Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής Η συμβολή της ελεύθερης θέλησης του ανθρώπου στο έργο της σωτηρίας κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή



Είναι γνωστό ότι η πτώση του ανθρώπου έγινε με τη δύναμη εκείνη της φύσης του με την οποίαν όφειλε να πραγματώσει τον προαιώνιο προορισμό του, δηλ. την ελεύθερη θέληση. Γι’ αυτό και η προσωπική σωτηρία κάθε ανθρώπου λύνεται στο επίπεδο της ελεύθερης θέλησής του (Λουκ. 9,23. Ματθ.19, 17-21).
Σταθερή διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας μας, που ακολουθεί ο άγιος Μάξιμος, είναι ότι η ελεύθερη θέληση του ανθρώπου δεν καταστράφηκε από τη φθορά της αμαρτίας αλλά μόνο «διεφθάρει». Αν δεν αντιστάθηκε στην αμαρτία αυτό οφειλόταν σε αμέλεια και όχι αδυναμία. Μέσα στον άνθρωπο και μετά την παράβαση παρέμειναν σπέρματα του καλού και από τη θέλησή του εξαρτάται εάν θα κάνει ορθή χρήση των δυνάμεων του ή όχι. Τα φυσικά σπέρματα του καλού αποτελούν τα πρώτα κίνητρα του ανθρώπου πρός αυτό.
Ο άγιος Μάξιμος παραμένει πιστός στην Πατερική διδασκαλία περί συνεργίας της ελευθερίας του ανθρώπου και της θείας Χάρης στην πραγματοποίηση της σωτηρίας. Η ανθρώπινη θέληση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της σωτηρίας. Η σωτηρία πραγματοποιείται πάντοτε προαιρετικά και ουδέποτε αναγκαστικά.
Τη μυστηριακή αναγέννηση, που δίνει η Χάρη, πρέπει να ακολουθεί πάντοτε η ηθική αναγέννηση, που έχει σαν βάση την θέληση. Αυτό σημαίνει ότι κάθε δώρο της θείας Χάρης για να αποβεί σωτηριώδες σε μας, απαραίτητα πρέπει να αντιστοιχεί η άσκηση της ανθρώπινης θέλησης. Σαν παράδειγμα. Η υιοθεσία, που δίνεται με το μυστήριο του βαπτίσματος, πρέπει να ακολουθείται από τη φύλαξη της Χάρης της υιοθεσίας από τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και ο άγιος Μάξιμος ονομάζει την ελεύθερη θέληση «φυλακή» της Χάρης.
Στα διάφορα χαρίσματα του Αγ. Πνεύματος, πρέπει να αντιστοιχεί από της πλευράς του ανθρώπου η τήρηση των θείων εντολών, διότι τα χαρίσματα εκδηλώνονται μόνο κατά το μέτρο της πίστεως και εκπλήρωσης των εντολών. Μόνο με την εκούσια αποδοχή και αύξηση των χαρισματικών δώρων είναι δυνατό να φανερωθεί η πραγματικότητα του νέου ανθρώπου δηλ. της νέας ζωής, που πρόσφερε ο Χριστός στους ανθρώπους.
Ενώ, λοιπόν, η οδός της θείας καταβάσεως και της ανθρώπινης αναβάσεως πραγματοποιήθηκε από τον Χριστό, η μυστική συνάντηση Θεού και ανθρώπου γίνεται στον κάθε πιστό σύμφωνα με το μέτρο της πίστεως και της άσκησης του.
Στη διδασκαλία του αγίου Μαξίμου «περί ασκήσεως» διατυπώνεται και η θέση ότι η σωτηρία του ανθρώπου επιτυγχάνεται με τη συνεργασία της ελεύθερης θέλησής του και της θείας Χάρης. Η άσκηση, που κατά τους Πατέρες αποτελεί τη χριστιανική ζωή, έχει σκοπό τη θεραπεία όλων των δυνάμεων της ψυχής.
Μιλώντας για την άσκηση ο άγιος Μάξιμος τηρεί αυστηρά την τάξη. Πρώτα γίνεται ίαση των πρακτικών δυνάμεων της ψυχής (επιθυμίας και θυμού) έπειτα των θεωρητικών (λόγου) και τέλος των μυστικών δυνάμεων (νου) με σκοπό τη θεογνωσία και θεοκοινωνία. Έτσι έχουμε τους τρεις βαθμούς πνευματικής εξέλιξης, τους οποίους ο άγιος Μάξιμος ορίζει ως «κάθαρση-φωτισμό-τελειότητα».
Προς αυτούς τους βαθμούς αντιστοιχεί ο διαχωρισμός των πιστών σε τρεις κατηγορίες σωζομένων. Των πιστών ή εισαγομένων, των εναρέτων ή προκοπτόντων και των γνωστικών ή τελείων. Ή διαφορετικά των δούλων, των μισθωτών και των υιών.
Σύμφωνα με τις παραπάνω διαβαθμίσεις των πιστών η ασκητική του αγίου Μαξίμου, δηλ. η διδασκαλία για την προσωπική προσοικείωση της σωτηρίας, χωρίζεται σε τρία βασικά μέρη.
1. Την «πρακτικήν φιλοσοφίαν» ή πράξη
2. Την «φυσικήν θεωρίαν» ή απλά θεωρία και
3. Την «μυστικήν θεολογίαν» η απλά θεολογία.
Η πρώτη βαθμίδα καθαρίζει τον άνθρωπο από τα πάθη και τον στολίζει με τις αρετές· η δεύτερη φωτίζει το νου με την αληθινή γνώση και η τρίτη στεφανώνει τον άνθρωπο με την ύψιστη μυστική εμπειρία την οποίαν ο άγιος πατέρας ονομάζει «έκσταση». Με τους τρεις αυτούς σταθμούς πραγματοποιείται σιγά-σιγά η θεραπεία και πνευματοποίηση του ανθρώπου με την απαλλαγή του από τα πάθη, από την κατάχρηση των αισθήσεων και ιδιαίτερα από τους εμπαθείς λογισμούς. Αυτό αποτελεί την συσταύρωση μας «εν Χριστώ» με την οποίαν ο άνθρωπος πλησιάζει το άπειρο πέλαγος του Θεού.
Ολόκληρη η συμβολή της ελεύθερης θέλησης του ανθρώπου στο έργο της σωτηρίας επομένως περιέχεται κατά βάση στην εκπλήρωση των λόγων του ψαλμωδού: «Έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν» (Ψαλ. 36,27) στο νόημα των οποίων αναφέρεται ο Απ. Παύλος γράφοντας: «Αποστυγούντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω αγαθώ»( Ρωμ. 12, 9).
Και οι δύο πλευρές του έργου αυτού απαιτούν επίμοχθη άσκηση του ανθρώπου. Η μία είναι η αρνητική πλευρά της προσοικείωσης του έργου της σωτηρίας ( απορρίπτουμε κάτι), η άλλη πλευρά η θετική ( αποκτούμε κάτι). Η πρώτη κατακτάται με την κάθαρση – απελευθέρωση από τα πάθη, η δεύτερη με την απόκτηση των αρετών. Και τα δυο αποτελούν τη χριστιανική άσκηση.
Κατά τον άγιο Μάξιμο η άσκηση δεν είναι προνόμιο ούτε χρέος των μοναχών και των ερημιτών μόνο, αλλά ισχύει για όλους τους χριστιανούς, που θέλουν να σωθούν. Διότι όπως η σωτηρία παρέχεται σε όλους τους ανθρώπους, όχι μόνο στους μοναχούς, έτσι και ο δρόμος της σωτηρίας είναι ο ίδιος για όλους τους ανθρώπους.
Την αρχή της χριστιανικής άσκησης στην οδό της ανάβασης πρός τον Θεό αποτελεί η πρακτική φιλοσοφία, που περιλαμβάνει δύο είδη πρακτικής άσκησης. Από τη μια η κάθαρση ή απελευθέρωση από τα πάθη, που κατάληξη έχει την απάθεια. Από την άλλη, η απόκτηση των αρετών, που κατάληξη έχει την τέλεια αγάπη. Αυτά τα δύο είδη αποτελούν εκδήλωση της ενέργειας της ελεύθερης θέλησης του ανθρώπου.
Πως εφαρμόζονται όμως τα δύο αυτά είδη της πρακτικής φιλοσοφίας;
α) Κάθαρση από τα πάθη (Απάθεια).
Για να κατανοήσουμε το σκληρό και πολύπλοκο αγώνα κατά των παθών, πρέπει να γνωρίζουμε τι είναι τα πάθη, πως αρχίζουν και πως αναπτύσσονται. Γνωρίζοντας τα αίτια της αρρώστιας μπορεί κανείς να θεραπευθεί. Ο κυριότερος αγώνας του χριστιανού για τη σωτηρία του είναι ο αγώνας κατά των παθών.
Διότι, όπως το κακό δεν είναι η ύλη ή η φύση ή το νόημα της αλλά η παράχρηση τους, έτσι και ο αγώνας του χριστιανού δεν είναι εναντίον της φύσεως, αλλά κατά της εμπαθούς σχέσης του ανθρώπου με αυτήν. «Ου πρός τα πράγματα ο νους πολεμεί του θεοφιλούς, ουδέ προς τα τούτων νοήματα· αλλά πρός τα πάθη τα τοις νοήμασι συνεζευγμένα».
Το πάθος κατά τον άγιο Μάξιμο είναι υπερτίμηση, προτίμηση οποιουδήποτε αισθητού πράγματος περισσότερο από τα πνευματικά, η οποία φανερώνεται σαν ανώμαλη κίνηση των φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου και αυτό ονομάζεται «παράχρηση» αυτών των δυνάμεων.
Η κίνηση αυτή στρέφεται ή γύρω από τα φαγητά ή τις γυναίκες ή τα χρήματα ή την παροδική και φευγαλέα δόξα ή σε κάτι άλλο από τα αισθητά. Από τον τρόπο και το σκοπό χρήσης των παραπάνω εξαρτάται η ηθική ποιότητα του ανθρώπινου έργου, διότι από τη λογική ή παράλογη χρήση των πραγμάτων γινόμαστε ή ενάρετοι ή φαύλοι. Είναι φανερό ότι το κακό δεν υπάρχει στα πράγματα αλλά στην κατάχρησή τους.
Η ανώμαλη κίνηση των φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου εμφανίζεται σαν άλογη επιθυμία του σώματος πρός τα αισθητά πράγματα του κόσμου, αντί του πόθου πρός την αληθινή πηγή της ύπαρξης, το Θεό. Εμφανίζεται ως ροπή πρός τις αισθητές απολαύσεις παρά τις πνευματικές. Γι’ αυτό το πάθος πάντοτε προκαλείται με οποιοδήποτε αισθητό πράγμα. Τότε οι αισθήσεις κινούν τις δυνάμεις της ψυχής. Χωρίς να υπάρχει αισθητό πράγμα δεν μπορεί να κινηθούν οι δυνάμεις της ψυχής πρός το πάθος.
Οι παθητικές δυνάμεις της ψυχής, που κινούνται κατά την εμφάνιση των αισθητών πραγμάτων είναι η «επιθυμία και ο θυμός». Αυτά ονομάζονται μερικές φορές « πάθη» και αποτελούν το ένα από τα τρία κίνητρα του ανθρώπου πρός το κακό. «Τρία πράγματα μας κινούν προς τα κακά, τα πάθη, οι δαίμονες και η κακή προαίρεση». Η επιθυμία και ο θυμός δεν είναι από τη φύση τους αμαρτωλά πάθη, γιατί μπορεί να είναι και καλά. Λαμβάνουν αξία ή απαξία ανάλογα με τη σχέση τους προς τα αισθητά πράγματα. Ακριβώς στην παρά φύση και χωρίς έλεγχο, από τη λογική, κίνηση των φυσικών δυνάμεων της ψυχής βρίσκεται το αμαρτωλό πάθος.
Στην εξέλιξη του, κάθε πάθος, περνά συνήθως τέσσερεις φάσεις. Επειδή αφορμή για την εκκίνηση του πάθους είναι κάποιο αισθητό πράγμα, η ψυχή αποκτά σχέση με αυτό ή με τις αισθήσεις (εάν το πράγμα είναι παρόν) ή με το λογισμό (εάν απουσιάζει). Αυτή η υποδοχή με τις αισθήσεις των εντυπώσεων των πραγμάτων και οι λογισμοί γι’ αυτά αποτελούν την αφετηρία των παθών. Η πρώτη φάση αυτής της απλής αναφοράς του λογισμού ονομάζεται «μνήμη». « Πρώτον μεν η μνήμη, ψιλόν τον λογισμόν επί τον νούν αναφέρει».
Σ’ αυτή τη φάση του «ψιλού(λεπτού) λογισμού» το πάθος δεν αποτελεί ακόμα πάθος υπό την κύρια σημασία της λέξεως. Όταν ο λογισμός είναι «απλούς» είναι και απαθής, γιατί αποτελεί απλά «προσβολήν». Γι’ αυτό και ο λογισμός «ανεύθυνος εστιν».
Εάν αυτός ο απλός και απαθής λογισμός κρατηθεί από τη ψυχή μπορεί να μετατραπεί σε σύνθετο, να γίνει «επιθυμία» οπότε μεταβάλλεται σε «εμπαθή λογισμόν». Ο εμπαθής λογισμός είναι σύνθετος γιατί αποτελείται από πάθος και νόημα. Και σ’ αυτή όμως τη φάση το κακό δεν είναι ακόμα αμαρτία. Το πάθος γίνεται αμαρτία στο τρίτο και τέταρτο βαθμό εξέλιξής του, όταν ο «εμπαθής λογισμός» στερεώνεται στη ψυχή και μεταβάλλεται πρώτα σε «έξη» ή «συγκατάθεση» και έπειτα σε αμαρτωλή πράξη.
Τα πάθη έχουν καταστρεπτική ενέργεια πάνω στη ψυχή. Διαστρέφουν όλες τις δυνάμεις της: την επιθυμία, το θυμο και το λόγο. Ανάλογα με τις τρείς δυνάμεις της ψυχής υπάρχουν, κατά τον άγιο Μάξιμο, και τρία βασικά είδη παθών: άγνοια, τυραννίς και ακολασία δηλ. σωματική φιλαυτία. Η σωματική φιλαυτία ή η ικανοποίηση του σώματος, είναι η μητέρα όλων των άλλων παθών. Γι’ αυτό προσθέτει: « Πρόσεχε τον εαυτό σου από τη μητέρα όλων των κακών, τη φιλαυτία, που είναι μια παράλογη φιλία με τη σάρκα. Από τη φιλία αυτή γεννιώνται με ευλογοφάνεια οι βασικοί και εμπαθείς και καθολικοί τρείς μανιώδεις λογισμοί, δηλ. της γαστριμαργίας, της φιλαργυρίας και της κενοδοξίας. Από αυτούς τους λογισμούς προέρχονται όλα τα είδη της κακίας και έχουν την αρχή τους σε κάποιες προφάσεις σωματικών δήθεν αναγκών».
Από τα τρία βασικά πάθη σχηματίζονται δύο τάξεις παθών: τα σωματικά και τα ψυχικά. Τα σωματικά έχουν τις αφορμές τους στο σώμα, τα ψυχικά στα έξωθεν πράγματα. Το βασικό χαρακτηριστικό σημείο των μεν σωματικών παθών είναι η «έλλειψη» αρετών, των δε ψυχικών η «υπερβολή» των αρετών. Τα σωματικά πάθη χαρακτηρίζει η επιθυμία των ηδονών, τα ψυχικά ο πόθος της δόξας. Αποτέλεσμα των πρώτων είναι η καταστροφή των αρετών, των δεύτερων η καταστροφή της πνευματικής γνώσης.
Όλα τα πάθη αναπτύσσονται διαδοχικά, το ένα από το άλλο. Η σειρά τους παίρνει το σχήμα οκτώ εμπαθών λογισμών· «ο φίλαυτος, δηλ. ο λογισμός της γαστριμαργίας, που τον ακολουθεί ο λογισμός της πορνείας και της φιλαργυρίας, και ο λογισμός της λύπης, και της οργής και της ακηδίας και ο λογισμός της κενοδοξίας και της υπερηφανείας». Οι πρώτοι τέσσερεις εμπαθείς λογισμοί γεννιώνται από την επιθυμία και προκαλούνται είτε με τη ροπή πρός τις ηδονές (γαστριμαργία,πορνεία, φιλαργυρία) ή με τη αποφυγή της οδύνης (λύπη). Οι τέσσερεις τελευταίοι σχετίζονται με το θυμικό μέρος της ψυχής.
Από τα πάθη της επιθυμίας εξαρτώνται τα πάθη του θυμού, διότι η επιδίωξη των ηδονών του σώματος (η λατρεία του) προκαλεί το μίσος και την έχθρα προς τους άλλους. Για κάθε εκούσιο ή ακούσιο λάθος του πλησίον, που θίγει τη φιλαυτία μας, ανάβει μέσα μας το πάθος του θυμού που καταστρέφει την αγάπη πρός τους άλλους. Κάθε απογοήτευση ή αποτυχία φέρνει τον άνθρωπο στην ακηδία, που αιχμαλωτίζει όλες τις δυνάμεις της ψυχής. «Το πάθος της ακηδίας εξαπλούμενο σε όλες τις ψυχικές δυνάμεις κινεί σχεδόν όλα τα πάθη μαζί. Γι’ αυτό και η ακηδία είναι το πλέον βαρύ πάθος». Αντίθετα κάθε επιτυχία στον υλικό και πνευματικό τομέα αυξάνει στον άνθρωπο το πάθος της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας.
Εφόσον κάνουμε λόγο για τα πάθη είναι ανάγκη να υπογραμμίσουμε και τη σχέση που έχουν οι πονηρές δυνάμεις, οι δαίμονες, με αυτά. Ο άγιος Μάξιμος τονίζει ότι ο άνθρωπος συνέχεια βρίσκεται, αν όχι υπό την εξουσία, τουλάχιστον υπό την επιρροή ή πολεμική μανία των δαιμόνων.
Οι δαίμονες δρουν και στο σώμα και στη ψυχή ξεσηκώνοντας εμπαθείς λογισμούς με σκοπό να καταστρέψουν τον άνθρωπο. Γύρω από κάθε ψυχή στρέφονται διάφοροι δαίμονες, που προσπαθούν να την ρίξουν στην αμαρτία είτε με τις αισθήσεις είτε με τους λογισμούς. Άλλοι δαίμονες χρησιμοποιούν το σώμα και εξάπτουν τα πάθη στη ψυχή και δημιουργούν ακάθαρτες φαντασίες, είτε στον ύπνο είτε είμαστε ξύπνιοι. Ο σκοπός όλων των πολυαρίθμων και πολυποίκιλων παγίδων των δαιμόνων είναι η υποδούλωση του ανθρώπου είτε στη συγκατάθεση της αμαρτίας είτε στη διάπραξή της.
Πώς όμως οι δαίμονες επιτίθενται και προχωρούν στο έργο της υποδούλωσης της ψυχής στα πάθη;
Λέγει ο άγιος Μάξιμος:«Οι δαίμονες υποκινούν πονηρούς λογισμούς, ερεθίζοντες τα πάθη που υπάρχουν στη ψυχή. Κατόπιν με τους εμπαθείς λογισμούς πολεμούν το νου, για να τον αναγκάσουν να συγκατατεθεί στην αμαρτία. Όταν δε τον νικήσουν, τον φέρνουν στην κατά διάνοιαν αμαρτία. Μόλις αμαρτήσει νοερά, τότε τον σπρώχνουν, αιχμάλωτον πλέον, και στην πράξη».
Οι δαίμονες πολεμούν με πονηριά και επιμονή. Δεν έχουν όμως εξουσία να ασκήσουν βία κατά του ανθρώπου, ούτε να τον εξαναγκάσουν να πράξει την αμαρτία. Έτσι η έκβαση της μάχης εξαρτάται απο την ελεύθερη θέληση του ανθρώπου.
Τα πάθη μας απομακρύνουν από το Θεό. Μας κάνουν εχθρούς και πολέμιους του Θεού, έστω και άν ονομαζόμαστε πιστοί. Γι’ αυτό ο άγιος μας συμβουλεύει: «Να μην είσαι αυτάρεσκος και δεν θα γίνεις μισάδελφος. Μην είσαι φίλαυτος και θα γίνεις φιλόθεος».
Ο αγώνας κατά των παθών αρχίζει με την απάρνηση των εξωτερικών εκδηλώσεων του κακού, δηλ. των αμαρτωλών πράξεων και ολοκληρώνεται με τον εσωτερικό αγώνα εναντίον των εμπαθών λογισμών. Αρχίζει από το ευκολώτερο και ολοκληρώνεται με το δυσκολώτερο.
Ερμηνεύοντας ο άγιος Μάξιμος τά λόγια του Απ. Παύλου «νεκρώσατε τα μέλη υμών τα επι της γης· πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν» (Κολ. 3,5) παρατηρεί: « Γην μεν ονόμασε το φρόνημα της σάρκας. Πορνεία δε είπε την αμαρτία στην πράξη. Ακαθαρσία χαρακτήρισε τη συγκατάθεση των λογισμών. Πάθος είπε τον εμπαθή λογισμό. Επιθυμία δε κακή, την αποδοχή του λογισμού και της επιθυμίας, που δεν προχωρούν πέρα από τα όρια αυτά. Πλεονεξίαν ονόμασε την ύλη, που γεννά και αυξάνει το πάθος αυτό. Όλα αυτά λοιπόν, που αποτελούν μέλη του σαρκικού φρονήματος, διάταξε να νεκρώσουμε ο θείος Απόστολος».
Η επιτυχία του αγώνα κατά των παθών εξαρτάται από την καλλιέργεια των αρετών. Κάθε πάθος αποβάλλεται από τη ψυχή αν βάλουμε στη θέση του τη αντίστοιχη αρετή.
Ο πόλεμος εναντίον των παθών πρέπει να αρχίσει από τα κατώτερα. Δηλαδή να αρχίσει ο αγώνας εναντίον των επιθυμιών των αισθήσεων, διότι τίποτε άλλο δεν υποδουλώνει εύκολα τον άνθρωπο, όσο τα πάθη της ηδονής. Για να επιτύχει ο αγώνας κατά της φιληδονίας χρειάζεται σκληρή άσκηση για την νέκρωση του σώματος. Η νέκρωση αυτή σημαίνει χαλιναγώγηση και δαμασμό των παθητικών δυνάμεων της ψυχής (επιθυμίας και θυμού) και υποταγή τους στο πνεύμα. «Εάν δεν υποδουλωθεί το σωματικό στο πνευματικό, δεν μπορουν να εξαφανιστούν τα πάθη από αυτό».
Ο άγιος Μάξιμος μπαίνει σε λεπτομέρειες για κάθε πάθος και δίνει τις ανάλογες συμβουλές. Θα μάκρυνε όμως πολύ ο λόγος γι’ αυτό και δεν αναφερόμαστε σ’ αυτές.
Με τη νίκη του πάθους της οργής συνήθως τελειώνει ο αγώνας του πιστού εναντίον των παθών των παθητικών δυνάμεων της ψυχής ή για να ακριβολογούμε τερματίζεται ο αγώνας για την πρακτική απομάκρυνση από το κακό. Για να έχουμε όμως τέλεια νίκη είναι αναγκαία η εκρίζωση των παθών. Οι ρίζες όμως των παθών βρίσκονται στις αισθήσεις και τους λογισμούς. Η τελευταία αυτή νίκη κατακτάται με την αγωγή των αισθήσεων και με τον αγώνα κατά των λογισμών. Οι αισθήσεις πρέπει να χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τον προορισμό τους. Ο αγώνας αυτός χρειάζεται συνεχή εγρήγορση και νήψη πνευματική. Δυσκολότερος όμως είναι ο πόλεμος κατά των λογισμών διότι πρόκειται για πόλεμο κατά των αοράτων και πονηρών πνευμάτων, που υποβάλλουν στο νου του ανθρώπου τους εμπαθείς λογισμούς.
Ο άγιος Μάξιμος συνιστά ειδική στρατηγική για να κερδηθεί η μάχη των λογισμών. Το σπουδαιότερο για τη νίκη είναι να μην υποτιμά ο άνθρωπος τη φθοροποιό παρουσία των λογισμών που χρονίζουν, δηλ. των λογισμών που επιμένουν, και να μην επιτρέπει στους λογισμούς να μεταβάλλονται από «ψιλούς» σε «σύνθετους» και να καταλήγουν στην εμπαθή αμαρτωλή πράξη.
Υπάρχουν δύο τρόποι απελευθέρωσης του ανθρώπου από τους εμπαθείς λογισμούς. Ο πρώτος. Διώχνει τους λογισμούς ασχολούμενος με ψυχωφελή έργα, σε εργασία, ψαλμωδία κλπ. Ο δεύτερος. Να περιφρονεί όλα τα αισθητά πράγματα, που αποτελούν τις αιτίες των παθών. Και στους δύο τρόπους πολέμου χρειάζεται πνευματική νήψη και προσευχή. Η νήψη γεννιέται από το φόβο του Θεού, όταν δε την αποκτήσει η ψυχή «τότε αρχίζει να βλέπει τους δαίμονες που την πολεμούν με τους λογισμούς και να αμύνεται».
«Εάν γρηγορούμε και νήφουμε, γνωρίζω ότι θα φυλαχτούμε από τήν πονηριά των δαιμόνων. Και αν προσευχόμαστε, τραβούμε την θεία Χάρη ώστε να μας βοηθήσει και να γίνεται σύμμαχος μας. Αυτή τότε μας κάνει νικητές κάθε αντίθετης δύναμης και μας γλυτώνει από κάθε πλάνη και αγνωσία».
Η ψυχή αφού περάσει όλες τις φάσεις του σκληρού αγώνα και καταπολεμήσει όλα τα πάθη στεφανώνεται με το ένδοξο στεφάνι της απάθειας, που δίνεται από το Θεό ως αμοιβή για το σκληρό αγώνα και την υπομονή που έδειξε ο αγωνιστής κατά των παθών.
β) Η απόκτηση των αρετών.
Η ολοκλήρωση του αγώνα του ανθρώπου δεν είναι η κάθαρση από τα πάθη αλλά η απόκτηση των αρετών.
Ο Θεός κατά τον άγιο Μάξιμο έδωσε για τη χειραγώγηση του ανθρώπου στην πνευματική ζωή μερικούς νόμους. Πρώτο, το φυσικό νόμο, έπειτα το γραπτό νόμο και τέλος τον ευαγγελικό ή πνευματικό νόμο, το νόμο της Χάρης. Ανκαι οι τρεις νόμοι δόθηκαν σε διαφορετικές εποχές στην ουσία είναι ομοιογενείς επειδή αποτελούν έργο του ίδιου Λόγου του Θεού και οι τρεις αποβλέπουν σε ένα σκοπό την τελείωση του ανθρώπου.
Γι’ αυτό και η εκπλήρωση του ενός ή του άλλου νόμου είναι υποχρεωτική για κάθε άνθρωπο ανάλογα με την πνευματική ωριμότητά του.
Ο άγιος Μάξιμος εξετάζει το θέμα των αρετών σύμφωνα με τους τρείς πνευματικούς νόμους.
Η ουσία του φυσικού νόμου είναι η απαίτηση να ζούμε σύμφωνα με τη φύση, «κατά φύσιν», δηλ. να εμμένει ο άνθρωπος στην ορθή κίνηση των δυνάμεων της ψυχής του. Σύμφωνα με αυτόν το νόμο η αρετή είναι η ορθοχρησία όλων των φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου, ψυχικών και σωματικών. Γιατί είναι φυσικό το λογικό μέρος του ανθρώπου να υποτάσσεται στο Θεό Λόγο και να κυριαρχεί στο άλογο μέρος της ανθρώπινης φύσης. Από την αρχή αυτή, της υποταγής του κατώτερου στο ανώτερο συνάγεται το συμπέρασμα ότι η αρετή είναι η μεσότητα μεταξύ έλλειψης και υπερβολής.
Ο φυσικός νόμος τοποθετήθηκε στη ψυχή του ανθρώπου υπό μορφήν σπερμάτων και εκδηλώνεται με τη φύση του. Μετά την πτώση στην αμαρτία ο φυσικός νόμος παρά τη βοήθεια που πρόσφερε αποδείχθηκε ανεπαρκής. Πρός ενίσχυσή του δόθηκε ο γραπτός νόμος. Βασική αρχή του νόμου αυτού ήταν η υπακοή στο θέλημα του Θεού από το φόβο της τιμωρίας. Επομένως αρετή σύμφωνα με το γραπτό νόμο είναι η συνεπής εκπλήρωση της θέλησης του Θεού, όπως εκφράζεται στην Αγία Γραφή. « Όλοι οι λόγοι του Κυρίου περιέχουν αυτά τα τέσσερα· τις εντολές, τα δόγματα, τις απειλές, τις επαγγελίες (υποσχέσεις)· και γι’ αυτά υπομένουμε κάθε σκληραγωγία, όπως νηστείες, αγρυπνίες, να κοιμώμαστε κάτω στη γή, κόπους και μόχθους στα διακονήματα, βρισιές, ατιμίες, βασανιστήρια, θανάτους κλπ».
Με την τήρηση των εντολών πραγματοποιείται η κάθαρση από τα πάθη ενώ με την τήρηση των δογμάτων αποκτάται ο φωτισμός του νου.
Ο γραπτός νόμος, ο νόμος της Π. Διαθήκης, δεν ήταν τέλειος. Χρησίμευε ως προϋπόδειξη ενός ανώτερου, τελειότερου και πνευματικότερου νόμου, νόμου ευαγγελικού, που ικανοποιούσε βαθύτατα την ανθρώπινη φύση. Ο φυσικός και ο γραπτός απαιτούσε από τον άνθρωπο να ζήσει σύμφωνα πρός τη φύση του, ενώ ο ευαγγελικός, ο νόμος της Χάρης, υψώνεται πάνω από τους δύο νόμους, πάνω από τις φυσικές αρετές. Γι’ αυτό «όποιος έζησε τη ζωή του Χριστού ξεπέρασε τη δικαιοσύνη του γραπτού και του φυσικού νόμου· αυτό φανερώνοντας ο θείος Απόστολος λέει· «εν γάρ Χριστώ Ιησού, ούτε περιτομή εστιν ούτε ακροβυστία» (Γαλ. 6,15). Με τη λέξη περιτομή φανέρωσε τη δικαιοσύνη του γραπτού νόμου· με τη λέξη ακροβυστία, υπονόησε το φυσικό νόμο».
Η διαφορά του πνευματικού νόμου από το φυσικό και γραπτό νόμο είναι ότι αυτός δωρίζει στον άνθρωπο τη θέωση με την πλήρη ένωση του με τον Θεό.
Ο άγιος Μάξιμος ισχυρίζεται ότι οι αρετές είναι κάτι φυσικό στον άνθρωπο. Εάν ο άνθρωπος δεν κάνει παράχρηση των φυσικών δυνάμεων του, κατέχει τις αρετές. Λέει: « όποιος δεν είναι ανόητος, είναι συνετός· όποιος δεν είναι δειλός ή θρασύς, είναι ανδρείος· όποιος δεν είναι ακόλαστος, έχει σωφροσύνη· όποιος δεν είναι άδικος, είναι δίκαιος». Ο Θεός δε ως δημιουργός ολόκληρης της ανθρώπινης φύσης είναι αιτία όλων των αρετών. Είναι η αρχή και το τέλος της αρετής. « Διότι ουσία όλων των αρετών είναι αυτός ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός». Είναι αυτονόητο, λοιπόν, ότι οι αρετές κάνουν τον άνθρωπο μακάριο γιατί τον ενώνουν με την πηγή της μακαριότητας, τον Θεό. Αυτός όμως είναι και ο τελικός σκοπός του ανθρώπου.
Για την κατάκτηση της αρετής, εκτός από τον αγώνα της ανθρώπινης θέλησης, απαραίτητη είναι και η βοήθεια του Θεού. Ο άνθρωπος της πτώσεως δεν είναι ικανός μόνος του να βλαστήσει και να αυξήσει τις αρετές. Πολύ επιτυχημένα ο άγιος Μάξιμος λέει: « προϋπόθεση της αρετής είναι η ένωση με τη θεία δύναμη λόγω της συναίσθησης της ανθρώπινης αδυναμίας». Μόνον, όταν η θεία παντοδυναμία γονιμοποιήσει την ανθρώπινη αδυναμία συλλαμβάνεται στον άνθρωπο και αναπτύσσεται η αρετή. Στην προσπάθεια να υποταχθεί το σώμα στη ψυχή συλλαμβάνεται η αρετή. Στη συνέχεια πραγματοποιείται πολύ σύνθετη εξέλιξη, που είναι η ίδια σε όλες τις αρετές. Η αρχή αυτή είναι αντίθετη πρός την αρχή της εξέλιξης των παθών. Τα πάθη αρχίζουν από τους εσωτερικούς μυστικούς λογισμούς και αναπτύσσονται μέχρι την πρακτική αμαρτία. Στην ανάπτυξη της αρετής πρώτα αποκτάται η εξωτερική μορφή της ( ο τρόπος της έκφρασής της, σαν εξωτερική άσκηση) έπειτα δε φθάνει κάποιος στο εσωτερικό νόημα της. Μόνον έτσι, με την ανάπτυξη των αρετών φθάνει «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού».
Σαν πρώτο κίνητρο στην ανάπτυξη των αρετών, αφετηρία έναρξης της πνευματικής ζωής του ανθρώπου, θεωρεί το φόβο του Θεού και μάλιστα το φόβο της τιμωρίας. Κατά τον άγιο πατέρα «ο φόβος του Θεού είναι διπλός. Ο μεν ένας γεννιέται στη ψυχή μας από τις απειλές της κολάσεως και από τον οποίον αρχίζει η εγκράτεια και στη συνέχεια βλαστάνουν η ελπίδα στο Θεό, η απάθεια και ύστερα η αγάπη. Ο άλλος φόβος είναι δεμένος με την αγάπη. Αυτός γεμίζει τη ψυχή πάντοτε δέος και σεβασμό πρός το Θεό. Και έτσι δεν αφήνεται η ψυχή, με το θάρρος και την παρρησία της, που έχει από την ενέργεια της αγάπης, να φθάσει σ’ ένα είδος υπερβολικής και αρρωστημένης οικειότητας».
Ο φόβος του θεού γεννιέται από την πίστη διότι «όποιος πιστεύει τον Κύριο φοβάται την τιμωρία· όποιος φοβάται την τιμωρία είναι εγκρατής στα πάθη…». Κατά τον άγιο Μάξιμο, ο φόβος της τιμωρίας, τον οποίον η τέλεια αγάπη «έξω βάλλει»(Α΄Ιω. 4,18) αντικαθίσταται με τον αγνό φόβο (σεβασμό, ευλάβεια) της μεγαλωσύνης του Θεού. Η πίστη όμως είναι γεννήτρια και όλων των άλλων αρετών στην κορύφη των οποίων είναι η αγάπη.
Και οι αρετές χωρίζονται σε σωματικές και ψυχικές. «Σωματικές είναι, η νηστεία, αγρυπνία, χαμευνία (το να κοιμάται κανείς στο έδαφος), διακονία, εργασία για να μην επιβαρύνουμε κανένα ή για να ελεούμε κλπ. Ψυχικές είναι η αγάπη, η μακροθυμία, η πραότητα, η εγκράτεια, η προσευχή κλπ». Μεταξύ των σωματικών και ψυχικών αρετών υπάρχει στενός δεσμός συγγενείας. Οι σωματικές αρετές είναι η εξωτερική άσκηση που αποτελεί έκφραση και στήριγμα των ψυχικών αρετών.
Κατα τον άγιο Μάξιμο η ταπείνωση είναι η υπόσταση όλων των αρετών. Χωρίς την ταπείνωση όλες οι άλλες αρετές αποτελούν μάταιους κόπους γιατί δεν ευαρεστούν τον Θεό. Γι’ αυτό λέει:«Όποιος έχει χρυσάφι είναι πλούσιος· όποιος έχει ταπείνωση έχει αρετή· όπως όταν κάποιος δεν έχει χρυσάφι είναι φτωχός, έστω και αν δεν το γνωρίζουν οι άλλοι, έτσι όποιος δεν έχει ταπείνωση δεν είναι ενάρετος έστω και αν αγωνίζεται». Οι αρετές εμποτιζόμενες με την ταπείνωση, έχουν χαρισματικές και σωτηριώδεις συνέπειες για τον άνθρωπο. Χωρίς αυτές ο άνθρωπος είναι ολόκληρος μια αδυναμία και αθλιότητα, έστω και αν κατέχει όλα τα επίγεια αγαθά, διότι αυτά δεν μπορούν να τον υψώσουν πάνω από τα βρομερά τέλματα της ματαιότητας και της αμαρτίας.
Όταν αποκτήσει ο άνθρωπος όλες τις αρετές και με αυτές αποπνίξει τα πάθη, παίρνει από το Θεό σαν αμοιβή των κόπων του το χάρισμα της απάθειας, που αποτελεί τον ύψιστο σκοπό της πρακτικής φιλοσοφίας. Η απάθεια είναι η μακαρία εκείνη κατάσταση, στην οποία ο άνθρωπος υψώνεται πάνω από κάθε επίγειο και όλη την κτίση και θεωρεί όλα τα γεγονότα υπό το πρίσμα της αιωνιότητας. «Όταν δεν πεις ούτε πράξεις κάτι αισχρό κατά διάνοια, όταν δεν μνησικακήσεις σε αυτόν που σε ζήμιωσε και σε κακολόγησε, όταν στον καιρό της προσευχής έχεις άϋλο και ασχημάτιστο πάντοτε το νού, γνώριζε ότι έφθασες στη απάθεια και την τέλεια αγάπη».
Και στην κατάσταση της απάθειας, ο άγιος Μάξιμος, διακρίνει κάποια διαβάθμιση. Υπάρχουν τέσσερεις βαθμοί απάθειας. Ο πρώτος που υπάρχει στους εισαγόμενους, είναι η τέλεια αποχή από την πρακτική αμαρτία. Ο δεύτερος, είναι η αποβολή των εμπαθών λογισμών από τη διάνοια και ανήκει στους ενάρετους. Τον τρίτο βαθμό κατέχουν οι θεωρητικοί και φανερώνει ακινησία στα πάθη και στις επιθυμίες. Και ο τέταρτος βαθμός είναι η κάθαρση και από την απλή φαντασία των παθών, που εμφανίζεται «σ’ αυτούς που έκαναν το νου τους με τη γνωση και τη θεωρία καθαρό και διαυγή καθρέφτη του Θεού».
Με την είσοδο στη τέλεια απάθεια κατά την οποία «ο άνθρωπος γίνεται δυσκίνητος προς την κακία» δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για το δεύτερο και χαρισματικό δώρο, το φωτισμό με τη γνώση ή θεωρία. Αυτά όμως ανήκουν στον Θεό και όχι στον άνθρωπο.
(Α. Χριστοδούλου, Θεολόγος – Εισήγηση σε σύναξη Θεολόγων-εκπαιδευτικών.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου