Μέ τήν γέννησιν λοιπόν
ἔχομεν προεορτάσει τά πρέποντα καί ἐγώ ὁ ὁποῖος προεξάρχω εἰς τήν ἑορτήν
καί σεῖς καί ὅλα τά ἐγκόσμια καί τά ὑπερκόσμια ὄντα. Ἔχομεν τρέξει μαζί
μέ τόν ἀστέρα καί ἔχομεν προσκυνήσει μαζί μέ τούς μάγους, (Ματθ. 2,
10), ἔχομεν φωτισθῆ μαζί μέ τούς ποιμένας (Λουκ. 2, 7) καί ἔχομεν
δοξάσει μαζί μέ τούς ἀγγέλους, τόν ἔχομεν δεχθῆ εἰς τάς ἀγκάλας μας μαζί
μέ τόν Συμεών (Λουκ. 2, 13 ἑ). Καί τόν ἔχομεν δοξολογήσει μαζί μέ τήν
ἀξιοσέβαστον καί σώφρονα ἐκείνην Ἄννα (Λουκᾶ. 2, 36 ἑ ). Καί ὀφείλεται
εὐγνωμοσύνη εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἦλθε κατά τρόπον ξένον πρός τήν φύσιν
του εἰς τόν ἰδικόν του τόπον, διότι ἐδόξασε τόν ξένον. Τώρα δέ πρόκειται
δι᾿ ἄλλην πρᾶξιν τοῦ Χριστοῦ καί δι᾿ ἄλλο μυστήριον.
Δέν ἠμπορῶ νά συγκρατήσω
τήν χαράν μου. Νιώθω νά γεμίζω ἀπό Θεόν. Λίγο ἀκόμη καί θά ἀρχίσω νά
κηρύσσω τήν εὐχάριστον ἀγγελίαν, ὅπως ὁ Ἰωάννης, ἔστω καί ἄν δέν εἶμαι
πρόδρομος, πάντως θά τό κάμω ἀπό τήν ἐρημίαν. Ὁ Χριστός φωτίζεται, ἄς
φωτισθῶμεν μαζί του.
Ὁ Χριστός βαπτίζεται, ἄς
κατέβωμεν μαζί του (εἰς τόν ποταμόν) διά νά ἀνέβωμεν καί μαζί του. Ὁ
Ἰησοῦς βαπτίζεται. Θά πρέπει νά προσέξωμεν μόνον τό βάπτισμα ἤ καί ὅλα
τά ἄλλα; Δηλαδή ποῖος ἦτο, ἀπό ποῖον ἐβαπτίσθη καί πότε ἐβαπτίσθη; Ὅτι
ἦτο καθαρός, ὅτι ἐβαπτίσθη ἀπό τόν Ἰωάννην καί ὅτι μετά ἤρχισε τά
θαύματα; Διά νά μάθωμεν τί καί διά νά διαπαιδαγωγηθῶμεν εἰς τί; Ὅτι α)
πρέπει νά καθαριζώμεθα προηγουμένως, β) νά εἴμεθα ταπεινόφρονες καί γ)
νά κηρύσσωμεν μόνον ὅταν εἴμεθα ὁλοκληρωμένοι κατά τήν πνευματικήν καί
σωματικήν ἡλικίαν. Τό πρῶτον (πρέπει νά τό εἴπωμεν) πρός ἐκείνους οἱ
ὁποῖοι σκοπεύουν νά βαπτισθοῦν, ἐνῶ δέν ἔχουν προηγουμένως προετοιμασθῆ
καί ἐνῶ δέν παρέχουν ἐγγυήσεις μέ τήν συνήθειάν των νά πράττουν τό
καλόν, ὅτι ἡ λύτρωσίς των θά παραμείνῃ σταθερά. Διότι ἐάν τό χάρισμα
(διότι πράγματι εἶναι χάρισμα) παρέχει ἄφεσιν τῶν παρελθόντων, τότε
εἶναι περισσότερον ταιριαστόν πρός τήν εὐσέβειαν τό νά μήν ξαναγυρίσωμεν
εἰς ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχομεν ἐμέσει. Τό δεύτερον ἀναφέρεται εἰς εκείνους
οἱ ὁποῖοι ὑπερηφανεύονται ἔναντι τῶν ἱερέων, ἄν εἶναι κάπως ἀνώτεροι ἀπό
αὐτούς. Τό τρίτον δέ πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι βασίζονται εἰς τόν
νεανικόν των ἐνθουσιασμόν καί νομίζουν ὅτι ἡ κάθε περίστασις εἶναι
κατάλληλος διά διδασκαλίαν ἤ κατάληψιν τῆς πρωτοκαθεδρίας.
Ὁ Ἰησοῦς ὑποβάλλεται εἰς
κάθαρσιν καί σύ τήν περιφρονεῖς; (Καθαρίζεται) ὑπό τοῦ Ἰωάννου, καί σύ
ἐπαναστατεῖς ἐναντίον τοῦ κήρυκός σου; Καθαρίζεται ὅταν εἶναι ἤδη
τριάκοντα ἐτῶν, καί σύ προτοῦ κἄν βγάλῃς γένεια διδάσκεις τούς γέροντας ἤ
τοὐλάχιστον νομίζεις ὅτι τούς διδάσκεις, ἐνῷ οὔτε ἡ ἡλικία οὔτε καί,
ἐνδεχομένως, ἡ συμπεριφορά σου σέ κάνουν ἄξιον σεβασμοῦ; Εἰς τήν
περίπτωσιν αὐτήν δέ ἔρχονται εἰς τήν γλῶσσαν τά παραδείγματα τοῦ Δανιήλ
καί τῶν ἄλλων νέων κριτῶν, ἐπειδή καθένας ὁ ὁποῖος ἀδικεῖ, εὔκολα
βρίσκει δικαιολογίας. Δέν ἀποτελεῖ ὅμως νόμον τῆς Ἐκκλησίας ἐκεῖνο τό
ὁποῖον εἶναι κάτι σπάνιον, ὅπως τήν ἄνοιξιν δέν τήν φέρει ἕνα μόνον
χελιδόνι, ὅπως δέν κάνει καί μία μόνον γραμμή τόν γεωμέτρην, ἤ ἕνα μόνον
ταξίδι τόν ναυτικόν.
Ὁ Ἰωάννης ὅμως βαπτίζει
καί ἔρχεται νά βαπτισθῇ ὁ Ἰησοῦς, διά νά ἁγιάσῃ μέν ἐνδεχομένως καί τόν
βαπτιστήν, ὅπως εἶναι δέ καταφανές, διά νά θάψῃ μέσα εἰς τό ὕδωρ ὅλον
τόν παλαιόν Ἀδάμ καί νά ἁγιάσῃ πρίν ἀπ᾿ αὐτούς καί χάριν αὐτῶν τόν
Ἰορδάνην. Ὅπως δέ ὁ ἴδιος ἦταν πνεῦμα καί σάρξ, ἔτσι δίδει τήν
πνευματικήν ὁλοκλήρωσιν μέ Πνεῦμα καί ὕδωρ. Ὁ βαπτιστής δέν δέχεται καί ὁ
Ἰησοῦς ἀγωνίζεται (νά τόν πείσῃ). «Ἐγώ ἔχω ἀνάγκην νά βαπτισθῶ ἀπό
σένα» λέγει ὁ λύχνος εἰς τόν Ἥλιον, ἡ φωνή εἰς τόν Λόγον, ὁ φίλος εἰς
τόν Νυμφίον, ὁ ἀνώτερος ἀπό κάθε ἄλλο γέννημα γυναικός (Ματθ. 11, 11)
εἰς τόν Πρωτότοκον ὁλοκλήρου τῆς δημιουργίας (Κολ. 1, 15), ἐκεῖνος ὁ
ὁποῖος ἐσκίρτησεν ἐνῶ εὑρίσκετο μέσα εἰς τήν κοιλίαν εἰς ἐκεῖνον ὁ
ὁποῖος ἐπροσκυνήθη μέσα εἰς τήν κοιλίαν, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προέτρεξε καί ὁ
ὁποῖος θά προτρέξῃ εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐφάνη καί θά φανῇ. «Ἐγώ ἔχω
ἀνάγκην νά βαπτισθῶ ἀπό σένα» - πρόσθεσε καί «δι᾿ ἐσέ» (διότι ἐγνώριζεν
ὅτι ἐπρόκειτο νά βαπτισθῇ μέ τό μαρτύριον) ἤ, ὅπως ὁ Πέτρος, τό ὅτι θά
καθαρίσῃς ὄχι μόνον τούς πόδας - «καί σύ ἔρχεσαι πρός ἐμέ; » (Ματθ. 3,
14). Καί τοῦτο εἶναι προφητικόν. Διότι ἐγνώριζεν ὅτι ὅπως μετά τόν
Ἡρώδην ἐπρόκειτο νά καταληφθῇ ἀπό μανίαν ὁ Πιλᾶτος, ἔτσι καί μετά ἀπ᾿
αὐτόν, ὁ ὁποῖος θά ἔφευγε προηγουμένως, θά ἀκολουθοῦσε ὁ Ἰησοῦς. Τί δέ
λέγει ὁ Ἰησοῦς; «Ἄφησε τώρα τάς ἀντιρρήσεις» (Ματθ. 3, 15), διότι αὐτό
ἀπαιτοῦσε τό θεῖον σχέδιον. Διότι ἐγνώριζεν ὅτι μετ᾿ ὀλίγον ἐπρόκειτο νά
βαπτίσῃ αὐτός τόν βαπτιστήν. Τί δέ εἶναι τό φτυάρι (Ματθ. 3, 12); Ἡ
κάθαρσις. Τί εἶναι δέ τό πῦρ (Ματθ. 3, 10); Τό κάψιμον κάθε ἀνοήτου
πράγματος καί ἡ ἀναζωπύρωσις τοῦ πνεύματος. Τί εἶναι δέ ἡ ἀξίνη; Τό
κόψιμον τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἔχει γεμίσει μέ ἀκαθαρσίας, ἔχει
καταστῆ ἀθεράπευτος. Τί εἶναι δέ ἡ μάχαιρα (Ματθ. 10, 34); Ἡ τομή τήν
ὁποίαν κάνει ὁ Λόγος καί ἡ ὁποία ξεχωρίζει τό κακόν ἀπό τό καλόν καί τόν
πιστόν ἀπό τόν ἄπιστον καί ἡ ὁποία κάνει τόν υἱόν καί τήν θυγατέρα καί
τήν νύμφην νά ἐπαναστατοῦν κατά τοῦ πατρός καί τῆς μητρός καί τῆς
πενθερᾶς (Ματθ. 10, 35), καί τά νέα καί πρόσφατα (νά ἐπαναστατοῦν) κατά
τῶν παλαιῶν τά ὁποῖα εἶναι σκιώδη. Τί εἶναι δέ τό κορδόνι τοῦ ὑποδήματος
(Ματθ. 3, 11), τό ὁποῖον δέν ἠμπορεῖς νά λύσῃς σύ ὁ ὁποῖος βαπτίζεις
τόν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἔζησες εἰς τήν ἐρημίαν μέ νηστείαν, ὁ νέος Ἠλίας, ὁ
ὁποῖος εἶσαι κάτι ἀνώτερον καί ἀπό προφήτην (Ματθ. 11, 9), ἐφόσον εἶδες
καί ἐκεῖνον τόν ὁποῖον εἶχες προφητεύσει καί ὁ ὁποῖος συνδέεις τήν
Παλαιάν μέ τήν Καινήν Διαθήκην; Τί εἶναι τοῦτο; Ἐνδεχομένως ὁ λόγος περί
τῆς ἐλεύσεως εἰς τήν γῆν καί περί τῆς σαρκός, τοῦ ὁποίου καί τό
ἐλάχιστον ἀκόμη τμῆμα εἶναι ἀδύνατον νά γίνῃ κατανοητόν, ὄχι μόνον εἰς
ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀκόμη σαρκικόν φρόνημα καί εἶναι ἀκόμη νήπια
εἰς τόν Χριστιανισμόν, ἀλλά καί εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διαθέτουν τό
Πνεῦμα τοῦ Ἰωάννου.
|