ΔΕΝ ΣΤΡΑΦΗΚΑ ΠΙΣΩ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
(Αγ. Συμεών νέου Θεολόγου)
ΑΜΑΡΤΗΣΑ στὸν Θεὸ ὅπως ἄλλος
κανένας ἄνθρωπος στὸν κόσμο.
Ὅτι μιλάω ἔτσι ἀπὸ ταπείνωση
κανένας μὴ νομίσει : ἁμάρτησα πραγματικά,
εἶναι ἀλήθεια, πάνω ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο.
Κάθε ἁμαρτία —νὰ στὸ πῶ μὲ μιὰ κουβέντα—
καὶ κάθε κακία, τὴν ἔκανα.
Κι ὅμως μὲ κάλεσε, τὸ εἶδα,
καὶ δὲν ἄργησα καθόλου νὰ ὑπακούσω. …
Ἔτρεχε κι ἔτρεχα μὲ ὁρμὴ ἀπὸ κοντά.
Ὅπως ὁ σκύλος κυνηγάει τὸν λαγό,
ἔφευγε, καὶ τὸν ἔπαιρνα στὸ κυνήγι.
Ὅταν χάθηκε μακριά μου
ὁ Σωτήρας καὶ κρύφτηκε
τὴν ἐλπίδα ἐγὼ δὲν ἔχασα,
δὲν εἶπα πὼς τὸν ἔχασα
νὰ γυρίσω πίσω,
ἀλλὰ ὅπου εἶχα βρεθεῖ
ἐκεῖ καθόμουν κι ἔκλαιγα
θρηνοῦσα καὶ τὸν φώναζα
ὁ Κύριός μου ποῦ κρύφτηκες;
Λοιπόν, ἔτσι ποὺ ἤμουν πεσμένος
καὶ φώναζα – παρουσιαζόταν!
Πιὸ κοντὰ δὲν γίνεται!
Τὸν ἔβλεπα κι ἀναπηδοῦσα
ὁρμοῦσα νὰ τὸν ἁρπάξω,
κι ἔφευγ’ ἐκεῖνος γρήγορα,
ἔτρεχα ἐγὼ μὲ δύναμη
συχνὰ τὸν ἔφτανα
τὸ ροῦχο Του ἅρπαζα,
στεκόταν γιὰ λίγο Ἐκεῖνος,
χαιρόμουν ἐγὼ πολύ,
καὶ πάλι ἀμολιόταν
τὸν κυνηγοῦσα
κι ἔτσι
ἔφευγε, ἐρχόταν
κρυβόταν, φαινόταν –
καὶ δὲν στράφηκα πίσω.
Δὲν κουράστηκα οὔτε λίγο
δὲν σταμάτησα νὰ τρέχω
δὲν εἶπα μὲ κοροϊδεύει, καθόλου,
ὅτι μ’ ἀπατάει, μ’ ἐμπαίζει,
ὅταν κρυβόταν,
κάθε ἰσχὺ καὶ δύναμή μου
τὴν ἔβαζα νὰ τὸν ζητάω,
τοὺς δρόμους ἀνίχνευα,
ἐξέταζα τοὺς φράκτες,
θὰ φανεῖ ποῦ,
καὶ γέμιζα δάκρυα,
τοὺς πάντες ἀνέκρινα,
ὅσους τὸν εἶδαν, ὅλους.
Ὅταν λέω πὼς ἀνέκρινα
τί ἐννοῶ καὶ ποιούς νομίζεις;
Τοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου αὐτοῦ;
Τοὺς ἐπιστήμονες νομίζεις;
Καθόλου! Ἀλλὰ τοὺς Προφῆτες,
τοὺς Ἀπόστολους καὶ Πατέρες,
τοὺς ἀληθινοὺς σοφούς,
ὅσοι ἔχουν ἀποκτήσει
τὴν ἴδια τὴ Σοφία ὁλόκληρη,
ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός,
ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ.
Αὐτούς λοιπόν, μὲ δάκρυα,
μὲ πολὺ πληγωμένη καρδιὰ
ρωτοῦσα νὰ μοῦ ποῦν
ποῦ ποτὲ Τὸν εἶδαν
σὲ ποιό τόπο Αὐτός,
εἴτε πῶς καὶ μὲ ποιό τρόπο.
Μοῦ ἔλεγαν κι ἔτρεχα
μ’ ὅλη τὴ δύναμη,
οὔτε κοιμόμουν καθόλου,
βίαζα τὸν ἑαυτό μου.
Βλέποντας νὰ τὸν ποθῶ ἔτσι,
ἐμφανιζόταν λίγο, τὸν ἔβλεπα
κι ὅπως ἔχω πεῖ, τὸν καταδίωκα,
μέχρι ποὺ εἶδε ὅτι ὅλα
τὰ ἔχω γιὰ ἕνα τίποτα,
ὅσα εἶναι στὸν κόσμο
καὶ τὸν ἴδιο τὸν κόσμο, ἐννοῶ,
κι ὅλους ὅσοι εἶναι στὸν κόσμο,
ἀνύπαρκτους, σὰ νὰ μὴ τοὺς ἔβλεπα,
τοὺς εἶχε ἡ ψυχή μου,
καὶ σ’ αὐτή τὴ διάθεση μέσα
ποὺ μὲ χώρισε ἀπ’ τὸν κόσμο,
Ὁλόκληρος σ’ ὁλόκληρο ἐμένα φανερώθηκε
Ὁλόκληρος μ’ ὁλόκληρο ἐμένα ἑνώθηκε.
Αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι τοῦ κόσμου καὶ τὸν κόσμο περιφέρει
τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα κρατάει ὅλα μὲ τὸ χέρι Του
Αὐτός, ἀκοῦστε το, ἦρθε νὰ μὲ συναντήσει
καὶ μὲ βρῆκε! Ἀπὸ ποῦ, πῶς ἦρθε, ἀγνοῶ.
[Ὕμνος ΚΘ’, στ. 30-40, 54-137]
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
(Αγ. Συμεών νέου Θεολόγου)
ΑΜΑΡΤΗΣΑ στὸν Θεὸ ὅπως ἄλλος
κανένας ἄνθρωπος στὸν κόσμο.
Ὅτι μιλάω ἔτσι ἀπὸ ταπείνωση
κανένας μὴ νομίσει : ἁμάρτησα πραγματικά,
εἶναι ἀλήθεια, πάνω ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο.
Κάθε ἁμαρτία —νὰ στὸ πῶ μὲ μιὰ κουβέντα—
καὶ κάθε κακία, τὴν ἔκανα.
Κι ὅμως μὲ κάλεσε, τὸ εἶδα,
καὶ δὲν ἄργησα καθόλου νὰ ὑπακούσω. …
Ἔτρεχε κι ἔτρεχα μὲ ὁρμὴ ἀπὸ κοντά.
Ὅπως ὁ σκύλος κυνηγάει τὸν λαγό,
ἔφευγε, καὶ τὸν ἔπαιρνα στὸ κυνήγι.
Ὅταν χάθηκε μακριά μου
ὁ Σωτήρας καὶ κρύφτηκε
τὴν ἐλπίδα ἐγὼ δὲν ἔχασα,
δὲν εἶπα πὼς τὸν ἔχασα
νὰ γυρίσω πίσω,
ἀλλὰ ὅπου εἶχα βρεθεῖ
ἐκεῖ καθόμουν κι ἔκλαιγα
θρηνοῦσα καὶ τὸν φώναζα
ὁ Κύριός μου ποῦ κρύφτηκες;
Λοιπόν, ἔτσι ποὺ ἤμουν πεσμένος
καὶ φώναζα – παρουσιαζόταν!
Πιὸ κοντὰ δὲν γίνεται!
Τὸν ἔβλεπα κι ἀναπηδοῦσα
ὁρμοῦσα νὰ τὸν ἁρπάξω,
κι ἔφευγ’ ἐκεῖνος γρήγορα,
ἔτρεχα ἐγὼ μὲ δύναμη
συχνὰ τὸν ἔφτανα
τὸ ροῦχο Του ἅρπαζα,
στεκόταν γιὰ λίγο Ἐκεῖνος,
χαιρόμουν ἐγὼ πολύ,
καὶ πάλι ἀμολιόταν
τὸν κυνηγοῦσα
κι ἔτσι
ἔφευγε, ἐρχόταν
κρυβόταν, φαινόταν –
καὶ δὲν στράφηκα πίσω.
Δὲν κουράστηκα οὔτε λίγο
δὲν σταμάτησα νὰ τρέχω
δὲν εἶπα μὲ κοροϊδεύει, καθόλου,
ὅτι μ’ ἀπατάει, μ’ ἐμπαίζει,
ὅταν κρυβόταν,
κάθε ἰσχὺ καὶ δύναμή μου
τὴν ἔβαζα νὰ τὸν ζητάω,
τοὺς δρόμους ἀνίχνευα,
ἐξέταζα τοὺς φράκτες,
θὰ φανεῖ ποῦ,
καὶ γέμιζα δάκρυα,
τοὺς πάντες ἀνέκρινα,
ὅσους τὸν εἶδαν, ὅλους.
Ὅταν λέω πὼς ἀνέκρινα
τί ἐννοῶ καὶ ποιούς νομίζεις;
Τοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου αὐτοῦ;
Τοὺς ἐπιστήμονες νομίζεις;
Καθόλου! Ἀλλὰ τοὺς Προφῆτες,
τοὺς Ἀπόστολους καὶ Πατέρες,
τοὺς ἀληθινοὺς σοφούς,
ὅσοι ἔχουν ἀποκτήσει
τὴν ἴδια τὴ Σοφία ὁλόκληρη,
ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός,
ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ.
Αὐτούς λοιπόν, μὲ δάκρυα,
μὲ πολὺ πληγωμένη καρδιὰ
ρωτοῦσα νὰ μοῦ ποῦν
ποῦ ποτὲ Τὸν εἶδαν
σὲ ποιό τόπο Αὐτός,
εἴτε πῶς καὶ μὲ ποιό τρόπο.
Μοῦ ἔλεγαν κι ἔτρεχα
μ’ ὅλη τὴ δύναμη,
οὔτε κοιμόμουν καθόλου,
βίαζα τὸν ἑαυτό μου.
Βλέποντας νὰ τὸν ποθῶ ἔτσι,
ἐμφανιζόταν λίγο, τὸν ἔβλεπα
κι ὅπως ἔχω πεῖ, τὸν καταδίωκα,
μέχρι ποὺ εἶδε ὅτι ὅλα
τὰ ἔχω γιὰ ἕνα τίποτα,
ὅσα εἶναι στὸν κόσμο
καὶ τὸν ἴδιο τὸν κόσμο, ἐννοῶ,
κι ὅλους ὅσοι εἶναι στὸν κόσμο,
ἀνύπαρκτους, σὰ νὰ μὴ τοὺς ἔβλεπα,
τοὺς εἶχε ἡ ψυχή μου,
καὶ σ’ αὐτή τὴ διάθεση μέσα
ποὺ μὲ χώρισε ἀπ’ τὸν κόσμο,
Ὁλόκληρος σ’ ὁλόκληρο ἐμένα φανερώθηκε
Ὁλόκληρος μ’ ὁλόκληρο ἐμένα ἑνώθηκε.
Αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι τοῦ κόσμου καὶ τὸν κόσμο περιφέρει
τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα κρατάει ὅλα μὲ τὸ χέρι Του
Αὐτός, ἀκοῦστε το, ἦρθε νὰ μὲ συναντήσει
καὶ μὲ βρῆκε! Ἀπὸ ποῦ, πῶς ἦρθε, ἀγνοῶ.
[Ὕμνος ΚΘ’, στ. 30-40, 54-137]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου