Ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Καί του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά περί του ισλάμ
Ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Καί του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
περί του ισλάμαποσπάσματα:
Εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ὁ εἰκονόφιλος πατὴρ, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς,
μᾶς δίνει τὴν γνώμη του γιὰ τὸ Ἰσλάμ. Θεωρεῖ ὅτι εἶναι θρησκεία, ἀλλὰ λαοπλάνος
καὶ πρόδρομος τοῦ Ἀντιχρίστου. «Ἔστι δὲ καὶ ἡ μέχρι τοῦ νῦν κρατοῦσα λαοπλάνος
θρησκεία τῶν Ἰσμαηλιτῶν, πρόδρομος οὖσα τοῦ Ἀντιχρίστου». Στὴ συνέχεια ἀναφέρεται
στὴν καταγωγή της. Ἰσμαηλίτες λέγονται ἐπειδὴ κατάγονται ἀπὸ τὸν Ἰσμαήλ, τὸν υἱὸ
τοῦ Ἀβραὰμ ἀπὸ τὴν Ἄγαρ, καὶ Ἀγαρηνοὶ ἀπὸ τὴν Ἄγαρ. Ἀποκαλοῦνται, ἐπίσης, καὶ
Σαρακηνοὶ ὡς ἐκ τῆς «Σάρρας κενούς»], ἐπειδὴ ἡ Ἄγαρ εἶχε πεῖ στὸν ἄγγελο ὅτι
ἡ Σάρρα τὴν ἀπέλυσε κενή. Ἀναφέρει, ἐπίσης, ὅτι μέχρι τὰ χρόνια τοῦ Ἡρακλείου αὐτοὶ
ἦταν εἰδωλολάτρες, γιατὶ προσκυνοῦσαν τὸ φωτεινό ἄστρο καὶ τὴν Ἀφροδίτη, τὴν ὁποία
ὀνόμασαν Χαβάρ, ποὺ σημαίνει μεγάλη. Ἀπὸ τὰ χρόνια, ὅμως, τοῦ Ἡρακλείου ἐγκατέλειψαν
τὴν εἰδωλολατρεία καὶ προσκολήθηκαν στὸν Μωάμεθ, τὸν ὁποῖο ἔρχεται στὴ συνέχεια
καὶ μᾶς τὸν παρουσιάζει.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ἱερὸς Δαμασκηνὸς ἀποκαλεῖ εὐθὺς
ἐξ ἀρχῆς τὸν Μαμὲδ (Μωάμεθ) ψευδοπροφήτη καὶ τὸν κατηγορεῖ ὅτι συνέστησε τὴν αἵρεσή
του ὕστερα ἀπὸ μιὰ ἐπιφανειακὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, μιὰ συνομιλία μ’ ἕνα Ἀρειανὸ
μοναχὸ καὶ ἀφοῦ διέδωσε τὴν ψεύτικη φήμη ὅτι ὅλ’ αὐτά, ποὺ θέσπισε, εἶναι θεόσταλτα.
Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο κατάφερε νὰ παρασύρει τὸν λαό. Καυστικότατο εἶναι τὸ σχόλιο
τοῦ Ἁγίου ὅτι ὅλα τὰ θεσπίσματα τοῦ βιβλίου τοῦ Μωάμεθ, δηλαδὴ τοῦ Κορανίου, εἶναι
«γέλωτος ἄξια», τὸ ὁποῖο καθιέρωσε στὸ ἔθνος του χρησιμοποιώντας ὡς ὄργανο τὴν
δῆθεν θεοσεβὴ καὶ ἠθικὴ πολιτεία του.
Μέχρι ἐδῶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καταφέρνει νὰ δημιουργήσει τὴν
σαφὴ ἀντίληψη στὸν ἀναγνώστη ὅτι ἔχουμε νὰ κάνουμε μ’ ἕνα αἱρετικό, ὁ ὁποῖος
δημιούργησε μιὰ δική του αἵρεση.
Ἐν συνεχείᾳ, ὁ ἱερὸς πατὴρ μᾶς δίνει πολὺ συστηματικὰ
καὶ συνοπτικὰ τὸ πιστεύω, τὴν διδασκαλία τοῦ Ἰσλὰμ καὶ μᾶς παρουσιάζει θαυμάσια
τὰ βασικὰ σημεῖα τῆς πίστεώς του. Ὁ Μουσουλμανισμὸς «λέγει ἕναν Θεὸν εἶναι
ποιητὴν τῶν ὅλων, μήτε γεννηθέντα, μήτε γεγεννηκότα˙ λέγει τὸν Χριστὸν Λόγον εἶναι
τοῦ Θεοῦ, καὶ πνεῦμα αὐτοῦ, κτιστὸν δὲ καὶ δοῦλον, καὶ ὅτι ἐκ Μαρίας τῆς ἀδελφῆς
Μωϋσέως καὶ Ἀαρὼν ἄνευ σπορᾶς ἐτέχθη. Ὁ γὰρ Λόγος, φησί, τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ Πνεῦμα
εἰσῆλθεν εἰς τὴν Μαρίαν, καὶ ἐγέννησε τὸν Ἰησοῦν προφήτην ὄντα, καὶ δοῦλον
τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι παρανομήσαντες ἐθέλησαν αὐτὸν σταυρῶσαι, καὶ κρατήσαντες
ἐσταύρωσαν τὴν σκιὰν αὐτοῦ. Αὐτὸς δὲ ὁ Χριστὸς οὐκ ἐσταυρώθη, φηςίν, οὔτε ἀπέθανεν.
Ὁ γὰρ Θεὸς ἔλαβεν αὐτὸν πρὸς ἑαυτόν εἰς τὸν οὐρανὸν διὰ τὸ φιλεῖν αὐτόν. Καὶ τοῦτο
λέγει, ὅτι, τοῦ Χριστοῦ ἀνελθόντος εἰς τοὺς οὐρανούς, ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ Θεὸς λέγων˙
Ὦ Ἰησοῦ, σὺ εἶπας ὅτι Υἱὸς εἰμὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ Θεός; Καὶ ἀπεκρίθη, φησίν, ὁ Ἰησοῦς˙
‘ Ἰλεώς μοι, Κύριε˙ σὺ οἶδας ὅτι οὐκ εἶπον, οὐδὲ ὑπερηφανῶ εἶναι δοῦλος σου˙ ἀλλ’
ἄνθρωποι οἱ παραβάται ἔγραψαν, ὅτι εἶπον τὸν λόγον τοῦτον, καὶ ἐψεύσαντο κατ’ ἐμοῦ,
καὶ εἰσὶ πεπλανημένοι’. Καὶ ἀπεκρίθη, καὶ φηςὶν αὐτῷ ὁ Θεός˙ ‘Οἶδα ὅτι σὺ οὐκ ἔλεγες
τὸν λόγον τοῦτον’».
Ὅπως εἶναι φανερὸ «τὸ Ἰσλὰμ ἀντλεῖ τὴν διδασκαλία περὶ τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ ἀπὸ τὴν ἀντιχριστιανικὴ ἰουδαϊκὴ καὶ τὴν αἱρετικὴ χριστιανικὴ (ἀρειανική-νεστοριανὴ)
γραμματεία. Τὸν δέχεται ὡς μέγα προφήτη, ὡς τὴν σφραγίδα τῆς ἁγιότητος, ὡς τὸν
μέλλοντα νὰ κρίνει τὸν κόσμο κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία. Τὸν θεωρεῖ, ἐπίσης, Λόγο
καὶ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γεννηθέντα ἀπὸ τὴν παρθένο Μαρία (ὄχι τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἀλλὰ
τὴν ἀδελφὴ τοῦ προφήτου Μωϋσέως), διδάσκαλο τοῦ μονοθεϊσμοῦ, καὶ, τέλος, ἀναληφθέντα
στοὺς οὐρανοὺς μέχρι τῆς δευτέρας ἀποστολῆς του γιὰ τὴν κρίσι. Ἁρνεῖται τὴν θεότητα
τοῦ Χριστοῦ, τὸν Σταυρικό του θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση, διότι τὰ θεωρεῖ ἀνοίκεια
καὶ βλάσφημα γιὰ ἕνα προφήτη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ βδελύσσεται τὸν Τίμιο Σταυρό.
Γιὰ νὰ στηρίξη ὅλη αὐτὴ τὴν διδασκαλία περὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ Ἰσλὰμ ὑποστηρίζει
ὅτι οἱ Χριστιανοὶ διαστρέβλωσαν μὲ προσθαφαιρέσεις καὶ παραποιήσεις τὸ ἀρχικὸ Εὐαγγέλιο
ποὺ κήρυξε ὁ Ἰησοῦς». Ὑπάρχουν, τέλος, λέει ὁ Ἅγιος κι ἄλλα τερατολογήματα
στὴ διδασκαλία τοῦ Ἰσλὰμ «γέλωτος ἄξια», γιὰ τὰ ὁποῖα, ὅμως, ὁ Μωάμεθ καυχιέται
ὅτι τὰ παρέλαβε ἐκ Θεοῦ.
Πιὸ κάτω ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὑπεισέρχεται σ’ ἕνα πολὺ καίριο
σημεῖο τῆς διαλογικῆς συζητήσεως μὲ τοὺς Σαρακηνούς, μὲ τὸ ὁποῖο τοὺς κατασυντρίβει
καὶ τοὺς ἀφήνει ἀναπολογήτους, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ προβάλλουν πειστικὰ ἐπιχειρήματα.
Τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ἡ παγία θέση τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ ὅτι ἐκλείπει κάθε αὐθεντικὴ
μαρτυρία γιὰ τὸ ὅτι τὸ Κοράνιο εἶναι θεόσταλτο καὶ ὁ προφήτης τους ἀληθινός. Τοὺς
ρωτᾶ: «Καὶ τίς ἐστιν ὁ μαρτυρῶν, ὅτι γραφὴν αὐτῷ δέδωκεν ὁ Θεός; Καὶ τὶς τῶν
προφητῶν προεῖπεν ὅτι τοιοῦτος ἀνίσταται προφήτης» Μὴ ἔχοντας τὶ νὰ ἀπαντήσουν
οἱ Σαρακηνοί, ὁ Ἅγιος τοὺς φέρνει δύο παραδείγματα. Τὸ πρῶτο εἶναι ὁ προφήτης
Μωϋσής, ὁ ὁποῖος παρέλαβε τὸ Νόμο ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ λαοῦ
καὶ μὲ φοβερὲς θεοσημεῖες καὶ τὸ δεύτερο ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γιὰ τὸν
ὁποῖο ὅλοι οἱ προφῆτες, ἀπὸ τὸν προφήτη Μωϋσὴ κι ἔπειτα, μαρτύρησαν καὶ προεφήτευσαν
γιὰ ὅλο τὸ σχέδιο τῆς προαιωνίου θείας οἰκονομίας. Καὶ τοὺς ξαναρωτᾶ: «Πῶς καὶ ὁ
δικός σας ὁ προφήτης δὲν ἦλθε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, δηλαδὴ μαρτυρούμενος καὶ
προφητευόμενος»; Οἱ Σαρακηνοί, ἔχοντάς τα χαμένα, ἀπαντοῦν μὲ τὸ ἀόριστο: «ὁ Θεὸς
ὅσα θέλει ποιεῖ» Ὁ Ἅγιος, ὅμως, τοὺς προκαλεῖ νὰ ἀπαντήσουν πιὸ συγκεκριμένα
στὸ πῶς κατέβηκε ἡ γραφὴ στὸν προφήτη τους κι αὐτοὶ ἀπαντοῦν ὅτι, ἐνῶ κοιμόταν,
κατέβηκε ἡ γραφὴ πάνω του. Βέβαια, δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία ὁ Ἅγιος νὰ γελοιοποιήσει
γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὸν Μωάμεθ, προσαρμόζοντας σ’ αὐτὸν τὴν λαϊκὴ παροιμία, ποὺ ἀφήνει
νὰ ἐννοηθεῖ, «κοιμᾶται κι ὀνειρεύεται».
Ὁ Ὅσιος, ὅμως, δὲν ἀρκεῖται μόνο στὰ παραπάνω, μὲ τὰ ὁποῖα
κατέδειξε τὴν παντελὴ ἀπουσία κάθε γνησίου μαρτυρίας περὶ τοῦ ψευδοπροφήτου καὶ
τοῦ ψευδοβιβλίου του, ἀλλὰ προχωρεῖ καὶ στὸ νὰ ἀποκαλύψει καὶ τὴν πλήρη ἀντίθεση,
καταπάτηση καὶ παρακοὴ τῶν Σαρακηνῶν ἔναντι τοῦ ἰδίου τοῦ βιβλίου τους, τοῦ
Κορανίου. Τοὺς λέει ὅτι, ἀφοῦ τὸ Κοράνιο ἐντέλλεται τίποτα νὰ μὴν κάνουν καὶ νὰ
μὴν δέχονται ἄνευ μαρτύρων, πῶς δέχθηκαν τὸν Μωάμεθ καὶ τὴ θρησκεία του χωρὶς νὰ
ἐξετάσουν τὴν αὐθεντικότητα καὶ γνησιότητά του; Γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα τὰ εὐτελῆ πράγματα
(π.χ. γυναῖκες, γαϊδάρους, κτήνη, κτήματα) ἔχουν μάρτυρες, ἐνῶ γιὰ τὸ τόσο
σοβαρὸ θέμα τῆς πίστεως καὶ τῆς γραφῆς παραμένουν ἀμάρτυροι. Οἱ Σαρακηνοί, ὅπως
εἶναι φυσικό, σιωποῦν γεμᾶτοι ντροπὴ καὶ ὁ Ὅσιος καταλήγει στὸ ἀναμφισβήτητο
συμπέρασμα ὅτι γιὰ τὸν Μωάμεθ καμμία γραφὴ δὲν μαρτυρεῖ.
ἱερὸς Δαμασκηνὸς
Στὴ συνέχεια ὁ ἱερὸς Δαμασκηνὸς ἀναφέρεται δειγματοληπτικὰ σὲ
δύο περικοπὲς ἀπὸ τὸ Κοράνιο, τὶς ὁποῖες, μάλιστα, ἀποκαλεῖ «ληρωδίες», δηλαδὴ
φλυαρίες, γιὰ νὰ μᾶς δώσει νὰ καταλάβουμε ἀκόμη καλύτερα τὴν γελοιότητα καὶ τὴν
ἀνοησία ποὺ ὑπάρχει στὴ δῆθεν θεόσταλτη γραφή.
Ἡ πρώτη περικοπὴ ἀναφέρεται στὴ γραφὴ τῆς γυναικός, ἡ ὁποία ὁρίζει
γιὰ τὸν γάμο καὶ τὸ διαζύγιο. Σύμφωνα μ’ αὐτὴ ὁ ἄνδρας μπορεῖ νὰ ἔχει τέσσερεις
γυναῖκες καὶ χίλιες παλλακίδες, οἱ ὁποῖες θὰ ὑπακούουν στὶς τέσσερεις γυναῖκες.
Τὸ διαζύγιο ἐξαρτᾶται μόνο ἀπὸ τὴ βούληση τοῦ ἀνδρός, ὁ ὁποῖος, ὅποτε θέλει,
μπορεῖ νὰ διώξει μία ἀπὸ τὶς γυναῖκες του καὶ νὰ πάρει ἄλλη. Μᾶς πληροφορεῖ, ὅμως,
ὁ Ἅγιος ὅτι ἡ θέσπιση τοῦ διαζυγίου προῆλθε ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ ἔρωτα ποὺ εἶχε ὁ
Μωάμεθ γιὰ μιὰ γυναῖκα. Συγκεκριμένα λέει ὅτι ὁ Μωάμεθ εἶχε ἕνα συνεργάτη, τὸν
Ζεΐδ, ὁ ὁποῖος εἶχε μιὰ πολὺ ὄμορφη γυναῖκα, τὴν ὁποία ἐρωτεύθηκε ὁ Μωάμεθ. Καὶ
κάποια φορὰ λέει ὁ Μωάμεθ στὸν Ζεΐδ: «Ὁ Θεὸς μοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ χωρίσεις τὴ
γυναῖκα σου» καὶ ὁ Ζεΐδ τὴν χώρισε. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς ἡμέρες τοῦ εἶπε: «Ὁ Θεὸς ἔδωσε
ἐντολὴ νὰ τὴν πάρω ἐγώ». Ἀφοῦ τὴν πῆρε καὶ μοίχευσε μαζί της, θέσπισε καὶ τὸ νόμο,
ὅποιος θέλει, νὰ χωρίζει τὴ γυναῖκα του. Ἐάν, ὅμως, μετὰ τὸν χωρισμὸ ἐπιστρέψει
σ’ αὐτήν, νὰ τὴν πανδρευθεῖ ἄλλος. Γιατὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὴν πάρει, ἂν δὲν
πανδρευθεῖ ἀπὸ ἄλλον. Ἐὰν καὶ ὁ ἀδελφὸς χωρίσει τὴ γυναῖκα του, νὰ τὴν πανδρεύεται
ὁ ἀδελφός του, ἂν θέλει. Ἐπιπροσθέτως, ἀναφέρει ὁ Ἅγιος καὶ τὸ ρητὸ τοῦ Κορανίου
«εἴργασαι τὴν γῆν, ἣν ὁ Θεὸς ἔδωκέ σοι, καὶ φιλοκάλησον αὐτήν», ἀναφερόμενο
στὴ γυναῖκα καὶ σταματάει τὸ θέμα ἐδῶ, αἰδούμενος νὰ μολύνει τὴ γλῶσσα του καὶ
τὴ σκέψη τῶν ἀναγνωστῶν μὲ ἄλλα παρόμοια αἰσχρὰ πράγματα τοῦ Μωάμεθ.
Ἡ δεύτερη περικοπή, τὴν ὁποία ἐπεξεργάζεται ὁ Ἅγιος Ἰωάννης,
σχετίζεται μὲ τὴν καμήλα τοῦ Θεοῦ. Μὲ σκωπτικὴ διάθεση διηγεῖται ὅτι μιὰ καμήλα,
σταλμένη ἀπ’ τὸ Θεό, ἤπιε ὅλο τὸ ποτάμι καὶ δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἀνάμεσα ἀπὸ
δύο βουνά, ἐπειδὴ δὲν χωροῦσε. Ὑπῆρχε, ἐπίσης, ἕνας λαὸς στὸν τόπο ἐκεῖνο, ποὺ
τὴ μιὰ μέρα ἔπινε ἐκεῖνος τὸ νερὸ καὶ τὴν ἑπομένη ἡ καμήλα, πίνοντας τὸ νερό,
τοὺς ἔτρεφε δίνοντάς τους γάλα ἀντὶ γιὰ νερό. Καὶ ρωτᾶ ὁ Ἅγιος τοὺς Σαρακηνούς:
«Γιατὶ ὁ προφήτης σας, στὸν ὁποῖο, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, μίλησε ὁ Θεός, δὲν ἔμαθε
γιὰ τὴν καμήλα, ποιὸ εἶναι τὸ νόημα καὶ ὁ συμβολισμός της, ποιὰ ἦταν ἡ καμήλα,
ποιὸς ὁ λαὸς ποὺ ἔπινε τὸ γάλα, ποῦ βρίσκεται τώρα ἡ καμήλα»; Κάνει λόγο, ἐπίσης,
καὶ γιὰ τὶς παχυλὲς ἀντιλήψεις ποὺ ἔχουν οἱ Μουσουλμάνοι γιὰ τὸν Παράδεισο, λέγοντας
ὅτι μπορεῖ ἡ καμήλα νὰ βρίσκεται στὸν Παράδεισο, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τοὺς Ἀγαρηνοὺς
στὸν Παράδεισο κυλοῦν τρία ποτάμια, ἕνα μὲ νερό, ἕνα μὲ κρασὶ καὶ ἕνα μὲ γάλα.
Τελικά, ὅμως, τοὺς βεβαιώνει μὲ αὐστηρότητα, ποῦ βρίσκεται ἡ καμήλα καὶ ποῦ θὰ
καταλήξουν κι αὐτοί, ὅτι δηλαδὴ ἡ θαυμάσια καμήλα τους βρίσκεται σὲ ψυχὲς ὄνων,
ὅπου κι αὐτοὶ πρόκειται νὰ ζήσουν ὡς κτηνώδεις, πηγαίνοντας ὡς πρόδρομος αὐτῶν,
ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται τὸ «σκότος τὸ ἐξώτερον καὶ κόλασις ἀτελεύτητος, πῦρ ἠχοῦν,
σκώληξ ἀκοίμητος καὶ ταρτάριοι δαίμονες» Ἀπὸ τὸ τελευταῖο ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα
ὅτι ὁ Ἰσλαμισμὸς εἶναι μιὰ δαιμονικὴ θρησκεία, ἡ ὁποία τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ προσφέρει
στοὺς ἀκολούθους της εἶναι ἡ παράδοση τῶν ψυχῶν τους στὸν δαίμονα καὶ ἡ ὁριστικὴ
ἀπώλειά τους. Δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα σωτηρίας.
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Ἀπὸ τὴν περίοδο (1353 - 1354) τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ Ἁγίου
Γρηγορίου στὴ Μ. Ἀσία προέκυψαν τρία αἰχμαλωσιακὰ κείμενα˙ δύο ἐπιστολὲς γραμμένες
ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἅγιο Γρηγόριο (Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν καὶ ἐπιστολὴ
πρὸς ἀνώνυμον ὅτε ἑάλω) καὶ μία διάλεξη μεταξὺ τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καὶ
τῶν Χιόνων (ἐξισλαμισθέντων χριστιανῶν) (Διάλεξις πρὸς τοὺς ἀθέους Χιόνας), ἡ ὁποία
καταγράφηκε ἀπὸ τὸν ἰατρὸ Ταρωνείτη. Τὰ κείμενα αὐτὰ περιέχουν μεταξὺ ἄλλων τρεῖς
συζητήσεις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου: α) μὲ τὸν Ἰσμαήλ, ἐγγονὸ τοῦ ἐμίρη Ὀρχάν, β) μὲ
τοὺς Χιόνες καὶ γ) μὲ ἕνα τασιμάνη, μουσουλμάνο θρησκευτικὸ λειτουργό
Θὰ ἐπικεντρώσουμε τὴν προσοχή μας στὴ θεολογικὴ συζήτηση, ποὺ
εἶχε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μὲ τὸν Ἰσμαήλ, τὸν ἐγγονὸ τοῦ ἐμίρη Ὀρχάν, ἡ ὁποία σώζεται
στὸ ἔργο του «Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν». Ἡ διάλεξη αὐτὴ διεξήχθη τρεῖς
μῆνες (Ἰούνιος τοῦ 1354) μετὰ τὴ σύλληψή του στὴν Προῦσα στὴν ἔπαυλη τοῦ Ὀρχάν.
«Ὁ Ἰσμαήλ, περιτριγυρισμένος ἀπὸ μερικοὺς ἄρχοντες,
προσκάλεσε τὸν Άγιο Γρηγόριο σ’ ἕνα χλοερὸ μέρος, ὅπου τοῦ προσεφέρθησαν φροῦτα.
Ἡ ἀποχὴ τοῦ ἁγιορείτη Παλαμᾶ ἀπὸ τὸ κρέας ἀποτέλεσε καὶ τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴν πρώτη
ἐρώτηση ποὺ τοῦ ἀπηύθηνε ὁ ὑψηλὸς συνομιλητής του, ὁ ὁποῖος ἐνδιαφερόταν νὰ
πληροφορηθεῖ, ἐὰν ὁ ἅγιος Γρηγόριος δὲν ἔτρωγε ποτὲ κρέας καὶ γιὰ ποιὸν λόγο.
Τὸ ἐνδιαφέρον του ἀσφαλῶς προερχόταν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία του νὰ διακριβώσει κατὰ πόσον
ἡ νηστεία τῶν χριστιανῶν παρουσίαζε ὁμοιότητες μὲ τὴ νηστεία, ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ
τὸ Κοράνιο νὰ τηρεῖται κατὰ τὸν μῆνα τοῦ Ραμαζανίου καὶ συνιστᾶ ἕνα ἀπὸ τοὺς πέντε
«στύλους τοῦ Ἰσλάμ».
Στὸ κατὰ Ματθαῖον ἅγιο Εὐαγγέλιο μαρτυρεῖται ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς
Χριστός, πρὶν πειρασθεῖ ὑπὸ τοῦ διαβόλου μὲ τοὺς γνωστοὺς τρεῖς πειρασμούς,
«νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα, ὕστερον ἐπείνασε». Ὁ
Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος τονίζει καὶ τὸ «νύκτας τεσσαράκοντα». Δὲν ἀρκοῦσε, δὲν ἔφθανε
νὰ πεῖ μόνο «ἡμέρας τεσσαράκοντα»; Λέει καὶ «νύκτας τεσσαράκοντα» γιὰ ἀπολογητικὸ
καὶ ἀντιαιρετικὸ σκοπό. Αὐτὴ ἡ φράση ξεχωρίζει καὶ διακρίνει τὴν Ὀρθοδοξία στὸ
θέμα τῆς νηστείας ἀπὸ τὴ θρησκεία τοῦ Ἰσλαμισμοῦ, μὲ τὴν ὁποία κακῶς γίνονται
διάλογοι καὶ συναντήσεις σὰν ἴσοι πρὸς ἴσους. Εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ Μουσουλμάνοι
νηστεύουν ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, μόνο ὅμως τὴν ἡμέρα, καὶ τὴ νύκτα, τὸ βράδυ καταλύουν
τὴ νηστεία καὶ ὀργιάζουν. Τὴν ἡμέρα νηστεύουν καὶ τὸ βράδυ συμπόσια, ποτὰ καὶ
φαγητά. Εἶναι ὅμως αὐτὴ νηστεία; Ὄχι βέβαια. Ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι νηστεύουμε, κατὰ
τὸ πρότυπο τοῦ Κυρίου μας, σαράντα ἡμέρες καὶ σαράντα νύκτες, σαράντα νυχθήμερα
ἢ ἡμερονύκτια καὶ μετά, «ὕστερον» καταλύουμε τὴ νηστεία. «Νηστεύσας ἡμέρας
τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα, ὕστερον ἐπείνασε».
Στὴ συνέχεια ὁ Ἰσμαὴλ τὸν ρωτᾶ ἂν οἱ Χριστιανοὶ δεχόμασθε καὶ
ἀγαποῦμε τὸν προφήτη τους Μωάμεθ˙ «ἐκεῖνος ἥρετο πάλιν, εἰ δεχόμεθα καὶ ἀγαπῶμεν
καὶ ἡμεῖς τὸν προφήτην αὐτῶν Μεχούμετ» «Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀμέσως ἀπάντησε ὅτι
οὔτε τὸν δεχόμασθε οὔτε τὸν ἀγαποῦμε τὸν Μωάμεθ. Ὅταν ὁ Ἰσμαὴλ τοῦ ζήτησε τὸν λόγο
αὐτῆς τῆς ἀρνήσεως καὶ ἀπορρίψεως, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εἶπε ὅτι δὲν πιστεύουμε στὴ
διδασκαλία του, ἀπορρίπτουμε τὴ διδασκαλία του, καὶ ἑπομένως γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ
δὲν μποροῦμε νὰ τὸν δεχθοῦμε καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσουμε ὡς διδάσκαλο καὶ προφήτη˙ «τῷ
μὴ πιστεύοντι τοῖς τοῦ διδασκάλου λόγοις οὐκ ἕνι τὸν διδάσκαλον ὡς διδάσκαλον ἀγαπᾶν»
«Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος μεταφέρεται στὴ Νίκαια. Κάποια μέρα ἐξῆλθε
γιὰ περίπατο ἔξω ἀπὸ τὴ πόλη ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ πύλη. Συνέπεσε τότε νὰ κηδεύουν
οἱ Μουσουλμάνοι κάποιον ὁμόπιστό τους. Ὁ Ἅγιος παρακολουθοῦσε τὰ τελούμενα ἐκ
τοῦ μακρόθεν. Ὅταν ἐπέστρεφαν, κάθησαν μαζὶ μὲ ἕνα τασιμάνη, ἕνα μουσουλμάνο
κληρικὸ δηλ., στὸ μέρος ὅπου καθόταν καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ζήτησε
κάποιον ποὺ νὰ γνωρίζει καὶ τὶς δύο γλῶσσες, μὲ δική του πρωτοβουλία ἄνοιξε συζήτηση
μὲ τὸν τασιμάνη. Μὲ ἀφορμὴ τὰ τελεσθέντα κατὰ τὴν κηδεία ὁ διάλογος περιεστράφη
γύρω ἀπὸ τὴν σχετικὴ τελετουργία καὶ τὴν μέλλουσα κρίση.
Παρατήρησε ὁ Ἅγιος ὅτι θὰ ἔπρεπε οἱ εὐχές τους, νὰ ἀναπέμπονται
πρὸς τὸν Χριστό, ἐφ’ ὅσον, ὅπως καὶ οἱ ἴδιοι πιστεύουν, κριτὴς ὅλων θὰ ἔλθει ὁ
Χριστός. Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὸν πατριάρχη Ἀβραάμ, ὁ Θεὸς θὰ κρίνει τὴν οἰκουμένη,
ὅπως καὶ σύμφωνα μὲ τὸν προφήτη Δανιήλ. Ἑπομένως ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς θὰ κρίνει τὴν
οἰκουμένη, δὲν εἶναι διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα κατὰ τὴν θεότητα, ὅπως δὲν εἶναι
διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν ἥλιο τὸ ἡλιακὸ ἀπαύγασμα. Ὁ τασιμάνης φάνηκε νὰ δυσανασχετεῖ.
Ἀνέπτυξε καὶ τὶς δικές του θέσεις, ἐνῶ ἐν τῷ μεταξὺ συγκεντρώθηκαν πολλοὶ
Χριστιανοὶ καὶ Τοῦρκοι, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴ συζήτηση. Eἶπε λοιπὸν ὅτι οἱ
Μουσουλμάνοι δέχονται ὅλους τοὺς προφῆτες καὶ τὸν Χριστό, πιστεύουν δὲ ὅτι καὶ
τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ εἶναι θεϊκὴ ἀποκάλυψη, κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ. Στραφεὶς δὲ
πρὸς τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν ἐρώτησε: «Ὑμεῖς δὲ πῶς οὐ δέχεσθε τὸν ἡμέτερον προφήτην,
οὐδὲ πιστεύετε τῷ τούτου βιβλίῳ, ἐξ οὐρανοῦ καὶ αὐτὸ καταβάντι»;
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι πλήρης, θαρραλέα καὶ ἀποφασιστική,
ὅπως θὰ δοῦμε. Προϋποθέτει μάλιστα γνώση τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τῶν πρὸ αὐτοῦ
ἁγίων, ἰδιαίτερα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Λέγει λοιπὸν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος,
ἀπαντώντας στὸν τασιμάνη, ὅτι εἶναι παλαιότατη συνήθεια νὰ μὴ δεχόμασθε τίποτε ὡς
ἀληθές, ἂν δὲν ὑπάρχουν σχετικὲς μαρτυρίες. Οἱ μαρτυρίες εἶναι δύο εἰδῶν˙ τὸ ἕνα
εἶδος μαρτυρίας εἶναι τὰ ἴδια τὰ ἔργα καὶ τὰ πράγματα, τὸ ἄλλο οἱ μαρτυρίες ἀπὸ
ἀξιόπιστα πρόσωπα. Ἀναφέρεται στὸν προφήτη Μωϋσὴ καὶ στὶς μαρτυρίες ποὺ ὑπάρχουν
γι’ αὐτὸν μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως καὶ στὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος «μετὰ ἐξαισίων ὢν
εἰργάσατο πολλῶν καὶ μεγάλων, καὶ παρ’ αὐτοῦ Μωσέως καὶ τῶν ἄλλων προφητῶν
μαρτυρεῖται» Δὲν ισχύει τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν Μωάμεθ, ὁ ὁποῖος οὔτε μαρτυρεῖται
ἀπὸ τοὺς προφῆτες οὔτε ἔκανε κάποιο θαῦμα ἀξιόλογο˙ «Τὸν δὲ Μεχούμετ οὔτε παρὰ
τῶν προφητῶν εὑρίσκομεν μαρτυρούμενον οὔτε τὶ ξένον εἰργασμένον καὶ ἀξιόλογον
πρὸς πίστιν ἐνάγον. Διὰ τοῦτο οὐ πιστεύομεν αὐτῷ οὐδὲ τῷ παρ’ αὐτοῦ βιβλίῳ»
Ὁ τασιμάνης δυσανασχέτησε˙ ἀπολογήθηκε, ὅμως, προβάλλοντας τὸ
ἐπιχείρημα ὅτι στὸ Εὐαγγέλιο ὑπῆρχαν μαρτυρίες γιὰ τὸν Μωάμεθ, ἀλλὰ τὶς ἔσβησαν,
τὶς ἐξαφάνισαν οἱ Χριστιανοί, καὶ ὅτι δεῖγμα θεϊκῆς εὐλογίας καὶ ἀποδοχῆς τοῦ
Μωάμεθ εἶναι ὅτι διαρκῶς ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ μέχρι τὴ δύση, σὲ ὅλη δηλ. τὴν οἰκουμένη,
ὁ Θεὸς τοῦ χαρίζει νίκες ἐναντίον τῶν ἄλλων ἐθνῶν˙ «Ἀλλὰ καὶ ἐξ ἄκρας ἀνατολῆς ἐξελθὼν
ἡλίου, μέχρι καὶ τῆς αὐτοῦ δύσεως, ὡς ὁρᾶς, νικῶν κατήντησεν»
Εἶναι συντριπτικὴ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου στὰ ἐπιχειρήματα
αὐτὰ τοῦ τασιμάνη. Λέγει ἐν πρώτοις ὅτι ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀποκόπηκε οὔτε
τροποποιήθηκε τὸ παραμικρό. Ὑπάρχουν γι’ αὐτὸ φρικτὲς ἐντολές˙ ὅποιος τολμήσει
νὰ ἀποκόψει κάτι ἢ νὰ τὸ ἀλλάξει ἀποκόπτεται ἀπὸ τὸν Χριστό. Κανεὶς Χριστιανὸς
δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ ἀποκόψει ἢ νὰ ἀλλάξει τὰ θεοχάρακτα λόγια τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε
καὶ οἱ πολλὲς μεταφράσεις τοῦ Εὐαγγελίου μαρτυροῦν γι’ αὐτό˙ θὰ εἶχε γίνει ἀντιληπτὴ
ἡ ὁποιαδήποτε παραχάραξη. Ἀκόμη καὶ πολλοὶ αἱρετικοί, ποὺ συμφωνοῦν σὲ μερικὰ μὲ
τοὺς Μουσουλμάνους, δὲν ἔχουν νὰ δείξουν τέτοιο παραλλαγμένο Εὐαγγέλιο. Στὸ Εὐαγγέλιο
ἄλλωστε ὑπάρχουν ἐμφανῶς διδασκαλίες ἀντίθετες πρὸς τὴν διδασκαλία τοῦ Μωάμεθ˙
πῶς λοιπὸν θὰ μαρτυροῦσε τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸν Μωάμεθ; Ἐπὶ πλέον δὲν ὑπάρχει στὸ
Εὐαγγέλιο τίποτε σχεδὸν ποὺ νὰ μὴν ἔχει προλεχθῆ ἀπὸ τοὺς προφῆτες˙ ἂν λοιπὸν ὑπῆρχε
γραμμένο κάτι γιὰ τὸν Μωάμεθ, θὰ τὸ εἶχαν πρoείπει καὶ οἱ προφῆτες. Ἀντίθετα μέσα
στὸ Εὐαγγέλιο ὑπάρχει γραμμένο καὶ ὄχι σβησμένο ὅτι «ἐλεύσονται πολλοὶ ψευδόχριστοι
καὶ ψευδοπροφῆται καὶ πολλοὺς πλανήσουσι». Γι’ αὐτὸ καὶ παραγγέλει: «Μὴ οὖν
πλανηθῆτε ὀπίσω αὐτῶν» Εἶναι βέβαια σωστὸ ὅτι ὁ Μωάμεθ προχώρησε ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ
μέχρι τὴ Δύση νικώντας τοὺς ἄλλους λαούς. Πῶς τὸ κατόρθωσε ὅμως αὐτό; «Πολέμῳ
καὶ μαχαίρᾳ καὶ λεηλασίαις καὶ ἀνδραποδισμοῖς καὶ ἀνδροκτασίαις ὧν οὐδὲν ἐκ Θεοῦ
τοῦ ἀγαθοῦ προηγουμένως ἐστί, τοῦ ἐξ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνου δὲ μᾶλλον προηγούμενον
θέλημα». Καὶ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ξεκίνησε ἀπὸ τὴ Δύση καὶ κατέκτησε τὴν Ἀνατολή.
Καὶ πολλοὶ ἄλλοι σὲ διάφορες ἐποχὲς μὲ τὰ στρατεύματά τους κατέκτησαν μεγάλα τμήματα
τῆς οἰκουμένης. Σὲ κανένα ὅμως ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἐμπιστεύθηκαν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὶς
ψυχές τους, ὅπως ἐσεῖς στὸν Μωάμεθ. Ἄλλωστε μολονότι χρησιμοποίησε ὁ Μωάμεθ τὴ
βία καὶ κολάκευε τὶς ἡδονές, ἐν τούτοις δὲν κατέκτησε καὶ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη.
Ἀντίθετα ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, μολονότι ἀπομακρύνει ἀπ’ ὅλες τὶς ἡδονὲς τῆς
ζωῆς, ἐξαπλώθηκε στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης, χωρὶς νὰ χρησιμοποιήσει βία, ἀλλὰ μᾶλλον
νικώντας τὴν βία ποὺ ἄλλοι ἀσκοῦσαν ἐναντίον της, ὥστε πράγματι μόνον αὐτὴ νὰ
μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς ἡ νίκη ποὺ νίκησε τὸν κόσμο
Ἡ συντριπτικὴ καὶ θαραλλέα ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἐξόργισε
τοὺς Τούρκους. Οἱ παρατυχόντες Χριστιανοὶ παρατήρησαν τὶς κακὲς διαθέσεις τους
καὶ μὲ νοήματα προέτρεψαν τὸν Ἅγιο Γρηγόριο νὰ μετριάσει τοὺς λόγους, ὁ ὁποῖος
πράγματι χαμογελώντας μὲ ἱλαρότητα εἶπε ὅτι εἶναι φυσικὸ νὰ διαφωνοῦμε, γιατὶ
διαφορετικὰ θὰ εἴχαμε τὴν ἴδια πίστη
Ἀνταποκρινόμενος στὴν τελευταία αὐτὴ ἐξ ἀνάγκης προκληθείσα
συναινετικὴ ἀτμόσφαιρα κάποιος ἀπὸ τοὺς Τούρκους εἶπε ὅτι θὰ ἔλθει κάποτε καιρὸς
ποὺ θὰ συμφωνήσουμε μεταξὺ μας: «Ἔσται ποτὲ ὅτε συμφωνήσομεν ἀλλήλοις». Στὴ
διαπίστωση αὐτὴ συνεφώνησε καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, δίνοντας κατ’ οἰκονομίαν τόπο
στὴν ὀργὴ τῶν Τούρκων, καὶ ἀσφαλῶς χωρὶς ποτὲ νὰ πιστεύσει ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ
συμφωνήσουμε Χριστιανοὶ καὶ Μουσουλμάνοι.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ διευκρινήσουμε, πράγμα τὸ ὁποῖο
πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψιν μας, ὅτι κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὅλοι θὰ
δοῦν πρόσωπο πρὸς πρόσωπο τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ὅλοι θὰ Τὸν προσκυνήσουν, ἀλλὰ δὲν
θὰ σωθοῦν ὅλοι. Ἄλλοι θὰ ἀναστηθοῦν «εἰς κρίσιν», δηλ. θὰ πᾶνε στὴ κόλαση καὶ ἄλλοι
«εἰς ἀνάστασιν ζωῆς», δηλ. θὰ πᾶνε στὸν Παράδεισο. Ἡ Ἀνάσταση θὰ εἶναι κοινὴ γιὰ
ὅλους, θὰ εἶναι Καθολική Ἀνάσταση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὄχι, ὅμως, καὶ τῆς θελήσεως.
Ὁ καθένας μας θὰ κριθεῖ σύμφωνα μὲ τὶς πράξεις, τοὺς λόγους καὶ τὶς σκέψεις
του. Ἐὰν στὴν ἐπίγεια ζωὴ ὁ καθένας μας πιστεύει ὀρθόδοξα καὶ ζεῖ ὀρθόδοξα, τότε
ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἱεροσολύμων καὶ τὸν ἅγιο Συμεώνα
τὸν Νέο Θεολόγο.
Ἑπομένως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εὐχόμενος ὅτι κάποτε θὰ
συμφωνήσουν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ μὲ τοὺς Μουσουλμάνους εἶχε ὑπόψιν του τὰ
πατερικὰ λόγια τῶν δύο παραπάνω ἁγίων. Εὐχήθηκα, λέγει, πράγματι νὰ ἔλθει ὁ
καιρὸς ἐκεῖνος: «Συνεθέμην γὰρ μνησθεὶς τῆς τοῦ ἀποστόλου φωνῆς, ὅτι ἐπὶ τῷ ὀνόματι
Ἰησοῦ Χριστοῦ πᾶν γόνυ κάμψει καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς
Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός˙ τοῦτο δ’ ἔσται πάντως ἐν τῇ Δευτέρα Παρουσία τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»
Συνεχίζουμε μὲ τὴν τρίτη συζήτηση, τὴν «Διάλεξη πρὸς τοὺς ἀθέους
Χιόνας». Ἡ διάλεξη αὐτὴ μεταξὺ τοῦ Ἁγίου καὶ τῶν Χιόνων (ἐξισλαμισθέντων
χριστιανῶν) ἔγινε μὲ πρωτοβουλία τοῦ ἐμίρη Ὀρχὰν στὴν ἔπαυλή του, ποὺ βρισκόταν
σὲ λοφώδη περιοχή. Τὴ νευραλγικότητα τῆς διαλέξεως φανερώνει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἐμίρης
εἶχε ὁρίσει ὡς προκαθήμενο τῆς συζητήσεως τὸν στρατηγὸ Παλαπάνο. Ἡ σύνταξη τῆς
διαλέξεως ἀποδίδεται στὸν ἰατρὸ τοῦ ἐμίρη, Ταρωνείτη.
«Ὁ παριστάμενος στὴ θέση τοῦ ἀμηρᾶ ἄρχων Παλαπάνος, γνωρίζοντας
προφανῶς τὴν ἀπάντηση ποὺ εἶχε δώσει ἐνωρίτερα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος στὸν Ἰσμαὴλ ὑπέβαλε
τώρα τὴν ἴδια ἐρώτηση, συμπληρωμένη ὅμως μὲ κάποια διαπίστωση ἐλλείψεως ἀμοιβαιότητος
καὶ ἀλληλοκατανοήσεως μὲ εὐθύνη τῶν Χριστιανῶν, διότι ἐνῶ οἱ Μουσουλμάνοι δέχονται
τὸν Χριστό, τὸν τιμοῦν καὶ τὸν ἀγαποῦν, ὅπως καὶ τὴν μητέρα του, δὲν πράττουν τὸ
ἴδιο καὶ οἱ Χριστιανοὶ γιὰ τὸν Μωάμεθ˙ «Ὁ αὐθέντης ὁρίζει σέ εἰπεῖν πῶς ἡμεῖς μὲν
δεχόμεθα τὸν Χριστὸν καὶ ἀγαπῶμεν καὶ τιμῶμεν καὶ λέγομεν αὐτὸν εἶναι τοῦ Θεοῦ
λόγον καὶ πνοήν, ἔχομεν δὲ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ πλησίον τοῦ Θεοῦ, ὑμεῖς οὐ δέχεσθε
τὸν προφήτην ἡμῶν, οὐδὲ ἀγαπᾶτε αὐτόν»
Τώρα καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι συμπληρωμένη
καὶ ὁλοκληρωμένη σὲ σχέση μὲ τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε στὸν Ἰσμαήλ. Δὲν πιστεύουμε
στὴ διδασκαλία τοῦ Μωάμεθ, «διὰ τοῦτο οὐκ ἀγαπῶμεν ἡμεῖς τὸν Μεχούμετ ». Ὁ
Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἐδίδαξε ὅτι θὰ ἔλθει πάλι, γιὰ νὰ κρίνει ὅλο τὸν κόσμο˙
καὶ μᾶς παρήγγειλε νὰ μὴ δεχθοῦμε κανένα ἄλλον πρὸ τῆς δικῆς του παρουσίας. Ἔλεγε
ἐπίσης πρὸς ὅσους δὲν πίστευαν σ’ αὐτόν, ὅτι ἦλθε ἐξ ὀνόματος τοῦ Πατρὸς καὶ δὲν
τὸν δέχθηκαν˙ «ἐὰν ἔλθει κάποιος ἄλλος στὸ δικό του ὄνομα, αὐτὸν θὰ τὸν δεχθοῦν».
Εἶναι σαφὴς ἐδῶ ὁ ὑπαινιγμὸς ὅτι ὁ Μωάμεθ ἦταν αὐτόκλητος καὶ ὄχι θεόκλητος, ἀπόστολος
τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ὄχι τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅμως τὸν δέχθηκαν οἱ Μουσουλμάνοι. Προσθέτει
ἐδῶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, γιὰ νὰ αἰτιολογήσει τὴν ἐκ μέρους τῶν Χριστιανῶν ἀπόρριψη
τοῦ Μωάμεθ, ὅσα λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Γαλάτας˙ «Κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ
εὐαγγελίσηται ὑμῖν παρ’ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω»