αν τις θεωρήσειεν· ουδέν
γαρ εναντίον φανήσεται, ει δι ου ταύτην εδημιούργησεν ο Πατήρ, εν
αυτώ και την ταύτης σωτηρίαν ειργάσατο.
   

Είναι αρκετά αυτά τα λίγα από τα πολλά που αναπτύξαμε, πριν από τον τωρινό
μας λόγο,για την πλάνη και τη δεισιδαιμονία των εθνικών στην ειδωλολατρία·
είπαμε με ποιό τρόπο από την αρχή έγινε η επινόηση των ειδώλων· από την
κακία τους οι άνθρωποι έφτιαξαν αυτή τη θρησκεία.
Με τη χάρη βέβαια του Θεού, μας δόθηκε η ευκαιρία να πούμε λίγα και για τη
θεότητα του Λόγου του Πατέρα, αλλά και τη δύναμη και πρόνοιά του για όλα.
Ο πανάγαθος Πατέρας με το Λόγο του φροντίζει το σύμπαν· όλα κινούνται και
παίρνουν ζωή απ' αυτόν.
Στη συνέχεια, λοιπόν, αγαπητέ μου, γνήσιε φίλε του Χριστού, θα σου διηγηθώ
για την αληθινή πίστη και την ενανθρώπηση του Λόγου· επιπλέον, θα σου πω
με λεπτομέρειες για τη ζωή του Λόγου πάνω στη γη (θεία επιφάνεια).
Οι Ιουδαίοι βέβαια την συκοφαντούν, ενώ οι ειδωλολάτρες την εμπαίζουν·
εμείς όμως την προσκυνάμε. Συμβαίνει το εξής: φαινομενικά οι χλευαστές
εξευτελίζουν το Λόγο· εσύ όμως (και κάθε ευσεβής) αποκτάς περισσότερη και
μεγαλύτερη ευλάβεια στο πρόσωπό Του.

Αγίου Αθανασίου Κατά Αρειανών Μέρος 22ο Η κτιστή ανθρώπινη φύση του Χριστού Μιχάλης Μαυροφοράκης




Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία και Αίρεση", του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του.

Ομιλία Νο 285

Ομιλία Νο 285.

(ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ // ΕΠΟΜΕΝΗ).

(Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 13-4-2003).

Κατεβάστε την από την ΟΟΔΕ και σε ηχητικό αρχείο ΜΡ3 (Σύντομα)

Εξ αφορμής των κακοδοξιών των αιρετικών οι οποίοι ισχυρίζονται ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός δεν είναι γνήσιος Υιός του Θεού και κατά συνέπειαν Θεός κατά φύσιν, κατ’ ουσίαν Θεός δηλαδή, αλλά κτίσμα, κι όπως λέγουν: «η αρχή των κτισμάτων», «το πρώτο κτίσμα» με άλλα λόγια, κι ότι έχει αρχή εν χρόνω, και ότι υπήρχε καιρός κατά τον οποίο ο Υιος δεν υπήρχε, αλλά ήταν μόνος του ο Πατήρ, μας δόθηκε η ευκαιρία να εξετάσουμε τα επιχειρήματα, τα σαθρά αυτά επιχειρήματα, τα οποία προβάλλουν και στα οποία στηρίζουν τις πλάνες που διδάσκουν, και κυρίως να δούμε με ποιο τρόπο παρερμηνεύουν ορισμένα από τα χωριά της Αγίας Γραφής, αποσιωπώντας ή παντελώς τα υπόλοιπα, και διαστρέφοντας την έννοια ορισμένων χωρίων, να προσπαθούν να πείσουν εκείνους οι οποίοι είναι αστήρικτοι στην πίστη, και να τους διαστρέφουν και να μεταστρέφουν την πίστη τους από την πίστη των Πατέρων σε μια πίστη καινούργια, σε μια πίστη εντελώς λαθεμένη, η οποία δεν οδηγεί και δεν αποσκοπεί στην σωτηρία.

Στις προηγούμενες εκπομπές μιλώντας για το θέμα αυτό, εξετάσαμε το χωρίο από το βιβλίο των Παροιμιών 8ο (η΄) κεφάλαιο και  εδάφιο 22, στο οποίο ο Υιός ως Σοφία, αναφέρει τα εξής: «Κύριος έκτισέ με, αρχήν οδών Αυτού, εις έργα Αυτού». Αυτό λοιπόν, (όπως και σε προηγούμενες εκπομπές λεπτομερώς αναφέραμε), αυτό το χωρίο χρησιμοποιούν όσοι δεν αποδέχονται την Θεία φύση του Υιου και Λόγου του Θεού, και λέγουν ότι είναι κτίσμα.

Εξ αφορμής λοιπόν αυτού του συγκεκριμένου χωρίου, μας δόθηκε η ευκαιρία να έχουμε δύο οφέλη:  το πρώτο είναι να παρουσιάσουμε ποια είναι η Ορθόδοξη, η αληθινή ερμηνεία του χωρίου αυτού, πώς η Εκκλησία μας δηλαδή ερμηνεύει το χωρίο αυτό και το εντάσσει πλήρως στα υπόλοιπα χωριά της Αγίας Γραφής αλλά και της παραδόσεως της Εκκλησίας μας, και αφετέρου να γνωρίσουμε τον τρόπο με τον οποίον οι πατέρες της Εκκλησίας Θεολογούν, δηλαδή προβάλλουν την Ορθόδοξη δογματική και επιχειρηματολογούν εναντίον των αιρετικών. Συγκεκριμένα έχουμε αναφερθεί εκτενώς στο Δεύτερο Κατά Αριανών Λόγο του Αγίου Αθανασίου, του μεγάλου αυτού Πατέρα της Εκκλησίας μας, κι από αυτόν τον λόγο θα αντλήσουμε στοιχεία και θα διαβάσουμε αποσπάσματα, σχολιάζοντάς τα και στη σημερινή εκπομπή, πάλι με το ίδιο θέμα, με το ίδιο αντικείμενο.

Είδαμε λοιπόν κατ’ αρχήν, ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο «Κύριος έκτισέ με», και στο ότι ο Υιός είναι κτίσμα. Δεν αναφέρεται πουθενά στην Αγία Γραφή ότι ο Υιός είναι δημιούργημα (κτίσμα), σε αντίθεση βεβαίως, όπως είναι φυσικό, με όλη την υπόλοιπη κτίση.  Πουθενά λοιπόν δεν αναφέρεται ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού, η Σοφία του Θεού είναι κτίσμα. Στο συγκεκριμένο λοιπόν χωρίο, λέγει ότι: «Κύριος έκτισέ με», και μάλιστα όχι απομονωμένα, αλλά σε συνάφεια με το υπόλοιπο του χωρίου, που αναφέρεται στις οδούς Αυτού, Αρχήν, μάλιστα, οδών Αυτού, εις έργα Αυτού.

Επισημαίνουμε λοιπόν για μια ακόμη φορά, ότι όταν διαβάζουμε τέτοια χωρία στην Αγία Γραφή, είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη μας ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός έχει δύο φύσεις. Η μεν πρώτη είναι η προ-ανθρώπινη, η Θεία φύση, την οποία ως Υιός και Λόγος του Θεού είχε ανέκαθεν, και εξακολουθεί να έχει, και είναι η ίδια φύσις του Θεού Πατρός, (αυτό άλλωστε υποδηλώνει και η Υιότης και η Πατρότης αντίστοιχα), και τη δεύτερη φύση την ανέλαβε (την απέκτησε) εν χρόνω, την κτιστή φύση δηλαδή, την δική μας, την ανθρώπινη, με σκοπό να την αναστήσει από τον θάνατο και να την καθαρίσει από την αμαρτία,  ούτως ώστε να οδηγήσει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος το δημιούργημά Του δηλαδή, τον άνθρωπο, στη σωτηρία. Είναι λοιπόν σημαντικό να έχουμε συνεχώς να υπ’ όψη μας αυτήν την σημαντική αλήθεια όταν ακυρώσουμε τέτοιου είδους χωρία, και όταν αντιμετωπίζουμε τα διάφορα σαθρά επιχειρήματα των αιρετικών. Εκείνο που είναι σύνηθες είναι ότι οι αιρετικοί συγχέουν άλλοτε ηθελημένα και άλλοτε εν αγνοία τους, αυτή την διάκριση των φύσεων του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, και αποδίδουν αυτό που είναι γραμμένα για την ανθρώπινη φύση, στην Θεία.

Είδαμε λοιπόν ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο «έκτισε» και στο «γεννά», και ανάμεσα στην «αρχήν των οδών», και του «προ πάντων», όπως αναφέρεται για τον Υιό.  Διότι δεν είναι δυνατόν να μένουμε και να στηριζόμαστε σε ορισμένα μόνο χωρία της Αγίας Γραφής και να ξεχνούμε ή να διαγράφουμε τα υπόλοιπα τα οποία έρχονται σε άμεση σύγκρουση με τις δογματικές μας αντιλήψεις, οι οποίες τότε δεν είναι τίποτε άλλο παρά κακοδοξίες, και αυτό ακριβώς πράττουν οι αιρετικοί. Ο Θεός λοιπόν είναι Κτίστης των ανθρώπων. Και αργότερα γίνεται και Πατήρ τους. Και γίνεται Πατήρ αργότερα, εξ αιτίας του Λόγου ο Οποίος «ενοικεί» εντός αυτών που τον έχουν δεχθεί. Υπάρχει λοιπόν αυτή η χρονική τάξις, δηλαδή ο Θεός για τους ανθρώπους πρώτα είναι Κτίστης και Δημιουργός, και στη συνέχεια μέσω του Λόγου γίνεται Πατήρ. Όσον αφορά όμως εις τον Λόγο, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ενώ δηλαδή ο Θεός είναι εκ φύσεως Πατήρ Αυτού, γίνεται μετά ταύτα, και Κτίστης Αυτού, και Δημιουργός. Πότε; Όταν ενδύεται ο λόγος την κτισθείσα και δημιουργηθείσα σάρκα και γίνεται άνθρωπος. Παρατηρούμε δηλαδή μια πλήρη χρονική αντιστροφή των σχέσεων, όσον αφορά τους ανθρώπους και τον Υιό. Οι άνθρωποι λοιπόν κατ’ αρχήν είναι κτίσματα και στη συνέχεια γίνονται υιοί διά του Λόγου, ενώ ο Υιός είναι Υιός κατά φύσιν του Θεού Πατρός, και στη συνέχεια εξ αιτίας μας για λογαριασμό μας, γίνεται κτίσμα με την έννοια ότι κτίζεται ανθρώπινη φύση την οποία αναλαμβάνει για να σώσει. Όπως δηλαδή ακριβώς οι άνθρωποι με το να λαμβάνουν το Πνεύμα του Υιού γίνονται δι’ αυτού υιοί, παιδιά, τέκνα, έτσι ο Λόγος του Θεού, όταν και Αυτός ενεδύθη την σάρκα των ανθρώπων τότε λέγεται ότι και κτίζεται και δημιουργείται. Εάν λοιπόν εμείς είμαστε εκ φύσεως υιοί, είναι φανερό ότι και Εκείνος είναι εκ φύσεως κτίσμα και δημιούργημα εξαιτίας της σάρκας, της ανθρώπινης δηλαδή φύσεως, η οποία είναι δημιούργημα και την οποία ανέλαβε. Εάν πάλι εμείς γινόμαστε εξ υιοθεσίας και κατά χάριν υιοί, είναι φανερό ότι και ο Λόγος επειδή έγινε άνθρωπος διά την προς ημάς Χάριν, γι’ αυτό ακριβώς είπε: «Κύριος έκτισέ με», που αναφέρει το επίμαχο χωρίο του βιβλίου των Παροιμιών, όγδοο κεφάλαιο και στίχο είκοσι δύο.[*]

Έπειτα, επειδή με το να ενδυθεί το κτιστό, έγινε όμοιος μ’ εμάς κατά την ανθρωπότητα, κατά την ανθρώπινη δηλαδή φύση, για τούτο εύλογα ονομάστηκε αδελφός μας και πρωτότοκός μας. Παρά το ότι δηλαδή έγινε άνθρωπος μετά από μας, και αδελφός μας εξαιτίας της ομοιότητας της σαρκός, όμως και κατά τούτο λέγεται και είναι πρωτότοκος ημών, επειδή με το να έχουν καταστραφεί όλοι οι άνθρωποι εξαιτίας της παραβάσεως του Αδάμ, πρώτη απ’ όλες τις άλλες, σώθηκε και απελευθερώθηκε η σάρκα εκείνου, επειδή υπήρξε σώμα αυτού του Λόγου. Υπήρξε φύσις ανθρώπινη ενωμένη με τον Λόγο. Και έτσι πλέον εμείς, με το να είμαστε σύσσωμοι, σωζόμαστε όπως ακριβώς και εκείνη η ανθρώπινη φύση, η σάρκα δηλαδή του Λόγου.

Με εκείνο λοιπόν το σώμα, γίνεται ο Κύριος και οδηγός μας στην Βασιλεία των Ουρανών, και προς τον Πατέρα Αυτού, διότι λέγει: «Εγώ είμαι η Οδός» (Ιωάννης 14/ιδ: 6). Και πάλι λέγει ότι: «εγώ είμαι η Θύρα» (Ιωάννης 10/ι: 7). Και ότι «Όλοι πρέπει να εισέλθουν δι’ Εμού», (μέσω Εμού). Γι’ αυτό λοιπόν λέγεται και «πρωτότοκος εκ των νεκρών», όχι διότι αυτός πέθανε πρώτος, πριν από εμάς, αλλά διότι εμείς (δηλαδή ο Αδάμ και οι απόγονοί του), είχαν προαποθάνει, αλλά διότι επειδή πήρε πάνω του το θάνατο, χάριν ημών και τον κατήργησε, αναστήθηκε αυτός πρώτος ως ανθρώπος και ανέστησε χάριν ημών την ανθρώπινη φύση στο σώμα του. Ώστε λοιπόν, επειδή εκείνος αναστήθηκε, εν συνεχεία κι εμείς μετά από Εκείνον, και εξαιτίας Εκείνου, ανιστάμεθα  εκ των νεκρών.

Ο Κύριός μας λοιπόν, προηγήθηκε σ’ εμάς κατά την Ανάσταση, και είναι για το ανθρώπινο γένος «η Οδός» και «η Θύρα». Εάν λοιπόν ονομάζεται και «Πρωτότοκος της κτίσεως»,  όπως για παράδειγμα στην προς Κολοσσαείς επιστολή, 1/α: 15, όμως δεν ονομάζεται «πρωτότοκος», σαν να εξισώνεται προς τα κτίσματα και σαν να είναι απλώς και μόνον χρονικά πρώτος προς αυτά. Γιατί πώς είναι δυνατόν αυτό, όταν βέβαια είναι αυτός και μονογενής; Αλλά εξ αιτίας της  συγκατάβασης του Λόγου προς τα κτίσματα, λόγω της οποίας έχει γίνει και αδελφός πολλών. Διότι βέβαια ο μονογενής, είναι μονογενής επειδή δεν υπάρχουν άλλοι αδελφοί. Γι’ αυτό λοιπόν σε κανένα σημείο των Αγίων Γραφών δεν έχει λεχθεί «Πρωτότοκος του Θεού», ούτε «κτίσμα του Θεού». Λέγονται όμως, το: «μονογενής», και «ο Υιός», και «ο Λόγος», και «η Σοφία», που αναφέρονται στον Πατέρα, και είναι γνωρίσματα Αυτού. «Εθεσάμεθα γαρ την δόξαν Αυτού, δόξαν ως Μονογενούς παρά Πατρός», (λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στο πρώτο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του, στίχο 14), και: «απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν Αυτού τον Μονογενή» (ο ίδιος Ευαγγελιστής, στην πρώτη του επιστολή, τέταρτο κεφάλαιο και στίχο 8). Πάλι στον Ψαλμό 118ο, (σύμφωνα με την αρίθμηση της μετάφρασης των Εβδομήκοντα), και στίχο 89, διαβάζουμε: «εις τον αιώνα Κύριε, ο Λόγος Σου διαμένει». Και πάλι στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο α/1: 1, διαβάζουμε: «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν». Και πάλι στην πρώτη προς Κορινθίους Επιστολή, 1/α: 24, λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Χριστός, Θεού Δύναμις και Θεού Σοφία». Αλλά και στο κατά Ματθαίον Ευαγγελίου 3/γ: 17, και σε άλλα σημεία, του ιδίου Ευαγγελίου και άλλων Ευαγγελίων, έχουμε την φωνή του Πατρός να λέγει: «Ούτος εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός». Και από το ίδιο Ευαγγέλιο 16/ιστ: 16, έχουμε την δήλωση: «Συ ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του Ζώντος».  Το δε «πρωτότοκος» αναφέρεται εις την προς την κτίσιν επιδειχθείσα συγκατάβαση, διότι αυτής της κτίσεως, ονομάστηκε «πρωτότοκος». Και το «έκτισε», (που διαβάζουμε στο βιβλίο των Παροιμιών 8/η: 22, («Κύριος έκτισέ με»), αυτό λοιπόν το «έκτισε» πάλι αναφέρεται εις την προς τα κτίσματα Χάρη, διότι χάριν αυτών κτίζεται, ενανθρώπισε, έλαβε την ανθρώπινη φύση. Είναι με άλλα λόγια ο Υιός, Μονογενής μεν, λόγω της γεννήσεως Αυτού εκ του Πατρός, όπως έχει λεχθεί, Πρωτότοκος δε, λόγω της προς τα κτίσματα συγκαταβάσεως, και της μετά των πολλών αδελφοποιήσεως. Γι’ αυτό εάν αυτά τα δύο ρητά, αντίκεινται μεταξύ τους, θα μπορούσε κανείς δίκαια να πει, ότι υπερισχύει στον Λόγο, μάλλον το ιδίωμα του Μονογενούς, για το ότι δεν υπάρχει άλλος Λόγος ή άλλη Σοφία, αλλά μόνο Αυτός είναι αληθινός Υιός του Πατρός. Και μάλιστα, όπως έχει λεχθεί στα προηγούμενα, δεν έχει λεχθεί συνδεδεμένο με κάποια αιτία, αλλά ανεξάρτητα το: «Ο Μονογενής Υιός, ο Ων εις τον κόλπον του Πατρός» (Ιωάννης 1/α: 18). Το δε «Πρωτότοκος», είναι συνδεδεμένο με την αιτία της κτίσεως, την οποία ανέφερε και ο Απόστολος Παύλος όταν έλεγε: «ότι εν Αυτώ εκτίσθη τα πάντα», (δημιουργήθηκαν δηλαδή τα πάντα). Κι αν πάλι όπως διαβάζουμε στο εδάφιο που μόλις αναφέραμε, όλα τα κτίσματα «εκτίσθησαν δι’ Αυτού», («εν Αυτώ εκτίσθει τα πάντα»), είναι φανερό ότι αυτός είναι διαφορετικός από τα πάντα, απ’ όλα δηλαδή τα κτίσματα, και δεν είναι κτίσμα, αλλά Κτίστης των κτισμάτων.

Δεν ονομάσθηκε λοιπόν, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός «πρωτότοκος», επειδή γεννήθηκε εκ του Πατρός, αλλά επειδή η κτίσις δημιουργήθηκε δι’ Αυτού. Και όπως ακριβώς «πριν» από την δημιουργία αυτός ήταν ο Υιός διά του Οποίου έγινε η δημιουργία, έτσι και πριν ονομασθεί «πρωτότοκος όλης της κτίσεως», αυτός ήταν επίσης ο Λόγος που «ήταν εις Θεόν, κι ήταν Θεός ο Λόγος», όπως μας λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην αρχή του Ευαγγελίου του. Αλλά επειδή κι αυτό δεν το κατανόησαν οι αιρετικοί, περιφέρονται και λέγουν τα εξής: Εάν είναι πρωτότοκος όλης της κτίσεως, είναι φανερό ότι κι αυτός είναι ένας εκ της κτίσεως. Αυτό όμως είναι ανοησία. Εάν είναι καθ’ ολοκληρίαν πρωτότοκος όλης της κτίσεως, άρα όλης της κτίσεως είναι διαφορετικός. Διότι δεν είπε ότι είναι πρωτότοκος των άλλων κτισμάτων, για να μη νομισθεί ότι είναι σαν ένα από τα κτίσματα, αλλά έχει γραφεί: «όλης της κτίσεως», για να δειχθεί ότι είναι διαφορετικός από την κτίση. Ο Ρουβήν για παράδειγμα, δεν ονομάσθηκε πρωτότοκος όλων των τέκνων του Ιακώβ, αλλά του ιδίου του Ιακώβ και των αδελφών. Για να μη θεωρηθεί ότι είναι άλλος και δεν ανήκει στα παιδιά του Ιακώβ, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο της Γενέσεως (λε/35: 23). Αλλά και για τον Ίδιο τον Κύριο, ο Απόστολος Παύλος δεν είπε: «για να γίνει πρωτότοκος όλων», για να μη νομισθεί ότι φοράει σώμα ξένο από το δικό μας, αλλά είπε: «πρωτότοκος μεταξύ πολλών αδελφών» («εν πολλοίς αδελφοίς»), εξαιτίας της ομοιότητος της σαρκός, δηλαδή για την ανθρώπινη φύση που ανέλαβε, ( Ρωμαίους 8/η: 29).

Εάν λοιπόν και ο Λόγος ήταν ένας από τα κτίσματα, θα είχε πει η Αγία Γραφή και γι’ Αυτόν, ότι είναι πρωτότοκος των άλλων κτισμάτων. Τώρα όμως που οι άγιοι, οι συγγραφείς των Γραφών, λέγουν ότι είναι πρωτότοκος πάσης της κτίσεως, (ολόκληρης δηλαδή της κτίσεως), αποδεικνύεται τελείως αντίθετα με αυτά που λέγουν οι αιρετικοί, ότι δηλαδή είναι διαφορετικός από όλη την κτίση, και ότι δεν είναι κτίσμα ο Υιός του Θεού. Διότι εάν είναι κτίσμα, θα είναι και ο ίδιος «του εαυτού του πρωτότοκός», το οποίο είναι παράλογο και άτοπο. Πώς λοιπόν μπορεί, να είναι και πρώτος από τον εαυτό του, και δεύτερος μετά τον εαυτό του, αν ακολουθήσουμε τον συλλογισμό και την επιχειρηματολογία των αιρετικών; Έπειτα, εάν είναι κτίσμα, κι όλη η κτίσις (γιατί αυτό ακριβώς μας λέγει το εδάφιο, «πρωτότοκος πάσης της κτίσεως»), και όλη λοιπόν η κτίσις δημιουργήθηκε δι’ Αυτού, και δι’ Αυτού συνεστήθη, πώς μπορεί και να κτίζει την κτίση, και να είναι συγχρόνως ένα εξ αυτών τα οποία δημιουργήθηκαν δι’ Αυτού και απετέλεσαν την κτίση; Επειδή δε, αυτού του είδους η επινόηση των αιρετικών φαίνεται ότι είναι εντελώς άτοπη, ελέγχονται από την αλήθεια, ότι ονομάστηκε μεν «πρωτότοκος μεταξύ πολλών αδελφών», εξ αιτίας της συγγένειας της σαρκός, ονομάστηκε δε και «πρωτότοκος εκ των νεκρών» δια το ότι η Ανάσταση των νεκρών έγινε εξ Αυτού και μετά από Αυτόν. Πρωτότοκος δε «πάσης της κτίσεως», (ολοκλήρου της κτίσεως), ονομάσθηκε για τη φιλανθρωπία του Πατρός, ένεκα της οποίας όχι μόνον τα πάντα εδημιουργήθησαν διά του Λόγου αυτού, αλλά διότι και αυτή κτίση περί της οποίας ο Απόστολος είπε ότι «αναμένει με λαχτάρα την αποκάλυψη των υιών του Θεού», (Ρωμαίους 8/η: 19), αυτή λοιπόν η κτίση θα ελευθερωθεί κάποτε από τη δουλεία στη φθορά, για να εισέλθει στην ένδοξη ελευθερία των παιδιών του Θεού. («Ελευθερωθήσεταί ποτε, από της δουλείας της φθοράς, εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» όπως διαβάζουμε πάλι στην ίδια επιστολή, στην προς Ρωμαίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου 8/η΄ 21).

Κατ’ αυτό τον τρόπο λοιπόν, με το να ελευθερωθεί η κτίσις θα είναι και αυτής πρωτότοκος ο Κύριος, μαζί με όλους αυτούς οι οποίοι έχουν υιοθετηθεί, εις τρόπον ώστε με το να λέγεται αυτός «πρώτος», αυτά τα οποία θα ακολουθήσουν να παραμένουν συνδεδεμένα με τον Λόγο, σαν να είναι συνδεδεμένα με κάποια αρχή.

Ύστερα λοιπόν από αυτή την ανάλυση, είναι επόμενο ότι και οι ίδιοι οι ασεβείς, θα έπρεπε να ντραπούν από αυτά τα οποία λέγουν για τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, και για τον τρόπο που μεταφράζουν κι ερμηνεύουν τις έννοιες που συναντούν στα χωριά της Αγίας Γραφής. Εάν δηλαδή δεν είναι έτσι όπως προηγουμένως αναφέραμε, αλλά θελήσουν οι αιρετικοί να είναι ο Υιός του Πατρός κατά την φύση, κατά την ουσία δηλαδή, ως Υιός του Θεού να είναι κτίσμα, μεταξύ κτισμάτων πρωτότοκος όλης της κτίσεως, ας σκεφτούν ότι θα υπονοήσουν Αυτόν, ότι είναι αδελφός και όμοιος και των αλόγων, αυτών δηλαδή που δεν έχουν λογική, και που δεν έχουν έλλογη ψυχή. Αλλά όχι μόνο αυτό, αλλά και τών αψύχων, διότι και αυτά είναι μέρη και μέλη «πάσης της κτίσεως». Γι’ αυτό κατ’ ανάγκην και ο Πρωτότοκος, είναι πρώτος κατά τον χρόνο μόνον, κατά δε το γένος και την ομοιότητα, είναι ίδιος προς όλους. Πώς λοιπόν, όταν λέγουν και αυτό, (αυτό δηλαδή που μόλις αναφέραμε), δεν υπερβαίνουν κάθε ασέβεια; Ποιος μπορεί να ανεχθεί αυτά τα πράγματα τα οποία λέγουν, αλλά κι αυτούς που τα λέγουν, διότι τα αλλάζουν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, και δεν εφαρμόζουν κάποιο κοινό μέτρο και την ίδια λογική και ίδια επιχειρηματολογία παντού, αλλά σε ότι τους συμφέρει και είναι σύμφωνο με τις κακοδοξίες τους, το ερμηνεύουν κατά τον ένα τρόπο, και ό,τι δεν είναι σύμφωνο το ερμηνεύουν κατά άλλον διαφορετικό τρόπο, έστω και αν αυτά αναφέρονται στο ίδιο πράγμα; Και πώς δεν θα τους απεχθανόταν κανείς, και μόνον διότι σκέφτονται τέτοια πράγματα, και ερμηνεύουν κατ’ αυτό τον καιρό τα λόγια της Γραφής;

Σε όλους λοιπόν είναι φανερό, ότι ούτε για τον εαυτό του, σαν να είναι κτίσμα, ούτε για το ότι έχει κατά την Θεία φύση, κάποια συγγένεια προς όλη την κτίση, ονομάστηκε «Πρωτότοκος» αυτής, αλλά επειδή εξ αρχής, όταν δημιουργούσε ο Λόγος τα κτίσματα, είχε εκδηλώσει τη συγκατάβασή του προς τα δημιουργήματα, για να μπορέσουν να δημιουργηθούν. Δεν θα μπορούσαν δηλαδή τα κτίσματα να αντέξουν τη φύση Του, που είναι η ανόθευτη Πατρική λαμπρότητα, εάν λόγω της πατρικής συγκαταβάσεως δεν τα βοηθούσε και δεν τα έφερνε σε ύπαρξη με την υποστήριξή Του. Και δεύτερον, επειδή ο Λόγος εξεδήλωσε τη συγκατάβασή Του, υιοθετείται δι’ Αυτού και αυτή η κτίσις, για να γίνει και αυτής «πρωτότοκος κατά πάντα», όπως έχει λεχθεί, και για το ότι κτίζει, και δια το ότι εισέρχεται σ’ αυτή την οικουμένη, υπέρ πάντων. Γι’ αυτό λοιπόν έχει γραφεί: «Όταν δε εισαγάγει τον Πρωτότοκον εις την οικουμένην, λέγει: Και προσκυνησάτωσαν Αυτώ πάντες άγγελοι Θεού» (Εβραίους 1/α: 6).

Ας τα ακούν αυτά οι αιρετικοί και ας φρίττουν, για τα μεγάλα ατοπήματα που πράττουν, παρερμηνεύοντας τους λόγους της Αγίας Γραφής, διαστρέφοντας τα νοήματά της και υποβιβάζοντας τον Κύριο και Δημιουργό και Υιό και Λόγο του Θεού. Διότι το να εισέλθει Εκείνος εις την οικουμένη, συνετέλεσε στο να ονομασθεί και «πρωτότοκος όλων», έτσι ώστε να είναι: του μεν Πατρός «Μονογενής Υιός», δια το ότι εξ Αυτού μόνος Αυτός εγεννήθη, της δε κτίσεως «πρωτότοκος» εξαιτίας της υιοθεσίας των πάντων. Καθώς δε, είναι πρωτότοκος μεταξύ αδελφών, και αναστήθηκε εκ των νεκρών γενόμενος έτσι «απαρχή των κεκοιμημένων» (Α΄ Κορινθίους 15/ιε: 20), έτσι επειδή έπρεπε να είναι πρώτος Αυτός μεταξύ όλων, διά τούτο και κτίζεται «Αρχή Οδών», όπως λέγει το επίμαχο εδάφιο των Παροιμιών, (8/η: 22), εις τρόπον ώστε, όταν ακολουθήσουμε αυτήν την Οδό, και εισέλθουμε δι’ Αυτού, ο Οποίος λέγει: «Εγώ είμαι η Οδός και η Θύρα», και με το να κοινωνήσουμε της γνώσεως του Πατρός, να ακούσουμε κι εμείς: «Μακάριοι οι άμωμοι εν Οδώ», (Ψαλμός 118:1), και «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθαίος 5/ε: 8). Αυτά λοιπόν σε σχέση με το χωρίο του βιβλίου των Παροιμιών: «Κύριος έκτισέ με, αρχήν Οδών Αυτού».



[*] Σημείωση ΟΟΔΕ: Ο Άγιος Αθανάσιος αναιρεί τα επιχειρήματα των Αρειανών, ασχολούμενος μόνο με τη μία από τις εφαρμογές του χωρίου αυτού των Παροιμιών περί της Σοφίας του Θεού, (την προφητική), που εφαρμόζεται στην κτιστή ανθρώπινη φύση του Κυρίου Ιησού Χριστού. Όπως όμως έχουμε δείξει αναλυτικά σε άλλα άρθρα μας, το χωρίο αυτό δεν βοηθάει τους Αριανιστές, ούτε και αν το ερμηνεύσουμε με την άλλη εφαρμογή του, ως προς τη Θεϊκή φύση του Κυρίου, γιατί η λέξη που χρησιμοποιείται στα Εβραϊκά είναι διφορούμενη, ώστε ως προς τη μεν Θεϊκή φύση του Χριστού, βάσει συμφραζομένων του χωρίου, μπορεί να σημαίνει μόνο "απόκτηση", ως προς την δε ανθρώπινη φύση Του, μπορεί πράγματι να σημαίνει "κτίση", (όπως αναλύει ο άγιος Αθανάσιος), αλλά μόνο προφητικά, για την μέλλουσα τότε ενανθρώπιση του Χριστού.

 

Aγίου Αθανασίου Κατά Αρειανών Λόγος 1οςΟ Πατήρ είναι «Μείζων» του Υιού και ο Υιός «Κρείττων» των αγγέλων Μιχάλης Μαυροφοράκης



Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία και Αίρεση", του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του.

Ομιλία Νο 260

Ομιλία Νο 260.

(ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ // ΕΠΟΜΕΝΗ).

(Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 20-5-2001).

Κατεβάστε την από την ΟΟΔΕ και σε ηχητικό αρχείο ΜΡ3 (Σύντομα)

    1. Ένα χωρίο που διαστρέφεται από τους αιρετικούς

    2. Η μεθοδολογία της απομόνωσης χωρίων

    3. Το θέμα και η συνάφεια της προς Εβραίους επιστολής με το χωρίο που διαστρέφεται

    4. Ο σκοπός είναι όχι η σύγκριση, αλλά η αντιπαραβολή του Υιού με τα κτίσματα

    5. Τα γενητά (με ένα «ν») και τα γεννητά (με δύο)

    6. Η ειδωλολατρική προέλευση των Αρειανιστών

    7. «Κρείττων», «Μάλλον» και «Πλέον»

    8. Η αϊδιότητα του Υιού σε αντιπαράθεση με τα γενητά

    9. Ο Πατήρ είναι «μείζων» του Υιού και όχι «κρείττων»





1. Ένα χωρίο που διαστρέφεται από τους αιρετικούς

Αγαπητοί ακροαταί χαίρετε!

Η σημερινή εκπομπή, και σε συνέχεια προηγουμένων εκπομπών, θα ασχοληθούμε με ένα χωρίο που χρησιμοποιούν συχνά οι αιρετικοί, όσοι θέλουν να μειώσουν την αξία της φύσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Το χωρίο αυτό είναι από την προς Εβραίους επιστολή, πρώτο κεφάλαιο στίχος 4:

«Τοσούτω κρείττων γενόμενος των αγγέλων, όσω διαφορώτερον παρ' αυτούς κεκληρονόμηκεν όνομα».

Ήδη από την εποχή που άρχισαν αυτές οι επιθέσεις εναντίον του προσώπου και κυρίως της Θείας φύσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, το χωρίο αυτό ήταν προσφιλές σε όσους ήθελαν να επιτύχουν αυτό ακριβώς, δηλαδή να θεωρήσουν και να προωθήσουν την άποψή τους, ότι ο Κύριός μας, ο Υιός και Λόγος του Θεού, δεν είναι γνήσιος Υιός του Θεού Πατρός και άρα Θεός κατά την φύση, (δηλαδή ότι η φύσις Του δεν είναι ίδια με αυτή τη Θεού Πατέρα), εκείνων λοιπόν που ήθελαν να υποβιβάσουν τον Υιό και να τον καταβιβάσουν στο επίπεδο των κτισμάτων.

Αυτό λοιπόν το χωρίο, που μόλις προηγουμένως διαβάσαμε από την προς Εβραίους επιστολή του αποστόλου Παύλου, το παρερμηνεύουν οι αιρετικοί, το απομονώνουν από όλο το υπόλοιπο περιεχόμενο της επιστολής αυτής, αλλά και γενικότερα το περιεχόμενο των Αγίων Γραφών, και μένουν, (παρεξηγώντας και παρερμηνεύοντας και την έννοια των λέξεων), μένουν λοιπόν, στο «τοσούτω κρείττων γενόμενος», (ότι έγινε δηλαδή ανώτερος των αγγέλων), «όσω διαφορώτερον παρ' αυτούς κεκληρονόμηκεν όνομα».

Λέγουν λοιπόν, ότι κατ’ αρχήν, ο Υιός συνδέεται με τη λέξη: «γενόμενος», (ότι έγινε δηλαδή), και λέγουν ότι άρα αποδίδεται στον Υιό το ρήμα που σημαίνει «γίνομαι», («κάνω» δηλαδή και όχι «γεννώ»), και αφ’ ετέρου θεωρούν ότι η λέξη «ανώτερος», («κρείττων»), αποδίδεται με έννοια συγκρίσεως προς τους αγγέλους, και έτσι οδηγούνται στο εσφαλμένο συμπέρασμα, ότι συγκρινόμενος ο Υιός με τους αγγέλους, δεν διαφέρει απ’ αυτούς κατά την ουσία.

Όπως θα δούμε αναλυτικά στη συνέχεια, και με τη βοήθεια του Πρώτου κατά Αρειανών Λόγου του αγίου Αθανασίου, αυτά τα συμπεράσματα είναι εντελώς εσφαλμένα και τελείως ξένα προς το περιεχόμενο και της προς Εβραίους επιστολής αλλά και ολοκλήρου του κειμένου των Αγίων Γραφών.



2. Η μεθοδολογία της απομόνωσης χωρίων

Κατ’ αρχήν να υπενθυμίσουμε, ότι η μεθοδολογία που σίγουρα συναντούμε σε κάθε αίρεση, είναι η απομόνωση συγκεκριμένων χωρίων, ή ακόμα και λέξεων, και μικρών φράσεων του κειμένου των Αγίων Γραφών, και η παρερμηνεία τους, ούτως ώστε το αποτέλεσμα να ταιριάζει στις δογματικές απαιτήσεις του κάθε αιρετικού χώρου.

Με άλλα λόγια, αντίστροφα πλέον, αν κανείς θέλει πραγματικά να γνωρίσει το περιεχόμενο των Γραφών, να το κατανοήσει και να το ερμηνεύσει με το σωστό τρόπο, θα πρέπει, όταν διαβάζει ο,τιδήποτε, κατ’ αρχήν να ερωτά: «Πότε γράφθηκε, από ποιον, προς ποίους, και για ποιον λόγο». Κάθε τι που γράφεται, έχει ένα σκοπό. Και λέγεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι κατανοητό από αυτόν κυρίως, προς τον οποίο πρωτογενώς απευθύνεται. Στη συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση, (η οποία μας απασχολεί στη σημερινή εκπομπή), το εν λόγω δηλαδή χωρίο από την προς Εβραίους επιστολή, θα πρέπει να το εξετάσουμε και να το ερευνήσουμε μέσα από αυτό κατ’ αρχήν το πρίσμα, ούτως ώστε να οδηγηθούμε σε ένα ασφαλές συμπέρασμα. Όμως (όπως είπαμε και προηγουμένως), οι αιρετικοί ακολουθούν εντελώς διαφορετικό δρόμο. Απομονώνουν το χωρίο από όλη την υπόλοιπη συνάφεια, από το κείμενο δηλαδή στο οποίο βρίσκεται, και επιχειρηματολογούν πάνω στο χωρίο, μόνο και μόνο έχοντας σαν εφόδιο την δογματική τους διδασκαλία, την οποία θέλουν να υποστηρίξουν.

Η σύγκραση Ιουδαϊσμού, Ελληνισμού και Χριστιανισμού, ως μοναδικό κριτήριο αυθεντικής ερμηνείας του νοήματος της Ιστορίας του Μιχαήλ Γ. Χούλη, Θεολόγου


Η σύγκραση Ιουδαϊσμού, Ελληνισμού και Χριστιανισμού, ως μοναδικό κριτήριο αυθεντικής ερμηνείας του νοήματος της Ιστορίας

Αποτελεί βασική θέση της χριστιανικής κοσμοθεωρίας η πίστη ότι το νόημα της ιστορίας είναι ... μεταϊστορικό. Η ιστορία βαδίζει συνεχώς προς τα έσχατα, υπάρχει για να ξεπερασθεί, όμως όχι παράλογα και συμπτωματικά, αλλά μεταμορφωμένη σε Βασιλεία του Θεού (ο όρος με θεολογική και όχι με πολιτική έννοια). Αυτό επετεύχθη ιδίως με τη σάρκωση και το όλο αγιαστικό έργο του Υιού του Θεού επί της γης, δια του οποίου όχι μόνο ο άνθρωπος ως πρόσωπο αλλά και η καθημερινή αλήθεια των πραγμάτων και γεγονότων του κόσμου (καθώς και το νόημα της κάθε στιγμής), προσεγγίζονται και ερμηνεύονται όχι μόνο ιστορικά αλλά ταυτόχρονα εσχατολογικά, ως αγιασμός της κτίσεως και θέωση των ανθρώπων, δια της λειτουργικής και μυστηριακής ζωής.  Άλλωστε, αφού ο Λόγος του Θεού έγινε σάρκα (ύλη), και ο σκοπός της ύλης είναι ο Λόγος. Το Τέλος της δημιουργίας είναι ο Δημιουργός της. Η ιστορία έχει λοιπόν νόημα και δεν είναι μια απλή συνένωση τυχαίων γεγονότων. Αυτή την αλήθεια περί του εσχατολογικού νοήματος του χρόνου, του σκοπού και του ποιοτικού Τέλους της ιστορίας, σηματοδοτεί και καταδεικνύει πλέον περίφημα και ανεπανάληπτα μέσα στον κόσμο η αλληλοπεριχώρηση τριών κορυφαίων μεγεθών, του ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΥ, του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ και του ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ, άνευ της συμβολής των οποίων δεν θα μπορούσε ποτέ να ερμηνευθεί αυθεντικά ο κόσμος και η ιστορία. Τη μοναδική αυτή συνάφεια στην ιστορία θα προσπαθήσουμε να επισημάνουμε ακολούθως, έστω και περιορισμένα.  
 Καταρχάς, η ιστορία μάς διδάσκει ότι υπήρξε πράγματι πόλεμος μεταξύ Ιουδαίων και Ελλήνων σε πολλά μέτωπα: Θρησκευτικό, φιλοσοφικό, ιδεολογικό, πολιτιστικό, υλικό. Πέρα όμως από τις μακρόχρονες διενέξεις, αλλά και ένεκα αυτών, πραγματοποιήθηκε μια βαθιά προσέγγισή τους, που οι επιφανειακοί μελετητές της ιστορίας δεν κατανοούν. Η ελληνική παιδεία και κουλτούρα εισέδυσε στον Ιουδαϊσμό των ελληνιστικών χρόνων σε όλα σχεδόν τα επίπεδα, επισημαίνει ο Σεβ. Περγάμου Ιωάννης, στοιχεία από την πολύ κατατοπιστική εργασία του οποίου θα παραθέσουμε στη συνέχεια (ΣΤ’ τόμος Εκδοτικής Αθηνών), καθώς και από την εξαίρετη μελέτη του καθηγητή Αθανασίου Ι. Δεληκωστόπουλου “Ελληνικός Στοχασμός και Χριστιανική Διανόηση” (εκδόσεις Αποστολικής  Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος).

Η εισφορά του Ελληνισμού εν περιλήψει προέκυψε:

Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ βιβλίο «Δωδεκάορτο. Εἰσαγωγὴ στὴν ὀρθόδοξη Χριστολογία» Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου-ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ


Σαράντα ἡμέρες ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα Γέννησή Του ὁ Χριστὸς προσφέρθηκε στὸν Ναό, σύμφωνα μὲ τὰ καθιερωμένα ἀπὸ τὸν νόμο. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖ στὸν Ναὸ τοῦ ἔγινε ὑποδοχὴ ἀπὸ πνευματοκίνητους ἀνθρώπους, καὶ μάλιστα ἐπειδὴ ὁ Συμεὼν τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του, γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγεται Ὑπαπαντή. Ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ὑπαντάω καὶ σημαίνει ἔρχομαι σὲ συνάντηση κάποιου.
Ἡ Ἐκκλησία καθόρισε ἡ μεγάλη αὐτὴ Δεσποτικοθεομητορικὴ ἑορτὴ νὰ ἑορτάζεται τὴν 2α Φεβρουαρίου, γιατὶ αὐτὴ ἡ ἡμέρα εἶναι ἡ τεσσαρακοστὴ ἀπὸ τὴν 25η Δεκεμβρίου, ποὺ ἑορτάζεται ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ κατὰ σάρκα. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο διαιρεῖ τὸν ἐτήσιο χρόνο μὲ τοὺς σταθμοὺς τῆς θείας οἰκονομίας καὶ τὸν εὐλογεῖ. Ταυτόχρονα δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα νὰ μυηθῇ στὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ θεοῦ.
Τὸ περιστατικὸ τῆς προσφορᾶς τοῦ Χριστοῦ στὸν Ναό, κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴν Γέννησή Του περιγράφεται μόνον ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ (Λουκ. β´ 22-39).

α´

Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, δηλαδὴ ὁ ἄσαρκος Λόγος τοῦ θεοῦ, ἔδωσε τὴν ἐντολὴ τοῦ καθαρισμοῦ κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα στὸν Μωϋσῆ καὶ εἶχε καθιερωθῆ γιὰ ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας. Καὶ μάλιστα ἡ ἐντολὴ αὐτὴ δόθηκε στὸν Μωϋσῆ πρὶν ἀκόμη γίνῃ ἡ ἔξοδος τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, δηλαδὴ πρὶν τὴν διάβασή τους ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα.
Ἡ σχετικὴ ἐντολὴ εἶναι ἡ ἑξῆς: «Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωϋσῆν λέγων ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενὲς διανοϊγον πάσαν μήτραν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους, ἐμοὶ ἐστίν» (Ἐξ. ιγ´ 1-2). Αὐτὴ ἡ ἐντολὴ ἀναφερόταν καὶ στὰ πρωτότοκα ἀρσενικὰ τῶν ζώων, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ ξεχωρίζωνται καὶ νὰ προσφέρωνται στὸν Θεό. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἦταν σαφής: «καὶ ἀφελεῖς πᾶν διανοῖγον μήτραν, τὰ ἀρσενικά, τῷ Κυρίῳ» (Ἐξ. ιγ´ 12).
Αὐτὴ ἡ ἀφιέρωση ἦταν σημεῖο ἀναγνωρίσεως τῆς εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπόδειξη ὅτι ἀνήκουν σὲ Αὐτόν. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ ἐντολὴ τῆς ἀφιερώσεως τοῦ πρωτοτόκου ἀρσενικοῦ παιδιοῦ δόθηκε στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό, διὰ τοῦ Μωϋσέως, ἀμέσως μετὰ τὴν πάταξη τῶν πρωτοτόκων παιδιῶν τῶν Αἰγυπτίων, ὅποτε ὁ Φαραὼ ἀμέσως ἔδωσε τὴν ἄδεια τῆς ἐξόδου, καὶ βέβαια πρὶν ἀκόμη περάσουν τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ αἰτιολογία τῆς πράξεως αὐτῆς: «ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγέ σε Κύριος ὁ Θεὸς ἐξ Αἰγύπτου» (Ἐξ. ιγ´ 9).
Σὲ ἄλλο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στὸ Λευιτικό, φαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς δίνει περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὴν τελετὴ τῆς ἀφιερώσεως καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης. Ἡ γυναίκα ποὺ θὰ γεννήσῃ ἀρσενικὸ παιδὶ θὰ τοῦ κάνῃ τὴν περιτομὴ τὴν ὀγδόη ἡμέρα καὶ κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα θὰ τὸ προσφέρῃ στὸν Ναό. Καὶ μαζὶ μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ γεννηθέντος «προσοίσει ἀμνὸν ἐνιαύσιον ἄμωμον εἰς ὁλοκαύτωμα, καὶ νεοσσὸν περιστερᾶς ἡ τρυγόνα περὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου πρὸς τὸν ἱερέα» (Λευιτ. ιβ´ 1-6).

Τι σημαίνει πρωτότοκος πάσης κτίσεως Μεγάλου Αθανασίου.δογμα

Εάν δε ονομάζεται και ‘πρωτότοκος της κτίσεως’ (Κολ.1:15), όμως δεν ονομάζεται πρωτότοκος ως εξισούμενος προς τα κτίσματα και ως πρώτος εξ αυτών χρονικώς (διότι πώς είναι δυνατόν τούτο όταν βέβαια είναι αυτός και Μονογενής;), αλλά εξαιτίας της συγκαταβάσεως του Λόγου προς τα κτίσματα, λόγω της οποίας έχει γίνει και αδελφός πολλών.
Διότι βεβαίως ο μονογενής είναι μονογενής επειδή δεν υπάρχουν άλλοι αδελφοί, ο δε πρωτότοκος λέγεται πρωτότοκος λόγω της υπάρξεως και των άλλων αδελφών.
Δια τούτο λοιπόν εις ουδέν σημείον των Γραφών έχει λεχθή, πρωτότοκος του Θεού ούτε κτίσμα του Θεού, λέγονται όμως το Μονογενής, και το Υιός, και ο Λόγος, και η Σοφία που αναφέρονται εις τον Πατέρα και είναι γνωρίσματα αυτού. ‘Διότι είδαμεν την δόξαν αυτού, ωσάν μια δόξαν που έχει ένας Μονογενής Υιός από τον Πατέρα’ (Ιωάν. 1:14), και απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού τον Μονογενή’ (Α’ Ιωάν. 4:8), και ‘ο Λόγος σου Κύριε, διαμένει αιωνίως’ (Ψαλμ. 118 [119]: 89), και ‘εν αρχή υπήρχεν ο Λόγος και ο Λόγος ήτο προς τον Θεόν’ (Ιωάν. 1:1), και ‘ο Χριστός είναι Θεού δύναμις και Θεού σοφίαν’ (Α’ Κορ. 1:24), και ‘αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός’ (Ματθ.3:17, 17:5), και ‘συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του ζώντος Θεού’ (Ματθ.16:16).
Το δε πρωτότοκος αναφέρεται εις την προς την κτίσιν επιδειχθείσαν συγκατάβασιν, διότι αυτής της κτίσεως ωνομάσθη και πρωτότοκος. Και το ‘έκτισε’ πάλιν αναφέρεται εις την προς τα κτίσματα χάριν, διότι χάριν αυτών κτίζεται.
Εάν λοιπόν είναι Μονογενής, όπως βέβαια και είναι, τότε πρέπει να ερμηνευθή το πρωτότοκος, εάν όμως είναι πρωτότοκος δεν θα είναι Μονογενής.
Διότι δεν είναι δυνατόν ο ίδιος να είναι και Μονογενής και πρωτότοκος, εκτός εάν αναφέρεται αλλού το ένα και αλλού το άλλο. Είναι δηλαδή Μονογενής λόγω της γεννήσεως αυτού εκ του Πατρός, όπως έχει λεχθή, πρωτότοκος δε λόγω της προς τα κτίσματα συγκαταβάσεως και της μετά των πολλών αδελφοποιήσεως.
Δια τούτο, εάν τα δύο αυτά ρητά αντίκεινται μεταξύ των, θα ημπορούσε κανείς δικαίως να είπη ότι υπερισχύει εις τον Λόγον μάλλον το ιδίωμα του Μονογενούς, δια το ότι δεν υπάρχει άλλος Λόγος, ή άλλη Σοφία, αλλά μόνον αυτός είναι ο αληθινός Υιός του Πατρός.
Και μάλιστα, όπως έχει λεχθή εις τα προηγούμενα, δεν έχει λεχθή συνδεδεμένον με κάποιαν αιτίαν, αλλ’ ανεξαρτήτως, το ‘ο Μονογενής Υιός, ο οποίος είναι εις τον κόλπον του Πατρός’ (Ιωάν. 1:18). Το δε πρωτότοκος είναι συνδεδεμένον πάλιν με την αιτίαν της κτίσεως, την οποίαν ανέφερεν ο Παύλος όταν έλεγε, ‘διότι δι’ αυτού εδημιουργήθησαν τα πάντα’ (Κολ. 1:16). Εάν δε όλα τα κτίσματα εκτίσθησαν δι’ αυτού, αυτός είναι διαφορετικός από τα κτίσματα, και δεν είναι κτίσμα, αλλά κτίστης των κτισμάτων.